Τετάρτη 25 Οκτωβρίου 2017

ΡΗΤΟΡΙΚΗ: ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ - Περὶ τῶν ἐν Χερρονήσῳ (76-77)

[76] Ἐν κεφαλαίῳ δ᾽ ἃ λέγω φράσας καταβῆναι βούλομαι. χρήματ᾽ εἰσφέρειν φημὶ δεῖν· τὴν ὑπάρχουσαν δύναμιν συνέχειν, ἐπανορθοῦντας εἴ τι δοκεῖ μὴ καλῶς ἔχειν, μὴ ὅσοις ἄν τις αἰτιάσηται τὸ ὅλον καταλύοντας· πρέσβεις ἐκπέμπειν πανταχοῖ τοὺς διδάξοντας, νουθετήσοντας, πράξοντας· παρὰ πάντα ταῦτα τοὺς ἐπὶ τοῖς πράγμασι δωροδοκοῦντας κολάζειν καὶ μισεῖν πανταχοῦ, ἵν᾽ οἱ μέτριοι καὶ δικαίους αὑτοὺς παρέχοντες εὖ βεβουλεῦσθαι δοκῶσι καὶ τοῖς ἄλλοις καὶ ἑαυτοῖς.

[77] ἂν οὕτω τοῖς πράγμασι χρῆσθε καὶ παύσησθ᾽ ὀλιγωροῦντες ἁπάντων, ἴσως ἄν, ἴσως καὶ νῦν ἔτι βελτίω γένοιτο. εἰ μέντοι καθεδεῖσθε, ἄχρι τοῦ θορυβῆσαι καὶ ἐπαινέσαι σπουδάζοντες, ἐὰν δὲ δέῃ τι ποιεῖν ἀναδυόμενοι, οὐχ ὁρῶ λόγον ὅστις ἄνευ τοῦ ποιεῖν ὑμᾶς ἃ προσήκει δυνήσεται τὴν πόλιν σῶσαι.

***
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
[76] Επιθυμώ να κατεβώ από το βήμα, αφού προηγουμένως συνοψίσω τις προτάσεις μου. Υποστηρίζω ότι πρέπει να καταβάλετε τις εισφορές· να διατηρήσετε το εκστρατευτικό σώμα που έχετε συγκροτημένο, διορθώνοντας ό,τι κατά τη γνώμη σας δεν είναι σωστό και όχι διαλύοντάς το συνολικά εξαιτίας πιθανών κατηγοριών που θα διατυπώσει κάποιος. Να στείλετε παντού πρέσβεις, οι οποίοι θα ενημερώσουν, θα νουθετήσουν, θα προβούν σε ενέργειες. Πέρα από όλα αυτά, να τιμωρήσετε όσους πολιτικούς δωροδοκούνται και να τους μισείτε, όπου και αν βρίσκονται, για να φανεί ότι οι μετρημένοι και δίκαιοι άνθρωποι έχουν πάρει σωστές αποφάσεις, τόσο για τους άλλους όσο και για τον εαυτό τους.

[77] Αν χειριστείτε κατ᾽ αυτόν τον τρόπο τις πολιτικές υποθέσεις και πάψετε να αδιαφορείτε για όλα, ίσως, ναι ίσως ακόμη και τώρα βελτιωθεί η κατάσταση. Αν όμως κάθεστε εδώ περιορίζοντας το ενδιαφέρον σας σε αποδοκιμασίες και επιδοκιμασίες των ομιλητών, αλλά κάνετε πίσω, κάθε φορά που πρέπει να κάνετε κάτι, δεν βλέπω να υπάρχει καμιά αγόρευση ικανή να σώσει την πόλη, χωρίς εσείς να κάνετε το χρέος σας.

Η ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ

Σ’ αὐ­τό το άρθρο θά προ­σπα­θή­σου­με, ὅ­σο μπο­ροῦ­με πιό συγ­κε­κρι­μέ­να, νά φω­τί­σου­με τό πρό­βλη­μα ποι­ά εἶ­ναι τά δι­δάγ­μα­τα πού θε­ω­ροῦ­με πώς προ­σφέ­ρει ἡ ἀρ­χαί­α ἐ­πι­στή­μη στή σύγ­χρο­νη ἐ­πο­χή.
 
Πρῶ­τα ἀ­π’ ὁ­λα ὑ­πο­στη­ρί­ζου­με πώς ἡ ἀν­θρώ­πι­νη δρα­στη­ρι­ό­τη­τα πού λέ­γε­ται ἐ­πι­στή­μη δέν ἐμ­φα­νί­στη­κε σάν τρό­πος σκέ­ψης γιά τά πράγ­μα­τα, τέ­τοι­ος πού νά μπο­ρεῖ νά δί­νει ἱ­κα­νο­ποι­η­τι­κή ἀ­πάν­τη­ση μέ τό λό­γο γιά ὁ­ποι­ο­δή­πο­τε πρό­βλη­μα πού ἐμ­φα­νί­ζε­ται, μά σάν τρό­πος σκέ­ψης γιά τά πράγ­μα­τα πού μᾶς δί­νει τή δυ­να­τό­τη­τα νά τά χρη­σι­μο­ποι­οῦ­με γιά ἐ­πι­θυ­μη­τούς σκο­πούς. Ἡ ἐ­πι­στη­μο­νι­κή σκέ­ψη δι­α­φέ­ρει ἀ­πό τούς ἄλ­λους τρό­πους σκέ­ψης στό ὅ­τι ἡ ἀ­ξι­ο­πι­στί­α της ἐ­πι­βε­βαι­ώ­νε­ται στήν πρά­ξη. Αὐ­τή μας τήν ἄ­πο­ψη, γι’ αὐ­τό τό ζή­τη­μα, μπο­ροῦ­με νά τήν ἐκ­φρά­σου­με μέ τά λό­για ἑ­νός Γάλ­λου συγ­γρα­φέ­α πού τό ἔρ­γο του φαί­νε­ται πώς δέν ἔ­γι­νε ἀ­πο­δε­κτό στήν πα­τρί­δα του :
 
«Ταυ­τό­χρο­να μέ τή θρη­σκευ­τι­κή σκέ­ψη», γρά­φει δ Felix Sartiaux «ὁ­μως πο­λύ πιό ἀρ­γά, ἐ­πει­δή ἀ­παι­τοῦν­ται πο­λύ με­γα­λύ­τε­ρες προ­σπά­θει­ες, ἡ ἐ­πι­στη­μοι­κή σκέ­ψη ξε­κό­βει ἀ­πό τή νο­ο­τρο­πί­α τῆς μα­γεί­ας καί τοῦ μυ­στι­κι­σμοῦ πού χα­ρα­κτή­ρι­ζε τόν πρω­τό­γο­νο ἄν­θρω­πο. ¨Ο ἄν­θρω­πος μέ τή χει­ρω­να­κτι­κή ἐ­πε­ξερ­γα­σί­α, μέ τήν κα­τα­σκευ­ή ἀν­τι­κει­μέ­νων γιά προ­κα­θο­ρι­σμέ­νο σκο­πό, χά­ρη στήν κλί­ση του ν’ ἀν­τι­λαμ­βά­νε­ται τά πράγ­μα­τα μέ πα­ρα­στα­τι­κό­τη­τα, ἀρ­χί­ζει νά ξε­χω­ρί­ζει, νά τα­ξι­νο­μεῖ καί νά προ­σέ­χει τί σχέ­σεις πού εἶ­ναι ἀ­νε­ξάρ­τη­τες ἀ­πό τή φαν­τα­σί­α του. Ἀρ­χί­ζει νά κα­τα­λα­βαί­νει πώς τά πραγ­μα­τι­κά γε­γο­νό­τα δέν ἀν­τα­πο­κρί­νον­ται στίς ἱ­ε­ρο­τε­λε­στί­ες, πώς τά πράγ­μα­τα δέ συμ­πε­ρι­φέ­ρον­ται ὁ­πως τά πνεύ­μα­τα. Ἄν δι­α­τη­ροῦ­σε τούς μύ­θους τῆς μα­γεί­ας καί τούς θρη­σκευ­τι­κούς μύ­θους, πο­τέ δέ θά μπο­ροῦ­σε νά κά­νει κά­τι. Στήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ἀ­πό τήν πιό πα­λιά ἐ­πο­χή, σκό­τω­νε πραγ­μα­τι­κά τά ζῶ­α κι ἐ­πί­σης τά ἐ­ξη­μέ­ρω­νε, καλ­λι­ερ­γοῦ­σε φυ­τά, ἔ­βγα­ζε μέ­ταλ­λα ἀ­πό τά ὀ­ρυ­κτά, καί κα­τα­σκεύ­α­ζε Ἀν­τι­κεί­με­να γιά σκο­πούς πού ὁ ἴ­διος εἶ­χε κα­θο­ρί­σει. Αὐ­τές οἱ δρα­στη­ρι­ό­τη­τες, ὁ­ποι­ες κι ἄν ἦ­ταν οἱ πα­ρα­στά­σεις πού τίς συ­νό­δευ­αν, ἦ­ταν πε­τυ­χη­μέ­νες ἐ­νέρ­γει­ες. Ὁ ἄν­θρω­πος, συ­νει­δη­τά ἤ ὄ­χι, κα­τα­νό­η­σε τίς σω­στές σχέ­σεις καί τίς ὑ­πό­τα­ξε. Ἡ ὕ­παρ­ξη τῆς τε­χνι­κῆς - πού ἔ­χει τίς ρί­ζες της στήν πα­λαι­ο­λι­θι­κή ἐ­πο­χή - δεί­χνει πώς καί στήν πιό πρω­τό­γο­νη σκέ­ψη ἐμ­φα­νί­ζον­ται ἴ­χνη ἐ­πι­στη­μο­νι­κοῦ πνεύ­μα­τος» (Morale Kantienne et morale humaine, Paris 1917, σ 254).
 
Στούς ἀρ­χαί­ους πο­λι­τι­σμούς τῆς Ἐγ­γύς Ἀ­να­το­λῆς αὐ­τός ὁ ἐ­πι­στη­μο­νικ­δς τρό­πος τῆς σκέ­ψης σχε­δόν μό­λις καί με­τά βί­ας πε­τυ­χη­μέ­να ἐ­φαρ­μό­στη­κε στή σφαί­ρα τῆς τε­χνι­κῆς. Ὅ­μως ὑ­πῆρ­χε πλά­ϊ στή μυ­θο­λο­γι­κή ἑρ­μη­νεί­α τοῦ σύμ­παν­τος. Αὐ­τή ἡ μυ­θο­λο­γι­κή ἑρ­μη­νεί­α τοῦ σύμ­παν­τος ἐμ­φα­νί­στη­κε καί δι­α­δό­θη­κε στό σῶ­μα τῶν ἱ­ε­ρέ­ων καί σέ με­γά­λο βαθ­μό ἐ­ξυ­πη­ρέ­τη­σε πο­λι­τι­κούς σκο­πούς. Οἱ τε­χνί­τες πού ἡ δου­λειά τους ἔ­κλι­νε τά σπέρ­μα­τα τῆς ἐ­πι­στή­μης, ἀ­σχο­λι­όν­του­σαν μέ τήν ὕ­λη. Οἱ ἱ­ε­ρεῖς πού τό κα­θῆ­κον τους ἦ­ταν ἡ δι­α­τή­ρη­ση τῆς κοι­νω­νι­κῆς δι­άρ­θρω­σης, ἀ­σχο­λι­όν­του­σαν κυ­ρί­ως μέ τήν ἐ­πι­τή­ρη­ση τῶν ἀν­θρώ­πων. Οἱ ἀ­νάγ­κες τα­ῆς ἐ­πι­τή­ρη­σης τῶν ἀν­θρώ­πων δη­μι­ουρ­γή­σα­νε τήν ἀ­ναγ­και­ό­τη­τα τῆς δι­α­τή­ρη­σης τῶν μυ­θο­λο­γι­κῶν ἑρ­μη­νει­ῶν γιά τά με­γά­λα φαι­νό­με­να τῆς φύ­σης - γιά τίς κι­νή­σεις τῶν οὐ­ρά­νι­ων σω­μά­των, για τή δι­α­δο­χή τῶν ἐ­πο­χῶν τοῦ χρό­νου, γιά τή βλά­στη­ση, γιά τίς ἀ­νω­μα­λί­ες ἤ τή βι­αι­ό­τη­τα τῆς φύ­σης.
 
Ἡ Ἰ­δι­αί­τε­ρη πρω­το­τυ­πί­α τῶν στο­χα­στῶν τῆς Ἰ­ω­νί­ας ἦ­ταν πώς χρη­σι­μο­ποι­ή­σα­νε γιά τήν ἑρ­μη­νεί­α τῶν κι­νή­σε­ων τῶν οὐ­ρα­νί­ων σω­μά­των καί τῶν με­γά­λων φυ­σι­κῶν φαι­νο­μέ­νων ἕ­να τρό­πο σκέ­ψης πού πή­γα­ζε ἀ­πό τή γνώ­ση πού εἴ­χα­νε στίς τέ­χνες. Εὐ­νο­ϊ­κές πο­λι­τι­κές πε­ρι­στά­σεις τούς τό ἐ­πέ­τρε­ψαν. Ἐ­κρο­σω­πού­σα­νε ἕ­να νέ­ο στοι­χεῖ­ο, τή νέ­α τά­ξη τῶν πα­ρα­γω­γῶν καί τῶν ἐμ­πό­ρων πού φέρ­να­νε μί­α προ­σω­ρι­νή εἰ­ρή­νη κι εὐ­τυ­χί­α στήν κοι­νω­νί­α, στήν ἐ­ξαν­τλη­μέ­νη κοι­νω­νί­α ἀ­πό τούς ἀ­γῶ­νες ἀ­νά­με­σα στήν ἀ­ρι­στο­κρα­τί­α τῆς γῆς καί στούς ἀ­παλ­λο­τρι­ω­μέ­νους ἀ­γρό­τες. Ἐ­πει­δή κυ­ρι­αρ­χού­σα­νε μέ­σα στήν κοι­νω­νί­α, κυ­ρι­αρ­χοῦ­σε ἐ­πί­σης κι ὁ τρό­πος τῆς σκέ­ψης τους. Αἰ­σθά­νον­ταν τήν πο­λι­τι­κή τους ἐ­ξου­σί­α στα­θε­ρή κ γι’ αὐ­τό δέ φο­βη­θή­κα­νε ν’ ἀλ­λά­ξου­νε τίς πα­λι­ές μυ­θο­λο­γι­κές ἑρ­μη­νεῖ­ες γιά τή φύ­ση καί νά τίς ἀν­τι­κα­τα­στή­σου­νε μέ μιά ἑρ­μη­νεί­α γιά τά «ἐ­πά­νω πράγ­μα­τα» πού πή­γα­ζε ἀ­πό τ πρα­κτι­κή πεί­ρα πού εἴ­χα­νε ἀ­πο­κτή­σει ἀ­πό τά ἐ­πί­γεια πράγ­μα­τα.
 
Ὁ Σό­λω­νας, στίς ἀρ­χές τοῦ ἕ­κτου αἰ­ώ­να, ἔ­βα­λε στήν Ἀτ­τι­κή τήν οἰ­κο­νο­μι­κή βά­ση αὐ­τοῦ τοῦ τρό­που ἀν­τί­λη­ψης τοῦ κό­σμου. Ὁ Σό­λω­νας ἦ­ταν ἔμ­πο­ρας πού κλή­θη­κε νά βγά­λει τήν Ἀ­θή­να ἀ­πό τό ἀ­δι­έ­ξο­δο πού τῆς δη­μι­ούρ­γη­σε ὁ συ­νη­θι σμέ­νος ἀ­γώ­νας ἀ­νά­με­σα στούς γαι­ο­κτή­μο­νες καί στούς χω­ρι­κούς. Μέ τήν εἰ­σα­γω­γή τῶν βι­ο­μη­χα­νι­κῶν τε­χνι­κῶν κλά­δων ἔ­δω­σε στή χώ­ρα τίς οἰ­κο­νο­μι­κές δυ­να­τό­τη­τες καί προ­σπά­θη­σε νά μά­θει ὁ κά­θε Ἀ­θη­ναῖ­ος στό παι­δί του κά­ποι­α τέ­χνη. Ἡ Ἀ­θή­να, ὅ­ταν ἔ­γι­νε δη­μο­κρα­τί­α, ἦ­ταν μιά βι­ο­μη­χα­νι­κή καί ἐμ­πο­ρι­κή πό­λη στό κέν­τρο μί­ας ἀ­γρο­τι­κῆς πε­ρι­ο­χῆς.
 
«Εἶ­ναι ἐν­δι­α­φέ­ρον νά ση­μει­ώ­σου­με», γρά­φει δ W.H Jones, «πώς ἡ τέ­χνη ξε­χώ­ρι­σε ἀ­πό τήν ἐ­πι­στή­μη τό­τε μο­νά­χα ὅ­ταν ἡ ἑλ­λη­νι­κή σκέ­ψη εἶ­χε πιά ξε­πε­ρά­σει τό ζε­νίθ της». Στά μι­σά τοῦ με­γά­λου πέμ­πτου αἰ­ώ­να, στήν ἀ­πό­κο­ρύ­φω­ση τῆς ἐ­πο­χῆς τοῦ Πε­ρι­κλῆ, αὐ­τός δ δι­α­χω­ρι­σμός δέν εἶ­χε ἀ­κό­μα πα­ρου­σια­στεῖ στήν Ἀ­θή­να. Σ’ αὐ­τή τήν ἐ­πο­χη ὁ ἐρ­γα­ζό­με­νος γλύ­πτης Φει­δί­ας ἤ ὁ ἐρ­γα­ζό­με­νος ἀρ­χι­τέ­κτο­νας Ἰ­κτῖ­νος ἦ­ταν τό κό­σμη­μα τῆς κα­λύ­τε­ρης κοι­νω­νί­ας. Αὐ­τή ἡ ἄ­πο­ψη ἀν­τι­κα­θρε­πτί­ζε­ται στά κα­λύ­τε­ρα λο­γο­τε­χνι­κά ἔρ­γα ἐ­κεί­νης τῆς ἐ­πο­χῆς.
 
Ἔ­τσι λ.χ. ὁ Αἰ­σχύ­λος - πού δη­μι­ούρ­γη­σε τό ἔρ­γο του στό τέ­λος τοῦ πρώ­του μι­σοῦ τοῦ πέμ­πτου αἰ­ώ­να - δί­νει μέ τό στό­μα τοῦ Προ­μη­θέ­α πού δί­δα­ξε τή φω­τιά μιά ὑ­πέ­ρο­χη πε­ρι­γρα­φι­κή εἰ­κό­να γιά τό ρό­λο τῆς τε­χνι­κῆς στήν ἀν­θρώ­πι­νη κοι­νω­νί­α. Ὁ ἄν­θρω­πος, λέ­ει ὁ Προ­μη­θέ­ας, εἶ­χε στήν ἀρ­χή τό­σο λί­γο μυα­λό ὅ­σο κι ἕ­να μω­ρό. Εἶ­χε μά­τια, μά δέν ἔ­βλε­πε. Εἶ­χε ἀ­φτιά κι ὅ­μως δέν ἄ­κου­γε. Ζοῦ­σε μέ­σα σ’ ἕ­να κό­σμο ὀ­νεί­ρων καί φαν­τα­σι­ώ­σε­ων ἴ­σα­με πού ὁ Προ­μη­θέ­ας τοῦ χά­ρι­σε τή λο­γι­κή καί τήν ἱ­κα­νό­τη­τα τῆς ἀν­τί­λη­ψης. Σέ τί ὠ­φε­λοῦ­σε αὐ­τό τό δῶ­ρο τῆς ἀν­τί­λη­ψης ; Στό ὅ­τι ὁ ἄν­θρω­πος πού ζοῦ­σε προ­η­γού­με­να σάν ἔν­το­μο μέ­σα στίς σκο­τει­νές ὑ­πό­γει­ες σπη­λι­ές, χω­ρίς νά εἶ­ναι ἱ­κα­νός νά φτιά­χνει πλί­θους καί χω­ρίς νά γνω­ρί­ζει τήν τέ­χνη τοῦ μα­ραγ­γοῦ, τώ­ρα ζεῖ σ’ ὡ­ραῖ­α ἡ­λι­ό­λου­στα σπί­τια. Προ­η­γού­με­να δέν ἡ­ξε­ρε νά προ­βλἐ­ψει τό χει­μώ­να, τήν ἄ­νοι­ξη, τό κα­λο­καί­ρι. Τώ­ρα ἔ­μα­θε νά δι­α­βά­ζει τ’ ἄ­στρα κι ἔ­φτια­ξε τό ἡ­με­ρο­λό­γιο. Προ­η­γού­με­να δέν ἡ­ξε­ρε οὔ­τε νά λο­γα­ριά­ζει, οὔ­τε καί νά γρά­φει. Τώ­ρα ἔ­χει ἀ­ριθ­μη­τι­κό σύ­στη­μα κι ἀλ­φά­βη­το. Προ­η­γού­με­να μο­χθοῦ­σε σάν τά ζε­μέ­να ζῶ­α, τώ­ρα μέ­ρε­ψε τ’ ἄ­γρια ζῶ­α γιά νά κου­βα­λᾶ­νε τά φορ­τί­α καί τίς πα­νο­πλί­ες. Προ­η­γού­με­να δέν τά κα­τά­φερ­νε νά κο­λυμ­πά­ει στή θά­λασ­σα, νά γι­α­τρεύ­ε­ται ὅ­ταν ἦ­ταν ἄρ­ρω­στος, ἤ καί νά προ­βλέ­πει τό μέλ­λον. Τώ­ρα ἔ­χει τά λι­νά πα­νιά, τά θε­ρα­πευ­τι­κά βό­τα­να καί τήν τέ­χνη τῆς πρό­βλε­ψης. Σάν ἀ­πο­κο­ρύ­φω­ση ὅ­λων αὐ­τῶν κα­τά­κτη­σε τούς θα­μέ­νους κά­τω ἀ­πό τή γῆ θη­σαυ­ρούς, τό χρυ­σά­φι, τ’ ἀ­σή­μι, τό χαλ­κό, τό σί­δε­ρο. Αὐ­τή εἶ­ναι ἡ ἔκ­θε­ση πού δί­νει ὁ Αἰ­σχύ­λος στόν Προ­μη­θέ­α του γιά τήν ἀ­νά­πτυ­ξη τοῦ πο­λι­τι­σμοῦ. Γι’ αὐ­τόν ἡ κα­τά­χτη­ση τῆς τε­χνι­κῆς εἶ­ναι ἀ­δι­α­χώ­ρι­στη ἀ­πό τήν ἀ­νά­πτυ­ξη τῆς νο­η­μο­σύ­νης. Τοῦ ἦ­ταν ἀ­δι­α­νό­η­τη ἡ ἰ­δέ­α μί­ας ὄ­χι ἐ­φαρ­μο­σμέ­νης ἐ­πι­στή­μης.
 
Με­ρι­κά χρό­νια ἀρ­γό­τε­ρα δ Σο­φο­κλῆς στήν Ἀν­τι­γό­νη του καί πά­λι ἀ­να­κι­νεῖ τό θέ­μα τῆς τε­χνο­λο­γι­κῆς ἐ­φευ­ρε­τι­κό­τη­τας τοῦ ἀν­θρώ­που. Θαυ­μα­στά, εἶ­ναι πολ­λά πράγ­μα­τα, λέ­ει, μά δέν ὑ­πάρ­χει πιό θαυ­μα­στό πράγ­μα ἀ­πό τόν ἴ­διο τόν ἄν­θρω­πο. Αὐ­τός εἶ­ναι ἡ δύ­να­μη πού δι­α­σχί­ζει τή θά­λασ­σα. Ἀ­ξι­ο­ποι­εῖ τούς δυ­να­τούς ἀ­έ­ρη­δες γιά νά τόν με­τα­φέ­ρου­νε πά­νω ἀ­πό τά με­γά­λα κύ­μα­τα πού ἀ­πει­λοῦ­νε νά τόν κα­τα­πιοῦν. Χρό­νια τώ­ρα τό μου­λά­ρι, αὐ­τό τό δυ­να­τό ζῶ­ο πού βγῆ­κε ἀ­πό τ’ ἄ­λο­γο, τρα­βά­ει τ’ ἄ­ρο­τρό του κι ὀρ­γώ­νει τό χῶ­μα τῆς Γῆς, τῆς πιό ἀρ­χαί­ας θε­ᾶς. Μέ τήν ἀ­νώ­τε­ρη νο­η­μο­σύ­νη του τρα­βά­ει στίς πα­γί­δες καί τά δί­χτυ­α του ζῶ­α, που­λιά καί ψά­ρια. Δά­μα­σε κι ὑ­πό­τα­ξε τ’ ἄ­λο­γο μέ τή δα­σύ­τρι­χη χαί­τη καί τόν ἀ­κα­τά­βλη­το βου­νή­σιο ταῦ­ρο. Ἔ­μα­θε νά μι­λά­ει, νά σκέ­πτε­ται καί νά συμ­πε­ρι­φέ­ρε­ται πο­λι­τι­σμέ­να. Ἔ­κτι­σε τά σπί­τια γιά νά προ­στα­τευ­τεῖ ἀ­πό τή πα­γω­νιά καί τή βρο­χή. Γιά ὅ­λα - ἐ­κτός ἀ­πό τό θά­να­το - βρῆ­κε φάρ­μα­κο. Μπο­ρεῖ ἀ­κό­μα καί νά γι­α­τρέ­ψει τίς ἀρ­ρώ­στι­ες. Ἡ ἐ­φευ­ρε­τι­κό­τη­τά του στίς τέ­χνες, ἄν κι ἄλ­λο­τε τοῦ βγαί­νει σέ κα­κό κι ἄλ­λο­τε σέ κα­λό, μαρ­τυ­ρά­ει ἀ­φάν­τα­στη σο­φί­α.
 
Δώ­σα­με μί­α πε­ζή πα­ρά­φρα­ση τῆς ποί­η­σης πού δέ με­τα­γλω­τί­ζε­ται καί πού ἐκ­φρά­ζει τό με­γά­λο φό­ρο τι­μῆς πρός τήν ἐ­φευ­ρε­τι­κό­τη­τα τῆς ἀν­θρώ­πι­νης δι­ά­νοι­ας. Του­λά­χι­στο φω­τί­σα­με τό πε­ρι­ε­χό­με­νό της. Ἡ ἀν­τί­λη­ψη τοῦ Σο­φο­κλῆ γιά τ’ ἀν­θρώ­πι­να ἐ­πι­τεύγ­μα­τα ταυ­τί­ζε­ται μ’ ἐ­κεί­νη τοῦ Αἰ­σχύ­λου. Ὅ­μως, ἐ­νῶ τό ὑ­λι­κό τα­ῆς τρα­γω­δί­ας του ὑ­πο­χρε­ώ­νει τόν Αἰ­σχύ­λο ν’ ἀ­πο­δώ­σει τίς ἀ­να­κα­λύ­ψεις ὅ­λων τῶν τε­χνῶν στόν Προ­μη­θέ­α, ὁ Σο­φο­κλῆς ἀ­νοι­κτά δι­α­κη­ρύσ­σει πώς ὅ­λα αὐ­τά εἶ­ναι ἐ­πι­τεύγ­μα­τα τοῦ ἀν­θρώ­που. Αὐ­τό φυ­σι­κά οὔ­τε ὁ Αἰ­σχύ­λος τ’ ἀρ­νι­ό­τα­νε. Τήν ἴ­δια γνώ­μη εἶ­χε κι ὁ σύγ­χρο­νός τους φι­λό­σο­φος, ὁ Ἀ­να­ξα­γό­ρας πού ζοῦ­σε κι αὐ­τός στήν Ἀ­θή­να τοῦ Πε­ρι­κλῆ. Δί­δα­ξε πώς ὁ ἄν­θρω­πος ἔ­γι­νε σο­φός για­τί ἀ­πό­κτη­σε δυ­ό ἱ­κα­νά χέ­ρια.
 
Δέν εἶ­ναι εὔ­κο­λο ἀ­πό τά ἀ­πο­σπά­σμα­τα τῆς ἀρ­χαί­ας φι­λο­λο­γί­ας νά φω­τι­στεῖ ὁ­λό­πλευ­ρα ἡ μέ­θο­δος ἐ­κεί­νων τῶν φι­λο­σό­φων - ἐ­πι­στη­μό­νων πού βλέ­πα­νε στήν τε­χνι­κή τό κλει­δί γιά τήν κα­τα­νό­η­ση τῶν ἐ­νερ­γει­ῶν τῆς φύ­σης. Μιά ὅ­μως πραγ­μα­τεί­α πού ἐ­ξε­τά­σα­με λε­πτο­με­ρεια­κά, το­νί­ζει τή συμ­βο­λή πού εἴ­χα­νε οἱ μά­γει­ροι γιά τήν κα­τα­νό­η­ση τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ὑ­πό­στα­σης καί τῆς φύ­σης γε­νι­κά. Ἀ­νά­με­σα στ’ ἄλ­λα πα­ρα­δείγ­μα­τα ἀ­να­φέ­ρα­με τήν προ­σπά­θεια τοῦ Ἐμ­πε­δο­κλῆ νά φω­τί­σει τή σχέ­ση πού ὑ­πάρ­χει ἀ­νά­με­σα στήν ἐ­ξω­τε­ρι­κή ἀ­τμό­σφαι­ρα καί στήν κυ­κλο­φο­ρί­α τοῦ αἵ­μα­τος στ’ ἀν­θρώ­πι­νο σῶ­μα μέ τή βο­ή­θεια τῆς κλε­ψύ­δρας. Αὐ­τό τό πεί­ρα­μα ἐ­πι­βε­βαί­ω­σε ἐ­πί­σης τό συμ­πέ­ρα­σμα πώς οἱ βα­σι­κές φυ­σι­κές δι­α­δι­κα­σί­ες, ἡ ἀλ­λη­λο­ε­πί­δρα­ση τῶν στοι­χεί­ων, δι­α­δρα­μα­τί­ζον­ται ἔ­ξω ἀ­πό τά πλαί­σια τῆς ἀν­τί­λη­ψης τῶν αἰ­σθή­σε­ων. Τό κα­θῆ­κον τοῦ ἐ­πι­στή­μο­να ἦ­ταν τώ­ρα μέ βά­ση τίς ὁ­ρα­τές νά συμ­πε­ρά­νει τίς κρυμ­μέ­νες δι­α­δι­κα­σί­ες. Δι­α­σώ­θη­κε κι ἄλ­λο ἕ­να ἔρ­γο τῆς σχο­λῆς τοῦ Ἱπ­πό­κρα­τη κι ἀ­πό τό ὁ­ποῖ­ο βλέ­που­με πώς ὁ δο­κι­μα­σμέ­νος ἐ­πι­στή­μο­νας προ­σπα­θεῖ νά χρη­σι­μο­ποι­ή­σει αὐ­τή τή μέ­θο­δο. Φαί­νε­ται πώς αὐ­τή ἡ πραγ­μα­τεί­α προ­έρ­χε­ται ἀ­πό τό δι­ευ­θυν­τή τοῦ Γυ­μνα­σί­ου πού ἔ­ζη­σε στά τέ­λη τοῦ πέμ­πτου αἰ­ώ­να. Πί­στευ­ε πώς ἡ ὑ­πό­στα­ση τοῦ ἀν­θρώ­πού εἶ­ναι ἕ­να μίγ­μα φω­τιᾶς καί νε­ροῦ. Ἡ δυ­σκο­λί­α του βρι­σκό­τα­νε στό ὅ­τι τά δυ­ό αὐ­τά στοι­χεῖ­α ἀ­πό τά ὁ­ποῖ­α ἐ­ξαρ­τι­ῶν­ται οἱ ζω­τι­κές ἐκ­δή­λω­σεις τοῦ ἀν­θρώ­που - τό ἴ­διο ὅ­πως κι ὁ ἀ­έ­ρας πού ἐ­ρευ­νή­θη­κε ἀ­πό τόν Ἐμ­πε­δο­κλῆ - εἶ­ναι πο­λύ λε­πτά γιά νά μπο­ρεῖ ἄ­με­σα νά τά ἀν­τι­λαμ­βά­νε­ται ὁ ἄν­θρω­πος. Μέ ποι­ό τρό­πο ξε­περ­νά­ει αὐ­τή του τή δυ­σκο­λί­α; Εἶ­ναι φα­νε­ρό πώς ἦ­ταν μα­θη­τής τοῦ Ἠ­ρά­κλει­του, τοῦ Ἐμ­πε­δο­κλῆ καί τοῦ Ἀ­να­ξα­γό­ρα πού στίς ἀ­πό­ψεις τους γιά τό σύμ­παν βρή­κα­με πολ­λά ἴ­χνη τῆς ἐ­πί­δρα­σης τῆς τε­χνι­κῆς. Ὅ­πως αὐ­τοί οἱ κο­σμο­λό­γοι χρη­σι­μο­ποι­ή­σα­νε πολ­λές ἔν­νοι­ες βγάλ- μέ­νες ἀ­πό τήν τε­χνι­κή γιά νά ἐ­ξη­γή­σου­νε τό σύμ­παν, ἔ­τσι κι ὁ για­τρός μας γυ­ρεύ­ει νά ἐ­ξη­γή­σει τήν ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση μέ τήν τε­χνι­κή. Ὅ­πως κι οἱ πρό­γο­νοί του πού χρη­σι­μο­ποι­ού­σα­νε τήν ἴ­δια μέ­θο­δο, λέ­ει κι αὐ­τός πολ­λές ἀ­νο­η­σί­ες. Ἐ­μᾶς ὅ­μως δέν μᾶς ἐν­δι­α­φέ­ρου­νε τ’ ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα, μά ἡ μέ­θο­δος.
 
Πρῶ­τα ἀ­π’ ὅ­λα δι­α­κη­ρύτ­τει τή γε­νι­κή του ἀρ­χή. Μπο­ροῦ­με, λέ­ει, νά πα­ρα­κο­λου­θή­σου­με τίς ἀ­ό­ρα­τες δι­α­δι­κα­σί­ες τῆς ἀν­θρώ­πι­νης φύ­σης ἄν προ­σέ­ξου­με τίς ὁ­ρα­τές δι­α­δι­κα­σί­ες τῆς τε­χνι­κῆς. Στούς ἀν­θρώ­πους ξε­φεύ­γει αὐ­το τό στοι­χεῖ­ο, ἐ­πει­δή δέν κα­τα­λα­βαί­νου­νε πώς οἱ τε­χνι­κές δι­α­δι­κα­σί­ες πού συ­νει­δη­τά ἐ­λέγ­χον­ται ἀ­π’ αὐ­τούς ἀ­πο­τε­λοῦ­νε ἀν­τι­γρα­φή τῶν ἀ­συ­νει­δή­των δι­α­δι­κα­σι­ῶν τοῦ ἀν­θρω­πί­νου σώ­μα­τος. Οἱ θε­οί, μᾶς ἐ­ξη­γεῖ, μά­θα­νε τούς ἀν­θρώ­πους ν’ ἀν­τι­γρά­φου­νε μέ τίς τέ­χνες τους τίς λει­τουρ­γί­ες τοῦ σώ­μα­τός τους. Οἱ ἄν­θρω­ποι κα­τα­λα­βαί­νου­νε τίς τέ­χνες (δη­λα­δή τίς χρη­σι­μο­ποι­οῦ­νε μ’ ἐ­πι­τυ­χί­α) , ὅ­μως δέν κα­τα­νο­οῦ­νε ποι­όν οἱ τέ­χνες ἀν­τι­γρά­φου­νε, θά ἔ­πρε­πε νά συ­νει­δη­το­ποι­ή­σου­νε τό γε­γο­νός πώς οἱ τέ­χνες εἶ­ναι τό κλει­δί γιά τήν κα­τα­νό­η­ση τῶν κρυμ­μέ­νων δι­α­δι­κα­σι­ῶν τῆς φύ­σης.
 
Ἐ­δῶ εἶ­ναι ση­μαν­τι­κό νά πά­ρου­με ὑ­πό­ψη μας τί θε­ω­ρεῖ ὁ συγ­γρα­φέ­ας «κα­τα­νό­η­ση». Δέ θε­ω­ρεῖ τήν ἱ­κα­νό­τη­τα τῆς ἐ­ξή­γη­σης μέ τό λό­γο, μά θε­ω­ρεῖ τήν ἱ­κα­νό­τη­τα τῆς συ­νει­δη­τῆς δρά­σης γιά τήν ἐ­πί­τευ­ξη ἑ­νός συγ­κε­κρι­μέ­νου σκο­πού. Θέ­λει ν’ ἀ­σχο­λη­θεῖ μέ τ’ ἀν­θρώ­πι­νο σῶ­μα μέ σκο­πό νά δι­α­τη­ρή­σει καί νά κα­λυ­τε­ρέ­ψει τήν ὑ­γεί­α του. Εἶ­ναι πει­σμέ­νος πώς μπο­ρε­ΐ ἀ­πό τίς ὑ­πάρ­χου­σες σ’ ἐ­φαρ­μο­γή τέ­χνες νά βγά­λει συμ­πε­ρά­σμα­τα γιά τήν και­νούρ­για τέ­χνη τῆς ὑ- γι­ει­νῆς πού προ­σπα­θεῖ νά δη­μι­ουρ­γή­σει. Στρέ­φει τήν προ­σο­χή του στίς τέ­χνες τοῦ σι­δε­ρᾶ, τοῦ ὑ­φάν­τη, τοῦ λευ­κα­στή, τοῦ μα­ραγ­κοῦ, τοῦ χτί­στη, τοῦ μου­σι­κοῦ, τοῦ μά­γει­ρα, τοῦ βυρ­σο­δέ­ψη, τοῦ κα­λα­θά, τοῦ χρυ­σω­τή, τοῦ ἀ­ση­μω­τή, τοῦ γλύ­πτη, τοῦ ἀγ­γει­ο­πλά­στη καί τοῦ γρα­φέ­α. Φαί­νε­ται πώς ἡ κύ­ρια ἰ­δέ­α του εἶ­ναι πώς ἄν ἐ­νερ­γή­σου­με σω­στά γιά τίς ἀν­τι­λη­πτές πλευ­ρές τῶν πραγ­μά­των, τό­τε ἀ­να­πό­φευ­κτα θά μᾶς φα­νε­ρω­θοῦ­νε κι οἱ ἀ­ό­ρα­τες δι­α­δι­κα­σί­ες πού ἀ­να­ζη­τοῦ­με.
 
Κά­τω ἀ­π’ αὐ­τό τό πρῖ­σμα βλέ­πει νά ὑ­πάρ­χει μιά ἀ­να­λο­γί­α ἀ­νά­με­σα σ’ ὁ­ρι­σμέ­νες φυ­σι­ο­λο­γι­κές δι­α­δι­κα­σί­ες καί στήν τέ­χνη τῆς πρό­βλε­ψης. Ὁ μάν­της προ­σέ­χει τά ἀν­τι­λη­πτά πράγ­μα­τα, δη­λα­δή τά γε­γο­νό­τα πού συμ­βαί­νουν, κι ἀ­π’ αὐ­τά μπο­ρεῖ νά προ­βλέ­ψει τά ἀ­ό­ρα­τα, δη­λα­δή τά μελ­λον­τι­κά γε­γο­νό­τα. Πα­ρό­μοι­α ἕ­νας ἄν­δρας καί μιά γυ­ναί­κα κά­νον­τας μιά ἐ­νέρ­γεια τοῦ πα­ρόν­τος - τήν ἐ­ρω­τι­κή πε­ρί­πτυ­ξή τους - ἀρ­χί­ζου­νε μιά δι­α­δι­κα­σί­α πού ἔ­χει γιά μελ­λον­τι­κό ἀ­πο­τέ­λε­σμα τή γέν­νη­ση ἑ­νός παι­διοῦ. Ἔ­τσι, ὑ­πο­στη­ρί­ζει, πρέ­πει νά ἐλ­πί­ζου­με πώς μπο­ροῦ­με ν’ ἀ­να­κα­λύ­ψου­με καί τήν πο­ρεί­α μί­ας δι­α­δι­κα­σί­ας πού θ’ ἀρ­χί­ζει στό πα­ρόν καί πού θά ἔ­χει γιά μελ­λον­τι­κό ἀ­πο­τέ­λε­σμα τήν ὑ­γεί­α.
 
Προ­σπα­θεῖ νά πλη­σιά­σει πε­ρισ­σό­τε­ρο τήν ἀ­πάν­τη­ση πά­νω σ’ αὐ­τό τό θέ­μα μέ τή με­λέ­τη τῆς πα­ρα­γω­γῆς τῶν σι­δε­ρέ­νι­ων ἐρ­γα­λεί­ων. Σύμ­φω­να μέ τή γνώ­μη του, ὁ ἄν­θρω­πος εἶ­ναι μίγ­μα φω­τιᾶς καί νε­ροῦ. Ἡ φω­τιά καί τό νε­ρό εἶ­ναι ἐ­πί­σης τά βα­σι­κά στοι­χεῖ­α τοῦ χυ­το­σί­δε­ρου. Ὁ σι­δε­ράς ὅ­ταν φυ­σά­ει τή φω­τιά πά­νω στό σί­δε­ρο, βγά­ζει ἀ­π’ αὐ­τό τήν «τρο­φή» κι’ ἔ­τσι αὐ­τό γί­νε­ται «χα­λα­ρό» κι εὐ­λύ­γι­στο. Με­τά τό σφυ­ρη­λα­τεῖ, τό συγ­κολ­λά­ει καί τό «βά­φει» μέ νε­ρό. Τό «βά­ψι­μο» τοῦ ἐ­πι­στρέ­φει τήν «τρο­φή». Τό ἴ­διο γί­νε­ται κι ὅ­ταν ὁ ἄν­θρω­πος γυ­μνά­ζε­ται. Μέ τήν ἀ­να­πνο­ή φουν­τώ­νει μέ­σα του τή φω­τιά πού κα­τα­να­λώ­νει τήν τρο­φή. Ὅ­ταν γί­νει «χα­λα­ρός» εἶ­ναι κτυ­πη­μέ­νος, εὐ­κο­λο­δι­ά­πλα­στος καί κα­θα­ρι­σμέ­νος. Με­τά πού θά χρη­σι­μο­ποι­ή­σει τό νε­ρό (δη­λα­δή τή τρο­φή), ἀ­πο­κτά­ει καί πά­λι δύ­να­μη.
 
Δέν πρό­κει­ται ἐ­δῶ νά συ­νε­χί­σου­με τήν πε­ρι­γρα­φή τῶν ἀ­να­λο­γι­ῶν πού ὁ συγ­γρα­φέ­ας ἰ­σχυ­ρί­ζε­ται πώς ὑ­πάρ­χου­νε ἀ­νά­με­σα στήν ὑ­γι­ει­νή δι­α­τρο­φή καί σέ πολ­λές ἄλ­λες τέ­χνες πού ἀ­να­φέ­ρα­με. Εἶ­ναι πο­λύ φαν­τα­στι­κές. Ὅ­μως θά ἦ­ταν λά­θος νά νο­μί­σου­με πώς χά­νου­νε κά­θε ἐ­πι­στη­μο­νι­κή ἀ­ξί­α. Μο­νά­χα αὐ­τός πού δέ γνω­ρί­ζει τίς τε­ρά­στι­ες δυ­σκο­λί­ες πού συ­ναν­τᾶ στά πρῶ­τα βή­μα­τά της κά­θε ἐ­πι­στή­μη, μο­νά­χα αὐ­τός πού δέ ξέ­ρει πώς ἡ ἀρ­χή κά­θε ἐ­πι­στή­μης συ­νο­δεύ­ε­ται ἀ­πό δι­ε­ρευ­νη­τι­κές καί πει­ρα­μα­τι­κές σκέ­ψεις, μο­νά­χα, αὐ­τός μπό- ρεῖ νά πέ­σει σ’ ἕ­να τέ­τοι­ο λά­θος. Ὁ συγ­γρα­φέ­ας μᾶς προ­τεί­νει νά δο­κι­μά­σου­με πολ­λά πράγ­μα­τα γιά τ’ ἀν­θρώ­πι­να σώ­μα­τα. Τή γυ­μνα­στι­κή, τό λου­τρό, τό μα­σάζ, τήν κα­θα­ρι­ό­τη­τα καί τή δί­αι­τα πού μᾶς ἀ­να­φέ­ρει δέν εἶ­ναι κα­θό­λου ἄ­χρη­στα πράγ­μα­τα. Συγ­κρί­νον­τας τίς ἄλ­λες τέ­χνες μέ τή δι­κή του προ­σπα­θεῖ νά ξε­κα­θα­ρί­σει τί ὁ ἴ­διος κά­νει. Ὅ­μως ἐ­μεῖς ἐ­δῶ ἀ­σχο­λι­ό­μα­στε κυ­ρί­ως μέ τή μέ­θο­δό του κι ὄ­χι μέ τ’ ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα πού πέ­τυ­χε. Ὅ­σο πιό φαν­τα­στι­κές εἶ­ναι οἱ ἀ­να­λο­γί­ες πού ἀ­να­φέ­ρει πώς ὑ­πάρ­χου­νε ἀ­νά­με­σα στίς φυ­σι­ο­λο­γι­κές λει­τουρ­γί­ες καί στήν τε­χνι­κή, τό­σο πιό ση­μαν­τι­κό γί­νε­ται τό γε­γο­νός πώς ὁ συγ­γρα­φέ­ας μας μπο­ρεῖ καί χρη­σι­μο­ποι­εῖ αὐ­τή τή μέ­θο­δο. Ἄν βρί­σκον­ταν στόν πιό πρω­τό­γο­νο βαθ­μό ἐ­ξέ­λι­ξης, τό­τε θά θε­ω­ροῦ­σε πώς τό σῶ­μα εἶ­ναι ἡ κα­τοι­κί­α τῶν πνευ­μά­των καί θά ἦ­ταν κι ἀ­νά­λο­γη ἡ πε­ρι­γρα­φή του. Αὐ­τός ὅ­μως ἔ­χει τή γνώ­μη πώς ἡ ἀν­θρώ­πι­νη φυ­σι­ο­λο­γί­α μοιά­ζει μέ τή δου­λειά τοῦ σι­δε­ρᾶ, τοῦ λευ­κα­στή, τοῦ ἀγ­γει­ο­πλά­στη καί μέ βά­ση αὐ­τή του τή γνώ­μη κά­νει τήν πε­ρι­γρα­φή του. Ἡ πρω­τό­γο­νη ἀν­τί­λη­ψη γιά τή φύ­ση ἀ­να­μορ­φώ­θη­κε ἀ­πό τήν ἴ­δια τή δύ­να­μη ἐ­κει­νη πού ἀ­να­μόρ­φω­σε καί τήν κοι­νω­νί­α, δη­λα­δή ἀ­πό τή χρη­σι­μο­ποί­η­ση τῆς πα­ρα­γω­γι­κῆς τε­χνι­κῆς.
 
Ποι­ά εἶ­ναι ἡ προ­σφο­ρά αὐ­τοῦ τοῦ τρό­που ἑρ­μη­νεί­ας ; Για­τί ἀ­πό­κτη­σε τό­σο με­γά­λη ση­μα­σί­α γιά τήν ἱ­στο­ρί­α τῆς ἐ­πι­στή­μης ; Ὁ Πλά­τω­νας σέ με­ρι­κές πλευ­ρές τῆς θε­ω­ρί­ας του ἔ­φτα­σε ἴ­σα­με τό μῦ­θο. Ὁ Ἀ­ρι­στο­τέ­λης ἔ­κα­νε τό ἴ­διο μέ τά Με­τα­φυ­σι­κά του ὅ­που ὑ­πο­στη­ρί­ζει πώς ἡ ἀ­λη­θι­νή ἐ­πι­στή­μη δέν εἶ­χε πο­τέ τί­πο­τα τό κοι­νό μέ τήν πα­ρα­γω­γή καί λέ­ει πώς ἡ δη­μι­ουρ­γί­α τῶν μύ­θων εἶ­ναι ἕ­να εἶ­δος ἐ­πι­στή­μης. Δυ­στυ­χῶς εἴ­μα­στε ὑ­πο­χρε­ω­μέ­νοι νά πού­με πώς ἡ πλει­ο­ψη­φί­α τῶν ἱ­στο­ρι­κῶν της ἀρ­χαί­ας σκέ­ψης ἐ­ξα­κο­λου­θεῖ νά συμ­φω­νεῖ μέ τοῦ Πλά­τω­να τήν πρά­ξη καί μέ τοῦ Ἀ­ρι­στο­τέ­λη τή γνώ­μη. Για­τί λοι­πόν ἐ­μεῖς δέ συμ­φω­νοῦ­με; Ὁ μύ­θος δέ μπο­ρεῖ ν’ ἀ­πο­δει­χτεῖ καί κα­τά συ­νέ­πεια δέ μπο­ρεῖ καί νά δδη­γή­σει στή γνώ­ση. Ἀν­τί­θε­τα, οἱ σκέ­ψεις πού πη­γά­ζου­νε ἀ­πό τήν τε­χνι­κή πάν­το­τε δο­κι­μά­στη­καν κι ἐ­πι­βε­βαι­ώ­θη­καν στήν πρά­ξη. Θά ἦ­ταν σω­στό νά χα­ρα­κτη­ρί­σου­με τούς μύ­θους τοῦ Πλά­τω­να καί τῶν προ­γό­νων του στήν Αἴ­γυ­πτο καί τή Βα­βυ­λω­νί­α, σάν ἀν­τι­λή­ψεις γιά τή φύ­ση πού ἔ­χου­νε ἀ­ξί­α μο­νά­χα γιά τήν κυ­ρι­αρ­χί­α πά­νω στούς ἀν­θρώ­πους. Οἱ ἀν­τι­λή­ψεις γιά τή φύ­ση πού πη­γά­ζου­νε ἀ­πό τή τε­χνι­κή εἴ­χα­νε ἀ­ξί­α γιά τήν κυ­ρι­αρ­χί­α τοῦ ἀν­θρώ­που πά­νω στήν ὕ­λη. Αὐ­τό ση­μαί­νει πώς εἶ­ναι οἱ ἴ­δι­ες ἐ­πι­στή­μη.
 
Στήν πιό πρώ­ϊ­μη ἐ­πο­χή τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς σκέ­ψης, ὅ­ταν δέν ξε­χω­ρι­ζό­τα­νε ἡ ἐ­πι­στή­μη ἀ­πό τήν τε­χνι­κή, ἦ­ταν ἡ ἐ­πι­στή­μη ἕ­νας τρό­πος πού ἔ­δει­χνε πώς ἕ­να πράγ­μα εἶ­χε γί­νει. Στόν Πλά­τω­να εἶ­χε ὁ­μως γί­νει τρό­πος γιά τήν ἀ­πό­κτη­ση τῆς πο­λυ­μά­θειας, πρᾶγ­μα πού σή­μαι­νε πώς ὅ­ταν κά­τι δέ μπο­ροῦ­σε νά ἐ­πι­βε­βαι­ω­θεῖ στήν πρά­ξη, τό­τε ἔ­φτα­νε νά συ­ζη­τη­θεῖ αὐ­τό ἐ­ξο­νυ­χι­στι­κά. Αὐ­τό τό και­νούρ­γιο εἶ­δος τῆς «ἐ­πι­στή­μης», ὅ­πως καί ὁ προ­η­γού­με­νος τρό­πος τῆς ἑρ­μη­νεί­ας μέ βά­ση τήν τε­χνι­κή, ἦ­ταν ἀ­πο­τέ­λε­σμα τῆς ἀλ­λα­γῆς στόν χα­ρα­κτή­ρα τῆς κοι­νω­νί­ας. Οἱ ἱ­στο­ρι­κοί πού ἀ­σχο­λοῦν­ται μέ τήν κοι­νω­νι­κή ἐ­ξέ­λι­ξη δια­ρκῶς ἀ­κό­μα συ­ζη­τᾶ­νε τό πρό­βλη­μα σέ ποι­ό βαθ­μό τήν ἔ­πο­χη τοῦ Πλά­τω­να ἡ πα­ρα­γω­γι­κή τε­χνι­κή εἶ­χε πέ­σει στά χέ­ρια τῶν δού­λων. Γιά τό δι­κό μας θέ­μα δέ χρει­ά­ζε­ται μί­α ἀ­πό­λυ­τα ἀ­κρι­βο­λό­γα ἀ­πάν­τη­ση. Φτά­νει νά ποῦ­με πώς γιά τόν Πλά­τω­να καί γιά τόν Ἀ­ρι­στο­τέ­λη ἦ­ταν φυ­σι­κό κι ἐ­πι­τα­κτι­κό ζή­τη­μα ἡ ἀ­πε­λευ­θέ­ρω­ση τοῦ πο­λί­τη ἀ­πό τή χει­ρο­να­κτι­κή δου­λειά κι ἀ­κό­μα κι ἀ­πό τήν ἄ­με­ση ἐ­πι­στα­σί­α του πά­νω στούς ἐρ­γα­ζό­με­νους. Θέ­λα­νε νά δη­μι­ουρ­γή­σου­νε μιά ἐ­πι­στή­μη γιά τούς πο­λί­τες τέ­τοι­α πού νά μήν εἶ­ναι ὑπ­χρε­ω­μέ­νοι νά ἔρ­χον­ται σ’ ἄ­με­ση σχέ­ση μέ τό φυ­σι­κό κό­σμο. Ἑ­πό­με­νο λοι­πόν ἦ­ταν νά μήν ὑ­πάρ­χει στίς ἑρ­μη­νεῖ­ες τους θέ­ση γιά τίς ἔν­νοι­ες πού πη­γά­ζα­νε ἀ­πό τήν τε­χνι­κή. Σκο­πός τῆς ἐ­πι­στή­μης τούς ἦ­ταν νά δί­νε­ται σω­στή ἀ­πάν­τη­ση σέ κά­θε ρώ­τη­μα πού τούς ἔμ­παι­νε. Ἡ ὀρ­θό­τη­τα τῆς ἀ­πάν­τη­σης ἐ­ξαρ­τι­ό­τα­νε ἀ­πό τή λο­γι­κή συ­νο­χή της. Αὐ­τό φυ­σι­κά δέν ἦ­ταν μο­νά­χα βλα­βε­ρό. Οἱ τε­ρά­στι­ες πρό­ο­δοι πού γί­να­νε στά μα­θη­μα­τι­κά ἀ­πό τόν Πλά­τω­να καί χά­ρη στήν ἐ­πί­δρα­ση τῆς Ἀ­κα­δη­μί­ας, με­τα­μορ­φώ­σα­νε τήν ἔν­νοι­α τοῦ σύμ­παν­τος. Οἱ Ἴ­ω­νες εἴ­χα­νε τό­σο λα­θε­μέ­νη ἀν­τι­λη­ψη γιά τά με­γέ­θη καί τίς ἀ­πο­στά­σεις τῶν οὐ­ρα­νί­ων σω­μά­των πού ἡ ἀ­στρο­λο­γί­α τους δέν ἦ­ταν δυ­να­τό νά ξε­χω­ρι­στε­ΐ ἀ­πό τή με­τε­ω­ρο­λο­γί­α. Ἀν­τί­θε­τα, οἱ μα­θη­μα­τι­κοί γρή­γο­ρα ξε­κα­θα­ρί­σα­νε πώς ὁ κό­σμος μας δέν εἶ­ναι πα­ρά μιά μι­κρή κη­λί­δα μέ­σα στό τε­ρά­στιο χῶ­ρο τοῦ σύμ­παν­τος. Οἱ Ἴ­ω­νες, γό­νι­μοι σέ ἰ­δέ­ες, ἐ­λά­χι­στα ἀ­να­πτύ­ξα­νε τήν ἱ­κα­νό­τη­τα τῆς ἀ­νά­λυ­σης τῶν λο­γι­κῶν τους συμ­πε­ρα­σμά­των. Μπρο­στά σέ μιά καί μό­νο κα­λή σε­λί­δα τῆς λο­γι­κῆς τοῦ Ἀ­ρι­στο­τέ­λη, ὁ κό­σμος τῶν συ­ζη­τή­σε­ών τους φαί­νε­ται τό­σο πρω­τό­γο­νος, ὅ­σο πρω­τό­γο­νος φαί­νε­ται κι ὁ κό­σμος τους τοῦ ἥ­λιου, τοῦ φεγ­γα­ριοῦ, καί τῶν ἄ­στρων μπρο­στά στούς μα­θη­μα­τι­κούς. Ὅ­μως, πα­ρ’ ὅ­λες αὐ­τές τίς προ­ό­δους στά μα­θη­μα­τι­κά καί τή λο­γι­κή, ἡ δι­α­κο­πῆ τῶν δη­μι­ουρ­γι­κῶν σχέ­σε­ων τῆς ἐ­πι­στή­μης μέ τήν τε­χνι­κή ἦ­ταν ἕ­να βα­ρύ πλῆγ­μα σέ βά­ρος της, πλῆγ­μα πού δέ γι­α­τρεύ­τη­κε σ’ ὅ­λό τό δι­ά­στη­μα τῆς ἀρ­χαι­ό­τη­τας καί τοῦ με­σαί­ω­να.
 
Ἡ και­νούρ­για ἀν­τί­λη­ψη γιά τήν ἐ­πι­στή­μη πού ἐκ­δη­λώ­θη­κε μέ τόν Πλά­το)νά καί τόν Ἀ­ρι­στο­τέ­λη εἶ­χε τήν κα­τα­γω­γή της στή νέ­α δι­άρ­θρω­ση τῆς κοι­νω­νί­ας πού χω­ρί­ζον­ταν σέ πο­λί­τες καί δού­λους. Παν­τοῦ, σ’ ὅ­λό τό ἔρ­γο τοῦ Πλά­τω­να, ἀν­τι­κα­θρε­πτί­ζε­ται αὐ­τή ἡ βα­σι­κή δι­χο­τό­μη­ση πού πή­γα­ζε ἀ­πό τόν κοι­νω­νι­κό δι­α­χω­ρι­σμό. Στήν ἀ­να­πτυγ­μέ­νη θε­ω­ρί­α τῆς δου­λεί­ας ὁ δοῦ­λος δέν ἀ­να­γνω­ρί­ζον­ταν γιά λο­γι­κή ὕ­παρ­ξη. Μο­νά­χα ὁ κύ­ριος ἦ­ταν προι­κι­σμέ­νος μέ τή λο­γι­κή. Ὁ δοῦ­λος μπο­ροῦ­σε νά εἶ­χε «σω­στή γνώ­μη» μο­νά­χα ἄν τη­ροῦ­σε ἀ­πό­λυ­τα τίς ἐν­το­λές τοῦ κυ­ρί­ου του. Αὐ­τή ἡ σχέ­ση ἀ­νά­με­σα στόν κύ­ριο καί στό δοῦ­λο εἶ­ναι βα­σι­κό στοι­χεῖ­ο τῆς σκέ­ψης τοῦ Πλά­τω­να σ’ δλούς τούς το­μεῖς.
 
Ἄς δοῦ­με πρῶ­τα τόν πο­λι­τι­κό το­μέ­α. Ἐ­δῶ ἡ σχέ­ση ἀ­νά­με­σα σ’ αὐ­τόν πού κυ­βερ­νά­ει καί σ’ αὐ­τόν πού κυ­βερ­νι­έ­ται πα­ρου­σι­ά­ζε­ται ἀ­πό τόν Πλά­τω­να σά σχέ­ση ἀ­νά­με­σα σέ κύ­ριο καί σέ δοῦ­λο. Ἡ κυ­βέρ­νη­ση πρέ­πει νά κά­νει τό κα­λό γιά κεί­νους πού κυ­βερ­νι­οῦν­ται, ὅ­μως δέ χρει­ά­ζε­ται νά ἔ­χει τή συγ­κα­τά­θε­σή τους. Οἱ βα­σι­λι­κοί του ἄν­δρες, οἱ φω­τι­σμέ­νοι ἀ­ρι­στο­κρά­τες πού πρέ­πει νά κυ­βερ­νᾶ­νε, δέν εἶ­ναι πα­ρά μί­α μι­κρή μει­ο­ψη­φί­α στό σύ­νο­λο τοῦ πλη­θυ­σμοῦ. Ὅ­λοι οἱ ἄλ­λοι εἶ­ναι, ἴ­σα­με ἕ­να βαθ­μό, δοῦ­λοι πού μο­να­δι­κό τους κα­θῆ­κον ἔ­χου­νε νά ἐ­κτε­λοῦ­νε μη­χα­νι­κά τίς δι­α­τα­γές τῶν ἀ­νώ­τε­ρών τους. Ὁ χει­ρο­να­κτι­κά ἐρ­γα­ζό­με­νος, ἄν ἀ­φε­θεῖ κύ­ριος τοῦ ἑ­αυ­τοῦ του, δέ θά μπο­ρέ­σει νά κυ­βερ­νη­θεῖ, θά κυ­βερ­νι­έ­ται ἀ­πό τίς ὀ­ρέ­ξεις του. Γιά τόν Πλά­τω­να, ἀν­τι­κα­νο­νι­κά ἡ κύ­ρια δρα­στη­ρι­ό­τη­τα τοῦ χει­ρο­να­κτι­κά ἐρ­γα­ζό­με­νου ἦ­ταν συγ­κεν­τρω­μέ­νη ὄ­χι στά χέ­ρια μά στό στο­μά­χι καί στά νε­φρά. Οἱ τε­χνί­τες ἀ­πέ­ναν­τι στούς φι­λό­σο­φους ἔ­χου­νε τήν ἴ­δια σχέ­ση πού ὑ­πάρ­χει ἀ­νά­με­σα στούς δού­λους καί στούς κυ­ρί­ους. Δέν ὑ­πάρ­χει καμ­μιά δι­α­φο­ρά ἀ­νά­με­σα στήν τέ­χνη τοῦ δου­λο­κτή­τη καί στήν τέ­χνη τοῦ βα­σι­λιᾶ. Ἡ δι­α­φο­ρά τους βρί­σκε­ται στήν ἔ­κτα­ση τῆς ἐ­πί­δρα­σής τους. Μιά τέ­τοι­α θε­ω­ρί­α δι­α­δο­σε δ Πλά­τω­νας στήν πό­λη πού ὁ Σό­λω­νας εἶ­χε κα­θι­ε­ρώ­σει σά βά­ση τῆς δη­μο­κρα­τι­κῆς της ζω­ῆς τή δι­ά­δο­ση τῶν τε­χνῶν.
 
Ἡ ψυ­χο­λο­γί­α, ἡ φυ­σι­ο­λο­γί­α κι ἡ ἡ­θι­κη τοῦ Πλά­τω­να κι οἱ τρεῖς βρί­σκον­ται σ’ ἁρ­μο­νί­α μ’ αὐ­τή τή θε­ώ­ρη­ση τῶν πραγ­μά­των. Στήν Πο­λι­τεί­α ὁ Πλά­τω­νας μι­λά­ει γιά τρί­α στρώ­μα­τα - γιά τούς κυ­βερ­νῆ­τες, γιά τούς φύ­λα­κες (στρα­τι­ῶ­τες κι’ ἀ­στυ­νο­μι­κούς καί γιά τούς πα­ρα­γω­γούς. Ἡ ἀ­να­φο­ρά στό τρί­το στρῶ­μα δέ ση­μαί­νει πε­ρέ­κλι­ση ἀ­πό τή βα­σι­κή σχέ­ση ἀ­νά­με­σα στόν κύ­ριο καί στό δοῦ­λο, ἐ­πει­δή τό κύ­ριο κα­θῆ­κον πού ἔ­χου­νε οἱ φύ­λα­κες εἶ­ναι ἡ ἐ­ξα­σφά­λι­ση τῆς δι­α­κυ­βέρ­νη­σης τῶν πα­ρα­γω­γῶν ἀ­πό τούς κυ­βερ­νῆ­τες. Πα­ρό­μοι­α συν­θέ­τει καί τήν ψυ­χή ἀ­πό τρί­α μέ­ρη, ἀ­πό τή λο­γι­κή, τό πνεῦ­μα καί τά πά­θη. Ἡ λο­γι­κή ἀ­νή­κει στούς κυ­βερ­νῆ­τες, τό πνεῦ­μα στούς φύ­λα­κες καί τά πά­θη στούς πα­ρα­γω­γούς. Ἐ­δῶ ἀ­κρι­βῶς βλέ­που­με τήν κοι­νω­νι­κή ση­μα­σί­α τῆς ἀ­πόρ­ρι­ψης τῆς ἄ­πο­ψης τοῦ Ἀ­να­ξα­γό­ρα πώς τά χέ­ρια ὑ­πήρ­ξα­νε τό κύ­ριο ὄρ­γα­νο γιά τή δη­μι­ουρ­γί­α τῆς νό­η­σης. Οἱ ἐρ­γα­ζό­με­νοι δέν εἶ­ναι ἡ προ­σω­πο­ποί­η­ση τῆς χει­ρο­να­κτι­κῆς δε­ξι­ο­τε­χνί­ας, μά τῶν πα­θῶν. Ἄν συγ­κρί­νου­με τόν Πλά­τω­να μέ τόν Αἰ­σχύ­λο καί τό Σο­φο­κλῆ, τό­τε βλέ­που­με κα­θα­ρά τί με­γά­λη ἀλ­λα­γή εἶ­χε γί­νει.
 
Τή φυ­σι­ο­λο­γι­κή εἰ­κό­να αὐ­τῆς της ψυ­χο­λο­γί­ας τῶν τά­ξε­ων μᾶς τή δί­νει λε­πτο­με­ρεια­κά ὁ Τί­μαι­ος. Ἡ κε­φα­λή εἶ­ναι χω­ρι­σμέ­νη ἀ­πό τόν κορ­μό μέ τό λαι­μό κι’ αὐ­τό γιά νά μή μο­λύ­νε­ται τό θεῖ­ο μέ­ρος τῆς ψυ­χῆς πού κα­τοι­κεῖ στό κε­φά­λι ἀ­πό τή συγ­χρώ­τη­σή του μέ τό θνη­τό μέ­ρος πού κα­τοι­κεῖ στόν κορ­μό. Ὁ ἴ­διος ὁ κορ­μός χω­ρί­ζε­ται μέ τό δι­ά­φραγ­μα σέ δυ­ό μέ­ρη. Ἔ­τσι τά γυ­ναι­κεί­α καί δου­λι­κά στοι­χεῖ­α τῆς ψυ­χῆς κα­τοι­κοῦ­νε στό κά­τω μέ­ρος, ἐ­νῶ τ’ ἀν­δρι­κά πνευ­μα­τι­κά στοι­χεῖ­α στό πά­νω μέ­ρος γιά ν’ ἀ­κοῦ­νε τους δι­α­λο­γι­σμούς τῆς λο­γι­κῆς καί νά μπο­ροῦ­νε νά ἑ­νώ­νον­ται μα­ζί της γιά τήν κα­τα­πο­λέ­μη­ση τῶν πα­θῶν. Τό ἠ­θι­κό σύ­στη­μα πού πά­νω του στη­ρι­ζό­τα­νε μιά τέ­τοι­α φυ­σι­ο­λο­γί­α ἦ­ταν σκλη­ρό καί που­ρι­τα­νι­κό. Ἀ­νά­με­σα στήν ψυ­χή καί στό σῶ­μα ὑ­πήρ­χα­νε αὐ­στη­ρά δι­α­χω­ρι­στι­κά ὁ­ρια. Ἡ σχέ­ση ἀ­νά­με­σα στήν ψυ­χή καί στό σῶ­μα εἶ­ναι πα­ρό­μοι­α μέ τή σχέ­ση ἀ­νά­με­σα στόν κύ­ριο καί στό δοῦ­λο. Γι’ αὐ­τό κι ἡ ἀν­τί­λη­ψη πώς βά­ση τῆς ἡ­θι­κῆς συμ­πε­ρι­φο­ρᾶς πρέ­πει νά εἶ­ναι ἡ συμ­με­το­χή τοῦ πνεύ­μα­τος στά σω­μα­τι­κά αἰ­σθή­μα­τα τῆς χα­ρᾶς καί τοῦ πό­νου ἦ­ταν τό ἴ­διο ὕ­πο­πτη μέ τήν ἰ­δέ­α πώς οἱ μά­ζες θά ἔ­πρε­πε νά παίρ­νου­νε μέ­ρος στή δι­α­μόρ­φω­ση τῶν νό­μων.
 
Μέ τόν ἴ­διο τρό­πο ἀρ­χί­ζει ὁ Πλά­τω­νας τήν ἑρ­μη­νεί­α του γιά τή δι­άρ­θρω­ση τοῦ σύμ­παν­τος. Τό πνεῦ­μα κι’ ἡ ὕ­λη βρί­σκον­ται σ’ ἀν­τί­θε­ση ἀ­νά­με­σά τους, ἔ­τσι ὅ­πως συμ­βαί­νει καί μέ τόν κύ­ριο καί τό δοῦ­λο. Ἄν μέ­σα στή φύ­ση πα­ρου­σι­ά­ζε­ται κά­ποι­α εὐ­τα­ξί­α ἡ ὀ­μορ­φιά, αὐ­τό συμ­βαί­νει για­τί τό πνεῦ­μα βά­ζει σέ τά­ξη τήν ὕ­λη πού βα­σι­κά βρί­σκε­ται σ’ ἀ­τα­ξί­α. Ἀ­π’ αὐ­τό βγαί­νει τό συμ­πέ­ρα­σμα πώς ὁ σω­στός δρό­μος γιά τήν ἐ­πι­στή­μη εἶ­ναι ὁ δρό­μος τῆς λο­γι­κῆς καί σέ κα­μιά πε­ρί­πτω­ση ὁ δρό­μος τῆς ἀν­τί­λη­ψης τῶν αἰ­σθή­σε­ων. Ἡ λο­γι­κή μας φέρ­νει σ’ ἄ­με­ση ἐ­πα­φή μέ τό πνεῦ­μα πού ἐ­πι­βάλ­λει τήν τά­ξη στήν ὕ­λη. Στόν κό­σμο τῶν φαι­νο­μέ­νων - πού μ’ αὐ­τόν ἔρ­χον­ται οἱ αἰ­σθή­σεις σ’ ἐ­πα­φή - ἡ τά­ξη αὐ­τή δέν εἶ­ναι τέ­λεια.
 
Αὐ­τή ἡ νέ­α ἀν­τί­λη­ψη γιά τή σχέ­ση πού ὑ­πάρ­χει ἀ­νά­με­σα στό πνεῦ­μα καί στήν ὕ­λη σή­μαι­νε ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κή ἀ­πο­μά­κρυν­ση ἀ­πό τήν πρω­ταρ­χι­κή ὑ­πό­θε­ση τῆς πα­λιᾶς σχο­λῆς τῶν φυ­σι­ο­κρα­τῶν φι­λο­σό­φων. Ἡ πα­λι­ό­τε­ρη ἄ­πο­ψη ἦ­ταν πώς στόν ὑ­λι­κό κό­σμο ὑ­πάρ­χει μιά ἀ­ναγ­κα­στι­κή τά­ξη κι’ ὅ­τι τ’ ἀν­θρώ­πι­νο πνεῦ­μα μπο­ρεῖ νά κα­τα­νο­ή­σει τήν ἀ­λή­θεια, ὅ­ταν κα­τα­νο­ή­σει αὐ­τή τήν ἀ­ναγ­κα­στι­κή τά­ξη. Αὐ­τή τήν τά­ξη μπο­ροῦ­με νά τή συλ­λά­βου­με μο­νά­χα μέ τήν ἀν­τί­λη­ψη τῶν αἰ­σθή­σε­ων. Ἡ ἀν­θρώ­πι­νη πεί­ρα πού εἶ­χε κερ­δη­θεῖ μέ τήν τε­χνι­κή γί­νον­ταν ἡ βά­ση γιά τήν ἑρ­μη­νεί­α τοῦ κό­σμου. Γιά τόν Πλά­τω­να ὅ­μως πραγ­μα­τι­κή ἐ­πι­στή­μη ἦ­ταν μο­νά­χα ἡ θε­ο­λο­γί­α. Αὐ­τή ἔ­χει γιά κα­θῆ­κον της νά ἐ­ξη­γεῖ τά φαι­νό­με­να κά­τω ἀ­πό τό φῶς τῶν σκο­πῶν πού μ’ αὐ­τούς προ­σπα­θεῖ τό πνεῦ­μα νά βάλ­λει τά πάν­τα σέ τά­ξη, μιά κι’ αὐ­τός εἶ­ναι ὁ προ­ο­ρι­σμός του. Κι’ αὐ­τόν τόν προ­ο­ρι­σμό τόν ἀ­να­κα­λύ­πτου­με μέ τή λο­γι­κή κι’ ὄ­χι μέ τήν πα­ρα­τή­ρη­ση. Δέν εἶ­ναι ἡ πρα­κτι­κή δρα­στη­ρι­ό­τη­τα, μά ἡ ἐ­πι­χει­ρη­μα­το­λο­γί­α γιά τούς σκο­πούς πού μᾶς ἀ­πο­κα­λύ­πτει τήν ἀ­λή­θεια.
 
Αὐ­τή ἡ πε­ρί­ερ­γη και­νούρ­για ἄ­πο­ψη πού ἔ­βλε­πε τήν ὕ­λη σάν πη­γή τῆς ἀ­κα­τα­στα­σί­ας, ἐμ­φα­νί­ζε­ται ἐ­πί­σης καί στή φι­λο­σο­φί­α τοῦ Ἀ­ρι­στο­τέ­λη. «Ἡ ὕ­λη εἶ­ναι ὑ­πεύ­θυ­νη γιά τίς πε­ρισ­σό­τε­ρες ἀ­νω­μα­λί­ες», ἔ­τσι δι­α­τύ­πω­σε τή θέ­ση τοῦ Ἀ­ρι­στο­τέ­λη ὁ D.M. Balme (Greek cience and mechanism). Πα­ράλ­λη­λα ὁ ἴ­διος ὁ συγ­γρα­φέ­ας ση­μει­ώ­νει πώς ἡ θέ­ση αὐ­τή σή­μαι­νε ρι­ζι­κή ἀ­πο­μά­κρυν­ση ἀ­πό τήν ἰ­ω­νι­κή ἄ­πο­ψη. Ὅ­μως ὁ ἐ­ρευ­νη­τής δέ μπο­ρε­ΐ νά δώ­σει ἀ­πάν­τη­ση κι’ οὔ­τε θά κα­τα­φέ­ρει νά τή δώ­σει μί­α κι’ ἐ­ξα­κο­λου­θεῖ νά τή ψά­χνει σέ λα­θε­μέ­νο χῶ­ρο. Τό κλει­δί γιά τήν ἑρ­μη­νεί­α τῆς πε­ρί­ερ­γης ἄ­πο­ψης τοῦ Ἀ­ρι­στο­τέ­λη γιά τήν ὕ­λη δέ βρί­σκε­ται στίς φυ­σι­κές τους με­λέ­τες, μά στά Πο­λι­τι­κά του. Ὅ­πως καί στόν Πλά­τω­να ἡ βά­ση κά­θε σκέ­ψης του εἶ­ναι ἡ σχέ­ση ἀ­νά­με­σα στ’ ἀ­φεν­τι­κό καί στό δοῦ­λο.
 
Ὁ Ἀ­ρι­στο­τέ­λης, ὅ­πως εἶ­ναι γνω­στό, ὑ­πε­ρά­σπι­ζε τή δου­λεί­α σά φυ­σι­ο­λο­γι­κή κα­τά­στα­ση. Μέ τό νά τήν ὀ­νο­μά­ζει φυ­σι­ο­λο­γι­κή κα­τά­στα­ση, ἤ­θε­λε νά πεῖ πώς αὐ­τή ἐκ­φρά­ζει τό ὑ­πό­δειγ­μα πού κυ­ρια­ρχεῖ σ’ ὅ­λη τή φύ­ση. Πα­ρα­θέ­του­με τά ἴ­δια τά λό­για τοῦ Ἀ­ρι­στο­τέ­λη: «Σέ κά­θε σύν­θε­το πράγ­μα πάν­το­τε θά βροῦ­με ἕ­να κυ­ρί­αρ­χο πα­ρά­γον­τα κι’ ἕ­να πού κυ­ρι­αρ­χεῖ­ται κι’ αὐ­τή ἡ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή ἰ­δι­ό­τη­τα τῶν ζων­τα­νῶν πραγ­μά­των πη­γά­ζει ἀ­πό τό σύ­νο­λο τῆς φύ­σης» (Πο­λι­τι­κά 1254 α). Δέ θά πρέ­πει νά πα­ρα­συρ­θοῦ­με ἀ­πό τήν κα­κή λο­γι­κή. Εἶ­ναι δύ­σκο­λο νά ὑ­πο­θέ­σου­με πώς ὁ Ἀ­ρι­στο­τέ­λης πραγ­μα­τι­κά θε­ω­ροῦ­σε τόν κύ­ριο κα­ϊ τό δοῦ­λο γιά «σύν­θε­τα πράγ­μα­τα». Ὅ­λη ἡ λο­γι­κή τοῦ Ἀ­ρι­στο­τέ­λη γιά τή δι­καί­ω­ση τῆς δου­λεί­ας εἶ­ναι κα­κή. Ὅ­πως ἀ­πό και­ρό πα­ρα­τή­ρη­σε ο Μον­τε­σκι­έ: «ὁ Ἀ­ρι­στο­τέ­λης προ­σπα­θεῖ ν’ ἀ­πο­δεί­ξει πώς ἡ δου­λεί­α εἶ­ναι φυ­σι­ο­λο­γι­κή κα­τά­στα­ση, ὅ­μως τά λό­για του δέν τ’ ἀ­πο­δει­κνύ­ουν». Ἐ­μᾶς ἐ­δῶ δέ μᾶς ἐν­δι­α­φέ­ρει ἡ ἀ­πό­πει­ρά του νά δι­και­ώ­σει τή δου­λεί­α, μά ἡ ἐ­πί­δρα­ση πού εἶ­χε ἡ ἀ­πό­πει­ρα αὐ­τή πά­νω στήν ἐ­πι­στή­μη. Βλέ­πει στή σχέ­ση πού ὑ­πάρ­χει ἀ­νά­με­σα στόν κύ­ριο καί στό δοῦ­λο τό ὑ­πό­δειγ­μα πού κυ­ρια­ρχεῖ σ’ ὁ­λό­κλη­ρη τή φύ­ση. Βλέ­πει τήν ὕ­λη νά εἶ­ναι ἀ­νυ­πό­τα­κτη, ἄ­τα­κτη καί ν’ ἀν­τι­στέ­κε­ται καί θε­ω­ρεῖ τή Φύ­ση ἤ τό Πνεῦ­μα τό φο­ρέ­α πού δί­νει τόν τε­λι­κό σκο­πό στήν ὕ­λη. Οἱ ἰ­δι­ό­τη­τες πού δί­νει ὁ Ἀ­ρι­στο­τέ­λης στήν ὕ­λη μᾶς εἶ­ναι αἰ­νιγ­μα­τι­κές, ἄν δέν τίς δοῦ­με σάν ἰ­δι­ό­τη­τες πού δί­νει στούς δού­λους.
 
Ἡ γνω­στή του θε­ω­ρί­α γιά τά τέσ­σε­ρα εἴ­δη αἴ­τι­ων πη­γά­ζου­νε ἀ­π’ αὐ­τή ἀ­κρι­βῶς τήν ἄ­πο­ψή του γιά τή σχέ­ση πού ὑ­πάρ­χει ἀ­νά­με­σα στήν ὕ­λη καί στή φύ­ση. Σύμ­φω­να μέ τόν Ἀ­ρι­στο­τέ­λη, οἱ ἀρ­χαῖ­οι Ἴ­ω­νες φι­λό­σο­φοι παίρ­να­νε ὑ­πό­ψή τους μο­νά­χα τήν ὑ­λι­κή αἰ­τί­α καί γι’ αὐ­τό δη­μι­ουρ­γή­σα­νε μο­νά­χα μί­α ἁ­πλο­ϊ­κή «μα­ση­μέ­νη» ἐ­πι­στή­μη. Τί­πο­τα πα­ρα­πά­νω δέ μπο­ροῦ­σε νά πε­ρι­μέ­νει κα­νείς μί­α κι’ ἀ­σχο­λη­θή­κα­νε μο­νά­χα μέ τό ὑ­πο­τα­κτι­κό, τό δου­λι­κό μέ­ρος τῶν πραγ­μά­των. Ὁ Ἀ­ρι­στο­τέ­λης προ­τεί­νει ἄλ­λα τρί­α εἴ­δη αἰ­τί­ας, τή δρα­στι­κή, τήν τυ­πι­κή καί τήν τε­λι­κή. Μ’ αὐ­τά τά εἴ­δη τῶν αἰ­τι­ῶν ἐ­ξη­γεῖ μέ ποι­ό τρό­πο ἡ φύ­ση ἐ­πι­βάλ­λει τούς σκο­πούς στήν ἀ­ναρ­χού­με­νη ὕ­λη. Ἡ ἀν­τί­λη­ψη τοῦ Ἀ­ρι­στο­τέ­λη γιά τήν ἐ­πι­στή­μη εἶ­ναι πώς αὐ­τή ἔ­χει γιά κα­θῆ­κον της: νά κα­τα­νο­εῖ τόν τρό­πο μέ τόν ὁ­ποῖ­ο ἡ φύ­ση, ὅ­μοι­α ὅ­πως ὁ κύ­ριος πού ἔ­χει συγ­κε­κρι­μέ­νο σκο­πό, ἐ­πι­βάλ­λει στήν ὕ­λη τή θέ­λη­σή της. Ἡ ὕ­λη κα­μιά φο­ρά ἐ­ξε­γεί­ρε­ται, δέ μπο­ρεῖ ὅ­μως - ὅ­πως κι’ ὁ δού­λος - νά κα­τα­φέ­ρει τί­πο­τα ἄν δέν κα­θο­δη­γεῖ­ται ἀ­πό τήν ἀ­νώ­τε­ρη θέ­λη­ση. Φτά­νει ἴ­σα­με νά ἰ­σχυ­ρι­στεῖ πώς ἡ δυ­σκο­λί­α στό νά ξε­χω­ρι­στεῖ φυ­σι­κά ὁ δοῦ­λος ἀ­πό τόν κύ­ριο πη­γά­ζει ἀ­πό τήν ἀ­νι­κα­νό­τη­τα τῆς φύ­σης νά ἐ­πι­βάλ­λει τή θέ­λη­σή της στήν ὕ­λη. Ἡ Φύ­ση ἔ­χει γιά σκο­πό της τή δη­μι­ουρ­γί­α ἑ­νός τύ­που ἀν­θρώ­που πού ἀ­μέ­σως νά φαί­νε­ται ὅ­τι εἶ­ναι χω­ρίς μυα­λό, πώς εἶ­ναι «ἔμ­ψυ­χη μη­χα­νή». Δέν τό κα­τα­φέρ­νει ὁ­μως αὐ­τό ἐ­πει­δή ἡ ὕ­λη εἶ­ναι ἀ­τί­θα­ση. Γι’ αὐ­τό ὁ Ἀ­ρι­στο­τέ­λης προ­σπα­θεῖ με­ρι­κά νά δι­ορ­θώ­σει αὐ­τή τήν ἀ­νι­κα­νό­τη­τα τῆς φύ­σης μέ τήν πο­λι­τι­κή τοῦ τέ­χνη. Ἄν οἱ ἄν­θρω­ποι πού εἶ­ναι ἀ­πό τή φύ­ση τούς δοῦ­λοι δέ τό γνω­ρί­ζου­νε, τό­τε εἶ­ναι φυ­σι­κό πράγ­μα οἱ κύ­ριοι νά τούς κά­νου­νε νά τ’ ἀν­τι­λη­φθοῦ­νε.
 
Σ’ ἕ­να ἀ­πό τά προ­η­γού­με­να άρθρα ἀ­πο­δεί­ξα­με τί συ­νέ­πει­ες εἶ­χε γιά τήν ἀ­στρο­νο­μί­α ἡ χρη­σι­μο­ποί­η­ση ἰ­δε­ῶν πού πάρ­θη­καν ἀ­πό τόν πο­λί­τι­κο - θρη­σκευ­τι­κό το­μέ­α. Ἐ­δῶ ἔ­χου­με κι’ ἄλ­λες ἀ­πο­δεί­ξεις. Ἡ πα­λιά ἰ­ω­νι­κή ἀν­τί­λη­ψη γιά τήν ἀν­τι­κει­με­νι­κή τά­ξη πού ὑ­πάρ­χει στή φύ­ση ἔ­βγαι­νε μέ­σα ἀ­πό τήν ἀ­ναγ­και­ό­τη­τα. Ὁ ἄν­θρω­πος, ἄν ἡ­θε­λε νά εἶ­χε ἐ­πι­τυ­χί­α στόν το­μέ­α τῆς τε­χνι­κῆς, ἔ­πρε­πε νά προ­σαρ­μο­στεῖ στήν ὁ­μα­λή συμ­πε­ρι­φο­ρά τῆς φύ­σης. Τήν πρώ­τη ἀν­τί­λη­ψη γιά τήν ὁ­μα­λό­τη­τα πού ἐ­πι­κρα­τεῖ στή φύ­ση δέν τή δη­μι­ούρ­γη­σε στόν ἄν­θρω­πο ἡ κί­νη­ση τῶν οὐ­ρα­νί­ων σω­μά­των, μά ἡ πεί­ρα πού δια­ρχῶς ἐ­πα­να­λαμ­βά­νον­ταν καί πού ἔ­δει­χνε πώς τά πράγ­μα­τα συμ­πε­ρι­φέ­ρον­ται μ’ ἕ­να δι­κό τους τρό­πο. Κι’ αὐ­τή ἡ πεί­ρα ἔ­λε­γε πώς δέν εἶ­ναι δυ­να­τό νά πά­ρου­με σύ­κα ἀ­πό τά γα­ϊ­δου­ράγ­κα­θα, πώς γιά νά πα­ρά­γου­με τό πιό σκλη­ρό μπροῦν­τζο πρέ­πει νά ἀ­να­μί­ξου­με ἕ­να μέ­ρος κασ­σί­τε­ρου μέ δέ­κα μέ­ρη χαλ­κοῦ καί πώς δέ θά πε­τύ­χου­με τήν πιό ψη­λή ὀ­κτά­βα ἄν δέ δι­χο­το­μή­σου­με τή χορ­δή. Ἡ ἀν­τί­λη­ψη πώς ἡ φύ­ση εἶ­ναι ἀ­πε­ρι­ό­ρι­στα ποι­κι­λό­μορ­φη κι’ ἐ­φευ­ρε­τι­κή, μά πα­ράλ­λη­λα κι’ ἀ­νυ­πο­χώ­ρη­τη στούς νό­μους της, εἶ­ναι ἀν­τί­λη­ψη τῶν τε­χνι­κῶν πού προ­σπα­θού­σα­νε νά κυ­ρι­αρ­χή­σου­νε πά­νω στήν ὕ­λη. Ἡ και­νούρ­για ἀν­τί­λη­ψη γιά τή φύ­ση πού τή θε­ω­ροῦ­σε σά μί­α δύ­να­μη μέ κα­θο­ρι­σμέ­νο σκο­πό πού ἐ­πι­βάλ­λει τή θέ­λη­σή της στόν ὑ­πο­τα­κτι­κό της, στήν ἀ­τί­θα­ση ὕ­λη, εἶ­ναι ἀν­τί­λη­ψη τοῦ κυ­ρί­ου πού ἐ­ξου­σί­α­ζε τούς δού­λους.
 
J. S. Morrison πα­ρα­τη­ρεῖ γιά τόν Πρω­τα­γό­ρα πώς: «τό πιό ση­μαν­τι­κό εἶ­ναι ἡ πο­λι­τι­κή ἄ­πο­ψη τοῦ Ἕλ­λη­να φι­λό­σο­φου γιά τήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα κι’ ἄν πο­τέ μπο­ρέ­σου­με νά βροῦ­με τά κλει­δί γιά τήν κα­τα­νό­η­ση τῆς ἀ­φη­ρη­μέ­νης σκέ­ψης του, τό­τε θά τό βροῦ­με ἐ­δῶ» . Αὐ­τή ἡ γνώ­μη πε­ρι­έ­χει μέ­σα τῆς μιά ση­μαν­τι­κή ἀ­λή­θεια, ὄ­χι ὁ­μως κι’ ὁ­λό­κλη­ρη τήν ἀ­λή­θεια. Στήν πε­ρί­ο­δο τῆς φι­λο­σο­φί­ας ἀ­πό τό Θα­λῆ ἴ­σα­με τόν Ἀ­ρι­στο­τέ­λη - πού σύν­το­μα ἐ­ξε­τά­σα­με - ἔ­χει ἀ­πό τήν ἀρ­χαι­ό­τη­τα ἀ­να­γνω­ρι­στεῖ πώς ὑ­πήρ­χα­νε δυ­ό ρεύ­μα­τα, τό θρη­σκευ­τι­κό καί τό ἐ­πι­στη­μο­νι­κό. Ἡ πραγ­μα­τι­κή ὅ­μως ση­μα­σί­α αὐ­τοῦ του δι­α­χω­ρι­σμοῦ δέν ἔ­γι­νε πάν­τα ἀν­τι­λη­πτή. Ἡ ἐ­πι­στη­μο­νι­κή πα­ρά­δο­ση, πα­ρά τήν ἀ­φη­ρη­μέ­νη θε­ω­ρη­τι­κή ἐ­πέν­δυ­ση, ἔ­κλει­νε μέ­σα της τή γνή­σια πα­ρα­τή­ρη­ση τήν ἐ­πι­βε­βαι­ω­μέ­νη ἀ­πό τήν πρά­ξη. Αὐ­τή ἦ­ταν κι ἡ δι­α­φο­ρο­ποι­ός ἰ­δι­ό­τη­τά της. Στή θρη­σκευ­τι­κή πα­ρά­δο­ση - πού θά ἦ­ταν κα­λύ­τε­ρα νά τήν ὀ­νο­μά­ζου­με πο­λι­τι­κό - θρη­σκευ­τι­κή ὑ­πε­ρί­σχυ­ε ἡ ἀν­τί­λη­ψη τῆς εὐ­νο­μί­ας πού πή­γα­ζε ἀ­πό τήν κοι­νω­νι­κή δι­άρ­θρω­ση. Αὐ­τή ἡ ἀν­τί­λη­ψη τῆς εὐ­νο­μί­ας δέν μπο­ρεῖ νά χα­ρα­κτη­ρι­στεῖ μέ τόν ὅ­ρο ἐ­πι­στή­μη για­τί δέν πε­ρι­έ­χει σχε­δόν κα­μιά πα­ρα­τή­ρη­ση καί για­τί δέν εἶ­ναι δυ­να­τή ἡ ἐ­πι­βε­βαί­ω­σή της μέ­σα στήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Σ’ αὐ­τή τήν πα­ρά­δο­ση ἀ­νή­κει ἡ θε­ο­λο­γι­κή ἀ­στρο­νο­μί­α τοῦ Πυ­θα­γό­ρα, τοῦ Πλά­τω­να καί τοῦ Ἀ­ρι­στο­τέ­λη. Σ’ αὐ­τή τήν ἀν­τί­λη­ψη τῆς εὐ­νο­μί­ας πρέ­πει νά συμ­πε­ρι­λά­βου­με καί τήν ἰ­δέ­α πού εἴ­χα­νε ὁ Πλά­τω­νας κι’ ὁ Ἀ­ρι­στο­τέ­λης γιά τήν ὕ­λη καί πού τή θε­ω­ρού­σα­νε ὑ­πό­δειγ­μα τῆς ἀ­τα­ξί­ας καί τῆς ἀ­νο­μί­ας, ἐ­νῶ πα­ράλ­λη­λα κα­τα­νο­ού­σα­νε τήν πραγ­μα­τι­κή ἐ­πι­στή­μη σάν ἑρ­μη­νεί­α τοῦ σκο­ποῦ τῆς Φύ­σης. Ἡ θε­ο­λο­γι­κή ἀ­στρο­νο­μί­α κι’ ἡ τε­λε­ο­λο­γι­κή φυ­σι­κή εἶ­ναι λα­θε­μέ­νη ἐ­πι­στή­μη πού βγῆ­κε μέ­σα ἀ­πό τίς πο­λι­τι­κές ἀ­νάγ­κες - ἀ­πό τό πρό­βλη­μα τῆς ἡ­γε­μο­νί­ας πά­νω στίς μά­ζες καί στούς δού­λους. «Εἶ­ναι λά­θος ν’ ἀ­να­κα­τέ­βου­με τή φυ­σι­κή φι­λο­σο­φί­α μέ τή νο­μο­θε­σί­αν, ση­μει­ώ­νει λα­κω­νι­κά ὁ Ἐ­πί­κου­ρος στήν πα­ρά­γρα­φο ἐ­κεί­νη ὅ­που ἀ­πορ­ρί­πτει τή θε­ο­λο­γι­κή ἀ­στρο­νο­μί­α τοῦ Πλά­τω­να καί μέ σα­φή­νεια δεί­χνει τήν πη­γή τῆς ἀ­δυ­να­μί­ας της.
 
Ἔ­τσι ὁ­λο­κλη­ρώ­σα­με τή σύν­το­μη ἀ­να­δρο­μή μας. Θέ­σα­με ἕ­να πε­ρι­ο­ρι­σμέ­νο στό­χο καί γνω­ρί­ζου­με πο­λύ κα­λά πώς δέν τόν πε­τύ­χα­με τέ­λεια. Δώ­σα­με μιά πε­ρι­λη­πτι­κή εἰ­κό­να γιά τή συμ­βο­λή πού εἴ­χα­νε στήν ἐ­πι­στή­μη πολ­λοί ἔ­ξο­χοι ἄν­δρες: ὁ Θα­λῆς, ὁ Ἀ­να­ξί­μαν­δρος, ὁ Ἀ­να­ξι­μέ­νης, ὁ Ἡ­ρά­κλει­τος, ὁ Πυ­θα­γό­ρας, ὁ Παρ­με­νί­δης, ὁ Ἐμ­πε­δο­κλῆς, ὁ Ἀ­να­ξα­γό­ρας, ὁ Δη­μό­κρι­τος, ὁ Σω­κρά­της, ὁ Πλά­τω­νας, ὁ Ἀ­ρι­στο­τέ­λης κι οἱ ἀ­νώ­νυ­μοι συγ­γρα­φεῖς τῶν ἔρ­γων τῆς σχο­λῆς τοῦ Ἱπ­πό­κρα­τη. Ἡ γο­η­τεί­α τῆς σκέ­ψης τους δέν πει­ρά­χτη­κε ἀ­πό τό χρό­νο. Ὅ­μως δέ θά πε­τυ­χαί­να­με τό στό­χο μας καί δέ θά δεί­χνα­με τή ση­μα­σί­α πού ἔ­χει ἡ ἔλ­λη­νι­κή ἐ­πι­στή­μη γιά μας, ἄν δέ φω­τί­ζα­με πα­ράλ­λη­λα τή στε­νή σχέ­ση πού ὑ­πάρ­χει ἀ­νά­με­σα στήν ἀ­νά­πτυ­ξη τῆς ἐπ­στη­μο­νι­κής θε­ω­ρί­ας καί στήν πρά­ξη καί σ’ ὅ­λη τήν κοι­νω­νι­κή ζω­ή τῆς δο­σμέ­νης ἐ­πο­χής, σχέ­ση πού ἐ­λά­χι­στα ἔ­χει ἐ­κτι­μη­θεῖ ἀ­πό τούς ἱ­στο­ρι­κούς.. Ἀ­σφα­λῶς, σύν­το­μα, θά γρα­φτοῦ­νε κα­λύ­τε­ρα ἔρ­γα γιά τήν ἱ­στο­ρί­α τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς ἐ­πι­στή­μης. Ὅ­μως ὑ­πο­χρε­ω­τι­κή προ­ϋ­πό­θε­ση γι’ αὐ­τό εἶ­ναι ἡ κα­λύ­τε­ρη γνώ­ση τῆς ἱ­στο­ρί­ας τῆς ἀρ­χαί­ας τε­χνι­κῆς καί τῆς ἐ­πί­δρα­σής της πά­νω στή ζω­ή τῆς ἐ­πο­χῆς ἐ­κεί­νης.
 
Ἡ κα­τα­νό­η­ση τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς ἐ­πι­στή­μης δέ θά προ­ω­θη­θεῖ ἄν οἱ ἱ­στο­ρι­κοί, ἀν­τί ν’ ἀ­να­κα­λύ­πτου­νε τήν ἱ­στο­ρι­κή κα­τα­γω­γή τῶν ἑλ­λη­νι­κῶν θε­ω­ρι­ῶν, σπα­τα­λᾶ­νε τή ζω­τι­κό­τη­τά τους στό πρό­βλη­μα κα­τά πό­σο ἄν δέν ὑ­πήρ­χα­νε οἱ Ἕλ­λη­νες - ὑ­πάρ­ξεις προι­κι­σμέ­νες μέ ἐ­ξαι­ρε­τι­κή θε­ω­ρη­τι­κή με­γα­λο­φυ­ΐ­α - θά μπο­ρού­σα­με νά πη­δή­ξου­με αἰ­ῶ­νες καί νά φτά­σου­με στήν ἀ­να­κά­λυ­ψη τῆς σύγ­χρο­νης ἐ­πι­στή­μης. Λ. χ. ἄν ὁ Ἀ­ρι­στο­τέ­λης λέ­ει πώς ἡ ὕ­λη δέ συμ­πε­ρι­φέ­ρε­ται μ’ εὐ­νο­μί­α, δέ θά εἶ­ναι σο­φό ἄν κά­ποι­ος προ­σπα­θή­σει νά ἐ­ξη­γή­σει αὐ­τό σάν πρό­βλε­ψη τῆς νε­ό­τε­ρης θε­ω­ρί­ας τοῦ ἀ­κα­θό­ρι­στου. Ἡ ὀρ­θό­τε­ρη ἑρ­μη­νεί­α βρί­σκε­ται πιό κον­τά μας. Ἡ ἱ­στο­ρί­α τῆς ἐ­πι­στή­μης πρέ­πει νά εἶ­ναι πραγ­μα­τι­κά ἱ­στο­ρι­κή.

Νόμος: Ο πληγωμένος υπηρέτης των κοινωνιών μας

Αναμφίβολα, σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης, ένα από τα σπουδαιότερα επιτεύγματα για τα οποία δύναται να κομπάζει ο άνθρωπος είναι το γεγονός ότι δημιούργησε νόμους και απέκτησε μία επαφή ουσίας με την δικαιοσύνη, μία επαφή που έμελλε να τον καταστήσει σοφότερο και σαφώς πιο ποιοτικό.
      
Με την σπουδαία συμβολή του δικαίου οργανώθηκε σε κοινωνίες, εξελίχθηκε, εξευγενίστηκε και συνειδητοποίησε πως μόνο με την ελευθερία δύναται να συνυπάρξει με τους όμοιούς του και να χτίσει ένα μέλλον ευοίωνο και ελπιδοφόρο.
 
Εξετάζοντας, ωστόσο, πιο προσεκτικά την διαμορφωθείσα κατάσταση, συναντάμε ένα εξόχως αποκρουστικό και δυσειδές συμπέρασμα, το οποίο είναι ότι στον κόσμο του δικαίου και της σύνεσης, ο άνθρωπος παρεκτράπηκε και γεύτηκε στο “απαίδευτο χείλος” του, τους ποταπούς καρπούς της αδικίας, της ανομίας και της διαφθοράς.
 
Λησμόνησε τις αξίες και την εύρυθμη λειτουργία της κοινωνίας που επιτεύχθηκαν σε κοινωνίες δικαίου και εχεφροσύνης και έστρεψε το βλέμμα του μετά περισσής αλαζονείας και υπεροψίας στην ικανοποίηση του νοσηρού «εγώ» και των ευτελών ιδιοτελών επιθυμιών του, δίνοντας ένα ισχυρό πλήγμα στην ανυπέρβλητη και αξιοθαύμαστη φλόγα του δικαίου.
 
Ο αδέκαστος και ο μονίμως άγρυπνος αυτός φρουρός της κοινωνίας και των ηθικών αξιών που καλείται Δίκαιο πολλάκις αιχμαλωτίζεται, παγιδεύεται και τυραννιέται από εμάς τους ίδιους, καθώς παραβλέπουμε τον σκοπό του νόμου, ο οποίος δεν είναι άλλος από το να μας απομακρύνει απ’ την φθαρτότητα της αδικίας, να προασπίζει τα δικαιώματά μας, να μας προστατεύει απ’ τον κόσμο των αυθαιρεσιών και κυρίως να εμπνέει σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό τις ψυχές μας για την πρυτανεία της δικαιοσύνης.
 
Κάποτε, ο εμπνευσμένος Σταγειρίτης είχε αναφέρει ότι «Ώσπερ σώμα στερηθέν ψυχής πίπτει, ούτω και πόλις, μη όντων νόμων, καταλύεται». Κι’ όμως η ρηθείσα αυτή αποτύπωση του Αριστοτέλη παραμένει σήμερα πιο ζωντανή και επίκαιρη από ποτέ, καθώς οι νόμοι συνιστούν τον θεμέλιο λίθο μιας κοινωνίας εκ των άνωθεν του οποίου οικοδομείται η ευημερία και η ευνομούμενη πολιτεία. Η λεηλασία και ο παραγκωνισμός του νόμου λαμβάνουν χώρα εξαιτίας της απέραντης λήθης και με αυτό εννοούμε ότι ο άνθρωπος κατέστη ανδράποδο των παρωπίδων και της πνευματικής μυωπίας του. Παρέλειψε το γεγονός ότι ο νόμος γεννήθηκε για να τον προστατεύει, να τον περιθάλπει και να τον απομακρύνει από καταστάσεις που συντελούν στην προαγωγή της αδικίας και της καταπάτησης της ορθότητας, με αποτέλεσμα τη δεδομένη στιγμή να καθίσταται έρμαιο του σκοταδισμού και της αδικίας καθώς έφθειρε τον σκοπό που επιτελεί ο νόμος.
 
Ακόμη, κι εμείς ουκ ολίγες φορές κρίναμε περιττό να ακολουθήσουμε τα χνάρια και την σπουδαία διαδρομή που χαράζει ο νόμος και επιλέξαμε να προβούμε σε κινήσεις που τον καθυποτάσσουν και τον ευτελίζουν, καθώς οι «επιλογές» μας κρίθηκαν ως πιο προτιμητέες από τον ίδιο το νόμο. Κι όμως, κάθε φορά που ανυποτακτούμε, υποτάσσουμε βάναυσα την αξία του νόμου, καθυποτάσσοντας ταυτοχρόνως τους ίδιους μας τους εαυτούς.    
 
 Η σημερινή εποχή συντροφεύει την αδικοκρατία και ο βούρκος της ανομίας και της λαβωμένης δικαιοσύνης θριαμβεύει. Το ηθικό καθήκον επιτάσσει την επαναφορά του νόμου και του δικαίου στην κορωνίδα της κοινωνίας για να λυτρωθεί τόσο η ίδια όσο και τα μέρη αυτής, δηλαδή εμείς. Το Δίκαιο πεθαίνει πριν προλάβει να γεράσει και οι παθογένειες των κοινωνιών μας κρούουν τον κώδωνα του ηχηρού κινδύνου ο οποίος προμηνύει το πέρασμα σε μια κοινωνία που θα χλευάζει τη νομιμότητα και τη διαφάνεια. «Συ άνθρωπε έθρεψες με την ένδεια σου τούτο το τέρας που μας απειλεί σήμερα, συ καλείσαι λοιπόν να επιδείξεις σθένος και τόλμη για να απελευθερωθείς».

Οτιδήποτε μας διαπερνά είναι επειδή βρίσκει κάτι μέσα μας να αγγίξει

Κάποτε είπαν στον Διογένη: «Διογένη, σε κοροϊδεύουν»… Καθισμένος, σήκωσε το πρόσωπο, τους κοίταξε με χαμόγελο και απάντησε: «Μα εγώ δεν νιώθω καμιά κοροϊδία».

Αυτή η φράση δεν δείχνει μόνο την αυτοπεποίθηση του Διογένη, τη γνώση της αξίας και της ευφυΐας του, μα βαθύτερα τη γνώση που κατέχει ο Διογένης για τον εαυτό του. Η φράση «Διογένη σε κοροϊδεύουν» είναι το ερέθισμα που φτάνει στα αυτιά του Διογένη… ο ίδιος γνωρίζει πως εξαρτάται από το μυαλό του, το αν θα τον αγγίξει συναισθηματικά το ερέθισμα αυτό. Πχ το αν θα τον θυμώσει. Εξαρτάται στην ουσία, από την εικόνα που έχει ο ίδιος για τον εαυτό του.
 
Τη γνώμη των άλλων ανθρώπων, συχνά την ονομάζουμε κοινωνική πραγματικότητα… (ο τρόπος ένδυσης σε κάθε εποχή για παράδειγμα). Διότι είναι πραγματικότητα μεταξύ των ανθρώπων η οποία δε διέπεται από φυσικούς νόμους όπως φυσική πραγματικότητα, αλλά από κοινωνικές συμβάσεις. Έτσι για παράδειγμα, η βαρύτητα είναι μία φυσική πραγματικότητα, καθώς το μήλο του Νεύτωνα θα πέφτει πάντοτε προς τα κάτω.

Ο Διογένης, όπως και πολλοί χαρισματικοί άνθρωποι στην ιστορία, δε στρέφεται για τη διαμόρφωση της αυτοαντίληψης του, στη γνώμη που έχουν οι άλλοι άνθρωποι γι' αυτόν, μα στην παρατήρηση της φυσικής πραγματικότητας. Αυτό του δίνει τη γνώση ότι αφού κατανοώ ότι αλληλεπιδρώ με τη φύση, κατανοώ τόσα φαινόμενα, φυσικά ή ανθρώπινα, είναι αδιανόητο να μου λείπει και η ευφυΐα. Πρόκειται για την ίδια περίπτωση όταν ο Θαλής ο Μιλήσιος αψηφούσε τη γνώμη των γύρω του, και μελετούσε συνέχεια τον ουρανό.
 
Έτσι μπόρεσε να προβλέψει ότι την κακή σοδειά θα ακολουθούσε μια πολύ καλή και αγοράζοντας πολλά ελαιοτριβεία, πετυχαίνοντας τον πλουτισμό. Μόνο και μόνο για να αποδείξει ότι το πρακτικό αυτός μέρος, που δεν τον ενδιέφερε, ήταν μια απλή εφαρμογή από τις πολλές, της φιλοσοφίας.
 
Επιστρέφοντας στο Διογένη, η φράση του «Δε νιώθω κοροϊδία…», δείχνει τη γνώση του ότι ένα ερέθισμα έχει αξία περίπου 30%, το 70% είναι πώς θα σκεφτούμε και τι συναισθήματα θα κάνουμε ή θα νιώθουμε ή θα αφήσουμε να νιώθουμε πάνω σε αυτό… Πώς θα φιλτράρουμε εμείς δηλαδή το κάθε γεγονός, με όπλο τη σκέψη μας. Αυτή η γνώση από την αρχαιότητα, για την ψυχολογία και το ανθρώπινο μυαλό, συναντιέται και φαίνεται και στην Ανατολή στα λόγια του Βούδα: «Μάθετε να ανταποκρίνεστε, όχι να αντιδράτε…»!
 
Σημαίνει ότι πολλές φορές εκλαμβάνουμε τη συναισθηματική μας αντίδραση στα γεγονότα ως τη μόνη πιθανή αντίδραση. Ο άνθρωπος που εξετάζει και τις αντιδράσεις άλλων ανθρώπων στο ίδιο γεγονός, δεν αντιδρά μόνο…αλλά σκέπτεται. Ανταποκρίνεται, δεν αντιδρά απλά. Καθώς το μυαλό εκπαιδεύεται συχνά, (ακόμη και στην ψυχοθεραπεία) να σκέπτεται από διάφορες γωνίες, κατανοούμε μία πανάρχαια αλήθεια… ότι εμείς και μόνο είμαστε υπεύθυνοι για τις κυριότερες πλευρές της κατάστασης στην οποία βρίσκεται η ζωή μας. Όταν συνειδητοποιήσουμε αυτή την αλήθεια, μπορούμε να αλλάζουμε σχεδόν τα πάντα.
«Οτιδήποτε μας διαπερνά είναι επειδή βρίσκει κάτι μέσα μας να αγγίξει»

Όταν κρατιόμαστε σε ό,τι μας φθείρει

Ο έρωτας και η αγάπη είναι ένα καλό παράδειγμα που δείχνει το πώς συμπεριφερόμαστε απέναντι σε κάθε ενδεχόμενο να «πονέσουμε» συναισθηματικά… Πώς αποφεύγουμε συχνά καταστάσεις τις οποίες θα ήταν πολύ χρήσιμο να ζήσουμε ή αντίθετα, αποφεύγουμε να αφήσουμε καταστάσεις τις οποίες είναι απαραίτητο να αφήσουμε.
 
Ο Ιπποκράτης έλεγε χαρακτηριστικά: «πριν θεραπεύσεις κάποιον, ρώτησέ τον αν είναι πρόθυμος να αφήσει όλα εκείνα που τον κάνουν να αρρωσταίνει…»
 
Δύσκολο να συνδυαστεί ο έρωτας με τη διάρκεια στο χρόνο… Η χημεία και το πάθος δε διευκολύνουν την εξερεύνηση χαρακτηριστικών της προσωπικότητας καθώς το άλλο πρόσωπο εξιδανικεύεται ταχύτατα… Η αρχική εντύπωση παίζει το μεγαλύτερο ρόλο… Πολύ γρήγορα, πάνω σε λίγα χαρακτηριστικά που μας αρέσουν, χτίζονται και προσθέτονται πολλά από αυτά που οι ίδιοι ασυνείδητα επιθυμούμε να υπήρχαν… Αυτό συμβαίνει γιατί η φύση ενδιαφέρεται πρωτίστως για την αναπαραγωγή και όχι τόσο για τη συντροφικότητα… ή το φόβο της μοναξιάς (άρα του θανάτου) που έχει ο άνθρωπος.
 
Έτσι… μετά από λίγο καιρό, οι χημικές ουσίες που προκαλούν την ερωτική προσκόλληση «καίγονται» και εξατμίζονται, δίνοντας σιγά σιγά τέλος στους μηχανισμούς προβολής και εξιδανίκευσης του άλλου. Το ταίρι μας μένει πια χωρίς το αρχικό στέμμα της προβολής των επιθυμιών μας. Οι άνθρωποι μένουν πια ελεύθεροι από τα «μάγια» των χημικών ουσιών, να γνωριστούν πραγματικά. Αν στο σημείο αυτό δεν ταιριάξουν, το βιώνουν επώδυνα και ως αποτυχία… Αυτό που αποθηκεύεται και μένει φρέσκο στη μνήμη τους είναι ο «πόνος»… Συχνά, μέγιστος σκοπός γίνεται πια η αποφυγή του.

Αν ο Έρωτας δεν ήταν δημιούργημα του δικού μας μυαλού το οποίο χρειάζεται ένα άλλο πρόσωπο για να πάρει υλική μορφή, δεν θα παρατηρούσε κανείς ξανά και ξανά το ίδιο αποτέλεσμα στην επαφή μας με πρόσφατα χωρισμένους ερωτευμένους:
 
Το ταχύτερο ξεθώριασμα της εξιδανίκευσης του άλλου προσώπου…
Τις ασυνείδητες ανάγκες που ζητούσε ο ερωτευμένος από τον έρωτα μέσα από το άλλο πρόσωπο…
Την αποκάλυψη της αναζήτησης αναγνώρισης της αξίας μας στο πρόσωπο που ερωτευόμαστε… Θέση και αξία που απέκτησε από τη στιγμή που η δική μας επιθυμία επενδύθηκε στο πρόσωπο του… Θέση που οι ίδιοι του είχαμε δώσει για να λάβουμε περισσότερη αξία από αυτό…
 
Η φύση σχεδίασε τα πάντα με σκοπό την δημιουργία των καλύτερων απογόνων και έτσι έδωσε στα θηλυκά την αποστολή να προσπαθούν να διαλέξουν το πιο ισχυρό γονιδιακά αρσενικό… Δόθηκε στη γυναίκα η δυνατότητα ελέγχου της σεξουαλικής ορμής, κάνοντάς την έτσι ικανή και υπεύθυνη να επιλέξει που θα την αφήσει «ελεύθερη» με τα ακόλουθα συναισθήματά της συντροφικότητας… Πιθανότατα επειδή η γυναίκα προορίζεται να φέρει και να μεγαλώσει παιδιά στον κόσμο, ερωτεύεται σπανιότερα και πιο δυναμικά. Αν απειληθεί η ασφάλεια του περιβάλλοντος όπως την έχει συνηθίσει το μυαλό μας, δυσκολεύεται να επενδύσει συναισθηματικά.
 
Στην καθημερινή πρακτική, πολλές γυναίκες που αντιμετώπιζαν ανασφάλεια με την εργασία τους, απέφευγαν ή και ανέβαλλαν συστηματικά τη συναισθηματική επένδυση σε κάποιο σύντροφο… Η επαγγελματική τους ζωή γινόταν προαπαιτούμενο της συναισθηματικής επένδυσης. Ειδάλλως, ένιωθαν ότι οι απαιτήσεις μιας σχέσης θα πρόσθεταν αρνητικό φορτίο στο ήδη υπάρχον εργασιακό άγχος.
 
Η αυτοπροστασία αυτή όμως από ενδεχόμενο «πόνο», είχε μία άμεση και βαρύτερη επίδραση στην ψυχική τους διάθεση από τον πόνο από τον οποίο φαινομενικά προφύλασσε… Το σεξουαλικό ένστικτο και το δημιούργημα του, το συναίσθημα της συντροφικότητας, είναι ένας νόμος της φύσης ο οποίος δεν καταπιέζεται, ούτε υποκαθίσταται… Καταπιεσμένα συναισθήματα φέρνουν πάντοτε περισσότερη δυσαρέσκεια από τον ενδεχόμενο πόνο που μπορεί να ερχόταν αν τα ζούσαμε. Είναι σύνηθες να αποφεύγουμε έναν πόνο που φανταζόμαστε μεγαλύτερο επειδή μας είναι άγνωστος, και να προτιμούμε τον ήδη γνωστό και μικρότερο σε ένταση, παρότι σε βάθος χρόνου μας φθείρει περισσότερο.
 
Η συναισθηματική επένδυση σε ένα νέο πρόσωπο μπορεί να αποφεύγεται με διάφορα τεχνάσματα του μυαλού
 
Σχέσεις του παρελθόντος οι οποίες προφανώς δεν λειτούργησαν, ή η άρνηση ότι δεν λειτούργησαν εξιδανικεύονται συχνά σαν αντίβαρο στην αποφυγή μιας νέας συναισθηματικής επένδυσης…
 
Το κλείσιμο στον εαυτό επίσης, προκειμένου ένα άτομο να αποφύγει τον ενδεχόμενο πόνο μιας νέας σχέσης. Μια συμπεριφορά όμως που το καθιστά σταδιακά όλο και πιο ευαίσθητο στον πόνο…
Όταν αποφεύγουμε να ρισκάρουμε να εμπιστευθούμε, το τίμημα που πληρώνουμε για την αποφυγή του πόνου, είναι η πτώση της ψυχικής διάθεσης. Ως κοινωνικά όντα, χρειαζόμαστε τις εγκεφαλικές χημικές ουσίες που δημιουργούνται από την ανθρώπινη επαφή και την εμπιστοσύνη.
 
Ένας άνθρωπος με μέτρια ψυχική διάθεση είναι πολύ πιο ευάλωτος σε απογοητεύσεις με αποτέλεσμα να αποφεύγει να βρεθεί σε περιβάλλοντα που θα βελτίωναν τη διάθεσή του… Έτσι δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος όπου η διάθεση του «κατεβαίνει» σαν μία κατηφορική σπειροειδής σκάλα.
Η σταδιακή εξοικείωση με το ενδεχόμενο ενός φανταστικού πόνου επιδρά έτσι ώστε να πάψει η φοβία του. Όταν ζήσουμε κάτι, κατανοούμε ότι ο φόβος έκανε τον πόνο να φαντάζει μεγαλύτερος. Αυτό είναι ένα μάθημα που θα οδηγήσει σε καλύτερες επιλογές στο μέλλον.
 
Στα επιτυχημένα και ιδιαίτερα αγαπημένα ζευγάρια διαπιστώνεται πάντοτε η μεγαλύτερη αυτογνωσία του κάθε συντρόφου. Συχνά ακούγεται ότι η συμπεριφορά μας επηρεάζεται και οδηγείται από τους άλλους… Οι άλλοι όμως απλά βοηθούν να εκδηλωθούν πλευρές του εαυτού μας οι οποίες υπάρχουν μέσα μας. Απλά συμβαίνει να μην τις γνωρίζουμε… Οι άλλοι είναι η ευκαιρία μας να πάρουμε ένα χρήσιμο μάθημα για τον εαυτό μας…
 
Η εικόνα της ανάβασης ενός λόφου ταιριάζει αρκετά… Οι άνθρωποι που μας δείχνουν τα μονοπάτια, είναι οι σχέσεις που κάνουμε. Κάποιες φορές, κάποιο μονοπάτι μπορεί να είναι αδιέξοδο και τότε χρειάζεται να το εγκαταλείψουμε. Ο άνθρωπος που θα μας οδηγήσει στην κορυφή του λόφου, δεν θα είναι απαραίτητα ο πρώτος που θα σχετιστούμε.  Συχνά μένουμε στάσιμοι στο ανέβασμα, από φόβο αν όντως θα βρούμε τον άνθρωπο που θα μα οδηγήσει στην κορυφή. Ο φόβος του ενδεχόμενου πόνου προκαλεί το σταμάτημα αυτό… Φτάνοντας όμως στην κορυφή του λόφου, πάντοτε αντικρίζουμε τη θάλασσα, τη βαθύτερη γνώση του εαυτού μας… Και ο δρόμος είναι πια εύκολος και κατηφορικός…

Η γνώση του σοφέρ

Σχετική εικόναΌταν πήρε το Νόμπελ Φυσικής το 1918 ο Μαξ Πλανκ άρχισε περιοδεία σε όλη τη Γερμανία. Οπουδήποτε τον καλούσαν, έδινε την ίδια διάλεξη πάνω στη νέα θεωρία της κβαντικής μηχανικής. Μάλιστα σε τέτοιο βαθμό, που ο σοφέρ του είχε μάθει απέξω το περιεχόμενο της ομιλίας του.

«Πρέπει να έχετε βαρεθεί, κύριε Πλανκ, να λέτε συνεχώς τα ίδια. Σας προτείνω στην προσεχή διάλεξη στο Μόναχο, να αλλάξουμε ρόλους. Θα καθίστε στην πρώτη σειρά, φορώντας το κασκέτο του σοφέρ. Θα είναι μια αλλαγή και για τους δυο μας. Τι λέτε;» Ο Πλανκ το βρήκε διασκεδαστικό και δέχτηκε την πρόταση. Ο σοφέρ του εκφώνησε τον συνηθισμένο του λόγο πάνω στην κβαντική μηχανική μπροστά σ’ ένα κοινό υψηλής κατάρτισης στη φυσική. Κάποια στιγμή ένας καθηγητής φυσικής σήκωσε το χέρι για να κάνει μια ερώτηση. Ο σοφέρ απάντησε: «Δεν φανταζόμουν ότι σε μια πόλη τόσο προηγμένη όσο το Μόναχο θα μου έκαναν μια τόσο απλή ερώτηση. Θα παρακαλέσω λοιπόν τον σοφέρ μου να απαντήσει».

Κατά τον Τσαρλι Μάνγκερ, έναν από τους καλύτερους επενδυτές στον κόσμο υπάρχουν δυο είδη γνώσης. Η αληθινή γνώση που απαιτεί χρόνο και διανοητική εργασία, κι αυτό που αποκαλεί γνώση του σοφέρ. Για τον Μάνγκερ, οι σοφέρ είναι άνθρωποι που παριστάνουν τους γνώστες. Έχουν μάθει να κάνουν το νούμερο τους. Διαθέτουν καταπληκτική φωνή ή ξέρουν να γίνονται πιεστικοί. Αλλά η ευφράδειά τους είναι άδειο κέλυφος.

Σήμερα γίνεται όλο και πιο δύσκολο να ξεχωρίσεις την αυθεντική γνώση από τη γνώση του σοφέρ. Εκτός από τους παρουσιαστές της τηλεόρασης. Οι παρουσιαστές είναι ηθοποιοί. Τελεία και παύλα. Όλοι το ξέρουν. Κι όμως, πάντα ξαφνιάζομαι με τον σεβασμό που δείχνουν σ’ αυτούς τους μετρ έτοιμων φράσεων. Πληρώνονται χρυσάφι για να διευθύνουν συζητήσεις σε θέματα που τους ξεπερνούν.

Η διάκριση είναι λιγότερο προφανής στους δημοσιογράφους. Κάποιοι έχουν αποκτήσει γερές γνώσεις. Είναι συχνά οι πιο έμπειροι, αυτοί που έχουν ειδικευτεί σε συγκεκριμένα θέματα στο πέρασμα του χρόνου. Προσπαθούν να κατανοήσουν την πολυπλοκότητα ενός γεγονότος και να το παρουσιάσουν στο κοινό. Συνήθως γράφουν μακροσκελή άρθρα που εξετάζουν πλήθος περιπτώσεων και εξαιρέσεων.

Δυστυχώς, οι περισσότεροι δημοσιογράφοι ανήκουν στην κατηγορία των σοφέρ. Γράφουν άρθρα για οποιοδήποτε θέμα, στο άψε σβήσε, βγάζοντάς τα από τα καπέλα τους σαν ταχυδακτυλουργοί ή, ακόμη χειρότερα, από το διαδίκτυο. Τα κείμενά τους είναι προκατειλημμένα, σύντομα και -συνήθως για να αντισταθμίσουν το άδειο κέλυφος- ειρωνικά.

Όσο μεγαλύτερη είναι μια επιχείρηση, τόσο οι απαιτήσεις για έναν διευθύνοντα σύμβουλο με ικανότητες σόουμαν μεγαλώνουν -πρέπει να είναι «επικοινωνιακός», όπως λέμε σήμερα. Δεν θέλουν έναν αφοσιωμένο, δουλευτή, λιγομίλητο, που κάνει τη δουλειά του με τη μεγαλύτερη σοβαρότητα° τουλάχιστον δεν τον θέλουν στην κορφή της επιχείρησης. Οι μέτοχοι και οι οικονομικοί συντάκτες πιστεύουν προφανώς ότι ένας σόουμαν πασχίζει να πετύχει καλύτερα αποτελέσματα, πράγμα που φυσικά δεν ισχύει.

Ο Γουόρεν Μπάφετ, συνέταιρος του Τσάρλι Μάνγκερ, χρησιμοποιεί μια εξαιρετική έκφραση: «circle of competence» -«κύκλος ικανότητας» («αρμοδιότητας», «δεξιότητας»). Ό,τι βρίσκεται μέσα στον κύκλο μας το καταλαβαίνουμε τέλεια. Σ’ αυτούς τους τομείς είμαστε ικανότατοι. Αλλά δεν καταλαβαίνουμε, ή καταλαβαίνουμε μόνο εν μέρει, ό,τι είναι απέξω. Εξού και το σλόγκαν του Γουόρεν Μπάφετ: «Γνωρίστε τον κύκλο των ικανοτήτων σας και μείνετε σ’ αυτόν. Δεν έχει σημασία το μέγεθός του. Αυτό που μετράει είναι να ξέρετε που σταματάει». Ο Τσάρλι Μάνγκερ προσθέτει: «Πρέπει να ανακαλύψετε τα ταλέντα σας. Αν δοκιμάσετε την τύχη σας έξω από τον κύκλο των δεξιοτήτων σας, θα κάνετε μια αξιοθρήνητη καριέρα. Σας το εγγυώμαι».

Συμπέρασμα: Μην έχετε εμπιστοσύνη στη γνώση του σοφέρ. Μην συγχέετε το φερέφωνο της επιχείρησης, τον σόουμαν, τον τηλεοπτικό παρουσιαστή, τον αερολόγο, τον καλό ομιλητή ή τον διασπορέα κλισέ μ’ εκείνον που έχει πραγματικές γνώσεις. Πως θα τον αναγνωρίσετε; Έχει ένα χαρακτηριστικό που τον διακρίνει. Εκείνος που ξέρει πραγματικά γνωρίζει τι ξέρει και τι δεν ξέρει. Αν βρεθεί έξω από τον κύκλο της αρμοδιότητάς του, είτε δεν λέει τίποτε είτε ομολογεί ότι δεν ξέρει. Ήρεμα, ακόμη και με κάποια υπερηφάνεια. Ενώ από τα στόματα των σοφέρ θα ακούσετε τα πάντα, αλλά ποτέ το «δεν ξέρω».


ΡΟΛΦ ΝΤΟΜΠΕΛΛΙ, Η τέχνη της καθαρής σκέψης

Πώς οι βαθύτερες πεποιθήσεις καθορίζουν τον τρόπο σκέψης

Δεν μπορείτε να προσελκύσετε κάτι στη ζωή σας ενώ σκέφτεστε και αισθάνεστε το αντίθετό του.

Δεν μπορείτε, για παράδειγμα, να φέρετε την αφθονία στη ζωή σας, όταν εστιάζετε και εκπέμπετε σκέψεις στέρησης, έλλειψης, άγχους, αμφιβολίας και κατάκρισης. Για να κερδίσετε την αφθονία πρέπει οι σκέψεις και τα συναισθήματά σας να εκπέμπουν τη δόνηση της ενέργειας της αφθονίας.

Είναι πολύ πιθανό να έχετε μάθει να σκέφτεστε μόνο αρνητικά και να μην έχετε ποτέ εστιάσει σε θετικές σκέψεις ή σκέψεις αφθονίας, ώστε να μπορείτε αυτόματα να συνδέεστε με αυτές.

Οι σκέψεις σας προκύπτουν από τις πεποιθήσεις που έχετε για τη ζωή, τους ανθρώπους και τον εαυτό σας.

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι πεποιθήσεις είναι η αφετηρία στην αλυσίδα της νοητικής και δημιουργικής διαδικασίας. Εισέρχονται στον εγκέφαλό μας από τη στιγμή της γέννησής μας έως τα εφτά μας χρόνια και αφορούν οποιοδήποτε γεγονός η κατάσταση.

Παράλληλα εκφράζουν τις πεποιθήσεις των ανθρώπων του περιβάλλοντός μας για το τι είναι σωστό ή λάθος στον κόσμο, ή σε κάθε περίπτωση ξεχωριστά. Γίνονται αποδεκτές χωρίς κριτική σκέψη, καθώς σε αυτή την τόσο μικρή ηλικία είναι ακόμη αδιαμόρφωτες.

Βασικά, οι πεποιθήσεις δεν είναι παρά επαναλαμβανόμενες σκέψεις που φέρουν συναισθηματικό φορτίο, και, ως εκ τούτου, έχουν μεγάλη ενεργειακή ένταση που τις καθιστά πολύ ισχυρές.

Λειτουργούν στην ουσία σαν ισχυροί μαγνήτες με δική τους ενεργειακή δόνηση και συχνότητα και προσελκύουν καταστάσεις που είναι σε σύμπνοια με αυτές.

Ο Κόσμος μας μπορεί να έχει προκύψει από μια μαύρη τρύπα σε ένα σύμπαν υψηλότερων διαστάσεων

Η Μεγάλη Έκρηξη δημιουργεί ένα μεγάλο ερώτημα: αν ήταν πράγματι ο κατακλυσμός που έφερε στο προσκήνιο το σύμπαν μας πριν 13,7 δισεκατομμύρια χρόνια, τι ήταν αυτό που τον προκάλεσε;

Τρεις λοιπόν ερευνητές από το Ινστιτούτο Perimeter του Καναδά έχουν μια νέα ιδέα για το τι θα μπορούσε να υπάρχει πριν από το big bang. Είναι λίγο περίπλοκο, αλλά στηρίζεται στον ήχο των μαθηματικών, είναι μια ελέγξιμη θεωρία και αρκετά δελεαστική.

Αυτό που αντιλαμβανόμαστε ως Μεγάλη Έκρηξη, υποστηρίζουν, θα μπορούσε να είναι ο τρισδιάστατος «αντικατοπτρισμός» ενός υπό κατάρρευση άστρου σε ένα σύμπαν βαθιά διαφορετικό από το δικό μας.

«Η μεγαλύτερη πρόκληση της Κοσμολογίας είναι η κατανόηση του ίδιου του big bang», λένε οι τρεις ερευνητές. Ο Niayesh Afshordi του Ινστιτούτου Perimeter, ο καθηγητής Robert Mann από το Πανεπιστήμιο του Waterloo και ο υποψήφιος διδάκτορας Razieh Pourhasan .

Η συμβατική αντίληψη θεωρεί ότι η Μεγάλη Έκρηξη άρχισε με μια ιδιομορφία – ένα απύθμενα καυτό και πυκνό φαινόμενο του χωροχρόνου, όπου οι κανονικοί νόμοι της φυσικής καταρρέουν. Οι ιδιομορφίες είναι περίεργες καταστάσεις, και η κατανόησή μας για αυτές είναι περιορισμένες.

Το πρόβλημα, όπως το θέτουν οι τρεις ερευνητές, είναι ότι την υπόθεση της Μεγάλης Έκρηξης την έχουμε κατανοήσει ως εξής: ότι το σύμπαν προέκυψε από τη φυσική καταστροφή μιας ιδιομορφίας (μοναδικότητας). Αυτό φαίνεται απίθανο.

Έτσι, ίσως κάτι άλλο συνέβη. Ίσως το σύμπαν μας δεν ήταν ποτέ μοναδικό στην αρχική θέση.

Η πρότασή τους είναι η εξής:

Το γνωστό σύμπαν μας θα μπορούσε να είναι το τρισδιάστατο «περιτύλιγμα» γύρω από τον ορίζοντα γεγονότων μιας μαύρης τρύπας τεσσάρων διαστάσεων. Σε αυτό το σενάριο, το σύμπαν μας ξεκίνησε να “λειτουργεί” όταν ένα αστέρι σε ένα τετραδιάστατο σύμπαν κατέρρευσε μέσα σε μια μαύρη τρύπα.

Στο τρισδιάστατο σύμπαν μας, οι μαύρες τρύπες έχουν ορίζοντες γεγονότων δύο διαστάσεων – δηλαδή, αυτές περιβάλλονται από ένα δισδιάστατο όριο που σηματοδοτεί το “σημείο χωρίς επιστροφή”. Στην περίπτωση ενός τεσσάρων διαστάσεων σύμπαν, μια μαύρη τρύπα θα έχει ένα τρισδιάστατο ορίζοντα γεγονότων.

Στο προτεινόμενο σενάριο τους, το σύμπαν μας δεν ήταν ποτέ μέσα στην ιδιομορφία. Μάλλον, τέθηκε σε “λειτουργία” έξω από ένα ορίζοντα γεγονότων, προστατευμένο από την ιδιομορφία. Αυτό ξεκίνησε ως – και παραμένει – απλώς ένα στοιχείο στο άστρο που κατέρρευσε των τεσσάρων διαστάσεων.

Οι ερευνητές τονίζουν ότι αυτή η ιδέα, αν και μπορεί να ακούγεται «παράλογη», στηρίζεται σταθερά στα καλύτερα σύγχρονα μαθηματικά που περιγράφουν το χώρο και το χρόνο. Συγκεκριμένα, έχουν χρησιμοποιήσει τα εργαλεία της ολογραφίας για να «μετατρέψουν τη Μεγάλη Έκρηξη σε μια κοσμική οφθαλμαπάτη» Στην πορεία, το μοντέλο τους φαίνεται να αντιμετωπίζει κάποια μακροχρόνια κοσμολογικά παζλ και – το πιο κρίσιμο είναι ότι – παράγει ελέγξιμες προβλέψεις.

Φυσικά, η διαίσθησή μας είναι αντίθετη με την ιδέα ότι τα πάντα και όλα όσα γνωρίζουμε προέκυψαν από τον ορίζοντα γεγονότων μιας μόνο, τεσσάρων διαστάσεων, μαύρης τρύπας. Δεν έχουμε καμία ιδέα για το τι μπορεί να μοιάζει ένα τετραδιάστατο σύμπαν . Δεν ξέρουμε για το πώς ξεκίνησε – γεννήθηκε ένα μητρικό σύμπαν των τεσσάρων διαστάσεων.

Αλλά οι ψευδείς ανθρώπινες διαισθήσεις, υποστηρίζουν οι ερευνητές, εξελίχθηκαν σε έναν τρισδιάστατο κόσμο που μπορεί να μας αποκαλύψει μόνο σκιές της πραγματικότητας.

Αυτή η ιδέα μοιάζει με την αλληγορία του σπηλαίου του Πλάτωνα, στο οποίο οι κρατούμενοι περνούν τη ζωή τους βλέποντας μόνο τις σκιές που τρεμοπαίζουν και οι οποίες βρίσκονται πάνω στον τοίχο μιας σπηλιάς, εξ αιτίας μιας αιώνιας φωτιάς.

«Τα δεσμά, τους εμπόδισαν να αντιληφθούν τον πραγματικό κόσμο, μια σφαίρα με μία πρόσθετη διάσταση», γράφουν οι ερευνητές. «Οι κρατούμενοι του Πλάτωνα δεν καταλαβαίνουν τις δυνάμεις πίσω από τον ήλιο, όπως ακριβώς δεν καταλαβαίνουμε το τετραδιάστατο μεγαλύτερο μέρος του σύμπαντος. Αλλά τουλάχιστον ήξεραν πού να ψάξουν για απαντήσεις.»

Δεύτερη παράταση παίρνει η αποστολή Dawn στο νάνο πλανήτη Δήμητρα

main_dawn
Η NASA αποφάσισε να παρατείνει για δεύτερη φορά -σε σχέση με τον αρχικό προγραμματισμό της- την αποστολή του σκάφους Dawn στο νάνο-πλανήτη Δήμητρα (Ceres),, το μεγαλύτερο σώμα στη ζώνη των αστεροειδών μεταξύ Άρη-Δία. Η διαστημοσυσκευή θα πάρει εντολές αλλαγής τροχιάς από το κέντρο ελέγχου στη Γη (το Εργαστήριο Αεριώθησης JPL στην Πασαντίνα της Καλιφόρνια) για να κατέβει χαμηλότερα από κάθε άλλη φορά, σε ύψος έως 200 χιλιομέτρων από την επιφάνεια της Δήμητρας, ενώ έως τώρα δεν είχε πλησιάσει χαμηλότερα από τα 385 χιλιόμετρα.

Η διαστημοσυσκευή μπήκε σε τροχιά γύρω από τον μικρό πλανήτη στις 6 Μαρτίου 2015

Όταν το σκάφος ξεμείνει από καύσιμα υδραζίνης, θα παραμείνει σε σταθερή τροχιά γύρω από τον μικρό πλανήτη, σαν τεχνητός δορυφόρος του. Για να προφυλαχθεί η Δήμητρα από μια πιθανή μόλυνση με γήινα μικρόβια, εάν το Dawn έπεφτε πάνω της, επελέγη η λύση μιας σταθερής τροχιάς στο διηνεκές, ακόμη κι όταν πια δεν θα μπορεί να επικοινωνήσει με τη Γη, κάτι που αναμένεται να συμβεί στο τέλος του 2018.

Προτεραιότητα για τους επιστήμονες, κατά τη δεύτερη παράταση της αποστολής, αποτελεί το να συλλέξουν στοιχεία μέσω του φασματόμετρου ακτίνων γάμμα και νετρονίων του σκάφους, ώστε να κατανοήσουν καλύτερα τη σύνθεση του ανώτερου στρώματος της Δήμητρας και της ποσότητας του πάγου που περιέχει.

Ακόμη το Dawn θα τραβήξει με την κάμερά του εικόνες της γεωμορφολογίας της Δήμητρας και θα κάνει ορυκτολογικές μετρήσεις μέσω ενός άλλου φασματόμετρου που διαθέτει.

Χάρη στη νέα παράταση της αποστολής του, το Dawn θα βρίσκεται σε τροχιά γύρω από τη Δήμητρα, όταν αυτή, τον Απρίλιο του 2018, θα φθάσει στο περιήλιό της, δηλαδή στο κοντινότερο σημείο της τροχιάς της από τον Ήλιο.

Η στενή προσέγγιση στο καυτό άστρο μας θα οδηγήσει σε αυξημένη εξάτμιση νερού από τους πάγους της Δήμητρας, δημιουργώντας μια προσωρινή ατμόσφαιρα από υδρατμούς, την οποία θα μελετήσουν τα όργανα του Dawn.

Το Dawn είναι η μόνη αποστολή που τέθηκε σε τροχιά γύρω από δύο σώματα: αρχικά επί 14 μήνες γύρω από τον γιγάντιο αστεροειδή Εστία, μεταξύ 2011-2012, και στη συνέχεια, μετά τον Μάρτιο του 2015, γύρω από τη Δήμητρα.

Οι νάνοι πλανήτες αποτελούν μια διακριτή κατηγορία ουρανίων σωμάτων του ηλιακού μας συστήματος, έχοντας ενδιάμεσο μέγεθος ανάμεσα στους κανονικούς πλανήτες και στους αστεροειδείς. Η «Αυγή», πριν φθάσει στη Δήμητρα, είχε προσεγγίσει τον μεγάλο αστεροειδή «Εστία», διαμέτρου 525 χιλιομέτρων, το δεύτερο μεγαλύτερο σώμα στη ζώνη των αστεροειδών, και είχε τεθεί σε τροχιά γύρω του την περίοδο 2011-12.

Οι αστρονόμοι πιστεύουν ότι ο πυρήνας της Δήμητρας είναι βραχώδης, ενώ μεγάλο ερωτηματικό-που η νέα αποστολή μπορεί να απαντήσει- παραμένει κατά πόσο υπάρχει ένας υγρός ωκεανός νερού κάτω από την παγωμένη επιφάνειά της, στην οποία φαίνεται να υπάρχουν κρατήρες. Η αποστολή της «Αυγής» στη Δήμητρα, αν όλα πάνε καλά, αναμένεται να διαρκέσει 16 μήνες.

Οι φάλαινες μαθαίνουν τη γλώσσα των δελφινιών

Οι φάλαινες Beluga είναι γνωστές για τα φωνητικά τους προσόντα, με ένα ευρύ φάσμα συλλαβών και λέξεων που γνωρίζουν ή μπορούν να μάθουν. Αλλά λίγες έρευνες έχουν γίνει προκειμένου να φανεί πόσο προσαρμοστικά είναι τα φωνητικά τους προσόντα. Έτσι, όταν μια τετράχρονη φάλαινα που ζει σε συνθήκες αιχμαλωσίας έπρεπε πρόσφατα να μετακινηθεί από μια δεξαμενή γεμάτη με φάλαινες σε μια δεξαμενή δελφινιών όπου ήταν η μόνη του είδους της, οι επιστήμονες βρήκαν την ευκαιρία να παρατηρήσουν πώς θα μπορούσε να προσαρμοστεί.

Η ταχύτητα με την οποία το έκανε ήταν αξιοσημείωτη και όχι μόνο από κοινωνική άποψη. Μετά από μερικούς μήνες, η φάλαινα κατάφερε να μάθει την… γλώσσα των δελφινιών και να επικοινωνεί μαζί τους. “Ήταν σαν να είχε μάθει πώς μιλά σαν δελφίνι”.

Η εκμάθηση μιας νέας γλώσσας είναι αρκετά δύσκολη ακόμα και για τον άνθρωπο. Αλλά αυτή η beluga δεν απλά έμαθε να μιλάει μια νέα γλώσσα, υιοθέτησε το σφύριγμα και τις φωνές ενός εντελώς διαφορετικού είδους. Φυσικά, είναι δύσκολο να εντοπίσουμε τη διαφορά μεταξύ της μιμητικής και της γλωσσικής ικανότητας, αλλά έτσι ή αλλιώς αποτελείι μια συναρπαστική περίπτωση στη διαπροσωπική επικοινωνία.

Όταν η beluga μεταφέρθηκε για πρώτη φορά στο δελφινάριο Koktebel στην Κριμαία, υπήρξε κάποια σύγχυση. «Η πρώτη εμφάνιση της φάλαινας ανάμεσα στα δελφίνια τούς προκάλεσε τρόμο», αναφέρουν οι Elena Panova και Alexandr Agafonov από τη Ρωσική Ακαδημία Επιστημών στη Μόσχα.

Δεν χρειάστηκε, όμως, πολύς χρόνος για να καταλάβουν ότι η φάλαινα ήταν ακίνδυνη και πολύ φιλική, και άρχισαν να αναπτύσσουν δεσμό μεταξύ τους. Τις πρώτες μέρες της στη δεξαμενή των δελφινιών, έβγαζε μόνο τις δικές της κραυγές για να υποδηλώσει το είδος της. Αλλά μετά από μόλις δύο μήνες, υιοθέτησε τα σφυρίγματα των τριών ενηλίκων δελφινιών της ομάδας της. Μάλιστα, όταν ένα από τα ενήλικα θηλυκά δελφίνια γέννησε ένα μικρό, επέτρεψε στη φάλαινα να κολυμπά τακτικά μαζί του, σηματοδοτώντας ότι η φάλαινα είχε γίνει δεκτή στην ομάδα.

Η ταχύτητα με την οποία η beluga έμαθε την γλώσσα των δελφινιών είναι εντυπωσιακή, αν και δεν αποτελεί κάτι καινούριο. Οι φάλαινες αυτές είναι γνωστές ως “φωνητικοί βιρτουόζοι” και άλλες μελέτες έχουν δείξει ότι είναι ικανές να μιμούνται ήχους, ακόμα και την ανθρώπινη ομιλία, τα πουλιά, ήχους του υπολογιστή και μάλιστα σε μικρό χρονικό διάστημα από τη στιγμή που θα τους ακούσουν.

Η φάλαινα έπρεπε να κοινωνικοποιηθεί με ένα εντελώς νέο είδος και σύντομα πέτυχε να έχει τουλάχιστον τη βασική επικοινωνία μεταξύ τους, ενώ έγινε δεκτή στην ομάδα. Το αν πρόκειται για πραγματική γλωσσική απόκτηση είναι θέμα περαιτέρω μελέτης, αλλά είναι ενθαρρυντικό σημάδι ότι η “γλώσσα” δεν πρέπει να αποτελεί εμπόδιο επικοινωνίας.

Η Πυθαγόρεια Σκέψη

Η πυθαγόρεια σκέψη δομήθηκε μέ­σα από ένα κράμα θρησκευτικής πίστης και φιλοσοφίας. Κα­τά γενική ομολογία των μεταγενέστερων το πνεύμα του Ορφισμού διαπερνούσε την πυθαγόρεια φιλοσοφία. Ή, για να το πούμε με άλλα λόγια, η φιλοσοφία του Πυθαγόρα υπήρξε η φιλοσοφική πραγμάτωση της ορφικής πίστης. Το βασικότερο δόγμα του Πυθαγόρα ήταν η πίστη στην αθανασία της ψυχής, η οποία αναπτύσσεται διαρκώς και αλ­λάζει σώματα προκειμένου να λυτρωθεί τελικά από τη θνητή ζωή και καθαρή να λάβει τη θέση της μεταξύ των αθανάτων όντων. Δηλαδή, ήταν αποδεκτή η θεωρία της μετενσάρκωσης της ψυχής, η οποία μέσα από έναν κύκλο γεννήσεων απελευ­θερώνεται από το θνητό σώμα. Επομένως, ο άνθρωπος κατά τους Πυθαγόρειους έχει σαν σκοπό της ζωής του να αποτινάξει το ζυγό του θνητού σώματος και να γίνει καθαρό πνεύμα, οπότε θα ενωθεί με το συμπαντικό πνεύμα στο οποίο ανήκει.

Ο Πυθαγόρας πιθανολογείται πως ήταν ο πρώτος που χρησιμοποίησε τον όρο «κόσμος» προκειμένου να υποδηλώ­σει το Σύμπαν σαν μια οργανωμένη τάξη. Το Σύμπαν διέπεται από μια τάξη και είναι οργανωμένο και έμψυχο. Δεν υπάρχει τίποτε άψυχο και κενό ζωής κατά τους Πυθαγόρειους. Με αυτόν τον τρόπο παρουσιάζεται η έννοια της «συγγένειας ολόκληρης της φύσης» και όπως το Σύμπαν εί­ναι «κόσμος» οργανωμένος, έτσι και ο άνθρωπος αποτελεί μια μικρογραφία αυτού του «κόσμου», ένα μικρόκοσμο. Με­λετώντας αυτόν τoν μικρόκοσμο, ουσιαστικά σπουδάζουμε τις θεμελιώδεις δομές του Σύμπαντος. Καταλαβαίνουμε, λοιπόν, ότι για τους Πυθαγόρειους ο κόσμος δεν είναι ένα αντικείμενο έρευνας, πειραματισμού και επιβολής, αλλά μια ιερή τάξη γεμάτη δυνάμεις και η συμμετοχή σε αυτές δρα αποκαλυπτικά στη νόησή μας και διεγείρει βαθύτατα τον ε­σωτερικό μας κόσμο.

Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο της πυθαγόρειας σκέψης είναι η έννοια του πέρατος ή ορίου. Από τη στιγμή που υφίσταται o κόσμος, η οργανωμένη τάξη στο Σύμπαν, προϋποθέτει την ύπαρξη ενός ορίου, καθώς οτιδήποτε δεν έχει προκαθορισμένα όρια είναι άμορφο και ταιριάζει στο χάος. Ο κόσμος δημιουργείται με την παρέμβαση του ορίου στο άπειρο, οπότε αποκαλύπτεται μια καθορισμένη ενότητα. Το κα­θορισμένο και το απροσδιόριστο αποτελούν τις δυο βασικές αντίθετες αρχές για τους Πυθαγόρειους, από τις οποίες η πρώτη είναι το καλό και η δεύτερη το κακό, αφήνοντας να φανεί η έννοια του δυϊσμού στη φιλοσοφία τους.

Ο Αριστο­τέλης παραθέτει έναν πίνακα του Αλκμαίωνα του Κροτωνιάτη με τα βασικά αντίθετα των Πυθαγορείων:

πέρας  —άπειρον
περιττόν  —άρτιον
εν  —πλήθος
δεξιόν  —αριστερόν
άρρεν  —θήλυ
ηρεμούν  —κινούμενον
ευθύ  —καμπύλον
φως  —σκότος
αγαθόν  —κακόν
τετράγωνον  —ετερομήκες

Εκείνο, όμως, που διαφοροποιεί εντελώς τη φιλοσοφική σκέψη του Πυθαγόρα από τους υπόλοιπους είναι ο τρόπος ή διαδικασία κάθαρσης και απελευθέρωσης της ψυχής. Πάνω στα μέσα για την επίτευξη αυτού του σκοπού οικοδομήθηκε  ένα οικοδόμημα απέραντου πνευματικού ύψους. Ο Πυθαγό­ρας χρησιμοποιεί τα μαθηματικά για τη διείσδυση του στις πιο υψηλές περιοχές του νου και δεν το κάνει με κάποια δεισιδαιμονική αντιμετώπιση τους. Αντίθετα, θεμελιώνει τη μαθηματική επιστήμη και  την ανάγει σε φιλοσοφική θεωρία. Ξεφεύγει από τις μετρήσεις και τις λογιστικές ενασχολήσεις της και την αναβιβάζει σε επίπεδα ιδεών. Καθίσταται πρωτοπόρος του μαθηματικού στοχασμού, ανακαλύπτοντας νέες μαθηματικές θεωρίες και αρχές, που η εφαρμογή τους απο­δείχθηκε διαχρονική.

Το γνωστό σε όλους μας Πυθαγόρειο θεώρημα [το τετράγωνο της υποτείνουσας ενός ορθογώνιου τριγώνου ισούται με το άθροισμα των τετραγώνων των δύο άλλων πλευρών] αντλεί από εκείνες τις εποχές την κατα­γωγή του. Αξιοσημείωτο επίσης είναι το ότι δε μελετούσαν τους αριθμούς αφηρημένα αλλά χρησιμοποιούσαν χαλίκια, με τα οποία σχημάτιζαν διάφορα σχήματα και εξέταζαν τις μεταξύ τους ανακύπτουσες σχέσεις. Όταν, για παράδειγμα, αναφέρονταν στους τριγωνικούς αριθμούς, δεν έκαναν τίποτε άλλο από το να μελετούν  το σχήμα που δημιουργείται από την τοποθέτηση των αριθμών, Δηλαδή, Ο τριγωνικός αριθμός 10 είναι η περίφημη τετρακτύς, ο τέλειος αριθμός, σχηματιζόμενος από το άθροισμα των τεσ­σάρων πρώτων (1+2 +3+4=10). Με τον ίδιο τρόπο μελετούσαν τους τετράγωνους αριθμούς, τους κύβους κ.λπ., κα­θώς επίσης αναζητούσαν τις συμμετρικές τους σχέσεις, τις αναλογίες τους. Οι ίδιοι ανακάλυψαν τους μαθηματικούς μέσους, δηλαδή τον αριθμητικό, το γεωμετρικό και τον αρμονι­κό.

Αλλά όλα τούτα δε θα είχαν ίσως ποτέ ανακαλυφθεί εάν οι αριθμοί δε συνδέονταν με έννοιες και ποιότητες. Οι αριθμοί δεν είναι ποσότητες απλώς, αλλά αντιπροσωπεύουν ιδέες και αρετές και κάθε συσχέτισή τους οδηγεί την ανθρώ­πινη διάνοια σε συνειδησιακές ανακαλύψεις. Μέσω αυτών παρέχεται μια δυνατότητα ανάπτυξης και βελτίωσης της αν­θρώπινης οντότητας. Στην ουσία οι Πυθαγόρειοι εξομοίωσαν ολόκληρη τη φύση με τους αριθμούς και υπέθεσαν ότι τα στοιχεία των αριθμών είναι στοιχεία όλων των όντων και όλος ο κόσμος είναι αρμονία και αριθμός. Η έννοια της ψυχής ως αρμονίας είχε πολύ ισχυρή επίδραση στη φιλοσοφία των Πυθαγορείων. Αλλά αυτή την έννοια κατά κανένα τρόπο δεν την ταύτιζαν με την εξισορρόπηση των δυνάμεων του φυσικού τους σώματος, αλλά με τον αριθμό. Θεωρούσαν λοιπόν πως η αρμονία της ψυχής σχετί­ζεται με την τετρακτύν, τον τέλειο αριθμό. Δημιουργείται δε, μέσω της αρμονίας των πρώτων τεσσάρων αριθμών -1 ,2 ,3 , 4 - καθώς αυτοί είναι οι ενσαρκωτές της. Σε τέτοιες βεβαίως ιδέες στηρίχθηκαν και χρησιμοποίησαν το μαθηματικό τους υπόβαθρο στο πεδίο της μουσικής. Ο ίδιος ο Πυθαγόρας ανακάλυψε ότι εκείνα τα διαστήματα της μουσικής κλίμακας που ονομάζονται τέλειες αρμονίες, μπορούν να διατυπωθούν αριθμητικά ως αναλογίες μεταξύ των αριθμών 1,2,3,4. Για παράδειγμα, η αναλογία δύο προς ένα μας δίνει την ογδόη ή τη διαπασών συμφωνία, όπως την αποκαλούσαν. Συνεπώς, επιβεβαίωσε με ακρίβεια ότι υφίσταται μια αριθμητική οργάνωση μέσα στην ίδια τη φύση του ήχου και κάτι τέτοιο δεν είχε να κάνει μόνο με τη μουσική που ακουγόταν από κά­ποιο όργανο, αλλά με το ίδιο το Σύμπαν. Διότι η μουσική εξέφραζε ακριβώς την υφιστάμενη συμπαντική αρμονία και ήταν ένα μέσο προσέγγισης της μέσω του ίδιου του κάλλους της.

Την αρμονία της τετρακτύος αναζήτησαν οι Πυθαγόρειοι και στον ουρανό ,όπου διεπίστωσαν τις κανονικές κινήσεις των άστρων. Προκειμένου δε να δημιουργήσουν τη δεκάδα στο ηλιακό μας σύστημα, πρόσθεσαν και ένα δέκατο πλα­νήτη, την αντιχθόνα, που δεν είναι ορατή από τη γη. Διακήρυτταν λοιπόν ότι η κίνηση των ουράνιων σωμάτων σίγου­ρα είχε σαν αποτέλεσμα να βγαίνει κάποιος ήχος, αφού κάτι τέτοιο συμβαίνει και με τα σώματα στη γη. Και αφού οι αποστάσεις μεταξύ τους είναι αναλογικές, επόμενο ήταν ότι θα παράγεται μουσική και αποκαλούσαν το φθόγγο των άστρων εναρμόνιο. Ο Πυθαγόρας συνήθιζε να λέει πως αφουγκράζεται τη μουσική των ουράνιων σφαιρών και τον ακολούθη­σαν και αρκετοί άλλοι μεταξύ των Πυθαγορείων. Η φιλοσοφία των Πυθαγορείων κινήθηκε σε ένα πολυδιάστατο επίπεδο. Χρησιμοποίησε τα μαθηματικά, τη μουσική, την αστρονομία, αλλά και την ιατρική, καθώς οι πηγές αναφέρουν ότι έδιναν ιδιαίτερη σημασία στη φυσική αγωγή και τη δίαιτα, προκειμένου να διατηρούνται υγιείς. Η εφαρμογή της φιλοσοφίας τους ήταν όντως ένας πλήρης τρόπος ζωής και ασκούσαν ουσιαστικά την ψυχή τους προκειμένου να ταυτιστεί με την αρμονία του κόσμου.

Οι Πυθαγόρειοι όφειλαν να είναι σιωπηλοί και υπάκουοι, ενώ τα ανώτερά τους καθήκοντα ήταν σεβασμός προς το θείο, τους γονείς και το νόμο. Η μεταξύ τους συμπεριφορά στηριζόταν στη δικαιοσύνη. Αποδέχονταν την ύπαρξη μιας ιεραρχίας, στην οποία καθένας κατείχε την αρμόζουσα θέση.