ΒΛΕΠΥΡΟΣ
τί τὸ πρᾶγμα; ποῖ ποθ᾽ ἡ γυνὴ φρούδη ᾽στί μοι;
ἐπεὶ πρὸς ἕω νῦν γ᾽ ἐστίν, ἡ δ᾽ οὐ φαίνεται.
ἐγὼ δὲ κατάκειμαι πάλαι χεζητιῶν,
τὰς ἐμβάδας ζητῶν λαβεῖν ἐν τῷ σκότῳ
315 καὶ θοἰμάτιον. ὅτε δὴ δ᾽ ἐκεῖνο ψηλαφῶν
οὐκ ἐδυνάμην εὑρεῖν, ὁ δ᾽ ἤδη τὴν θύραν
ἐπεῖχε κρούων, ὅδε Κόπρειος, λαμβάνω
τουτὶ τὸ τῆς γυναικὸς ἡμιδιπλοίδιον,
καὶ τὰς ἐκείνης Περσικὰς ὑφέλκομαι.
320 ἀλλ᾽ ἐν καθαρῷ ποῦ, ποῦ τις ἂν χέσας τύχοι;
ἢ πανταχοῦ τοι νυκτός ἐστιν ἐν καλῷ;
οὐ γάρ με νῦν χέζοντά γ᾽ οὐδεὶς ὄψεται.
οἴμοι κακοδαίμων, ὅτι γέρων ὢν ἠγόμην
γυναῖχ᾽. ὅσας εἴμ᾽ ἄξιος πληγὰς λαβεῖν.
325 οὐ γάρ ποθ᾽ ὑγιὲς οὐδὲν ἐξελήλυθεν
δράσουσ᾽. ὅμως δ᾽ οὖν ἐστιν ἀποπατητέον.
ΑΝΗΡ
τίς ἐστιν; οὐ δήπου Βλέπυρος ὁ γειτνιῶν;
ΒΛ. νὴ τὸν Δί᾽ αὐτὸς δῆτ᾽ ἐκεῖνος. ΑΝ. εἰπέ μοι,
τί τοῦτό σοι τὸ πυρρόν ἐστιν; οὔ τί που
330 Κινησίας σου κατατετίληκέν; ΒΛ. ποθεν;
οὔκ, ἀλλὰ τῆς γυναικὸς ἐξελήλυθα
τὸ κροκωτίδιον ἀμπισχόμενος οὑνδύεται.
ΑΝ. τὸ δ᾽ ἱμάτιόν σου ποῦ ᾽στιν; ΒΛ. οὐκ ἔχω φράσαι.
ζητῶν γὰρ αὔτ᾽ οὐχ ηὗρον ἐν τοῖς στρώμασιν.
335 ΑΝ. εἶτ᾽ οὐδὲ τὴν γυναῖκ᾽ ἐκέλευσάς σοι φράσαι;
ΒΛ. μὰ τὸν Δί᾽· οὐ γὰρ ἔνδον οὖσα τυγχάνει,
ἀλλ᾽ ἐκτετρύπηκεν λαθοῦσά μ᾽ ἔνδοθεν·
ὃ καὶ δέδοικα μή τι δρᾷ νεώτερον.
ΑΝ. νὴ τὸν Ποσειδῶ, ταὐτὰ τοίνυν ἄντικρυς
340 ἐμοὶ πέπονθας. καὶ γὰρ ᾗ ξύνειμ᾽ ἐγὼ
φρούδη ᾽στ᾽ ἔχουσα θοἰμάτιον οὑγὼ ᾽φόρουν.
κοὐ τοῦτο λυπεῖ μ᾽, ἀλλὰ καὶ τὰς ἐμβάδας.
οὔκουν λαβεῖν γ᾽ αὐτὰς ἐδυνάμην οὐδαμοῦ.
ΒΛ. μὰ τὸν Διόνυσον, οὐδ᾽ ἐγὼ γὰρ τὰς ἐμὰς
345 Λακωνικάς· ἀλλ᾽ ὡς ἔτυχον χεζητιῶν,
ἐς τὼ κοθόρνω τὼ πόδ᾽ ἐνθεὶς ἵεμαι,
ἵνα μὴ ᾽γχέσαιμ᾽ ἐς τὴν σισύραν· φανὴ γὰρ ἦν.
ΑΝ. τί δῆτ᾽ ἂν εἴη; μῶν ἐπ᾽ ἄριστον γυνὴ
κέκληκεν αὐτὴν τῶν φίλων; ΒΛ. γνώμην γ᾽ ἐμήν.
350 οὔκουν πονηρά γ᾽ ἐστὶν ὅ τι κἄμ᾽ εἰδέναι.
ΑΝ. ἀλλὰ σὺ μὲν ἱμονιάν τιν᾽ ἀποπατεῖς· ἐμοὶ δ᾽
ὥρα βαδίζειν ἐστὶν εἰς ἐκκλησίαν,
ἤνπερ λάβω θοἰμάτιον, ὅπερ ἦν μοι μόνον.
ΒΛ. κἄγωγ᾽, ἐπειδὰν ἀποπατήσω· νῦν δέ μοι
355 ἀχράς τις ἐγκλῄσασ᾽ ἔχει τὰ σιτία.
ΑΝ. μῶν ἣν Θρασύβουλος εἶπε τοῖς Λακωνικοῖς;
***
(Ο Χορός φεύγει. Βγαίνει ο Βλέπυρος στο κατώφλι της πόρτας του με γυναικείες παντόφλες και κουκουλωμένος μ᾽ ένα σάλι.)
ΒΛΕΠΥΡΟΣ
Τί συμβαίνει; Πού χάθηκε η γυναίκα μου;
Ξημέρωσε και πουθενά δεν είναι.
Κρεβατωμένος, με κωλοπηλάλα
στα σκοτεινά ψαχούλευα για νά ᾽βρω
παπούτσια και σκουτιά μου, μα δεν τα ᾽βρισκα.
Κι όλο πιότερο χτύπααν της κοιλιάς μου
την πόρτα, για να βγούνε τα λουκάνικα.
Αρπάω κι εγώ το σάλι της κυράς μου,
και φοράω τα σμυρνέικα πασουμάκια της.
Μα πού να βρω μια καθαρή γωνιά
320να βγάλω τ᾽ άντερά μου; Νύχτα τώρα,
παντού καλά, ποιός θα με δει... Κατάρα
που πήγα και παντρεύτηκα στα γέρα
με νια γυναίκα! Ξύλο μού χρειάζεται!
Για καλό δε μου το ᾽σκασε απ᾽ το σπίτι...
Αλλά πρώτα να ξαλαφρώσω κάπου.
(Σηκώνει το ρούχο του και κάθεται ν᾽ αδειάσει. Ένας γείτονας ακούγοντας του Βλέπυρου τ᾽ αγκομαχητό ανοίγει το παραθύρι).
ΓΕΙΤΟΝΑΣ
Ποιός είναι εκεί; Ο γείτονάς μου ο Βλέπυρος;
ΒΛΕ. Μά τον Δία, όλος κι όλος, καθώς βλέπεις.
ΓΕΙ. Και ποιός σε κιτρινόχεσε πατόκορφα;
330Ο τσιρλιάρης ποιητάκος Κινησίας;
ΒΛΕ. Όχι. Αρπαχτά τυλίχτηκα το σάλι
της κυράς μου για νά ᾽βγω. ΓΕΙ. Και πού τα ᾽χεις
τα ρούχα τα δικά σου; ΒΛΕ. Πού να ξέρω;
Έψαξα τα στρωσίδια, μα δεν ήταν.
ΓΕΙ. Δεν είπες της κυράς σου να σ᾽ τα δώσει;
ΒΛΕ. Ποιάν κυρά μου; Την έχασα κι αυτήνε.
Ξεπόρτισε κλεφτάτα από το σπίτι
και φοβάμαι πολύ μη μου σκαρώσει
καμιά βρομοδουλειά. ΓΕΙ. Μα τα δικά μου,
τα ίδια κι απαράλλαχτα, έπαθές τα.
340Κι εμένανε μου το ᾽σκασε η συμβία
με τα δικά μου ρούχα. Δε με νοιάζει
τόσο γι᾽ αυτά. Μου πήρε και τα πέδιλα.
Δεν μπόρεσα να τά ᾽βρω πουθενά.
ΒΛΕ. Κι εγώ δε βρήκα τα λακωνικά μου
χοντροπάπουτσα. Μ᾽ έσφιγγε η κοιλιά μου!
Αρπάζοντας λοιπόν τα πασουμάκια της
πετάχτηκα στο δρόμο. Λίγο ακόμα
θα γέμιζα την άσπρη μας φλοκάτα.
ΓΕΙ. Τί να συμβαίνει; Κάποια φιλενάδα
τις κάλεσε, υποθέτω, σε τραπέζι.
ΒΛΕ. Κι εμέν᾽ αυτή ᾽ναι η γνώμη μου. Η κυρά μου,
350όσο ξέρω, είναι τίμια και πιστή.
ΓΕΙ. Συ βγάζε την καλούμα σου. Εγώ βιάζομαι
να πάω στη λαοσύναξη, αν θα βρω
την πατατούκα τη μονάκριβή μου.
ΒΛΕ. Ίδια κι εγώ. Μα πρώτα να τελειώσω.
Κάποια γκορτσιά μού βούλωσε τον πάτο.
ΓΕΙ. Ποιά γκορτσιά; Κείνη που ᾽φαγε ο Θρασύβουλος,
για να βραχνιάσει και να μην μπορεί
να βγάλει λόγο στους Σπαρτιάτες πρέσβεις;
(Ο γείτονας κλείνει το παραθύρι.)
τί τὸ πρᾶγμα; ποῖ ποθ᾽ ἡ γυνὴ φρούδη ᾽στί μοι;
ἐπεὶ πρὸς ἕω νῦν γ᾽ ἐστίν, ἡ δ᾽ οὐ φαίνεται.
ἐγὼ δὲ κατάκειμαι πάλαι χεζητιῶν,
τὰς ἐμβάδας ζητῶν λαβεῖν ἐν τῷ σκότῳ
315 καὶ θοἰμάτιον. ὅτε δὴ δ᾽ ἐκεῖνο ψηλαφῶν
οὐκ ἐδυνάμην εὑρεῖν, ὁ δ᾽ ἤδη τὴν θύραν
ἐπεῖχε κρούων, ὅδε Κόπρειος, λαμβάνω
τουτὶ τὸ τῆς γυναικὸς ἡμιδιπλοίδιον,
καὶ τὰς ἐκείνης Περσικὰς ὑφέλκομαι.
320 ἀλλ᾽ ἐν καθαρῷ ποῦ, ποῦ τις ἂν χέσας τύχοι;
ἢ πανταχοῦ τοι νυκτός ἐστιν ἐν καλῷ;
οὐ γάρ με νῦν χέζοντά γ᾽ οὐδεὶς ὄψεται.
οἴμοι κακοδαίμων, ὅτι γέρων ὢν ἠγόμην
γυναῖχ᾽. ὅσας εἴμ᾽ ἄξιος πληγὰς λαβεῖν.
325 οὐ γάρ ποθ᾽ ὑγιὲς οὐδὲν ἐξελήλυθεν
δράσουσ᾽. ὅμως δ᾽ οὖν ἐστιν ἀποπατητέον.
ΑΝΗΡ
τίς ἐστιν; οὐ δήπου Βλέπυρος ὁ γειτνιῶν;
ΒΛ. νὴ τὸν Δί᾽ αὐτὸς δῆτ᾽ ἐκεῖνος. ΑΝ. εἰπέ μοι,
τί τοῦτό σοι τὸ πυρρόν ἐστιν; οὔ τί που
330 Κινησίας σου κατατετίληκέν; ΒΛ. ποθεν;
οὔκ, ἀλλὰ τῆς γυναικὸς ἐξελήλυθα
τὸ κροκωτίδιον ἀμπισχόμενος οὑνδύεται.
ΑΝ. τὸ δ᾽ ἱμάτιόν σου ποῦ ᾽στιν; ΒΛ. οὐκ ἔχω φράσαι.
ζητῶν γὰρ αὔτ᾽ οὐχ ηὗρον ἐν τοῖς στρώμασιν.
335 ΑΝ. εἶτ᾽ οὐδὲ τὴν γυναῖκ᾽ ἐκέλευσάς σοι φράσαι;
ΒΛ. μὰ τὸν Δί᾽· οὐ γὰρ ἔνδον οὖσα τυγχάνει,
ἀλλ᾽ ἐκτετρύπηκεν λαθοῦσά μ᾽ ἔνδοθεν·
ὃ καὶ δέδοικα μή τι δρᾷ νεώτερον.
ΑΝ. νὴ τὸν Ποσειδῶ, ταὐτὰ τοίνυν ἄντικρυς
340 ἐμοὶ πέπονθας. καὶ γὰρ ᾗ ξύνειμ᾽ ἐγὼ
φρούδη ᾽στ᾽ ἔχουσα θοἰμάτιον οὑγὼ ᾽φόρουν.
κοὐ τοῦτο λυπεῖ μ᾽, ἀλλὰ καὶ τὰς ἐμβάδας.
οὔκουν λαβεῖν γ᾽ αὐτὰς ἐδυνάμην οὐδαμοῦ.
ΒΛ. μὰ τὸν Διόνυσον, οὐδ᾽ ἐγὼ γὰρ τὰς ἐμὰς
345 Λακωνικάς· ἀλλ᾽ ὡς ἔτυχον χεζητιῶν,
ἐς τὼ κοθόρνω τὼ πόδ᾽ ἐνθεὶς ἵεμαι,
ἵνα μὴ ᾽γχέσαιμ᾽ ἐς τὴν σισύραν· φανὴ γὰρ ἦν.
ΑΝ. τί δῆτ᾽ ἂν εἴη; μῶν ἐπ᾽ ἄριστον γυνὴ
κέκληκεν αὐτὴν τῶν φίλων; ΒΛ. γνώμην γ᾽ ἐμήν.
350 οὔκουν πονηρά γ᾽ ἐστὶν ὅ τι κἄμ᾽ εἰδέναι.
ΑΝ. ἀλλὰ σὺ μὲν ἱμονιάν τιν᾽ ἀποπατεῖς· ἐμοὶ δ᾽
ὥρα βαδίζειν ἐστὶν εἰς ἐκκλησίαν,
ἤνπερ λάβω θοἰμάτιον, ὅπερ ἦν μοι μόνον.
ΒΛ. κἄγωγ᾽, ἐπειδὰν ἀποπατήσω· νῦν δέ μοι
355 ἀχράς τις ἐγκλῄσασ᾽ ἔχει τὰ σιτία.
ΑΝ. μῶν ἣν Θρασύβουλος εἶπε τοῖς Λακωνικοῖς;
***
(Ο Χορός φεύγει. Βγαίνει ο Βλέπυρος στο κατώφλι της πόρτας του με γυναικείες παντόφλες και κουκουλωμένος μ᾽ ένα σάλι.)
ΒΛΕΠΥΡΟΣ
Τί συμβαίνει; Πού χάθηκε η γυναίκα μου;
Ξημέρωσε και πουθενά δεν είναι.
Κρεβατωμένος, με κωλοπηλάλα
στα σκοτεινά ψαχούλευα για νά ᾽βρω
παπούτσια και σκουτιά μου, μα δεν τα ᾽βρισκα.
Κι όλο πιότερο χτύπααν της κοιλιάς μου
την πόρτα, για να βγούνε τα λουκάνικα.
Αρπάω κι εγώ το σάλι της κυράς μου,
και φοράω τα σμυρνέικα πασουμάκια της.
Μα πού να βρω μια καθαρή γωνιά
320να βγάλω τ᾽ άντερά μου; Νύχτα τώρα,
παντού καλά, ποιός θα με δει... Κατάρα
που πήγα και παντρεύτηκα στα γέρα
με νια γυναίκα! Ξύλο μού χρειάζεται!
Για καλό δε μου το ᾽σκασε απ᾽ το σπίτι...
Αλλά πρώτα να ξαλαφρώσω κάπου.
(Σηκώνει το ρούχο του και κάθεται ν᾽ αδειάσει. Ένας γείτονας ακούγοντας του Βλέπυρου τ᾽ αγκομαχητό ανοίγει το παραθύρι).
ΓΕΙΤΟΝΑΣ
Ποιός είναι εκεί; Ο γείτονάς μου ο Βλέπυρος;
ΒΛΕ. Μά τον Δία, όλος κι όλος, καθώς βλέπεις.
ΓΕΙ. Και ποιός σε κιτρινόχεσε πατόκορφα;
330Ο τσιρλιάρης ποιητάκος Κινησίας;
ΒΛΕ. Όχι. Αρπαχτά τυλίχτηκα το σάλι
της κυράς μου για νά ᾽βγω. ΓΕΙ. Και πού τα ᾽χεις
τα ρούχα τα δικά σου; ΒΛΕ. Πού να ξέρω;
Έψαξα τα στρωσίδια, μα δεν ήταν.
ΓΕΙ. Δεν είπες της κυράς σου να σ᾽ τα δώσει;
ΒΛΕ. Ποιάν κυρά μου; Την έχασα κι αυτήνε.
Ξεπόρτισε κλεφτάτα από το σπίτι
και φοβάμαι πολύ μη μου σκαρώσει
καμιά βρομοδουλειά. ΓΕΙ. Μα τα δικά μου,
τα ίδια κι απαράλλαχτα, έπαθές τα.
340Κι εμένανε μου το ᾽σκασε η συμβία
με τα δικά μου ρούχα. Δε με νοιάζει
τόσο γι᾽ αυτά. Μου πήρε και τα πέδιλα.
Δεν μπόρεσα να τά ᾽βρω πουθενά.
ΒΛΕ. Κι εγώ δε βρήκα τα λακωνικά μου
χοντροπάπουτσα. Μ᾽ έσφιγγε η κοιλιά μου!
Αρπάζοντας λοιπόν τα πασουμάκια της
πετάχτηκα στο δρόμο. Λίγο ακόμα
θα γέμιζα την άσπρη μας φλοκάτα.
ΓΕΙ. Τί να συμβαίνει; Κάποια φιλενάδα
τις κάλεσε, υποθέτω, σε τραπέζι.
ΒΛΕ. Κι εμέν᾽ αυτή ᾽ναι η γνώμη μου. Η κυρά μου,
350όσο ξέρω, είναι τίμια και πιστή.
ΓΕΙ. Συ βγάζε την καλούμα σου. Εγώ βιάζομαι
να πάω στη λαοσύναξη, αν θα βρω
την πατατούκα τη μονάκριβή μου.
ΒΛΕ. Ίδια κι εγώ. Μα πρώτα να τελειώσω.
Κάποια γκορτσιά μού βούλωσε τον πάτο.
ΓΕΙ. Ποιά γκορτσιά; Κείνη που ᾽φαγε ο Θρασύβουλος,
για να βραχνιάσει και να μην μπορεί
να βγάλει λόγο στους Σπαρτιάτες πρέσβεις;
(Ο γείτονας κλείνει το παραθύρι.)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου