ΧΟ. αὔρα, ποντιὰς αὔρα, [στρ. α]
445 ἅτε ποντοπόρους κομί-
ζεις θοὰς ἀκάτους ἐπ᾽ οἶδμα λίμνας,
ποῖ με τὰν μελέαν πορεύ-
σεις; τῷ δουλόσυνος πρὸς οἶ-
κον κτηθεῖσ᾽ ἀφίξομαι; ἢ
450 Δωρίδος ὅρμον αἴας;
ἢ Φθιάδος, ἔνθα τὸν
καλλίστων ὑδάτων πατέρα
φασὶν Ἀπιδανὸν γύας λιπαίνειν;
455 ἢ νάσων, ἁλιήρει [ἀντ. α]
κώπᾳ πεμπομέναν τάλαι-
ναν, οἰκτρὰν βιοτὰν ἔχουσαν οἴκοις,
ἔνθα πρωτόγονός τε φοῖ-
νιξ δάφνα θ᾽ ἱεροὺς ἀνέ-
460 σχε πτόρθους Λατοῖ φίλᾳ ὠ-
δῖνος ἄγαλμα Δίας;
σὺν Δηλιάσιν τε κού-
ραισιν Ἀρτέμιδος θεᾶς
465 χρυσέαν τ᾽ ἄμπυκα τόξα τ᾽ εὐλογήσω;
ἢ Παλλάδος ἐν πόλει [στρ. β]
τὰς καλλιδίφρους θεᾶς
ναίουσ᾽ ἐν κροκέῳ πέπλῳ
ζεύξομαι ἆρα πώλους ἐν
470 δαιδαλέαισι ποι κίλλουσ᾽
ἀνθοκρόκοισι πήναις, ἢ
Τιτάνων γενεάν
τὰν Ζεὺς ἀμφιπύρῳ κοιμί-
ζει φλογμῷ Κρονίδας;
475 ὤ μοι τεκέων ἐμῶν, [ἀντ. β]
ὤ μοι πατέρων χθονός θ᾽,
ἃ καπνῷ κατερείπεται
τυφομένα δορίκτητος
Ἀργεΐων· ἐγὼ δ᾽ ἐν ξεί-
480 νᾳ χθονὶ δὴ κέκλημαι δού-
λα, λιποῦσ᾽ Ἀσίαν,
Εὐρώπας θεραπνᾶν ἀλλά-
ξασ᾽ Ἅιδα θαλάμους.
***
ΧΟΡΟΣ
Αγέρι, πελαγίσιο αγέρι, [στρ. 1]
που τα θαλασσοτάξιδα καράβια
γοργά κυλάς στο φουσκωμένο κύμα,
κατά πού τάχατε η πνοή σου θα με φέρει
τη δύστυχη εμένα;
Σε ποιανού τάχατε το σπιτικό
θα φτάσω, σκλάβα αγορασμένη;
450 Τάχα στη γη τη Δωρική θ᾽ αράξω,
τάχα στη Φθία, εκεί που, καθώς λένε,
ο Απιδανός, ωραίων νερών πατέρας,
καρπίζει τα χωράφια;
Ή, με νερόλαμνα κουπιά φερμένη, [αντ. 1]
η έρημη,
πικρή ζωή μού μέλλεται να ζήσω,
ξενοδουλεύτρα
σ᾽ εκείνο το νησί που η πρώτη δάφνη
κι η πρώτη φοινικιά
κώνους ιερούς πετάξανε
460 για να δοξάσουν της γλυκιάς
Λητώς τη θεία τη γέννα;
Κι εκεί, μαζί με τις Δηλιώτισσες παρθένες,
θα υμνολογώ
της Άρτεμης το χρυσό στέμμα και τα τόξα;
Μήπως στην πολιτεία της Παλλάδας [στρ. 2]
θα κατοικήσω, της θεάς
με τ᾽ όμορφο άρμα,
και στον κροκάτο πέπλο της κεντώντας,
470 με πλουμιστά κι ανθοκλωσμένα υφάδια,
τα ζεμένα
πουλάρια θα ξομπλιάζω,
ή των Τιτάνων τη γενιά
που ο Δίας ο Κρονίδης θανάτωσε
με διπλό αστροπελέκι;
Αλίμονο στα παιδιά, στους γονιούς μας, [αντ. 2]
στη γη που μας γέννησε αλίμονο,
μια πατρίδα στους καπνούς τυλιγμένη,
σωριασμένη σ᾽ ερείπια, κουρσεμένη
480 απ᾽ τους Έλληνες. Τώρα σκλάβα με κράζουν
σε ξένη γη, απ᾽ όταν άφησα
της Ασίας τα παλάτια
για να βρεθώ στην Ευρώπη,
στου Άδη τα δώματα.
445 ἅτε ποντοπόρους κομί-
ζεις θοὰς ἀκάτους ἐπ᾽ οἶδμα λίμνας,
ποῖ με τὰν μελέαν πορεύ-
σεις; τῷ δουλόσυνος πρὸς οἶ-
κον κτηθεῖσ᾽ ἀφίξομαι; ἢ
450 Δωρίδος ὅρμον αἴας;
ἢ Φθιάδος, ἔνθα τὸν
καλλίστων ὑδάτων πατέρα
φασὶν Ἀπιδανὸν γύας λιπαίνειν;
455 ἢ νάσων, ἁλιήρει [ἀντ. α]
κώπᾳ πεμπομέναν τάλαι-
ναν, οἰκτρὰν βιοτὰν ἔχουσαν οἴκοις,
ἔνθα πρωτόγονός τε φοῖ-
νιξ δάφνα θ᾽ ἱεροὺς ἀνέ-
460 σχε πτόρθους Λατοῖ φίλᾳ ὠ-
δῖνος ἄγαλμα Δίας;
σὺν Δηλιάσιν τε κού-
ραισιν Ἀρτέμιδος θεᾶς
465 χρυσέαν τ᾽ ἄμπυκα τόξα τ᾽ εὐλογήσω;
ἢ Παλλάδος ἐν πόλει [στρ. β]
τὰς καλλιδίφρους θεᾶς
ναίουσ᾽ ἐν κροκέῳ πέπλῳ
ζεύξομαι ἆρα πώλους ἐν
470 δαιδαλέαισι ποι κίλλουσ᾽
ἀνθοκρόκοισι πήναις, ἢ
Τιτάνων γενεάν
τὰν Ζεὺς ἀμφιπύρῳ κοιμί-
ζει φλογμῷ Κρονίδας;
475 ὤ μοι τεκέων ἐμῶν, [ἀντ. β]
ὤ μοι πατέρων χθονός θ᾽,
ἃ καπνῷ κατερείπεται
τυφομένα δορίκτητος
Ἀργεΐων· ἐγὼ δ᾽ ἐν ξεί-
480 νᾳ χθονὶ δὴ κέκλημαι δού-
λα, λιποῦσ᾽ Ἀσίαν,
Εὐρώπας θεραπνᾶν ἀλλά-
ξασ᾽ Ἅιδα θαλάμους.
***
ΧΟΡΟΣ
Αγέρι, πελαγίσιο αγέρι, [στρ. 1]
που τα θαλασσοτάξιδα καράβια
γοργά κυλάς στο φουσκωμένο κύμα,
κατά πού τάχατε η πνοή σου θα με φέρει
τη δύστυχη εμένα;
Σε ποιανού τάχατε το σπιτικό
θα φτάσω, σκλάβα αγορασμένη;
450 Τάχα στη γη τη Δωρική θ᾽ αράξω,
τάχα στη Φθία, εκεί που, καθώς λένε,
ο Απιδανός, ωραίων νερών πατέρας,
καρπίζει τα χωράφια;
Ή, με νερόλαμνα κουπιά φερμένη, [αντ. 1]
η έρημη,
πικρή ζωή μού μέλλεται να ζήσω,
ξενοδουλεύτρα
σ᾽ εκείνο το νησί που η πρώτη δάφνη
κι η πρώτη φοινικιά
κώνους ιερούς πετάξανε
460 για να δοξάσουν της γλυκιάς
Λητώς τη θεία τη γέννα;
Κι εκεί, μαζί με τις Δηλιώτισσες παρθένες,
θα υμνολογώ
της Άρτεμης το χρυσό στέμμα και τα τόξα;
Μήπως στην πολιτεία της Παλλάδας [στρ. 2]
θα κατοικήσω, της θεάς
με τ᾽ όμορφο άρμα,
και στον κροκάτο πέπλο της κεντώντας,
470 με πλουμιστά κι ανθοκλωσμένα υφάδια,
τα ζεμένα
πουλάρια θα ξομπλιάζω,
ή των Τιτάνων τη γενιά
που ο Δίας ο Κρονίδης θανάτωσε
με διπλό αστροπελέκι;
Αλίμονο στα παιδιά, στους γονιούς μας, [αντ. 2]
στη γη που μας γέννησε αλίμονο,
μια πατρίδα στους καπνούς τυλιγμένη,
σωριασμένη σ᾽ ερείπια, κουρσεμένη
480 απ᾽ τους Έλληνες. Τώρα σκλάβα με κράζουν
σε ξένη γη, απ᾽ όταν άφησα
της Ασίας τα παλάτια
για να βρεθώ στην Ευρώπη,
στου Άδη τα δώματα.