Χωρίς αμφιβολία, ο ρόλος του νομοθέτη, αναδεικνύεται από τον Αριστοτέλη σε βασικότερο παράγοντα διαμόρφωσης του πολιτεύματος. Σχεδόν όλα τα ζητήματα που εξετάζονται, τίθεται ως στόχος ή ως μέριμνα του νομοθέτη. Η επιμονή του Αριστοτέλη στο νόμο έχει δημιουργήσει παρεξηγήσεις, καθώς υπάρχουν φωνές που υποστηρίζουν την απολυταρχική εκδοχή του αριστοτελικού ιδανικού πολιτεύματος. Πολλοί αναλυτές, παρακινούμενοι από τη λεπτομερειακή νομοθετική παρέμβαση σε όλα, διαπιστώνουν την καταπίεση του πολίτη ισχυριζόμενοι ότι δεν του αφήνεται κανένα περιθώριο αυτενέργειας.
Ιδιαίτερα η αριστοτελική πεποίθηση ότι «οι πολίτες ανήκουν στο κράτος» επικαλείται ως επιστέγασμα του ανελεύθερου ή ως άποψη που παραπέμπει ευθέως σε απολυταρχικά καθεστώτα. «Κάθε ρύθμιση, όσο καλές προθέσεις και να έχει, δεν παύει να αποτελεί στέρηση της ελευθερίας. Στον ισχυρισμό του Αριστοτέλη ότι όλοι οι πολίτες “ανήκουν στο κράτος” ο αναγνώστης δεν μπορεί παρά να αναγνωρίσει τη βρεφική φωνή του ολοκληρωτισμού».
Όμως, η αντίληψη ότι «κάθε ρύθμιση αποτελεί στέρηση της ελευθερίας» είναι εκ διαμέτρου αντίθετη με την αριστοτελική εκδοχή του νόμου, που τίθεται απολύτως απελευθερωτικά. Για τον Αριστοτέλη ο ολοκληρωτισμός, με τη μορφή της τυραννίας, είναι η κατάλυση του νόμου προς εξυπηρέτηση των συμφερόντων που έχουν την ισχύ, είτε αυτά τίθενται από την επικράτηση των λίγων πλουσίων είτε του ενός τυράννου είτε των πολλών φτωχών.
Η επιβολή της ισχύος που δεν εμπεριέχει την αξία (αλλά μόνο τη δύναμη) είναι μορφή τυραννίας, άσχετα με τον αριθμό των ανθρώπων που μπορεί να την υποστηρίζουν. Γι’ αυτό και την αθηναϊκή δημοκρατία την αποκαλούσε τυραννία του όχλου. Γιατί τα ψηφίσματα που κατέλυαν το νόμο άνοιγαν το πεδίο στους ανερχόμενους δημαγωγούς να προβάλουν τις προσωπικές τους επιδιώξεις σαν συλλογικό συμφέρον. Για τον Αριστοτέλη η κατάλυση του νόμου – απ’ όπου κι αν προέρχεται – είναι πολιτική διαστρέβλωση, που τελικά θα επιφέρει το ανελεύθερο.
Από την άλλη, η πεποίθηση ότι οι πολίτες ανήκουν στο κράτος δεν είναι μόνο αριστοτελικό, αλλά θα λέγαμε αρχαιοελληνικό πρόταγμα, αφού η επισήμανση της προτεραιότητας του όλου (πόλη) σε σχέση με το μέρος (πολίτης) έχει διατυπωθεί και από το Σωκράτη και από τον Περικλή. Η αριστοτελική άποψη που θέλει τους πολίτες να ανήκουν στο κράτος δεν επισφραγίζει το ανελεύθερο (όπως θα μπορούσε να το διακρίνει κανείς στο Σωκράτη με την προσωποποίηση του νόμου, που έχοντας ως μέσα την πειθώ και την ανάγκη καθορίζει την ανθρώπινη συμπεριφορά, ενδεχομένως, ξεπερνώντας αναφαίρετα προσωπικά όρια), αλλά προεκτείνει την αντίληψη της ακεραιότητας του συνόλου, ως διασφάλιση της ατομικής. Γιατί ο Αριστοτέλης δεν προχωρά σε αυστηρές υποδείξεις (όπως ο Σωκράτης) για να καθορίσει τη συμπεριφορά των πολιτών, ούτε επικαλείται τη βία ως ρυθμιστικό παράγοντα του πολιτεύματος. Αντίθετα, προτάσσει την ατομική αξία κάθε πολίτη και θεωρεί το νόμο υπεύθυνο για την αναγνώριση αυτής της αξίας, ως υπέρτατη αρχή.
Εξάλλου, και η αποφθεγματική ρήση του Περικλή που επιλέγει την προσωπική φτώχεια μέσα σε μια πλούσια πόλη (κι όχι το αντίθετο) είναι το πρόταγμα της συλλογικότητας που θα επιφέρει την ευτυχία και σε ατομικό επίπεδο. Κι εδώ, βέβαια, δε γίνεται υπαινιγμός για τη συνολική ταύτιση των πολιτικών απόψεων του Αριστοτέλη και του Περικλή (ή του Περικλή και του Σωκράτη), αλλά για το συγκεκριμένο πρόταγμα του όλου. Η αριστοτελική άποψη ότι ο πολίτης ανήκει στην πόλη δεν παραπέμπει στον ολοκληρωτισμό (τον οποίο ο Αριστοτέλης έχει καταδικάσει απερίφραστα σε όλες του τις μορφές), αλλά στην αντίληψη της ευτυχίας που χαράσσεται μέσα από τη συλλογικότητα.
Αν ο Αριστοτέλης πράγματι αγαπούσε την ελευθερία, τότε οπωσδήποτε δεν την αγαπούσε αρκετά. Το κράτος του είναι ιδιαίτερα απολυταρχικό. Τι δεν πήγε καλά; Ορισμένοι ενδέχεται να παρατηρήσουν ότι ο Αριστοτέλης έκανε λάθος ήδη από την αρχή. Αν το αποδεχτούμε αυτό, τότε εύκολα μπορούμε να φανταστούμε ότι το κράτος, προσπαθώντας με ζήλο να βελτιώσει την ανθρώπινη κατάσταση, ενδέχεται να παρέμβει σε κάθε τομέα της ανθρώπινης ζωής και να αναγκάσει τα μέλη του να πράξουν οτιδήποτε θα τα καταστήσει ευτυχισμένα.
Πέρα από την αστήρικτη κλιμάκωση: «βρεφική φωνή του ολοκληρωτισμού….. ιδιαίτερα απολυταρχικό», πέρα από τις ασάφειες: «ορισμένοι», «ενδέχεται», ακόμη και παραβλέποντας ότι υπονοείται «ένα λάθος από την αρχή», το οποίο, όμως, ποτέ δεν κατονομάζεται, η τοποθέτηση αυτή είναι απολύτως άδικη απέναντι σ’ ένα φιλόσοφο, που σε κάθε βήμα της σκέψης του, είχε ως βασικότερη μέριμνα την ανθρώπινη ελευθερία. Η καταδίκη της τυραννίας, η διαρκής αναφορά στον ελεύθερο άνθρωπο και η αναγνώριση της αξίας ως μορφή ελευθερίας το καταδεικνύουν επαρκώς. (Κι ας μην αναλωθούμε στις προφανείς αναχρονιστικές απόψεις για τη δουλεία και τη γυναίκα, που πρέπει να εκληφθούν περισσότερο ως επιταγές της εποχής κι όχι ως καταστρατήγηση της ελευθερίας).
Εξάλλου, και στον τελικό ορισμό της ηθικής αρετής, όπως προκύπτει από τα «Ηθικά Νικομάχεια», αυτό που προτάσσεται είναι η ελεύθερη βούληση (μαζί με τον εθισμό, την υποκειμενική μεσότητα και τη λογική). Με άλλα λόγια, η απόκτηση της αρετής, και σε ατομικό επίπεδο, πρέπει να εμπεριέχει την ελεύθερη επιλογή, αφού, διαφορετικά, ματαιώνεται.
Το κράτος επεμβαίνει ακόμη πριν τη γέννησή μας: “εάν λοιπόν ο νομοθέτης οφείλει να εξασφαλίσει εκ των προτέρων πώς θα καταστούν άριστα τα σώματα των ανατρεφομένων, πρέπει προπαντός να μεριμνήσει για τη συζυγική ένωση, πότε δηλαδή και ποιοι θα μετέρχονται εις γάμου κοινωνία”. Η παρέμβαση συνεχίζεται κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και εντείνεται κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας, κυρίως σε σχέση με την εκπαίδευση.
Οι επισημάνσεις αυτού του είδους κρίνονται και πάλι άδικες κι εσφαλμένες, αφού ο Αριστοτέλης δεν έχει πρόθεση να καθοδηγήσει συμπεριφορές, αλλά να υπενθυμίσει ότι η εγκυμοσύνη σε πολύ νεαρές ηλικίες είναι ιδιαιτέρως επιβλαβής για την υγεία των γυναικών και γι’ αυτό θα ήταν καλό να γεννάν μετά τα δεκαοχτώ, άποψη που εν πολλοίς ισχύει και σήμερα. Η μεγάλη θνησιμότητα των ανήλικων γυναικών που εγκυμονούν θα ήταν παράλογο να αφήσει απαθή το νομοθέτη – στο όνομα της ελευθερίας. Θα λέγαμε ότι είναι θέμα αντίληψης. Εάν κάποιος θεωρεί ότι η απαγόρευση των δωδεκάχρονων να εγκυμονούν είναι στέρηση της ελευθερίας τους, ο Αριστοτέλης θεωρεί ότι είναι προστασία. Αποδεχόμενοι ότι και ο σύγχρονος νομοθέτης, όπως και η παγιωμένη κοινωνική αντίληψη, κινούνται περισσότερο προς αυτή την κατεύθυνση, γίνεται αντιληπτό ότι η ελευθερία, απευθύνεται κυρίως σε προϊστορικές εποχές.
Κατ’ επέκταση, οι εντυπώσεις που δημιουργούνται σε σχέση με το αριστοτελικό απόσπασμα «πότε δηλαδή και ποιοι θα μετέρχονται εις γάμου κοινωνία» είναι κενές περιεχομένου, αφού, πέρα από το «πότε», που έχει εξηγηθεί, το «ποιοι» δεν αφορά την παρέμβαση του νομοθέτη στην επιλογή των ζευγαριών, αλλά την αποφυγή γάμου ελεύθερων με δούλους. (Ας μην ταυτίζονται οι απόψεις περί δουλείας με τις απόψεις περί ελευθερίας. Όσο οξύμωρο κι αν ακούγεται είναι δύο εντελώς διαφορετικά θέματα). Αλλά και σχετικά με τις αντιλήψεις του Αριστοτέλη για την εκπαίδευση, ότι δηλαδή είναι θέμα πολιτικό κι ότι πρέπει να είναι κοινή για όλους, η σύγχρονη νομοθεσία και πάλι θα τον δικαιώσει.
Αναφορικά με το θέμα της εγκυμοσύνης, όπου ο Αριστοτέλης προτείνει ελαφρές σωματικές ασκήσεις και περπάτημα, (υποδεικνύει μάλιστα ο νομοθέτης να επιβάλει στις εγκυμονούσες να πηγαίνουν περπατώντας για να εκτελέσουν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα στους θεούς – προστάτες του τοκετού) θα λέγαμε ότι ακολουθούνται οι σύγχρονες ιατρικές επιταγές και προφανώς δεν τίθεται θέμα ελευθερίας. Αλλά ακόμη κι αν κάποιος εκλαμβάνει την ιατρική ως καταπίεση, ο Αριστοτέλης, υποστηρίζοντας την ατομική ελευθερία μέχρι τα άκρα, στο έβδομο βιβλίο των «Πολιτικών» παραθέτει: «ούτε έργο του γιατρού ούτε του πλοιάρχου έργο είναι να πείσει ή να πιέσει τους βρισκόμενους σε θεραπευτική αγωγή ασθενείς και τους επιβάτες αντίστοιχα» (1324b 29 – 31). Με άλλα λόγια, ακόμη και για να σωθεί κανείς πρέπει πρωτίστως να το θέλει. Υπό αυτούς τους όρους, κάθε κατηγορία για πρόθεση καταπάτησης ατομικών δικαιωμάτων κρίνεται απολύτως ανεδαφική.
Οι απόψεις του Αριστοτέλη, που υποστηρίζουν την ιδιοκτησία και καταδικάζουν την κοινοκτημοσύνη «Τα μέσα παραγωγής δε θα ανήκουν στο κράτος ούτε αυτό θα κατευθύνει την οικονομία αλλά η νομοθεσία θα διασφαλίζει ότι η οικονομική συμπεριφορά των πολιτών θα ρυθμίζεται ορθά». Για να καταλήξει: «Η φωνή του κράτους, αν και ανύπαρκτη ως προς τις οικονομικές υποθέσεις, θα είναι όμως δυνατή αναφορικά με κοινωνικά θέματα».
Ο χαρακτηρισμός «ανύπαρκτη» σχετικά με τη διάθεση του αριστοτελικού κράτους να ρυθμίσει τις οικονομικές υποθέσεις, αποτελεί ξεκάθαρη διαστρέβλωση. Σαν να μη διακήρυξε ο Αριστοτέλης την αναγκαιότητα της παρέμβασης του νομοθέτη προς ενίσχυση της μεσαίας τάξης. Σαν να μην καταδίκασε την επιθυμία, αλλά και τη δυνατότητα, του άμετρου πλουτισμού. Σαν να μην ασχολήθηκε με το κοινωνικό πρόβλημα της άμετρης φτώχειας. Σαν να μην επανέλαβε τα όρια, όπως τα έθεσε ο Πλάτωνας στους «Νόμους», που θέλουν τον πλουσιότερο να μην μπορεί να είναι περισσότερο από πέντε φορές πιο πλούσιος από τον πιο φτωχό.
Η έννοια της αξίας που επικαλείται ο Αριστοτέλης, η οποία εκδηλώνεται και περιουσιακά. Η κοινοκτημοσύνη και ο καταναγκασμός της περιουσιακής ισότητας είναι, για τον Αριστοτέλη, ισοπέδωση και απαξίωση του άξιου. Ο άξιος πρέπει να απολαμβάνει περισσότερα και γιατί τα αξίζει και για να αποτελέσει κοινωνικό πρότυπο, ώστε να τον μιμηθούν. Αλλά ο νόμος οφείλει να βάλει τα περιουσιακά όρια· ακόμη και ο αξιότερος θα εντάσσεται μέσα σ’ αυτά. Με άλλα λόγια, η περιουσία δε θα λειτουργεί ούτε ως κοινωνική πρόκληση ούτε ως έναυσμα για την κατάλυση του νόμου. Γι’ αυτό και ο νόμος πρέπει να παραμένει ισχυρός.
Όμως, θα λέγαμε ότι τέτοιου είδους απόψεις δεν αποτελούν έκπληξη. Η παραφθορά και η ιδιοποίηση των αριστοτελικών ιδεών – προς πάσα κατεύθυνση – είναι πολύ συνηθισμένο φαινόμενο. Ο Αριστοτέλης επικρίθηκε, αποθεώθηκε, παραφράστηκε, πολεμήθηκε κι έγινε αντικείμενο οικειοποίησης ακόμη και από χώρους που δεν τον αφορούν στο ελάχιστο. Ο λόγος του φάνηκε ιδιαίτερα προσφιλής για κάθε είδους επιστημονική, πολιτική, ακόμη και θρησκευτική κατανάλωση. Και δε θα ήταν υπερβολή, αν λέγαμε ότι ακόμη και σήμερα το ζήτημα δεν έχει καταλαγιάσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου