Πολιτική ὕβρις: στον αρχαίο και το σύγχρονο κόσμο
§1
Ι. Στην αρχαία ελληνική σκέψη, από την εποχή ήδη του Ομήρου, η λέξη ὕβρις είναι συνώνυμη με τον όλεθρο του ανθρώπου. Κλείνει μέσα της ό,τι πρέπει να αποφεύγει ο τελευταίος. Τι πρέπει να αποφεύγει; Την υπερβολή και την έπαρση, την αυθάδικη βία, την προσβολή του φυσικού‒ανθρώπινου μέτρου, συνεπώς την προσβολή του θείου, τη βουλιμία για α‒λογισμό και στρεψοδικία, με την οποία τείνει να επικαλύπτει το φθονερό και καταστροφικό του έργο, που μπορεί να διαπράττει από θέση ισχύος. Η ὕβρις λοιπόν μπορεί να εγκατασταθεί στη ζωή μας μόνο ως βιασμός του μέτρου και της αρμονίας, ως καταστρατήγηση του «ξυνού λόγου» (=του κοινού-καθολικού λόγου) κατά Ηράκλειτο.
ΙΙ. Γι’ αυτό, ο μεγάλος Προσωκρατικός διανοητής παρατηρεί, με βαθυνόητο τρόπο, σχετικά:
«ὕβριν χρή σβεννύναι μάλλον ή πυρκαϊήν:
την έπαρση πρέπει να κατασβήνει κανείς περισσότερο κι από την πυρκαγιά» (απ. 43).
Η ὕβρις, σύμφωνα με το απόσπασμα, κάτι που αναλογικά ισχύει και στον νεοελληνικό κόσμο, είναι εκ πρώτης όψεως θρησκευτική, ουσιωδώς όμως πολιτική. Συνιστά, πριν απ’ όλα, υπέρβαση του μέτρου σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο· στη συνάφεια τούτη αποβαίνει αμετρία, αλαζονεία, αχαλίνωτη ακολασία και βία, που συνεπάγεται η άγονη αντιπαράθεση ανάμεσα στις διάφορες πολιτικές ομάδες ή φατρίες της πολιτείας. Ο Ηράκλειτος δεν σκεφτόταν ως εκπρόσωπος της «αριστοκρατικής» μερίδας ενάντια στη «δημοκρατική» μερίδα, όπως γράφουν αφελώς και ανοήτως ορισμένα εγχειρίδια αμόρφωτων προφεσόρων ‒εγχειρίδια για να περνούν τις εξετάσεις τους οι σπουδαστές‒ αλλά ως βαθύς ερμηνευτής του Λόγου και του δια-Λόγου. Στο εύρος λοιπόν της συνολικής δραστηριότητας του ανθρώπου, συμπεριλαμβανομένης και της προαναφερθείσας πολιτικής, η ὕβρις υφίσταται, όταν ο άνθρωπος καθεύδει και δεν εισχωρεί στην αλήθεια του καθολικού Λόγου. Τότε συμβαίνει, ως αμετρία, αταξία, αναταραχή κ.λπ. να είναι ευθέως αντίθετη με την τάξη των θεών, του θείου, του ιερού.
§2
Να γιατί, στην περιοχή της θρησκείας, οι θεοί τιμωρούσαν τους ανθρώπους που διέπρατταν ὕβριν, δηλαδή γίνονταν δέσμιοι της ξιπασιάς, της υπερβολής και της ακολασίας παντός είδους. Στο πεδίο της πολιτικής, δηλαδή της δημόσιας δραστηριότητας της πόλης, όσοι με το έργο τους διέπρατταν ὕβριν, καθ’ όλες τις εκδοχές της, δεν απέφευγαν με κανένα τρόπο τον όλεθρο που οι ίδιοι απεργάζονταν για τους άλλους. Αναφέρει, για παράδειγμα, πολύ παραστατικά ο Ευριπίδης για τον νικητή που, αφού προκάλεσε στον εχθρό του τον όλεθρο είναι:
«σαν έναν φτωχό άνθρωπο που, όταν έφτασε να γίνει πλούσιος, διαπράττει ὕβριν [=ξιπάστηκε] και λόγω της ὕβρεως [=της ξιπασιάς του] οδηγείται κι αυτός με τη σειρά του στον όλεθρο» (Ικέτιδες στ. 741-43).
Ο Αισχύλος, στην ερμηνεία του κόσμου που μας προσφέρει (βλ. π.χ. στην τραγωδία του: Πέρσαι), συλλαμβάνει την έννοια της ὕβρεως και της άτης ως πυρηνικούς άξονες για την ευτυχία ή δυστυχία του ανθρώπου και του κόσμου: η υπέρβαση από τον άνθρωπο, ας πούμε στην εν λόγω τραγωδία από τον Ξέρξη, ενός επιτρεπτού από την τάξη των πραγμάτων ορίου οδηγεί σε υπέρμετρη αυτοπεποίθηση, σε παράλογη στάση ζωής, σε αλαζονική συμπεριφορά και δραστηριοποιεί την άτη, που σημαίνει τύφλωση της ηθικής και διανοητικής όρασης. Το φαινόμενο της αρχαίας ὕβρεως δεν είναι αποκλειστικά φαινόμενο της αρχαίας ελληνικής ζωής, αλλά ισχύει εξίσου και στη σύγχρονη ζωή των λαών. Απλώς, οι Αρχαίοι συνέλαβαν μοναδικά την έννοια και τη θεωρία της ύβρεως, καθώς είχαν επιτύχει την ύψιστη διαύγεια σκέψης.
§3
Η ὕβρις, κατά κανόνα, συνυφαίνεται με τη δύναμη, την ισχύ και την εξουσία. Όπου υπάρχει πολιτική κυριαρχία, όπου επικρατεί ισχυρή δεσποτεία, εκεί εμφανίζεται και η ύβρις, γιατί εκεί συμβαίνει υπέρβαση του ανθρώπινου μέτρου. Ωστόσο δεν εμφανίζεται μόνο ως πρόκληση μεγάλων συμφορών για τον καταδυναστευόμενο, για τον ηττημένο, για τον υπήκοο, για την πολιτεία, αλλά και ως επιστροφή του κακού στον ίδιο το δυνάστη που το προκαλεί. Τούτο σημαίνει πως η ὕβρις δεν είναι κάτι το μοιρολατρικό, που χρησιμοποιείται ως μια αφηρημένη παρηγοριά από [και για] τους υφιστάμενους την ὕβριν, αλλά ανήκει στην ίδια την ανορθολογική φύση της εξ-ουσιαστικής δύναμης. Πρόκειται για εκείνο τον ανορθολογισμό που αντιστρατεύεται ευθέως τη φυσιολογική, την κατά τον ρυθμό του κοινού λόγου εξέλιξη των ανθρωπίνων πραγμάτων. Οι Αθηναίοι, για παράδειγμα, άσκησαν την ηγεμονία τους στις άλλες ελληνικές πόλεις με ὕβριν, με αποκορύφωμα την ὕβριν στη Μήλο. Παραβίασαν έτσι κατ’ εξακολούθηση τον κοινό λόγο, δηλαδή, την κοινή-την ανθρωπίνως κοινωνική συνθήκη ζωής, και έπρεπε να πληρώσουν. Και τότε, οι συμφορές που προκάλεσαν επέστρεψαν εις εαυτούς με ολοκληρωτική καταστροφή τους: με την αρχή του τέλους τους ως αρχαίας πόλεως-κράτους.
§4
Ι. Πώς γεννιέται και ωριμάζει η λειτουργία της ὕβρεως κατά την άσκηση της εξουσίας; Ανήκει στους «άγραφους νόμους» της τελευταίας, όσο αυξάνεται και βιώνει τη στιγμιαία της κυριαρχία ως αιώνια πραγματικότητα, να αισθάνεται φόβο, ανασφάλεια, καχυποψία και -όχι λιγότερο- μίσος απέναντι στους υποτελείς της. Τότε συμβαίνει να εξαπολύει και τους τελευταίους κεραυνούς της πολιτικής ὕβρεως ενάντια στους πάντες: στο λαό, στους πολιτικούς αντιπάλους ή ακόμη και συνοδοιπόρους κ.λπ.: ακριβώς ό,τι συμβαίνει και στο σημερινό διαχρονικά πεδίο της πολιτικής. Η πολιτική φρόνηση του Περικλή του επιτρέπει να στοχάζεται, στον Επιτάφιο, με γνώμονα το μέτρο:
«δεν διακυβεύεται μόνο η δουλεία ή η ελευθερία, αλλά και η απώλεια της εξουσίας και ο κίνδυνος που γεννιέται από το μίσος που ενέπνευσε η άσκηση της εξουσίας» (Θουκυδίδης ΙΙ, 63).
ΙΙ. Πώς λειτουργεί η πολιτική ὕβρις στην παρούσα συγκυρία: παγκόσμια, ευρωπαϊκή αλλά και νεοελληνική, βέβαια με ορισμένες επί μέρους διαφοροποιήσεις μεταξύ τους; Περίπου κατά παρόμοιο τρόπο: οι ανταγωνιζόμενες πολιτικές δυνάμεις, μακριά-απόμακρα από τον κατά Ηράκλειτο Λόγο του νοήματος και του μη-νοήματος, καλλιεργούν έναν στρεψόδικο λόγο, παράλληλα με την ανάπτυξη βίαιης δράσης –γεμάτης μίσος–καταπνίγοντας κάθε αντί-παλη φωνή και συγκαλύπτοντας τις αιτίες και τους εκάστοτε υπεύθυνους της καταστροφής. Συμβαίνει κατά κόρο να πασχίζουν να απο-ενοχοποιούν τους πρωταίτιους της καταστροφής και του μηδενισμού, δηλαδή τους εαυτούς τους ή τους εταίρους τους, αερολογώντας ακατάσχετα και απειλώντας παντοιοτρόπως, επικαλούμενοι μάλιστα προς τούτο συστήματα ηθικής, ιδίως πολιτικής ηθικής, που οι ίδιοι δεν τα πιστεύουν: όπως δημοκρατικά ήθη, πολιτική φρόνηση, μετριοπάθεια, πολιτικό διαλέγεσθαι, καταπολέμηση της πολιτικής απάτης, ανοχή της διαφορετικότητας ή και της αντίπαλης σκέψης κ.λπ.. Έτσι προκαλούν σε απόλυτο βαθμό πολιτική ὕβριν, μαζί και τον δικό τους πολιτικό θάνατο.
§1
Ι. Στην αρχαία ελληνική σκέψη, από την εποχή ήδη του Ομήρου, η λέξη ὕβρις είναι συνώνυμη με τον όλεθρο του ανθρώπου. Κλείνει μέσα της ό,τι πρέπει να αποφεύγει ο τελευταίος. Τι πρέπει να αποφεύγει; Την υπερβολή και την έπαρση, την αυθάδικη βία, την προσβολή του φυσικού‒ανθρώπινου μέτρου, συνεπώς την προσβολή του θείου, τη βουλιμία για α‒λογισμό και στρεψοδικία, με την οποία τείνει να επικαλύπτει το φθονερό και καταστροφικό του έργο, που μπορεί να διαπράττει από θέση ισχύος. Η ὕβρις λοιπόν μπορεί να εγκατασταθεί στη ζωή μας μόνο ως βιασμός του μέτρου και της αρμονίας, ως καταστρατήγηση του «ξυνού λόγου» (=του κοινού-καθολικού λόγου) κατά Ηράκλειτο.
ΙΙ. Γι’ αυτό, ο μεγάλος Προσωκρατικός διανοητής παρατηρεί, με βαθυνόητο τρόπο, σχετικά:
«ὕβριν χρή σβεννύναι μάλλον ή πυρκαϊήν:
την έπαρση πρέπει να κατασβήνει κανείς περισσότερο κι από την πυρκαγιά» (απ. 43).
Η ὕβρις, σύμφωνα με το απόσπασμα, κάτι που αναλογικά ισχύει και στον νεοελληνικό κόσμο, είναι εκ πρώτης όψεως θρησκευτική, ουσιωδώς όμως πολιτική. Συνιστά, πριν απ’ όλα, υπέρβαση του μέτρου σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο· στη συνάφεια τούτη αποβαίνει αμετρία, αλαζονεία, αχαλίνωτη ακολασία και βία, που συνεπάγεται η άγονη αντιπαράθεση ανάμεσα στις διάφορες πολιτικές ομάδες ή φατρίες της πολιτείας. Ο Ηράκλειτος δεν σκεφτόταν ως εκπρόσωπος της «αριστοκρατικής» μερίδας ενάντια στη «δημοκρατική» μερίδα, όπως γράφουν αφελώς και ανοήτως ορισμένα εγχειρίδια αμόρφωτων προφεσόρων ‒εγχειρίδια για να περνούν τις εξετάσεις τους οι σπουδαστές‒ αλλά ως βαθύς ερμηνευτής του Λόγου και του δια-Λόγου. Στο εύρος λοιπόν της συνολικής δραστηριότητας του ανθρώπου, συμπεριλαμβανομένης και της προαναφερθείσας πολιτικής, η ὕβρις υφίσταται, όταν ο άνθρωπος καθεύδει και δεν εισχωρεί στην αλήθεια του καθολικού Λόγου. Τότε συμβαίνει, ως αμετρία, αταξία, αναταραχή κ.λπ. να είναι ευθέως αντίθετη με την τάξη των θεών, του θείου, του ιερού.
§2
Να γιατί, στην περιοχή της θρησκείας, οι θεοί τιμωρούσαν τους ανθρώπους που διέπρατταν ὕβριν, δηλαδή γίνονταν δέσμιοι της ξιπασιάς, της υπερβολής και της ακολασίας παντός είδους. Στο πεδίο της πολιτικής, δηλαδή της δημόσιας δραστηριότητας της πόλης, όσοι με το έργο τους διέπρατταν ὕβριν, καθ’ όλες τις εκδοχές της, δεν απέφευγαν με κανένα τρόπο τον όλεθρο που οι ίδιοι απεργάζονταν για τους άλλους. Αναφέρει, για παράδειγμα, πολύ παραστατικά ο Ευριπίδης για τον νικητή που, αφού προκάλεσε στον εχθρό του τον όλεθρο είναι:
«σαν έναν φτωχό άνθρωπο που, όταν έφτασε να γίνει πλούσιος, διαπράττει ὕβριν [=ξιπάστηκε] και λόγω της ὕβρεως [=της ξιπασιάς του] οδηγείται κι αυτός με τη σειρά του στον όλεθρο» (Ικέτιδες στ. 741-43).
Ο Αισχύλος, στην ερμηνεία του κόσμου που μας προσφέρει (βλ. π.χ. στην τραγωδία του: Πέρσαι), συλλαμβάνει την έννοια της ὕβρεως και της άτης ως πυρηνικούς άξονες για την ευτυχία ή δυστυχία του ανθρώπου και του κόσμου: η υπέρβαση από τον άνθρωπο, ας πούμε στην εν λόγω τραγωδία από τον Ξέρξη, ενός επιτρεπτού από την τάξη των πραγμάτων ορίου οδηγεί σε υπέρμετρη αυτοπεποίθηση, σε παράλογη στάση ζωής, σε αλαζονική συμπεριφορά και δραστηριοποιεί την άτη, που σημαίνει τύφλωση της ηθικής και διανοητικής όρασης. Το φαινόμενο της αρχαίας ὕβρεως δεν είναι αποκλειστικά φαινόμενο της αρχαίας ελληνικής ζωής, αλλά ισχύει εξίσου και στη σύγχρονη ζωή των λαών. Απλώς, οι Αρχαίοι συνέλαβαν μοναδικά την έννοια και τη θεωρία της ύβρεως, καθώς είχαν επιτύχει την ύψιστη διαύγεια σκέψης.
§3
Η ὕβρις, κατά κανόνα, συνυφαίνεται με τη δύναμη, την ισχύ και την εξουσία. Όπου υπάρχει πολιτική κυριαρχία, όπου επικρατεί ισχυρή δεσποτεία, εκεί εμφανίζεται και η ύβρις, γιατί εκεί συμβαίνει υπέρβαση του ανθρώπινου μέτρου. Ωστόσο δεν εμφανίζεται μόνο ως πρόκληση μεγάλων συμφορών για τον καταδυναστευόμενο, για τον ηττημένο, για τον υπήκοο, για την πολιτεία, αλλά και ως επιστροφή του κακού στον ίδιο το δυνάστη που το προκαλεί. Τούτο σημαίνει πως η ὕβρις δεν είναι κάτι το μοιρολατρικό, που χρησιμοποιείται ως μια αφηρημένη παρηγοριά από [και για] τους υφιστάμενους την ὕβριν, αλλά ανήκει στην ίδια την ανορθολογική φύση της εξ-ουσιαστικής δύναμης. Πρόκειται για εκείνο τον ανορθολογισμό που αντιστρατεύεται ευθέως τη φυσιολογική, την κατά τον ρυθμό του κοινού λόγου εξέλιξη των ανθρωπίνων πραγμάτων. Οι Αθηναίοι, για παράδειγμα, άσκησαν την ηγεμονία τους στις άλλες ελληνικές πόλεις με ὕβριν, με αποκορύφωμα την ὕβριν στη Μήλο. Παραβίασαν έτσι κατ’ εξακολούθηση τον κοινό λόγο, δηλαδή, την κοινή-την ανθρωπίνως κοινωνική συνθήκη ζωής, και έπρεπε να πληρώσουν. Και τότε, οι συμφορές που προκάλεσαν επέστρεψαν εις εαυτούς με ολοκληρωτική καταστροφή τους: με την αρχή του τέλους τους ως αρχαίας πόλεως-κράτους.
§4
Ι. Πώς γεννιέται και ωριμάζει η λειτουργία της ὕβρεως κατά την άσκηση της εξουσίας; Ανήκει στους «άγραφους νόμους» της τελευταίας, όσο αυξάνεται και βιώνει τη στιγμιαία της κυριαρχία ως αιώνια πραγματικότητα, να αισθάνεται φόβο, ανασφάλεια, καχυποψία και -όχι λιγότερο- μίσος απέναντι στους υποτελείς της. Τότε συμβαίνει να εξαπολύει και τους τελευταίους κεραυνούς της πολιτικής ὕβρεως ενάντια στους πάντες: στο λαό, στους πολιτικούς αντιπάλους ή ακόμη και συνοδοιπόρους κ.λπ.: ακριβώς ό,τι συμβαίνει και στο σημερινό διαχρονικά πεδίο της πολιτικής. Η πολιτική φρόνηση του Περικλή του επιτρέπει να στοχάζεται, στον Επιτάφιο, με γνώμονα το μέτρο:
«δεν διακυβεύεται μόνο η δουλεία ή η ελευθερία, αλλά και η απώλεια της εξουσίας και ο κίνδυνος που γεννιέται από το μίσος που ενέπνευσε η άσκηση της εξουσίας» (Θουκυδίδης ΙΙ, 63).
ΙΙ. Πώς λειτουργεί η πολιτική ὕβρις στην παρούσα συγκυρία: παγκόσμια, ευρωπαϊκή αλλά και νεοελληνική, βέβαια με ορισμένες επί μέρους διαφοροποιήσεις μεταξύ τους; Περίπου κατά παρόμοιο τρόπο: οι ανταγωνιζόμενες πολιτικές δυνάμεις, μακριά-απόμακρα από τον κατά Ηράκλειτο Λόγο του νοήματος και του μη-νοήματος, καλλιεργούν έναν στρεψόδικο λόγο, παράλληλα με την ανάπτυξη βίαιης δράσης –γεμάτης μίσος–καταπνίγοντας κάθε αντί-παλη φωνή και συγκαλύπτοντας τις αιτίες και τους εκάστοτε υπεύθυνους της καταστροφής. Συμβαίνει κατά κόρο να πασχίζουν να απο-ενοχοποιούν τους πρωταίτιους της καταστροφής και του μηδενισμού, δηλαδή τους εαυτούς τους ή τους εταίρους τους, αερολογώντας ακατάσχετα και απειλώντας παντοιοτρόπως, επικαλούμενοι μάλιστα προς τούτο συστήματα ηθικής, ιδίως πολιτικής ηθικής, που οι ίδιοι δεν τα πιστεύουν: όπως δημοκρατικά ήθη, πολιτική φρόνηση, μετριοπάθεια, πολιτικό διαλέγεσθαι, καταπολέμηση της πολιτικής απάτης, ανοχή της διαφορετικότητας ή και της αντίπαλης σκέψης κ.λπ.. Έτσι προκαλούν σε απόλυτο βαθμό πολιτική ὕβριν, μαζί και τον δικό τους πολιτικό θάνατο.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου