ΕΠ. καὶ μὴν μὰ τὸν Δί᾽ οὐχὶ νυστάζειν ἔτι
640 ὥρα ᾽στὶν ἡμῖν οὐδὲ μελλονικιᾶν,
ἀλλ᾽ ὡς τάχιστα δεῖ τι δρᾶν. πρῶτον δέ τοι
εἰσέλθετ᾽ εἰς νεοττιάν τε τὴν ἐμὴν
καὶ τἀμὰ κάρφη καὶ τὰ παρόντα φρύγανα,
καὶ τοὔνομ᾽ ἡμῖν φράσατον. ΠΙ. ἀλλὰ ῥᾴδιον.
ἐμοὶ μὲν ὄνομα Πισθέταιρος, τῳδεδὶ
645 Εὐελπίδης Κριῶθεν. ΕΠ. ἀλλὰ χαίρετον
ἄμφω. ΠΙ. δεχόμεθα. ΕΠ. δεῦρο τοίνυν εἴσιτον.
ΠΙ. ἴωμεν· εἰσηγοῦ σὺ λαβὼν ἡμᾶς. ΕΠ. ἴθι.
ΠΙ. ἀτάρ, τὸ δεῖνα, δεῦρ᾽ ἐπανάκρουσαι πάλιν.
φέρ᾽ ἴδω, φράσον νῷν, πῶς ἐγώ τε χοὐτοσὶ
650 ξυνεσόμεθ᾽ ὑμῖν πετομένοις οὐ πετομένω;
ΕΠ. καλῶς. ΠΙ. ὅρα νυν, ὡς ἐν Αἰσώπου λόγοις
ἐστὶν λεγόμενον δή τι, τὴν ἀλώπεχ᾽, ὡς
φλαύρως ἐκοινώνησεν αἰετῷ ποτε.
ΕΠ. μηδὲν φοβηθῇς· ἔστι γάρ τι ῥιζίον,
655 ὃ διατραγόντ᾽ ἔσεσθον ἐπτερωμένω.
ΠΙ. οὕτω μὲν εἰσίωμεν. ἄγε δή, Ξανθία
καὶ Μανόδωρε, λαμβάνετε τὰ στρώματα.
ΧΟ. οὗτος, σὲ καλῶ, σὲ λέγω. ΕΠ. τί καλεῖς; ΧΟ. τούτους μὲν ἄγων μετὰ σαυτοῦ
ἀρίστισον εὖ· τὴν δ᾽ ἡδυμελῆ ξύμφωνον ἀηδόνα Μούσαις
660 κατάλειφ᾽ ἡμῖν δεῦρ᾽ ἐκβιβάσας, ἵνα παίσωμεν μετ᾽ ἐκείνης.
ΠΙ. ὢ τοῦτο μέντοι νὴ Δί᾽ αὐτοῖσιν πιθοῦ.
ἐκβίβασον ἐκ τοῦ βουτόμου τοὐρνίθιον·
ἐκβίβασον αὐτοῦ, πρὸς θεῶν, αὐτήν, ἵνα
καὶ νὼ θεασώμεσθα τὴν ἀηδόνα.
665 ΕΠ. ἀλλ᾽ εἰ δοκεῖ σφῷν, ταῦτα χρὴ δρᾶν. ἡ Πρόκνη,
ἔκβαινε καὶ σαυτὴν ἐπιδείκνυ τοῖς ξένοις.
ΠΙ. ὦ Ζεῦ πολυτίμηθ᾽, ὡς καλὸν τοὐρνίθιον·
ὡς δ᾽ ἁπαλόν, ὡς δὲ λευκόν. ἆρά γ᾽ οἶσθ᾽ ὅτι
ἐγὼ διαμηρίζοιμ᾽ ἂν αὐτὴν ἡδέως;
670 ΕΥ. ὅσον δ᾽ ἔχει τὸν χρυσόν, ὥσπερ παρθένος.
ἐγὼ μὲν αὐτὴν κἂν φιλῆσαί μοι δοκῶ.
ΠΙ. ἀλλ᾽, ὦ κακόδαιμον, ῥύγχος ὀβελίσκοιν ἔχει.
ΕΥ. ἀλλ᾽ ὥσπερ ᾠὸν νὴ Δί᾽ ἀπολέψαντα χρὴ
ἀπὸ τῆς κεφαλῆς τὸ λέμμα κᾆθ᾽ οὕτω φιλεῖν.
675ΕΠ. ἴωμεν. ΠΙ. ἡγοῦ δὴ σὺ νῷν τύχἀγαθῇ.
***
ΤΣΑ. Καιρός δεν είναι για ύπνο, δεν είν᾽ ώρα
640 για αναβολές νικίειες· θέλει δράση
άμεση. Ελάτε, πρώτα πρώτα μπείτε
μες στη φωλιά μου, μες στα φρύγανά της
και στα ξερόκλαδά της, όπως είναι·
και πέστε μου τα ονόματά σας. ΠΙΣ. Πράμα
εύκολο αυτό. Πισθέταιρο με λένε·
το φίλο μου, Ευελπίδη, απ᾽ τα Κριώα.
ΤΣΑ. Κι οι δυο καλωσορίσατε. ΠΙΣ. Σπολλάτη.
ΤΣΑ. Εμπρός, λοιπόν, κοπιάστε. ΠΙΣ. Πάμε· πέρνα
πρώτος, το δρόμο να μας δείξεις. ΤΣΑ. Έλα.
Κάνει να πάει προς το σύδεντρο.
ΠΙΣ. Άκου· έλα πίσω· εξήγησέ μας κάτι·
εσείς είστε πετούμενα, εμείς όχι·
650 πώς το λοιπόν θα ζήσουμε μαζί σας;
ΤΣΑ. Ωραία. ΠΙΣ. Μα βλέπεις στους αισώπειους μύθους
πώς μια αλεπού πήγε παρέα να κάνει
μ᾽ έναν αϊτό και τί ξινό της βγήκε.
ΤΣΑ. Α, μη φοβάστε· υπάρχει μια ριζούλα,
που βγάζετε φτερά, μόλις τη φάτε.
ΠΙΣ. Μπρος τότε. (Στους δυο δούλους.) Εσείς, Μανόδωρε, Ξανθία,
τα στρώματα στους ώμους σας, και μέσα.
ΚΟΡ., στον Τσαλαπετεινό.
Άκου εσύ· σου μιλώ. ΤΣΑ. Τί με θέλεις; ΚΟΡ. Αυτούς
πάρ᾽ τους μέσα και βάλ᾽ τους να φάνε·
μα η γλυκόφωνη αηδόνα σου, αυτή που μαζί
με τις Μούσες κυλάει η λαλιά της,
660 πες να βγει και να μείνει κοντά μας εδώ,
να γλεντήσουμε λίγο μαζί της.
ΠΙΣ. Ναι, κάμε τους, αλήθεια, αυτή τη χάρη·
φώναξε το πουλί να βγει απ᾽ τα θάμνα·
αχ, να χαρείς, πες του να βγει, να δούμε
κι εμείς οι δυο λιγάκι την αηδόνα.
ΤΣΑ. Αφού το επιθυμείτε, ας γίνει. Πρόκνη!
Γιά πρόβαλ᾽ έξω να σε δουν οι ξένοι.
Βγαίνει από το σύδεντρο μια αυλητρίδα, που παρασταίνει την αηδόνα· παίζει διπλό αυλό.
ΠΙΣ. Ω θεέ μου, θεέ μου, τί όμορφο πουλάκι!
Τί τρυφερό και τί λευκό! Βρε, ξέρεις
πώς θα μ᾽ ευχαριστούσε, αν το βουτούσα;
670 ΕΥΕ. Και τί χρυσαφικά, σαν κοπελίτσα!
Ω, θα μπορούσα, λέω, να τη φιλήσω.
ΠΙΣ. Βρε φουκαρά, έχει μύτη σα δυο σούβλες.
ΕΥΕ. Της βγάζω απ᾽ το κεφάλι εγώ το τσόφλιο,
σαν απ᾽ τ᾽ αβγό, και τότε τη φιλάω.
ΤΣΑ. Πάμε. ΠΙΣ. Έμπα πρώτος, και καλή να ᾽ν᾽ η ώρα.
Φεύγουν· μένει μόνο ο Χορός και η αυλητρίδα.
640 ὥρα ᾽στὶν ἡμῖν οὐδὲ μελλονικιᾶν,
ἀλλ᾽ ὡς τάχιστα δεῖ τι δρᾶν. πρῶτον δέ τοι
εἰσέλθετ᾽ εἰς νεοττιάν τε τὴν ἐμὴν
καὶ τἀμὰ κάρφη καὶ τὰ παρόντα φρύγανα,
καὶ τοὔνομ᾽ ἡμῖν φράσατον. ΠΙ. ἀλλὰ ῥᾴδιον.
ἐμοὶ μὲν ὄνομα Πισθέταιρος, τῳδεδὶ
645 Εὐελπίδης Κριῶθεν. ΕΠ. ἀλλὰ χαίρετον
ἄμφω. ΠΙ. δεχόμεθα. ΕΠ. δεῦρο τοίνυν εἴσιτον.
ΠΙ. ἴωμεν· εἰσηγοῦ σὺ λαβὼν ἡμᾶς. ΕΠ. ἴθι.
ΠΙ. ἀτάρ, τὸ δεῖνα, δεῦρ᾽ ἐπανάκρουσαι πάλιν.
φέρ᾽ ἴδω, φράσον νῷν, πῶς ἐγώ τε χοὐτοσὶ
650 ξυνεσόμεθ᾽ ὑμῖν πετομένοις οὐ πετομένω;
ΕΠ. καλῶς. ΠΙ. ὅρα νυν, ὡς ἐν Αἰσώπου λόγοις
ἐστὶν λεγόμενον δή τι, τὴν ἀλώπεχ᾽, ὡς
φλαύρως ἐκοινώνησεν αἰετῷ ποτε.
ΕΠ. μηδὲν φοβηθῇς· ἔστι γάρ τι ῥιζίον,
655 ὃ διατραγόντ᾽ ἔσεσθον ἐπτερωμένω.
ΠΙ. οὕτω μὲν εἰσίωμεν. ἄγε δή, Ξανθία
καὶ Μανόδωρε, λαμβάνετε τὰ στρώματα.
ΧΟ. οὗτος, σὲ καλῶ, σὲ λέγω. ΕΠ. τί καλεῖς; ΧΟ. τούτους μὲν ἄγων μετὰ σαυτοῦ
ἀρίστισον εὖ· τὴν δ᾽ ἡδυμελῆ ξύμφωνον ἀηδόνα Μούσαις
660 κατάλειφ᾽ ἡμῖν δεῦρ᾽ ἐκβιβάσας, ἵνα παίσωμεν μετ᾽ ἐκείνης.
ΠΙ. ὢ τοῦτο μέντοι νὴ Δί᾽ αὐτοῖσιν πιθοῦ.
ἐκβίβασον ἐκ τοῦ βουτόμου τοὐρνίθιον·
ἐκβίβασον αὐτοῦ, πρὸς θεῶν, αὐτήν, ἵνα
καὶ νὼ θεασώμεσθα τὴν ἀηδόνα.
665 ΕΠ. ἀλλ᾽ εἰ δοκεῖ σφῷν, ταῦτα χρὴ δρᾶν. ἡ Πρόκνη,
ἔκβαινε καὶ σαυτὴν ἐπιδείκνυ τοῖς ξένοις.
ΠΙ. ὦ Ζεῦ πολυτίμηθ᾽, ὡς καλὸν τοὐρνίθιον·
ὡς δ᾽ ἁπαλόν, ὡς δὲ λευκόν. ἆρά γ᾽ οἶσθ᾽ ὅτι
ἐγὼ διαμηρίζοιμ᾽ ἂν αὐτὴν ἡδέως;
670 ΕΥ. ὅσον δ᾽ ἔχει τὸν χρυσόν, ὥσπερ παρθένος.
ἐγὼ μὲν αὐτὴν κἂν φιλῆσαί μοι δοκῶ.
ΠΙ. ἀλλ᾽, ὦ κακόδαιμον, ῥύγχος ὀβελίσκοιν ἔχει.
ΕΥ. ἀλλ᾽ ὥσπερ ᾠὸν νὴ Δί᾽ ἀπολέψαντα χρὴ
ἀπὸ τῆς κεφαλῆς τὸ λέμμα κᾆθ᾽ οὕτω φιλεῖν.
675ΕΠ. ἴωμεν. ΠΙ. ἡγοῦ δὴ σὺ νῷν τύχἀγαθῇ.
***
ΤΣΑ. Καιρός δεν είναι για ύπνο, δεν είν᾽ ώρα
640 για αναβολές νικίειες· θέλει δράση
άμεση. Ελάτε, πρώτα πρώτα μπείτε
μες στη φωλιά μου, μες στα φρύγανά της
και στα ξερόκλαδά της, όπως είναι·
και πέστε μου τα ονόματά σας. ΠΙΣ. Πράμα
εύκολο αυτό. Πισθέταιρο με λένε·
το φίλο μου, Ευελπίδη, απ᾽ τα Κριώα.
ΤΣΑ. Κι οι δυο καλωσορίσατε. ΠΙΣ. Σπολλάτη.
ΤΣΑ. Εμπρός, λοιπόν, κοπιάστε. ΠΙΣ. Πάμε· πέρνα
πρώτος, το δρόμο να μας δείξεις. ΤΣΑ. Έλα.
Κάνει να πάει προς το σύδεντρο.
ΠΙΣ. Άκου· έλα πίσω· εξήγησέ μας κάτι·
εσείς είστε πετούμενα, εμείς όχι·
650 πώς το λοιπόν θα ζήσουμε μαζί σας;
ΤΣΑ. Ωραία. ΠΙΣ. Μα βλέπεις στους αισώπειους μύθους
πώς μια αλεπού πήγε παρέα να κάνει
μ᾽ έναν αϊτό και τί ξινό της βγήκε.
ΤΣΑ. Α, μη φοβάστε· υπάρχει μια ριζούλα,
που βγάζετε φτερά, μόλις τη φάτε.
ΠΙΣ. Μπρος τότε. (Στους δυο δούλους.) Εσείς, Μανόδωρε, Ξανθία,
τα στρώματα στους ώμους σας, και μέσα.
ΚΟΡ., στον Τσαλαπετεινό.
Άκου εσύ· σου μιλώ. ΤΣΑ. Τί με θέλεις; ΚΟΡ. Αυτούς
πάρ᾽ τους μέσα και βάλ᾽ τους να φάνε·
μα η γλυκόφωνη αηδόνα σου, αυτή που μαζί
με τις Μούσες κυλάει η λαλιά της,
660 πες να βγει και να μείνει κοντά μας εδώ,
να γλεντήσουμε λίγο μαζί της.
ΠΙΣ. Ναι, κάμε τους, αλήθεια, αυτή τη χάρη·
φώναξε το πουλί να βγει απ᾽ τα θάμνα·
αχ, να χαρείς, πες του να βγει, να δούμε
κι εμείς οι δυο λιγάκι την αηδόνα.
ΤΣΑ. Αφού το επιθυμείτε, ας γίνει. Πρόκνη!
Γιά πρόβαλ᾽ έξω να σε δουν οι ξένοι.
Βγαίνει από το σύδεντρο μια αυλητρίδα, που παρασταίνει την αηδόνα· παίζει διπλό αυλό.
ΠΙΣ. Ω θεέ μου, θεέ μου, τί όμορφο πουλάκι!
Τί τρυφερό και τί λευκό! Βρε, ξέρεις
πώς θα μ᾽ ευχαριστούσε, αν το βουτούσα;
670 ΕΥΕ. Και τί χρυσαφικά, σαν κοπελίτσα!
Ω, θα μπορούσα, λέω, να τη φιλήσω.
ΠΙΣ. Βρε φουκαρά, έχει μύτη σα δυο σούβλες.
ΕΥΕ. Της βγάζω απ᾽ το κεφάλι εγώ το τσόφλιο,
σαν απ᾽ τ᾽ αβγό, και τότε τη φιλάω.
ΤΣΑ. Πάμε. ΠΙΣ. Έμπα πρώτος, και καλή να ᾽ν᾽ η ώρα.
Φεύγουν· μένει μόνο ο Χορός και η αυλητρίδα.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου