Τετάρτη 14 Φεβρουαρίου 2018

ΑΙΣΩΠΟΣ - Μῦθοι

Ο Αίσωπος ήταν αρχαίος Έλληνας μυθοποιός, αν και από πολλούς αμφισβητείται η ύπαρξή του. Θεωρείται ιδρυτής του λογοτεχνικού είδους που σήμερα ονομάζεται παραβολή ή αλληγορία.

Για τη ζωή του δεν υπάρχουν ακριβείς και συγκεκριμένες πληροφορίες. Ο Αίσωπος γεννήθηκε κατά πάσα πιθανότητα, από οικογένεια δούλων, το 625 π.Χ., στο Αμόριο της Φρυγίας, ενώ σύμφωνα μ' άλλους γεννήθηκε στη Σάμο ή τη Θράκη, τις Σάρδεις ή την Αίγυπτο. Όπως γίνεται και με τον Όμηρο πολλές πόλεις και χώρες ερίζουνε θέλοντάς τον δικό τους. Όλα τα σημεία της γης που επισκέφτηκε. Ήτανε παθιασμένος ταξιδευτής.

Μεταγενέστερες μαρτυρίες τον αναφέρουν να παίρνει μέρος στο συμπόσιο των 7 Σοφών και να ελέγχει με την ευφυολογία και τη σοφία του τους λόγους των. Επίσης τον φέρουνε στις Σάρδεις στην Αυλή του βασιλιά Κροίσου του οποίου ήταν ευνοούμενος και σύμβουλος. Είναι ο διασημότερος από τους αρχαίους μυθοποιούς, αναμφισβήτητος πατέρας του αρχαίου μύθου. Τη βιογραφία του συνέγραψε τον 14ο μ.Χ. αιώνα ο μοναχός Μάξιμος Πλανούδης και περιέχονται σ' αυτή ένα σωρό ανέκδοτα γα τη ζωή και την εν γένει δράση του. Θεωρείται επίσης σαν ο κορυφαίος της λεγόμενης διδακτικής μυθολογίας.

Σύμφωνα λοιπόν με μιαν εκδοχή, στάλθηκε από τον Κροίσο με προσφορές δώρων στο ναό του Απόλλωνα στους Δελφούς, όπου, βλέποντας τις απάτες των εκεί ιερέων και την απληστία τους, τους κατηγόρησε με σαρκαστικό τρόπο. Εκείνοι, τότε, αποφάσισαν να τον θανατώσουν με δόλο. Πήρανε λοιπόν από το ιερό του ναού "φιάλην χρυσήν" και την έκρυψαν μες στις αποσκευές του. Ύστερα τον κατηγόρησαν για κλέφτη κι ιερόσυλο. Έτσι με τη σκηνοθετημένη κατηγορία τον καταδίκασαν σε θάνατο και τον σκοτώσαν ρίχνοντας τον στον γκρεμό από τη κορφή του Παρνασσού, Υάμπεια. Αμέσως μετά τον θάνατό του έπεσε πείνα και δυστυχία στον τόπο.

Επιλογή μύθων του σε πεζό λόγο εξέδωσε ο Δημήτριος ο Φαληρέας στα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ. Η συλλογή αυτή δε σώζεται και μόνo ποιητικές επεξεργασίες του Βαβρίου (ελληνικά), του Φαίδρου (λατινικά) κι άλλων, διασώσανε το υλικό της επιτομής εκείνης. Όλες οι σωζόμενες σήμερα συλλογές είναι πολύ μεταγενέστερες και προέρχονται από τον 1ο ή 2ο αιώνα κι έπειτα. Οι μύθοι του έχουνε συγκεντρωθεί σε "Συλλογή Αισώπειων Μύθων" και πρωταγωνιστές σ' αυτούς είναι, κατά το πλείστον, ορισμένα ζώα, όπως αλεπού, λύκος, λιοντάρι, ελάφι κ.ά. Κυρίως είναι διάλογοι μεταξύ ζώων που μιλούν κι ενεργούν σαν άνθρωποι, ενώ υπάρχουν και μερικοί με ανθρώπους ή θεούς. Είναι δε αυτοί μικρά οικιακά αφηγήματα, διατυπωμένα με μεγάλη συντομία. Ο χαρακτήρας τους είναι ηθικοδιδακτικός, συμβολικός κι αλληγορικός. Οι Μύθοι του έχουν ιδιαίτερη χάρη, θαυμαστή απλότητα κι άφταστη διδακτικότητα! Είναι παρμένοι από τη καθημερινή ζωή και τη φύση. Είχε τη μοναδική ικανότητα να δίνει στα ζώα ανθρώπινες ιδιότητες, ψυχή και λαλιά, σε τέτοιο βαθμό που να θεωρείς ότι αυτή ήταν κάποτε η πραγματικότητα και όλα αυτά που διηγείται έχουν συμβεί. Βασικό χαρακτηριστικό των διηγήσεών του ήταν το επιμύθιο το οποίο ήταν εύληπτο για τα παιδιά και το λαό.

Λέγεται πως έλεγε τους μύθους του αυτούς όχι μόνο στη διάρκεια της ζωής του αλλά και με σκοπό να υποστηρίξει την αθωότητά του στο δικαστήριο. Μέσα τους διακρίνεται το ευρύ, παρατηρητικό του πνεύμα κι η ικανότητά του να διδάσκει με μικρές, απλές ιστορίες, που πάντα έχουνε στο τέλος κάποιο ηθικό δίδαγμα. Συνήθιζε με τη παρατηρητικότητα και τη βαθειά σοφία του να πλάθει τέτοιες ιστορίες και να τις λέει γύρω του. Με τον καιρό απέκτησε μεγάλη φήμη κι όλοι τρέχανε κοντά του ν' ακούσουνε κάποιο μύθο του σχετικά με κάποιο πρόβλημα τους. Σιγά-σιγά οι μύθοι του άρχισαν να μεταδίδονται από στόμα σε στόμα μεταξύ των ανθρώπων, μέχρι την ελληνιστική εποχή οπότε συγκεντρώθηκαν και παρουσιάστηκαν σαν ένα βιβλίο, αιώνες αργότερα.

Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, ο Αίσωπος ήτανε ταπεινής καταγωγής και πραγματικό τέρας ασχήμιας: μαυριδερός, καμπούρης, τραυλός, κοντόλαιμος, στραβοπόδης με μύτη πλακουτσωτή και κεφάλι τριγωνικό, αλλά παράλληλα ήταν ευφυέστατος. Παρ' ότι όσο ζούσε, ήτανε δούλος, οι Αθηναίοι του στήσαν αργότερα ανδριάντα, για να δείξουν έτσι ότι κάθε άνθρωπος αξίας, πρέπει, ανεξάρτητα από τη καταγωγή του να τιμάται. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, ήτανε πολύ γνωστός "λογοποιός". Εκτός από τους μύθους γνώριζε και διηγούνταν πολλά αστεία κι ανέκδοτα. Άλλοι υποστηρίζουν ότι δε δημιούργησε μύθους αλλά τους συγκέντρωσε, τους συμπλήρωσε και τους τελειοποίησε. Αυτοί προέρχονταν είτε από τους αρχαιότερους Έλληνες είτε από άλλους λαούς, όπως οι Φρύγες. Δεν αποκλείεται βέβαια να επινόησε κι ο ίδιος μερικούς απ' αυτούς. Πάντως, τους χρησιμοποίησε πολύ στη ζωή του, με τόση δεξιότητα κι επιτυχία, ώστε να συνδεθεί τελικά το όνομά του μ' αυτούς.

Σε μιαν άλλη εκδοχή, δούλευε σε κάποιον κτηματία σαν δούλος βοσκός. Μια μέρα, που είδε τον επιστάτη να χτυπά άδικα έναν άλλο δούλο, έτρεξε να τονε βοηθήσει κι έτσι ο επιστάτης για να τον εκδικηθεί τον κατηγόρησε στο αφεντικό, τον κτηματία, που τον πήγε στην αγορά της Εφέσσου να τον πουλήσει. Εκεί, τον αγόρασε ο σοφός Ξάνθος από τη Σάμο, που εκτίμησε το έξυπνο βλέμμα του και τον πήρε μαζί του σα δούλο. Μαζί του άρχισε να ταξιδεύει και να γνωρίζει τον κόσμο. Στη συνέχεια ο Ξάνθος τονε πούλησε στον επίσης Σάμιο σοφό Ιάδμονα. Αυτός εκτιμώντας τα πνευματικά χαρίσματά του και κυρίως την σοφία και την ευφυία του, τον απελευθέρωσε.

Κάποτε έφτασε και στη περιοχή των Δελφών κι επισκέφθηκε το περίφημο Μαντείο. Ο Αίσωπος ειρωνεύτηκε τους ιερείς ότι μαντεύουν για να πλουτίζουν, και τους κατοίκους, ότι αντί να καλλιεργούν τα κτήματά τους και να φροντίζουν τα ζώα τους ζούσαν από τ' αφιερώματα των προσκυνητών. Αυτό του το θράσος εξόργισε τους ιερείς του Μαντείου οι οποίοι τον παγιδέψαν, βάζοντας ένα χρυσό ποτήρι στις αποσκευές του και κατόπιν τον κατηγορήσανε για κλέφτη κι ιερόσυλο. Έτσι τον δίκασαν άδικα και τον καταδικάσανε σε θάνατο, ρίχνοντας τον από τις κορυφές των Φαιδρυάδων, κάποια απόκρημνα βράχια, στον Παρνασσό.

Σύμφωνα με τη παράδοση, ο Απόλλωνας τιμώρησε την αδικία τους στέλνοντας στους κατοίκους των Δελφών μεγάλη πείνα και λιμό, που θέρισε πολλούς κατοίκους. Αυτοί τότε για να εξιλεωθούν, έστησαν μια μαρμάρινη στήλη προς τιμήν του Αισώπου. Όπως και να 'χει, επειδή υποστήριζε μια ζωή την αλήθεια, ήτανε φυσικό να δολοφονηθεί. Αξίζει να σημειωθεί τέλος, ότι δεν έγραψε μήτε μια λέξη, αλλά όλους τους Μύθους τους έλεγε με το στόμα.

Πρώτη φορά εκτυπωθήκαν στο Μιλάνο το 1479 μ.Χ. ακολούθησε αυτή του Παρισιού το 1547 κι από τότε έχουν κυκλοφορήσει σε πάρα πολλές γλώσσες. Ο Κοραής τους τύπωσε το 1810 στο Παρίσι κι ακολούθησε κριτική έκδοση (1852) στη Λειψία από τον Χαλμ. Έκτοτε πολλές εκδόσεις παρουσιαστήκαν κι οι Μύθοι πιστεύεται πως έχουνε διαβαστεί παγκοσμίως σχεδόν όσο κι η Βίβλος. Η πιο πρόσφατη έκδoσή τους έγινε από τον Οίκο ΡΕΝGUΙΝ του Λονδίνου (1997) σε 50.000 αντίτυπα. Η απόδοση τους στη νέα ελληνική γλώσσα έγινε από τους Ανδρόνικο Νούκιο και Γεώργιο Αιτωλό, που ζήσανε τον 16ο αιώνα.

Οι Αισώπειοι Μύθοι ήτανε γραμμένοι σε πεζό λόγο. Ως γνωστό, μέχρι τότε, μόνον ο έμμετρος λόγος, η ποίηση, εθεωρείτο μοναδικό εκφραστικό είδος για τους συγγραφείς. Συνεπώς μπορεί να θεωρηθεί κι ως πρωτοπόρος στο είδος του. Ιδεολογία των είναι η αποδοκιμασία του κακού στις πιο αντιπροσωπευτικές μορφές του: της βίας, της απάτης, της αυθαιρεσίας, της προδοσίας, της ματαιοδοξίας, της αλαζονείας, της ψευδολογίας, της πλεονεξίας, της πονηριάς. Η αποδοκιμασία επιχειρείται άλλοτε με αναφορά στη Θεία Δίκη, άλλοτε με πειστικές υποδείξεις, πιο συχνά όμως με τη διαπίστωση του παραλογισμού του κακού, με τη γελοιοποίηση του καθώς και με τη φιλοσοφική ενατένιση της ζωής.
------------------------
ΑΙΣΩΠΟΣ - Μῦθοι (1.1-5.1)

Α. Collectio Augustana


1. ΑΕΤΟΣ ΚΑΙ ΑΛΩΠΗΞ
[1.1] ἀετὸς καὶ ἀλώπηξ φιλίαν πρὸς ἀλλήλους σπεισάμενοι πλησίον ἑαυτῶν οἰκεῖν διέγνωσαν βεβαίωσιν φιλίας τὴν συνήθειαν ποιούμενοι. καὶ δὴ ὁ μὲν ἀναβὰς ἐπί τι περίμηκες δένδρον ἐνεοττοποιήσατο, ἡ δὲ εἰς τὸν ὑποκείμενον θάμνον ἔτεκεν. ἐξελθούσης δέ ποτε αὐτῆς ἐπὶ νομὴν ὁ ἀετὸς ἀπορῶν τροφῆς καταπτὰς εἰς τὸν θάμνον καὶ τὰ γεννήματα ἀναρπάσας μετὰ τῶν αὑτοῦ νεοττῶν κατεθοινήσατο. ἡ δὲ ἀλώπηξ ἐπανελθοῦσα ὡς ἔγνω τὸ πραχθέν, οὐ μᾶλλον ἐπὶ τῷ τῶν νεοττῶν θανάτῳ ἐλυπήθη, ὅσον ἐπὶ τῆς ἀμύνης· χερσαία γὰρ οὖσα πετεινὸν διώκειν ἠδυνάτει. διόπερ πόρρωθεν στᾶσα, ὃ μόνον τοῖς ἀσθενέσιν καὶ ἀδυνάτοις ὑπολείπεται, τῷ ἐχθρῷ κατηρᾶτο. συνέβη δὲ αὐτῷ τῆς εἰς τὴν φιλίαν ἀσεβείας οὐκ εἰς μακρὰν δίκην ὑποσχεῖν. θυόντων γάρ τινων αἶγα ἐπ᾽ ἀγροῦ καταπτὰς ἀπὸ τοῦ βωμοῦ σπλάγχνον ἔμπυρον ἀνήνεγκεν· οὗ κομισθέντος ἐπὶ τὴν καλιὰν σφοδρὸς ἐμπεσὼν ἄνεμος ἐκ λεπτοῦ καὶ παλαιοῦ κάρφους λαμπρὰν φλόγα ἀνῆψε. καὶ διὰ τοῦτο καταφλεχθέντες οἱ νεοττοὶ —καὶ γὰρ ἦσαν ἔτι ἀτελεῖς οἱ πτηνοὶ— ἐπὶ τὴν γῆν κατέπεσον. καὶ ἡ ἀλώπηξ προσδραμοῦσα ἐν ὄψει τοῦ ἀετοῦ πάντας αὐτοὺς κατέφαγεν.
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι οἱ φιλίαν παρασπονδοῦντες, κἂν τὴν τῶν ἠδικημένων ἐκφύγωσι κόλασιν, ἀλλ᾽ οὖν γε τὴν ἐκ θεοῦ τιμωρίαν οὐ διακρούσονται.

2. ΑΕΤΟΣ ΚΑΙ ΚΟΛΟΙΟΣ ΚΑΙ ΠΟΙΜΗΝ
[2.1] ἀετὸς καταπτὰς ἀπό τινος ὑψηλῆς πέτρας ἄρνα ἥρπασε· κολοιὸς δὲ τοῦτον θεασάμενος διὰ ζῆλον [τοῦτον] μιμήσασθαι ἤθελε. καὶ δὴ καθεὶς ἑαυτὸν μετὰ πολλοῦ ῥοίζου ἐπὶ κριὸν ἠνέχθη. ἐμπαρέντων δὲ αὐτοῦ τῶν ὀνύχων τοῖς μαλλοῖς ἐξαρθῆναι μὴ δυνάμενος ἐπτερύσσετο, ἕως ὁ ποιμὴν τὸ γεγονὸς αἰσθόμενος προσδραμὼν συνέλαβεν αὐτὸν καὶ περικόψας αὐτοῦ τὰ ὀξύπτερα, ὡς ἑσπέρα κατέλαβε, τοῖς αὐτοῦ παισὶν ἐκόμισε. τῶν δὲ πυνθανομένων, τί εἴη τὸ ὄρνεον, ἔφη· «ὡς μὲν ἐγὼ σαφῶς οἶδα, κολοιός, ὡς δὲ αὐτὸς βούλεται, ἀετός».
οὕτως ἡ πρὸς τοὺς ὑπερέχοντας ἅμιλλα πρὸς τῷ μηδὲν ἀνύειν καὶ ἐπὶ συμφοραῖς προσκτᾶται γέλωτα.

3. ΑΕΤΟΣ ΚΑΙ ΚΑΝΘΑΡΟΣ
[3.1] ἀετὸς λαγωὸν ἐδίωκεν. ὁ δὲ ἐν ἐρημίᾳ τῶν βοηθησόντων ὑπάρχων, ὃν μόνον ὁ καιρὸς παρέσχεν, κάνθαρον ἰδὼν τοῦτον ἱκέτευεν, ὁ δὲ παραθαρσύνας αὐτὸν ὡς ἐγγὺς ἐλθόντα τὸν ἀετὸν ἐθεάσατο, παρεκάλει μὴ ἀπάγειν αὐτοῦ τὸν ἱκέτην. κἀκεῖνος ὑπεριδὼν τῆς σμικρότητος ἐν ὄψει τοῦ κανθάρου τὸν λαγωὸν κατεθοινήσατο. ὁ δὲ ἀπ᾽ ἐκείνου μνησικακῶν διετέλει παρατηρούμενος τοῦ ἀετοῦ τὰς καλιὰς καί, εἴ ποτε ἐκεῖνος ἔτικτε, μετάρσιος αἰρόμενος ἐκύλιε τὰ ὠὰ καὶ κατέασσε, μέχρις οὗ πανταχόθεν ἐλαυνόμενος ὁ ἀετὸς ἐπὶ τὸν Δία κατέφυγεν καὶ αὐτοῦ ἐδεήθη τόπον αὐτῷ πρὸς νεοττοποιίαν ἀσφαλῆ παρασχεῖν. τοῦ δὲ Διὸς ἐν τοῖς ἑαυτοῦ κόλποις τίκτειν ἐπιτρέψαντος αὐτῷ ὁ κάνθαρος τοῦτο ἑωρακὼς κόπρου σφαῖραν ποιήσας ἀνέπτη καὶ γενόμενος κατὰ τοὺς τοῦ Διὸς κόλπους ἐνταῦθα καθῆκεν. ὁ δὲ Ζεὺς ἀποσείσασθαι τὴν κόπρον βουλόμενος ὡς διανέστη, ἔλαθεν ἀπορρίψας τὰ ὠά. ἀπ᾽ ἐκείνου τέ φασιν, περὶ ὃν καιρὸν οἱ κάνθαροι γίνονται, τοὺς ἀετοὺς μὴ νεοττεύειν.
ὁ λόγος διδάσκει μηδενὸς καταφρονεῖν λογιζομένους, ὅτι οὐδεὶς οὕτως ἐστὶν ἀδύνατος, ὡς προπηλακισθεὶς μὴ δύνασθαι ἑαυτὸν ἐκδικῆσαι.

4. ΑΗΔΩΝ ΚΑΙ ΙΕΡΑΞ
[4.1] ἀηδὼν ἐπί τινος ὑψηλῆς δρυὸς καθημένη κατὰ τὸ σύνηθες ᾖδεν. ἱέραξ δὲ αὐτὴν θεασάμενος, ὡς ἠπόρει τροφῆς, ἐπιπτὰς συνέλαβεν. ἡ δὲ μέλλουσα ἀναιρεῖσθαι ἐδέετο αὐτοῦ μεθεῖναι λέγουσα, ὡς οὐχ ἱκανή ἐστιν ἱέρακος γαστέρα αὐτὴ πληρῶσαι, δεῖ δὲ αὐτόν, εἰ τροφῆς ἀπορεῖ, ἐπὶ τὰ μείζονα τῶν ὀρνέων τρέπεσθαι. καὶ ὃς ὑποτυχὼν εἶπεν· «ἀλλ᾽ ἔγωγε ἀπόπληκτος ἂν εἴην, εἰ τὴν ἐν χερσὶν ἑτοίμην βορὰν παρεὶς τὰ μηδέπω φαινόμενα διώκοιμι».
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι οὕτω καὶ τῶν ἀνθρώπων ἀλόγιστοί εἰσιν, οἳ δι᾽ ἐλπίδα μειζόνων τὰ ἐν χερσὶν ὄντα προΐενται.

5. ΧΡΕΩΦΕΙΛΕΤΗΣ
[5.1] Ἀθήνησιν ἀνὴρ χρεωφειλέτης ἀπαιτούμενος ὑπὸ τοῦ δανειστοῦ τὸ χρέος τὸ μὲν πρῶτον παρεκάλει ἀναβολὴν αὐτῷ παρασχέσθαι ἀπορεῖν φάσκων. ὡς δ᾽ οὐκ ἔπειθε, προσαγαγὼν ἣν μόνην εἶχεν ὗν παρόντος αὐτοῦ ἐπώλει. ὠνητοῦ δὲ προσελθόντος καὶ διερωτῶντος, εἰ τοκὰς ἡ ὗς εἴη, ἐκεῖνος ἔφη μὴ μόνον αὐτὴν τίκτειν ἀλλὰ καὶ παραδόξως· τοῖς μὲν γὰρ μυστηρίοις θήλεα ἀποκύειν, τοῖς δὲ Παναθηναίοις ἄρσενα. τοῦ δὲ ἐκπλαγέντος πρὸς τὸν λόγον ὁ δανειστὴς εἶπεν· «ἀλλὰ μὴ θαύμαζε· αὕτη γάρ σοι καὶ Διονυσίοις ἐρίφους τέξεται».
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι πολλοὶ διὰ τὸ ἴδιον κέρδος οὐκ ὀκνοῦσιν οὐδὲ τοῖς ἀδυνάτοις ψευδομαρτυρεῖν.

***

Α. Οι μύθοι της Αυγουσταίας Συναγωγής (Collectio Augustana)


1. Ο αετός και η αλεπού.
[1.1] Μια φορά και έναν καιρό ο αετός και η αλεπού σύναψαν επίσημη φιλία μεταξύ τους και αποφάσισαν να κατοικήσουν ο ένας κοντά στον άλλον. Πίστευαν, βλέπετε, ότι η συναναστροφή τους θα αποτελούσε τεκμήριο της φιλίας τους. Ο αετός, λοιπόν, ανέβηκε πάνω σε πανύψηλο δέντρο και εκκόλαψε τους νεοσσούς του, ενώ η αλεπού γέννησε τα μικρά της στον θάμνο που βρισκόταν από κάτω. Μια μέρα όμως, την ώρα που η αλεπού είχε βγει να ψάξει για τροφή, ο αετός δεν έβρισκε τί να φάει. Έτσι, όρμησε κάτω στον θάμνο, άρπαξε τα μικρά της αλεπούς, και με αυτά έκαναν ωραιότατο γεύμα και ο ίδιος και τα αετόπουλά του. Όταν γύρισε η αλεπού και κατάλαβε τί είχε συμβεί, δεν στενοχωρήθηκε τόσο για τον θάνατο των παιδιών της, όσο για το ζήτημα της εκδίκησης: όντας πλάσμα της στεριάς η ίδια, πώς θα μπορούσε να κυνηγήσει εκείνον που πετούσε; Γι᾽ αυτό λοιπόν στάθηκε παράμερα και κατέφυγε στη μόνη διέξοδο που απομένει στους ανήμπορους και αδύναμους: εξαπέλυε κατάρες ενάντια στον εχθρό της. Εντούτοις, πριν περάσει πολύς καιρός, ήρθαν έτσι τα πράγματα που ο φταίχτης τιμωρήθηκε για την καταπάτηση της φιλίας. Συγκεκριμένα, μια φορά που κάποιοι χωρικοί θυσίαζαν ένα κατσίκι στο ύπαιθρο, ο αετός όρμησε καταπάνω τους και άρπαξε από τον βωμό ένα κομμάτι από τα εντόσθια του ζώου, αναμμένο ακόμη από τις φλόγες. Όταν το έφερε στη φωλιά του, φύσηξε πάνω στην ώρα δυνατός αέρας, και από τα μικρά και ξεραμένα φρύγανα της φωλιάς άναψε ζωηρή φωτιά. Έτσι έγιναν ολοκαύτωμα τα αετόπουλα (ήσαν, βλέπετε, ακόμη νεοσσοί πάνω στην ανάπτυξη) και έπεσαν κάτω στο έδαφος. Αμέσως έσπευσε εκεί η αλεπού και τα καταβρόχθισε όλα μπροστά στα μάτια του πατέρα τους.
Το δίδαγμα του μύθου: Όσοι παραβαίνουν τις υποσχέσεις της φιλίας, ακόμη και αν ξεφύγουν από την εκδίκηση των αδικημένων, πάντως την τιμωρία από τον θεό δεν θα καταφέρουν να την αποκρούσουν.

2. Ο αετός, η καλιακούδα και ο βοσκός.
[2.1] Ήταν ένας αετός που εφόρμησε από ψηλό βράχο και άρπαξε ένα αρνί. Τον είδε, που λέτε, μια καλιακούδα, η οποία ζήλεψε και θέλησε να τον μιμηθεί. Ρίχτηκε λοιπόν και αυτή προς τα κάτω, κάνοντας μεγάλο σαματά με τα φτερά της, και επιτέθηκε σε ένα κριάρι. Έμπηξε τα νύχια της στο μαλλί του ζώου, και ώς εδώ όλα καλά· έλα όμως που δεν είχε τη δύναμη να το σηκώσει ψηλά. Έτσι, καθόταν εκεί και φτερούγιζε μάταια, ώσπου ο βοσκός αντιλήφθηκε τί γινόταν και έσπευσε επιτόπου. Αυτός έπιασε την καλιακούδα, της ψαλίδισε τις άκρες των φτερών της, και όταν έφτασε το βράδυ, την έφερε σπίτι στα παιδιά του. Τα μικρά τον ρώτησαν τί λογής πουλί είναι αυτό, και ο βοσκός αποκρίθηκε: «Καλιακούδα βέβαια, είναι φως φανάρι· άλλο αν η ίδια φαντάζεται πως είναι αετός».
Δίδαγμα: Άμα πας να συναγωνιστείς τους ανώτερούς σου, όχι μόνο δεν πετυχαίνεις το παραμικρό, αλλά επιπλέον, εκτός από την κακοπάθεια, γίνεσαι και περίγελος.

3. Ο αετός και το σκαθάρι.
[3.1] Μια φορά ο αετός κυνηγούσε τον λαγό. Ο κυνηγημένος, που λέτε, μόνος και έρημος δίχως κανέναν να τον βοηθήσει, προσέτρεξε στο μοναδικό πλάσμα που έφερε η τύχη μπροστά του, ένα σκαθάρι, και ρίχτηκε στα παρακάλια. Το σκαθάρι τον παρότρυνε να κάνει κουράγιο, και μόλις αντιλήφθηκε τον αετό να πλησιάζει, τον προειδοποίησε: «Μην τυχόν και τολμήσεις να αγγίξεις τον ικέτη μου». Ο αετός, ωστόσο, βλέποντας το ζουζουνάκι τόσο δα μικρό, δεν του έδωσε την παραμικρή σημασία, και έκανε τον λαγό μια χαψιά. Από εκείνον τον καιρό το σκαθάρι τού το φύλαγε. Παραμόνευε συνέχεια κοντά στη φωλιά του αετού, και όποτε γεννούσε αυτός, το άθλιο το μαμούνι σηκωνόταν ψηλά στον αέρα, κυλούσε τα αυγά έξω και τα έκανε θρύψαλα. Έτσι τον καταδίωκε τον φταίχτη παντού. Με τα πολλά, ο αετός κατέφυγε στον Δία και τον θερμοπαρακαλούσε να του εξασφαλίσει σίγουρο μέρος για να φέρει στο φως τα μικρά του. Ο θεός τότε άνοιξε τον ίδιο τον κόρφο του και έδωσε στο πουλί την άδεια να γεννήσει τα αυγά του εκεί μέσα. Έλα όμως που το σκαθάρι το πήρε είδηση αυτό. Μια και δυο, λοιπόν, έπλασε μια μπαλίτσα από κοπριά, πέταξε ψηλά φτάνοντας μέχρι τον κόρφο του Δία και εκτόξευσε τον σβώλο του εκεί. Αμέσως ο Δίας πετάχτηκε όρθιος, θέλοντας να τινάξει από πάνω του την κοπριά· και έτσι, άθελά του, έριξε κάτω τα αυγά. Εξαιτίας όλων αυτών, καθώς λένε, οι αετοί δεν γεννούν πια καθόλου κατά την εποχή που έρχονται στον κόσμο τα σκαθάρια.
Το δίδαγμα του μύθου: Δεν πρέπει να περιφρονούμε κανέναν· αντίθετα, να θυμόμαστε ότι κανείς δεν είναι τόσο ανήμπορος που να μη μπορεί να πάρει εκδίκηση αν τον κακομεταχειριστούμε.

4. Η αηδόνα και το γεράκι.
[4.1] Ήταν κάποτε μια αηδόνα που κούρνιαζε πάνω σε ψηλή βαλανιδιά και κελαηδούσε κατά τη συνήθειά της. Την πρόσεξε τότε το γεράκι, και επειδή δεν είχε τί άλλο να φάει, πέταξε καταπάνω της και τη γράπωσε. Εκεί λοιπόν που ετοιμαζόταν να την ξεπαστρέψει, η καημενούλα βάλθηκε να τον εκλιπαρεί: «Αχ, άφησέ με, να χαρείς», του έλεγε. «Κοίταξέ με εδώ, δεν είμαι αρκετή εγώ από μόνη μου για να γεμίσεις την κοιλάρα σου εσύ, ολόκληρο γεράκι. Εντάξει, έχεις ανάγκη από φαγητό, αλλά γιατί δεν πας να κυνηγήσεις πιο μεγάλα πουλιά;» Όμως το γεράκι αποκρίθηκε: «Ναι καλά, δεν αποβλακώθηκα εντελώς. Σιγά μην αφήσω τη λεία που έχω έτοιμη μέσα στα χέρια μου για να τρέχω να γυρεύω τα άφαντα».
Το δίδαγμα του μύθου: Το ίδιο απερίσκεπτοι είναι ορισμένοι άνθρωποι, οι οποίοι παρατούν όσα έχουν πρόχειρα επειδή ελπίζουν σε μεγαλύτερα αποκτήματα.

5. Ο χρεοφειλέτης.
[5.1] Ήταν μια φορά ένας χρεωμένος στην Αθήνα, που ο δανειστής του τον πίεζε να εξοφλήσει το χρέος του. Εκείνος, λοιπόν, παρακαλούσε στην αρχή τον τοκογλύφο να του δώσει παράταση, επειδή δεν είχε λεφτά. Δεν τον έπεισε όμως, και έτσι αναγκάστηκε να φέρει εκεί μπροστά τη μοναδική γουρούνα που είχε και να τη βγάλει για πούλημα, παρουσία του δανειστή. Σε κάποια στιγμή πλησίασε ένας αγοραστής και ρωτούσε αν είναι γόνιμη η γουρούνα. Ο χρεοφειλέτης βάλθηκε τότε να της πλέκει το εγκώμιο: «Βεβαίως, βεβαίως. Μάλιστα, όχι μόνο γεννάει, αλλά το κάνει και με απίστευτο τρόπο: Τον Μάρτη, που γιορτάζουμε τα Μυστήρια, γεννοβολάει θηλυκά γουρουνάκια, ενώ τον Αύγουστο, που έχουμε Παναθήναια, αρσενικά». Ο πελάτης έμεινε βέβαια έκπληκτος με αυτά τα λόγια, οπότε ο δανειστής τού είπε: «Τί παραξενεύεσαι ρε; Να δεις που όταν θα είναι τα Διονύσια, τούτη εδώ θα σου γεννήσει και κατσικάκια».
Το δίδαγμα του μύθου: Πολλοί άνθρωποι, προκειμένου να βγάλουν κέρδος, δεν διστάζουν να πουν ψέματα ακόμη και για πράγματα που είναι αδύνατον να συμβούν.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου