Η ανάγκη για μάθηση και γενικότερη εκπαίδευση ενός ανθρώπου απ’ τη νεαρή του κιόλας ηλικία σχετίζεται με την ανάγκη βελτίωσης της κοινωνίας ολόκληρης. Στοχεύει στην ανάπτυξη του κάθε ατόμου και στη διαμόρφωση μιας αρμόζουσας συμπεριφοράς μέσα σε ομάδες ατόμων, είτε αυτές ονομάζονται οικογένεια, είτε παρέα, είτε εργασιακό περιβάλλον και κοινωνίες ολόκληρες.
Και κάπως έτσι, απ’ τα αρχαία ακόμα χρόνια δημιουργήθηκαν τα σχολεία, για να μάθουν τα παιδιά βασικές έννοιες και να αναπτύξουν δεξιότητες, δίνοντας σαφώς προτεραιότητα στην ανάγνωση και τη γραφή, τους πυλώνες της επικοινωνίας.
Τι είναι, αλήθεια, η επικοινωνία; Μήπως για λόγους επικοινωνίας έγιναν απαραίτητα τα σχολεία; Πολλοί γλωσσολόγοι έχουν προσπαθήσει κατά καιρούς να αποσαφηνίσουν την προέλευση της γλώσσας. Ο Ηράκλειτος πριν από 2500 χρόνια, ανέφερε την ιστορία του Αιγύπτιου Φαραώ Psammetichus, ο οποίος προσπάθησε να κάνει ένα πείραμα με δύο νεογέννητα μωρά τα οποία απομόνωσε για δύο περίπου χρόνια με μόνη συντροφιά έναν μουγκό βοσκό και τα πρόβατά του. Τα παιδιά αυτά έμαθαν να αρθρώνουν μία λέξη: «μπέκος». Ο Φαραώ κατέληξε έτσι στο ότι η γλώσσα αυτή είναι επίκτητη και πως είναι η απαρχή όλων των γλωσσών, ονομάζοντάς την «Phrygian». Κι όμως, πολλοί άλλοι διαφώνησαν μετέπειτα, διαπιστώνοντας ότι τα παιδιά αυτά είχαν μάθει τη λέξη αυτή απ’ τον ήχο που έβγαζαν τα ζώα με τα οποία μεγάλωσαν προσθέτοντας απλώς μία κατάληξη: μπέ-κος.
Η θεωρία «yo-he-ho» επίσης αναφέρει ότι καθώς οι άνθρωποι απ’ τα προϊστορικά χρόνια έπρεπε να συνεργαστούν, ανέπτυξαν ήχους που έβγαζαν με κάποια φυσική προσπάθεια (όπως γρυλητά και βουητά), ενώ αργότερα ο Chomsky, ο πατέρας της γλωσσολογίας, ανέφερε ότι ο άνθρωπος γεννιέται με ένα εγκατεστημένο στον εγκέφαλό του σύστημα γλωσσολογικής μηχανής η οποία μπορεί να καταχωρήσει κανόνες και δεδομένα για οποιαδήποτε γλώσσα εκτεθεί σ’ αυτήν. Κανείς τελικά δε γνωρίζει την προέλευση της γλώσσας. Όλοι όμως γνωρίζουν τη σημαντικότητά της. Τόσα χρόνια εξέλιξης μετά κι είναι ακόμη δύσκολο να πούμε ότι ο κάθε άνθρωπος μπορεί να συνεννοηθεί πλήρως με τον άλλο.
Μέσω της επικοινωνίας είναι επίσης που οι άνθρωποι μαθαίνουν να φέρονται στους άλλους με τον τρόπο που θα ήθελαν να τους φερθούν. Και γι’ αυτό ένας σημαντικός λόγος της εκπαίδευσης των παιδιών είναι να γίνουν συνετοί, συνειδητοποιημένοι κι ώριμοι ενήλικες, παρατηρώντας συμπεριφορές και δίνοντας τα σωστά παραδείγματα.
Για να συναντήσουμε αργότερα τη γραφή, που έπεται της προφορικής γλωσσικής επικοινωνίας, κι είναι φυσικά ένας πολύτιμος τρόπος έκφρασης κι αλληλεπίδρασης με τους υπόλοιπους ανθρώπους.
Μπορεί, όμως, το σημερινό σχολείο να προσφέρει επαρκώς όλα τα παραπάνω; Σαφώς, θα προσπαθήσει να μάθει στα παιδιά να γράφουν και να διαβάζουν, να μιλάνε καλύτερα και να φέρονται πιο σωστά. Πώς γίνεται, όμως, να επιτευχθεί αυτό όταν εφαρμόζεται ένας αυστηρός κανόνας μάθησης κι εκπαίδευσης που είναι αδύνατο να ‘ναι ταιριαστός σε όλα τα παιδιά, βοηθώντας θεωρητικά στην ανέλιξή τους, με στόχο τη σταδιακή μεταμόρφωσή τους σε ώριμους ενήλικες ενώ πρακτικά αφήνει πολλά κενά;
Όταν υπάρχουν τόσοι διαφορετικοί χαρακτήρες και τόσες διαφορετικές ανάγκες, πώς γίνεται να προσφέρεται η μάθηση με έναν ενιαίο, άκαμπτο, τρόπο; Μήπως τα παιδιά τείνουν να θεωρούνται και να αντιμετωπίζονται σαν στρατιωτάκια; Είναι λυπηρό εν έτει 2018 το εκπαιδευτικό μας σύστημα να μην έχει τη δυνατότητα να εστιάσει στις ανάγκες του κάθε μαθητή εξατομικευμένα, να βάζει φρένο στη φαντασία και τις κλίσεις, να ψαλιδίζει τη διαφορετικότητα, να στοιβάζει σε τυποποιημένες αίθουσες 20 και πολλές φορές 30 ψυχές, με ένα δάσκαλο να παραδίδει (συνήθως) άνευρα και με έναν τρόπο κι ένα ρυθμό που ίσως να μπορούν να ακολουθήσουν κάποια παιδιά μα σίγουρα όχι όλα.
Κάποιο παιδί μπορεί να θεωρείται οπτικός τύπος, άλλο ακουστικός, άλλο να καταλαβαίνει κάποιες έννοιες καλύτερα από κάποιες άλλες κι άλλο να μαθαίνει πιο γρήγορα ή πιο αργά από κάποιο άλλο. Το κάθε παιδί έχει τα δικά του προσωπικά βιώματα, ερεθίσματα, ταλέντα. Σε κάποιο παιδί θα κεντρίσεις το ενδιαφέρον αλλιώτικα από ό,τι σε κάποιο άλλο. Και το κυριότερο, στο δρόμο αυτό της ανέλιξής του θα πρέπει να μη βαριέται, να μη νιώθει ότι το σχολείο είναι καταναγκαστικό, μια αγγαρεία που δεν μπορεί να αποφύγει, αλλά ένα δημιουργικό περιβάλλον που το κάνει να χαίρεται, καθώς μέρα του δίνει κάτι νέο και το επιβραβεύει όταν πρέπει. Να βρίσκεται σε μια διδακτική αίθουσα και να μην ανυπομονεί να φύγει. Ο φιλόσοφος Πλάτων είπε το γνωστό ρητό: «Η γνώση που αποκτιέται με καταναγκασμό δε συγκρατείται στη μνήμη».
Όλα αυτά θα έπρεπε να ληφθούν σοβαρά υπόψη για το σχεδιασμό ενός σύγχρονου σχολείου κι ενός ευέλικτου εκπαιδευτικού συστήματος. Μόνο έτσι θα μορφώσουμε τους μελλοντικούς μας ενήλικες και μόνο έτσι θα μπορούν με τη σειρά τους να μας δώσουν τα καλύτερα δυνατά αποτελέσματα. Αν εστιάσουμε στις ανάγκες τους, στα δυνατά κι αδύναμα σημεία τους και συγχρονιστούμε στους ρυθμούς τους. Δύσκολο εγχείρημα με πολλές παραμέτρους που οφείλουν να αναλυθούν, αλλά κάτι παραπάνω από σημαντικό, αφού τα παιδιά είναι το μέλλον μας.
Μέχρι, λοιπόν, να γίνουν κάποτε από ουτοπία πραγματικότητα όλα τα παραπάνω, γονείς, δώστε εσείς σημασία στα παιδιά σας. Παρατηρήστε τα σημεία εκείνα που θα πρέπει να αναδειχθούν, εκείνα στα οποία θα χρειαστεί να δοθεί μεγαλύτερη ώθηση και προσπάθεια και βρείτε τρόπους να τους αποδείξετε πως η μάθηση μπορεί να ‘ναι διασκεδαστική διαδικασία. Διότι «Το μυαλό δεν είναι ένα βάζο που πρέπει να γεμίσει. Είναι σαν ένα δεμάτι ξύλα, που θέλει ένα προσάναμμα μόνο για ν’ ανάψει η φλόγα της αναζήτησης κι η λαχτάρα για την αλήθεια» (Πλούταρχος, απόσπασμα: Περί του ακούειν).
Και κάπως έτσι, απ’ τα αρχαία ακόμα χρόνια δημιουργήθηκαν τα σχολεία, για να μάθουν τα παιδιά βασικές έννοιες και να αναπτύξουν δεξιότητες, δίνοντας σαφώς προτεραιότητα στην ανάγνωση και τη γραφή, τους πυλώνες της επικοινωνίας.
Τι είναι, αλήθεια, η επικοινωνία; Μήπως για λόγους επικοινωνίας έγιναν απαραίτητα τα σχολεία; Πολλοί γλωσσολόγοι έχουν προσπαθήσει κατά καιρούς να αποσαφηνίσουν την προέλευση της γλώσσας. Ο Ηράκλειτος πριν από 2500 χρόνια, ανέφερε την ιστορία του Αιγύπτιου Φαραώ Psammetichus, ο οποίος προσπάθησε να κάνει ένα πείραμα με δύο νεογέννητα μωρά τα οποία απομόνωσε για δύο περίπου χρόνια με μόνη συντροφιά έναν μουγκό βοσκό και τα πρόβατά του. Τα παιδιά αυτά έμαθαν να αρθρώνουν μία λέξη: «μπέκος». Ο Φαραώ κατέληξε έτσι στο ότι η γλώσσα αυτή είναι επίκτητη και πως είναι η απαρχή όλων των γλωσσών, ονομάζοντάς την «Phrygian». Κι όμως, πολλοί άλλοι διαφώνησαν μετέπειτα, διαπιστώνοντας ότι τα παιδιά αυτά είχαν μάθει τη λέξη αυτή απ’ τον ήχο που έβγαζαν τα ζώα με τα οποία μεγάλωσαν προσθέτοντας απλώς μία κατάληξη: μπέ-κος.
Η θεωρία «yo-he-ho» επίσης αναφέρει ότι καθώς οι άνθρωποι απ’ τα προϊστορικά χρόνια έπρεπε να συνεργαστούν, ανέπτυξαν ήχους που έβγαζαν με κάποια φυσική προσπάθεια (όπως γρυλητά και βουητά), ενώ αργότερα ο Chomsky, ο πατέρας της γλωσσολογίας, ανέφερε ότι ο άνθρωπος γεννιέται με ένα εγκατεστημένο στον εγκέφαλό του σύστημα γλωσσολογικής μηχανής η οποία μπορεί να καταχωρήσει κανόνες και δεδομένα για οποιαδήποτε γλώσσα εκτεθεί σ’ αυτήν. Κανείς τελικά δε γνωρίζει την προέλευση της γλώσσας. Όλοι όμως γνωρίζουν τη σημαντικότητά της. Τόσα χρόνια εξέλιξης μετά κι είναι ακόμη δύσκολο να πούμε ότι ο κάθε άνθρωπος μπορεί να συνεννοηθεί πλήρως με τον άλλο.
Μέσω της επικοινωνίας είναι επίσης που οι άνθρωποι μαθαίνουν να φέρονται στους άλλους με τον τρόπο που θα ήθελαν να τους φερθούν. Και γι’ αυτό ένας σημαντικός λόγος της εκπαίδευσης των παιδιών είναι να γίνουν συνετοί, συνειδητοποιημένοι κι ώριμοι ενήλικες, παρατηρώντας συμπεριφορές και δίνοντας τα σωστά παραδείγματα.
Για να συναντήσουμε αργότερα τη γραφή, που έπεται της προφορικής γλωσσικής επικοινωνίας, κι είναι φυσικά ένας πολύτιμος τρόπος έκφρασης κι αλληλεπίδρασης με τους υπόλοιπους ανθρώπους.
Μπορεί, όμως, το σημερινό σχολείο να προσφέρει επαρκώς όλα τα παραπάνω; Σαφώς, θα προσπαθήσει να μάθει στα παιδιά να γράφουν και να διαβάζουν, να μιλάνε καλύτερα και να φέρονται πιο σωστά. Πώς γίνεται, όμως, να επιτευχθεί αυτό όταν εφαρμόζεται ένας αυστηρός κανόνας μάθησης κι εκπαίδευσης που είναι αδύνατο να ‘ναι ταιριαστός σε όλα τα παιδιά, βοηθώντας θεωρητικά στην ανέλιξή τους, με στόχο τη σταδιακή μεταμόρφωσή τους σε ώριμους ενήλικες ενώ πρακτικά αφήνει πολλά κενά;
Όταν υπάρχουν τόσοι διαφορετικοί χαρακτήρες και τόσες διαφορετικές ανάγκες, πώς γίνεται να προσφέρεται η μάθηση με έναν ενιαίο, άκαμπτο, τρόπο; Μήπως τα παιδιά τείνουν να θεωρούνται και να αντιμετωπίζονται σαν στρατιωτάκια; Είναι λυπηρό εν έτει 2018 το εκπαιδευτικό μας σύστημα να μην έχει τη δυνατότητα να εστιάσει στις ανάγκες του κάθε μαθητή εξατομικευμένα, να βάζει φρένο στη φαντασία και τις κλίσεις, να ψαλιδίζει τη διαφορετικότητα, να στοιβάζει σε τυποποιημένες αίθουσες 20 και πολλές φορές 30 ψυχές, με ένα δάσκαλο να παραδίδει (συνήθως) άνευρα και με έναν τρόπο κι ένα ρυθμό που ίσως να μπορούν να ακολουθήσουν κάποια παιδιά μα σίγουρα όχι όλα.
Κάποιο παιδί μπορεί να θεωρείται οπτικός τύπος, άλλο ακουστικός, άλλο να καταλαβαίνει κάποιες έννοιες καλύτερα από κάποιες άλλες κι άλλο να μαθαίνει πιο γρήγορα ή πιο αργά από κάποιο άλλο. Το κάθε παιδί έχει τα δικά του προσωπικά βιώματα, ερεθίσματα, ταλέντα. Σε κάποιο παιδί θα κεντρίσεις το ενδιαφέρον αλλιώτικα από ό,τι σε κάποιο άλλο. Και το κυριότερο, στο δρόμο αυτό της ανέλιξής του θα πρέπει να μη βαριέται, να μη νιώθει ότι το σχολείο είναι καταναγκαστικό, μια αγγαρεία που δεν μπορεί να αποφύγει, αλλά ένα δημιουργικό περιβάλλον που το κάνει να χαίρεται, καθώς μέρα του δίνει κάτι νέο και το επιβραβεύει όταν πρέπει. Να βρίσκεται σε μια διδακτική αίθουσα και να μην ανυπομονεί να φύγει. Ο φιλόσοφος Πλάτων είπε το γνωστό ρητό: «Η γνώση που αποκτιέται με καταναγκασμό δε συγκρατείται στη μνήμη».
Όλα αυτά θα έπρεπε να ληφθούν σοβαρά υπόψη για το σχεδιασμό ενός σύγχρονου σχολείου κι ενός ευέλικτου εκπαιδευτικού συστήματος. Μόνο έτσι θα μορφώσουμε τους μελλοντικούς μας ενήλικες και μόνο έτσι θα μπορούν με τη σειρά τους να μας δώσουν τα καλύτερα δυνατά αποτελέσματα. Αν εστιάσουμε στις ανάγκες τους, στα δυνατά κι αδύναμα σημεία τους και συγχρονιστούμε στους ρυθμούς τους. Δύσκολο εγχείρημα με πολλές παραμέτρους που οφείλουν να αναλυθούν, αλλά κάτι παραπάνω από σημαντικό, αφού τα παιδιά είναι το μέλλον μας.
Μέχρι, λοιπόν, να γίνουν κάποτε από ουτοπία πραγματικότητα όλα τα παραπάνω, γονείς, δώστε εσείς σημασία στα παιδιά σας. Παρατηρήστε τα σημεία εκείνα που θα πρέπει να αναδειχθούν, εκείνα στα οποία θα χρειαστεί να δοθεί μεγαλύτερη ώθηση και προσπάθεια και βρείτε τρόπους να τους αποδείξετε πως η μάθηση μπορεί να ‘ναι διασκεδαστική διαδικασία. Διότι «Το μυαλό δεν είναι ένα βάζο που πρέπει να γεμίσει. Είναι σαν ένα δεμάτι ξύλα, που θέλει ένα προσάναμμα μόνο για ν’ ανάψει η φλόγα της αναζήτησης κι η λαχτάρα για την αλήθεια» (Πλούταρχος, απόσπασμα: Περί του ακούειν).
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου