Σάββατο 14 Οκτωβρίου 2017

ΔΥΟ ΚΕΙΜΕΝΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΙΝΔΑΡΟ

Ὁ Μυστικός Χαραχτήρας τῆς Ἀποστολῆς τοῦ Πινδάρου
 
Κα­νέ­νας Ἕλ­λη­νας ποι­η­τής δέν ἔ­χει μι­λή­σει γιά τήν τέ­χνη του μέ τό­ση ἐ­πι­μο­νή καί μέ τό­ση ἀ­γά­πη ὁσο ὁ Πίν­δα­ρος. Κα­νέ­νας δέν ἔ­χει πο­τέ βε­βαι­ώ­σει τό­σο θαρ­ρε­τά τή σπου­δαι­ό­τη­τα καί τό λάμ­πος τῆς ἀ­πο­στο­λῆς του σάν κοι­νω­νι­κῆς καί ἱ­ε­ρῆς ἀν­τά­μα. Οἱ ὅ­ροι πού ὁ Πίν­δα­ρος με­τα­χει­ρί­ζε­ται για νά χα­ρα­χτη­ρί­σει τόν ἑ­αυ­τό του πα­ρα­σα­στί­ζουν. Ἡ λέ­ξη ποι­η­τής λεί­πει ἀ­πό τό ἔρ­γο του· εἶ­ναι φο­ρές πού ξα­να­παίρ­νει τόν ὅ­ρο τῶν ἐ­πι­κῶν ποι­η­τῶν ἀοι­δό­ς· μά προ­τι­μᾶ νά λέ­ει τόν ἑαυ­τό του θε­ρά­πον­τα ἤ κήρυκα τῶν θε­ῶν καί, πιό συ­χνά, μάν­τιν ἤ προ­φή­την (=Ἀπ. 52f, 6. 104c καί 150 Schroeder : μαν­τεύε­ο, Μ­οῖσ­α, προ­φα­τεύ­σω δ’­ἐ­γώ). Ἀπό τήν ἄλ­λη δέν ἀν­τι­λο­γι­έ­ται κα­θό­λου πῶς ὁ ΙΙίνδαρος — κι ὄχι μο­νά­χα στά πε­ρι­λά­λη­τα ἀ­πο­σπά­σμα­τα τῶν «­θρή­νω­ν» καί στό 2ο Ὀ­λυμ­πι­ο­νί­κη — κρα­τεῖ μ’ ὅλη τήν ἀ­κρί­βεια τό λει­τούρ­γη­μα τοῦ κή­ρυκα τῶν θε­ῶν, τοῦ ἐ­πι­φορ­τι­σμέ­νου νά δι­α­λα­λή­σει, ἀ­πό μέ­ρους τους, τίς ἀ­λή­θει­ες πού θέ­λουν νά δι­δά­ξουν στά πλή­θη. Ἐ­πι­φορ­τι­σμέ­νος νά με­τα­βι­βά­σει μί­α γνώ­ση — σο­φί­α (ὅρος πού στόν Πίν­δα­ρο ση­μαί­νει πο­λύ συ­χνά τήν ποί­η­ση) — δ­έν εἶ­ναι δι­ό­λου πα­ρά­ξε­νο πού ὁ ποι­η­τής λέ­γε­ται συ­χνά σο­φός ἀ­νήρ ἤ ἁ­πλᾶ σο­φός ἤ κά­πο­τε καί σο­φισ­τής ἀ­κό­μη. Τό Ἀ­πό­σπα­σμα 133, γιά τή με­τεμ­ψύ­χω­ση, ἑ­νώ­νει κά­του ἀ­πό τόν κοι­νό ὅρο σο­φί­ᾳ μέ­γι­στοι, ἄν­δρες, τούς βα­σι­λιά­δες, τούς ἀ­νί­κη­τους μα­χη­τές, καί τούς ποι­η­τές. Οἱ ποι­η­τές, μέ τή χά­ρη τῶν θε­ῶν, δα­σκα­λεύ­ουν­ται πά­νου στά ἱ­ε­ρά θέ­μα­τα, ὅπως ἡ ἀρ­χή τῶν ἀ­θα­νά­των, ­πού οἱ θε­οί μπο­ροῦν νά τά δι­δά­ξουν στούς ποι­η­τές — σο­φούς —, μά πού οἱ θνη­τοί δέν ἔ­χουν τρό­πο νά τά βροῦ­νε (—Ἀπ. 52f, 22/23)· Πραγ­μα­τι­κά, ὁ Πίνδαρος λο­γιά­ζει τόν ἑ­αυ­τό του γιά ἱε­ρό ἐ­ξη­γη­τή. Εἴ­δα­με τούς ὅρους πού με­τα­χει­ρί­ζε­ται γιά λό­γου του· κι ἄς φτά­σει νά πα­ραλ­λη­λί­σου­με μ’ αὐ­τούς ἐ­κεί­νους πού με­τα­χει­ρί­ζε­ται γιά ἕ­να πρω­το­μάν­τη, τόν Τει­ρε­σί­α: Διός ὑψίσ­του προ­φά­ταν ἔ­ξο­χον, ὀ­ρθ­ό­μαν­τιν Τει­ρε­σί­αν (Νε­με­ον. Ι, 60). Ὅ,τι τό δῶ­ρο τῆς ποί­η­σης εἶ­ναι ἕ­να προί­κι­σμα καί δέν μπο­ρε­ϊ ν’ ἀ­πο­χτη­θε­ῖ μέ τήν προ­σπά­θεια μο­να­χά, εἶ­ναι μιά ἰ­δέ­α πού μᾶς τή βε­βαι­ώ­νει ἡ πε­ρι­λά­λη­τη πε­ρι­κο­πή τοῦ 2ου  Ὀ­λυμ­πι­ο­νί­κη (στί. 86κέ Ι 124 κε Ι), ὅ­που ὁ Πίν­δα­ρος ἀν­τι­πα­ρα­θέ­τει τόν σ­ο­φόν, ­πού ἔ­χει ἀ­πό τή φύ­ση τή με­γά­λη γνώ­ση του— πολ­λά εἰ­δώς φυᾷ — μ’ ἐ­κεί­νους πού δέν ξέ­ρουν πα­ρά ὅ,τι μά­θα­νε’—μα­θ­όν­τες—καί πού πα­ρο­μοι­ά­ζουν­ται μέ κό­ρα­κες πού «­τού κά­κου κρώ­ζου­νε μπρο­στά στό θε­ϊ­κό που­λί τοῦ Δί­α». Προ­σω­πι­κά πι­στεύ­ω πώς ὅλη αὐ­τή ἡ ἱ­ε­ρο­πρέ­πεια τῆς ὁ­ρο­λο­γίας καί ἡ ἰ­δέ­α τῆς ἱ­ε­ρό­τη­τας τῆς ποι­η­τι­κῆς ἀ­πο­στο­λῆς τοῦ Πιν­δά­ρου βγαί­νουν ἀ­πό τή γλώσ­σα τῆς δελ­φι­κῆς λα­τρεί­ας, πού ὁ Πίν­δα­ρος εἶ­ναι ἐ­πί­ση­μος ἀ­πό­στο­λός της. Ἡ σχέ­ση ὅ­μως τοῦ Ἀπόλλωνα καί τῶν Μου­σῶν δέν εἶ­ναι τε­χνη­τή: Εἶ­ναι ἡ προ­βο­λή τοῦ κο­ρυ­φαί­ου μου­σι­κοῦ πού βρί­σκε­ται ἐ­πι­κε­φα­λῆς τοῦ ἀρ­χαι­ό­τε­ρου γυ­ναι­κεί­ου χοροῦ καί πού δι­ά­δο­χός του εἶ­ναι ὁ ποι­η­τής, κλη­ρο­νό­μος καί τῆς ἀρ­χαί­ας ἱ­ε­ρο­λει­τουρ­γι­κῆς ἰ­δι­ό­τη­τάς του. Ἔ­τσι καί ἡ χρή­ση τῆς δελ­φι­κῆς ἱ­ε­ρο­λο­γι­κῆς γλώσ­σας, μα­κριά ἀ­πό νά εἶ­ναι τυ­πι­κή καί συμ­βα­τι­κή, εἶ­ναι φο­ρέ­ας τῆς συ­νεί­δη­σης μιᾶς λει­τουρ­γί­ας καί ἀ­πο­στο­λῆς τοῦ ποι­η­τή πού ἀ­νε­βαί­νει σέ πρω­τό­γο­νες ρί­ζες. Μιά φω­τει­νή ἐ­δῶ με­λέ­τη, τῆς J. Duchemin, Mission Sociale et Pouvoirs Magiques du Poete compares a ceux du Roi dans k Lyrisme de Pindare, ἀ­π’ ὅπου με­τα­φρά­ζω τήν πα­ρα­πά­νου πε­ρι­κο­πή, τρα­βᾶ τήν ἑρ­μη­νεί­α πα­ρα­πέ­ρα. Τήν ἔμ­πνευ­σή του ὁ ποι­η­τής δέν τήν ἀν­τλεῖ ἀ­πό τίς Μο­ῦ­σες μο­να­χά, μά κι ἀ­πό τίς Ὧρες κι ἀ­πό τίς Χά­ρι­τες, Χο­ρούς γο­νι­μι­κῶν θε­αι­νῶν, πού ἀ­νά­με­σά τους εἶ­ναι κ’ οἱ Μοῦ­σες πα­λα­ιό­τε­ρα, μά πού, κα­θώς συν­δέ­ουν­ται μέ τή «μνή­μη» καί τή Μνη­μο­σύ­νη, μο­νο­πω­λοῦν ἀρ­γό­τε­ρα τή λει­τουρ­γί­α. Ἀπό τήν ἄλ­λη δ Πίν­δα­ρος πα­ρου­σι­ά­ζε­ται μέ κά­ποι­α ἀ­ξί­ω­ση στή θε­ρα­πευ­τι­κή, μέ τό μα­γι­κόν ἀ­κό­μη χα­ρα­χτή­ρα της (Πυ­θιον. 3, Νε­με­ον. 4), ἰ­δι­ό­τη­τα πού τήν ἀ­πο­δί­νει με­τα­φο­ρι­κά καί σέ βα­σι­λιά­δες (4ος Πυ­θι­ο­νί­κης). Τήν ἀ­ξί­ω­σή του στή μαν­τι­κή καί τήν «­προ­φη­τι­κή» (ἐ­ξη­γη­τι­κή τῶν βου­λῶν τῶν θε­ῶν ἤ τῆς γνώ­σης πού δί­νουν οἱ Μοῦ­σες), τήν εἴ­δα­με στούς ὅρους πού με­τα­χει­ρί­ζε­ται γιά νά δη­λώ­σει τό λει­τούρ­γη­μά του. Ἀπό τήν ἄλ­λη, συν­θέ­τει παιά­να γιά νά στο­μώ­σει τά δει­νά πού μιά ἔ­κλει­ψη τοῦ Ἡ­λί­ου φο­βε­ρί­ζει νά χτυ­πή­σουν τή Θή­βα (—Ἀπ. 52k), παίρ­νον­τας τή θέ­ση καί τή λει­τουρ­γί­α ἐ­κεί­νου πού ἔ­χει τή μπό­σε­ση νά ἀ­σκεῖϊ μιάν ἐ­πι­ρο­ή πά­νου στήν τά­ξη τοῦ κό­σμου. Αὐ­τός εἶ­ναι ὁ ἀρ­χαῖ­ος δη­μό­σιος μά­γος πού ταυ­τί­ζε­ται μέ τόν βα­σι­λιά σ’ ἀρ­χαι­ό­τα­τα στά­δια τῆς βα­σι­λεί­ας. Κα­τά τή φρα­ζε­ρια­νή θε­ω­ρί­α πού δέ­χε­ται ἡ συγ­γρα­φέ­ας, ὁ βα­σι­λιάς εἶ­ναι ὁ ἴ­διος ὁ δη­μό­σιος μά­γος πού ἐ­ξε­λίσ­σε­ται σέ μά­γο βα­σι­λιά, μά ἡ θέ­ση τού­τη στε­νεύ­ει τή βά­ση. Σή­με­ρα ξέ­ρου­με πώς εἶ­ναι ὁ κο­ρυ­φαῖ­ος μα­γι­κο­λει­τουρ­γι­κῶν θιά­σων, ἀ­π’ ὅπου βγαί­νουν καί οἱ μά­γοι καί οἱ μάν­τες καί οἱ θε­ρα­πευ­τές καί οἱ ποι­η­τές, κι ἀ­κό­μα πῶς εἶ­ναι ὁ ἀρ­σε­νι­κός σύγκοι­τος τῶν βα­σι­λι­κῶν γυ­ναι­κών, θιά­σου ἤ γέ­νους, πού συγ­κεν­τρώ­νει στόν ἑ­αυ­τό του τίς μα­γι­κές τῶν γυ­ναι­κών αὐ­τῶν λει­τουρ­γί­ες. Τό λει­τούρ­γη­μά του εἶ­ναι συν­δε­μέ­νο μέ τήν γο­νι­μό­τη­τα τῆς γῆς, τῶν γυ­ναι­κών καί τῶν ζώ­ων, καί μέ τό ρυθ­μό τῆς κο­σμι­κῆς τά­ξης· οἱ θε­ρα­πευ­τι­κές ἰ­δι­ό­τη­τες δέν τοῦ λεί­που­νε· καί μέ τίς μα­γι­κές δυ­νά­μες του ἐ­ναρ­μο­νί­ζει γε­νι­κά τή ζω­ή τῆς κοι­νό­τη­τας μέ τή φύ­ση. Ὅ­ταν ἀ­πό τό γή­ι­νο αὐ­τό πρό­τυ­πο πλά­θε­ται ἡ βα­σι­λι­κή πα­ρά­στα­ση τοῦ οὐ­ρά­νιου θε­οῦ, ὁ βα­σι­λιάς γί­νε­ται ὁ ἀν­τι­πρό­σω­πος κι ὁ δι­ά­με­σος τῶν θε­ῶν καί τῆς κοι­νό­τη­τας, ἱ­ε­ρέ­ας καί ἐ­ξη­γη­τής τῶν βου­λῶν τους. Ὁ μά­γος αὐ­τός καί ὕ­στε­ρα δι­ά­με­σος τῶν θε­ῶν καί τῆς κοι­νό­τη­τας βα­σι­λιάς εἶ­ναι γνώ­ρι­μο στήν προ­ϊ­στο­ρι­κή Ἑλ­λά­δα φαι­νό­με­νο: προ­δί­νε­ται ἀ­πό ἀ­θρό­ες λα­τρεῖ­ες καί μύ­θους, ἀλ­λά κι ἀ­πό ρη­τές μαρ­τυ­ρί­ες, ὅπως ἀ­πό τήν πε­ρι­λά­λη­τη πε­ρι­κο­πή τῆς ­Ὀ­δύσ­σειας 19, 109­κέ. Ὑ­πάρ­χει καμ­μιά σχέ­ση ἀ­νά­με­σα στόν ἀρ­χαῖ­ο αὐ­τό μά­γο βα­σι­λιά καί στόν ποι­η­τή; Ἡ συγ­γρα­φέ­ας πα­ρου­σιά­ζει δύ­ο στοι­χεῖ­α: Τό ἕνα εἶ­ναι τό χω­ρί­ο τῆς θε­ο­γο­νί­ας 80/103, ὅπου οἱ Μοῦ­σες ἐμ­πνέ­ουν τόν βα­σι­λιά, καί τό ἄλ­λο εἶ­ναι ἡ πε­ρι­κο­πή τοῦ ἴ­διου ἔ­πους (στί. 22κέ), ὅπου οἱ Μοῦ­σες, γιά νά δώ­σουν τό ποι­η­τι­κό χά­ρι­σμα στόν ποι­μέ­να Ἡσίοδο, τοῦ δί­νουν ἕ­να σκῆ­πτρον, πού ἐ­δῶ ση­μαί­νει ἕ­να κλα­ρί δάφ­νης, μά πού δη­λώ­νει καί τό βα­σι­λι­κό σκῆ­πτρο, ἀρ­χι­κά ἕ­να κλα­ρί κ’ ἐ­τοῦ­το. Ἡ ἀ­ξί­α τῶν πε­ρι­κο­πῶν αὐ­ταῶν, πού ἀλ­λη­λο­συμ­πλη­ρώνουν­ται γιά νά δεί­ξουν τό­σο κον­τά τό βα­σι­λιά στόν ποι­η­τή καί τόν ποι­η­τή τό­σο κον­τά στό βα­σι­λιά, εἶ­ναι τό­σο με­γα­λύ­τε­ρη, ὅσο κα­τε­βαί­νουν ἀ­πό βοι­ωτι­κό θρη­σκευ­τι­κό ἔ­πος· κ’ ἡ σύν­θε­σή τους βρί­σκει τή βε­βαί­ω­ση τοῦ ἀρ­χι­κοῦ συν­δέ­σμου, πού δη­λώ­νει, στόν ἱ­ε­ρό χα­ρα­χτή­ρα τῆς ἀ­πο­στο­λῆς τοῦ ποι­η­ταῆ πού ἀ­ξι­ώ­νει ὁ Πίν­δα­ρος, βοι­ω­τός κι αὐτός ποι­η­τής, γιά τόν ἑ­αυ­τό του. Μάν­της, προ­φή­της, θε­ρα­πευ­τής, δη­μό­σιος μά­γος γιά τήν ἀ­πο­τρο­πή συμ­φο­ρῶν πού πρόσ­η­μα­δεύ­ουν ἀ­νω­μα­λί­ες τῆς κο­σμι­κῆς τά­ξης, ἐμ­πνε­ό­με­νος ἀ­πό θε­ό­τη­τες γο­νι­μι­κές, τίς Ὧρες καί τίς Χά­ρι­τες, δέ­κτης μιᾶς σο­φί­ας ἤ μυ­στι­κῆς γνώ­σης καί δι­ερ­μη­νέ­ας τῶν θε­ῶν, ἀρ­χι­τέ­κτο­νας τῆς ἀ­θα­να­σί­ας καί βα­θυ­στό­μα ὑ­πε­ρή­φα­νος γιά μιάν ὑ­πε­ραν­θρώ­πι­νη ἀ­πο­στο­λή, πού τον κά­νει νά μι­λᾶ στοῦς ἴ­διους τούς κο­σμι­κούς πιά βα­σι­λιά­δες ἀ­πό ψη­λά, ὁ Πίν­δα­ρος πα­ρου­σι­ά­ζε­ται νά συ­νε­χί­ζει μέ τό λει­τούρ­γη­μα τοῦ ποι­η­τή, μέ­σα σ’ ἕνα κό­σμο πο­λύ­πλευ­ρα δι­α­φο­ρι­σμέ­νο πιά, τό λει­τούρ­γη­μα τοῦ ἀρ­χαί­ου μά­γου βα­σι­λιᾶ, μάν­τη, προ­φή­τη θε­ρα­πευ­τῆ, δη­μό­σιου μά­γου, συ­νερ­γά­τη τῆς κυ­κλι­κῆς ἐ­ναλ­λα­γῆς τῶν Ἐ­πο­χῶν (Ὡ­ρῶν καί Χα­ρί­των) καί τῆς κο­σμι­κή; πο­ρεί­ας, δέ­κτη μί­ας μυ­στι­κῆς σο­φί­ας, δι­ερ­μη­νέ­α τῶν θε­ῶν καί, ἄς προ­σθέ­σω ἀ­κό­μη, ἀρ­χι­τέ­κτο­να, μέ τίς τε­λε­τές τῆς βα­σι­λι­κῆς στέ­ψης, μί­ας ἠ­λυ­σιακῆς ἀ­θα­να­σί­ας. Ἐ­κεῖ­νο πού δι­α­σώ­ζει τή συ­νέ­χι­ση εἶ­ναι, κα­τά μέ­γα μέ­ρος, οἱ μα­γι­κές ἀρ­χές τῆς ποί­η­σης, τό ξε­κί­νη­μά της ἀ­πό τίς ἐπωδές, τούς ἔμ­με­τρους λό­γους τῆς μα­γι­κῆς πρά­ξης. Μί­α ἐ­πι­μο­νή στήν πί­στη τοῦ μα­γι­κοῦ καί πα­ρα­πέ­ρα τοῦ ἱ­ε­ρο­λει­τουρ­γι­κοῦ χα­ρα­χτή­ρα της, εἶ­ναι φυ­σι­κή γιά τή Χο­ρι­κή, πού δέν ξε­κορ­μί­ζε­ται ἀ­πό τή δη­μό­σια καί ἱε­ρο­λει­τουρ­γι­κή ἀ­ποστο­λή τη­ςς κι ἀ­κό­μη πιό φυ­σι­κή γιά ποι­η­τή πού γεν­νι­έ­ται καί θρέ­φε­ται μέ­σα στή θρη­σκευ­τι­κό­τη­τα τῆς Βοι­ω­τί­ας καί πού ἀ­πό τά νέ­α του χρό­νια συν­δέ­ε­ται μέ τό δελ­φι­κό ἱ­ε­ρα­τεῖ­ο καί τήν ἀ­πολ­λώ­νεια λα­τρεί­α. Στήν ἴ­δια γραμ­μή ἑρ­μη­νεί­ας μπο­ρεῖ, θαρ­ρῶ, νά δεί­χνου­νε κι ἄλ­λα στοι­χεῖ­α. Εἶ­ναι οἱ γυ­ναι­κεῖ­ες ἀρ­χές τό­σο τῆς προ­ϊ­στο­ρι­κῆς βα­σι­λεί­ας ὁσο καί τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς ποί­η­σης. Καί οἱ οὐ­ό αὐ­τές ρί­ζες κρα­τι­οῦν­ται στή Βοι­ω­τί­α, οἱ πρῶ­τες στή λα­τρεί­α μέ τά Δαφ­νηφό­ρια, καί οἱ ἄλ­λες στό ποι­η­τι­κό πε­ρί­γυ­ρο ὅπου ὁ Πίνδαρος με­γα­λώ­νει. Τά Λαφ­νη­φό­ρια, δπού πομ­πή παρ­θέ­νων ὁ­δη­γα σέ μαν­τι­κό ἱ­ε­ρό τοῦ Ἀπόλλωνα ἕ­να πα­λη­κά­ρι, εἶ­ναι μιά γι­ορ­τή πού ἀ­νακρα­τεῖ τήν πομ­πι­κή ἀ­νάδ­ει­ξη τοῦ ἀρ­χαί­ου βα­σι­λιᾶ· καί τό τρα­γού­δι πού στή­νει ὁ Χο­ρός τῶν παρ­θέ­νων, τό Πα­ρθέ­νιον, ἔ­χει ἀν­τί­στοι­χό του τά ἀλ­κμανι­κά παρ­θέ­νια, ὅπου ὁ κο­ρυ­φαῖ­ος δέν εἶ­ναι πιά ὁ δαφ­νη­φό­ρος ἐ­πο­χι­κός βα­σι­λιάς, μά ὁ ἴ­διος ὁ ποι­η­τής σάν ὀρ­γα­νο­παί­κτης. Ἀν­τί­στοι­χο τῶν θη­βα­ϊκῶν Δαφ­νη­φο­ρί­ων εἶ­ναι τό δελ­φι­κό Στε­πτήρ­ιον, ὁ­πού, ὕ­στε­ρα ἀ­πό μιά δρα­μα­τι­κή κα­τα­στρο­φή ἑνὀς ὁ­μοι­ώ­μα­τος βα­σι­λι­κοῦ ἀ­να­κι­ό­ρου, πού θυ­μί­ζει τό θε­σμό τῆς βα­σι­λο­κτο­νί­ας, ὁ ἐ­πι­κε­φα­λῆς νέ­ος φεύ­γει γιά κα­θαρ­μό στά Τέμ­πη, ἀ­π’ ὅπου γυ­ρί­ζει ἐ­πι­κε­φα­λῆς μιᾶς πομ­πῆς (ὄ­χι ἀ­πο­κλει­στι­κά γυ­ναι­κεί­ας, ἄν καί στήν τε­λε­τή ἔ­χουν ση­μαν­τι­κό μέ­ρος οἱ Ὀ­λεῖ­αι, βοι­ω­τι­κός δι­ο­νυ­σια­κός θί­α­σος), χρυ­σο­στό­λι­στος καί κρα­τών­τας κλα­ρί τῆς ἱ­ε­ρῆς δάφ­νης. Καί στίς δυ­ό γι­ορ­τές, τά πα­λη­κά­ρια πού ἐ­κτυ­πώ­νουν τόν ἀρ­χαῖ­ο ἐ­πο­χι­κό βα­σι­λιά, κρα­τοῦν τό κλα­ρί τῆς δάφ­νης πού δί­νουν οἱ Μοῦ­σες μα­ζί μέ τό ποι­η­τι­κό χά­ρι­σμα στόν Ἡ­σί­ο­δο· κ’ ἐν­σαρ­κώ­νου­νε πιά τόν Ἀπόλλωνα, πού ἀ­πό τήν ἄλ­λη τόν βλέ­που­με ἐ­πι­κε­φα­λῆς του παρ­θε­νι­κο­ῦ χο­ροῦ τῶν Μου­σῶν ὀργα­νο­παί­κτη. Ἔ­τσι καί ἡ δελ­φι­κή ἱ­ε­ρή ὁ­ρο­λο­γί­α, πού χρη­σι­μο­ποι­εῖ ὁ Πίν­δα­ρος, ρι­ζώ­νε­ται μέ­σα ἀ­πό τή λα­τρεί­α σ’ ἀρ­χαι­ό­τε­ρους σχε­τι­σμούς τοῦ ποι­η­τή, τοῦ βα­σι­λιά, τοῦ προ­φή­τη.
 
‘Ο θρη­σκευ­τι­κός Χα­ρα­χτή­ρας τῆς ΙΙινδαρικής IIοίησης
 
Τήν κύ­ρια λει­τουρ­γί­α τῆς Χο­ρι­κῆς νά δι­α­συν­δέ­σει τό σή­με­ρα μέ τό χθές, νά ἀ­νε­βά­σει τό ἀ­το­μι­κό καί με­ρι­κό στό κα­θο­λι­κό, καί νά ἐ­πι­βά­λει, μέ τό με­γα­λεῖ­ο τοῦ ὄγκου, τόν κό­σμο τῶν πα­ρ­α­δο­μέ­νων ἀρ­χῶν κι ἀ­ξι­ῶν, μέ κα­νέ­ναν ἄλ­λο ποι­η­τή δέν τή βρί­σκου­με, ὅσο μέ τόν Πίν­δα­ρο, στήν ἀ­κρό­τε­ρη δυ­να­μι­κό­τη­τά της. Κα­θώς ἔ­τσι ὁ κό­σμος αὐ­τός τῶν ἀρ­χῶν καί τῶν ἀ­ξιῶν ἀ­κουμ­πᾶ σέ ἰ­δέ­ες θρη­σκευ­τι­κές, σέ κα­νέ­ναν ἄλ­λο, πά­λι, ποι­η­τή ἡ Χο­ρι­κή δέν κρά­τη­σε, ὅσο στόν Πίν­δα­ρο, τόν θρη­σκευ­τι­κά χα­ρα­χτή­ρα. Ξέ­ρου­με πό­σο ὄ­μορ­φα ὁ ρή­το­ρας Σε­νέ­κας χα­ρα­χτή­ρι­ζε - ­ἀρ­γό­τε­ρα τά τρί­α κύ­ρια ἑλ­λη­νι­κά κέν­τρα: Ἀ­θῆ­ναι μέν ἐν λό­γοις δι­άσ­η­μοι, θῆ­βαι δ’­ ἐν ἱ­ε­ρο­ῖς, Σπάρ­τη δ’ ἐν ὅ­πλοις. Χά­ρη στή στε­νό­τα­τη ἀ­γρο­τι­κή οἰ­κο­νο­μί­α της, ἤ Βοι­ω­τί­α στά­θη­κε ἀ­λη­θι­νά ἡ ἐν­το­νό­τε­ρα θρη­σκευ­τι­κή πε­ρι­ο­χή τῆς Ἑλ­λά­δας. Μη­τέ­ρα λο­γίς θε­ῶν καί θε­αι­νῶν κι ἀ­πο­κλειστι­κά τοῦ Δι­ό­νυ­σου - γει­τό­νισ­σα τῶν Δελ­φῶν· κέν­τρο πα­ναρ­χαί­ων λα­τρει­ῶν τοῦ Ἔ­ρω­τα, τῶν Χα­ρί­των, τοῦ Ἀπόλλωνα· πε­ρή­φα­νη γιά τόν Καδ­μεια­κό καί τόν Ἡράκλειο μυ­θι­κό κύ­κλο· τό­πος συ­νάν­τη­σης ὅλων τῶν θε­ο­τή­των κι ὅλων τῶν λα­τρει­ῶν κα­τοι­κη­τή­ριο δαι­μό­νων πού κά­να­νε τήν δπαι­θρο ν’ ἀ­να­τρι­χιά­ζει καί πέ­ρα ἀ­πό τά χρό­νια τοῦ Ἀ­λέ­ξαν­δρου· κα­τά­σπαρ­τη ἀ­πό μυ­στι­κό­πα­θα ἱ­ε­ρά πού στά πα­ρα­μι­κρά ση­μεῖ­α τους οἱ Βοι­ω­τοί ἀ­να­ζη­τοῦ­σαν τήν τύ­χη τους, καί κοι­μη­τή­ριο ἀ­πό τούς τά­φους ἀ­να­ρίθ­μη­των ἁ­γί­ων (μιά ἐ­ρώ­τη­ση Κω­μι­κοῦ εἶ­ναι καί τί οὐκ ἀ­πήγ­ξω ἵνα θή­βῃ­σιν ἥ­ρως γέ­νῃ), ἡ Βοι­ω­τί­α, ὅπως ἦ­ταν ἡ κα­τάλη­λό­τε­ρη νά δώ­σει τό ἔπος τῆς θε­ο­γο­νί­ας, τήν ἱ­ε­ρή βί­βλο τῶν Ἑλ­λή­νων ἄν οἱ Ἕλ­λη­νες μπο­ροῦ­σαν νά­’­χοῦν βί­βλο ἱ­ε­ρή, ἔ­τσι κι αὐ­τή μο­νά­χα μπο­ροῦ­σε νά βά­λει τό­σο θρη­σκευ­τι­κό στη­μό­νι στό ὕφα­σμα τῆς συ­νεί­δη­σης ἑ­νός με­γά­λου ποι­η­τῆ μέ τήν κα­τα­βο­λή τῶν πρώ­των ἰ­δε­ῶν καί βι­ω­μά­των. Ἡ βα­θειά θρη­σκευ­τι­κό­τη­τα τοῦ ποι­η­τῆ φα­νε­ρώ­νε­ται κι­ό­λας μέ τόν ἀρ­χαι­ό­τε­ρο γιά μᾶς ἐ­πί­νι­κό του, τόν 10ο  Πυ­θι­ο­νί­κη, καί κρα­τι­έ­ται μ’ ἀ­κα­τέ­βα­τη στάθ­μη σ’ ὅλη τήν κα­το­πι­νή ποί­η­σή του. Τά ἱ­ε­ρα­τεῖ­α τῶν Δελ­φῶν καί τοῦ Ἄμ­μω­να, καί σί­γου­ρα κι ἄλ­λων δευ­τε­ρο­τέ­ρων ἱ­ε­ρῶν, ἐ­πι­ση­μο­ποί­η­σαν τήν ποί­η­σή του. Στούς Δελ­φούς πῆ­ρε, μο­νά­χα αὐ­τός ἀ­πό τους θνη­τούς, τό προ­νό­μιο νά­’­ναι συν­τρά­πε­ζος στό δεῖ­πνο τοῦ θε­οῦ τους. Ὁ ἴ­διος στή­νει ἱ­ε­ρά στή Με­γά­λη Μη­τέ­ρα, στόν Ἀπόλλωνα, στόν Ἑρ­μῆ τόν Ἀ­γραῖ­ο. Τά χρό­νια πού οἱ φι­λό­σο­φοι το­ξεύ­α­νε τά πρῶ­τα βέ­λη τῆς ἀ­πι­στί­ας, ἡ ποί­η­ση τοῦ Πιν­δά­ρου ἀ­γω­νί­ζε­ται νά κα­θα­ρί­σει τή θρη­σκεί­α ἀ­πό τίς ἀ­τέ­λει­ες καί νά στη­ρί­ξει, σέ πνευ­μα­τι­κό­τε­ρο ἐ­πί­πε­δο, τήν πί­στη. Ὁ ἴ­διος δέν προ­χώ­ρη­σε βέ­βαι­α σέ μιά σύλ­λη­ψη κα­θα­ρῆς πνευ­μα­τι­κῆς ὑ­πό­στα­σης τοῦ θεί­ου, ὅπως ὁ Ξε­νο­φά­νης, γιά τό λό­γο πώς, σά Βοι­ω­τός, εῖ­ταν προ­ση­λω­μέ­νος στίς ἱ­ε­ρο­τυ­πι­κές λα­τρεῖ­ες. Οἱ θε­οί του εἶ­ναι πλά­σμα­τα, ὅπως καί οἱ θε­οί τοῦ Ὁμήρου· καί οἱ ἔ­ρω­τες κ’ οἱ φθό­νοι καί τ’ ἄλ­λα πά­θη τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ψυ­χῆς δέν τούς εἶ­ναι ξέ­να· εἶ­ναι καί ὡ­ραῖ­οι καί λαμ­προ­φάν­τα­χτοι μα­ζί - μά πό­σο δι­α­φο­ρε­τι­κοί ἀ­πό τους θε­ούς τοῦ Ὁ­μή­ρου, ἀ­πό τους θε­ούς πού ἡ Ἐ­πο­ποι­ί­α δέν ἔ­κα­με μο­νά­χα τή φύ­ση τους μά καί τή δυ­στυ­χί­α τούς αἰ­ώ­νια. Ὁ Πίν­δα­ρος ρί­χνει στόν ὁμη­ρι­κόν Ὄ­λυμ­πο τό λάμ­πος τῆς τε­λει­ό­τη­τας τῶν θε­ῶν του. Μο­νά­χα οἱ θε­οί δέν ἀ­στο­χοῦϋ­νε σ’ ὅ,τι ἐ­πι­χει­ρή­σου­νε· κι οὔ­τε τί­πο­τα τοῦ φαί­νε­ται ἀ­πί­στευ­το, ἄν ἔρ­χε­ται ἀ­πό τους θε­ούς, για­τί δέ βλέ­πει που­θε­νά τά ὅρια τῆς δύ­να­μής τους. Αὐ­τοί μο­νά­χα ἀ­πο­σώ­νουν ὅ,τι θε­λή­σου­νε, αὐ­τοί εἶ­ναι οἱ κυ­ρί­αρ­χοι τῶν σκο­πῶν, τῶν ἀρ­χῶν, τῶν τερ­μά­των οἱ θε­οί πού συ­ναν­τοῦ­νε στά νέ­φη τόν ἀ­ε­τό, πού προ­σπερ­νο­ῦν τό δελ­φί­νι στή θά­λασ­σα, πού σω­ρο­βο­λιάζου­νε τούς πε­ρί­τρα­νους κι ἀ­νε­βά­ζουν σ’ ἀ­θά­να­τη δό­ξα τούς δί­κιους. Ἡ ἐ­νέργεια τῶν Μοι­ρῶν, ἡ Ἀνάγκη, τό Πε­πρω­μέ­νο, ξα­κο­λου­θο­ῦν νά μέ­νου­νε χω­ρι­σμέ­να ἀ­πό τους θε­ούς πού ἐ­νερ­γοῦ­νε πάν­τα μέ­σα στά βρι­σμέ­να ἀ­πό τίς Μοῖ­ρες. Ὡστόσο μιά στα­θε­ρή ἀ­φαί­ρε­ση τοῦ Πιν­δά­ρου, πού συ­χνά ἀ­πο­μα­κραί­νει τήν ἔκ­φρα­σή του ἀ­πό τή δή­λω­ση τῆς πολ­λό­τη­τας τῶν θε­ῶν γιά νά τή συγ­κο­ρυ­φώ­σει στήν ἑ­νό­τη­τα τοῦ θεοῦ (θε­ό­τη­τας, θεί­ου), τόν βο­η­θᾶ νά ταυ­τί­ζει τά κα­θο­ρι­σμέ­να ἀ­πό τή Μοί­ρα μέ τή θέ­λη­ση τοῦ θεί­ου· καί σέ μιά μο­νά­χα με­ριά, ὅπου ὁ ποι­η­τής δε­σμεύ­ε­ται φα­νε­ρά ἀπό τήν ἐ­πι­κή πα­ρά­δο­ση, στόν VIο  Παιά­να (=Ἀπ. 52f, 54/61), ἡ θέ­λη­ση τῆς Μοί­ρας πα­ρου­σι­ά­ζε­ται ἀν­τί­θε­τη μέ τή θέ­λη­ση τοῦ θε­ο­ῦ (μά καί πά­λι ἕ­νος μο­να­χά), κι ὁ θε­ός, ἄς εἶ­ναι κι δ Δί­ας αὐ­τός, ἀ­δύ­να­μος νά με­ταλ­λά­ξει τά πε­πρω­μέ­να. Ἡ πα­ρά­δο­ση ὡ­στό­σο, κα­τε­βαί­νον­τας ἀ­πό και­ρούς πού οἱ Θε­οί δέν πο­λυ­ξε­χω­ρί­ζαν ἀ­πό τούς ἀν­θρώ­πους, εἶ­χε δώ­σει τῶν θε­ῶν πρό­στυ­χα πά­θη καί τα­πει­νω­τι­κές ἀ­δυ­να­μί­ες. Ὁ Πίν­δα­ρος ἀν­τι­με­τω­πί­ζει θαρ­ρε­τά τήν πα­ρά­δο­ση τού­τη. Ὅ­που ὁ μύ­θος πει­ρά­ζει τήν ἰ­δέ­α τῆς τε­λει­ό­τη­τας τῶν θε­ῶν, τόν ἀ­να­σκε­υά­ζει ἤ τόν πα­ρα­πε­τά­ει. Οἱ θε­οί δέν γεύ­τη­καν ἀν­θρω­πι­νά κρέ­α­τα στό πο­λυ­βό­η­το δεῖ­πνο τοῦ Ταν­τά­λου. Δέ μή­νυ­σε ἄλ­λος τήν ἀ­πι­στί­α τῆς Κο­ρω­νί­δας στόν Ἀπόλλωνα, μά μο­να­χός του ὁ παν­το­γνώ­στης θε­ός νι­ώ­θει τό κρί­μα. Μό­νον ἄ­ξια γιά τούς θε­ούς χρω­στοῦ­νε νά λέ­νε οἱ θνη­το· καί πε­τά­ει μέ δέ­ος ἀ­πό τό στό­μα του ὁ ποι­η­τής τήν ἱ­στό­ρη­ση τῶν πο­λέ­μων τοῦ Ἡρακλῆ καί τῶν θε­ῶ­νε. Ὅ­σο ὅ­μως πε­ρισ­σό­τε­ρο τέ­λει­οι κι ἀ­πει­ρο­δύ­να­μοι εἶ­ναι οἱ θε­οί, τό­σο ἄ­τε­λοι καί πε­ρι­ο­ρι­σμέ­νοι στή δύ­να­μη οἱ ἄν­θρω­ποι. Ἡ μικρο­ποί­η­ση πραγ­μα­τι­κά του ἀν­θρώ­που εἶ­ναι φυ­σι­κή συ­νέ­πεια ὅ­λων τῶν τά­σε­ων γιά τήν ὑ­πε­ρε­ξύ­ψω­ση τοῦ θεί­ου, θε­οί καί ἄν­θρω­ποι, κα­τά τό προ­οί­μιο τοῦ 6ου Νε­με­ο­νί­κη πού ἀ­πη­χεῖ τήν ἰ­δέ­α τῆ­ς ἡ­σιό­δειας θε­ο­γο­νί­ας, ἀπό τήν ἴ­δια μά­να, τή Γῆ, γεν­νη­θῆ­καν. Ἐ­κεῖ­νοι ὅμως ἀ­νε­βῆ­καν ἀ­θά­να­τοι κι ἀ­πει­ρο­δύ­να­μοι στόν ἀ­ξε­σά­λευ­το οὐ­ρα­νό, κ’ ἐ­με­ῖς πή­ρα­με τή λι­γό­ζω­η καί λι­γο­δύ­να­μη ὕ­παρ­ξη πού τρα­βο­ῦ­με ἀπό τό χῶ­μα. Πε­ρι­ο­ρι­σμέ­νοι στή δύ­να­μη καί στό πνεῦ­μα, οἱ θνη­τοί δέν ξέ­ρουν τά γραμ­μέ­να τῶν Μοι­ρῶν, δέν ξέ­ρουν τίς βου­λές τῶν θε­ῶν, δέν ξέ­ρουν τήν πο­ρεί­α τῶν πε­ρι­στα­τι­κῶν, δέν ξέ­ρουν τίς αἰ­τί­ες τῶν συμ­φο­ρῶν, δέν ξέ­ρου­νε τό αὔ­ριό τους. Ἀ­με­τα­σά­λευ­τη γραμ­μή τούς ἔ­χει κα­θο­ρί­σει καί τά μέ­τρο πού μπο­ροῦ­νε νά φτά­σουν. Εἶ­ναι ἡ ἀ­ρι­στο­κρα­τι­κή ἰ­δέ­α τοῦ μέ­τρου πού κα­το­χυ­ρώ­νει τήν κοι­νω­νι­κή τά­ξη, μιά τά­ξη πού τήν ἔ­χουν στή­σει καί τή φρου­ροῦ­νε οἱ ἴ­διοι οἱ θε­οί, οἱ ἔ­φο­ροι καί τη­ρη­τές τῆς κο­σμι­κῆς (πα­να­πεῖ τῆς κοι­νω­νι­κῆς) ἁρ­μο­νί­ας, πού συν­τρί­βου­νε κά­θε ὑ­περ­βα­σί­α. Ὁ ἄν­θρω­πος δέν μπορεῖΐ νά τρα­βή­ξει πέ­ρα ἀ­π’ τίς στῆ­λες τοῦ Ἡρακλῆ, ὁ οὐ­ρα­νός εἶ­ναι ἄ­βα­τος γιά δα­ῦ­τον : Ὁ Πή­γα­σος γκρέ­μι­σε τόν Βελ­λε­ρο­φόν­τη πού βάλ­θη­κε ν’ ἀ­νε­βεῖ στῶν θε­ῶν­ τη χαλ­κό­στρω­την ἕ­δρα. Ὁ Ἀσκληπιός πού ἀ­νά­στη­σε νε­κρό κε­ραυ­νώ­θη­κε, ὁ Τάν­τα­λος κι ὁ Ἰ­ξί­ων, πού βάλ­θη­καν νά ξε­γε­λά­σουν τούς θε­ούς, πα­ρα­δο­θῆ­καν σέ μαρ­τύ­ρια πού δέν τε­λει­ώ­νουν. Οἱ τε­ρα­τι­κές δυ­νά­μες, πού ἐ­πι­χεί­ρη­σαν νά κα­τα­λύ­σουν τό κρά­τος τῆς ἁρ­μο­νί­ας, ὁ Τυ­φώ­νας, οἱ Τι­τά­νες, ὁ βα­σι­λιάς τῶν Γι­γάν­των, κα­τα­λυ­θῆ­καν. Μιά παγ­κό­σμια ἁρ­μο­νί­α, πού ἡ ἔκ­φρα­σή της εἶ­ναι ἡ κο­σμι­κή καί κοι­νω­νι­κή τά­ξη, ἔ­χει κα­θο­ρί­σει τή θέ­ση, τόν κύ­κλο, τίς δυ­να­τό­τη­τες τοῦ ἀν­θρώ­που. Ἐ­φή­με­ρα πλά­σμα­τα, πού εἶ­ναι καί δέν εἶ­ναι, οἱ ἄν­θρω­ποι, ὀ­νει­ρο­φά­σμα­τα σκι­ῶν, ἄς γυ­ρεύ­ου­νε τή σκέ­πη τῶν θε­ῶν, κρα­τών­τας τή λα­τρεί­α τους καί τούς ὁρι­σμούς, μή ξε­περ­νών­τας τή στρά­τα πού τούς ἔ­χουν ἐ­κεῖ­νοι χα­ρά­ξει.Ἡ ἀ­ρι­στο­κρα­τι­κή, ὡ­στό­σο, ἰ­δε­ο­λο­γί­α δέν ἐ­ξι­σώ­νει τούς ἀν­θρώ­πους.Ὑπάρχουν κ’ οἱ εὐ­νο­ού­με­νοι τῶν θε­ῶν, πού δέν εἶ­ναι φυ­σι­κά πα­ρά οἱ γό­νοι τῶν ἀ­ρι­στο­κρα­τι­κῶν σο­γι­ῶν, πού μέ­σα ἀ­πό τή γραμ­μή ἡ­μί­θε­ων προ­γό­νων πλη­σιά­ζουν τή φύ­ση τῶν θε­ῶν, ἤ μέ τό με­γά­λο τό νο­ῦ ἤ μέ ὑ­πέ­ρο­χο σέ κάλ­λος ἤ δύ­να­μη κορ­μί, στοι­χεῖ­α πού συγ­κρο­τοῦν ἕ­να ἰ­σό­θε­ο πλά­σμα. Σ’ αὐ­τούς κα­τε­βαί­νει ἡ χά­ρη τῶν θε­ῶν, δί­νον­τας τους­ τήν ἀ­ρε­τήν, πα­να­πεῖ τήν ἡ­ρω­ι­κή ἀ­ξι­ο­σύ­νη, καί στε­φα­νώ­νον­τας μέ τήν ἐ­πι­τυ­χί­α τή δο­ξα­στι­κή ἐ­πι­δο­σή τους. Ὄ­νει­ρα σκιῶν οἱ ἄν­θρω­ποι, μά σάν ἔρ­θει θε­ό­σταλ­το πά­νω τους φῶς, λαμ­πον­τύ­νε­ται καί γλυ­καί­νει ἡ ζω­ή τους. Τά θε­ο­δο­τά ἀ­λη­θι­νά χα­ρί­σμα­τα, το «­θε­ό­σταλ­το» φῶς, οἱ ἔμ­φυ­τες ἀ­ξι­ο­σύ­νες, μο­νά­χα αὐ­τά εἶ­ναι πού ἔ­χουν ἀ­λη­θι­νή τήν ἀ­ξία: Πα­ρά­δειγ­μα οἱ πο­λυ­θρύ­λη­τοι ἥ­ρω­ες, καί στήν κορ­φή τούς ὁ­ ­Ἡ­ρα­κλῆς κι ὁ Ἀ­χιλ­λέ­ας. Ὅ­σα μα­θαί­νουν­ται χω­ρίς τή θε­ό­θε­τη τού­τη βά­ση, εἶ­ναι ἄ­πλε­ρα καί λει­ψά, καί δέν ὁ­δη­γά­νε στό με­γά­λο κα­τόρ­θω­μα πο­τέ τους. Τό συμ­πέ­ρα­σμα φυ­σι­κά εἶ­ναι πώς τά θε­ο­δο­τά χα­ρί­σμα­τα τά­’­χουν μο­νά­χα οἱ φύ­τρες­των εὐ­γε­νῶν, πού ση­μαί­νει πώς ὁ λα­ϊ­κό­τε­ρος ἄν­θρω­πος δέν ἔ­χει νά πε­ρι­μέ­νει πα­ρά τή λει­ψή ἀ­πό­δο­ση πού τοῦ δί­νουν οἱ μα­θη­τές ἀ­ξι­ο­σύ­νες. Ὡστόσο καί τά ἔμ­φυ­τα χα­ρί­σμα­τα τῶν εὐ­νο­η­μέ­νων ἀ­πό τούς θε­ούς δέ φτά­νουν μό­να τους ν’­ἀ­πο­δώ­σουν. Χρει­ά­ζουν­ται τό μό­χτο καί τόν κίν­τυ­νο τῆς ἄ­σκη­σης, τό θαρ­ρε­τό κα­τέ­βα­σμα στούς ἀ­γῶ­νες τῆς τι­μῆς· για­τί ἀλ­λι­ῶς ἀ­το­νοῦν καί μα­ραί­νουν­ται, ὅταν ὁ μό­χτος τῆς ἄ­σκη­σης, ὅταν ¨η φι­λό­τι­μη σύγ­κρου­ση μέ τά στοι­χεῖ­α πού τά ἀ­ναι­ροῦν, δέν ἔρ­χε­ται νά τά ζω­ο­ποι­ή­σει καί νά τά ἀ­κο­νί­σει. Ὄ­νει­ρα σκι­ῶν οἱ ἄν­θρω­ποι, ναί, μά ὅταν ἔρ­θει ἀ­πά­νού τους μί­α θε­ό­σταλ­τη ἀ­χτί­δα φω­τός, ἀ­πο­μέ­νει σ’ αὐ­τούς νά ὑ­ποστα­τώ­σουν τήν ὕ­παρ­ξή τους. Ἡ φι­λό­τι­μη «­ἀ­ρε­τη», πού τή βρα­βεύ­ει ὁ θρί­αμ­βος, σι­γου­ρεύ­ει, ὕ­στε­ρα ἀ­πό τίς μπό­ρες, με­λι­στά­λα­χτη τήν αἰ­θρί­α τῆς εὐ­δαι­μο­νί­ας σ’ ὅση ἀ­πο­μέ­νει ζω­ή· καί πα­ρα­πέ­ρα χω­ρί­ζει τήν ὕ­παρ­ξη σέ δυ­ό αἰ­ώ­νι­ες, τή μιά, τι­μη­μέ­νη ἀ­πό τους χθό­νιους θε­ούς, ἀ­νά­με­σα στούς ἠ­λυ­σια­κούς ἥ­ρω­ες, τήν ἄλ­λη ἀ­νά­με­σα στούς ζων­τα­νούς, μέ τά χα­ρα­χτη­ρι­στι­κά πού τῆς δώ­σαν οἱ ποι­η­τές, θε­ο­κί­νη­τοι κ’ ἐ­τοῦ­τοι λει­τουρ­γοί της ἀ­θα­να­σί­ας, καί πού ἀν­θο­βο­λεῖ, σπέρ­μα ἀ­ρε­ταῆς, στή στορ­γή τῶν ἀν­θρώ­πων πού θα ’ρ­θοῦν. Ἡ ἀ­να­κύ­κλη­ση τῶν ἰ­δε­ῶν αὐ­τῶν, μέ­σα ἀ­πό ἕ­να ἱ­ε­ρό­πρε­πο ὕ­φος, ὅπου τό κά­θε νό­η­μα βα­θαί­νει μέ τή φω­το­σκί­α­ση, μέ τό ζυ­γά­ρι­σμα καί μέ τούς ἀ­πό­η­χους ἑ­νός προ­φη­τι­κοῦ λό­γου, δί­νει στόν Πίν­δα­ρο τόν χα­ρα­χτή­ρα τοῦ ἀ­πο­στό­λου μί­ας νέ­ας θρη­σκευ­τι­κό­τη­τας, τόν χα­ρα­χτή­ρα τοῦ προ­φή­τη, θά λέ­γα­με, ἤ δι­ερ­μη­νέ­α τῶν «­ζών­των θε­ώ­ν», χα­ρα­χτή­ρα ἀ­κό­μη πού ρη­τά τόν ἀ­ξι­ώ­νει γιά λό­γου του καί πού τόν κυ­ρώ­νει σάν δω­ρη­τής, ὁ ἴ­διος, τῆς ἀ­θα­να­σί­ας. Ἡ οὐ­σί­α τῆς ἀ­πο­στο­λῆς αὐ­τής φαί­νε­ται νά κα­τε­βαί­νει ἀ­πό πο­λύ ἀρ­χαι­ό­τε­ρες πη­γές, ἀ­π’ ὅ­που καί τό προ­ελ­λη­νι­κό ὄνο­μά­ του.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου