Σύμφωνα με τον Καντ, η ηθική αξία μιας πράξης δεν εντοπίζεται στις συνέπειες που απορρέουν από αυτήν, αλλά στην πρόθεση με την οποία γίνεται η πράξη. Εκείνο που έχει σημασία είναι το κίνητρο, και το κίνητρο πρέπει να είναι ενός συγκεκριμένου είδους. Εκείνο που έχει σημασία είναι να κάνουμε το σωστό επειδή είναι σωστό, όχι για κάποιο απώτερο κίνητρο.
Για να είναι μια πράξη καλή από ηθική άποψη, «δεν αρκεί να γίνεται σύμφωνα με τον ηθικό νόμο, αλλά πρέπει να γίνεται ένεκα τούτου». Και το κίνητρο που προσδίδει ηθική αξία σε μια πράξη είναι το κίνητρο του καθήκοντος, το οποίο για τον Καντ προϋποθέτει ότι κάνουμε το σωστό για τον σωστό λόγο.
Όταν λέει ότι μόνο το κίνητρο του καθήκοντος προσδίδει ηθική αξία σε μια πράξη, ο Καντ δεν εξηγεί ακόμη ποια ιδιαίτερα καθήκοντα έχουμε. Δεν μας λέει ακόμη τι επιτάσσει η ανώτατη αρχή της ηθικής. Παρατηρεί απλώς πως, όταν αξιολογούμε την ηθική αξία μιας πράξης, αξιολογούμε το κίνητρο με βάση το οποίο έγινε, όχι τις συνέπειες που επιφέρει.
Αν ενεργούμε με βάση κάποιο άλλο κίνητρο πέρα από το καθήκον, π.χ. για ιδιοτελείς λόγους, η πράξη μας στερείται ηθικής αξίας. Αυτό αληθεύει, όπως υποστηρίζει ο Καντ, όχι μόνο για το ιδιοτελές συμφέρον αλλά για οποιαδήποτε προσπάθεια να ικανοποιήσουμε τις επιθυμίες μας, τις προτιμήσεις μας και τις ορέξεις μας. Ο Καντ αντιδιαστέλλει τα κίνητρα αυτού του είδους -τα οποία αποκαλεί «κίνητρα των ορμών»- προς το κίνητρο του καθήκοντος. Και επιμένει ότι μόνο οι πράξεις που υποκινούνται από το κίνητρο του καθήκοντος έχουν ηθική αξία.
Οι υπολογισμοί του μαγαζάτορα και το Γραφείο για καλύτερες δουλειές
Ο Καντ παρουσιάζει διάφορα παραδείγματα που δείχνουν τη διαφορά ανάμεσα στο καθήκον και την ορμή. Το πρώτο αφορά έναν συνετό μαγαζάτορα. Ένας άπειρος πελάτης, ένα παιδί, λ.χ., μπαίνει σε ένα παντοπωλείο για να αγοράσει ένα καρβέλι ψωμί. Ο παντοπώλης θα μπορούσε να χρεώσει το παιδί παραπάνω- παραπάνω από τη συνηθισμένη τιμή για ένα καρβέλι ψωμί- και αυτό δεν θα το καταλάβαινε. Αλλά ο παντοπώλης συνειδητοποιεί ότι, αν οι άλλοι ανακάλυπταν ότι εκμεταλλεύθηκε το παιδί με αυτό τον τρόπο, η είδηση μπορεί να κυκλοφορούσε και αυτό θα έβλαπτε τη δουλειά του. Για τον λόγο αυτό, αποφασίζει να μη χρεώσει παραπάνω το παιδί. Το χρεώνει με την κανονική τιμή. Έτσι ο παντοπώλης κάνει το σωστό, αλλά όχι για τον σωστό λόγο. Ο μόνος λόγος για τον οποίο συναλλάσσεται έντιμα με το παιδί είναι γιατί θέλει να προστατεύσει τη φήμη του. Ο παντοπώλης ενεργεί έντιμα για χάρη του ιδιοτελούς του συμφέροντος· η πράξη του παντοπώλη στερείται ηθικής αξίας.
Ένα σύγχρονο παράδειγμα αντίστοιχο με τον συνετό παντοπώλη του Καντ μας προσφέρει η διαφημιστική εκστρατεία του Γραφείου για καλύτερες δουλειές [Better Business Bureau: ΒΒΒ] της Νέας Υόρκης. Επιδιώκοντας να προσελκύσει νέα μέλη, το Γραφείο ΒΒΒ δημοσιεύει ενίοτε μια ολοσέλιδη διαφήμιση στους New York Times με τον τίτλο «Η τιμιότητα είναι η καλύτερη πολιτική. Είναι επίσης η πιο επικερδής». Το κείμενο της διαφήμισης καθιστά σαφές πέραν πάσης αμφιβολίας το κίνητρο το οποίο επικαλείται.
Τιμιότητα. Είναι εξίσου σημαντική με οποιοδήποτε άλλο κεφάλαιο της επιχείρησης. Επειδή μια επιχείρηση που συναλλάσσεται με ειλικρίνεια, διαφάνεια και ακριβοδικία θα πάει οπωσδήποτε καλά. Για τον σκοπό αυτό υποστηρίζουμε το Γραφείο ΒΒΒ. Γίνετε μέλος μας. Και κερδίστε από αυτό.
Ο Καντ δεν θα καταδίκαζε το Γραφείο ΒΒΒ· η προώθηση τίμιων επιχειρηματικών πρακτικών είναι αξιέπαινη. Αλλά υπάρχει μια σημαντική ηθική διαφορά ανάμεσα στην τιμιότητα ως σκοπό καθεαυτόν και στην τιμιότητα για χάρη του κέρδους. Η πρώτη συνιστά μια θέση αρχής, η δεύτερη μια πραγματιστική στάση. Ο Καντ υποστηρίζει ότι μόνο η θέση αρχής συμβαδίζει με το κίνητρο του καθήκοντος, το μόνο κίνητρο που προσδίδει ηθική αξία σε μια πράξη.
Ας δούμε και αυτό το παράδειγμα: Πριν από μερικά χρόνια, το Πανεπιστήμιο του Μέριλαντ προσπάθησε να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της αντιγραφής που είχε εξαπλωθεί και ζήτησε από τους φοιτητές να δεσμευτούν ενυπόγραφα ότι δεν θα αντιγράφουν. Ως κίνητρο, χάριζε στους φοιτητές που δεσμεύονταν μια εκπτωτική κάρτα που προσέφερε εκπτώσεις 10-25% σε τοπικά καταστήματα. Κανείς δεν γνωρίζει πόσοι φοιτητές υποσχέθηκαν να μην αντιγράφουν για χάρη της έκπτωσης στην τοπική πιτσαρία. Αλλά οι περισσότεροι από εμάς θα συμφωνούσαμε ότι η εντιμότητα επί πληρωμή δεν έχει ηθική αξία. (Οι εκπτώσεις μπορούν ίσως να συμβάλουν στον περιορισμό του φαινομένου της αντιγραφής· το ηθικό ερώτημα, ωστόσο, είναι αν η τιμιότητα που υποκινείται από την επιθυμία να κερδίσουμε μια έκπτωση ή μια χρηματική ανταμοιβή έχει ηθική αξία. Ο Καντ θα έλεγε ότι δεν έχει.)
Αυτά τα παραδείγματα δείχνουν το εύλογο του ισχυρισμού του Καντ ότι μόνο το κίνητρο του καθήκοντος -το να κάνουμε μια πράξη επειδή είναι σωστή, όχι επειδή είναι χρήσιμη ή βολική- προσδίδει ηθική αξία σε μια πράξη. Δύο άλλα, όμως, παραδείγματα αποκαλύπτουν ένα πρόβλημα που παρουσιάζει ο ισχυρισμός του Καντ.
Ο ηθικός μισάνθρωπος
To πιο δύσκολο ίσως πρόβλημα που ταλανίζει την αντίληψη του Καντ εντοπίζεται στις ιδέες του για το καθήκον μας να βοηθάμε τους άλλους. Ορισμένοι άνθρωποι είναι αλτρουιστές. Νιώθουν συμπόνια για τους άλλους και χαίρονται να τους βοηθούν. Αλλά για τον Καντ, η πραγματοποίηση καλών πράξεων από συμπόνια, «όσο σύμφωνη με το καθήκον, όσο αξιαγάπητη και αν είναι αυτή», στερείται ηθικής αξίας. Αυτή η θέση μοιάζει να συγκρούεται με τις διαισθήσεις μας. Καλός άνθρωπος δεν είναι εκείνος που χαίρεται να βοηθά τους άλλους; Ο Καντ θα έλεγε ναι. Ασφαλώς και δεν πιστεύει ότι είναι λάθος να ενεργούμε από συμπόνια. Αλλά διακρίνει αυτό το κίνητρο που έχουμε για να βοηθάμε άλλα πρόσωπα -την ευχαρίστηση από την επιτέλεση καλών πράξεων- από το κίνητρο του καθήκοντος. Και διατείνεται ότι μόνο το κίνητρο του καθήκοντος προσδίδει ηθική αξία σε μια πράξη. Η συμπόνια του αλτρουιστή «αξίζει έπαινο και ενθάρρυνση, όχι όμως και πολλή εκτίμηση».
Τι θα πρέπει, λοιπόν, να χαρακτηρίζει μια ηθική πράξη για να έχει ηθική αξία; Ο Καντ παρουσιάζει ένα σενάριο: φανταστείτε ότι ο αλτρουιστής μας υφίσταται μια κακοτυχία που σβήνει την αγάπη του για την ανθρωπότητα. Γίνεται μισάνθρωπος χωρίς καμία συμπάθεια και συμπόνια για τους άλλους. Αλλά αυτή η ψυχρή καρδιά υπερνικά την αδιαφορία του και ο μισάνθρωπος βοηθά τους συνανθρώπους του. Ενώ δεν έχει καμία επιθυμία να βοηθήσει, το κάνει «μόνο από καθήκον». Τώρα, για πρώτη φορά, η πράξη του έχει ηθική αξία.
Αυτή η κρίση φαίνεται παράδοξη από διάφορες απόψεις. Προβάλλει άραγε ο Καντ τους μισανθρώπους ως ηθικά υποδείγματα; Όχι, όχι ακριβώς. Η ικανοποίηση που νιώθουμε όταν κάνουμε το σωστό δεν υποσκάπτει κατ’ ανάγκην την ηθική του αξία. Το σημαντικό, μας λέει ο Καντ, είναι η καλή πράξη να γίνεται γιατί θα πρέπει να την κάνουμε – είτε μας ικανοποιεί είτε όχι.
Ο ήρωας της προφοράς
Ας εξετάσουμε ένα επεισόδιο που έλαβε χώρα πριν από μερικά χρόνια στον εθνικό διαγωνισμό προφοράς αγγλικών λέξεων στην Ουάσινγκτον. Ζητήθηκε από ένα δεκατριάχρονο αγόρι να προφέρει τη λέξη echolalia [ηχολαλία], η οποία δηλώνει την τάση να επαναλαμβάνουμε ό,τι ακούμε. Αν και δεν πρόφερε σωστά τη λέξη, οι κριτές δεν τον άκουσαν καλά, του είπαν ότι είχε προφέρει σωστά τη λέξη, και του επέτρεψαν να προχωρήσει. Όταν το παιδί έμαθε ότι δεν είχε προφέρει σωστά τη λέξη, πήγε στους κριτές και τους το είπε. Βγήκε λοιπόν εκτός διαγωνισμού. Οι τίτλοι των εφημερίδων την επόμενη μέρα ανακήρυξαν τον έντιμο νεαρό «ήρωα της προφοράς», και η φωτογραφία του δημοσιεύθηκε στους New York Times. «Οι κριτές είπαν ότι ήμουν ένας εξαιρετικά ακέραιος χαρακτήρας», είπε το αγόρι στους δημοσιογράφους. Πρόσθεσε ότι το κίνητρό του ήταν εν μέρει ότι «δεν ήθελα να νιώθω απατεώνας».
Όταν διάβασα αυτή τη φράση του ήρωα της προφοράς, αναρωτήθηκα τι θα σκεφτόταν ο Καντ. Το να μη θέλει κανείς να νιώθει απατεώνας είναι φυσικά μια επιθυμία. Συνεπώς, αν αυτό ήταν το κίνητρο του παιδιού που είπε την αλήθεια, θα υπέσκαπτε την ηθική αξία της πράξης του. Αλλά αυτή η άποψη θα ήταν πολύ σκληρή. Θα σήμαινε ότι μόνο άνθρωποι χωρίς συναισθήματα μπορούν να πραγματοποιήσουν ηθικά άξιες πράξεις. Δεν νομίζω ότι ο Καντ θέλει να πει κάτι τέτοιο.
Αν ο μόνος λόγος για τον οποίο το αγόρι είπε την αλήθεια ήταν ότι ήθελε να αποφύγει τα συναισθήματα της ενοχής, ή μια αρνητική δημοσιότητα σε περίπτωση που ανακάλυπταν το σφάλμα του, τότε η ειλικρίνειά του θα στερούνταν ηθικής αξίας. Αλλά, αν είπε την αλήθεια επειδή γνώριζε ότι αυτό ήταν το σωστό, η πράξη του έχει ηθική αξία ανεξάρτητα από την ευχαρίστηση ή την ικανοποίηση που μπορεί να τη συνοδεύει. Εφόσον έκανε το σωστό για τον σωστό λόγο, το να νιώθει καλά γι’ αυτή του την πράξη δεν υποσκάπτει την ηθική της αξία.
Το ίδιο ισχύει και για τον αλτρουιστή του Καντ. Αν προσφέρει βοήθεια σε άλλους ανθρώπους λόγω της ευχαρίστησης που αποκομίζει και μόνο, τότε η πράξη του στερείται ηθικής αξίας. Αλλά, αν αναγνωρίζει ότι έχει ένα καθήκον να βοηθά τους συνανθρώπους του και δρα με βάση αυτό το καθήκον, τότε η ευχαρίστηση που αντλεί από αυτό δεν είναι ηθικά επιλήψιμη.
Στην πράξη, φυσικά, το καθήκον και η επιθυμία συχνά συνυπάρχουν. Είναι δύσκολο πολλές φορές να ξεδιαλύνουμε τα κίνητρα του ίδιου μας του εαυτού, πόσω μάλλον τα κίνητρα άλλων ατόμων. Ο Καντ δεν αρνείται αυτό το γεγονός. Ούτε πιστεύει ότι μόνο ένας σκληρόκαρδος μισάνθρωπος μπορεί να επιτελέσει ηθικά άξιες πράξεις. Με το παράδειγμα του μισανθρώπου επιδιώκει να απομονώσει το κίνητρο του καθήκοντος – να το διακρίνει πλήρως από τη συμπάθεια ή τη συμπόνια. Και διακρίνοντας το κίνητρο του καθήκοντος μπορούμε να ορίσουμε το χαρακτηριστικό των καλών πράξεων που τους δίνει την ηθική τους αξία – αυτό είναι η αρχή τους, όχι οι συνέπειες τους.
Για να είναι μια πράξη καλή από ηθική άποψη, «δεν αρκεί να γίνεται σύμφωνα με τον ηθικό νόμο, αλλά πρέπει να γίνεται ένεκα τούτου». Και το κίνητρο που προσδίδει ηθική αξία σε μια πράξη είναι το κίνητρο του καθήκοντος, το οποίο για τον Καντ προϋποθέτει ότι κάνουμε το σωστό για τον σωστό λόγο.
Όταν λέει ότι μόνο το κίνητρο του καθήκοντος προσδίδει ηθική αξία σε μια πράξη, ο Καντ δεν εξηγεί ακόμη ποια ιδιαίτερα καθήκοντα έχουμε. Δεν μας λέει ακόμη τι επιτάσσει η ανώτατη αρχή της ηθικής. Παρατηρεί απλώς πως, όταν αξιολογούμε την ηθική αξία μιας πράξης, αξιολογούμε το κίνητρο με βάση το οποίο έγινε, όχι τις συνέπειες που επιφέρει.
Αν ενεργούμε με βάση κάποιο άλλο κίνητρο πέρα από το καθήκον, π.χ. για ιδιοτελείς λόγους, η πράξη μας στερείται ηθικής αξίας. Αυτό αληθεύει, όπως υποστηρίζει ο Καντ, όχι μόνο για το ιδιοτελές συμφέρον αλλά για οποιαδήποτε προσπάθεια να ικανοποιήσουμε τις επιθυμίες μας, τις προτιμήσεις μας και τις ορέξεις μας. Ο Καντ αντιδιαστέλλει τα κίνητρα αυτού του είδους -τα οποία αποκαλεί «κίνητρα των ορμών»- προς το κίνητρο του καθήκοντος. Και επιμένει ότι μόνο οι πράξεις που υποκινούνται από το κίνητρο του καθήκοντος έχουν ηθική αξία.
Οι υπολογισμοί του μαγαζάτορα και το Γραφείο για καλύτερες δουλειές
Ο Καντ παρουσιάζει διάφορα παραδείγματα που δείχνουν τη διαφορά ανάμεσα στο καθήκον και την ορμή. Το πρώτο αφορά έναν συνετό μαγαζάτορα. Ένας άπειρος πελάτης, ένα παιδί, λ.χ., μπαίνει σε ένα παντοπωλείο για να αγοράσει ένα καρβέλι ψωμί. Ο παντοπώλης θα μπορούσε να χρεώσει το παιδί παραπάνω- παραπάνω από τη συνηθισμένη τιμή για ένα καρβέλι ψωμί- και αυτό δεν θα το καταλάβαινε. Αλλά ο παντοπώλης συνειδητοποιεί ότι, αν οι άλλοι ανακάλυπταν ότι εκμεταλλεύθηκε το παιδί με αυτό τον τρόπο, η είδηση μπορεί να κυκλοφορούσε και αυτό θα έβλαπτε τη δουλειά του. Για τον λόγο αυτό, αποφασίζει να μη χρεώσει παραπάνω το παιδί. Το χρεώνει με την κανονική τιμή. Έτσι ο παντοπώλης κάνει το σωστό, αλλά όχι για τον σωστό λόγο. Ο μόνος λόγος για τον οποίο συναλλάσσεται έντιμα με το παιδί είναι γιατί θέλει να προστατεύσει τη φήμη του. Ο παντοπώλης ενεργεί έντιμα για χάρη του ιδιοτελούς του συμφέροντος· η πράξη του παντοπώλη στερείται ηθικής αξίας.
Ένα σύγχρονο παράδειγμα αντίστοιχο με τον συνετό παντοπώλη του Καντ μας προσφέρει η διαφημιστική εκστρατεία του Γραφείου για καλύτερες δουλειές [Better Business Bureau: ΒΒΒ] της Νέας Υόρκης. Επιδιώκοντας να προσελκύσει νέα μέλη, το Γραφείο ΒΒΒ δημοσιεύει ενίοτε μια ολοσέλιδη διαφήμιση στους New York Times με τον τίτλο «Η τιμιότητα είναι η καλύτερη πολιτική. Είναι επίσης η πιο επικερδής». Το κείμενο της διαφήμισης καθιστά σαφές πέραν πάσης αμφιβολίας το κίνητρο το οποίο επικαλείται.
Τιμιότητα. Είναι εξίσου σημαντική με οποιοδήποτε άλλο κεφάλαιο της επιχείρησης. Επειδή μια επιχείρηση που συναλλάσσεται με ειλικρίνεια, διαφάνεια και ακριβοδικία θα πάει οπωσδήποτε καλά. Για τον σκοπό αυτό υποστηρίζουμε το Γραφείο ΒΒΒ. Γίνετε μέλος μας. Και κερδίστε από αυτό.
Ο Καντ δεν θα καταδίκαζε το Γραφείο ΒΒΒ· η προώθηση τίμιων επιχειρηματικών πρακτικών είναι αξιέπαινη. Αλλά υπάρχει μια σημαντική ηθική διαφορά ανάμεσα στην τιμιότητα ως σκοπό καθεαυτόν και στην τιμιότητα για χάρη του κέρδους. Η πρώτη συνιστά μια θέση αρχής, η δεύτερη μια πραγματιστική στάση. Ο Καντ υποστηρίζει ότι μόνο η θέση αρχής συμβαδίζει με το κίνητρο του καθήκοντος, το μόνο κίνητρο που προσδίδει ηθική αξία σε μια πράξη.
Ας δούμε και αυτό το παράδειγμα: Πριν από μερικά χρόνια, το Πανεπιστήμιο του Μέριλαντ προσπάθησε να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της αντιγραφής που είχε εξαπλωθεί και ζήτησε από τους φοιτητές να δεσμευτούν ενυπόγραφα ότι δεν θα αντιγράφουν. Ως κίνητρο, χάριζε στους φοιτητές που δεσμεύονταν μια εκπτωτική κάρτα που προσέφερε εκπτώσεις 10-25% σε τοπικά καταστήματα. Κανείς δεν γνωρίζει πόσοι φοιτητές υποσχέθηκαν να μην αντιγράφουν για χάρη της έκπτωσης στην τοπική πιτσαρία. Αλλά οι περισσότεροι από εμάς θα συμφωνούσαμε ότι η εντιμότητα επί πληρωμή δεν έχει ηθική αξία. (Οι εκπτώσεις μπορούν ίσως να συμβάλουν στον περιορισμό του φαινομένου της αντιγραφής· το ηθικό ερώτημα, ωστόσο, είναι αν η τιμιότητα που υποκινείται από την επιθυμία να κερδίσουμε μια έκπτωση ή μια χρηματική ανταμοιβή έχει ηθική αξία. Ο Καντ θα έλεγε ότι δεν έχει.)
Αυτά τα παραδείγματα δείχνουν το εύλογο του ισχυρισμού του Καντ ότι μόνο το κίνητρο του καθήκοντος -το να κάνουμε μια πράξη επειδή είναι σωστή, όχι επειδή είναι χρήσιμη ή βολική- προσδίδει ηθική αξία σε μια πράξη. Δύο άλλα, όμως, παραδείγματα αποκαλύπτουν ένα πρόβλημα που παρουσιάζει ο ισχυρισμός του Καντ.
Ο ηθικός μισάνθρωπος
To πιο δύσκολο ίσως πρόβλημα που ταλανίζει την αντίληψη του Καντ εντοπίζεται στις ιδέες του για το καθήκον μας να βοηθάμε τους άλλους. Ορισμένοι άνθρωποι είναι αλτρουιστές. Νιώθουν συμπόνια για τους άλλους και χαίρονται να τους βοηθούν. Αλλά για τον Καντ, η πραγματοποίηση καλών πράξεων από συμπόνια, «όσο σύμφωνη με το καθήκον, όσο αξιαγάπητη και αν είναι αυτή», στερείται ηθικής αξίας. Αυτή η θέση μοιάζει να συγκρούεται με τις διαισθήσεις μας. Καλός άνθρωπος δεν είναι εκείνος που χαίρεται να βοηθά τους άλλους; Ο Καντ θα έλεγε ναι. Ασφαλώς και δεν πιστεύει ότι είναι λάθος να ενεργούμε από συμπόνια. Αλλά διακρίνει αυτό το κίνητρο που έχουμε για να βοηθάμε άλλα πρόσωπα -την ευχαρίστηση από την επιτέλεση καλών πράξεων- από το κίνητρο του καθήκοντος. Και διατείνεται ότι μόνο το κίνητρο του καθήκοντος προσδίδει ηθική αξία σε μια πράξη. Η συμπόνια του αλτρουιστή «αξίζει έπαινο και ενθάρρυνση, όχι όμως και πολλή εκτίμηση».
Τι θα πρέπει, λοιπόν, να χαρακτηρίζει μια ηθική πράξη για να έχει ηθική αξία; Ο Καντ παρουσιάζει ένα σενάριο: φανταστείτε ότι ο αλτρουιστής μας υφίσταται μια κακοτυχία που σβήνει την αγάπη του για την ανθρωπότητα. Γίνεται μισάνθρωπος χωρίς καμία συμπάθεια και συμπόνια για τους άλλους. Αλλά αυτή η ψυχρή καρδιά υπερνικά την αδιαφορία του και ο μισάνθρωπος βοηθά τους συνανθρώπους του. Ενώ δεν έχει καμία επιθυμία να βοηθήσει, το κάνει «μόνο από καθήκον». Τώρα, για πρώτη φορά, η πράξη του έχει ηθική αξία.
Αυτή η κρίση φαίνεται παράδοξη από διάφορες απόψεις. Προβάλλει άραγε ο Καντ τους μισανθρώπους ως ηθικά υποδείγματα; Όχι, όχι ακριβώς. Η ικανοποίηση που νιώθουμε όταν κάνουμε το σωστό δεν υποσκάπτει κατ’ ανάγκην την ηθική του αξία. Το σημαντικό, μας λέει ο Καντ, είναι η καλή πράξη να γίνεται γιατί θα πρέπει να την κάνουμε – είτε μας ικανοποιεί είτε όχι.
Ο ήρωας της προφοράς
Ας εξετάσουμε ένα επεισόδιο που έλαβε χώρα πριν από μερικά χρόνια στον εθνικό διαγωνισμό προφοράς αγγλικών λέξεων στην Ουάσινγκτον. Ζητήθηκε από ένα δεκατριάχρονο αγόρι να προφέρει τη λέξη echolalia [ηχολαλία], η οποία δηλώνει την τάση να επαναλαμβάνουμε ό,τι ακούμε. Αν και δεν πρόφερε σωστά τη λέξη, οι κριτές δεν τον άκουσαν καλά, του είπαν ότι είχε προφέρει σωστά τη λέξη, και του επέτρεψαν να προχωρήσει. Όταν το παιδί έμαθε ότι δεν είχε προφέρει σωστά τη λέξη, πήγε στους κριτές και τους το είπε. Βγήκε λοιπόν εκτός διαγωνισμού. Οι τίτλοι των εφημερίδων την επόμενη μέρα ανακήρυξαν τον έντιμο νεαρό «ήρωα της προφοράς», και η φωτογραφία του δημοσιεύθηκε στους New York Times. «Οι κριτές είπαν ότι ήμουν ένας εξαιρετικά ακέραιος χαρακτήρας», είπε το αγόρι στους δημοσιογράφους. Πρόσθεσε ότι το κίνητρό του ήταν εν μέρει ότι «δεν ήθελα να νιώθω απατεώνας».
Όταν διάβασα αυτή τη φράση του ήρωα της προφοράς, αναρωτήθηκα τι θα σκεφτόταν ο Καντ. Το να μη θέλει κανείς να νιώθει απατεώνας είναι φυσικά μια επιθυμία. Συνεπώς, αν αυτό ήταν το κίνητρο του παιδιού που είπε την αλήθεια, θα υπέσκαπτε την ηθική αξία της πράξης του. Αλλά αυτή η άποψη θα ήταν πολύ σκληρή. Θα σήμαινε ότι μόνο άνθρωποι χωρίς συναισθήματα μπορούν να πραγματοποιήσουν ηθικά άξιες πράξεις. Δεν νομίζω ότι ο Καντ θέλει να πει κάτι τέτοιο.
Αν ο μόνος λόγος για τον οποίο το αγόρι είπε την αλήθεια ήταν ότι ήθελε να αποφύγει τα συναισθήματα της ενοχής, ή μια αρνητική δημοσιότητα σε περίπτωση που ανακάλυπταν το σφάλμα του, τότε η ειλικρίνειά του θα στερούνταν ηθικής αξίας. Αλλά, αν είπε την αλήθεια επειδή γνώριζε ότι αυτό ήταν το σωστό, η πράξη του έχει ηθική αξία ανεξάρτητα από την ευχαρίστηση ή την ικανοποίηση που μπορεί να τη συνοδεύει. Εφόσον έκανε το σωστό για τον σωστό λόγο, το να νιώθει καλά γι’ αυτή του την πράξη δεν υποσκάπτει την ηθική της αξία.
Το ίδιο ισχύει και για τον αλτρουιστή του Καντ. Αν προσφέρει βοήθεια σε άλλους ανθρώπους λόγω της ευχαρίστησης που αποκομίζει και μόνο, τότε η πράξη του στερείται ηθικής αξίας. Αλλά, αν αναγνωρίζει ότι έχει ένα καθήκον να βοηθά τους συνανθρώπους του και δρα με βάση αυτό το καθήκον, τότε η ευχαρίστηση που αντλεί από αυτό δεν είναι ηθικά επιλήψιμη.
Στην πράξη, φυσικά, το καθήκον και η επιθυμία συχνά συνυπάρχουν. Είναι δύσκολο πολλές φορές να ξεδιαλύνουμε τα κίνητρα του ίδιου μας του εαυτού, πόσω μάλλον τα κίνητρα άλλων ατόμων. Ο Καντ δεν αρνείται αυτό το γεγονός. Ούτε πιστεύει ότι μόνο ένας σκληρόκαρδος μισάνθρωπος μπορεί να επιτελέσει ηθικά άξιες πράξεις. Με το παράδειγμα του μισανθρώπου επιδιώκει να απομονώσει το κίνητρο του καθήκοντος – να το διακρίνει πλήρως από τη συμπάθεια ή τη συμπόνια. Και διακρίνοντας το κίνητρο του καθήκοντος μπορούμε να ορίσουμε το χαρακτηριστικό των καλών πράξεων που τους δίνει την ηθική τους αξία – αυτό είναι η αρχή τους, όχι οι συνέπειες τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου