Σ’ αὐτό το άρθρο θά προσπαθήσουμε, ὅσο μποροῦμε πιό συγκεκριμένα, νά φωτίσουμε τό πρόβλημα ποιά εἶναι τά διδάγματα πού θεωροῦμε πώς προσφέρει ἡ ἀρχαία ἐπιστήμη στή σύγχρονη ἐποχή.
Πρῶτα ἀπ’ ὁλα ὑποστηρίζουμε πώς ἡ ἀνθρώπινη δραστηριότητα πού λέγεται ἐπιστήμη δέν ἐμφανίστηκε σάν τρόπος σκέψης γιά τά πράγματα, τέτοιος πού νά μπορεῖ νά δίνει ἱκανοποιητική ἀπάντηση μέ τό λόγο γιά ὁποιοδήποτε πρόβλημα πού ἐμφανίζεται, μά σάν τρόπος σκέψης γιά τά πράγματα πού μᾶς δίνει τή δυνατότητα νά τά χρησιμοποιοῦμε γιά ἐπιθυμητούς σκοπούς. Ἡ ἐπιστημονική σκέψη διαφέρει ἀπό τούς ἄλλους τρόπους σκέψης στό ὅτι ἡ ἀξιοπιστία της ἐπιβεβαιώνεται στήν πράξη. Αὐτή μας τήν ἄποψη, γι’ αὐτό τό ζήτημα, μποροῦμε νά τήν ἐκφράσουμε μέ τά λόγια ἑνός Γάλλου συγγραφέα πού τό ἔργο του φαίνεται πώς δέν ἔγινε ἀποδεκτό στήν πατρίδα του :
«Ταυτόχρονα μέ τή θρησκευτική σκέψη», γράφει δ Felix Sartiaux «ὁμως πολύ πιό ἀργά, ἐπειδή ἀπαιτοῦνται πολύ μεγαλύτερες προσπάθειες, ἡ ἐπιστημοική σκέψη ξεκόβει ἀπό τή νοοτροπία τῆς μαγείας καί τοῦ μυστικισμοῦ πού χαρακτήριζε τόν πρωτόγονο ἄνθρωπο. ¨Ο ἄνθρωπος μέ τή χειρωνακτική ἐπεξεργασία, μέ τήν κατασκευή ἀντικειμένων γιά προκαθορισμένο σκοπό, χάρη στήν κλίση του ν’ ἀντιλαμβάνεται τά πράγματα μέ παραστατικότητα, ἀρχίζει νά ξεχωρίζει, νά ταξινομεῖ καί νά προσέχει τί σχέσεις πού εἶναι ἀνεξάρτητες ἀπό τή φαντασία του. Ἀρχίζει νά καταλαβαίνει πώς τά πραγματικά γεγονότα δέν ἀνταποκρίνονται στίς ἱεροτελεστίες, πώς τά πράγματα δέ συμπεριφέρονται ὁπως τά πνεύματα. Ἄν διατηροῦσε τούς μύθους τῆς μαγείας καί τούς θρησκευτικούς μύθους, ποτέ δέ θά μποροῦσε νά κάνει κάτι. Στήν πραγματικότητα, ἀπό τήν πιό παλιά ἐποχή, σκότωνε πραγματικά τά ζῶα κι ἐπίσης τά ἐξημέρωνε, καλλιεργοῦσε φυτά, ἔβγαζε μέταλλα ἀπό τά ὀρυκτά, καί κατασκεύαζε Ἀντικείμενα γιά σκοπούς πού ὁ ἴδιος εἶχε καθορίσει. Αὐτές οἱ δραστηριότητες, ὁποιες κι ἄν ἦταν οἱ παραστάσεις πού τίς συνόδευαν, ἦταν πετυχημένες ἐνέργειες. Ὁ ἄνθρωπος, συνειδητά ἤ ὄχι, κατανόησε τίς σωστές σχέσεις καί τίς ὑπόταξε. Ἡ ὕπαρξη τῆς τεχνικῆς - πού ἔχει τίς ρίζες της στήν παλαιολιθική ἐποχή - δείχνει πώς καί στήν πιό πρωτόγονη σκέψη ἐμφανίζονται ἴχνη ἐπιστημονικοῦ πνεύματος» (Morale Kantienne et morale humaine, Paris 1917, σ 254).
Στούς ἀρχαίους πολιτισμούς τῆς Ἐγγύς Ἀνατολῆς αὐτός ὁ ἐπιστημονικδς τρόπος τῆς σκέψης σχεδόν μόλις καί μετά βίας πετυχημένα ἐφαρμόστηκε στή σφαίρα τῆς τεχνικῆς. Ὅμως ὑπῆρχε πλάϊ στή μυθολογική ἑρμηνεία τοῦ σύμπαντος. Αὐτή ἡ μυθολογική ἑρμηνεία τοῦ σύμπαντος ἐμφανίστηκε καί διαδόθηκε στό σῶμα τῶν ἱερέων καί σέ μεγάλο βαθμό ἐξυπηρέτησε πολιτικούς σκοπούς. Οἱ τεχνίτες πού ἡ δουλειά τους ἔκλινε τά σπέρματα τῆς ἐπιστήμης, ἀσχολιόντουσαν μέ τήν ὕλη. Οἱ ἱερεῖς πού τό καθῆκον τους ἦταν ἡ διατήρηση τῆς κοινωνικῆς διάρθρωσης, ἀσχολιόντουσαν κυρίως μέ τήν ἐπιτήρηση τῶν ἀνθρώπων. Οἱ ἀνάγκες ταῆς ἐπιτήρησης τῶν ἀνθρώπων δημιουργήσανε τήν ἀναγκαιότητα τῆς διατήρησης τῶν μυθολογικῶν ἑρμηνειῶν γιά τά μεγάλα φαινόμενα τῆς φύσης - γιά τίς κινήσεις τῶν οὐράνιων σωμάτων, για τή διαδοχή τῶν ἐποχῶν τοῦ χρόνου, γιά τή βλάστηση, γιά τίς ἀνωμαλίες ἤ τή βιαιότητα τῆς φύσης.
Ἡ Ἰδιαίτερη πρωτοτυπία τῶν στοχαστῶν τῆς Ἰωνίας ἦταν πώς χρησιμοποιήσανε γιά τήν ἑρμηνεία τῶν κινήσεων τῶν οὐρανίων σωμάτων καί τῶν μεγάλων φυσικῶν φαινομένων ἕνα τρόπο σκέψης πού πήγαζε ἀπό τή γνώση πού εἴχανε στίς τέχνες. Εὐνοϊκές πολιτικές περιστάσεις τούς τό ἐπέτρεψαν. Ἐκροσωπούσανε ἕνα νέο στοιχεῖο, τή νέα τάξη τῶν παραγωγῶν καί τῶν ἐμπόρων πού φέρνανε μία προσωρινή εἰρήνη κι εὐτυχία στήν κοινωνία, στήν ἐξαντλημένη κοινωνία ἀπό τούς ἀγῶνες ἀνάμεσα στήν ἀριστοκρατία τῆς γῆς καί στούς ἀπαλλοτριωμένους ἀγρότες. Ἐπειδή κυριαρχούσανε μέσα στήν κοινωνία, κυριαρχοῦσε ἐπίσης κι ὁ τρόπος τῆς σκέψης τους. Αἰσθάνονταν τήν πολιτική τους ἐξουσία σταθερή κ γι’ αὐτό δέ φοβηθήκανε ν’ ἀλλάξουνε τίς παλιές μυθολογικές ἑρμηνεῖες γιά τή φύση καί νά τίς ἀντικαταστήσουνε μέ μιά ἑρμηνεία γιά τά «ἐπάνω πράγματα» πού πήγαζε ἀπό τ πρακτική πείρα πού εἴχανε ἀποκτήσει ἀπό τά ἐπίγεια πράγματα.
Ὁ Σόλωνας, στίς ἀρχές τοῦ ἕκτου αἰώνα, ἔβαλε στήν Ἀττική τήν οἰκονομική βάση αὐτοῦ τοῦ τρόπου ἀντίληψης τοῦ κόσμου. Ὁ Σόλωνας ἦταν ἔμπορας πού κλήθηκε νά βγάλει τήν Ἀθήνα ἀπό τό ἀδιέξοδο πού τῆς δημιούργησε ὁ συνηθι σμένος ἀγώνας ἀνάμεσα στούς γαιοκτήμονες καί στούς χωρικούς. Μέ τήν εἰσαγωγή τῶν βιομηχανικῶν τεχνικῶν κλάδων ἔδωσε στή χώρα τίς οἰκονομικές δυνατότητες καί προσπάθησε νά μάθει ὁ κάθε Ἀθηναῖος στό παιδί του κάποια τέχνη. Ἡ Ἀθήνα, ὅταν ἔγινε δημοκρατία, ἦταν μιά βιομηχανική καί ἐμπορική πόλη στό κέντρο μίας ἀγροτικῆς περιοχῆς.
«Εἶναι ἐνδιαφέρον νά σημειώσουμε», γράφει δ W.H Jones, «πώς ἡ τέχνη ξεχώρισε ἀπό τήν ἐπιστήμη τότε μονάχα ὅταν ἡ ἑλληνική σκέψη εἶχε πιά ξεπεράσει τό ζενίθ της». Στά μισά τοῦ μεγάλου πέμπτου αἰώνα, στήν ἀπόκορύφωση τῆς ἐποχῆς τοῦ Περικλῆ, αὐτός δ διαχωρισμός δέν εἶχε ἀκόμα παρουσιαστεῖ στήν Ἀθήνα. Σ’ αὐτή τήν ἐποχη ὁ ἐργαζόμενος γλύπτης Φειδίας ἤ ὁ ἐργαζόμενος ἀρχιτέκτονας Ἰκτῖνος ἦταν τό κόσμημα τῆς καλύτερης κοινωνίας. Αὐτή ἡ ἄποψη ἀντικαθρεπτίζεται στά καλύτερα λογοτεχνικά ἔργα ἐκείνης τῆς ἐποχῆς.
Ἔτσι λ.χ. ὁ Αἰσχύλος - πού δημιούργησε τό ἔργο του στό τέλος τοῦ πρώτου μισοῦ τοῦ πέμπτου αἰώνα - δίνει μέ τό στόμα τοῦ Προμηθέα πού δίδαξε τή φωτιά μιά ὑπέροχη περιγραφική εἰκόνα γιά τό ρόλο τῆς τεχνικῆς στήν ἀνθρώπινη κοινωνία. Ὁ ἄνθρωπος, λέει ὁ Προμηθέας, εἶχε στήν ἀρχή τόσο λίγο μυαλό ὅσο κι ἕνα μωρό. Εἶχε μάτια, μά δέν ἔβλεπε. Εἶχε ἀφτιά κι ὅμως δέν ἄκουγε. Ζοῦσε μέσα σ’ ἕνα κόσμο ὀνείρων καί φαντασιώσεων ἴσαμε πού ὁ Προμηθέας τοῦ χάρισε τή λογική καί τήν ἱκανότητα τῆς ἀντίληψης. Σέ τί ὠφελοῦσε αὐτό τό δῶρο τῆς ἀντίληψης ; Στό ὅτι ὁ ἄνθρωπος πού ζοῦσε προηγούμενα σάν ἔντομο μέσα στίς σκοτεινές ὑπόγειες σπηλιές, χωρίς νά εἶναι ἱκανός νά φτιάχνει πλίθους καί χωρίς νά γνωρίζει τήν τέχνη τοῦ μαραγγοῦ, τώρα ζεῖ σ’ ὡραῖα ἡλιόλουστα σπίτια. Προηγούμενα δέν ἡξερε νά προβλἐψει τό χειμώνα, τήν ἄνοιξη, τό καλοκαίρι. Τώρα ἔμαθε νά διαβάζει τ’ ἄστρα κι ἔφτιαξε τό ἡμερολόγιο. Προηγούμενα δέν ἡξερε οὔτε νά λογαριάζει, οὔτε καί νά γράφει. Τώρα ἔχει ἀριθμητικό σύστημα κι ἀλφάβητο. Προηγούμενα μοχθοῦσε σάν τά ζεμένα ζῶα, τώρα μέρεψε τ’ ἄγρια ζῶα γιά νά κουβαλᾶνε τά φορτία καί τίς πανοπλίες. Προηγούμενα δέν τά κατάφερνε νά κολυμπάει στή θάλασσα, νά γιατρεύεται ὅταν ἦταν ἄρρωστος, ἤ καί νά προβλέπει τό μέλλον. Τώρα ἔχει τά λινά πανιά, τά θεραπευτικά βότανα καί τήν τέχνη τῆς πρόβλεψης. Σάν ἀποκορύφωση ὅλων αὐτῶν κατάκτησε τούς θαμένους κάτω ἀπό τή γῆ θησαυρούς, τό χρυσάφι, τ’ ἀσήμι, τό χαλκό, τό σίδερο. Αὐτή εἶναι ἡ ἔκθεση πού δίνει ὁ Αἰσχύλος στόν Προμηθέα του γιά τήν ἀνάπτυξη τοῦ πολιτισμοῦ. Γι’ αὐτόν ἡ κατάχτηση τῆς τεχνικῆς εἶναι ἀδιαχώριστη ἀπό τήν ἀνάπτυξη τῆς νοημοσύνης. Τοῦ ἦταν ἀδιανόητη ἡ ἰδέα μίας ὄχι ἐφαρμοσμένης ἐπιστήμης.
Μερικά χρόνια ἀργότερα δ Σοφοκλῆς στήν Ἀντιγόνη του καί πάλι ἀνακινεῖ τό θέμα τῆς τεχνολογικῆς ἐφευρετικότητας τοῦ ἀνθρώπου. Θαυμαστά, εἶναι πολλά πράγματα, λέει, μά δέν ὑπάρχει πιό θαυμαστό πράγμα ἀπό τόν ἴδιο τόν ἄνθρωπο. Αὐτός εἶναι ἡ δύναμη πού διασχίζει τή θάλασσα. Ἀξιοποιεῖ τούς δυνατούς ἀέρηδες γιά νά τόν μεταφέρουνε πάνω ἀπό τά μεγάλα κύματα πού ἀπειλοῦνε νά τόν καταπιοῦν. Χρόνια τώρα τό μουλάρι, αὐτό τό δυνατό ζῶο πού βγῆκε ἀπό τ’ ἄλογο, τραβάει τ’ ἄροτρό του κι ὀργώνει τό χῶμα τῆς Γῆς, τῆς πιό ἀρχαίας θεᾶς. Μέ τήν ἀνώτερη νοημοσύνη του τραβάει στίς παγίδες καί τά δίχτυα του ζῶα, πουλιά καί ψάρια. Δάμασε κι ὑπόταξε τ’ ἄλογο μέ τή δασύτριχη χαίτη καί τόν ἀκατάβλητο βουνήσιο ταῦρο. Ἔμαθε νά μιλάει, νά σκέπτεται καί νά συμπεριφέρεται πολιτισμένα. Ἔκτισε τά σπίτια γιά νά προστατευτεῖ ἀπό τή παγωνιά καί τή βροχή. Γιά ὅλα - ἐκτός ἀπό τό θάνατο - βρῆκε φάρμακο. Μπορεῖ ἀκόμα καί νά γιατρέψει τίς ἀρρώστιες. Ἡ ἐφευρετικότητά του στίς τέχνες, ἄν κι ἄλλοτε τοῦ βγαίνει σέ κακό κι ἄλλοτε σέ καλό, μαρτυράει ἀφάνταστη σοφία.
Δώσαμε μία πεζή παράφραση τῆς ποίησης πού δέ μεταγλωτίζεται καί πού ἐκφράζει τό μεγάλο φόρο τιμῆς πρός τήν ἐφευρετικότητα τῆς ἀνθρώπινης διάνοιας. Τουλάχιστο φωτίσαμε τό περιεχόμενό της. Ἡ ἀντίληψη τοῦ Σοφοκλῆ γιά τ’ ἀνθρώπινα ἐπιτεύγματα ταυτίζεται μ’ ἐκείνη τοῦ Αἰσχύλου. Ὅμως, ἐνῶ τό ὑλικό ταῆς τραγωδίας του ὑποχρεώνει τόν Αἰσχύλο ν’ ἀποδώσει τίς ἀνακαλύψεις ὅλων τῶν τεχνῶν στόν Προμηθέα, ὁ Σοφοκλῆς ἀνοικτά διακηρύσσει πώς ὅλα αὐτά εἶναι ἐπιτεύγματα τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτό φυσικά οὔτε ὁ Αἰσχύλος τ’ ἀρνιότανε. Τήν ἴδια γνώμη εἶχε κι ὁ σύγχρονός τους φιλόσοφος, ὁ Ἀναξαγόρας πού ζοῦσε κι αὐτός στήν Ἀθήνα τοῦ Περικλῆ. Δίδαξε πώς ὁ ἄνθρωπος ἔγινε σοφός γιατί ἀπόκτησε δυό ἱκανά χέρια.
Δέν εἶναι εὔκολο ἀπό τά ἀποσπάσματα τῆς ἀρχαίας φιλολογίας νά φωτιστεῖ ὁλόπλευρα ἡ μέθοδος ἐκείνων τῶν φιλοσόφων - ἐπιστημόνων πού βλέπανε στήν τεχνική τό κλειδί γιά τήν κατανόηση τῶν ἐνεργειῶν τῆς φύσης. Μιά ὅμως πραγματεία πού ἐξετάσαμε λεπτομερειακά, τονίζει τή συμβολή πού εἴχανε οἱ μάγειροι γιά τήν κατανόηση τῆς ἀνθρώπινης ὑπόστασης καί τῆς φύσης γενικά. Ἀνάμεσα στ’ ἄλλα παραδείγματα ἀναφέραμε τήν προσπάθεια τοῦ Ἐμπεδοκλῆ νά φωτίσει τή σχέση πού ὑπάρχει ἀνάμεσα στήν ἐξωτερική ἀτμόσφαιρα καί στήν κυκλοφορία τοῦ αἵματος στ’ ἀνθρώπινο σῶμα μέ τή βοήθεια τῆς κλεψύδρας. Αὐτό τό πείραμα ἐπιβεβαίωσε ἐπίσης τό συμπέρασμα πώς οἱ βασικές φυσικές διαδικασίες, ἡ ἀλληλοεπίδραση τῶν στοιχείων, διαδραματίζονται ἔξω ἀπό τά πλαίσια τῆς ἀντίληψης τῶν αἰσθήσεων. Τό καθῆκον τοῦ ἐπιστήμονα ἦταν τώρα μέ βάση τίς ὁρατές νά συμπεράνει τίς κρυμμένες διαδικασίες. Διασώθηκε κι ἄλλο ἕνα ἔργο τῆς σχολῆς τοῦ Ἱππόκρατη κι ἀπό τό ὁποῖο βλέπουμε πώς ὁ δοκιμασμένος ἐπιστήμονας προσπαθεῖ νά χρησιμοποιήσει αὐτή τή μέθοδο. Φαίνεται πώς αὐτή ἡ πραγματεία προέρχεται ἀπό τό διευθυντή τοῦ Γυμνασίου πού ἔζησε στά τέλη τοῦ πέμπτου αἰώνα. Πίστευε πώς ἡ ὑπόσταση τοῦ ἀνθρώπού εἶναι ἕνα μίγμα φωτιᾶς καί νεροῦ. Ἡ δυσκολία του βρισκότανε στό ὅτι τά δυό αὐτά στοιχεῖα ἀπό τά ὁποῖα ἐξαρτιῶνται οἱ ζωτικές ἐκδήλωσεις τοῦ ἀνθρώπου - τό ἴδιο ὅπως κι ὁ ἀέρας πού ἐρευνήθηκε ἀπό τόν Ἐμπεδοκλῆ - εἶναι πολύ λεπτά γιά νά μπορεῖ ἄμεσα νά τά ἀντιλαμβάνεται ὁ ἄνθρωπος. Μέ ποιό τρόπο ξεπερνάει αὐτή του τή δυσκολία; Εἶναι φανερό πώς ἦταν μαθητής τοῦ Ἠράκλειτου, τοῦ Ἐμπεδοκλῆ καί τοῦ Ἀναξαγόρα πού στίς ἀπόψεις τους γιά τό σύμπαν βρήκαμε πολλά ἴχνη τῆς ἐπίδρασης τῆς τεχνικῆς. Ὅπως αὐτοί οἱ κοσμολόγοι χρησιμοποιήσανε πολλές ἔννοιες βγάλ- μένες ἀπό τήν τεχνική γιά νά ἐξηγήσουνε τό σύμπαν, ἔτσι κι ὁ γιατρός μας γυρεύει νά ἐξηγήσει τήν ἀνθρώπινη φύση μέ τήν τεχνική. Ὅπως κι οἱ πρόγονοί του πού χρησιμοποιούσανε τήν ἴδια μέθοδο, λέει κι αὐτός πολλές ἀνοησίες. Ἐμᾶς ὅμως δέν μᾶς ἐνδιαφέρουνε τ’ ἀποτελέσματα, μά ἡ μέθοδος.
Πρῶτα ἀπ’ ὅλα διακηρύττει τή γενική του ἀρχή. Μποροῦμε, λέει, νά παρακολουθήσουμε τίς ἀόρατες διαδικασίες τῆς ἀνθρώπινης φύσης ἄν προσέξουμε τίς ὁρατές διαδικασίες τῆς τεχνικῆς. Στούς ἀνθρώπους ξεφεύγει αὐτο τό στοιχεῖο, ἐπειδή δέν καταλαβαίνουνε πώς οἱ τεχνικές διαδικασίες πού συνειδητά ἐλέγχονται ἀπ’ αὐτούς ἀποτελοῦνε ἀντιγραφή τῶν ἀσυνειδήτων διαδικασιῶν τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος. Οἱ θεοί, μᾶς ἐξηγεῖ, μάθανε τούς ἀνθρώπους ν’ ἀντιγράφουνε μέ τίς τέχνες τους τίς λειτουργίες τοῦ σώματός τους. Οἱ ἄνθρωποι καταλαβαίνουνε τίς τέχνες (δηλαδή τίς χρησιμοποιοῦνε μ’ ἐπιτυχία) , ὅμως δέν κατανοοῦνε ποιόν οἱ τέχνες ἀντιγράφουνε, θά ἔπρεπε νά συνειδητοποιήσουνε τό γεγονός πώς οἱ τέχνες εἶναι τό κλειδί γιά τήν κατανόηση τῶν κρυμμένων διαδικασιῶν τῆς φύσης.
Ἐδῶ εἶναι σημαντικό νά πάρουμε ὑπόψη μας τί θεωρεῖ ὁ συγγραφέας «κατανόηση». Δέ θεωρεῖ τήν ἱκανότητα τῆς ἐξήγησης μέ τό λόγο, μά θεωρεῖ τήν ἱκανότητα τῆς συνειδητῆς δράσης γιά τήν ἐπίτευξη ἑνός συγκεκριμένου σκοπού. Θέλει ν’ ἀσχοληθεῖ μέ τ’ ἀνθρώπινο σῶμα μέ σκοπό νά διατηρήσει καί νά καλυτερέψει τήν ὑγεία του. Εἶναι πεισμένος πώς μπορεΐ ἀπό τίς ὑπάρχουσες σ’ ἐφαρμογή τέχνες νά βγάλει συμπεράσματα γιά τήν καινούργια τέχνη τῆς ὑ- γιεινῆς πού προσπαθεῖ νά δημιουργήσει. Στρέφει τήν προσοχή του στίς τέχνες τοῦ σιδερᾶ, τοῦ ὑφάντη, τοῦ λευκαστή, τοῦ μαραγκοῦ, τοῦ χτίστη, τοῦ μουσικοῦ, τοῦ μάγειρα, τοῦ βυρσοδέψη, τοῦ καλαθά, τοῦ χρυσωτή, τοῦ ἀσημωτή, τοῦ γλύπτη, τοῦ ἀγγειοπλάστη καί τοῦ γραφέα. Φαίνεται πώς ἡ κύρια ἰδέα του εἶναι πώς ἄν ἐνεργήσουμε σωστά γιά τίς ἀντιληπτές πλευρές τῶν πραγμάτων, τότε ἀναπόφευκτα θά μᾶς φανερωθοῦνε κι οἱ ἀόρατες διαδικασίες πού ἀναζητοῦμε.
Κάτω ἀπ’ αὐτό τό πρῖσμα βλέπει νά ὑπάρχει μιά ἀναλογία ἀνάμεσα σ’ ὁρισμένες φυσιολογικές διαδικασίες καί στήν τέχνη τῆς πρόβλεψης. Ὁ μάντης προσέχει τά ἀντιληπτά πράγματα, δηλαδή τά γεγονότα πού συμβαίνουν, κι ἀπ’ αὐτά μπορεῖ νά προβλέψει τά ἀόρατα, δηλαδή τά μελλοντικά γεγονότα. Παρόμοια ἕνας ἄνδρας καί μιά γυναίκα κάνοντας μιά ἐνέργεια τοῦ παρόντος - τήν ἐρωτική περίπτυξή τους - ἀρχίζουνε μιά διαδικασία πού ἔχει γιά μελλοντικό ἀποτέλεσμα τή γέννηση ἑνός παιδιοῦ. Ἔτσι, ὑποστηρίζει, πρέπει νά ἐλπίζουμε πώς μποροῦμε ν’ ἀνακαλύψουμε καί τήν πορεία μίας διαδικασίας πού θ’ ἀρχίζει στό παρόν καί πού θά ἔχει γιά μελλοντικό ἀποτέλεσμα τήν ὑγεία.
Προσπαθεῖ νά πλησιάσει περισσότερο τήν ἀπάντηση πάνω σ’ αὐτό τό θέμα μέ τή μελέτη τῆς παραγωγῆς τῶν σιδερένιων ἐργαλείων. Σύμφωνα μέ τή γνώμη του, ὁ ἄνθρωπος εἶναι μίγμα φωτιᾶς καί νεροῦ. Ἡ φωτιά καί τό νερό εἶναι ἐπίσης τά βασικά στοιχεῖα τοῦ χυτοσίδερου. Ὁ σιδεράς ὅταν φυσάει τή φωτιά πάνω στό σίδερο, βγάζει ἀπ’ αὐτό τήν «τροφή» κι’ ἔτσι αὐτό γίνεται «χαλαρό» κι εὐλύγιστο. Μετά τό σφυρηλατεῖ, τό συγκολλάει καί τό «βάφει» μέ νερό. Τό «βάψιμο» τοῦ ἐπιστρέφει τήν «τροφή». Τό ἴδιο γίνεται κι ὅταν ὁ ἄνθρωπος γυμνάζεται. Μέ τήν ἀναπνοή φουντώνει μέσα του τή φωτιά πού καταναλώνει τήν τροφή. Ὅταν γίνει «χαλαρός» εἶναι κτυπημένος, εὐκολοδιάπλαστος καί καθαρισμένος. Μετά πού θά χρησιμοποιήσει τό νερό (δηλαδή τή τροφή), ἀποκτάει καί πάλι δύναμη.
Δέν πρόκειται ἐδῶ νά συνεχίσουμε τήν περιγραφή τῶν ἀναλογιῶν πού ὁ συγγραφέας ἰσχυρίζεται πώς ὑπάρχουνε ἀνάμεσα στήν ὑγιεινή διατροφή καί σέ πολλές ἄλλες τέχνες πού ἀναφέραμε. Εἶναι πολύ φανταστικές. Ὅμως θά ἦταν λάθος νά νομίσουμε πώς χάνουνε κάθε ἐπιστημονική ἀξία. Μονάχα αὐτός πού δέ γνωρίζει τίς τεράστιες δυσκολίες πού συναντᾶ στά πρῶτα βήματά της κάθε ἐπιστήμη, μονάχα αὐτός πού δέ ξέρει πώς ἡ ἀρχή κάθε ἐπιστήμης συνοδεύεται ἀπό διερευνητικές καί πειραματικές σκέψεις, μονάχα, αὐτός μπό- ρεῖ νά πέσει σ’ ἕνα τέτοιο λάθος. Ὁ συγγραφέας μᾶς προτείνει νά δοκιμάσουμε πολλά πράγματα γιά τ’ ἀνθρώπινα σώματα. Τή γυμναστική, τό λουτρό, τό μασάζ, τήν καθαριότητα καί τή δίαιτα πού μᾶς ἀναφέρει δέν εἶναι καθόλου ἄχρηστα πράγματα. Συγκρίνοντας τίς ἄλλες τέχνες μέ τή δική του προσπαθεῖ νά ξεκαθαρίσει τί ὁ ἴδιος κάνει. Ὅμως ἐμεῖς ἐδῶ ἀσχολιόμαστε κυρίως μέ τή μέθοδό του κι ὄχι μέ τ’ ἀποτελέσματα πού πέτυχε. Ὅσο πιό φανταστικές εἶναι οἱ ἀναλογίες πού ἀναφέρει πώς ὑπάρχουνε ἀνάμεσα στίς φυσιολογικές λειτουργίες καί στήν τεχνική, τόσο πιό σημαντικό γίνεται τό γεγονός πώς ὁ συγγραφέας μας μπορεῖ καί χρησιμοποιεῖ αὐτή τή μέθοδο. Ἄν βρίσκονταν στόν πιό πρωτόγονο βαθμό ἐξέλιξης, τότε θά θεωροῦσε πώς τό σῶμα εἶναι ἡ κατοικία τῶν πνευμάτων καί θά ἦταν κι ἀνάλογη ἡ περιγραφή του. Αὐτός ὅμως ἔχει τή γνώμη πώς ἡ ἀνθρώπινη φυσιολογία μοιάζει μέ τή δουλειά τοῦ σιδερᾶ, τοῦ λευκαστή, τοῦ ἀγγειοπλάστη καί μέ βάση αὐτή του τή γνώμη κάνει τήν περιγραφή του. Ἡ πρωτόγονη ἀντίληψη γιά τή φύση ἀναμορφώθηκε ἀπό τήν ἴδια τή δύναμη ἐκεινη πού ἀναμόρφωσε καί τήν κοινωνία, δηλαδή ἀπό τή χρησιμοποίηση τῆς παραγωγικῆς τεχνικῆς.
Ποιά εἶναι ἡ προσφορά αὐτοῦ τοῦ τρόπου ἑρμηνείας ; Γιατί ἀπόκτησε τόσο μεγάλη σημασία γιά τήν ἱστορία τῆς ἐπιστήμης ; Ὁ Πλάτωνας σέ μερικές πλευρές τῆς θεωρίας του ἔφτασε ἴσαμε τό μῦθο. Ὁ Ἀριστοτέλης ἔκανε τό ἴδιο μέ τά Μεταφυσικά του ὅπου ὑποστηρίζει πώς ἡ ἀληθινή ἐπιστήμη δέν εἶχε ποτέ τίποτα τό κοινό μέ τήν παραγωγή καί λέει πώς ἡ δημιουργία τῶν μύθων εἶναι ἕνα εἶδος ἐπιστήμης. Δυστυχῶς εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νά πούμε πώς ἡ πλειοψηφία τῶν ἱστορικῶν της ἀρχαίας σκέψης ἐξακολουθεῖ νά συμφωνεῖ μέ τοῦ Πλάτωνα τήν πράξη καί μέ τοῦ Ἀριστοτέλη τή γνώμη. Γιατί λοιπόν ἐμεῖς δέ συμφωνοῦμε; Ὁ μύθος δέ μπορεῖ ν’ ἀποδειχτεῖ καί κατά συνέπεια δέ μπορεῖ καί νά δδηγήσει στή γνώση. Ἀντίθετα, οἱ σκέψεις πού πηγάζουνε ἀπό τήν τεχνική πάντοτε δοκιμάστηκαν κι ἐπιβεβαιώθηκαν στήν πράξη. Θά ἦταν σωστό νά χαρακτηρίσουμε τούς μύθους τοῦ Πλάτωνα καί τῶν προγόνων του στήν Αἴγυπτο καί τή Βαβυλωνία, σάν ἀντιλήψεις γιά τή φύση πού ἔχουνε ἀξία μονάχα γιά τήν κυριαρχία πάνω στούς ἀνθρώπους. Οἱ ἀντιλήψεις γιά τή φύση πού πηγάζουνε ἀπό τή τεχνική εἴχανε ἀξία γιά τήν κυριαρχία τοῦ ἀνθρώπου πάνω στήν ὕλη. Αὐτό σημαίνει πώς εἶναι οἱ ἴδιες ἐπιστήμη.
Στήν πιό πρώϊμη ἐποχή τῆς ἑλληνικῆς σκέψης, ὅταν δέν ξεχωριζότανε ἡ ἐπιστήμη ἀπό τήν τεχνική, ἦταν ἡ ἐπιστήμη ἕνας τρόπος πού ἔδειχνε πώς ἕνα πράγμα εἶχε γίνει. Στόν Πλάτωνα εἶχε ὁμως γίνει τρόπος γιά τήν ἀπόκτηση τῆς πολυμάθειας, πρᾶγμα πού σήμαινε πώς ὅταν κάτι δέ μποροῦσε νά ἐπιβεβαιωθεῖ στήν πράξη, τότε ἔφτανε νά συζητηθεῖ αὐτό ἐξονυχιστικά. Αὐτό τό καινούργιο εἶδος τῆς «ἐπιστήμης», ὅπως καί ὁ προηγούμενος τρόπος τῆς ἑρμηνείας μέ βάση τήν τεχνική, ἦταν ἀποτέλεσμα τῆς ἀλλαγῆς στόν χαρακτήρα τῆς κοινωνίας. Οἱ ἱστορικοί πού ἀσχολοῦνται μέ τήν κοινωνική ἐξέλιξη διαρκῶς ἀκόμα συζητᾶνε τό πρόβλημα σέ ποιό βαθμό τήν ἔποχη τοῦ Πλάτωνα ἡ παραγωγική τεχνική εἶχε πέσει στά χέρια τῶν δούλων. Γιά τό δικό μας θέμα δέ χρειάζεται μία ἀπόλυτα ἀκριβολόγα ἀπάντηση. Φτάνει νά ποῦμε πώς γιά τόν Πλάτωνα καί γιά τόν Ἀριστοτέλη ἦταν φυσικό κι ἐπιτακτικό ζήτημα ἡ ἀπελευθέρωση τοῦ πολίτη ἀπό τή χειρονακτική δουλειά κι ἀκόμα κι ἀπό τήν ἄμεση ἐπιστασία του πάνω στούς ἐργαζόμενους. Θέλανε νά δημιουργήσουνε μιά ἐπιστήμη γιά τούς πολίτες τέτοια πού νά μήν εἶναι ὑπχρεωμένοι νά ἔρχονται σ’ ἄμεση σχέση μέ τό φυσικό κόσμο. Ἑπόμενο λοιπόν ἦταν νά μήν ὑπάρχει στίς ἑρμηνεῖες τους θέση γιά τίς ἔννοιες πού πηγάζανε ἀπό τήν τεχνική. Σκοπός τῆς ἐπιστήμης τούς ἦταν νά δίνεται σωστή ἀπάντηση σέ κάθε ρώτημα πού τούς ἔμπαινε. Ἡ ὀρθότητα τῆς ἀπάντησης ἐξαρτιότανε ἀπό τή λογική συνοχή της. Αὐτό φυσικά δέν ἦταν μονάχα βλαβερό. Οἱ τεράστιες πρόοδοι πού γίνανε στά μαθηματικά ἀπό τόν Πλάτωνα καί χάρη στήν ἐπίδραση τῆς Ἀκαδημίας, μεταμορφώσανε τήν ἔννοια τοῦ σύμπαντος. Οἱ Ἴωνες εἴχανε τόσο λαθεμένη ἀντιληψη γιά τά μεγέθη καί τίς ἀποστάσεις τῶν οὐρανίων σωμάτων πού ἡ ἀστρολογία τους δέν ἦταν δυνατό νά ξεχωριστεΐ ἀπό τή μετεωρολογία. Ἀντίθετα, οἱ μαθηματικοί γρήγορα ξεκαθαρίσανε πώς ὁ κόσμος μας δέν εἶναι παρά μιά μικρή κηλίδα μέσα στό τεράστιο χῶρο τοῦ σύμπαντος. Οἱ Ἴωνες, γόνιμοι σέ ἰδέες, ἐλάχιστα ἀναπτύξανε τήν ἱκανότητα τῆς ἀνάλυσης τῶν λογικῶν τους συμπερασμάτων. Μπροστά σέ μιά καί μόνο καλή σελίδα τῆς λογικῆς τοῦ Ἀριστοτέλη, ὁ κόσμος τῶν συζητήσεών τους φαίνεται τόσο πρωτόγονος, ὅσο πρωτόγονος φαίνεται κι ὁ κόσμος τους τοῦ ἥλιου, τοῦ φεγγαριοῦ, καί τῶν ἄστρων μπροστά στούς μαθηματικούς. Ὅμως, παρ’ ὅλες αὐτές τίς προόδους στά μαθηματικά καί τή λογική, ἡ διακοπῆ τῶν δημιουργικῶν σχέσεων τῆς ἐπιστήμης μέ τήν τεχνική ἦταν ἕνα βαρύ πλῆγμα σέ βάρος της, πλῆγμα πού δέ γιατρεύτηκε σ’ ὅλό τό διάστημα τῆς ἀρχαιότητας καί τοῦ μεσαίωνα.
Ἡ καινούργια ἀντίληψη γιά τήν ἐπιστήμη πού ἐκδηλώθηκε μέ τόν Πλάτο)νά καί τόν Ἀριστοτέλη εἶχε τήν καταγωγή της στή νέα διάρθρωση τῆς κοινωνίας πού χωρίζονταν σέ πολίτες καί δούλους. Παντοῦ, σ’ ὅλό τό ἔργο τοῦ Πλάτωνα, ἀντικαθρεπτίζεται αὐτή ἡ βασική διχοτόμηση πού πήγαζε ἀπό τόν κοινωνικό διαχωρισμό. Στήν ἀναπτυγμένη θεωρία τῆς δουλείας ὁ δοῦλος δέν ἀναγνωρίζονταν γιά λογική ὕπαρξη. Μονάχα ὁ κύριος ἦταν προικισμένος μέ τή λογική. Ὁ δοῦλος μποροῦσε νά εἶχε «σωστή γνώμη» μονάχα ἄν τηροῦσε ἀπόλυτα τίς ἐντολές τοῦ κυρίου του. Αὐτή ἡ σχέση ἀνάμεσα στόν κύριο καί στό δοῦλο εἶναι βασικό στοιχεῖο τῆς σκέψης τοῦ Πλάτωνα σ’ δλούς τούς τομεῖς.
Ἄς δοῦμε πρῶτα τόν πολιτικό τομέα. Ἐδῶ ἡ σχέση ἀνάμεσα σ’ αὐτόν πού κυβερνάει καί σ’ αὐτόν πού κυβερνιέται παρουσιάζεται ἀπό τόν Πλάτωνα σά σχέση ἀνάμεσα σέ κύριο καί σέ δοῦλο. Ἡ κυβέρνηση πρέπει νά κάνει τό καλό γιά κείνους πού κυβερνιοῦνται, ὅμως δέ χρειάζεται νά ἔχει τή συγκατάθεσή τους. Οἱ βασιλικοί του ἄνδρες, οἱ φωτισμένοι ἀριστοκράτες πού πρέπει νά κυβερνᾶνε, δέν εἶναι παρά μία μικρή μειοψηφία στό σύνολο τοῦ πληθυσμοῦ. Ὅλοι οἱ ἄλλοι εἶναι, ἴσαμε ἕνα βαθμό, δοῦλοι πού μοναδικό τους καθῆκον ἔχουνε νά ἐκτελοῦνε μηχανικά τίς διαταγές τῶν ἀνώτερών τους. Ὁ χειρονακτικά ἐργαζόμενος, ἄν ἀφεθεῖ κύριος τοῦ ἑαυτοῦ του, δέ θά μπορέσει νά κυβερνηθεῖ, θά κυβερνιέται ἀπό τίς ὀρέξεις του. Γιά τόν Πλάτωνα, ἀντικανονικά ἡ κύρια δραστηριότητα τοῦ χειρονακτικά ἐργαζόμενου ἦταν συγκεντρωμένη ὄχι στά χέρια μά στό στομάχι καί στά νεφρά. Οἱ τεχνίτες ἀπέναντι στούς φιλόσοφους ἔχουνε τήν ἴδια σχέση πού ὑπάρχει ἀνάμεσα στούς δούλους καί στούς κυρίους. Δέν ὑπάρχει καμμιά διαφορά ἀνάμεσα στήν τέχνη τοῦ δουλοκτήτη καί στήν τέχνη τοῦ βασιλιᾶ. Ἡ διαφορά τους βρίσκεται στήν ἔκταση τῆς ἐπίδρασής τους. Μιά τέτοια θεωρία διαδοσε δ Πλάτωνας στήν πόλη πού ὁ Σόλωνας εἶχε καθιερώσει σά βάση τῆς δημοκρατικῆς της ζωῆς τή διάδοση τῶν τεχνῶν.
Ἡ ψυχολογία, ἡ φυσιολογία κι ἡ ἡθικη τοῦ Πλάτωνα κι οἱ τρεῖς βρίσκονται σ’ ἁρμονία μ’ αὐτή τή θεώρηση τῶν πραγμάτων. Στήν Πολιτεία ὁ Πλάτωνας μιλάει γιά τρία στρώματα - γιά τούς κυβερνῆτες, γιά τούς φύλακες (στρατιῶτες κι’ ἀστυνομικούς καί γιά τούς παραγωγούς. Ἡ ἀναφορά στό τρίτο στρῶμα δέ σημαίνει περέκλιση ἀπό τή βασική σχέση ἀνάμεσα στόν κύριο καί στό δοῦλο, ἐπειδή τό κύριο καθῆκον πού ἔχουνε οἱ φύλακες εἶναι ἡ ἐξασφάλιση τῆς διακυβέρνησης τῶν παραγωγῶν ἀπό τούς κυβερνῆτες. Παρόμοια συνθέτει καί τήν ψυχή ἀπό τρία μέρη, ἀπό τή λογική, τό πνεῦμα καί τά πάθη. Ἡ λογική ἀνήκει στούς κυβερνῆτες, τό πνεῦμα στούς φύλακες καί τά πάθη στούς παραγωγούς. Ἐδῶ ἀκριβῶς βλέπουμε τήν κοινωνική σημασία τῆς ἀπόρριψης τῆς ἄποψης τοῦ Ἀναξαγόρα πώς τά χέρια ὑπήρξανε τό κύριο ὄργανο γιά τή δημιουργία τῆς νόησης. Οἱ ἐργαζόμενοι δέν εἶναι ἡ προσωποποίηση τῆς χειρονακτικῆς δεξιοτεχνίας, μά τῶν παθῶν. Ἄν συγκρίνουμε τόν Πλάτωνα μέ τόν Αἰσχύλο καί τό Σοφοκλῆ, τότε βλέπουμε καθαρά τί μεγάλη ἀλλαγή εἶχε γίνει.
Τή φυσιολογική εἰκόνα αὐτῆς της ψυχολογίας τῶν τάξεων μᾶς τή δίνει λεπτομερειακά ὁ Τίμαιος. Ἡ κεφαλή εἶναι χωρισμένη ἀπό τόν κορμό μέ τό λαιμό κι’ αὐτό γιά νά μή μολύνεται τό θεῖο μέρος τῆς ψυχῆς πού κατοικεῖ στό κεφάλι ἀπό τή συγχρώτησή του μέ τό θνητό μέρος πού κατοικεῖ στόν κορμό. Ὁ ἴδιος ὁ κορμός χωρίζεται μέ τό διάφραγμα σέ δυό μέρη. Ἔτσι τά γυναικεία καί δουλικά στοιχεῖα τῆς ψυχῆς κατοικοῦνε στό κάτω μέρος, ἐνῶ τ’ ἀνδρικά πνευματικά στοιχεῖα στό πάνω μέρος γιά ν’ ἀκοῦνε τους διαλογισμούς τῆς λογικῆς καί νά μποροῦνε νά ἑνώνονται μαζί της γιά τήν καταπολέμηση τῶν παθῶν. Τό ἠθικό σύστημα πού πάνω του στηριζότανε μιά τέτοια φυσιολογία ἦταν σκληρό καί πουριτανικό. Ἀνάμεσα στήν ψυχή καί στό σῶμα ὑπήρχανε αὐστηρά διαχωριστικά ὁρια. Ἡ σχέση ἀνάμεσα στήν ψυχή καί στό σῶμα εἶναι παρόμοια μέ τή σχέση ἀνάμεσα στόν κύριο καί στό δοῦλο. Γι’ αὐτό κι ἡ ἀντίληψη πώς βάση τῆς ἡθικῆς συμπεριφορᾶς πρέπει νά εἶναι ἡ συμμετοχή τοῦ πνεύματος στά σωματικά αἰσθήματα τῆς χαρᾶς καί τοῦ πόνου ἦταν τό ἴδιο ὕποπτη μέ τήν ἰδέα πώς οἱ μάζες θά ἔπρεπε νά παίρνουνε μέρος στή διαμόρφωση τῶν νόμων.
Μέ τόν ἴδιο τρόπο ἀρχίζει ὁ Πλάτωνας τήν ἑρμηνεία του γιά τή διάρθρωση τοῦ σύμπαντος. Τό πνεῦμα κι’ ἡ ὕλη βρίσκονται σ’ ἀντίθεση ἀνάμεσά τους, ἔτσι ὅπως συμβαίνει καί μέ τόν κύριο καί τό δοῦλο. Ἄν μέσα στή φύση παρουσιάζεται κάποια εὐταξία ἡ ὀμορφιά, αὐτό συμβαίνει γιατί τό πνεῦμα βάζει σέ τάξη τήν ὕλη πού βασικά βρίσκεται σ’ ἀταξία. Ἀπ’ αὐτό βγαίνει τό συμπέρασμα πώς ὁ σωστός δρόμος γιά τήν ἐπιστήμη εἶναι ὁ δρόμος τῆς λογικῆς καί σέ καμιά περίπτωση ὁ δρόμος τῆς ἀντίληψης τῶν αἰσθήσεων. Ἡ λογική μας φέρνει σ’ ἄμεση ἐπαφή μέ τό πνεῦμα πού ἐπιβάλλει τήν τάξη στήν ὕλη. Στόν κόσμο τῶν φαινομένων - πού μ’ αὐτόν ἔρχονται οἱ αἰσθήσεις σ’ ἐπαφή - ἡ τάξη αὐτή δέν εἶναι τέλεια.
Αὐτή ἡ νέα ἀντίληψη γιά τή σχέση πού ὑπάρχει ἀνάμεσα στό πνεῦμα καί στήν ὕλη σήμαινε ὁλοκληρωτική ἀπομάκρυνση ἀπό τήν πρωταρχική ὑπόθεση τῆς παλιᾶς σχολῆς τῶν φυσιοκρατῶν φιλοσόφων. Ἡ παλιότερη ἄποψη ἦταν πώς στόν ὑλικό κόσμο ὑπάρχει μιά ἀναγκαστική τάξη κι’ ὅτι τ’ ἀνθρώπινο πνεῦμα μπορεῖ νά κατανοήσει τήν ἀλήθεια, ὅταν κατανοήσει αὐτή τήν ἀναγκαστική τάξη. Αὐτή τήν τάξη μποροῦμε νά τή συλλάβουμε μονάχα μέ τήν ἀντίληψη τῶν αἰσθήσεων. Ἡ ἀνθρώπινη πείρα πού εἶχε κερδηθεῖ μέ τήν τεχνική γίνονταν ἡ βάση γιά τήν ἑρμηνεία τοῦ κόσμου. Γιά τόν Πλάτωνα ὅμως πραγματική ἐπιστήμη ἦταν μονάχα ἡ θεολογία. Αὐτή ἔχει γιά καθῆκον της νά ἐξηγεῖ τά φαινόμενα κάτω ἀπό τό φῶς τῶν σκοπῶν πού μ’ αὐτούς προσπαθεῖ τό πνεῦμα νά βάλλει τά πάντα σέ τάξη, μιά κι’ αὐτός εἶναι ὁ προορισμός του. Κι’ αὐτόν τόν προορισμό τόν ἀνακαλύπτουμε μέ τή λογική κι’ ὄχι μέ τήν παρατήρηση. Δέν εἶναι ἡ πρακτική δραστηριότητα, μά ἡ ἐπιχειρηματολογία γιά τούς σκοπούς πού μᾶς ἀποκαλύπτει τήν ἀλήθεια.
Αὐτή ἡ περίεργη καινούργια ἄποψη πού ἔβλεπε τήν ὕλη σάν πηγή τῆς ἀκαταστασίας, ἐμφανίζεται ἐπίσης καί στή φιλοσοφία τοῦ Ἀριστοτέλη. «Ἡ ὕλη εἶναι ὑπεύθυνη γιά τίς περισσότερες ἀνωμαλίες», ἔτσι διατύπωσε τή θέση τοῦ Ἀριστοτέλη ὁ D.M. Balme (Greek cience and mechanism). Παράλληλα ὁ ἴδιος ὁ συγγραφέας σημειώνει πώς ἡ θέση αὐτή σήμαινε ριζική ἀπομάκρυνση ἀπό τήν ἰωνική ἄποψη. Ὅμως ὁ ἐρευνητής δέ μπορεΐ νά δώσει ἀπάντηση κι’ οὔτε θά καταφέρει νά τή δώσει μία κι’ ἐξακολουθεῖ νά τή ψάχνει σέ λαθεμένο χῶρο. Τό κλειδί γιά τήν ἑρμηνεία τῆς περίεργης ἄποψης τοῦ Ἀριστοτέλη γιά τήν ὕλη δέ βρίσκεται στίς φυσικές τους μελέτες, μά στά Πολιτικά του. Ὅπως καί στόν Πλάτωνα ἡ βάση κάθε σκέψης του εἶναι ἡ σχέση ἀνάμεσα στ’ ἀφεντικό καί στό δοῦλο.
Ὁ Ἀριστοτέλης, ὅπως εἶναι γνωστό, ὑπεράσπιζε τή δουλεία σά φυσιολογική κατάσταση. Μέ τό νά τήν ὀνομάζει φυσιολογική κατάσταση, ἤθελε νά πεῖ πώς αὐτή ἐκφράζει τό ὑπόδειγμα πού κυριαρχεῖ σ’ ὅλη τή φύση. Παραθέτουμε τά ἴδια τά λόγια τοῦ Ἀριστοτέλη: «Σέ κάθε σύνθετο πράγμα πάντοτε θά βροῦμε ἕνα κυρίαρχο παράγοντα κι’ ἕνα πού κυριαρχεῖται κι’ αὐτή ἡ χαρακτηριστική ἰδιότητα τῶν ζωντανῶν πραγμάτων πηγάζει ἀπό τό σύνολο τῆς φύσης» (Πολιτικά 1254 α). Δέ θά πρέπει νά παρασυρθοῦμε ἀπό τήν κακή λογική. Εἶναι δύσκολο νά ὑποθέσουμε πώς ὁ Ἀριστοτέλης πραγματικά θεωροῦσε τόν κύριο καϊ τό δοῦλο γιά «σύνθετα πράγματα». Ὅλη ἡ λογική τοῦ Ἀριστοτέλη γιά τή δικαίωση τῆς δουλείας εἶναι κακή. Ὅπως ἀπό καιρό παρατήρησε ο Μοντεσκιέ: «ὁ Ἀριστοτέλης προσπαθεῖ ν’ ἀποδείξει πώς ἡ δουλεία εἶναι φυσιολογική κατάσταση, ὅμως τά λόγια του δέν τ’ ἀποδεικνύουν». Ἐμᾶς ἐδῶ δέ μᾶς ἐνδιαφέρει ἡ ἀπόπειρά του νά δικαιώσει τή δουλεία, μά ἡ ἐπίδραση πού εἶχε ἡ ἀπόπειρα αὐτή πάνω στήν ἐπιστήμη. Βλέπει στή σχέση πού ὑπάρχει ἀνάμεσα στόν κύριο καί στό δοῦλο τό ὑπόδειγμα πού κυριαρχεῖ σ’ ὁλόκληρη τή φύση. Βλέπει τήν ὕλη νά εἶναι ἀνυπότακτη, ἄτακτη καί ν’ ἀντιστέκεται καί θεωρεῖ τή Φύση ἤ τό Πνεῦμα τό φορέα πού δίνει τόν τελικό σκοπό στήν ὕλη. Οἱ ἰδιότητες πού δίνει ὁ Ἀριστοτέλης στήν ὕλη μᾶς εἶναι αἰνιγματικές, ἄν δέν τίς δοῦμε σάν ἰδιότητες πού δίνει στούς δούλους.
Ἡ γνωστή του θεωρία γιά τά τέσσερα εἴδη αἴτιων πηγάζουνε ἀπ’ αὐτή ἀκριβῶς τήν ἄποψή του γιά τή σχέση πού ὑπάρχει ἀνάμεσα στήν ὕλη καί στή φύση. Σύμφωνα μέ τόν Ἀριστοτέλη, οἱ ἀρχαῖοι Ἴωνες φιλόσοφοι παίρνανε ὑπόψή τους μονάχα τήν ὑλική αἰτία καί γι’ αὐτό δημιουργήσανε μονάχα μία ἁπλοϊκή «μασημένη» ἐπιστήμη. Τίποτα παραπάνω δέ μποροῦσε νά περιμένει κανείς μία κι’ ἀσχοληθήκανε μονάχα μέ τό ὑποτακτικό, τό δουλικό μέρος τῶν πραγμάτων. Ὁ Ἀριστοτέλης προτείνει ἄλλα τρία εἴδη αἰτίας, τή δραστική, τήν τυπική καί τήν τελική. Μ’ αὐτά τά εἴδη τῶν αἰτιῶν ἐξηγεῖ μέ ποιό τρόπο ἡ φύση ἐπιβάλλει τούς σκοπούς στήν ἀναρχούμενη ὕλη. Ἡ ἀντίληψη τοῦ Ἀριστοτέλη γιά τήν ἐπιστήμη εἶναι πώς αὐτή ἔχει γιά καθῆκον της: νά κατανοεῖ τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ἡ φύση, ὅμοια ὅπως ὁ κύριος πού ἔχει συγκεκριμένο σκοπό, ἐπιβάλλει στήν ὕλη τή θέλησή της. Ἡ ὕλη καμιά φορά ἐξεγείρεται, δέ μπορεῖ ὅμως - ὅπως κι’ ὁ δούλος - νά καταφέρει τίποτα ἄν δέν καθοδηγεῖται ἀπό τήν ἀνώτερη θέληση. Φτάνει ἴσαμε νά ἰσχυριστεῖ πώς ἡ δυσκολία στό νά ξεχωριστεῖ φυσικά ὁ δοῦλος ἀπό τόν κύριο πηγάζει ἀπό τήν ἀνικανότητα τῆς φύσης νά ἐπιβάλλει τή θέλησή της στήν ὕλη. Ἡ Φύση ἔχει γιά σκοπό της τή δημιουργία ἑνός τύπου ἀνθρώπου πού ἀμέσως νά φαίνεται ὅτι εἶναι χωρίς μυαλό, πώς εἶναι «ἔμψυχη μηχανή». Δέν τό καταφέρνει ὁμως αὐτό ἐπειδή ἡ ὕλη εἶναι ἀτίθαση. Γι’ αὐτό ὁ Ἀριστοτέλης προσπαθεῖ μερικά νά διορθώσει αὐτή τήν ἀνικανότητα τῆς φύσης μέ τήν πολιτική τοῦ τέχνη. Ἄν οἱ ἄνθρωποι πού εἶναι ἀπό τή φύση τούς δοῦλοι δέ τό γνωρίζουνε, τότε εἶναι φυσικό πράγμα οἱ κύριοι νά τούς κάνουνε νά τ’ ἀντιληφθοῦνε.
Σ’ ἕνα ἀπό τά προηγούμενα άρθρα ἀποδείξαμε τί συνέπειες εἶχε γιά τήν ἀστρονομία ἡ χρησιμοποίηση ἰδεῶν πού πάρθηκαν ἀπό τόν πολίτικο - θρησκευτικό τομέα. Ἐδῶ ἔχουμε κι’ ἄλλες ἀποδείξεις. Ἡ παλιά ἰωνική ἀντίληψη γιά τήν ἀντικειμενική τάξη πού ὑπάρχει στή φύση ἔβγαινε μέσα ἀπό τήν ἀναγκαιότητα. Ὁ ἄνθρωπος, ἄν ἡθελε νά εἶχε ἐπιτυχία στόν τομέα τῆς τεχνικῆς, ἔπρεπε νά προσαρμοστεῖ στήν ὁμαλή συμπεριφορά τῆς φύσης. Τήν πρώτη ἀντίληψη γιά τήν ὁμαλότητα πού ἐπικρατεῖ στή φύση δέν τή δημιούργησε στόν ἄνθρωπο ἡ κίνηση τῶν οὐρανίων σωμάτων, μά ἡ πείρα πού διαρχῶς ἐπαναλαμβάνονταν καί πού ἔδειχνε πώς τά πράγματα συμπεριφέρονται μ’ ἕνα δικό τους τρόπο. Κι’ αὐτή ἡ πείρα ἔλεγε πώς δέν εἶναι δυνατό νά πάρουμε σύκα ἀπό τά γαϊδουράγκαθα, πώς γιά νά παράγουμε τό πιό σκληρό μπροῦντζο πρέπει νά ἀναμίξουμε ἕνα μέρος κασσίτερου μέ δέκα μέρη χαλκοῦ καί πώς δέ θά πετύχουμε τήν πιό ψηλή ὀκτάβα ἄν δέ διχοτομήσουμε τή χορδή. Ἡ ἀντίληψη πώς ἡ φύση εἶναι ἀπεριόριστα ποικιλόμορφη κι’ ἐφευρετική, μά παράλληλα κι’ ἀνυποχώρητη στούς νόμους της, εἶναι ἀντίληψη τῶν τεχνικῶν πού προσπαθούσανε νά κυριαρχήσουνε πάνω στήν ὕλη. Ἡ καινούργια ἀντίληψη γιά τή φύση πού τή θεωροῦσε σά μία δύναμη μέ καθορισμένο σκοπό πού ἐπιβάλλει τή θέλησή της στόν ὑποτακτικό της, στήν ἀτίθαση ὕλη, εἶναι ἀντίληψη τοῦ κυρίου πού ἐξουσίαζε τούς δούλους.
Ὁ J. S. Morrison παρατηρεῖ γιά τόν Πρωταγόρα πώς: «τό πιό σημαντικό εἶναι ἡ πολιτική ἄποψη τοῦ Ἕλληνα φιλόσοφου γιά τήν πραγματικότητα κι’ ἄν ποτέ μπορέσουμε νά βροῦμε τά κλειδί γιά τήν κατανόηση τῆς ἀφηρημένης σκέψης του, τότε θά τό βροῦμε ἐδῶ» . Αὐτή ἡ γνώμη περιέχει μέσα τῆς μιά σημαντική ἀλήθεια, ὄχι ὁμως κι’ ὁλόκληρη τήν ἀλήθεια. Στήν περίοδο τῆς φιλοσοφίας ἀπό τό Θαλῆ ἴσαμε τόν Ἀριστοτέλη - πού σύντομα ἐξετάσαμε - ἔχει ἀπό τήν ἀρχαιότητα ἀναγνωριστεῖ πώς ὑπήρχανε δυό ρεύματα, τό θρησκευτικό καί τό ἐπιστημονικό. Ἡ πραγματική ὅμως σημασία αὐτοῦ του διαχωρισμοῦ δέν ἔγινε πάντα ἀντιληπτή. Ἡ ἐπιστημονική παράδοση, παρά τήν ἀφηρημένη θεωρητική ἐπένδυση, ἔκλεινε μέσα της τή γνήσια παρατήρηση τήν ἐπιβεβαιωμένη ἀπό τήν πράξη. Αὐτή ἦταν κι ἡ διαφοροποιός ἰδιότητά της. Στή θρησκευτική παράδοση - πού θά ἦταν καλύτερα νά τήν ὀνομάζουμε πολιτικό - θρησκευτική ὑπερίσχυε ἡ ἀντίληψη τῆς εὐνομίας πού πήγαζε ἀπό τήν κοινωνική διάρθρωση. Αὐτή ἡ ἀντίληψη τῆς εὐνομίας δέν μπορεῖ νά χαρακτηριστεῖ μέ τόν ὅρο ἐπιστήμη γιατί δέν περιέχει σχεδόν καμιά παρατήρηση καί γιατί δέν εἶναι δυνατή ἡ ἐπιβεβαίωσή της μέσα στήν πραγματικότητα. Σ’ αὐτή τήν παράδοση ἀνήκει ἡ θεολογική ἀστρονομία τοῦ Πυθαγόρα, τοῦ Πλάτωνα καί τοῦ Ἀριστοτέλη. Σ’ αὐτή τήν ἀντίληψη τῆς εὐνομίας πρέπει νά συμπεριλάβουμε καί τήν ἰδέα πού εἴχανε ὁ Πλάτωνας κι’ ὁ Ἀριστοτέλης γιά τήν ὕλη καί πού τή θεωρούσανε ὑπόδειγμα τῆς ἀταξίας καί τῆς ἀνομίας, ἐνῶ παράλληλα κατανοούσανε τήν πραγματική ἐπιστήμη σάν ἑρμηνεία τοῦ σκοποῦ τῆς Φύσης. Ἡ θεολογική ἀστρονομία κι’ ἡ τελεολογική φυσική εἶναι λαθεμένη ἐπιστήμη πού βγῆκε μέσα ἀπό τίς πολιτικές ἀνάγκες - ἀπό τό πρόβλημα τῆς ἡγεμονίας πάνω στίς μάζες καί στούς δούλους. «Εἶναι λάθος ν’ ἀνακατέβουμε τή φυσική φιλοσοφία μέ τή νομοθεσίαν, σημειώνει λακωνικά ὁ Ἐπίκουρος στήν παράγραφο ἐκείνη ὅπου ἀπορρίπτει τή θεολογική ἀστρονομία τοῦ Πλάτωνα καί μέ σαφήνεια δείχνει τήν πηγή τῆς ἀδυναμίας της.
Ἔτσι ὁλοκληρώσαμε τή σύντομη ἀναδρομή μας. Θέσαμε ἕνα περιορισμένο στόχο καί γνωρίζουμε πολύ καλά πώς δέν τόν πετύχαμε τέλεια. Δώσαμε μιά περιληπτική εἰκόνα γιά τή συμβολή πού εἴχανε στήν ἐπιστήμη πολλοί ἔξοχοι ἄνδρες: ὁ Θαλῆς, ὁ Ἀναξίμανδρος, ὁ Ἀναξιμένης, ὁ Ἡράκλειτος, ὁ Πυθαγόρας, ὁ Παρμενίδης, ὁ Ἐμπεδοκλῆς, ὁ Ἀναξαγόρας, ὁ Δημόκριτος, ὁ Σωκράτης, ὁ Πλάτωνας, ὁ Ἀριστοτέλης κι οἱ ἀνώνυμοι συγγραφεῖς τῶν ἔργων τῆς σχολῆς τοῦ Ἱππόκρατη. Ἡ γοητεία τῆς σκέψης τους δέν πειράχτηκε ἀπό τό χρόνο. Ὅμως δέ θά πετυχαίναμε τό στόχο μας καί δέ θά δείχναμε τή σημασία πού ἔχει ἡ ἔλληνική ἐπιστήμη γιά μας, ἄν δέ φωτίζαμε παράλληλα τή στενή σχέση πού ὑπάρχει ἀνάμεσα στήν ἀνάπτυξη τῆς ἐπστημονικής θεωρίας καί στήν πράξη καί σ’ ὅλη τήν κοινωνική ζωή τῆς δοσμένης ἐποχής, σχέση πού ἐλάχιστα ἔχει ἐκτιμηθεῖ ἀπό τούς ἱστορικούς.. Ἀσφαλῶς, σύντομα, θά γραφτοῦνε καλύτερα ἔργα γιά τήν ἱστορία τῆς ἑλληνικῆς ἐπιστήμης. Ὅμως ὑποχρεωτική προϋπόθεση γι’ αὐτό εἶναι ἡ καλύτερη γνώση τῆς ἱστορίας τῆς ἀρχαίας τεχνικῆς καί τῆς ἐπίδρασής της πάνω στή ζωή τῆς ἐποχῆς ἐκείνης.
Ἡ κατανόηση τῆς ἑλληνικῆς ἐπιστήμης δέ θά προωθηθεῖ ἄν οἱ ἱστορικοί, ἀντί ν’ ἀνακαλύπτουνε τήν ἱστορική καταγωγή τῶν ἑλληνικῶν θεωριῶν, σπαταλᾶνε τή ζωτικότητά τους στό πρόβλημα κατά πόσο ἄν δέν ὑπήρχανε οἱ Ἕλληνες - ὑπάρξεις προικισμένες μέ ἐξαιρετική θεωρητική μεγαλοφυΐα - θά μπορούσαμε νά πηδήξουμε αἰῶνες καί νά φτάσουμε στήν ἀνακάλυψη τῆς σύγχρονης ἐπιστήμης. Λ. χ. ἄν ὁ Ἀριστοτέλης λέει πώς ἡ ὕλη δέ συμπεριφέρεται μ’ εὐνομία, δέ θά εἶναι σοφό ἄν κάποιος προσπαθήσει νά ἐξηγήσει αὐτό σάν πρόβλεψη τῆς νεότερης θεωρίας τοῦ ἀκαθόριστου. Ἡ ὀρθότερη ἑρμηνεία βρίσκεται πιό κοντά μας. Ἡ ἱστορία τῆς ἐπιστήμης πρέπει νά εἶναι πραγματικά ἱστορική.