Θυμάσαι τότε που ήσουν παιδί και η τρέλα ήταν αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητάς σου, ένα κομμάτι της ψυχοσύνθεσής σου άρρηκτα συνδεδεμένο με εσένα; Τότε που δεν υπολόγιζες τον κίνδυνο και τις συνέπειες και ανέβαινες σε πανύψηλα δέντρα χωρίς να έχεις ιδέα πώς θα κατεβείς μετά, ή που κατηφόριζες απότομες, σχεδόν κάθετες βουνοπλαγιές με το στραπατσαρισμένο από τα πολλά χτυπήματα ποδήλατό σου, αψηφώντας τους νόμους της φυσικής, και κυρίως εκείνον της βαρύτητας, στην προσπάθειά σου να μαζέψεις όση πιο πολλή αδρεναλίνη μπορούσες, πριν καν μάθεις πώς τη λένε έτσι, τότε που για σένα ήταν απλά ένα πολύ δυνατό και όμορφο συναίσθημα που το ένιωθες στα εσώψυχά σου και το οποίο τα «Ξύλινα Σπαθιά» δεν σου το είχαν δώσει ακόμη σαν στίχο.
Τα θυμάσαι εκείνα τα υπέροχα χρόνια;
Αλήθεια, πού πήγε εκείνη η τρέλα; Σίγουρα δεν έφυγε, δεν εγκατέλειψε τον ψυχικό μας κόσμο – είναι εκεί, ανάμεσα στο άγχος των καθημερινών μας υποχρεώσεων και στη σοβαροφάνεια που μας διακατέχει ως «υπεύθυνους» ενήλικες, που αυτός ο αγαπημένος, παλιός μας γνώριμος, η τρέλα, βρίσκεται στριμωγμένη και αδημονεί να αφεθεί ελεύθερη, να αποσυμπιεστεί, ούτως ώστε να κάνει τον ενήλικα παιδί και να του θυμίσει πόσο ωραία είναι να ανεβαίνεις όσο πιο ψηλά γίνεται, χωρίς δίχτυ ασφαλείας και να κατεβαίνεις όσο πιο γρήγορα γίνεται, χωρίς μαξιλάρια στο έδαφος.
Ακούς συχνά να μιλάνε για το ελιξίριο της νεότητας και για διάφορες τεχνικές που σου επιτρέπουν να διατηρείς το σφρίγος και τη ζωντάνια της νιότης σου, μα λίγοι συνειδητοποιούν πως το πλησιέστερο σε μαγικό χάπι γι’ αυτόν τον σκοπό είναι η απελευθέρωση της καταπιεσμένης παιδικής τρέλας που κρύβουμε μέσα μας, μαζί της και το παιδί που κάποτε τη χαιρόταν χωρίς σκέψεις κι ενοχές. Μπορεί η σύγχρονη εποχή να προστάζει σοβαρότητα στους ενήλικες και να τοποθετεί την τρέλα στην ίδια μοίρα με την έλλειψη σοβαρότητας και την ανωριμότητα, μα τα κοινωνικά καλούπια και οι ταμπέλες δεν σημαίνουν τίποτα σ’ αυτούς που αρνήθηκαν να κοιμίσουν την τρέλα μέσα τους, στους αθεράπευτα ρομαντικούς, νοσταλγούς του παρελθόντος. Δεν σημαίνουν απολύτως τίποτα στους αιώνιους έφηβους, που κάτω από το ατσαλάκωτο, λαμπερό τους κοστούμι φοράνε σκισμένο blue jean και φανέλα Nirvana και δεν χάνουν ευκαιρία να απαλλαχτούν από την επιφανειακή τους «αμφίεση» και να μείνουν με την περιβολή που πραγματικά τους εκφράζει, και που μέσα της κορμί και ψυχή νιώθουν άνετα.
Ένα γραφείο, μια ανατομική καρέκλα και ένας υπολογιστής υψηλής απόδοσης δεν είναι η σωστή αφορμή για να κάνεις το κοστούμι στολή. Καμιά αφορμή δεν είναι. Ο έφηβος πρέπει να συνεχίσει να ζει μέσα μας, είτε είμαστε 35, είτε 55, είτε 85 – στο κάτω κάτω, η καρδιά δεν ρυτιδώνει. Είμαστε όσο νιώθουμε – μετράμε την ηλικία μας σε χρόνια καρδιάς, κι όχι σε ημερολογιακά. Αν το ημερολόγιο της καρδιάς σου σε δείχνει 15 κι εκείνο στον τοίχο 55, άκου το πρώτο, ξέρει καλύτερα. Αν το «κλικ» που κάνει ο Zippo σε εξιτάρει κάθε φορά που το ακούς και σου υγραίνει τα μάτια και σου ζωγραφίζει ένα νοσταλγικό χαμόγελο στα χείλη και σε στέλνει πίσω, χρόνια πίσω, τότε που η φλόγα που άναβε μετά το «κλικ» ενωνόταν με το άκρο ενός Marlboro κόκκινου και τα δυο τους δημιουργούσαν μια από τις αμέτρητες καύτρες νικοτίνης, οι οποίες ήταν απαραίτητη προϋπόθεση στις συζητήσεις της σχολικής αυλής, πάει να πει πως νοερά είσαι ακόμη εκεί, στην αυλή, και συζητάς, και καπνίζεις, και νιώθεις έφηβος. Αν ακόμη φοράς το σκισμένο blue jean που είχες όταν ήσουν 25, αυτό σημαίνει πως το σώμα σου δεν άλλαξε, μα ούτε και η καρδιά σου. Κι αν νιώθεις και πράττεις όπως και τότε, όπου σταθείς κι όπου βρεθείς, αν περπατάς πιο πολλή ώρα απ’ όση κάθεσαι κι αν νιώθεις ερωτευμένος με τη ζωή και σε κάθε ευκαιρία που η τελευταία σου δίνει συντονίζεσαι στη συχνότητά της και νιώθεις τα ιόνιά της να σε κατακλύζουν, κι αν γελάς, γελάς σαν να είσαι το μοναδικό άτομο στο δωμάτιο, γελάς και το γέλιο σου είναι τόσο διαπεραστικό που περνά μέσα από μίζερες θωρακίσεις και σκούρα κοστούμια, και προκαλεί με τη σειρά του γέλιο στους κατόχους των τελευταίων, τότε έχεις τα πιο θερμά μου συγχαρητήρια – τα έχεις κερδίσει επάξια, γιατί δεν πέταξες ποτέ τη στολή του έφηβου, γιατί δεν έγδυσες την καρδιά σου από το jean και την φανέλα. Γιατί το μπλε του ντένιμ και το άσπρο του βαμβακιού είναι τα χρώματα που χαρακτηρίζουν την καρδιά σου, χτυπημένα μόνιμα εκεί, τατουάζ εφηβικό.
Η ζωή θέλει τρέλα. Πολλή τρέλα. Σε θέλει να ανεβείς βουνά και να τα κατεβείς με ασφάλεια για να πεις την ιστορία σου. Σε θέλει να πεις πολλές τέτοιες ιστορίες. Στην μια θα πέφτεις από αεροπλάνο, στην άλλη θα κολυμπάς με καρχαρίες και σε μια τρίτη θα εξερευνάς απομακρυσμένες γειτονιές του κόσμου, των οποίων οι δρόμοι είναι σηματοδοτημένοι με ταμπέλες που πάνω τους αναγράφονται σύμβολα παρά γράμματ, και ο μόνος χάρτης που θα συμβουλεύεσαι θα είναι το «μπιπ μπιπ» που θα κάνει η καρδιά σου και θα σου δίνει συντεταγμένες βάσει ενστίκτου.
Ζήσε τις ιστορίες σου καλά πριν να τις διηγηθείς. Γίνε συλλέκτης εμπειριών. Επένδυσε στα αισθήματά σου με σκοπό να πληρωθείς πίσω σε συναισθήματα. Βγες έξω και δες τον κόσμο, τόσο πολύ και τόσο έντονα και με τόση τρέλα, που σε κάθε αντανάκλαση λίμνης, καταρράκτη ή ουράνιου τόξου, να βλέπεις τον εαυτό σου – και να τον βλέπεις χαμογελαστό. Η ζωή θέλει γερή δόση τρέλας για να σου ανταποκριθεί, αλλιώς απλά θα σε φιλοξενήσει προσωρινά, προσφέροντάς σου κατάλυμα κι επιβίωση, μέχρι να συνειδητοποιήσεις πως, το μόνο που είχες να κάνεις για να περάσεις πιο ωραία σε αυτό το σύντομο ταξίδι, ήταν να μην είχες γυρίσει χρονιά στο ημερολόγιο της καρδιάς σου όταν αυτό έδειχνε 15. Ή 25. Ή 35. Εσύ αποφασίζεις που να σταματήσεις το χρόνο, σε ποιο σημείο να γυρίσεις την κλεψύδρα οριζόντια. Και θα το βρεις αυτό το σημείο, να ‘σαι σίγουρος. Είτε θα σου το δείξουν τα παιδιά σου, είτε το ίδιο το παιδί που κρύβεται μέσα σου. Το τελευταίο μπορεί να το απαιτήσει κιόλας. Η τρέλα συνήθως επιβάλλεται, εκτός κι αν είσαι τόσο παράλογα λογικός που να σε θεωρήσει χαμένη περίπτωση και να μην μπει καν στον κόπο, να σε προσπεράσει.
Δεν υπάρχει χειρότερη εκδοχή της ζωής από την αποστειρωμένη. Από χώμα γεννιόμαστε και σε χώμα καταλήγουμε –γιατί να μην γευτούμε αυτό το ίδιο χώμα στο μεσοδιάστημα που ονομάζεται ζωή; Εμένα, προσωπικά, μ’ αρέσει να κυλιέμαι στη λάσπη. Ναι, θα λερωθώ. Επιφανειακά όμως. Το κοστούμι θα γίνει χάλια, από κάτω όμως απ’ αυτό, το blue jean και η φανέλα μου θα είναι ολοκάθαρα, λες και μόλις βγήκαν από το πλυντήριο. Η καρδιά μου, δε, θα απαστράπτει. Γιατί όσο πιο πολύ λερώνω το κοστούμι, τόσο πιο πολύ καθαρίζει η ψυχή μου. Η τρέλα είναι η λάσπη μου. Και είμαι πάντα πρόθυμος να πέσω με τα μούτρα σε αυτήν. Γιατί; Πολύ απλά, επειδή η ζωή θέλει γερή δόση τρέλας για να την βγάλεις καθαρή…
Τα θυμάσαι εκείνα τα υπέροχα χρόνια;
Αλήθεια, πού πήγε εκείνη η τρέλα; Σίγουρα δεν έφυγε, δεν εγκατέλειψε τον ψυχικό μας κόσμο – είναι εκεί, ανάμεσα στο άγχος των καθημερινών μας υποχρεώσεων και στη σοβαροφάνεια που μας διακατέχει ως «υπεύθυνους» ενήλικες, που αυτός ο αγαπημένος, παλιός μας γνώριμος, η τρέλα, βρίσκεται στριμωγμένη και αδημονεί να αφεθεί ελεύθερη, να αποσυμπιεστεί, ούτως ώστε να κάνει τον ενήλικα παιδί και να του θυμίσει πόσο ωραία είναι να ανεβαίνεις όσο πιο ψηλά γίνεται, χωρίς δίχτυ ασφαλείας και να κατεβαίνεις όσο πιο γρήγορα γίνεται, χωρίς μαξιλάρια στο έδαφος.
Ακούς συχνά να μιλάνε για το ελιξίριο της νεότητας και για διάφορες τεχνικές που σου επιτρέπουν να διατηρείς το σφρίγος και τη ζωντάνια της νιότης σου, μα λίγοι συνειδητοποιούν πως το πλησιέστερο σε μαγικό χάπι γι’ αυτόν τον σκοπό είναι η απελευθέρωση της καταπιεσμένης παιδικής τρέλας που κρύβουμε μέσα μας, μαζί της και το παιδί που κάποτε τη χαιρόταν χωρίς σκέψεις κι ενοχές. Μπορεί η σύγχρονη εποχή να προστάζει σοβαρότητα στους ενήλικες και να τοποθετεί την τρέλα στην ίδια μοίρα με την έλλειψη σοβαρότητας και την ανωριμότητα, μα τα κοινωνικά καλούπια και οι ταμπέλες δεν σημαίνουν τίποτα σ’ αυτούς που αρνήθηκαν να κοιμίσουν την τρέλα μέσα τους, στους αθεράπευτα ρομαντικούς, νοσταλγούς του παρελθόντος. Δεν σημαίνουν απολύτως τίποτα στους αιώνιους έφηβους, που κάτω από το ατσαλάκωτο, λαμπερό τους κοστούμι φοράνε σκισμένο blue jean και φανέλα Nirvana και δεν χάνουν ευκαιρία να απαλλαχτούν από την επιφανειακή τους «αμφίεση» και να μείνουν με την περιβολή που πραγματικά τους εκφράζει, και που μέσα της κορμί και ψυχή νιώθουν άνετα.
Ένα γραφείο, μια ανατομική καρέκλα και ένας υπολογιστής υψηλής απόδοσης δεν είναι η σωστή αφορμή για να κάνεις το κοστούμι στολή. Καμιά αφορμή δεν είναι. Ο έφηβος πρέπει να συνεχίσει να ζει μέσα μας, είτε είμαστε 35, είτε 55, είτε 85 – στο κάτω κάτω, η καρδιά δεν ρυτιδώνει. Είμαστε όσο νιώθουμε – μετράμε την ηλικία μας σε χρόνια καρδιάς, κι όχι σε ημερολογιακά. Αν το ημερολόγιο της καρδιάς σου σε δείχνει 15 κι εκείνο στον τοίχο 55, άκου το πρώτο, ξέρει καλύτερα. Αν το «κλικ» που κάνει ο Zippo σε εξιτάρει κάθε φορά που το ακούς και σου υγραίνει τα μάτια και σου ζωγραφίζει ένα νοσταλγικό χαμόγελο στα χείλη και σε στέλνει πίσω, χρόνια πίσω, τότε που η φλόγα που άναβε μετά το «κλικ» ενωνόταν με το άκρο ενός Marlboro κόκκινου και τα δυο τους δημιουργούσαν μια από τις αμέτρητες καύτρες νικοτίνης, οι οποίες ήταν απαραίτητη προϋπόθεση στις συζητήσεις της σχολικής αυλής, πάει να πει πως νοερά είσαι ακόμη εκεί, στην αυλή, και συζητάς, και καπνίζεις, και νιώθεις έφηβος. Αν ακόμη φοράς το σκισμένο blue jean που είχες όταν ήσουν 25, αυτό σημαίνει πως το σώμα σου δεν άλλαξε, μα ούτε και η καρδιά σου. Κι αν νιώθεις και πράττεις όπως και τότε, όπου σταθείς κι όπου βρεθείς, αν περπατάς πιο πολλή ώρα απ’ όση κάθεσαι κι αν νιώθεις ερωτευμένος με τη ζωή και σε κάθε ευκαιρία που η τελευταία σου δίνει συντονίζεσαι στη συχνότητά της και νιώθεις τα ιόνιά της να σε κατακλύζουν, κι αν γελάς, γελάς σαν να είσαι το μοναδικό άτομο στο δωμάτιο, γελάς και το γέλιο σου είναι τόσο διαπεραστικό που περνά μέσα από μίζερες θωρακίσεις και σκούρα κοστούμια, και προκαλεί με τη σειρά του γέλιο στους κατόχους των τελευταίων, τότε έχεις τα πιο θερμά μου συγχαρητήρια – τα έχεις κερδίσει επάξια, γιατί δεν πέταξες ποτέ τη στολή του έφηβου, γιατί δεν έγδυσες την καρδιά σου από το jean και την φανέλα. Γιατί το μπλε του ντένιμ και το άσπρο του βαμβακιού είναι τα χρώματα που χαρακτηρίζουν την καρδιά σου, χτυπημένα μόνιμα εκεί, τατουάζ εφηβικό.
Η ζωή θέλει τρέλα. Πολλή τρέλα. Σε θέλει να ανεβείς βουνά και να τα κατεβείς με ασφάλεια για να πεις την ιστορία σου. Σε θέλει να πεις πολλές τέτοιες ιστορίες. Στην μια θα πέφτεις από αεροπλάνο, στην άλλη θα κολυμπάς με καρχαρίες και σε μια τρίτη θα εξερευνάς απομακρυσμένες γειτονιές του κόσμου, των οποίων οι δρόμοι είναι σηματοδοτημένοι με ταμπέλες που πάνω τους αναγράφονται σύμβολα παρά γράμματ, και ο μόνος χάρτης που θα συμβουλεύεσαι θα είναι το «μπιπ μπιπ» που θα κάνει η καρδιά σου και θα σου δίνει συντεταγμένες βάσει ενστίκτου.
Ζήσε τις ιστορίες σου καλά πριν να τις διηγηθείς. Γίνε συλλέκτης εμπειριών. Επένδυσε στα αισθήματά σου με σκοπό να πληρωθείς πίσω σε συναισθήματα. Βγες έξω και δες τον κόσμο, τόσο πολύ και τόσο έντονα και με τόση τρέλα, που σε κάθε αντανάκλαση λίμνης, καταρράκτη ή ουράνιου τόξου, να βλέπεις τον εαυτό σου – και να τον βλέπεις χαμογελαστό. Η ζωή θέλει γερή δόση τρέλας για να σου ανταποκριθεί, αλλιώς απλά θα σε φιλοξενήσει προσωρινά, προσφέροντάς σου κατάλυμα κι επιβίωση, μέχρι να συνειδητοποιήσεις πως, το μόνο που είχες να κάνεις για να περάσεις πιο ωραία σε αυτό το σύντομο ταξίδι, ήταν να μην είχες γυρίσει χρονιά στο ημερολόγιο της καρδιάς σου όταν αυτό έδειχνε 15. Ή 25. Ή 35. Εσύ αποφασίζεις που να σταματήσεις το χρόνο, σε ποιο σημείο να γυρίσεις την κλεψύδρα οριζόντια. Και θα το βρεις αυτό το σημείο, να ‘σαι σίγουρος. Είτε θα σου το δείξουν τα παιδιά σου, είτε το ίδιο το παιδί που κρύβεται μέσα σου. Το τελευταίο μπορεί να το απαιτήσει κιόλας. Η τρέλα συνήθως επιβάλλεται, εκτός κι αν είσαι τόσο παράλογα λογικός που να σε θεωρήσει χαμένη περίπτωση και να μην μπει καν στον κόπο, να σε προσπεράσει.
Δεν υπάρχει χειρότερη εκδοχή της ζωής από την αποστειρωμένη. Από χώμα γεννιόμαστε και σε χώμα καταλήγουμε –γιατί να μην γευτούμε αυτό το ίδιο χώμα στο μεσοδιάστημα που ονομάζεται ζωή; Εμένα, προσωπικά, μ’ αρέσει να κυλιέμαι στη λάσπη. Ναι, θα λερωθώ. Επιφανειακά όμως. Το κοστούμι θα γίνει χάλια, από κάτω όμως απ’ αυτό, το blue jean και η φανέλα μου θα είναι ολοκάθαρα, λες και μόλις βγήκαν από το πλυντήριο. Η καρδιά μου, δε, θα απαστράπτει. Γιατί όσο πιο πολύ λερώνω το κοστούμι, τόσο πιο πολύ καθαρίζει η ψυχή μου. Η τρέλα είναι η λάσπη μου. Και είμαι πάντα πρόθυμος να πέσω με τα μούτρα σε αυτήν. Γιατί; Πολύ απλά, επειδή η ζωή θέλει γερή δόση τρέλας για να την βγάλεις καθαρή…
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου