Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2020

ΠΛΑΤΩΝ: Πολιτεία: (604e-606c)

[604e] Οὐκοῦν τὸ μὲν πολλὴν μίμησιν καὶ ποικίλην ἔχει, τὸ ἀγανακτητικόν, τὸ δὲ φρόνιμόν τε καὶ ἡσύχιον ἦθος, παραπλήσιον ὂν ἀεὶ αὐτὸ αὑτῷ, οὔτε ῥᾴδιον μιμήσασθαι οὔτε μιμουμένου εὐπετὲς καταμαθεῖν, ἄλλως τε καὶ πανηγύρει καὶ παντοδαποῖς ἀνθρώποις εἰς θέατρα συλλεγομένοις· ἀλλοτρίου γάρ που πάθους ἡ μίμησις αὐτοῖς γίγνεται.
[605a] Παντάπασι μὲν οὖν.
Ὁ δὴ μιμητικὸς ποιητὴς δῆλον ὅτι οὐ πρὸς τὸ τοιοῦτον τῆς ψυχῆς πέφυκέ τε καὶ ἡ σοφία αὐτοῦ τούτῳ ἀρέσκειν πέπηγεν, εἰ μέλλει εὐδοκιμήσειν ἐν τοῖς πολλοῖς, ἀλλὰ πρὸς τὸ ἀγανακτητικόν τε καὶ ποικίλον ἦθος διὰ τὸ εὐμίμητον εἶναι.
Δῆλον.
Οὐκοῦν δικαίως ἂν αὐτοῦ ἤδη ἐπιλαμβανοίμεθα, καὶ τιθεῖμεν ἀντίστροφον αὐτὸν τῷ ζωγράφῳ· καὶ γὰρ τῷ φαῦλα ποιεῖν πρὸς ἀλήθειαν ἔοικεν αὐτῷ, καὶ τῷ πρὸς ἕτερον τοιοῦτον [605b] ὁμιλεῖν τῆς ψυχῆς ἀλλὰ μὴ πρὸς τὸ βέλτιστον, καὶ ταύτῃ ὡμοίωται. καὶ οὕτως ἤδη ἂν ἐν δίκῃ οὐ παραδεχοίμεθα εἰς μέλλουσαν εὐνομεῖσθαι πόλιν, ὅτι τοῦτο ἐγείρει τῆς ψυχῆς καὶ τρέφει καὶ ἰσχυρὸν ποιῶν ἀπόλλυσι τὸ λογιστικόν, ὥσπερ ἐν πόλει ὅταν τις μοχθηροὺς ἐγκρατεῖς ποιῶν παραδιδῷ τὴν πόλιν, τοὺς δὲ χαριεστέρους φθείρῃ· ταὐτὸν καὶ τὸν μιμητικὸν ποιητὴν φήσομεν κακὴν πολιτείαν ἰδίᾳ ἑκάστου τῇ ψυχῇ ἐμποιεῖν, τῷ ἀνοήτῳ αὐτῆς [605c] χαριζόμενον καὶ οὔτε τὰ μείζω οὔτε τὰ ἐλάττω διαγιγνώσκοντι, ἀλλὰ τὰ αὐτὰ τοτὲ μὲν μεγάλα ἡγουμένῳ, τοτὲ δὲ σμικρά, εἴδωλα εἰδωλοποιοῦντα, τοῦ δὲ ἀληθοῦς πόρρω πάνυ ἀφεστῶτα.
Πάνυ μὲν οὖν.
Οὐ μέντοι πω τό γε μέγιστον κατηγορήκαμεν αὐτῆς. τὸ γὰρ καὶ τοὺς ἐπιεικεῖς ἱκανὴν εἶναι λωβᾶσθαι, ἐκτὸς πάνυ τινῶν ὀλίγων, πάνδεινόν που.
Τί δ᾽ οὐ μέλλει, εἴπερ γε δρᾷ αὐτό;
Ἀκούων σκόπει. οἱ γάρ που βέλτιστοι ἡμῶν ἀκροώμενοι Ὁμήρου ἢ ἄλλου τινὸς τῶν τραγῳδοποιῶν μιμουμένου [605d] τινὰ τῶν ἡρώων ἐν πένθει ὄντα καὶ μακρὰν ῥῆσιν ἀποτείνοντα ἐν τοῖς ὀδυρμοῖς ἢ καὶ ᾄδοντάς τε καὶ κοπτομένους, οἶσθ᾽ ὅτι χαίρομέν τε καὶ ἐνδόντες ἡμᾶς αὐτοὺς ἑπόμεθα συμπάσχοντες καὶ σπουδάζοντες ἐπαινοῦμεν ὡς ἀγαθὸν ποιητήν, ὃς ἂν ἡμᾶς ὅτι μάλιστα οὕτω διαθῇ.
Οἶδα· πῶς δ᾽ οὔ;
Ὅταν δὲ οἰκεῖόν τινι ἡμῶν κῆδος γένηται, ἐννοεῖς αὖ ὅτι ἐπὶ τῷ ἐναντίῳ καλλωπιζόμεθα, ἂν δυνώμεθα ἡσυχίαν ἄγειν [605e] καὶ καρτερεῖν, ὡς τοῦτο μὲν ἀνδρὸς ὄν, ἐκεῖνο δὲ γυναικός, ὃ τότε ἐπῃνοῦμεν.
Ἐννοῶ, ἔφη.
Ἦ καλῶς οὖν, ἦν δ᾽ ἐγώ, οὗτος ὁ ἔπαινος ἔχει, τὸ ὁρῶντα τοιοῦτον ἄνδρα, οἷον ἑαυτόν τις μὴ ἀξιοῖ εἶναι ἀλλ᾽ αἰσχύνοιτο ἄν, μὴ βδελύττεσθαι ἀλλὰ χαίρειν τε καὶ ἐπαινεῖν;
Οὐ μὰ τὸν Δί᾽, ἔφη, οὐκ εὐλόγῳ ἔοικεν.
[606a] Ναί, ἦν δ᾽ ἐγώ, εἰ ἐκείνῃ γ᾽ αὐτὸ σκοποίης.
Πῇ;
Εἰ ἐνθυμοῖο ὅτι τὸ βίᾳ κατεχόμενον τότε ἐν ταῖς οἰκείαις συμφοραῖς καὶ πεπεινηκὸς τοῦ δακρῦσαί τε καὶ ἀποδύρασθαι ἱκανῶς καὶ ἀποπλησθῆναι, φύσει ὂν τοιοῦτον οἷον τούτων ἐπιθυμεῖν, τότ᾽ ἐστὶν τοῦτο τὸ ὑπὸ τῶν ποιητῶν πιμπλάμενον καὶ χαῖρον· τὸ δὲ φύσει βέλτιστον ἡμῶν, ἅτε οὐχ ἱκανῶς πεπαιδευμένον λόγῳ οὐδὲ ἔθει, ἀνίησιν τὴν φυλακὴν τοῦ [606b] θρηνώδους τούτου, ἅτε ἀλλότρια πάθη θεωροῦν καὶ ἑαυτῷ οὐδὲν αἰσχρὸν ὂν εἰ ἄλλος ἀνὴρ ἀγαθὸς φάσκων εἶναι ἀκαίρως πενθεῖ, τοῦτον ἐπαινεῖν καὶ ἐλεεῖν, ἀλλ᾽ ἐκεῖνο κερδαίνειν ἡγεῖται, τὴν ἡδονήν, καὶ οὐκ ἂν δέξαιτο αὐτῆς στερηθῆναι καταφρονήσας ὅλου τοῦ ποιήματος. λογίζεσθαι γὰρ οἶμαι ὀλίγοις τισὶν μέτεστιν ὅτι ἀπολαύειν ἀνάγκη ἀπὸ τῶν ἀλλοτρίων εἰς τὰ οἰκεῖα· θρέψαντα γὰρ ἐν ἐκείνοις ἰσχυρὸν τὸ ἐλεινὸν οὐ ῥᾴδιον ἐν τοῖς αὑτοῦ πάθεσι κατέχειν.
[606c] Ἀληθέστατα, ἔφη.
Ἆρ᾽ οὖν οὐχ ὁ αὐτὸς λόγος καὶ περὶ τοῦ γελοίου; ὅτι, ἃν αὐτὸς αἰσχύνοιο γελωτοποιῶν, ἐν μιμήσει δὲ κωμῳδικῇ ἢ καὶ ἰδίᾳ ἀκούων σφόδρα χαρῇς καὶ μὴ μισῇς ὡς πονηρά, ταὐτὸν ποιεῖς ὅπερ ἐν τοῖς ἐλέοις; ὃ γὰρ τῷ λόγῳ αὖ κατεῖχες ἐν σαυτῷ βουλόμενον γελωτοποιεῖν, φοβούμενος δόξαν βωμολοχίας, τότ᾽ αὖ ἀνιεῖς, καὶ ἐκεῖ νεανικὸν ποιήσας ἔλαθες πολλάκις ἐν τοῖς οἰκείοις ἐξενεχθεὶς ὥστε κωμῳδοποιὸς γενέσθαι.
Καὶ μάλα, ἔφη.

***
[604e] Το αγανακτητικό λοιπόν ήθος παρέχει πολλές και ποικίλες αφορμές στη μίμηση, ενώ απεναντίας τον φρόνιμο και ήσυχο χαρακτήρα, που μένει πάντα όμοιος με τον εαυτό του, ούτε εύκολο είναι να τον μιμηθεί κανείς ούτε εύκολο είναι με τη μίμηση να τον καταλάβει, μάλιστα εκείνο το πολυποίκιλο πλήθος που μαζεύεται στα πανηγύρια και στα θέατρα· γιατί είναι ολωσδιόλου ξένη προς αυτούς η μίμηση μιας τέτοιας ψυχικής διάθεσης.
[605a] Πραγματικά ολωσδιόλου.
Φανερά άλλωστε ο μιμητικός ποιητής δεν είναι από τη φύση πλασμένος να παρασταίνει αυτό το μέρος της ψυχής και η σοφία του δεν είναι προορισμένη ν᾽ αρέσκεται σ᾽ αυτό, αν θέλει ν᾽ αποκτήσει φήμη στο πλήθος, αλλά ν᾽ απεικονίζει το αγανακτητικό και παρδαλό ήθος που εύκολα προσφέρεται στη μίμηση.
Φανερό.
Θα είχαμε λοιπόν δίκιο να τον καταδικάσομε κι αυτόν και να τον βάλομε σε ανάλογη θέση με τον ζωγράφο· γιατί έχει μαζί του κοινά γνωρίσματα το ότι συνθέτει πράγματα δίχως αξία ως προς την αλήθεια, και το ότι εργάζεται [605b] για ν᾽ αρέσει στο χειρότερο και όχι στο καλύτερο μέρος της ψυχής. Και έτσι θα έχομε εντελώς δίκιο να μην τον παραδεχτούμε μέσα σε μια πόλη που πρόκειται να ευνομείται, γιατί διεγείρει και τρέφει τούτο το κακό μέρος της ψυχής και δυναμώνοντάς το καταστρέφει το λογιστικόν· και όπως όταν σε μια πόλη κάνει κανείς τους κακούς δυνατότερους, παραδίνει σ᾽ αυτούς την κυβέρνηση και εξαφανίζει τους χρηστότερους, το ίδιο θα ειπούμε και για τον μιμητικό ποιητή, ότι ιδρύει μέσα στου καθενός την ψυχή μια κακή πολιτεία, γιατί χαρίζεται [605c] στο ανόητο μέρος της και δεν μπορεί να ξεχωρίσει ούτε τα μεγαλύτερα ούτε τα μικρότερα, αλλά τα ίδια πράγματα νομίζει άλλοτε μεγάλα άλλοτε μικρά και ειδωλοποιεί είδωλα μένοντας πάρα πολύ μακριά από την αλήθεια.
Αυτό είναι βέβαιο.
Μολαταύτα ακόμη δεν είπαμε το μεγαλύτερο κακό που προξενεί η ποίηση. Γιατί είναι πραγματικά φοβερότατο το ότι είναι ικανή να διαφθείρει και τους χρηστούς ανθρώπους, εκτός από πάρα πολύ λίγες εξαιρέσεις.
Πώς να μην είναι φοβερή, αφού πραγματικά κατορθώνει κι αυτό;
Άκουσε και θα κρίνεις. Ξέρεις, υποθέτω, ότι και οι καλύτεροι ακόμη από μας, όταν ακούμε τον Όμηρο ή κανέναν άλλο τραγικό ποιητή ν᾽ απεικονίζει [605d] έναν ήρωα που βρίσκεται σε μεγάλη λύπη και μέσα στους οδυρμούς του απαγγέλλει μακρό λόγο, ή και ανθρώπους που μοιρολογούν και δέρνονται, αισθανόμαστε ευχαρίστηση που ασυναίσθητα την αφήνομε να μας κυριέψει, και, ενώ από το ένα μέρος συμπάσχομε με τον ήρωα, από το άλλο με όλη μας τη σοβαρότητα επαινούμε τον ποιητή που μας δίνει πλούσια αυτή τη συγκίνηση.
Το ξέρω· πώς όχι;
Και όμως, όταν συμβεί σε κανέν᾽ από μας καμιά συμφορά, ξέρεις επίσης ότι φιλοτιμούμαστε να φερνόμαστε με τρόπον αντίθετο, να δείχνομε δηλαδή ησυχία [605e] και υπομονή, αν μπορούμε, γιατί αυτή η διαγωγή αρμόζει σε άντρα, ενώ εκείνο που επαινούσαμε τότε ταιριάζει μόνο σε γυναίκα.
Το ξέρω κι αυτό.
Είναι λοιπόν ορθός αυτός ο έπαινος, να βλέπομε έναν τέτοιον άντρα, που κανείς δεν θα καταδεχότανε αλλά και θα ντρεπότανε να είναι στη θέση του, χωρίς να αισθανόμαστε αποτροπιασμό, αλλ᾽ απεναντίας να χαίρομε και να τον επαινούμε;
Όχι, μά τον Δία, καθόλου δεν φαίνεται εύλογο το πράγμα.
[606a] Χωρίς αμφιβολία, αν μάλιστα το θεωρήσεις απ᾽ αυτήν εδώ την άποψη.
Ποιάν;
Εάν σκεφθείς ότι το μέρος εκείνο της ψυχής μας που διά της βίας το συγκρατούμε στις συμφορές και που είναι πεινασμένο για δάκρυα και οδυρμούς και ποτέ δεν τα χορταίνει αρκετά, επειδή αυτή είναι η φύση του να τα επιθυμεί, αυτό, λέγω, το μέρος το γεμίζουν οι ποιηταί με ικανοποίηση και το ευχαριστούν· το άλλο που είναι από τη φύση το καλύτερο, επειδή δεν είναι αρκετά μορφωμένο από τον λόγο και τον εθισμό, αφήνει ελεύθερο τον χαλινό [606b] εκείνου του θρηνητικού, με τη δικαιολογία ότι είναι απλώς θεατής ξένων δυστυχιών και δεν είναι καθόλου ντροπή γι᾽ αυτό να επαινεί και να ελεεί έναν άλλο, που, μολονότι έχει να καυχιέται για την ανδρεία του και την υπεροχή του, παραδίνεται σε άκαιρους θρήνους· έτσι θεωρεί τουλάχιστον κέρδος την ευχαρίστηση που δοκιμάζει και δεν θα δεχότανε να τη στερηθεί καταδικάζοντας ολόκληρο το ποίημα. Γιατί πάρα πολύ λίγοι είναι σε θέση να σκεφθούν πόσο τα ξένα αισθήματα επιδρούν απάνω στα δικά μας, αφού, όταν δυναμώσει κανείς την ευαισθησία του με τη θέα των δυστυχιών του άλλου, είναι δύσκολο να τη συγκρατεί στις δικές του.
[606c] Αυτό είναι πάρα πολύ αληθές.
Δεν ταιριάζει τάχα ο ίδιος λόγος και στο γελοίο; Όσο κι αν ντρέπεσαι ο ίδιος να κάνεις τον γελωτοποιό, όταν βρίσκεις μεγάλη ευχαρίστηση στη μίμηση του γελοίου, είτε στο θέατρο είτε στις ιδιαίτερες συναναστροφές, και δεν το αποστρέφεσαι ως πρόστυχο πράγμα, θα σου συμβεί το ίδιο ό,τι και με τις τραγικές συγκινήσεις· την τάση δηλαδή που αισθανόσουν μέσα σου να κάνεις τον γελωτοποιό και που τη συγκρατούσες με τον ορθό λόγο, από φόβο μήπως χαρακτηρισθείς βωμολόχος, τότε πια την αφήνεις ελεύθερη και αφού τη θρέψεις αρκετά στα κωμικά θεάματα, χωρίς να το καταλαβαίνεις, παρασύρεσαι στις ιδιαίτερες συναναστροφές σου, ώστε να καταντήσεις σωστός γελωτοποιός.
Και με το παραπάνω.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου