Με τη θεωρία της Φωτιάς, ενισχυμένη από την πιο αμείλικτη αμφισβήτηση κάθε αξίας που είχε θεμελιωθεί μυθικά και όχι επιστημονικά, ο Ηράκλειτος (540-480 π.Χ.) έφερε τον υλοζωισμό στην κριτικότερη έκφρασή του. Προεκτείνοντας τα διδάγματα των παλαιοτέρων του, θεώρησε το σύμπαν ως φωτιά, που μετατρέπεται, σε ποικίλες μορφές, χωρίς ποτέ να χάνει την ταυτότητά της. Έτσι ο Ηράκλειτος δίδαξε ότι «τον κόσμο τούτο, τον ίδιο για όλους γενικά, ούτε θεός ούτ’ άνθρωπος τον έκανε, μα ήταν πάντα και είναι και θα ‘ναι πυρ αείζωο, που ανάβει με μέτρο και σβήνει με μέτρο». Η φωτιά, είπε, εξηγώντας τη δομή και τη λειτουργία του κόσμου, μετατρέπεται πρώτα σε θάλασσα και της θάλασσας το μισό σε γη και τ’ άλλο μισό σε ρεύματα. Όλα αυτά με τη σειρά ξαναγίνονται φωτιά. Κάθε μεταστοιχείωση, κατά τον Ηράκλειτο, γίνεται «εις τον αυτόν λόγον», πράγμα που σημαίνει ότι το σταθερό ποσό της μάζας και η αυτορυθμιζόμενη ισορροπία της φύσης βρίσκουν τη μαθηματική διατύπωσή τους. Τα μεταξύ τους αντίθετα, όπως εξήγησε αυτός ο φιλόσοφος, δεν είναι αυθυπόστατες ουσίες αλλά διαφορετικά φανερώματα της φωτιάς. Το ον, λέει, συμφωνεί και διαφωνεί μόνο με τον εαυτό του, το σύμπαν είναι δομημένο με συναρμογή από αντίρροπες δυνάμεις, και αυτό είναι η «παλίντονος» ή «παλίντροπος αρμονία». Ευνόητο είναι ότι με μια τέτοια έννοια του σύμπαντος άνοιγε πια ο δρόμος για να μελετηθούν η ταυτότητα και η ετερότητα, ο χώρος και ο χρόνος, η κίνηση και η σχέση, το συνεχές και η διαιρετότητα της ύλης ως ειδικά προβλήματα. Μια από τις γνωστές «θέσεις» του Ηρακλείτου είναι ότι όλα στον κόσμο μεταβάλλονται ασταμάτητα («πάντα χωρεί και ουδέν μένει», κατά τη μαρτυρία του Πλάτωνα). Η θέση αυτή έγινε αφετηρία για τη νεότερη διαλεκτική θεωρία, με την προσθήκη ότι η κίνηση προκαλείται από δυνάμεις που ενυπάρχουν στην πραγματικότητα.
Πυθαγόρειοι και Ελεάτες
Η φυσιοκρατική επανάσταση του υλοζωισμού, που ξεκίνησε με τους Ίωνες στη Μικρά Ασία, επηρέασε, τόσο με τα κριτήριά της όσο και με τις θέσεις της, όχι μόνο τη συνέχεια της ίδιας της κοσμολογίας αλλά και άλλα πνευματικά ρεύματα της εποχής της, επιστημονικά και θρησκευτικά, καλλιτεχνικά και πολιτικά. Σε πολλά κείμενα, ποιητικά και θεολογικά, διαπιστώνουμε την επίδραση που άσκησαν οι υλοζωιστές στη σκέψη των συγχρόνων τους και των μεταγενεστέρων (Φερεκύδης ο Σύριος, Ξενοφάνης, Πυθαγόρειοι κ.ά.). Ωστόσο η «Ιωνική επανάσταση» γρήγορα βρέθηκε αντιμέτωπη με τη «Δωρική αντεπανάσταση». Απόψεις θεοκρατικές, αριστοκρατικές και πουριτανικές, προερχόμενες από τον κατωιταλικό ελληνισμό, εκπροσωπήθηκαν από τους Ορφικούς και τους Πυθαγορείους. Αυτοί, με αρχηγό τον Πυθαγόρα (570-496 π.Χ.), αποπειράθηκαν να διαγράψουν ή, οπωσδήποτε, να μειώσουν τη σημασία της κοσμογνωσίας που πρόσφερε ο υλοζωισμός και μεθόδευαν το εγχείρημά τους, υποτάσσοντας το φυσικό κόσμο σε μια υπερβατική πραγματικότητα και προβάλλοντας πάνω στην έννοια του φυσικού σώματος μεταφυσικές δοξασίες σχετικές με την ψυχή. Με αυτούς η ενότητα του κόσμου, η κατακτημένη θεωρητικά από τους υλοζωιστές, διασπάστηκε σε αντιθετικά ζεύγη, η υλοζωισπκή ουσία χωρίστηκε σε σώμα και ψυχή και η σχέση του ειδικού με το γενικό παρουσιάστηκε ως σχέση του φαινομενικού με το πραγματικό. Η ιωνική σκέψη πέτυχε άμεσα προσβάσεις στο στρατόπεδο του αντιπάλου, αφού οι Πυθαγόρειοι αντικειμενικά αδυνατούσαν να ξεφύγουν από τους υλοζωιστικούς προσδιορισμούς. Στη μελέτη του φυσικού κόσμου όμως οι Πυθαγόρειοι πρόσεχαν τους αριθμούς περισσότερο από τα σώματα, δηλαδή τις σχέσεις περισσότερο από τις ουσίες. Έτσι αυτοί έδωσαν στην ιωνική κοσμολογία τη δική τους έκφραση, τη μαθηματική και μαζί μυστικιστική.
Τα κριτήρια αυτής της κίνησης φαίνονται καθαρά στο ακόλουθο πυθαγορικό κείμενο, που σχεδόν θεοποιεί τους αριθμούς: «Να θεωρούμε πρέπει τα έργα και την ουσία του αριθμού κατά τη δύναμη που είναι στη δεκάδα- μεγάλη δηλαδή είναι η δύναμη και παντελής και παντουργός και θείου και ουράνιου βίου και ανθρώπινου αρχή και οδηγός κτλ.· και χωρίς αυτήν τα πάντα είναι άπειρα και άδηλα και αφανή κτλ. Ψεύδος κανένα δε δέχεται η φύση του αριθμού κτλ.».
Ελεάτες. Ο υπερβατικός χαρακτήρας του όντος. Χωρισμός του ενιαίου κόσμου. Αντιδράσεις και διάλογος
Οι Ελεάτες βασίστηκαν γενικά στις κατακτήσεις της ελληνικής κοσμολογίας, τόσο στην ιωνική της μορφή όσο και στη δωρική. Αρχηγός τους ήταν ο Παρμενίδης (515-440 π.Χ.) από την Ελέα της Κάτω Ιταλίας, από όπου οι Ελεάτες ονομάστηκαν έτσι. Ο Παρμενίδης στηρίζεται στη μαθηματική σκέψη των Πυθαγορείων, αλλά η θεωρία του εκδηλώνεται κυρίως ως αντίδραση στο γεμάτο κινητικότητα σύστημα του Ηράκλειτου. Ο Ηράκλειτος είχε αναγνωρίσει το ον στο «αείζωον πυρ», που μεταμορφώνεται ολοένα και παίρνει, αυτό μόνο του, όλες τις μορφές που φανερώνονται μέσα στη φύση.
Ο Παρμενίδης δέχτηκε τη μοναδικότητα, την ενότητα και την αιωνιότητα του ηρακλειτικού όντος, αδυνατούσε όμως να δεχτεί την κινητικότητα και τη μεταβλητότητά του. Έτσι ο Παρμενίδης όρισε το ον ως «εν, συνεχές, τετελεσμένον, έμπλεον, ακίνητον, άναρχον, άπαυτον, ταυτόν, έμπεδον, ίσον» κτλ. Με μια πρωτόγονη συλλογιστική απέκλειε την αρχή και το τέλος, τη γένεση και το θάνατο, την αύξηση και τη φθορά, την κίνηση και τη μεταβολή, τη διαιρετότητα και την ασυνέχεια του όντος. Από αυτή τη θέση ο Παρμενίδης, εξήγησε το φυσικό κόσμο ως φαινομενικό κόσμο.
Το Ον του Παρμενίδη, ως έννοια μεταφυσική, έχει ρίζες στη γενικότερη μυστικιστική και θεοκρατική παράδοση της προεπιστημονικής κοινωνίας. Οι μαθητές του Παρμενίδη Ζήνων και Μέλισσος υπερασπίστηκαν τη θεωρία του στην επιμέρους προβληματική της, αναπτύσσοντας κυρίως τη συλλογιστική του, που επιχειρούσε να δείξει λογικά αδύνατη την αρχή και το τέλος, τη γένεση και το θάνατο, την αύξηση και τη φθορά, την κίνηση και τη μεταβολή, τη διαιρετότητα και την ασυνέχεια του όντος. Για να αποδείξει ότι η κίνηση και η πολλαπλότητα δεν υπάρχουν, ο Ζήνων εισήγαγε την «επ’ άπειρον τομήν»: αν τα πράγματα ήταν διαιρετά, η διαιρετότητά τους θα μπορούσε να προεκταθεί στο διηνεκές του χρόνου. Αν όμως συνέβαινε αυτό, τότε το κάθε πράγμα θα ήταν ταυτόχρονα απείρως μεγάλο (λόγω του αριθμού των τμημάτων του) και απείρως μικρό (λόγω του αμελητέου μεγέθους των επιμέρους τμημάτων).
Οι Πυθαγόρειοι και οι Ελεάτες από ιστορική άποψη είχαν ανταποκριθεί έγκαιρα στην ανάγκη να εξηγηθεί η γένεση των όντων σε αναφορά προς την ουσία τους. Με την προσπάθειά τους να κατανοήσουν αυτή τη σχέση, έφεραν στην επιφάνεια πλήθος γνήσια προβλήματα της φυσικής. Θέλοντας όμως να δώσουν κάποια ικανοποιητική απάντηση στο εμπειρικά απρόσιτο θέμα του μετασχηματισμού της ουσίας, χώρισαν τον ενιαίο κόσμο σε πραγματικό και σε φαινομενικό. Έτσι προκάλεσαν τη διάσπαση της έννοιας της υλοζωιστικής ουσίας σε ύλη και σε ενέργεια και, επομένως, οδήγησαν στη γένεση της πνευματοκρατίας και του υλισμού.
Συνδυαστικοί
Η ελεατική θεωρία προκάλεσε πολλαπλές αντιδράσεις σε διαφορετικά πεδία έρευνας, που από τότε ακριβώς αυτονομήθηκαν και εξελίχθηκαν σε ειδικούς κλάδους της φιλοσοφίας και της επιστήμης: στο γνωσιοθεωρητικό και το λογικό, στο οντολογικό και το μεταφυσικό, στο φυσικό και το μαθηματικό. Σημειώσαμε ήδη ότι με τον Ηράκλειτο άνοιγε ο δρόμος για να μελετηθούν η ταυτότητα και η ετερότητα, ο χώρος και ο χρόνος, η κίνηση και η σχέση, η συνεχεία και η διαιρετότητα της ύλης. Η ελεατική θέση, πέρα από την αποδοχή ή την άρνηση που θα μπορούσε να προκαλέσει με την αποξένωσή της από την εμπειρική πραγματικότητα, έφερε στην επιφάνεια όλα αυτά τα ειδικά προβλήματα, όξυνε τη φύση τους στο έπακρο και έκανε επιτακτική την ανάγκη να δοθεί απάντηση σ’ αυτά. Διαφορετικά, η ελληνική σκέψη, φυσιοκρατική ή υπερβατική, κινδύνευε να γυρίσει πίσω στο μύθο. Ο διάλογος που ακολούθησε κορύφωσε τη σύγκρουση του δωρικού με το ιωνικό πνεύμα και η «γιγαντομαχία περί της ούσίας» δεν ήταν παρά μια φάση της αντιπαράθεσής τους, σε επίπεδο επιστημονικού – φιλοσοφικού στοχασμού.
Στο πεδίο της φυσικής, προτού η ελεατική θέση αντιμετωπιστεί από τους Ατομικούς, εκδηλώθηκαν τάσεις συγκερασμού των υλοζωισπκών διδαγμάτων με τα πυθαγορικά και ελεατικά. Η ακραία θέση του Παρμενίδη ότι ο φυσικός κόσμος είναι μόνο «βροτών δόξαι», δηλαδή ούτε καν «όψις αδήλων», μολονότι αιτιολογημένη από την ανεπάρκεια των αισθήσεων και το ανεξήγητο του μεταβολισμού τής εμπειρικά και λογικά δεδομένης ουσίας, δε βρήκε αποδοχή πουθενά, ούτε καν στις πνευματοκρατικές σχολές. Αυτό ακριβώς έκανε πιο επιτακτική την ανάγκη να εξηγηθεί ικανοποιητικά η γένεση αναφορικά με την ουσία.
Μέσα σ’ αυτή την ένταση ο Εμπεδοκλής (494-434 π.Χ.) πρότεινε μια σύνθεση, με την οποία επιχειρούσε να συγκεράσει τις διιστάμενες απόψεις και συγκεκριμένα από τη μια να αξιοποιήσει και να δικαιώσει ιστορικά τις κυριότερες θέσεις της ιωνικής φυσικής και της ελεατικής οντολογίας και από την άλλη να εξηγήσει το μεταβολισμό της ουσίας, που βέβαια ήταν αυτονόητος για το υλοζωιστικό κριτήριο, αλλά είχε καταντήσει προβληματικός με τη νέα συλλογιστική. Έτσι ο Εμπεδοκλής, συνδυάζοντας τις κυριότερες κοσμολογικές αρχές που είχαν προταθεί ως την εποχή του, δίδαξε ότι το σύμπαν συντίθεται και αποσυντίθεται από τέσσερα καθαυτά αμετάβλητα «ριζώματα», δηλαδή το νερό και τη γη, τον αέρα και τη φωτιά. Πάνω σ’ αυτή την πολυαρχική βάση, τη σύμφωνη με τις γενικότερες απαιτήσεις της κοινωνίας της εποχής του, ο Εμπεδοκλής εξήγησε κάθε γένεση και φθορά ως «μίξιν» και «διάλλαξιν» από τα τέσσερα καθεαυτά αμετάβλητα «ριζώματα», σε διαφορετικές αναλογίες και σχέσεις για την κάθε μορφοπλασία. Με αυτό τον τρόπο ο Εμπεδοκλής δικαίωνε βέβαια την ελεατική θέση ότι το ον καθεαυτό δε μεταβάλλεται, αλλά ταυτόχρονα εξηγούσε και τη φυσική γένεση και φθορά. Και την εξηγούσε όχι πια ως φαινομενική διεργασία, όπως δογμάτιζαν οι Ελεάτες, αλλά ως διεργασία πραγματική σε σχέση με το ον. Τη θέση αυτή αργότερα αποδέχτηκαν ανεπιφύλακτα οι Ατομικοί.
Η σύνθεση του Εμπεδοκλή - Αναξαγόρας
Αφού ο Εμπεδοκλής έδωσε τη δική του εξήγηση για τη σύσταση της ύλης και τη δομή των μορφών του κόσμου, επιχείρησε να αιτιολογήσει και τον τρόπο με τον οποίο γίνεται η «μίξις» και η «διάλλαξις», δηλαδή επιχείρησε να εξηγήσει το μεταβολισμό της ουσίας με βάση την κίνηση. Η κίνηση, ενώ για τους υλοζωιστές ήταν σύμφυτη με το «αείζωον» δομικό υλικό του σύμπαντος, για την οντολογία των Ελεατών ήταν αδιανόητη (αφού πίστευαν ότι το ον είναι αμετάβλητο) και γι’ αυτό είχε θεωρηθεί φαινομενική. Έτσι ο Εμπεδοκλής, έχοντας ως δεδομένο την «παλίντροπον αρμονίαν» του Ηρακλείτου, εισηγήθηκε το «νείκος» και τη «φιλότητα» ως δυνάμεις που έλκουν και απωθούν τα «ριζώματα». Με τον τρόπο αυτό, περιέγραψε το σύμπαν ως ακίνητο στο σύνολό του, κατά το ελεατικό πρότυπο, αλλά ως κινούμενο στα μέρη του, κατά το ηρακλειτικό πρότυπο. Χωρίζοντας όμως τις κοσμογονικές δυνάμεις («νείκος» – «φιλότης») από τα φυσικά στοιχεία («ριζώματα»), ο Εμπεδοκλής διαιώνιζε τη διάσπαση της έννοιας της ουσίας σε ύλη και ενέργεια.
Σ’ αυτό το πλαίσιο κινήθηκε και ο Αναξαγόρας (500-428 π.Χ.). Αφετηρία της προβληματικής του πάνω στο μεταβολισμό της ουσίας ήταν η απορία του για τη θρέψη: δεν του φαινόταν δηλαδή ευεξήγητο πώς από την τροφή που εισάγουμε στο σώμα διαμορφώνονται πράγματα που πριν δεν υπήρχαν, σάρκα από μη σάρκα, κόκαλα από μη κόκαλα κτλ. Ότι βέβαια από το τίποτα δεν μπορεί να γίνει τίποτα, αυτό ήταν αξίωμα ήδη πριν από τη γέννηση της φιλοσοφίας. Πάνω σ’ αυτή τη βάση οι παλαιότεροι υποστήριζαν την αφθαρσία της ύλης και εξηγούσαν τη γένεση ως αλλοίωση. Επιπλέον, ο Παρμενίδης είχε δείξει ότι το ον δε μεταβάλλεται. Με αυτά τα δεδομένα, ο Αναξαγόρας ανέτρεξε στην υλοζωιστική παράδοση, και ειδικότερα στον Αναξίμανδρο, που είχε θέσει ως κοσμολογική αρχή την αδιαμόρφωτη μάζα του «άπειρου» και έτσι έφτασε στο συμπέρασμα ότι η ύλη απαρτίζεται από μόρια κάθε είδους, μορφής, σχήματος, μεγέθους και αριθμού. Και ότι σε κάθε φυσικό σώμα υπάρχουν μόρια κάθε είδους («έν παντί παντός μοίρα ένεστι») (το νερό π.χ. και το ψωμί περιέχουν στοιχεία της ίδιας φύσης με το σώμα μας, άρα δεν υπάρχουν απλά στοιχεία, «ριζώματα»). Τέλος δέχτηκε ότι κάθε σώμα χαρακτηρίζεται μόνο από την επικρατούσα μέσα σ’ αυτό ομάδα από ομοειδή μόρια. Σύμφωνα με αυτή τη θέση, αλλά και με μια πάγια ήδη προσωκρατική αντίληψη, το ποσό της ύλης παραμένει για τον Αναξαγόρα σταθερό και ό,τι λέμε γένεση και φθορά δεν είναι παρά πρόσμειξη των μορίων της ύλης σε διαφορετικούς συνδυασμούς και σε διαφορετικές αναλογίες κάθε φορά. Όταν ο Αναξαγόρας ανταποκρίθηκε στην απορία για τη σύσταση της ύλης, χρειάστηκε να εξηγήσει και τις διεργασίες της γένεσης, κυρίως όμως την κινητήρια και μορφοπλαστική δύναμη του κόσμου. Ο Αναξαγόρας πάνω σ’ αυτό σκέφτηκε περίπου όπως ο Εμπεδοκλής και υπέθεσε ως αίτιο για την κίνηση το Νου, που γι’ αυτόν ήταν ουσία εντελώς ξεχωριστή από τα «ομού πάντα» συστατικά της ύλης. Έτσι όμως έδωσε συνέχεια στη διάσπαση της έννοιας της ουσίας σε ύλη και ενέργεια.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου