Λόγος περί των παθών: κεφ. 2-11
[II] Ἔστω δὴ ὀργὴ ὄρεξις μετὰ λύπης τιμωρίας φαινομένης διὰ φαινομένην ὀλιγωρίαν εἰς αὐτὸν ἤ ‹τι› τῶν αὐτοῦ, τοῦ ὀλιγωρεῖν μὴ προσήκοντος. εἰ δὴ τοῦτ᾽ ἐστὶν ἡ ὀργή, ἀνάγκη τὸν ὀργιζόμενον ὀργίζεσθαι ἀεὶ τῶν καθ᾽ ἕκαστόν τινι, οἷον Κλέωνι ἀλλ᾽ οὐκ ἀνθρώπῳ, καὶ ὅτι αὑτὸν ἢ τῶν αὑτοῦ τί
[1378b] πεποίηκεν ἢ ἤμελλεν, καὶ πάσῃ ὀργῇ ἕπεσθαί τινα ἡδονήν, τὴν ἀπὸ τῆς ἐλπίδος τοῦ τιμωρήσασθαι· ἡδὺ μὲν γὰρ τὸ οἴεσθαι τεύξεσθαι ὧν ἐφίεται, οὐδεὶς δὲ τῶν φαινομένων ἀδυνάτων ἐφίεται αὑτῷ, ὁ δὲ ὀργιζόμενος ἐφίεται δυνατῶν αὑτῷ. διὸ καλῶς εἴρηται περὶ θυμοῦ·
ὅς τε πολὺ γλυκίων μέλιτος καταλειβομένοιο
ἀνδρῶν ἐν στήθεσσιν ἀέξεται·
ἀκολουθεῖ γὰρ καὶ ἡδονή τις διά τε τοῦτο καὶ διότι διατρίβουσιν ἐν τῷ τιμωρεῖσθαι τῇ διανοίᾳ· ἡ οὖν τότε γινομένη φαντασία ἡδονὴν ἐμποιεῖ, ὥσπερ ἡ τῶν ἐνυπνίων. ἐπεὶ δὲ ἡ ὀλιγωρία ἐστὶν ἐνέργεια δόξης περὶ τὸ μηδενὸς ἄξιον φαινόμενον (καὶ γὰρ τὰ κακὰ καὶ τἀγαθὰ ἄξια οἰόμεθα σπουδῆς εἶναι, καὶ τὰ συντείνοντα πρὸς αὐτά· ὅσα δὲ μηδέν τι ἢ μικρόν, οὐδενὸς ἄξια ὑπολαμβάνομεν), τρία ἐστὶν εἴδη ὀλιγωρίας, καταφρόνησίς τε καὶ ἐπηρεασμὸς καὶ ὕβρις· ὅ τε γὰρ καταφρονῶν ὀλιγωρεῖ (ὅσα γὰρ οἴονται μηδενὸς ἄξια, τούτων καταφρονοῦσιν, τῶν δὲ μηδενὸς ἀξίων ὀλιγωροῦσιν), καὶ ὁ ἐπηρεάζων φαίνεται ὀλιγωρεῖν. ἔστι γὰρ ὁ ἐπηρεασμὸς ἐμποδισμὸς ταῖς βουλήσεσιν μὴ ἵνα τι αὑτῷ ἀλλ᾽ ἵνα μὴ ἐκείνῳ· ἐπεὶ οὖν οὐχ ἵνα αὑτῷ τι, ὀλιγωρεῖ· δῆλον γὰρ ὅτι οὔτε βλάψειν ὑπολαμβάνει, ἐφοβεῖτο γὰρ ἂν καὶ οὐκ ὠλιγώρει, οὔτ᾽ ὠφελῆσαι ἂν οὐδὲν ἄξιον λόγου, ἐφρόντιζε γὰρ ἂν ὥστε φίλος εἶναι· καὶ ὁ ὑβρίζων δὲ ὀλιγωρεῖ· ἔστι γὰρ ὕβρις τὸ πράττειν καὶ λέγειν ἐφ᾽ οἷς αἰσχύνη ἔστι τῷ πάσχοντι, μὴ ἵνα τι γίγνηται αὑτῷ ἄλλο ἢ ὅ τι ἐγένετο, ἀλλ᾽ ὅπως ἡσθῇ· οἱ γὰρ ἀντιποιοῦντες οὐχ ὑβρίζουσιν ἀλλὰ τιμωροῦνται. αἴτιον δὲ τῆς ἡδονῆς τοῖς ὑβρίζουσιν, ὅτι οἴονται κακῶς δρῶντες αὐτοὶ ὑπερέχειν μᾶλλον (διὸ οἱ νέοι καὶ οἱ πλούσιοι ὑβρισταί· ὑπερέχειν γὰρ οἴονται ὑβρίζοντες)· ὕβρεως δὲ ἀτιμία, ὁ δ᾽ ἀτιμάζων ὀλιγωρεῖ· τὸ γὰρ μηδενὸς ἄξιον οὐδεμίαν ἔχει τιμήν, οὔτε ἀγαθοῦ οὔτε κακοῦ· διὸ λέγει ὀργιζόμενος ὁ Ἀχιλλεὺς
ἠτίμησεν· ἑλὼν γὰρ ἔχει γέρας αὐτὸς
καὶ
ὡς εἴ τιν᾽ ἀτίμητον μετανάστην,
ὡς διὰ ταῦτα ὀργιζόμενος. προσήκειν δὲ οἴονται πολυωρεῖσθαι ὑπὸ τῶν ἡττόνων κατὰ γένος, κατὰ δύναμιν, κατ᾽ ἀρετήν,
[1379a] καὶ ὅλως ἐν ᾧ ἂν αὐτὸς ὑπερέχῃ πολύ, οἷον ἐν χρήμασιν ὁ πλούσιος πένητος καὶ ἐν τῷ λέγειν ῥητορικὸς ἀδυνάτου εἰπεῖν καὶ ἄρχων ἀρχομένου καὶ ἄρχειν ἄξιος οἰόμενος τοῦ ἄρχεσθαι ἀξίου· διὸ εἴρηται,
θυμὸς δὲ μέγας ἐστὶ διοτρεφέων βασιλήων
καὶ
ἀλλά τε καὶ μετόπισθεν ἔχει κότον·
ἀγανακτοῦσι γὰρ διὰ τὴν ὑπεροχήν. ἔτι ὑφ᾽ ὧν τις οἴεται εὖ πάσχειν δεῖν· οὗτοι δ᾽ εἰσὶν οὓς εὖ πεποίηκεν ἢ ποιεῖ, αὐτὸς ἢ δι᾽ αὐτόν τις ἢ τῶν αὐτοῦ τις, ἢ βούλεται ἢ ἐβουλήθη.
***
[2] Ας δεχτούμε λοιπόν ότι η οργή είναι η ζωηρή επιθυμία μας (συνοδευμένη από λύπη) να εκδικηθούμε φανερά για μια φανερή απαξιωτική συμπεριφορά, η οποία πρόσβαλε είτε εμάς τους ίδιους είτε δικά μας πρόσωπα — μια απαξίωση απόλυτα αδικαιολόγητη. Αν ο ορισμός αυτός της οργής είναι σωστός, θα πρέπει υποχρεωτικά να δεχτούμε ότι η οργή μας στρέφεται πάντοτε εναντίον ενός συγκεκριμένου ατόμου, π.χ. εναντίον του Κλέωνα, και όχι γενικά εναντίον του ανθρώπου· ακόμη ότι το άτομο αυτό
[1378b] έκανε ή σκόπευε να κάνει κατιτί σε βάρος μας ή σε βάρος δικών μας ανθρώπων· τέλος ότι κάθε φορά η οργή συνοδεύεται από ένα ηδονικό αίσθημα, που έχει την αρχή του στην ελπίδα της εκδίκησης. Χαρίζει, πράγματι, ηδονή η σκέψη ότι θα πετύχει κανείς αυτά που επιθυμεί. Φυσικά, κανένας δεν επιθυμεί πράγματα που ολοφάνερα είναι αδύνατο γι᾽ αυτόν να τα πετύχει — και ο άνθρωπος που κατέχεται από οργή επιθυμεί πράγματα που μπορεί να τα πετύχει. Είχε δίκαιο λοιπόν ο ποιητής που είπε για τον θυμό πως,
είναι πιο γλυκός κι από το σταλαχτό το μέλι,
στα στήθη όταν ανεβαίνει των ανθρώπων.
Και γι᾽ αυτόν λοιπόν τον λόγο ακολουθεί ένα αίσθημα ηδονής, αλλά και για τον λόγο ότι το μυαλό αυτών των ανθρώπων είναι συνεχώς απασχολημένο με την εκδίκηση· έτσι το όραμα που γεννιέται τότε μπρος στα μάτια τους γεμίζει το μέσα τους με ηδονή — όπως ακριβώς συμβαίνει με όσα βλέπουμε στα όνειρά μας.
Δεδομένου ότι η απαξίωση είναι μια ενέργεια που προκύπτει από την ιδέα που έχουμε για κάτι πως δεν αξίζει τίποτε (ας μην ξεχνούμε ότι άξια της προσοχής μας θεωρούμε τα κακά και τα καλά πράγματα —μαζί και όλα όσα τείνουν να γίνουν κακά ή καλά— και ότι θεωρούμε ανάξια της προσοχής μας όλα εκείνα που η αξία τους λογαριάζουμε πως είναι ίση με το μηδέν ή ότι είναι εντελώς ασήμαντη), μιλούμε για τρία είδη απαξίωσης: την περιφρόνηση, την κακεντρεχή εναντίωση, και την προσβολή. Πραγματικά: Αυτός που περιφρονεί, αδιαφορεί από απαξίωση (στην πραγματικότητα, οι άνθρωποι περιφρονούν καθετί που θεωρούν ότι δεν έχει καμιά αξία, και αδιαφορούν απαξιωτικά για ό,τι δεν έχει καμιά αξία). Αλλά και αυτός που εναντιώνεται από κακεντρέχεια είναι ολοφάνερο ότι περιφρονεί, αφού η κακεντρεχής εναντίωση δεν είναι παρά παρεμπόδιση της θέλησης του άλλου, όχι για «ίδιον όφελος», αλλά για να μη ωφεληθεί ο άλλος.
Ακριβώς λοιπόν επειδή αυτός που εναντιώνεται δεν εναντιώνεται για να ωφεληθεί ο ίδιος, θα πει ότι αισθάνεται περιφρόνηση για τον άλλον, αφού είναι φανερό ότι δεν τον θεωρεί ικανό ούτε να τον βλάψει (γιατί τότε θα τον φοβούνταν και δεν θα τον περιφρονούσε) ούτε να του φανεί χρήσιμος με έναν ουσιαστικό τρόπο (γιατί τότε θα κοίταζε πώς θα γίνει φίλος του). Αλλά και αυτός που προσβάλλει δείχνει επίσης περιφρόνηση, αφού η προσβολή δεν είναι παρά το να χρησιμοποιούμε πράξεις και λόγια που ντροπιάζουν αυτόν που τα υφίσταται, και αυτό το κάνουμε όχι για να προκύψει για μας κάποιο πρόσθετο κέρδος από αυτό που κάνουμε, αλλά απλώς για την προσωπική μας ευχαρίστηση (αυτοί που προβαίνουν σε αντίποινα δεν προσβάλλουν, βέβαια, αλλά εκδικούνται).
Η αιτία που νιώθουν ευχαρίστηση αυτοί που προσβάλλουν είναι ότι με το να κακομεταχειρίζονται τους άλλους πιστεύουν ότι «ανεβαίνουν» οι ίδιοι (γι᾽ αυτό και είναι επιρρεπείς σε προσβολές οι νέοι και οι πλούσιοι· γιατί φαντάζονται ότι προσβάλλοντας «ανεβαίνουν» οι ίδιοι). Στην προσβολή εμπεριέχεται η έλλειψη αισθήματος σεβασμού, και όποιος δεν δείχνει σέβας περιφρονεί· καμιά δεν τρέφουμε, πράγματι, τιμή για ό,τι δεν έχει αξία είτε ως καλό είτε ως κακό. Αυτός είναι ο λόγος που ο Αχιλλέας λέει μέσα στο θυμό του,
δεν με σεβάστηκε — αφού μου άρπαξε το δώρο μου και τώρα το ᾽χει εκείνος
και
λες κι ήμουνα κανείς τυχαίος ξωμερίτης,
θέλοντας να πει ότι αυτές οι πράξεις ήταν που προκάλεσαν τον θυμό του. Οι άνθρωποι πιστεύουν ότι έχουν το δικαίωμα να τιμώνται από αυτούς που είναι κατώτεροί τους στην καταγωγή, στη δύναμη, στην αξία
[1379a] και, γενικά, σε ό,τι ο καθένας χωριστά παρουσιάζει μεγάλη υπεροχή, π.χ. στα χρήματα ο πλούσιος σε σύγκριση με τον φτωχό, στην ευγλωττία ο ρήτορας σε σύγκριση με αυτόν που δεν έχει το χάρισμα του λόγου, ο άρχοντας σε σύγκριση με τον υπήκοο, και αυτός που πιστεύει πως είναι άξιος να κυβερνάει σε σύγκριση με εκείνον που όλη του η αξία είναι να κυβερνιέται. Γι᾽ αυτό και είπε ο ποιητής,
βαρύς είν᾽ ο θυμός των διογέννητων των βασιλιάδων
και
τον κρατάει για πολύν καιρό μέσα του το θυμό του:
η αγανάκτησή τους ξεκινάει από το αίσθημα υπεροχής που έχουν. Οι άνθρωποι θέλουν επίσης να έχουν τον σεβασμό αυτών που θεωρούν πως έχουν υποχρέωση να τους μεταχειρίζονται καλά· αυτοί είναι εκείνοι στους οποίους έχουν κάνει, ή κάνουν, καλό ή οι ίδιοι ή κάποιος άλλος για λογαριασμό τους ή κάποιος δικός τους άνθρωπος, καθώς και όλοι εκείνοι στους οποίους θέλουν ή θέλησαν να κάνουν καλό.
[II] Ἔστω δὴ ὀργὴ ὄρεξις μετὰ λύπης τιμωρίας φαινομένης διὰ φαινομένην ὀλιγωρίαν εἰς αὐτὸν ἤ ‹τι› τῶν αὐτοῦ, τοῦ ὀλιγωρεῖν μὴ προσήκοντος. εἰ δὴ τοῦτ᾽ ἐστὶν ἡ ὀργή, ἀνάγκη τὸν ὀργιζόμενον ὀργίζεσθαι ἀεὶ τῶν καθ᾽ ἕκαστόν τινι, οἷον Κλέωνι ἀλλ᾽ οὐκ ἀνθρώπῳ, καὶ ὅτι αὑτὸν ἢ τῶν αὑτοῦ τί
[1378b] πεποίηκεν ἢ ἤμελλεν, καὶ πάσῃ ὀργῇ ἕπεσθαί τινα ἡδονήν, τὴν ἀπὸ τῆς ἐλπίδος τοῦ τιμωρήσασθαι· ἡδὺ μὲν γὰρ τὸ οἴεσθαι τεύξεσθαι ὧν ἐφίεται, οὐδεὶς δὲ τῶν φαινομένων ἀδυνάτων ἐφίεται αὑτῷ, ὁ δὲ ὀργιζόμενος ἐφίεται δυνατῶν αὑτῷ. διὸ καλῶς εἴρηται περὶ θυμοῦ·
ὅς τε πολὺ γλυκίων μέλιτος καταλειβομένοιο
ἀνδρῶν ἐν στήθεσσιν ἀέξεται·
ἀκολουθεῖ γὰρ καὶ ἡδονή τις διά τε τοῦτο καὶ διότι διατρίβουσιν ἐν τῷ τιμωρεῖσθαι τῇ διανοίᾳ· ἡ οὖν τότε γινομένη φαντασία ἡδονὴν ἐμποιεῖ, ὥσπερ ἡ τῶν ἐνυπνίων. ἐπεὶ δὲ ἡ ὀλιγωρία ἐστὶν ἐνέργεια δόξης περὶ τὸ μηδενὸς ἄξιον φαινόμενον (καὶ γὰρ τὰ κακὰ καὶ τἀγαθὰ ἄξια οἰόμεθα σπουδῆς εἶναι, καὶ τὰ συντείνοντα πρὸς αὐτά· ὅσα δὲ μηδέν τι ἢ μικρόν, οὐδενὸς ἄξια ὑπολαμβάνομεν), τρία ἐστὶν εἴδη ὀλιγωρίας, καταφρόνησίς τε καὶ ἐπηρεασμὸς καὶ ὕβρις· ὅ τε γὰρ καταφρονῶν ὀλιγωρεῖ (ὅσα γὰρ οἴονται μηδενὸς ἄξια, τούτων καταφρονοῦσιν, τῶν δὲ μηδενὸς ἀξίων ὀλιγωροῦσιν), καὶ ὁ ἐπηρεάζων φαίνεται ὀλιγωρεῖν. ἔστι γὰρ ὁ ἐπηρεασμὸς ἐμποδισμὸς ταῖς βουλήσεσιν μὴ ἵνα τι αὑτῷ ἀλλ᾽ ἵνα μὴ ἐκείνῳ· ἐπεὶ οὖν οὐχ ἵνα αὑτῷ τι, ὀλιγωρεῖ· δῆλον γὰρ ὅτι οὔτε βλάψειν ὑπολαμβάνει, ἐφοβεῖτο γὰρ ἂν καὶ οὐκ ὠλιγώρει, οὔτ᾽ ὠφελῆσαι ἂν οὐδὲν ἄξιον λόγου, ἐφρόντιζε γὰρ ἂν ὥστε φίλος εἶναι· καὶ ὁ ὑβρίζων δὲ ὀλιγωρεῖ· ἔστι γὰρ ὕβρις τὸ πράττειν καὶ λέγειν ἐφ᾽ οἷς αἰσχύνη ἔστι τῷ πάσχοντι, μὴ ἵνα τι γίγνηται αὑτῷ ἄλλο ἢ ὅ τι ἐγένετο, ἀλλ᾽ ὅπως ἡσθῇ· οἱ γὰρ ἀντιποιοῦντες οὐχ ὑβρίζουσιν ἀλλὰ τιμωροῦνται. αἴτιον δὲ τῆς ἡδονῆς τοῖς ὑβρίζουσιν, ὅτι οἴονται κακῶς δρῶντες αὐτοὶ ὑπερέχειν μᾶλλον (διὸ οἱ νέοι καὶ οἱ πλούσιοι ὑβρισταί· ὑπερέχειν γὰρ οἴονται ὑβρίζοντες)· ὕβρεως δὲ ἀτιμία, ὁ δ᾽ ἀτιμάζων ὀλιγωρεῖ· τὸ γὰρ μηδενὸς ἄξιον οὐδεμίαν ἔχει τιμήν, οὔτε ἀγαθοῦ οὔτε κακοῦ· διὸ λέγει ὀργιζόμενος ὁ Ἀχιλλεὺς
ἠτίμησεν· ἑλὼν γὰρ ἔχει γέρας αὐτὸς
καὶ
ὡς εἴ τιν᾽ ἀτίμητον μετανάστην,
ὡς διὰ ταῦτα ὀργιζόμενος. προσήκειν δὲ οἴονται πολυωρεῖσθαι ὑπὸ τῶν ἡττόνων κατὰ γένος, κατὰ δύναμιν, κατ᾽ ἀρετήν,
[1379a] καὶ ὅλως ἐν ᾧ ἂν αὐτὸς ὑπερέχῃ πολύ, οἷον ἐν χρήμασιν ὁ πλούσιος πένητος καὶ ἐν τῷ λέγειν ῥητορικὸς ἀδυνάτου εἰπεῖν καὶ ἄρχων ἀρχομένου καὶ ἄρχειν ἄξιος οἰόμενος τοῦ ἄρχεσθαι ἀξίου· διὸ εἴρηται,
θυμὸς δὲ μέγας ἐστὶ διοτρεφέων βασιλήων
καὶ
ἀλλά τε καὶ μετόπισθεν ἔχει κότον·
ἀγανακτοῦσι γὰρ διὰ τὴν ὑπεροχήν. ἔτι ὑφ᾽ ὧν τις οἴεται εὖ πάσχειν δεῖν· οὗτοι δ᾽ εἰσὶν οὓς εὖ πεποίηκεν ἢ ποιεῖ, αὐτὸς ἢ δι᾽ αὐτόν τις ἢ τῶν αὐτοῦ τις, ἢ βούλεται ἢ ἐβουλήθη.
***
[2] Ας δεχτούμε λοιπόν ότι η οργή είναι η ζωηρή επιθυμία μας (συνοδευμένη από λύπη) να εκδικηθούμε φανερά για μια φανερή απαξιωτική συμπεριφορά, η οποία πρόσβαλε είτε εμάς τους ίδιους είτε δικά μας πρόσωπα — μια απαξίωση απόλυτα αδικαιολόγητη. Αν ο ορισμός αυτός της οργής είναι σωστός, θα πρέπει υποχρεωτικά να δεχτούμε ότι η οργή μας στρέφεται πάντοτε εναντίον ενός συγκεκριμένου ατόμου, π.χ. εναντίον του Κλέωνα, και όχι γενικά εναντίον του ανθρώπου· ακόμη ότι το άτομο αυτό
[1378b] έκανε ή σκόπευε να κάνει κατιτί σε βάρος μας ή σε βάρος δικών μας ανθρώπων· τέλος ότι κάθε φορά η οργή συνοδεύεται από ένα ηδονικό αίσθημα, που έχει την αρχή του στην ελπίδα της εκδίκησης. Χαρίζει, πράγματι, ηδονή η σκέψη ότι θα πετύχει κανείς αυτά που επιθυμεί. Φυσικά, κανένας δεν επιθυμεί πράγματα που ολοφάνερα είναι αδύνατο γι᾽ αυτόν να τα πετύχει — και ο άνθρωπος που κατέχεται από οργή επιθυμεί πράγματα που μπορεί να τα πετύχει. Είχε δίκαιο λοιπόν ο ποιητής που είπε για τον θυμό πως,
είναι πιο γλυκός κι από το σταλαχτό το μέλι,
στα στήθη όταν ανεβαίνει των ανθρώπων.
Και γι᾽ αυτόν λοιπόν τον λόγο ακολουθεί ένα αίσθημα ηδονής, αλλά και για τον λόγο ότι το μυαλό αυτών των ανθρώπων είναι συνεχώς απασχολημένο με την εκδίκηση· έτσι το όραμα που γεννιέται τότε μπρος στα μάτια τους γεμίζει το μέσα τους με ηδονή — όπως ακριβώς συμβαίνει με όσα βλέπουμε στα όνειρά μας.
Δεδομένου ότι η απαξίωση είναι μια ενέργεια που προκύπτει από την ιδέα που έχουμε για κάτι πως δεν αξίζει τίποτε (ας μην ξεχνούμε ότι άξια της προσοχής μας θεωρούμε τα κακά και τα καλά πράγματα —μαζί και όλα όσα τείνουν να γίνουν κακά ή καλά— και ότι θεωρούμε ανάξια της προσοχής μας όλα εκείνα που η αξία τους λογαριάζουμε πως είναι ίση με το μηδέν ή ότι είναι εντελώς ασήμαντη), μιλούμε για τρία είδη απαξίωσης: την περιφρόνηση, την κακεντρεχή εναντίωση, και την προσβολή. Πραγματικά: Αυτός που περιφρονεί, αδιαφορεί από απαξίωση (στην πραγματικότητα, οι άνθρωποι περιφρονούν καθετί που θεωρούν ότι δεν έχει καμιά αξία, και αδιαφορούν απαξιωτικά για ό,τι δεν έχει καμιά αξία). Αλλά και αυτός που εναντιώνεται από κακεντρέχεια είναι ολοφάνερο ότι περιφρονεί, αφού η κακεντρεχής εναντίωση δεν είναι παρά παρεμπόδιση της θέλησης του άλλου, όχι για «ίδιον όφελος», αλλά για να μη ωφεληθεί ο άλλος.
Ακριβώς λοιπόν επειδή αυτός που εναντιώνεται δεν εναντιώνεται για να ωφεληθεί ο ίδιος, θα πει ότι αισθάνεται περιφρόνηση για τον άλλον, αφού είναι φανερό ότι δεν τον θεωρεί ικανό ούτε να τον βλάψει (γιατί τότε θα τον φοβούνταν και δεν θα τον περιφρονούσε) ούτε να του φανεί χρήσιμος με έναν ουσιαστικό τρόπο (γιατί τότε θα κοίταζε πώς θα γίνει φίλος του). Αλλά και αυτός που προσβάλλει δείχνει επίσης περιφρόνηση, αφού η προσβολή δεν είναι παρά το να χρησιμοποιούμε πράξεις και λόγια που ντροπιάζουν αυτόν που τα υφίσταται, και αυτό το κάνουμε όχι για να προκύψει για μας κάποιο πρόσθετο κέρδος από αυτό που κάνουμε, αλλά απλώς για την προσωπική μας ευχαρίστηση (αυτοί που προβαίνουν σε αντίποινα δεν προσβάλλουν, βέβαια, αλλά εκδικούνται).
Η αιτία που νιώθουν ευχαρίστηση αυτοί που προσβάλλουν είναι ότι με το να κακομεταχειρίζονται τους άλλους πιστεύουν ότι «ανεβαίνουν» οι ίδιοι (γι᾽ αυτό και είναι επιρρεπείς σε προσβολές οι νέοι και οι πλούσιοι· γιατί φαντάζονται ότι προσβάλλοντας «ανεβαίνουν» οι ίδιοι). Στην προσβολή εμπεριέχεται η έλλειψη αισθήματος σεβασμού, και όποιος δεν δείχνει σέβας περιφρονεί· καμιά δεν τρέφουμε, πράγματι, τιμή για ό,τι δεν έχει αξία είτε ως καλό είτε ως κακό. Αυτός είναι ο λόγος που ο Αχιλλέας λέει μέσα στο θυμό του,
δεν με σεβάστηκε — αφού μου άρπαξε το δώρο μου και τώρα το ᾽χει εκείνος
και
λες κι ήμουνα κανείς τυχαίος ξωμερίτης,
θέλοντας να πει ότι αυτές οι πράξεις ήταν που προκάλεσαν τον θυμό του. Οι άνθρωποι πιστεύουν ότι έχουν το δικαίωμα να τιμώνται από αυτούς που είναι κατώτεροί τους στην καταγωγή, στη δύναμη, στην αξία
[1379a] και, γενικά, σε ό,τι ο καθένας χωριστά παρουσιάζει μεγάλη υπεροχή, π.χ. στα χρήματα ο πλούσιος σε σύγκριση με τον φτωχό, στην ευγλωττία ο ρήτορας σε σύγκριση με αυτόν που δεν έχει το χάρισμα του λόγου, ο άρχοντας σε σύγκριση με τον υπήκοο, και αυτός που πιστεύει πως είναι άξιος να κυβερνάει σε σύγκριση με εκείνον που όλη του η αξία είναι να κυβερνιέται. Γι᾽ αυτό και είπε ο ποιητής,
βαρύς είν᾽ ο θυμός των διογέννητων των βασιλιάδων
και
τον κρατάει για πολύν καιρό μέσα του το θυμό του:
η αγανάκτησή τους ξεκινάει από το αίσθημα υπεροχής που έχουν. Οι άνθρωποι θέλουν επίσης να έχουν τον σεβασμό αυτών που θεωρούν πως έχουν υποχρέωση να τους μεταχειρίζονται καλά· αυτοί είναι εκείνοι στους οποίους έχουν κάνει, ή κάνουν, καλό ή οι ίδιοι ή κάποιος άλλος για λογαριασμό τους ή κάποιος δικός τους άνθρωπος, καθώς και όλοι εκείνοι στους οποίους θέλουν ή θέλησαν να κάνουν καλό.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου