Το ξεκαθάρισμα ότι η ακρατής συμπεριφορά έχει να κάνει με τους ανθρώπους που ενδίδουν στις παρορμήσεις τους μη μπορώντας να ελέγξουν την ένταση των επιθυμιών ή των συναισθημάτων τους δε σημαίνει ότι όλες οι ακρατείς συμπεριφορές είναι το ίδιο πράγμα. Ο Αριστοτέλης διαχωρίζοντας τα κίνητρα που τις προκαλούν καταδεικνύει τις λεπτές αποχρώσεις που παρουσιάζουν και που κατ’ επέκταση σηματοδοτούν και τους διαφορετικούς τύπους των ακρατών ανθρώπων που μπορεί να συναντήσει κανείς.
Το πρώτο που διαχωρίζεται είναι η ακράτεια που προκαλείται από θυμό σε σχέση με την αποχαλίνωση της επιθυμίας. Για τον Αριστοτέλη ο άνθρωπος που παρασύρεται από θυμό είναι λιγότερο επονείδιστος από εκείνον που παραφέρεται από κάποιον ανεξέλεγκτο πόθο: «η ακράτεια ως προς το θυμό είναι λιγότερο επονείδιστη από την ακράτεια ως προς τις επιθυμίες» (1149a 6, 28-29).
Ο θυμός, παρότι στοιχείο αναμφισβήτητα αρνητικό, όταν ξεπερνά τα όρια της μεσότητας, κρίνεται προτιμότερος (ή λιγότερο κακός) από την εμμονική επιθυμία για το λόγο ότι (παρά τις στρεβλώσεις που προκαλεί) εμπεριέχει τη λογική, έστω και με λανθασμένο τρόπο: «Καταρχήν φαίνεται ότι ο θυμός “ακούει” ως ένα σημείο τη λογική, όμως την “ακούει” λανθασμένα, ακριβώς όπως οι γρήγοροι υπηρέτες, που πριν καλά καλά ακούσουν όλα όσα τους λένε, βιάζονται να τρέξουν, και ύστερα κάνουν λάθος ως προς την εντολή που τους δόθηκε, ή όπως τα σκυλιά, που αρχίζουν να γαβγίζουν και μόνο που ακούν κάποιο θόρυβο από έξω, προτού ακόμη αντιληφθούν αν ο επισκέπτης είναι ένα γνωστό πρόσωπο» (1149a 6, 29-34).
Θα έλεγε κανείς ότι ο θυμός τίθεται σαν ένα είδος συναισθηματικής απροσεξίας που προκαλείται από την ταχύτητα των αντιδράσεων λόγω της εκρηκτικότητας του χαρακτήρα: «ο θυμός, εξαιτίας της έξαψης και της βιασύνης που είναι τα φυσικά του χαρακτηριστικά, “ακούει” τη λογική, δεν “ακούει” όμως την εντολή που του δίνει, και έτσι ορμάει να πάρει εκδίκηση. Γιατί η λογική ή η μέσω των αισθήσεων εντύπωση ειδοποιεί ότι υπήρξε μια προσβολή ή μια ολιγωρία, και τότε ο θυμός, σαν να έχει οδηγηθεί στο συμπέρασμα ότι πρέπει να αρχίσει πόλεμο εναντίον αυτού του πράγματος, αμέσως ξεσηκώνεται» (1149a 6, 34-39).
Ο θυμός όχι μόνο δεν προβάλλεται ως κάτι παράλογο, αλλά, αν εκπληρώνει τις επιταγές της μεσότητας, θεωρείται και σωστός. Είναι σωστό να ορθώνει κανείς ανάστημα όταν τον αδικούν. Είναι σωστό να διεκδικεί την αποκατάσταση της υπόληψής του όταν τον προσβάλλουν. Τα προβλήματα ξεκινούν όταν χάνεται το μέτρο, πράξη που δεν έχει να κάνει με το παράλογο, αλλά με την ταχύτητα των αντιδράσεων.
Εκτός βέβαια, αν κάποιος οργίζεται με παράλογα πράγματα νιώθοντας συνεχώς ότι τον διαβάλλουν. Όμως και σ’ αυτή την περίπτωση το παράλογο έχει να κάνει με την πηγή του θυμού κι όχι με το θυμό καθαυτό. Ένας τέτοιος άνθρωπος δεν έχει πρόβλημα επειδή οργίζεται, αλλά επειδή βλέπει παντού εχθρούς. Κι αυτό αφορά περισσότερο την ανασφάλεια του εαυτού (που βρίσκεται διαρκώς σε κίνδυνο και πρέπει να επιτεθεί) παρά την κακή διαχείριση του συναισθήματος, η οποία επέρχεται ως μοιραίο αποτέλεσμα.
Από την άλλη, οι επιθυμίες, ως συναισθηματική ένταση που προκαλεί ο πόθος για κάτι, δεν είναι βέβαιο ότι υπόκεινται από θέση αρχής στη λογική. Υπάρχουν επιθυμίες απολύτως παράλογες, που μπορεί να γεννιούνται είτε από τη μίμηση είτε από την έλλειψη κριτηρίων σε σχέση με τις ανάγκες είτε ακόμη κι από ανταγωνισμό. Η επιθυμία να έχει κανείς ό,τι έχει και κάποιος άλλος ή ό,τι προβάλλεται ως καταξίωση από την κοινωνία χωρίς τον έλεγχο του κατά πόσο αρμόζει αυτό στην προσωπικότητα του δεν έχει καμία σχέση με τη λογική, ασχέτως αν προβάλλεται έτσι. Είναι παράλογο να θέλει κανείς να έχει σπίτι εκατοντάδων τετραγωνικών, όταν δεν έχει τέτοιες ανάγκες.
Βεβαίως, οι εκλογικευμένες επιθυμίες είναι οπωσδήποτε θεμιτές και συμβάλλουν στην εξέλιξη της προσωπικότητας που θα προσπαθήσει να τις πραγματώσει. Όταν όμως έχει κανείς τέτοιες επιθυμίες δεν μπορεί να είναι ακρατής. Ως εκ τούτου, ο Αριστοτέλης είναι βέβαιο ότι δεν αναφέρεται σε κάτι τέτοιο, αφού (σ’ αυτό το σημείο) συγκρίνει την ακράτεια του θυμού με την ακράτεια της επιθυμίας.
Η ακρατής επιθυμία (που μόνο αυτή διερευνάται εδώ) δε σχετίζεται με τη λογική, αφού λειτουργεί μονάχα ως άκριτη συναισθηματική παρόρμηση: «Όσο για την επιθυμία, φτάνει η λογική ή η αίσθηση να πουν ότι κατιτί είναι ευχάριστο κι αμέσως» (ο ακρατής εννοείται) «ορμάει να το απολαύσει» (1149a 6, 39 και 1149b 6, 1-2).
Η φράση «φτάνει η λογική ή η αίσθηση να πουν ότι κατιτί είναι ευχάριστο», όπως είναι φανερό δεν αφορά τη λογική, με την έννοια της καθαυτού αξίας του ορθού λόγου, αλλά την επίφαση της λογικής που λειτουργεί ως υποχείριο των αισθήσεων, δηλαδή την απόλυτη απαξίωσή της. Το τελικό συμπέρασμα είναι σαφές: «Άρα: ο θυμός υπακούει ως κάποιο σημείο στη λογική, η επιθυμία όμως όχι. Επομένως η επιθυμία είναι πιο επονείδιστη από το θυμό· γιατί ο άνθρωπος που είναι ακρατής στο θυμό υποκύπτει κατά κάποιον τρόπο στη λογική, ενώ ο άλλος υποκύπτει στην επιθυμία κι όχι στη λογική» (1149b 6, 2-5).
Κι αν πρέπει να διατυπωθεί κι αλλιώς, ο Αριστοτέλης θα συμπληρώσει: «Ο θυμός λοιπόν και η δυστροπία είναι πράγματα πολύ πιο φυσικά από ό,τι είναι οι επιθυμίες για υπερβολικές ηδονές, θέλω να πω: για ηδονές που είναι πέρα από τις ανάγκες της ζωής μας» (1149b 6, 8-10).
Πέρα από αυτό, ο θυμός είναι επίσης προτιμότερος από τη διάθεση της προσβολής του άλλου: «κανένας δε λυπάται, όταν συμπεριφέρεται προσβλητικά σε κάποιον άλλον· αντίθετα: αυτός που ενεργεί κυριευμένος από θυμό ό,τι κάνει το κάνει με λύπη του, ενώ αυτός που συμπεριφέρεται προσβλητικά, το κάνει με ευχαρίστηση» (1149b 6, 23-25).
Με δεδομένο ότι και η διάθεση της προσβολής συγκαταλέγεται επίσης στην περιοχή της ακρατούς επιθυμίας ο Αριστοτέλης καταλήγει και πάλι στο ίδιο συμπέρασμα: «Αν λοιπόν τα πράγματα με τα οποία είναι κατά κύριο λόγο σωστό να οργιζόμαστε είναι τα πιο άδικα, τότε η ακράτεια που οφείλεται στην επιθυμία είναι πιο άδικη από την ακράτεια που οφείλεται στο θυμό· γιατί στο θυμό δεν υπάρχει το στοιχείο της απρόκλητης προσβολής» (1149b 6, 25-27).
Η ακράτεια όμως, δε σχετίζεται μόνο με τις επιθυμίες, αλλά και με τις σωματικές ηδονές. Αντιλαμβανόμενοι ότι οι σωματικές ηδονές έχουν να κάνουν με την ευχαρίστηση που προκαλούν οι αισθήσεις, γίνεται σαφές ότι οι κύριες αισθήσεις που μπορούν να οδηγήσουν σε ακρατείς συμπεριφορές είναι η αφή και η γεύση.
Οι άλλες αισθήσεις (όραση, ακοή και όσφρηση) ασφαλώς και λειτουργούν ενισχυτικά στην απόλαυση, αλλά δεν είναι κυρίαρχες σε σχέση με την πρόκλησή τους. Θα λέγαμε ότι είναι περισσότερο συμπληρωματικές. Και βέβαια, η στρέβλωση της συμπεριφοράς δεν αφορά μόνο την υπερβολή που προκαλείται από την ένταση της ευχαρίστησης, αλλά και από την έλλειψη που σχετίζεται με την αποφυγή της λύπης.
Ο Αριστοτέλης παραθέτει τα αντιθετικά ζεύγη των ανθρώπινων χαρακτήρων που προκύπτουν ως εξής: «Από τις περιπτώσεις αυτές αυτοί που έχουν σχέση με τις ηδονές είναι ο ακρατής και ο εγκρατής, ενώ αυτοί που έχουν σχέση με τις λύπες είναι ο μαλθακός και ο καρτερικός» (1150a 7, 15-17). Ο εγκρατής είναι ο εκφραστής του μέτρου σ’ αυτά που προκαλούν ευχαρίστηση, ενώ ο καρτερικός σ’ αυτά που προϋποθέτουν το μόχθο. Τα αντίθετά τους φανερώνουν την υπερβολή των άμετρων ηδονών (ακρατής) και την έλλειψη της προσπάθειας (μαλθακός).
Αν θα έπρεπε να συγκριθεί ο εγκρατής με τον καρτερικό, για τον Αριστοτέλη η περίπτωση του εγκρατή κρίνεται προτιμότερη: «Ο αντίθετος του ακρατούς είναι ο εγκρατής, και του μαλθακού ο καρτερικός: “είμαι καρτερικός” θα πει “αντέχω, υπομένω”, ενώ “είμαι εγκρατής” θα πει “είμαι κύριος, νικώ” και είναι, βέβαια, άλλο πράγμα το “αντέχω” και το “είμαι κύριος”, όπως είναι άλλο πράγμα το “δε νικιέμαι” και το “νικώ”· γι’ αυτό και η εγκράτεια είναι προτιμότερη από την καρτερία» (1150a 7, 36-40 και 1150b 7, 1).
Από την άλλη, μαλθακός είναι αυτός που αρνείται να καταβάλει οποιοδήποτε κόπο: «Ο άνθρωπος που είναι ελλιπής σε πράγματα που τα αντέχουν και μπορούν να τα αντέχουν οι περισσότεροι άνθρωποι, είναι άνθρωπος μαλθακός και τρυφηλός· γιατί και η τρυφηλότητα είναι ένα είδος μαλθακότητας» (1150b 7, 1-4).
Και για να γίνει κατανοητός ο Αριστοτέλης προτίθεται να φέρει και παραδείγματα: «Ένας τέτοιας λογής άνθρωπος αφήνει το ιμάτιό του να σέρνεται στο έδαφος, για να μην κάνει τον κόπο να το σηκώσει και να νιώσει έτσι τη λύπη που προκαλεί αυτός ο κόπος, και όταν κάνει τον άρρωστο, δε θεωρεί πως είναι ένας αξιολύπητος δυστυχισμένος άνθρωπος, μολονότι ο άρρωστος τον οποίο παριστάνει είναι ένας αξιολύπητος δυστυχισμένος άνθρωπος» (1150b 7, 4-6).
Με άλλα λόγια, ο μαλθακός, που φτάνει στα όρια της τρυφηλότητας, είναι πρόθυμος να παραστήσει οτιδήποτε χωρίς ίχνος αξιοπρέπειας, αν πρόκειται να γλιτώσει τον κόπο. Σε μια ακραία περίπτωση μπορεί να αφήσει ακόμη και τα ρούχα του να σέρνονται, ακριβώς για να μην ασχοληθεί μαζί τους.
Αυτό που μένει είναι ο διαχωρισμός ανάμεσα στον ακρατή και τον ακόλαστο. Ο ακρατής είναι συμπαθέστερη φιγούρα από τον ακόλαστο, γιατί ό,τι κάνει δεν είναι από πεποίθηση, αλλά από παρορμητικότητα. Συνήθως έχει τύψεις μετά από τέτοιου είδους ενέργειες, σε αντίθεση με τον ακόλαστο που ενεργεί απολύτως συνειδητά, αφού οι πράξεις του είναι αποτέλεσμα επιλογής και προτίμησης: «ο άνθρωπος που κυνηγάει τις υπερβολές των ευχάριστων πραγμάτων ή κυνηγάει τις “αναγκαίες” ηδονές ως την υπερβολή με δική του επιλογή και προτίμηση, και που τις κυνηγάει γι’ αυτές τις ίδιες και όχι για οποιονδήποτε άλλο σκοπό, ο άνθρωπος αυτός είναι ακόλαστος» (1150a 7, 22-24).
Κι επειδή ο ακόλαστος λειτουργεί συνειδητά (επιλέγει και προτιμά τις πράξεις του), είναι αδύνατο να μετανιώσει γι’ αυτές: «ένας τέτοιος άνθρωπος δεν πρέπει να έχει την παραμικρή τάση για μεταμέλεια, και επομένως είναι ανίατος· ο αμεταμέλητος, πράγματι, άνθρωπος είναι ανίατος» (1150a 7, 24-26).
Αυτός είναι και ο λόγος που κάνει τον ακρατή προτιμότερο από τον ακόλαστο, ασχέτως αν καταλήγουν στις ίδιες συμπεριφορές: «αντίθετα ο ακρατής είναι γεμάτος από μεταμέλειες, ανίατος είναι ο ακόλαστος και ιατός ο ακρατής· πραγματικά, η κακία της ακολασίας μοιάζει με μια αρρώστια του τύπου της υδρωπικίας ή της φθίσης, ενώ η ακράτεια μοιάζει με τις προσβολές της επιληψίας: η πρώτη είναι μια χρόνια κακία, ενώ η ακράτεια δεν είναι χρόνια» (1150b 8, 34-35 και 1150b 8, 36-38).
Η ειδοποιός διαφορά της επιλογής καθιστά σαφές ότι ο ακόλαστος δεν είναι το ίδιο πράγμα με τον ακρατή. Θα έλεγε κανείς ότι ακόλαστος είναι ο συνειδητοποιημένος ακρατής. Το ότι και ο ακρατής (ασχέτως αν μετανιώνει) υποκύπτει διαρκώς στα ίδια λάθη (αν διορθωνόταν με την πρώτη δε θα ήταν ακρατής), δεν αλλάζει την ουσία του συλλογισμού ότι τελικά υπάρχει ελπίδα να συνετιστεί. Υπάρχουν περιπτώσεις τέτοιων ανθρώπων, που συμμορφώθηκαν. Για τον ακόλαστο όμως δεν υπάρχει αυτή η περίπτωση. Ο ακόλαστος δεν έχει καμία διάθεση να προσπαθήσει προς αυτή την κατεύθυνση.
Ο Αριστοτέλης είναι απόλυτα διαφωτιστικός: «Από τη μια μεριά λοιπόν έχουμε έναν άνθρωπο, τον ακρατή, ο οποίος είναι έτσι καμωμένος ώστε να κυνηγάει –όχι όμως γιατί είναι πεπεισμένος ότι έτσι πρέπει να κάνει– τις σωματικές ηδονές σε βαθμό υπερβολής και αντίθετα με τον ορθό λόγο, και από την άλλη έναν άνθρωπο, τον ακόλαστο, που έχει πεισθεί ότι έτσι πρέπει να κάνει για το λόγο ότι είναι έτσι καμωμένος ώστε να κυνηγάει αυτού του είδους τις ηδονές. Ο πρώτος από αυτούς εύκολα μπορεί να μεταπεισθεί για να αλλάξει στάση, ο δεύτερος όμως όχι» (1151a 8, 13-17).
Επιπλέον, η συνειδητή επιλογή της ακόλαστης συμπεριφοράς υπονομεύει και το αχαλίνωτο της επιθυμίας. Όταν κάτι γίνεται μετά από σκέψη και προτίμηση δεν μπορεί παρά να ξεθυμαίνει και συναισθηματικά, αφού παίρνει τις διαστάσεις του φυσιολογικώς επαναλαμβανόμενου. Αντίθετα, ο ακρατής είναι σε διαρκή συναισθηματική υπερδιέγερση, καθώς γίνεται μέσα του πάλη μέχρι να ενδώσει. Κι ίσως η πάλη αυτή να διογκώνει το μέγεθος της επιθυμίας καθιστώντας την ακατανίκητη.
Από αυτή την άποψη, ο ακρατής κερδίζει ακόμη περισσότερο σε συμπάθεια, αφού τουλάχιστον φανερώνει τις ανθρώπινες αδυναμίες του. Κι ενδέχεται να υποφέρει γι’ αυτές. Ο Αριστοτέλης σημειώνει: «Σε όλους θα φαινόταν χειρότερος ο άνθρωπος που κάνει κάτι το επονείδιστο δίχως να κατέχεται από καμιά επιθυμία ή, έστω, έχοντας μια αδύναμη επιθυμία παρά αν έκανε την πράξη αυτή κάτω από την πίεση μιας πολύ δυνατής επιθυμίας· το ίδιο και ο άνθρωπος που χτυπάει κάποιον δίχως να είναι θυμωμένος· αλήθεια, τι θα έκανε, αν ήταν κυριευμένος από πάθος; Αυτός είναι ο λόγος που ο ακόλαστος είναι χειρότερος από τον ακρατή» (1150a 7, 31-35).
Για να γίνει ακόμα πιο σαφής, ο Αριστοτέλης θα παραθέσει μια αναλογία βασισμένη στη νομοθεσία και στον τρόπο διοίκησης μιας πόλης: «Στην πραγματικότητα ο ακρατής άνθρωπος μοιάζει με την πόλη που εκδίδει όλα τα σωστά ψηφίσματα και έχει εξαίρετους νόμους, που δεν εφαρμόζει όμως τίποτε από όλα αυτά ενώ ο κακός άνθρωπος μοιάζει με την πόλη που εφαρμόζει τους νόμους, όμως κακούς νόμους» (1152a 10, 24-26 και 1152a 10, 29-30).
Και βέβαια, όπως η ακολασία δεν πρέπει να συγχέεται με την ακράτεια, έτσι δεν πρέπει ταυτίζεται και με τη μαλθακότητα: «Γενική είναι η πίστη ότι ακόλαστος είναι και ο άνθρωπος που αγαπάει τα παιχνίδια και τις διασκεδάσεις, στην πραγματικότητα όμως αυτός είναι ένας μαλθακός άνθρωπος. Γιατί τα παιχνίδια και οι διασκεδάσεις δεν είναι παρά μια χαλάρωση, δεδομένου ότι είναι μια ξεκούραση· ο άνθρωπος, πάντως, που αγαπάει τα παιχνίδια και τις διασκεδάσεις είναι ένας από αυτούς που ξεπερνούν ως προς αυτό τα όρια» (1150b 7, 18-21).
«Ισχυρογνώμονες είναι οι ιδιότροποι άνθρωποι, οι αμαθείς και οι άξεστοι. Οι ιδιότροποι άνθρωποι επηρεάζονται από την ηδονή και τη λύπη: χαίρονται για τη νίκη τους, στην περίπτωση που δεν πείθονται να αλλάξουν γνώμη, και λυπούνται όταν ακυρώνονται οι δικές τους γνώμες. Μοιάζουν λοιπόν πιο πολύ με τον ακρατή παρά με τον εγκρατή άνθρωπο» (1151b 9, 14-19).
Από κει και πέρα, με δεδομένο ότι άλλο ο ακρατής κι άλλο ο ακόλαστος είναι σαφές ότι το αντίθετο της ακράτειας είναι η εγκράτεια, ενώ το αντίθετο της ακολασίας η φρόνηση. Και δεν πρέπει να ταυτίζεται ο εγκρατής με τον σώφρονα, ασχέτως αν μοιάζει η συμπεριφορά τους: «ο εγκρατής, πράγματι, άνθρωπος και ο σώφρων είναι τέτοιας λογής άνθρωποι που να μην παρασύρονται από τις σωματικές ηδονές ώστε να κάνουν πράξεις αντίθετες προς τον ορθό λόγο, μόνο που ο ένας έχει ευτελείς επιθυμίες, ενώ ο άλλος όχι» (1152a 9, 1-3).
Με άλλα λόγια, ο σώφρων είναι ένα στάδιο πιο ψηλά από τον εγκρατή, γιατί έχει καταφέρει να ξεπεράσει τη ματαιότητα των ευτελών επιθυμιών (σε βαθμό που να μην τον απασχολούν), ενώ ο εγκρατής τρέφει ακόμη μέσα του τέτοιους πόθους και χρειάζεται να αγωνιστεί, για να τους ξεπεράσει. Κατ’ επέκταση: «ο ένας, επίσης» (σώφρων) «είναι τέτοιας λογής άνθρωπος που να μη βρίσκει ευχαρίστηση σε οτιδήποτε είναι αντίθετο προς τον ορθό λόγο, ενώ ο άλλος νιώθει ευχαρίστηση, όμως δεν αφήνεται να φέρεται και να άγεται από αυτήν» (1152a 9, 4-5). Θα έλεγε κανείς ότι η σωφροσύνη είναι η ολοκλήρωση της εγκράτειας, αφού μόνο με τον εθισμό σε εγκρατείς πράξεις, θα μπορέσει κάποιος να την κατακτήσει.
Από την άλλη, δε φτάνει να ειπωθεί ότι εγκρατής είναι απλά αυτός που παραμένει σταθερός στις απόψεις του χωρίς να παρασύρεται, αλλά ότι παραμένει συνεπής σε απόψεις που είναι ορθές. Σε τελική ανάλυση, δεν είναι η σταθερότητα σε μια άποψη που κάνει κάποιον εγκρατή, αλλά στην πρόθεση να ακολουθήσει τον ορθό δρόμο της μεσότητας. Γι’ αυτό και ο εγκρατής, αν αντιληφθεί ότι σφάλλει, είναι πρόθυμος να αλλάξει άποψη προκειμένου να υπηρετήσει το σωστό.
Κι αυτό ακριβώς τον διαχωρίζει από τον ισχυρογνώμονα: «Υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που μένουν σταθεροί στη δική τους γνώμη· αυτούς ο κόσμος τους λέει ισχυρογνώμονες, που θέλει να πει ότι είναι άνθρωποι δύσπιστοι, άνθρωποι που δεν αλλάζουν εύκολα γνώμη. Οι άνθρωποι αυτοί έχουν κάποια ομοιότητα με τον εγκρατή (είναι η ομοιότητα που έχει ο άσωτος με τον ελευθέριο και ο θρασύς με το θαρραλέο), είναι όμως διαφορετικοί ο ένας από τον άλλον από πολλές απόψεις. Ο ένας, ο εγκρατής, δεν αλλάζει γνώμη από πάθος ή επιθυμία: όταν το απαιτήσουν οι περιστάσεις, είναι πρόθυμος να μεταπεισθεί, τους ισχυρογνώμονες όμως κανένα λογικό επιχείρημα δεν τους αλλάζει γνώμη, γιατί είναι επιρρεπείς στις επιθυμίες, και πολλοί από αυτούς άγονται και φέρονται από τις ηδονές» (1151b 9, 5-14).
Ενώ η εγκράτεια είναι συνυφασμένη με τη σωστή στάση απέναντι στις ηδονές (αλλιώς δεν υφίσταται), η ισχυρογνωμοσύνη όχι. Κι ίσως αυτή είναι και η βασική διαφορά που διαχωρίζει τον εγκρατή από τον ισχυρογνώμονα. Ο ισχυρογνώμων δεν ενδιαφέρεται για την πραγμάτωση της αρετής, αλλά για τη διασφάλιση της δικής του ανωτερότητας σε σχέση με την άποψη του άλλου. Από αυτή την άποψη, δεν είναι παρά μια ακόμη στρέβλωση στον τρόπο που αντλεί κανείς ευχαρίστηση. Γι’ αυτό και η ισχυρογνωμοσύνη αποτελεί ακόμη μια έκφανση της ακρατούς συμπεριφοράς.
Το τελικό συμπέρασμα του Αριστοτέλη για τους ισχυρογνώμονες δεν αφήνει περιθώρια παρερμηνείας: «Ισχυρογνώμονες είναι οι ιδιότροποι άνθρωποι, οι αμαθείς και οι άξεστοι. Οι ιδιότροποι άνθρωποι επηρεάζονται από την ηδονή και τη λύπη: χαίρονται για τη νίκη τους, στην περίπτωση που δεν πείθονται να αλλάξουν γνώμη, και λυπούνται όταν ακυρώνονται οι δικές τους γνώμες. Μοιάζουν λοιπόν πιο πολύ με τον ακρατή παρά με τον εγκρατή άνθρωπο» (1151b 9, 14-19).
Αριστοτέλης: Ηθικά Νικομάχεια
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου