ΕΡΜΗΣ
σὲ τὸν σοφιστήν, τὸν πικρῶς ὑπέρπικρον,
945 τὸν ἐξαμαρτόντ᾽ εἰς θεοὺς ἐφημέροις
πορόντα τιμάς, τὸν πυρὸς κλέπτην λέγω·
πατὴρ ἄνωγέ σ᾽ οὕστινας κομπεῖς γάμους
αὐδᾶν, πρὸς ὧν ἐκεῖνος ἐκπίπτει κράτους·
καὶ ταῦτα μέντοι μηδὲν αἰνικτηρίως,
950 ἀλλ᾽ αὔθ᾽ ἕκαστα φράζε· μηδέ μοι διπλᾶς
ὁδούς, Προμηθεῦ, προσβάλῃς· ὁρᾷς δ᾽ ὅτι
Ζεὺς τοῖς τοιούτοις οὐχὶ μαλθακίζεται.
ΠΡ. σεμνόστομός γε καὶ φρονήματος πλέως
ὁ μῦθός ἐστιν, ὡς θεῶν ὑπηρέτου.
955 νέον νέοι κρατεῖτε καὶ δοκεῖτε δὴ
ναίειν ἀπενθῆ πέργαμ᾽· οὐκ ἐκ τῶνδ᾽ ἐγὼ
δισσοὺς τυράννους ἐκπεσόντας ᾐσθόμην;
τρίτον δὲ τὸν νῦν κοιρανοῦντ᾽ ἐπόψομαι
αἴσχιστα καὶ τάχιστα. μή τί σοι δοκῶ
960 ταρβεῖν ὑποπτήσσειν τε τοὺς νέους θεούς;
πολλοῦ γε καὶ τοῦ παντὸς ἐλλείπω. σὺ δὲ
κέλευθον ἥνπερ ἦλθες ἐγκόνει πάλιν·
πεύσῃ γὰρ οὐδὲν ὧν ἀνιστορεῖς ἐμέ.
ΕΡ. τοιοῖσδε μέντοι καὶ πρὶν αὐθαδίσμασιν
965 ἐς τάσδε σαυτὸν πημονὰς καθώρμισας.
ΠΡ. τῆς σῆς λατρείας τὴν ἐμὴν δυσπραξίαν,
σαφῶς ἐπίστασ᾽, οὐκ ἂν ἀλλάξαιμ᾽ ἐγώ.
ΕΡ. κρεῖσσον γὰρ οἶμαι τῇδε λατρεύειν πέτρᾳ
ἢ πατρὶ φῦναι Ζηνὶ πιστὸν ἄγγελον;
970 ΠΡ. οὕτως ὑβρίζειν τοὺς ὑβρίζοντας χρεών.
ΕΡ. χλιδᾶν ἔοικας τοῖς παροῦσι πράγμασιν.
ΠΡ. χλιδῶ; χλιδῶντας ὧδε τοὺς ἐμοὺς ἐγὼ
ἐχθροὺς ἴδοιμι· καὶ σὲ δ᾽ ἐν τούτοις λέγω.
ΕΡ. ἦ κἀμὲ γάρ τι συμφοραῖς ἐπαιτιᾷ;
975 ΠΡ. ἁπλῷ λόγῳ τοὺς πάντας ἐχθαίρω θεούς,
ὅσοι παθόντες εὖ κακοῦσί μ᾽ ἐκδίκως.
ΕΡ. κλύω σ᾽ ἐγὼ μεμηνότ᾽ οὐ σμικρὰν νόσον.
ΠΡ. νοσοῖμ᾽ ἄν, εἰ νόσημα τοὺς ἐχθροὺς στυγεῖν.
ΕΡ. εἴης φορητὸς οὐκ ἄν, εἰ πράσσοις καλῶς.
ΠΡ. ὤμοι.
980 ΕΡ. ‹ὤμοι·› τόδε Ζεὺς τοὔπος οὐκ ἐπίσταται.
ΠΡ. ἀλλ᾽ ἐκδιδάσκει πάνθ᾽ ὁ γηράσκων χρόνος.
ΕΡ. καὶ μὴν σύ γ᾽ οὔπω σωφρονεῖν ἐπίστασαι.
ΠΡ. σὲ γὰρ προσηύδων οὐκ ἂν ὄνθ᾽ ὑπηρέτην.
ΕΡ. ἐρεῖν ἔοικας οὐδὲν ὧν χρῄζει πατήρ.
985 ΠΡ. καὶ μὴν ὀφείλων γ᾽ ἂν τίνοιμ᾽ αὐτῷ χάριν.
ΕΡ. ἐκερτόμησας δῆθεν ὥστε παῖδά με.
ΠΡ. οὐ γὰρ σὺ παῖς τε κἄτι τοῦδ᾽ ἀνούστερος,
εἰ προσδοκᾷς ἐμοῦ τι πεύσεσθαι πάρα;
οὐκ ἔστιν αἴκισμ᾽ οὐδὲ μηχάνημ᾽ ὅτῳ
990 προτρέψεταί με Ζεὺς γεγωνῆσαι τάδε,
πρὶν ἂν χαλασθῇ δεσμὰ λυμαντήρια.
πρὸς ταῦτα ῥιπτέσθω μὲν αἰθαλοῦσσα φλόξ,
λευκοπτέρῳ δὲ νιφάδι καὶ βροντήμασι
χθονίοις κυκάτω πάντα καὶ ταρασσέτω·
995 γνάμψει γὰρ οὐδὲν τῶνδέ μ᾽ ὥστε καὶ φράσαι
πρὸς οὗ χρεών νιν ἐκπεσεῖν τυραννίδος.
ΕΡ. ὅρα νυν εἴ σοι ταῦτ᾽ ἀρωγὰ φαίνεται.
ΠΡ. ὦπται πάλαι δὴ καὶ βεβούλευται τάδε.
ΕΡ. τόλμησον, ὦ μάταιε, τόλμησόν ποτε
1000 πρὸς τὰς παρούσας πημονὰς ὀρθῶς φρονεῖν.
ΠΡ. ὀχλεῖς μάτην με κῦμ᾽ ὅπως παρηγορῶν.
εἰσελθέτω σε μήποθ᾽ ὡς ἐγὼ Διὸς
γνώμην φοβηθεὶς θηλύνους γενήσομαι,
καὶ λιπαρήσω τὸν μέγα στυγούμενον
1005 γυναικομίμοις ὑπτιάσμασιν χερῶν
λῦσαί με δεσμῶν τῶνδε· τοῦ παντὸς δέω.
***
ΕΡΜΗΣ
Σε σένα το σοφό, που ᾽σαι γιομάτος πίκρα,
που στους θεούς αμάρτησες και πήες να δώσεις
στους ανθρώπους τιμές, της φωτιάς λέω τον κλέφτη,
στέλνει ο πατέρας προσταγή να φανερώσεις
αυτούς τους γάμους, που κομπάζεις πως θα γίνουν
τάχ᾽ αφορμή τους θρόνους του να χάσει εκείνος·
κι αυτά, όχι μ᾽ αινίγματα και στριφτά λόγια
950 μα ένα προς ένα ξάστερα, μηδέ με βάλεις
να κάμω διπλούς δρόμους, γιατί βέβαια βλέπεις
πως δε μαλάζεται εύκολα ο Δίας με τέτοια.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Μεγαλόστομα λόγια κι έπαρση γιομάτα
καθώς ταιριάζουν στων θεών τον υπηρέτη.
Νέοι, με χθεσινή εξουσία και θαρρείτε
πως πύργους έχετ᾽ άπαρτους· μα εγώ δεν είδα
δυο βασιλιάδες απ᾽ αυτούς να γκρεμνιστούνε;
και τρίτο αυτόν θα δω, που βασιλεύει τώρα,
πολύ γρήγορα και άτιμα· μήπως σου μοιάζω
960 πως δείλιασα και σκιάχτηκα τους νέους θεούς σου;
μακριά από μένα αυτή η ντροπή· μα εσύ το δρόμο
που πήρες νά ᾽ρθεις, βιάσου να γυρίσεις πάλι
κι απ᾽ όσα με ρωτάς τίποτα δε θα μάθεις.
ΕΡΜΗΣ
Μα με τις τέτοιες σου και πριν τις κομποφάνειες
σ᾽ αυτές τις συμφορές καλό λιμάνι βρήκες.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Μ᾽ αυτή σου, ξέρε το καλά, τη λάτρα πὄχεις
εγώ ποτέ δε θ᾽ άλλαζα τη συμφορά μου.
και βέβαια πιο καλά σ᾽ αυτό το βράχο σκλάβος
παρά να ᾽μ᾽ άγγελος πιστός του Δία πατέρα.
970 Έτσι δίκιο να βρίζουνται κείνοι που βρίζουν.
ΕΡΜΗΣ
Τα ᾽χεις καμάρι φαίνεται τα βάσανά σου.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Καμάρι; έτσι άμποτε να δω να καμαρώνουν
οι εχθροί οι δικοί μου· και μ᾽ αυτούς και σένα βάζω.
ΕΡΜΗΣ
Μη ρίχτεις τάχα φταίξιμο γι᾽ αυτά και μένα;
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Μ᾽ ένα λόγο, μισώ τους θεούς όλους, όσοι
είδαν καλό κι έτσι άδικα μου το πληρώνουν.
ΕΡΜΗΣ
Βλάβη έχει ο νους σου όχι μικρή μ᾽ αυτά π᾽ ακούω.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Ίσως, αν να μισείς εχθρούς του νου είναι βλάβη.
ΕΡΜΗΣ
Θενα ήσουν όχι υποφερτός, αν ευτυχούσες.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Αλίμονο!
ΕΡΜΗΣ
980 Αλίμονο, το λόγο αυτό δε ξέρει ο Δίας.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Μα όλα ο χρόνος που γερνά μας τα μαθαίνει.
ΕΡΜΗΣ
Κι όμως εσύ δεν έμαθες ακόμα γνώση.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Αλήθεια, αλλιώς με δούλο εσέ δε θα μιλούσα.
ΕΡΜΗΣ
Φαίνεται δε θα πεις ό,τι ζητά ο πατέρας.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Μα βέβαια, χάρη που χρωστώ να του πληρώσω!
ΕΡΜΗΣ
Σαν να ᾽μουν δηλαδή παιδί με περιπαίζεις.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Παιδί κι ακόμα πιο άμυαλος δεν είσαι τάχα,
αν περιμένεις τίποτ᾽ από με να μάθεις;
μα δεν υπάρχει βάσανο και καμιά τέχνη
990 που ο Δίας θα με κατάφερνε το μυστικό μου
να πω, πριν τ᾽ άτιμά μου αυτά δεσμά λυθούνε.
Κι έτσι λοιπόν ας πάει να σκα η πυρφόρα η φλόγα,
με τουλούπες λευκόφτερες χιονιάς κι υπόγειους
ας σει τα πάντα βροντισμούς κι ας συνταράζει,
μα εμένα τίποτ᾽ απ᾽ αυτά δε θα λυγίσει,
που να του πω από ποιόν το θρόνο του θα χάσει.
ΕΡΜΗΣ
Βλέπε αν σου φαίνουνται όλα αυτά πώς σ᾽ ωφελούνε.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Τώρ᾽ από μιας και τα ᾽χω ιδεί κι αποφασίσει.
ΕΡΜΗΣ
Τόλμησε, μάταιε, τόλμησε, μια φορά τέλος
1000 να βάλεις γνώση μες σ᾽ αυτές τις συμφορές σου.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Χάνεις τα λόγια σου άδικα, κι ως κουφό κύμα
τις γαλιφιές σου τις γρικώ· βγάλτ᾽ το απ᾽ το νου σου
που εγώ το Δία θα φοβηθώ και θα ζαρώσω
μπρος του σα θηλυκό και με γυναίκειους τρόπους
δεητικά τα χέρια μου θενα τα υψώσω
στον πολυμισημένο μου για να με λύσει
απ᾽ τα δεσμά μου αυτά· κάθε άλλο παρά τούτο!
σὲ τὸν σοφιστήν, τὸν πικρῶς ὑπέρπικρον,
945 τὸν ἐξαμαρτόντ᾽ εἰς θεοὺς ἐφημέροις
πορόντα τιμάς, τὸν πυρὸς κλέπτην λέγω·
πατὴρ ἄνωγέ σ᾽ οὕστινας κομπεῖς γάμους
αὐδᾶν, πρὸς ὧν ἐκεῖνος ἐκπίπτει κράτους·
καὶ ταῦτα μέντοι μηδὲν αἰνικτηρίως,
950 ἀλλ᾽ αὔθ᾽ ἕκαστα φράζε· μηδέ μοι διπλᾶς
ὁδούς, Προμηθεῦ, προσβάλῃς· ὁρᾷς δ᾽ ὅτι
Ζεὺς τοῖς τοιούτοις οὐχὶ μαλθακίζεται.
ΠΡ. σεμνόστομός γε καὶ φρονήματος πλέως
ὁ μῦθός ἐστιν, ὡς θεῶν ὑπηρέτου.
955 νέον νέοι κρατεῖτε καὶ δοκεῖτε δὴ
ναίειν ἀπενθῆ πέργαμ᾽· οὐκ ἐκ τῶνδ᾽ ἐγὼ
δισσοὺς τυράννους ἐκπεσόντας ᾐσθόμην;
τρίτον δὲ τὸν νῦν κοιρανοῦντ᾽ ἐπόψομαι
αἴσχιστα καὶ τάχιστα. μή τί σοι δοκῶ
960 ταρβεῖν ὑποπτήσσειν τε τοὺς νέους θεούς;
πολλοῦ γε καὶ τοῦ παντὸς ἐλλείπω. σὺ δὲ
κέλευθον ἥνπερ ἦλθες ἐγκόνει πάλιν·
πεύσῃ γὰρ οὐδὲν ὧν ἀνιστορεῖς ἐμέ.
ΕΡ. τοιοῖσδε μέντοι καὶ πρὶν αὐθαδίσμασιν
965 ἐς τάσδε σαυτὸν πημονὰς καθώρμισας.
ΠΡ. τῆς σῆς λατρείας τὴν ἐμὴν δυσπραξίαν,
σαφῶς ἐπίστασ᾽, οὐκ ἂν ἀλλάξαιμ᾽ ἐγώ.
ΕΡ. κρεῖσσον γὰρ οἶμαι τῇδε λατρεύειν πέτρᾳ
ἢ πατρὶ φῦναι Ζηνὶ πιστὸν ἄγγελον;
970 ΠΡ. οὕτως ὑβρίζειν τοὺς ὑβρίζοντας χρεών.
ΕΡ. χλιδᾶν ἔοικας τοῖς παροῦσι πράγμασιν.
ΠΡ. χλιδῶ; χλιδῶντας ὧδε τοὺς ἐμοὺς ἐγὼ
ἐχθροὺς ἴδοιμι· καὶ σὲ δ᾽ ἐν τούτοις λέγω.
ΕΡ. ἦ κἀμὲ γάρ τι συμφοραῖς ἐπαιτιᾷ;
975 ΠΡ. ἁπλῷ λόγῳ τοὺς πάντας ἐχθαίρω θεούς,
ὅσοι παθόντες εὖ κακοῦσί μ᾽ ἐκδίκως.
ΕΡ. κλύω σ᾽ ἐγὼ μεμηνότ᾽ οὐ σμικρὰν νόσον.
ΠΡ. νοσοῖμ᾽ ἄν, εἰ νόσημα τοὺς ἐχθροὺς στυγεῖν.
ΕΡ. εἴης φορητὸς οὐκ ἄν, εἰ πράσσοις καλῶς.
ΠΡ. ὤμοι.
980 ΕΡ. ‹ὤμοι·› τόδε Ζεὺς τοὔπος οὐκ ἐπίσταται.
ΠΡ. ἀλλ᾽ ἐκδιδάσκει πάνθ᾽ ὁ γηράσκων χρόνος.
ΕΡ. καὶ μὴν σύ γ᾽ οὔπω σωφρονεῖν ἐπίστασαι.
ΠΡ. σὲ γὰρ προσηύδων οὐκ ἂν ὄνθ᾽ ὑπηρέτην.
ΕΡ. ἐρεῖν ἔοικας οὐδὲν ὧν χρῄζει πατήρ.
985 ΠΡ. καὶ μὴν ὀφείλων γ᾽ ἂν τίνοιμ᾽ αὐτῷ χάριν.
ΕΡ. ἐκερτόμησας δῆθεν ὥστε παῖδά με.
ΠΡ. οὐ γὰρ σὺ παῖς τε κἄτι τοῦδ᾽ ἀνούστερος,
εἰ προσδοκᾷς ἐμοῦ τι πεύσεσθαι πάρα;
οὐκ ἔστιν αἴκισμ᾽ οὐδὲ μηχάνημ᾽ ὅτῳ
990 προτρέψεταί με Ζεὺς γεγωνῆσαι τάδε,
πρὶν ἂν χαλασθῇ δεσμὰ λυμαντήρια.
πρὸς ταῦτα ῥιπτέσθω μὲν αἰθαλοῦσσα φλόξ,
λευκοπτέρῳ δὲ νιφάδι καὶ βροντήμασι
χθονίοις κυκάτω πάντα καὶ ταρασσέτω·
995 γνάμψει γὰρ οὐδὲν τῶνδέ μ᾽ ὥστε καὶ φράσαι
πρὸς οὗ χρεών νιν ἐκπεσεῖν τυραννίδος.
ΕΡ. ὅρα νυν εἴ σοι ταῦτ᾽ ἀρωγὰ φαίνεται.
ΠΡ. ὦπται πάλαι δὴ καὶ βεβούλευται τάδε.
ΕΡ. τόλμησον, ὦ μάταιε, τόλμησόν ποτε
1000 πρὸς τὰς παρούσας πημονὰς ὀρθῶς φρονεῖν.
ΠΡ. ὀχλεῖς μάτην με κῦμ᾽ ὅπως παρηγορῶν.
εἰσελθέτω σε μήποθ᾽ ὡς ἐγὼ Διὸς
γνώμην φοβηθεὶς θηλύνους γενήσομαι,
καὶ λιπαρήσω τὸν μέγα στυγούμενον
1005 γυναικομίμοις ὑπτιάσμασιν χερῶν
λῦσαί με δεσμῶν τῶνδε· τοῦ παντὸς δέω.
***
ΕΡΜΗΣ
Σε σένα το σοφό, που ᾽σαι γιομάτος πίκρα,
που στους θεούς αμάρτησες και πήες να δώσεις
στους ανθρώπους τιμές, της φωτιάς λέω τον κλέφτη,
στέλνει ο πατέρας προσταγή να φανερώσεις
αυτούς τους γάμους, που κομπάζεις πως θα γίνουν
τάχ᾽ αφορμή τους θρόνους του να χάσει εκείνος·
κι αυτά, όχι μ᾽ αινίγματα και στριφτά λόγια
950 μα ένα προς ένα ξάστερα, μηδέ με βάλεις
να κάμω διπλούς δρόμους, γιατί βέβαια βλέπεις
πως δε μαλάζεται εύκολα ο Δίας με τέτοια.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Μεγαλόστομα λόγια κι έπαρση γιομάτα
καθώς ταιριάζουν στων θεών τον υπηρέτη.
Νέοι, με χθεσινή εξουσία και θαρρείτε
πως πύργους έχετ᾽ άπαρτους· μα εγώ δεν είδα
δυο βασιλιάδες απ᾽ αυτούς να γκρεμνιστούνε;
και τρίτο αυτόν θα δω, που βασιλεύει τώρα,
πολύ γρήγορα και άτιμα· μήπως σου μοιάζω
960 πως δείλιασα και σκιάχτηκα τους νέους θεούς σου;
μακριά από μένα αυτή η ντροπή· μα εσύ το δρόμο
που πήρες νά ᾽ρθεις, βιάσου να γυρίσεις πάλι
κι απ᾽ όσα με ρωτάς τίποτα δε θα μάθεις.
ΕΡΜΗΣ
Μα με τις τέτοιες σου και πριν τις κομποφάνειες
σ᾽ αυτές τις συμφορές καλό λιμάνι βρήκες.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Μ᾽ αυτή σου, ξέρε το καλά, τη λάτρα πὄχεις
εγώ ποτέ δε θ᾽ άλλαζα τη συμφορά μου.
και βέβαια πιο καλά σ᾽ αυτό το βράχο σκλάβος
παρά να ᾽μ᾽ άγγελος πιστός του Δία πατέρα.
970 Έτσι δίκιο να βρίζουνται κείνοι που βρίζουν.
ΕΡΜΗΣ
Τα ᾽χεις καμάρι φαίνεται τα βάσανά σου.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Καμάρι; έτσι άμποτε να δω να καμαρώνουν
οι εχθροί οι δικοί μου· και μ᾽ αυτούς και σένα βάζω.
ΕΡΜΗΣ
Μη ρίχτεις τάχα φταίξιμο γι᾽ αυτά και μένα;
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Μ᾽ ένα λόγο, μισώ τους θεούς όλους, όσοι
είδαν καλό κι έτσι άδικα μου το πληρώνουν.
ΕΡΜΗΣ
Βλάβη έχει ο νους σου όχι μικρή μ᾽ αυτά π᾽ ακούω.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Ίσως, αν να μισείς εχθρούς του νου είναι βλάβη.
ΕΡΜΗΣ
Θενα ήσουν όχι υποφερτός, αν ευτυχούσες.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Αλίμονο!
ΕΡΜΗΣ
980 Αλίμονο, το λόγο αυτό δε ξέρει ο Δίας.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Μα όλα ο χρόνος που γερνά μας τα μαθαίνει.
ΕΡΜΗΣ
Κι όμως εσύ δεν έμαθες ακόμα γνώση.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Αλήθεια, αλλιώς με δούλο εσέ δε θα μιλούσα.
ΕΡΜΗΣ
Φαίνεται δε θα πεις ό,τι ζητά ο πατέρας.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Μα βέβαια, χάρη που χρωστώ να του πληρώσω!
ΕΡΜΗΣ
Σαν να ᾽μουν δηλαδή παιδί με περιπαίζεις.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Παιδί κι ακόμα πιο άμυαλος δεν είσαι τάχα,
αν περιμένεις τίποτ᾽ από με να μάθεις;
μα δεν υπάρχει βάσανο και καμιά τέχνη
990 που ο Δίας θα με κατάφερνε το μυστικό μου
να πω, πριν τ᾽ άτιμά μου αυτά δεσμά λυθούνε.
Κι έτσι λοιπόν ας πάει να σκα η πυρφόρα η φλόγα,
με τουλούπες λευκόφτερες χιονιάς κι υπόγειους
ας σει τα πάντα βροντισμούς κι ας συνταράζει,
μα εμένα τίποτ᾽ απ᾽ αυτά δε θα λυγίσει,
που να του πω από ποιόν το θρόνο του θα χάσει.
ΕΡΜΗΣ
Βλέπε αν σου φαίνουνται όλα αυτά πώς σ᾽ ωφελούνε.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Τώρ᾽ από μιας και τα ᾽χω ιδεί κι αποφασίσει.
ΕΡΜΗΣ
Τόλμησε, μάταιε, τόλμησε, μια φορά τέλος
1000 να βάλεις γνώση μες σ᾽ αυτές τις συμφορές σου.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Χάνεις τα λόγια σου άδικα, κι ως κουφό κύμα
τις γαλιφιές σου τις γρικώ· βγάλτ᾽ το απ᾽ το νου σου
που εγώ το Δία θα φοβηθώ και θα ζαρώσω
μπρος του σα θηλυκό και με γυναίκειους τρόπους
δεητικά τα χέρια μου θενα τα υψώσω
στον πολυμισημένο μου για να με λύσει
απ᾽ τα δεσμά μου αυτά· κάθε άλλο παρά τούτο!
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου