Πρωταγόρας: Θεωρείται ο ιδρυτής της σοφιστικής
Γεννήθηκε στα Άβδηρα, περί το 480 π.κ.ε. Το αρχικό του επάγγελμα ήταν αχθοφόρος. Τον ανακάλυψε ο Δημόκριτος τον πήρε κοντά του και τον έκανε γραμματέα του και μαθητή του. Περιηγήθηκε διάφορες ελληνικές πόλεις, καθώς και της Κάτω Ιταλίας, σαν διδάσκαλος της ρητορικής. Σχετίσθηκε με τον Περικλή και τον Ευριπίδη και τιμήθηκε πολύ στην Αθήνα. Kατηγορήθηκε για αθεΐα και ασέβεια ύστερα από κατηγορία που διατύπωσε εναντίον του ο Πυθόδωρος.
Αυτός ουσιαστικά ήταν ο εκπρόσωπος της συντηρητικής Αθήνας εναντίον των σοφιστών. Ανήκε στον κύκλο των ολιγαρχικών που υποκίνησαν το πραξικόπημα του 411 π.κ.ε. και περίπου εκείνη την περίοδο πρέπει να κατηγόρησε και τον Πρωταγόρα. Όλα τα βιβλία του συγκεντρώθηκαν στην αγορά και κάηκαν, ενώ ο Πρωταγόρας προσπάθησε να διαφύγει στη Σικελία. Το πλοίο όμως στο οποίο επέβαινε ναυάγησε και ο ίδιος πνίγηκε σε ηλικία περίπου εβδομήντα ετών, γεγονός που δείχνει επιλεκτικά να αγνοεί ο μέγας προπαγανδιστής Πλάτωνας στο Μένωνα.
Ο Πρωταγόρας ήταν δάσκαλος που δίδασκε με ανταμοιβή και ήταν ξακουστός για τα υψηλά δίδακτρα που χρέωνε. Οι μέθοδοι διδασκαλίας ήταν πρόδρομοι των σημερινών διαλέξεων και είχαν ως περιεχόμενο ανάλυση ποιημάτων, συζητήσεις για τα νοήματα και τις σωστές χρήσεις των λέξεων και γενικούς κανόνες ρητορικής. Όπως είναι φυσικό οι μαθητές του ήταν πλούσιοι και οικονομικά ευκατάστατοι Αθηναίοι με κοινωνικό υπόβαθρο. Στους φτωχούς που τον επισκέπτονταν για μάθηση δεν έπαιρνε χρήματα.
Εστίαζε την εκπαίδευση που παρείχε σε πρακτικά ζητήματα αποδίδοντας μεγάλη αξία στη ρητορική δεινότητα και ευγλωττία (ορθοέπεια). Θεωρώντας πως για κάθε θέση μπορούν να διατυπωθούν επιχειρήματα υπέρ και κατά, προετοίμαζε τους μαθητές του με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι σε θέση να υπερασπιστούν αλλά και να επικρίνουν, με λογικά επιχειρήματα κάθε αμφιλεγόμενη θέση.
Στο Διογένη το Λαέρτιο διαβάζουμε ένα μακρύ κατάλογο των έργων του μαγάλου σοφιστή, όπου συνενώνει τίτλους διαφόρων τεχνικών συγγραμμάτων. Όπως μαρτυρούν οι τίτλοι των έργων του -από τα οποία σώθηκαν ελάχιστα αποσπάσματα- τα περισσότερα πραγματεύονταν ζητήματα πολιτικά και ηθικά. Υπήρξαν όμως και συγγράμματα για τη ρητορική και τη γραμματική, ενώ ασχολήθηκε και με την παιδαγωγική και τα μαθηματικά.
Ορισμένες πληροφορίες για τη διδασκαλία του διέσωσαν διάφοροι συγγραφείς (δοξογράφοι) αλλά και ο Πλάτωνας στην απέλπιδα προσπάθεια του να τον μειώσει. H κριτική εξέταση των τίτλων είναι δύσκολη, καθώς πολλοί από αυτούς ίσως αποτελούν τμήματα μεγαλύτερων έργων του. Από το Διογένη πληροφορούμαστε ότι η πρώτη εργασία που διάβασε ο Πρωταγόρας ήταν η “Περί Θεών” όπου αναφέρεται το σπίτι του Ευριπίδη ως χώρος ανάγνωσης. Το έργο αρχίζει ως εξής: “Για τους θεούς δεν μπορώ να ξέρω ούτε αν υπάρχουν ούτε αν δεν υπάρχουν, ούτε ποια είναι η μορφή τους. Γιατί πολλά πράγματα εμποδίζουν τη γνώση: το γεγονός ότι είναι αόρατοι και η συντομία της ζωής”.
Καθαρότερα δεν μπορούσε να διατυπωθεί μια καθάρια λογική που σβήνει τον μύθο από την παράδοση της ελληνικής ζωής. Αν πίσω από τη διατύπωση του Πρωταγόρα κρύβεται πλήρης άρνηση απέναντι στους θεούς, δεν το γνωρίζουμε. Καμιά φορά κατατάσσουν τον Πρωταγόρα ανάμεσα στους άθεους, ενώ ο Κικέρωνας τον διαχωρίζει από αυτούς.
Πρέπει να δεχτούμε ότι ο Πρωταγόρας αρνείται να προχωρήσει στη μεταφυσική σφαίρα και ουσιαστικά δεν θεολογεί, γιατί πιστεύει ότι η ανθρώπινη γνώση δεν μπορεί να συλλάβει πράγματα μη αισθητά. Δεν απορρίπτει αλλά και δεν αποδέχεται τη θεία ύπαρξη γιατί αισθάνεται ότι δεν έχει ο άνθρωπος τα μέσα να την προσεγγίσει. Το πρόβλημα επομένως φαίνεται να είναι κατ’ αρχήν γνωσιολογικό κι όχι θεολογικό, λογικό κι όχι μεταφυσικό.
Ο Πρωταγόρας, όπως και ο Ηράκλειτος, μιλούν για την διηνεκή ροή των όντων στο σύμπαν.
Ο άνθρωπος γνωρίζει πράγματα όχι όπως είναι αυτά, αλλά όπως του εμφανίζονται στις αισθήσεις του. Κατά τον Πρωταγόρα δεν υπάρχουν αλήθειες που να ισχύουν και κάτι που στον ένα φαίνεται αληθινό μπορεί στον άλλο να φανεί ψευδές. Την αρετή ακόμα την θεωρούσε απλώς σαν μια αγαθή έξι, που προπαρασκευάζει καλύτερη ψυχική διάθεση και προτρέπει τους ανθρώπους στη δράση. Το θεμέλιο της δραστηριότητας του, την εκπαίδευση του πολιτικού ανθρώπου, ο Πρωταγόρας το έθεσε με το έργο που αργότερα κυκλοφόρησε με τον επιθετικό διπλό τίτλο “Αλήθεια ή Καταβάλλοντες” (H αλήθεια ή Οι λόγοι που νικούν). Αρχιζε ως εξής: “Πάντων χρημάτων μέτρον εστίν άνθρωπος, των μεν όντων ως έατιν, των δε μη όντων ως ουκ έατιν” Απόδοση: Για όλα τα πράγματα μέτρο είναι ο άνθρωπος, γι’ αυτά που υπάρχουν ότι υπάρχουν, για όσα δεν υπάρχουν ότι δεν υπάρχουν.
Επειδή στην ιστορία της φιλοσοφίας κυριαρχεί η διαδοχή δράσης αντίδρασης, η φράση αυτή κατ’ αρχάς πρέπει να εκληφθεί ως επίθεση. Περιέχει τη διαμαρτυρία εναντίον του ελεατικού χωρισμού της αισθησικής αντίληψης από την πραγματικότητα, εναντίον του αιτήματος για μια απόλυτη, αμετάβλητη ουσία που είναι προσιτή μόνο στη σκέψη.
Το σύγγραμμα αυτό στρεφόταν ενάντια σε εκείνους που θεωρούσαν το ον ως ένα και μοναδικό και επομένως απόλυτο. Άρα, η σκέψη του Πρωταγόρα αντιτίθεται στη σκέψη του Παρμενίδη, αλλά ταυτόχρονα συνδέεται με αυτή, καθώς στη φράση μέτρον-άνθρωπος διακρίνεται η παρμενιδική ενότητα σκέψης-είναι, η οποία τώρα μεταφέρεται στο άτομο που σκέφτεται και αισθάνεται. Σύμφωνα με τον Πρωταγόρα, η γνώση είναι προϊόν δύο παραγόντων, του πράγματος, αυτού που βρίσκεται έξω από εμάς και των αισθητηρίων μας. O άνθρωπος γνωρίζει τα αντικείμενα του όχι όπως αυτά υπάρχουν αλλά όπως ο ίδιος τα προσλαμβάνει μέσα του και αφού οι παραστάσεις του υποστούν μια καθαρά υποκειμενική επεξεργασία.
Εδώ πλέον εισάγεται ο απεριόριστος σχετικισμός, η σχετικότητα των αισθήσεων, η οποία καταπολεμήθηκε σφοδρά από το Σωκράτη, σε όλες τις ανθρώπινες σχέσεις αξιών και περιέχεται ως δυνατότητα. Επίσης στο Θεαίτητο του Πλάτωνα διαπιστώνουμε μια υπεράσπιση της διδασκαλίας του Πρωταγόρα, που ξεκινά από τη φράση μέτρον-άνθρωπος. H γεύση του υγιούς ανθρώπου, που για το ίδιο πράγμα είναι αντίθετη από του αρρώστου, αναγνωρίζεται το ίδιο αληθινή και έγκυρη. Βέβαια, ο υγιής είναι καλύτερα από τον άρρωστο, και καθήκον του γιατρού είναι να τον ξανακάνει καλά. Με το ίδιο πνεύμα πρέπει ο παιδαγωγός να καθοδηγήσει το μαθητή του και ο πολιτικός να αποκαταστήσει την καλύτερη κατάσταση στην κοινότητα.
Ωστόσο, ο καθένας από μας αποτελεί το μέτρο των πραγμάτων που για τα άτομα εμφανίζονται με πάρα πολλές διαφορές και μόνο με αυτή την εμφάνιση υπάρχουν γι’ αυτούς. Εδώ δημιουργείται το πρόβλημα από πού έρχονται στους ανθρώπους τα μέτρα για το «καλύτερο» ή το «χειρότερο» που ξεπερνούν καθετί ατομικό. H απόπειρα του Πρωταγόρα να δώσει λύση φαίνεται καλύτερα στις απόψεις του για τη φύση και τη γένεση του κράτους. Για τα προβλήματα αυτά ο Πρωταγόρας διατύπωσε τις απόψεις του στο σύγγραμμα Περί της εν αρχήι καταστάσεως. Τα βασικά χαρακτηριστικά των απόψεων του τα αναγνωρίζουμε από ένα χωρίο του ομώνυμου με αυτόν πλατωνικού διαλόγου.
Στο μύθο που απαγγέλλει εκεί δίνει μια θεωρία για τη γένεση του ανθρώπινου πολιτισμού, ξεκινώντας τον κάτω από πρωτόγονες συνθήκες: O άνθρωπος που για να επιβιώσει δεν είναι τόσο καλά εξοπλισμένος όσο τα ζώα, δεν μπορεί να ζήσει απομονωμένος, παρ’ όλο που ο Προμηθέας του χάρισε τη φωτιά. Όμως οι απόπειρες για να ενωθούν οι άνθρωποι αποτυγχάνουν από την έλλειψη σημαντικών προϋποθέσεων και καταλήγουν σε έναν πόλεμο όλων προς όλους. Τότε, ο Δίας στέλνει με τον Ερμή την αιδώ και τη δίκην (ηθικότητα-δικαιοσύνη) στους ανθρώπους και έτσι καθιστά δυνατές την κρατική ζωή και την ανάπτυξη του πολιτισμού τους.
Αν αφαιρέσουμε το μύθο, διαπιστώνουμε ότι είναι πεποίθηση του Πρωταγόρα ότι κάθε άνθρωπος έχει μέσα του έμφυτο το αίσθημα της ηθικότητας και της δικαιοσύνης. Τις εξαιρέσεις, ανθρώπους δηλαδή που δεν εντάσσονται σε ένα κοινωνικό σύστημα, η κοινότητα είναι υποχρεωμένη να τους παραμερίζει, σκοτώνοντας τους. Ωστόσο, η έμφυτη ικανότητα για πολιτικές αρετές δεν αρκεί από μόνη της, αλλά πρέπει να αναπτυχθεί με την παιδεία.
H σημασία της, βασική για όλη τη σοφιστική, προβάλλει με ιδιαίτερη καθαρότητα από την ανάπτυξη των συμφραζομένων. Σε ένα σημαντικό απόσπασμα παρατίθεται η άποψη ότι η μάθηση χρειάζεται τη φυσική ικανότητα (φύσις) και την άσκηση (άσκησις). O Πρωταγόρας δεν αντιτίθεται ριζοσπαστικά στην αρχαϊκή-κλασική πεποίθηση για τη μεγάλη αξία της φυσικής ικανότητας, απλώς προσθέτει και την παιδαγωγική επίδραση.
Ως προς τα άλλα, ο Πρωταγόρας του Πλάτωνα που και σε αυτό μπορούμε να τον ταυτίσουμε με το ιστορικό πρόσωπο, αντιμετωπίζει την τιμωρία ως παιδαγωγικό μέτρο. Για τον Πρωταγόρα ισχύει αυτό που είπε ο Πρόδικος για τους σοφιστές: Αυτοί είναι κάτι ανάμεσα σε πολιτικούς και φιλοσόφους, που σημαίνει κυρίως αγωνιστές με το λόγο.
Το πιο εκτεταμένο έργο του είναι οι “Αντιλογίαι” γιατί μόνο γι’ αυτές παραδίδεται ο αριθμός δύο βιβλίων. Δεν έχουμε καθαρή εικόνα για το περιεχόμενο τους. Μια γενική ένδειξη μας δίνει η πληροφορία του Διογένη του Λαέρτιου: Για κάθε πράγμα υπάρχουν δύο λόγοι αντίθετοι ο ένας προς τον άλλον. H άποψη αυτή αναιρεί την αντίφαση και οδηγεί στην παντοδυναμία της ρητορικής. Εχει τη δυνατότητα μια αδύνατη πρόταση να την κάνει ισχυρή (τον ήττω λόγον κρείτω ποιείν).
Τέλος, η περίφημη ρήση του «για όλα τα πράγματα μέτρο είναι ο άνθρωπος, και για όσα υπάρχουν και για όσα δεν υπάρχουν» με την οποία ξεκινούσε κάποιο έργο του με τίτλο Αλήθεια ή Καταβάλλοντες Λόγοι, οδηγεί σε ένα πολύ προκλητικό συμπέρασμα, το οποίο για πολλούς εγκαινιάζει την παράδοση του σχετικισμού: όλες οι υποκειμενικές αντιλήψεις ευσταθούν. Όπως διατυπώνεται η πρόταση μπορεί να δεχτεί πολλές ερμηνείες ως προς την εμβέλεια των πραγμάτων που θεωρούνται υποκειμενικά.
Στην πραγματικότητα ο Πρωταγόρας με τον όρο «πράγματα» δεν εννοούσε μόνο τα αισθητά, αλλά κάθε κρίση που μπορεί να εκφέρει ένα υποκείμενο για οποιοδήποτε ζήτημα. Επίσης, ο Πρωταγόρας αυτό που ισχυρίστηκε είναι το εξής: τα πράγματα που υπάρχουν γύρω μας, με αντικειμενικό τρόπο (αέρας), και που κανείς δεν αμφισβητεί ότι υπάρχουν, υπάρχουν για τον καθένα από εμάς με έναν διαφορετικό τρόπο (ψυχρός, θερμός κλπ) και κατ’ αυτή την έννοια, είναι για τον καθένα από εμάς κάτι διαφορετικό (για άλλους ψυχρός, για άλλους θερμός κλπ) όχι όμως για τον καθένα άλλο (για άλλους αέρας και για άλλους νερό).
Η θέση λοιπόν του Πρωταγόρα ότι ο άνθρωπος είναι το μέτρο για όλα τα πράγματα θεμελιώνει το σχετικισμό, στη σφαίρα της γνωσιολογίας, αν και εκφράζονται επιφυλάξεις για το κατά πόσο πρόθεση του Πρωταγόρα ήταν να εισηγηθεί μια νέα ριζοσπαστική θεωρία για τη γνώση ή απλώς να καταρρίψει τις απόψεις παλαιότερων φιλοσόφων, όπως ο Παρμενίδης.
Ο Πρωταγόρας εκτός όλων των άλλων διατύπωσε και ένα πρωτότυπο επιχείρημα για την ύπαρξη των θεών, το οποίο σύμφωνα με την παράδοση, οδήγησε τον ίδιο στην εξορία και τα βιβλία του στην πυρά: «Για τους θεούς δεν μπορώ να γνωρίζω τίποτα: ούτε ότι υπάρχουν, ούτε ότι δεν υπάρχουν, ούτε τι λογής μορφή έχουν. Γιατί είναι πολλά τα όσα εμποδίζουν να γνωρίζουμε από τη μια το άδηλο του ζητήματος και από την άλλη η συντομία της ανθρώπινης ζωής»
Αυτό που κυριαρχεί στο επιχείρημα αυτό του Πρωταγόρα δεν είναι η αμφισβήτηση της ύπαρξης των θεών αλλά η αμφισβήτηση της γνώσης που εμείς ως άνθρωποι μπορούμε να έχουμε γι’ αυτούς. Μπορεί δηλαδή ο Πρωταγόρας με τα κριτήρια των συγχρόνων του να εμφανιζόταν ως «άθεος», εμείς, ωστόσο οφείλουμε να διακρίνουμε τη σκεπτικιστική του στάση, η οποία απορρέει από τις γνωσιολογικές του απόψεις, παρά από την πλήρη άρνηση της ύπαρξής τους.
Σε σχέση με τους νόμους για τον Πρωταγόρα δεν υπάρχει απόλυτο καλό και απόλυτη δικαιοσύνη, που να μπορούν να έχουν ισχύ οριστικού κανόνα για τις ηθικο-πολιτικές πράξεις. Όμως, το μέτρο του δικαίου και του καλού δεν είναι όπως στην περίπτωση της αλήθειας και των θεών, το μεμονωμένο άτομο, αλλά ολόκληρη η κοινότητα στην οποία αυτό ανήκει. Δίκαιο, επομένως, είναι ό,τι φαίνεται δίκαιο στην πόλη- κράτος ή στην πλειοψηφία της. Σε πολιτικό πλαίσιο δίκαιο είναι ό,τι ωφελεί την πόλη και αποσπά την ευρύτερη δυνατή συναίνεση των κυβερνωμένων.
Σοφές Σοφιστίες
Κατά την αντίληψη των σοφιστών ο άνθρωπος δεν είναι παθητικός δέκτης των επιδράσεων του φυσικού κόσμου π.χ. του κλίματος ή των άλλων επιδράσεων του κοινωνικού χώρου, αλλά μπορεί να γίνει ο ίδιος με την επέμβασή του δύναμη δια- μορφωτική του κοινωνικού γίγνεσθαι.
Η αντίληψη αυτή άλλωστε απηχεί το πνεύμα του αρχαίου ελληνικού Διαφωτισμού, που στην πρώτη γραμμή τον εκφράζουν οι σοφιστές με τις ιδέες και τη διδασκαλία τους. Το συμπέρασμα αυτό εξάγεται έμμεσα αλλά σαφώς τόσο από τον αποσπασματικό λόγο των σοφιστών που διέσωσε η παράδοση, όσο και από την «εικόνα» που παρέδωσε ο δογματιστής Πλάτων μέσα στους διαλόγους του, στην προσπάθειά του να αντικρούσει τις προτάσεις και να καταπολεμήσει τις ιδέες των σοφιστών.
Οι παράγοντες, τώρα, που συνετέλεσαν στη μεταβολή αυτή και στην καταξίωση του ατόμου σε σχέση με τα πράγματα, πρέπει να αναζητηθούν στη νέα αντίληψη που κομίζουν οι σοφιστές στην ελληνική φιλοσοφική σκέψη. Αλλά βέβαια και η αντίληψη αυτή οφείλει τη διαμόρφωσή της στις νέες κοινωνικοπολιτικές καταστάσεις, που δημιουργήθηκαν στον ελληνικό κόσμο, και κυρίως στην Αθήνα, μετά τους Μηδικούς πολέμους.
Η επανατοποθέτηση του ανθρώπου-πολίτη μέσα στην πολιτική κοινότητα και ο καθορισμός του ρόλου του, ως συνεργού στην κοινή προσπάθεια, βρίσκουν τον εκφραστή τους στους σοφιστές. Αυτοί ενωτίζονται τα αιτήματα των καιρών και τις αλλαγές που έχουν συντελεσθεί στην αθηναϊκή κοινωνία και γενικότερα, και αναλαμβάνουν με το έργο τους να τις ικανοποιήσουν. Αυτή η έξαρση του ανθρώπου – ρυθμιστού της ζωής του και το των πολιτικών καταστάσεων θα έχει ευρύτερες απηχήσεις αλλά και καίρια σημασία· θα καθορίσει δηλ. τη θέση και τη σημασία του ανθρώπου απέναντι σ’ όλο το φάσμα της ζωής και του κόσμου, θα γίνει εντέλει το κριτήριο όλων των πραγμάτων.
Πάντων χρημάτων μέτρον ἄνθρωπος
Αυτή η περίφημη και μάλλον παρεξηγημένη απόφανση του Πρωταγόρα συμπυκνώνει τη στάση των σοφιστών αλλά και γενικά μιας εποχής απέναντι στις νέες κοινωνικές και πολιτικές καταστάσεις, που δημιουργήθηκαν στον ελληνικό κόσμο στο δεύτερο μισό του 5ου αι. π.κ.ε. Δηλώνει εξάλλου και την αυτοπεποίθηση του νέου ανθρώπου, που γεννήθηκε από τους φοβερούς αγώνες, που διεξήγαγαν οι Έλληνες στο πρώτο μισό του ίδιου αιώνα. Από το άλλο μέρος η αποφθεγματική αυτή φράση είναι η απόληξη της κοσμοθεωρίας των αρχαίων Ιώνων φιλοσόφων, δηλ. της εμπιστοσύνης στον ανθρώπινο λόγο. Ο Πρωταγόρας, λοιπόν, κατευθείαν πνευματικός και φυσικός απόγονος των μεγάλων ορθολογιστών φιλοσόφων της Ιωνίας -στην παράδοση αυτής της Φιλοσοφίας μαθήτευσε- έδωσε έκφραση και σχήμα φιλοσοφικό στην κοινή πίστη για την προσπάθεια του ανθρώπου να καταξιώσει τον κόσμο και τη ζωή.
Ο Πρωταγόρας δεν δέχεται μεταφυσικά κριτήρια ή μέτρα για να αποτιμήσουμε τον κόσμο, αλλά μόνο ανθρώπινα, όσα έχουν πηγή τους τον ανθρώπινο λόγο, τις έλλογες δυνάμεις του ανθρώπου. Ο ρηξικέλευθος σοφιστής κηρύσσει την απελευθέρωση του ανθρώπου από μεταφυσικές δεσμεύσεις και τον απαλλάσσει από κηδεμονεύσεις και προστατευτικά περικαλύμματα θρησκευτικής προέλευσης. Ο λόγος του, βαθύτατα ανθρώπινος και σοφότατα λιτός, προσγειώνει τους ανθρώπους στα μέτρα τους και στις διαστάσεις της φύσεώς τους.
Ο σοφιστής Πρωταγόρας με σαφήνεια και καθαρότητα διακήρυξε ότι ο άνθρωπος γενικά, ως έννοια γένους θεωρούμενος, είναι το μέτρο και κριτήριο όλων των πραγμάτων: γι’ αυτά που υπάρχουν ο άνθρωπος αποτιμά την ύπαρξή τους, δηλ. καταφάσκει ότι υπάρχουν, για όσα δεν υπάρχουν, αυτός πάλι θα κρίνει και θα αποφανθεί ότι δεν υπάρχουν.
Δηλαδή ο άνθρωπος με τις διανοητικές του δυνάμεις ανάγεται σε κριτήριο όλων των όντων, η γνώση των όντων είναι η γνώση του ανθρώπου. Δεν μπορούμε να στηριχθούμε σε κάποιο άλλο ον έξω από τον άνθρωπο, για να κρίνουμε και να αποτιμήσουμε τον κόσμο· και αυτό σημαίνει ότι ο Πρωταγόρας δε δέχεται μεταφυσικές λύσεις, αρνείται την προσφυγή σε μεταφυσικές λύσεις, προκειμένου να ερμηνεύσουμε τον κόσμο και τα πράγματα. Ο άνθρωπος καλείται να αναλάβει την ευθύνη της δικής του ερμηνείας του κόσμου, χωρίς τη συνδρομή μεταφυσικών ερεισμάτων.
Σοφιστές
Με τον όρο σοφιστής εννοείται στην αρχαιότητα ο εκπρόσωπος της Σοφιστικής κίνησης, δηλαδή ο επ’ αμοιβή διδάσκαλος της ρητορικής, της εριστικής και της πολιτικής τέχνης, καθώς επίσης της φιλοσοφίας, της λογικής και των επιστημών. Εισήγαγαν στη φιλοσοφία τον ανθρωποκεντρισμό και τη γνωσιολογία, εκφράζοντας με αυτόν τον τρόπο τη δυνατότητα του ανθρώπου να γνωρίσει τον υλικό κόσμο μέσω της σύγκρισης, της παρατήρησης και της επαγωγής, απαλλαγμένο από την επέμβαση υπερφυσικών παραγόντων.
Έδωσαν ιδιαίτερη σημασία στη μελέτη του κόσμου βάσει των αισθήσεων, δίνοντας έμφαση στη διαδικασία του «σκεπτικισμού», διαμορφώνοντας παράλληλα την άποψη ότι η γνώση, η αλήθεια και οι αξίες είναι έννοιες σχετικές. Oι Σοφιστές κατάγονταν από τα σημαντικά κέντρα του ελληνισμού. Ήταν σύγχρονοι του Σωκράτη αλλά και των νεότερων Προσωκρατικών (Aναξαγόρας, Δημόκριτος, Aρχέλαος κ.ά.). Oι σημαντικότεροι ήταν: ο Πρωταγόρας από τα Άβδηρα (περ. 490/80-420/11 π.κ.ε.), ο Πρόδικος από την Κέα (460-400 π.κ.ε.) ο Ιππίας από την Ήλιδα (δεύτερο μισό του 5ου αι. π.κ.ε.), ο Αντιφών από την Αθήνα (480-411 π.κ.ε.) ο Θρασύμαχος από τη Χαλκηδόνα της Προποντίδας (δεύτερο μισό του 5ου αι. π.κ.ε.), ο Κριτίας από την Αθήνα (ακμή: τελευταίο τέταρτο 5ου αι. – 403 π.κ.ε.) ο Γοργίας από τους Λεοντίνους της Σικελίας (περ. 483/80-376/5 π.κ.ε.) ο Αλκιδάμας από την Eλαία της M. Aσίας (πρώτο μισό του 4ου αι. π.κ.ε.). Σημειώνεται ότι ο μεν Εμπεδοκλής θεωρείται ο πατέρας της ρητορικής, ο δε Ζήνων ο Ελεάτης της διαλεκτικής. Σημαντικά επίσης κέντρα σοφισμάτων αποτέλεσαν και τα διάφορα αρχαία Μαντεία που καλούνταν να προβλέψουν κάθε φορά, κατά το ανθρώπινο δυνατόν, εξετάζοντας πρόσωπα και πράγματα (γεγονότα), το πιθανότερο αποτέλεσμα.
Tο συγγραφικό έργο των Σοφιστών το γνωρίζουμε από τα λίγα σωζόμενα αποσπάσματα των έργων τους. Επίσης το γνωρίζουμε από τους ομώνυμους διαλόγους του Πλάτωνα (λ.χ. Πρωταγόρας, Γοργίας, Ιππίας Μείζων, στην απέλπιδα προσπάθεια του να τους υποτιμήσει) καθώς και από άλλα έργα του (Πολιτεία, Θεαίτητος, Σοφιστής), αλλά και από έργα του Αριστοτέλη (Pητορική και Σοφιστικοί Έλεγχοι) ή από αναφορές σε αυτούς και το έργο τους από σύγχρονούς τους και νεότερους στοχαστές της αρχαιότητας, όπως ο Ισοκράτης, ο Ξενοφών κ.ά. Πολλές αντιλήψεις τους βρίσκονται σε ρητορικά κείμενα των αττικών ρητόρων, σε τραγωδίες του Σοφοκλή και του Ευριπίδη και σε κωμωδίες του Αριστοφάνη, ο οποίος είχε κριτική στάση απέναντί τους. Σημαντική πηγή για τη σοφιστική κίνηση είναι ο Φιλόστρατος (2ος-3ος αι. μ.κ.ε.) που έγραψε το έργο Βίοι Σοφιστών.
Oι Σοφιστές θεωρούνται οι πιο ρηξικέλευθοι και καινοτόμοι στοχαστές της αρχαίας Ελλάδας. Δημιούργησαν κίνηση ιδεών και ανέπτυξαν έναν γόνιμο διάλογο μεταξύ των φιλοσόφων και των διανοουμένων της εποχής. Στηρίχτηκαν στην εμπειρία και στον λόγο, άσκησαν κριτική στον μυθικό, μεταφυσικό και θρησκευτικό τρόπο σκέψης και υποστήριξαν την κοινωνική ισότητα. Για τον λόγο αυτόν, τον 19ο αιώνα τούς χαρακτήρισαν ως «Διαφωτιστές» και τη σοφιστική κίνηση ως τον «Αρχαίο Ελληνικό Διαφωτισμό». Kατά το πρότυπο των Διαφωτιστών του 18ου αιώνα, οι Σοφιστές διακρίνονται από ορθολογισμό, κριτικό πνεύμα και από ενδιαφέρον για τα προβλήματα της ανθρώπινης ζωής και της κοινωνίας. Eγκαινίασαν τη συζήτηση κύριων φιλοσοφικών προβλημάτων που σχετίζονταν με τη γνώση και την αλήθεια, την αρετή, το πολιτικό σύστημα της εποχής, τους θεσμούς, την κοινωνία και τη θρησκεία.
Oι Σοφιστές, αν και είχαν μεγάλη επίδραση στην εποχή τους, δέχτηκαν αρνητική κριτική, κυρίως από τον Σωκράτη και τον Πλάτωνα (των κατ’ εξοχήν δογματικών κι εμπαθών προπαγανδιστών της εποχής). Kατηγορήθηκαν για θρησκευτικό αγνωστικισμό, για αμφισβήτηση των παραδοσιακών αξιών και για επαγγελματισμό, επειδή πληρώνονταν αδρά για τη διδασκαλία τους. Αποτέλεσμα της αρνητικής κριτικής ήταν ο όρος «σοφιστές» που είχαν κερδίσει ως ειδικοί σε θέματα σοφίας, να καταλήξει και να παραμείνει στην κοινή χρήση, ως τις μέρες μας, ως συνώνυμο του αμοραλιστή και του «επαγγελματία φιλοσόφου» λες και ο φιλόσοφος δεν πρέπει να είναι επαγγελματίας αλλά τεμπελχανάς ρεμπεσκές, όπως ο π.χ. Πλάτωνας.
Θεωρήθηκαν μετά έντονης προπαγάνδας -που θα έκανε τους Γκέμπελς – Στάλιν να κοκκινίζουν από ανικανότητα- πως δεν ήταν «φιλόσοφοι» με την καθιερωμένη σημασία του όρου, που σημαίνει τη συστηματική και επίμονη επιδίωξη της ανακάλυψης της αλήθειας και την ειλικρινή αφοσίωση σε αυτήν, αλλά αμειβόμενοι δάσκαλοι της σοφίας, που επιδίωκαν να μεταδώσουν στους νέους όχι την αληθινή γνώση, αλλά τη μέθοδο για να εκφράζουν πειστικά το ψεύδος ως αλήθεια.
Ετσι γίνεται αν δεν σε βολεύει η λειτουργική αλήθεια, την αλλάζεις για να την ταιριάξεις στην μηχανιστική χαρακτηροδομή σου, μέχρι σήμερα αυτό συμβαίνει, η αλήθεια διώκεται και θανατώνεται από τους μυστικιστές θωρακισμένους των κάθε λογής ιερών ιερατείων είτε θρησκευτικών είτε επιστημονικών.
Αλλωστε την κάθε λογής “αλήθεια” την έχουν κάνει λάστιχο, την έχουν όλοι και κανένας.
Γιατί άραγε πρέπει να δεχθούμε ό,τι έχει γράψει ο Πλάτων -αν το έχει γράψει ο ίδιος- χωρίς συζήτηση και κριτική ως μοναδική και ιερή αλήθεια; Αν ήταν έτσι, τότε η φιλοσοφία θα είχε σταματήσει στον Πλάτωνα και δεν θα είχε υπάρξει ο Αριστοτέλης, ο Επίκουρος, οι Στωικοί, οι Σκεπτικοί ούτε οι Φιλόσοφοι των Νέων Χρόνων, οι μετέπειτα και οι σημερινοί. Αυτό που έχει σημασία στο χώρο της φιλοσοφίας είναι τα ερωτήματα, η κριτική, η αμφισβήτηση και η προσπάθεια τεκμηρίωσης των απόψεων με έλλογα επιχειρήματα και νηφάλια σκέψη. Αυτό έχουν κάνει πολλοί όταν μελετούν τόσο τον Πλάτωνα όσο και τους άλλους φιλοσόφους.
Το ζήτημα είναι πολύ σημαντικό, διότι ένα από τα πιο αξιοσημείωτα γεγονότα στην ιστορία της σοφιστικής σκέψεως είναι οι επιθέσεις του Πλάτωνα εναντίον της, οι οποίες φθάνουν μέχρι τη συκοφάντηση. Πράγμα που έχουν επισημάνει πολλοί ερευνητές, όπως ο G. Romeyer Dherbey, που σημειώνει ότι η πλατωνική και αριστοτελική παράδοση κατάφερε να δημιουργήσει τους «καταραμένους στοχαστές» ακριβώς όπως υπάρχουν οι καταραμένοι ποιητές.
Γράφει χαρακτηριστικώς: «το ίδιο το όνομα του «σοφιστή» που σημαίνει «σοφός» αποσπασμένο από την αρχική σημασία του, έγινε συνώνυμο του δασκάλου της ψευδούς γνώσεως, που επιδιώκει την απάτη, χρησιμοποιώντας προς τούτο ευρέως τον παραλογισμό».
Ο Θ. Βέικος σημειώνει: «Είναι χαρακτηριστικό ότι η πιο γνωστή και πιο διαδεδομένη εικόνα των σοφιστών οφείλεται στη μαρτυρία των εχθρών τους, του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη. Έτσι, δεν είναι παράξενο που η εικόνα των σοφιστών παρουσιάστηκε αλλοιωμένη, παραποιημένη και κακογραμμένη. Αν ο Πλάτων, ιδιαίτερα, που ήταν σφοδρός πολέμιος των σοφιστών, αποτελεί την κύρια πηγή μας γι’ αυτούς, αυτό βέβαια σημαίνει ότι πρέπει να είναι κανείς πολύ προσεκτικός στη μαρτυρία του. Διότι είναι πολύ φυσικό να βλέπει ο Πλάτων τους αντιπάλους του μέσα από τα δικά του μάτια και να μεροληπτεί όσον αφορά την ακριβή μετάδοση των ιδεών τους».
Η κ. Γ. Αλατζόγλου-Θέμελη κάνει «ανίερες» συγκρίσεις: «Γνωρίζομε τον Σωκράτη από περιγραφές μαθητών και φίλων του, τον Πρωταγόρα από την πολεμική των αντιπάλων του. Είναι ένα γεγονός που κανείς δεν μπορεί να το αμφισβητήσει. Οι επιπτώσεις του δεν μπορούν με τίποτα να εξουδετερωθούν. Τον Πρωταγόρα όχι μόνο τον κατάτρεξαν, αλλά φρόντισαν και να εξαφανίσουν τα γραπτά του. Αντίθετα για τον Σωκράτη έχομε τόμους ολόκληρους, χωρίς ο ίδιος να έχει γράψει τίποτε»
Και ενώ στον υπόλοιπο κόσμο πριν από δεκαετίες, οι σοφιστές έχουν αποκατασταθεί και βρει τη θέση τους στην ιστορία της φιλοσοφίας, στην τριτοκοσμική από όλες τις απόψεις Ελλάδα, θεωρούνταν μέχρι πριν από λίγα χρόνια αυτό που κατόρθωσαν να επιβάλλουν επί αιώνες οι πλατωνικές και αριστοτελικές διαστρεβλώσεις. Ο Β. Κύρκος σημειώνει σχετικώς: «Οι παλαιότεροι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι της Φιλοσοφίας συνέχιζαν την πλατωνική αντιμετώπιση της σοφιστικής, ουσιαστικά δηλ. ήταν δέσμιοι των αντιλήψεων του Πλάτωνα και της πολεμικής του εναντίον των σοφιστών. Έτσι οι γενεές των μορφωμένων Ελλήνων και κυρίως οι εκπαιδευτικοί, έμειναν με την εντύπωση ότι η σοφιστική και οι σοφιστές σημαίνουν άρνηση και εκφαύλιση του φιλοσοφικού λόγου, όπως περίπου τους είδε ο Πλάτων. Άλλωστε οι πλατωνικοί διάλογοι που διδάσκονταν στα σχολεία αυτή την αντίληψη συντηρούσαν».
Αιδώς και η Δικαιοσύνη
Η πολιτική ζωή των ανθρώπων έγινε δυνατή και ομαλή από τη στιγμή που τη ζωή άρχισαν να ρυθμίζουν η αιδώς και η δικαιοσύνη, ιδέες που δώρισε ο Δίας σε όλους τους ανθρώπους διαμέσου του Ερμή. Οι ιδέες αυτές είναι κοινό κτήμα όλων των πολιτών και όχι όπως οι τεχνικές γνώσεις, κτήμα των ειδικών μόνο. Γι΄αυτό στα πολιτικά θέματα ζητείται η γνώμη όλων των πολιτών, η οποία είναι σεβαστή. Αφοί οι άνθρωποι χρησιμοποιούν άλλοτε τιμωρίες και άλλοτε συμβουλές, αυτό σημαίνει πως υπάρχουν ανθρώπινα πράγματα δεκτικά διδασκαλίας, άσκησης και επιμέλειας και ότι εκείνοι που τα αμελούν είναι άξιοι τιμωρίας ή συμβουλής. Το γεγονός, εξακολουθεί ο Πρωταγόρας, ότι μερικοί ικανοί και ηθικοί γονείς μπορεί να έχουν κακούς γιους, δεν διαψεύδει την άποψη περί διδακτού της αρετής, γιατί η αρετή δεν προϋποθέτει μόνο διδασκαλία, αλλά και την κατάλληλη φύση, ευμενείς δηλαδή φυσικές προδιαθέσεις.
Να σκοτώνεις την αρρώστια της πόλης
Ο Πρωταγόρας παρουσιάζει με μελανά χρώματα την «πρώτη κατάσταση» του ανθρώπου εξαιτίας της ελαφρομυαλιάς του Επιμηθέα (επί + μήδομαι = σκέπτομαι μετά), όπου καμιά βασική ανάγκη δεν ικανοποιούνταν και η απλή επιβίωση ήταν καθημερινή αγωνία. Θεμελιακό μέρος αυτής της ομιλίας (λόγου) του Πρωταγόρα, απ’ όπου θ’αντλήσει τις βασικές θέσεις για να ανατρέψει τη σωκρατική επιχειρηματολογία είναι ο περίφημος μύθος που καταχώρισε ο Πρωταγόρας στο μη σωζόμενο έργο του, πιθανότατα “Περί της Πρώτης Καταστάσεως”
»Επειδή, τώρα, ο άνθρωπος πήρε κάτι από του θεούς (θείας μετέσχε μοίρας), πρώτα εξαιτίας της συγγένειάς του μαζί τους, μόνο αυτός απ’ όλα τα ζώα πίστεψε σε θεούς και προσπαθούσε να κατασκευάσει βωμούς και αγάλματα θεών. Έπειτα, γρήγορα, άρθρωσε με επιδεξιότητα φωνή και λέξεις και επινόησε κατοικίες και ενδύματα και υποδήματα και σκεπάσματα και τροφές από τη γη. Με αυτά τα εφόδια οι άνθρωποι στην αρχή κατοικούσαν διασκορπισμένοι και πόλεις δεν υπήρχαν. Αφανίζονταν λοιπόν από τα θηρία, γιατί, από κάθε άποψη, ήταν ασθενέστεροι από αυτά. Για την εξασφάλιση της τροφής τους οι τεχνικές τους ικανότητες παρείχαν αρκετή βοήθεια· ήταν όμως ανεπαρκείς στον πόλεμο με τα θηρία.
Γιατί δεν είχαν ακόμη την πολιτική τέχνη, μέρος της οποίας είναι η πολεμική. Επεδίωκαν λοιπόν να συγκεντρωθούν και να εξασφαλίσουν τη σωτηρία τους χτίζοντας πόλεις. Όταν όμως συγκεντρώνονταν όλοι μαζί, αδικούσαν ο ένας τον άλλον, επειδή δεν κατείχαν την πολιτική τέχνη· σκόρπιζαν έτσι πάλι και αφανίζονταν (ώστε πάλιν σκεδαννύμενοι διεφθείροντο). Ο Δίας, λοιπόν, επειδή φοβήθηκε για το γένος μας, μήπως εξαφανισθεί όλο, στέλνει τον Ερμή να φέρει στους ανθρώπους την αιδώ και τη δικαιοσύνη για να αποτελούν κοσμήματα για τις πόλεις και δεσμούς που στερεώνουν τη φιλία.
Ρωτάει λοιπόν ο Ερμής το Δία με ποιόν τρόπο θα δώσει τη δικαιοσύνη και την αιδώ στους ανθρώπους: «να μοιράσω και αυτές όπως μοιράζουν τις τέχνες;» Τις έχουν μοιράσει με τον εξής τρόπο: ένας που κατέχει την ιατρική τέχνη είναι αρκετός για πολλούς συμπολίτες του, το ίδιο και οι άλλοι δημιουργοί.
Τη δικαιοσύνη λοιπόν και την αιδώ, έτσι να τις τοποθετήσω ανάμεσα στους ανθρώπους ή να τις μοιράσω σε όλους (πάντας νείμω); Σε όλους, είπε ο Δίας και όλοι να έχουν μερίδιο. Γιατί δεν θα υπήρχαν πόλεις, αν συμμετείχαν λίγοι σ’ αυτές, όπως στις άλλες τέχνες. Και βέβαια να θέσεις εκ μέρους μου νόμο, εκείνον που δεν μπορεί να συμμετάσχει στην αιδώ και τη δικαιοσύνη να τον σκοτώνουν ως αρρώστια της πόλης.
----------------
Βιβλιογραφία
G. Romeyer Dherbey, Les sophistes, puf, Paris, 1993
Θ. Βέικος, Αρχαία σοφιστική, Θεσ/νίκη, 1971.
Γ. Αλατζόγλου-Θέμελη «Πρωταγόρας και Σωκράτης. Ενδείξεις της συνοδοιπορίας τους» 1978
Β. Κύρκος Αρχαίος ελληνικός διαφωτισμός και σοφιστική, Ιωάννινα 1986.
Γεννήθηκε στα Άβδηρα, περί το 480 π.κ.ε. Το αρχικό του επάγγελμα ήταν αχθοφόρος. Τον ανακάλυψε ο Δημόκριτος τον πήρε κοντά του και τον έκανε γραμματέα του και μαθητή του. Περιηγήθηκε διάφορες ελληνικές πόλεις, καθώς και της Κάτω Ιταλίας, σαν διδάσκαλος της ρητορικής. Σχετίσθηκε με τον Περικλή και τον Ευριπίδη και τιμήθηκε πολύ στην Αθήνα. Kατηγορήθηκε για αθεΐα και ασέβεια ύστερα από κατηγορία που διατύπωσε εναντίον του ο Πυθόδωρος.
Αυτός ουσιαστικά ήταν ο εκπρόσωπος της συντηρητικής Αθήνας εναντίον των σοφιστών. Ανήκε στον κύκλο των ολιγαρχικών που υποκίνησαν το πραξικόπημα του 411 π.κ.ε. και περίπου εκείνη την περίοδο πρέπει να κατηγόρησε και τον Πρωταγόρα. Όλα τα βιβλία του συγκεντρώθηκαν στην αγορά και κάηκαν, ενώ ο Πρωταγόρας προσπάθησε να διαφύγει στη Σικελία. Το πλοίο όμως στο οποίο επέβαινε ναυάγησε και ο ίδιος πνίγηκε σε ηλικία περίπου εβδομήντα ετών, γεγονός που δείχνει επιλεκτικά να αγνοεί ο μέγας προπαγανδιστής Πλάτωνας στο Μένωνα.
Ο Πρωταγόρας ήταν δάσκαλος που δίδασκε με ανταμοιβή και ήταν ξακουστός για τα υψηλά δίδακτρα που χρέωνε. Οι μέθοδοι διδασκαλίας ήταν πρόδρομοι των σημερινών διαλέξεων και είχαν ως περιεχόμενο ανάλυση ποιημάτων, συζητήσεις για τα νοήματα και τις σωστές χρήσεις των λέξεων και γενικούς κανόνες ρητορικής. Όπως είναι φυσικό οι μαθητές του ήταν πλούσιοι και οικονομικά ευκατάστατοι Αθηναίοι με κοινωνικό υπόβαθρο. Στους φτωχούς που τον επισκέπτονταν για μάθηση δεν έπαιρνε χρήματα.
Εστίαζε την εκπαίδευση που παρείχε σε πρακτικά ζητήματα αποδίδοντας μεγάλη αξία στη ρητορική δεινότητα και ευγλωττία (ορθοέπεια). Θεωρώντας πως για κάθε θέση μπορούν να διατυπωθούν επιχειρήματα υπέρ και κατά, προετοίμαζε τους μαθητές του με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι σε θέση να υπερασπιστούν αλλά και να επικρίνουν, με λογικά επιχειρήματα κάθε αμφιλεγόμενη θέση.
Στο Διογένη το Λαέρτιο διαβάζουμε ένα μακρύ κατάλογο των έργων του μαγάλου σοφιστή, όπου συνενώνει τίτλους διαφόρων τεχνικών συγγραμμάτων. Όπως μαρτυρούν οι τίτλοι των έργων του -από τα οποία σώθηκαν ελάχιστα αποσπάσματα- τα περισσότερα πραγματεύονταν ζητήματα πολιτικά και ηθικά. Υπήρξαν όμως και συγγράμματα για τη ρητορική και τη γραμματική, ενώ ασχολήθηκε και με την παιδαγωγική και τα μαθηματικά.
Ορισμένες πληροφορίες για τη διδασκαλία του διέσωσαν διάφοροι συγγραφείς (δοξογράφοι) αλλά και ο Πλάτωνας στην απέλπιδα προσπάθεια του να τον μειώσει. H κριτική εξέταση των τίτλων είναι δύσκολη, καθώς πολλοί από αυτούς ίσως αποτελούν τμήματα μεγαλύτερων έργων του. Από το Διογένη πληροφορούμαστε ότι η πρώτη εργασία που διάβασε ο Πρωταγόρας ήταν η “Περί Θεών” όπου αναφέρεται το σπίτι του Ευριπίδη ως χώρος ανάγνωσης. Το έργο αρχίζει ως εξής: “Για τους θεούς δεν μπορώ να ξέρω ούτε αν υπάρχουν ούτε αν δεν υπάρχουν, ούτε ποια είναι η μορφή τους. Γιατί πολλά πράγματα εμποδίζουν τη γνώση: το γεγονός ότι είναι αόρατοι και η συντομία της ζωής”.
Καθαρότερα δεν μπορούσε να διατυπωθεί μια καθάρια λογική που σβήνει τον μύθο από την παράδοση της ελληνικής ζωής. Αν πίσω από τη διατύπωση του Πρωταγόρα κρύβεται πλήρης άρνηση απέναντι στους θεούς, δεν το γνωρίζουμε. Καμιά φορά κατατάσσουν τον Πρωταγόρα ανάμεσα στους άθεους, ενώ ο Κικέρωνας τον διαχωρίζει από αυτούς.
Πρέπει να δεχτούμε ότι ο Πρωταγόρας αρνείται να προχωρήσει στη μεταφυσική σφαίρα και ουσιαστικά δεν θεολογεί, γιατί πιστεύει ότι η ανθρώπινη γνώση δεν μπορεί να συλλάβει πράγματα μη αισθητά. Δεν απορρίπτει αλλά και δεν αποδέχεται τη θεία ύπαρξη γιατί αισθάνεται ότι δεν έχει ο άνθρωπος τα μέσα να την προσεγγίσει. Το πρόβλημα επομένως φαίνεται να είναι κατ’ αρχήν γνωσιολογικό κι όχι θεολογικό, λογικό κι όχι μεταφυσικό.
Ο Πρωταγόρας, όπως και ο Ηράκλειτος, μιλούν για την διηνεκή ροή των όντων στο σύμπαν.
Ο άνθρωπος γνωρίζει πράγματα όχι όπως είναι αυτά, αλλά όπως του εμφανίζονται στις αισθήσεις του. Κατά τον Πρωταγόρα δεν υπάρχουν αλήθειες που να ισχύουν και κάτι που στον ένα φαίνεται αληθινό μπορεί στον άλλο να φανεί ψευδές. Την αρετή ακόμα την θεωρούσε απλώς σαν μια αγαθή έξι, που προπαρασκευάζει καλύτερη ψυχική διάθεση και προτρέπει τους ανθρώπους στη δράση. Το θεμέλιο της δραστηριότητας του, την εκπαίδευση του πολιτικού ανθρώπου, ο Πρωταγόρας το έθεσε με το έργο που αργότερα κυκλοφόρησε με τον επιθετικό διπλό τίτλο “Αλήθεια ή Καταβάλλοντες” (H αλήθεια ή Οι λόγοι που νικούν). Αρχιζε ως εξής: “Πάντων χρημάτων μέτρον εστίν άνθρωπος, των μεν όντων ως έατιν, των δε μη όντων ως ουκ έατιν” Απόδοση: Για όλα τα πράγματα μέτρο είναι ο άνθρωπος, γι’ αυτά που υπάρχουν ότι υπάρχουν, για όσα δεν υπάρχουν ότι δεν υπάρχουν.
Επειδή στην ιστορία της φιλοσοφίας κυριαρχεί η διαδοχή δράσης αντίδρασης, η φράση αυτή κατ’ αρχάς πρέπει να εκληφθεί ως επίθεση. Περιέχει τη διαμαρτυρία εναντίον του ελεατικού χωρισμού της αισθησικής αντίληψης από την πραγματικότητα, εναντίον του αιτήματος για μια απόλυτη, αμετάβλητη ουσία που είναι προσιτή μόνο στη σκέψη.
Το σύγγραμμα αυτό στρεφόταν ενάντια σε εκείνους που θεωρούσαν το ον ως ένα και μοναδικό και επομένως απόλυτο. Άρα, η σκέψη του Πρωταγόρα αντιτίθεται στη σκέψη του Παρμενίδη, αλλά ταυτόχρονα συνδέεται με αυτή, καθώς στη φράση μέτρον-άνθρωπος διακρίνεται η παρμενιδική ενότητα σκέψης-είναι, η οποία τώρα μεταφέρεται στο άτομο που σκέφτεται και αισθάνεται. Σύμφωνα με τον Πρωταγόρα, η γνώση είναι προϊόν δύο παραγόντων, του πράγματος, αυτού που βρίσκεται έξω από εμάς και των αισθητηρίων μας. O άνθρωπος γνωρίζει τα αντικείμενα του όχι όπως αυτά υπάρχουν αλλά όπως ο ίδιος τα προσλαμβάνει μέσα του και αφού οι παραστάσεις του υποστούν μια καθαρά υποκειμενική επεξεργασία.
Εδώ πλέον εισάγεται ο απεριόριστος σχετικισμός, η σχετικότητα των αισθήσεων, η οποία καταπολεμήθηκε σφοδρά από το Σωκράτη, σε όλες τις ανθρώπινες σχέσεις αξιών και περιέχεται ως δυνατότητα. Επίσης στο Θεαίτητο του Πλάτωνα διαπιστώνουμε μια υπεράσπιση της διδασκαλίας του Πρωταγόρα, που ξεκινά από τη φράση μέτρον-άνθρωπος. H γεύση του υγιούς ανθρώπου, που για το ίδιο πράγμα είναι αντίθετη από του αρρώστου, αναγνωρίζεται το ίδιο αληθινή και έγκυρη. Βέβαια, ο υγιής είναι καλύτερα από τον άρρωστο, και καθήκον του γιατρού είναι να τον ξανακάνει καλά. Με το ίδιο πνεύμα πρέπει ο παιδαγωγός να καθοδηγήσει το μαθητή του και ο πολιτικός να αποκαταστήσει την καλύτερη κατάσταση στην κοινότητα.
Ωστόσο, ο καθένας από μας αποτελεί το μέτρο των πραγμάτων που για τα άτομα εμφανίζονται με πάρα πολλές διαφορές και μόνο με αυτή την εμφάνιση υπάρχουν γι’ αυτούς. Εδώ δημιουργείται το πρόβλημα από πού έρχονται στους ανθρώπους τα μέτρα για το «καλύτερο» ή το «χειρότερο» που ξεπερνούν καθετί ατομικό. H απόπειρα του Πρωταγόρα να δώσει λύση φαίνεται καλύτερα στις απόψεις του για τη φύση και τη γένεση του κράτους. Για τα προβλήματα αυτά ο Πρωταγόρας διατύπωσε τις απόψεις του στο σύγγραμμα Περί της εν αρχήι καταστάσεως. Τα βασικά χαρακτηριστικά των απόψεων του τα αναγνωρίζουμε από ένα χωρίο του ομώνυμου με αυτόν πλατωνικού διαλόγου.
Στο μύθο που απαγγέλλει εκεί δίνει μια θεωρία για τη γένεση του ανθρώπινου πολιτισμού, ξεκινώντας τον κάτω από πρωτόγονες συνθήκες: O άνθρωπος που για να επιβιώσει δεν είναι τόσο καλά εξοπλισμένος όσο τα ζώα, δεν μπορεί να ζήσει απομονωμένος, παρ’ όλο που ο Προμηθέας του χάρισε τη φωτιά. Όμως οι απόπειρες για να ενωθούν οι άνθρωποι αποτυγχάνουν από την έλλειψη σημαντικών προϋποθέσεων και καταλήγουν σε έναν πόλεμο όλων προς όλους. Τότε, ο Δίας στέλνει με τον Ερμή την αιδώ και τη δίκην (ηθικότητα-δικαιοσύνη) στους ανθρώπους και έτσι καθιστά δυνατές την κρατική ζωή και την ανάπτυξη του πολιτισμού τους.
Αν αφαιρέσουμε το μύθο, διαπιστώνουμε ότι είναι πεποίθηση του Πρωταγόρα ότι κάθε άνθρωπος έχει μέσα του έμφυτο το αίσθημα της ηθικότητας και της δικαιοσύνης. Τις εξαιρέσεις, ανθρώπους δηλαδή που δεν εντάσσονται σε ένα κοινωνικό σύστημα, η κοινότητα είναι υποχρεωμένη να τους παραμερίζει, σκοτώνοντας τους. Ωστόσο, η έμφυτη ικανότητα για πολιτικές αρετές δεν αρκεί από μόνη της, αλλά πρέπει να αναπτυχθεί με την παιδεία.
H σημασία της, βασική για όλη τη σοφιστική, προβάλλει με ιδιαίτερη καθαρότητα από την ανάπτυξη των συμφραζομένων. Σε ένα σημαντικό απόσπασμα παρατίθεται η άποψη ότι η μάθηση χρειάζεται τη φυσική ικανότητα (φύσις) και την άσκηση (άσκησις). O Πρωταγόρας δεν αντιτίθεται ριζοσπαστικά στην αρχαϊκή-κλασική πεποίθηση για τη μεγάλη αξία της φυσικής ικανότητας, απλώς προσθέτει και την παιδαγωγική επίδραση.
Ως προς τα άλλα, ο Πρωταγόρας του Πλάτωνα που και σε αυτό μπορούμε να τον ταυτίσουμε με το ιστορικό πρόσωπο, αντιμετωπίζει την τιμωρία ως παιδαγωγικό μέτρο. Για τον Πρωταγόρα ισχύει αυτό που είπε ο Πρόδικος για τους σοφιστές: Αυτοί είναι κάτι ανάμεσα σε πολιτικούς και φιλοσόφους, που σημαίνει κυρίως αγωνιστές με το λόγο.
Το πιο εκτεταμένο έργο του είναι οι “Αντιλογίαι” γιατί μόνο γι’ αυτές παραδίδεται ο αριθμός δύο βιβλίων. Δεν έχουμε καθαρή εικόνα για το περιεχόμενο τους. Μια γενική ένδειξη μας δίνει η πληροφορία του Διογένη του Λαέρτιου: Για κάθε πράγμα υπάρχουν δύο λόγοι αντίθετοι ο ένας προς τον άλλον. H άποψη αυτή αναιρεί την αντίφαση και οδηγεί στην παντοδυναμία της ρητορικής. Εχει τη δυνατότητα μια αδύνατη πρόταση να την κάνει ισχυρή (τον ήττω λόγον κρείτω ποιείν).
Τέλος, η περίφημη ρήση του «για όλα τα πράγματα μέτρο είναι ο άνθρωπος, και για όσα υπάρχουν και για όσα δεν υπάρχουν» με την οποία ξεκινούσε κάποιο έργο του με τίτλο Αλήθεια ή Καταβάλλοντες Λόγοι, οδηγεί σε ένα πολύ προκλητικό συμπέρασμα, το οποίο για πολλούς εγκαινιάζει την παράδοση του σχετικισμού: όλες οι υποκειμενικές αντιλήψεις ευσταθούν. Όπως διατυπώνεται η πρόταση μπορεί να δεχτεί πολλές ερμηνείες ως προς την εμβέλεια των πραγμάτων που θεωρούνται υποκειμενικά.
Στην πραγματικότητα ο Πρωταγόρας με τον όρο «πράγματα» δεν εννοούσε μόνο τα αισθητά, αλλά κάθε κρίση που μπορεί να εκφέρει ένα υποκείμενο για οποιοδήποτε ζήτημα. Επίσης, ο Πρωταγόρας αυτό που ισχυρίστηκε είναι το εξής: τα πράγματα που υπάρχουν γύρω μας, με αντικειμενικό τρόπο (αέρας), και που κανείς δεν αμφισβητεί ότι υπάρχουν, υπάρχουν για τον καθένα από εμάς με έναν διαφορετικό τρόπο (ψυχρός, θερμός κλπ) και κατ’ αυτή την έννοια, είναι για τον καθένα από εμάς κάτι διαφορετικό (για άλλους ψυχρός, για άλλους θερμός κλπ) όχι όμως για τον καθένα άλλο (για άλλους αέρας και για άλλους νερό).
Η θέση λοιπόν του Πρωταγόρα ότι ο άνθρωπος είναι το μέτρο για όλα τα πράγματα θεμελιώνει το σχετικισμό, στη σφαίρα της γνωσιολογίας, αν και εκφράζονται επιφυλάξεις για το κατά πόσο πρόθεση του Πρωταγόρα ήταν να εισηγηθεί μια νέα ριζοσπαστική θεωρία για τη γνώση ή απλώς να καταρρίψει τις απόψεις παλαιότερων φιλοσόφων, όπως ο Παρμενίδης.
Ο Πρωταγόρας εκτός όλων των άλλων διατύπωσε και ένα πρωτότυπο επιχείρημα για την ύπαρξη των θεών, το οποίο σύμφωνα με την παράδοση, οδήγησε τον ίδιο στην εξορία και τα βιβλία του στην πυρά: «Για τους θεούς δεν μπορώ να γνωρίζω τίποτα: ούτε ότι υπάρχουν, ούτε ότι δεν υπάρχουν, ούτε τι λογής μορφή έχουν. Γιατί είναι πολλά τα όσα εμποδίζουν να γνωρίζουμε από τη μια το άδηλο του ζητήματος και από την άλλη η συντομία της ανθρώπινης ζωής»
Αυτό που κυριαρχεί στο επιχείρημα αυτό του Πρωταγόρα δεν είναι η αμφισβήτηση της ύπαρξης των θεών αλλά η αμφισβήτηση της γνώσης που εμείς ως άνθρωποι μπορούμε να έχουμε γι’ αυτούς. Μπορεί δηλαδή ο Πρωταγόρας με τα κριτήρια των συγχρόνων του να εμφανιζόταν ως «άθεος», εμείς, ωστόσο οφείλουμε να διακρίνουμε τη σκεπτικιστική του στάση, η οποία απορρέει από τις γνωσιολογικές του απόψεις, παρά από την πλήρη άρνηση της ύπαρξής τους.
Σε σχέση με τους νόμους για τον Πρωταγόρα δεν υπάρχει απόλυτο καλό και απόλυτη δικαιοσύνη, που να μπορούν να έχουν ισχύ οριστικού κανόνα για τις ηθικο-πολιτικές πράξεις. Όμως, το μέτρο του δικαίου και του καλού δεν είναι όπως στην περίπτωση της αλήθειας και των θεών, το μεμονωμένο άτομο, αλλά ολόκληρη η κοινότητα στην οποία αυτό ανήκει. Δίκαιο, επομένως, είναι ό,τι φαίνεται δίκαιο στην πόλη- κράτος ή στην πλειοψηφία της. Σε πολιτικό πλαίσιο δίκαιο είναι ό,τι ωφελεί την πόλη και αποσπά την ευρύτερη δυνατή συναίνεση των κυβερνωμένων.
Σοφές Σοφιστίες
Κατά την αντίληψη των σοφιστών ο άνθρωπος δεν είναι παθητικός δέκτης των επιδράσεων του φυσικού κόσμου π.χ. του κλίματος ή των άλλων επιδράσεων του κοινωνικού χώρου, αλλά μπορεί να γίνει ο ίδιος με την επέμβασή του δύναμη δια- μορφωτική του κοινωνικού γίγνεσθαι.
Η αντίληψη αυτή άλλωστε απηχεί το πνεύμα του αρχαίου ελληνικού Διαφωτισμού, που στην πρώτη γραμμή τον εκφράζουν οι σοφιστές με τις ιδέες και τη διδασκαλία τους. Το συμπέρασμα αυτό εξάγεται έμμεσα αλλά σαφώς τόσο από τον αποσπασματικό λόγο των σοφιστών που διέσωσε η παράδοση, όσο και από την «εικόνα» που παρέδωσε ο δογματιστής Πλάτων μέσα στους διαλόγους του, στην προσπάθειά του να αντικρούσει τις προτάσεις και να καταπολεμήσει τις ιδέες των σοφιστών.
Οι παράγοντες, τώρα, που συνετέλεσαν στη μεταβολή αυτή και στην καταξίωση του ατόμου σε σχέση με τα πράγματα, πρέπει να αναζητηθούν στη νέα αντίληψη που κομίζουν οι σοφιστές στην ελληνική φιλοσοφική σκέψη. Αλλά βέβαια και η αντίληψη αυτή οφείλει τη διαμόρφωσή της στις νέες κοινωνικοπολιτικές καταστάσεις, που δημιουργήθηκαν στον ελληνικό κόσμο, και κυρίως στην Αθήνα, μετά τους Μηδικούς πολέμους.
Η επανατοποθέτηση του ανθρώπου-πολίτη μέσα στην πολιτική κοινότητα και ο καθορισμός του ρόλου του, ως συνεργού στην κοινή προσπάθεια, βρίσκουν τον εκφραστή τους στους σοφιστές. Αυτοί ενωτίζονται τα αιτήματα των καιρών και τις αλλαγές που έχουν συντελεσθεί στην αθηναϊκή κοινωνία και γενικότερα, και αναλαμβάνουν με το έργο τους να τις ικανοποιήσουν. Αυτή η έξαρση του ανθρώπου – ρυθμιστού της ζωής του και το των πολιτικών καταστάσεων θα έχει ευρύτερες απηχήσεις αλλά και καίρια σημασία· θα καθορίσει δηλ. τη θέση και τη σημασία του ανθρώπου απέναντι σ’ όλο το φάσμα της ζωής και του κόσμου, θα γίνει εντέλει το κριτήριο όλων των πραγμάτων.
Πάντων χρημάτων μέτρον ἄνθρωπος
Αυτή η περίφημη και μάλλον παρεξηγημένη απόφανση του Πρωταγόρα συμπυκνώνει τη στάση των σοφιστών αλλά και γενικά μιας εποχής απέναντι στις νέες κοινωνικές και πολιτικές καταστάσεις, που δημιουργήθηκαν στον ελληνικό κόσμο στο δεύτερο μισό του 5ου αι. π.κ.ε. Δηλώνει εξάλλου και την αυτοπεποίθηση του νέου ανθρώπου, που γεννήθηκε από τους φοβερούς αγώνες, που διεξήγαγαν οι Έλληνες στο πρώτο μισό του ίδιου αιώνα. Από το άλλο μέρος η αποφθεγματική αυτή φράση είναι η απόληξη της κοσμοθεωρίας των αρχαίων Ιώνων φιλοσόφων, δηλ. της εμπιστοσύνης στον ανθρώπινο λόγο. Ο Πρωταγόρας, λοιπόν, κατευθείαν πνευματικός και φυσικός απόγονος των μεγάλων ορθολογιστών φιλοσόφων της Ιωνίας -στην παράδοση αυτής της Φιλοσοφίας μαθήτευσε- έδωσε έκφραση και σχήμα φιλοσοφικό στην κοινή πίστη για την προσπάθεια του ανθρώπου να καταξιώσει τον κόσμο και τη ζωή.
Ο Πρωταγόρας δεν δέχεται μεταφυσικά κριτήρια ή μέτρα για να αποτιμήσουμε τον κόσμο, αλλά μόνο ανθρώπινα, όσα έχουν πηγή τους τον ανθρώπινο λόγο, τις έλλογες δυνάμεις του ανθρώπου. Ο ρηξικέλευθος σοφιστής κηρύσσει την απελευθέρωση του ανθρώπου από μεταφυσικές δεσμεύσεις και τον απαλλάσσει από κηδεμονεύσεις και προστατευτικά περικαλύμματα θρησκευτικής προέλευσης. Ο λόγος του, βαθύτατα ανθρώπινος και σοφότατα λιτός, προσγειώνει τους ανθρώπους στα μέτρα τους και στις διαστάσεις της φύσεώς τους.
Ο σοφιστής Πρωταγόρας με σαφήνεια και καθαρότητα διακήρυξε ότι ο άνθρωπος γενικά, ως έννοια γένους θεωρούμενος, είναι το μέτρο και κριτήριο όλων των πραγμάτων: γι’ αυτά που υπάρχουν ο άνθρωπος αποτιμά την ύπαρξή τους, δηλ. καταφάσκει ότι υπάρχουν, για όσα δεν υπάρχουν, αυτός πάλι θα κρίνει και θα αποφανθεί ότι δεν υπάρχουν.
Δηλαδή ο άνθρωπος με τις διανοητικές του δυνάμεις ανάγεται σε κριτήριο όλων των όντων, η γνώση των όντων είναι η γνώση του ανθρώπου. Δεν μπορούμε να στηριχθούμε σε κάποιο άλλο ον έξω από τον άνθρωπο, για να κρίνουμε και να αποτιμήσουμε τον κόσμο· και αυτό σημαίνει ότι ο Πρωταγόρας δε δέχεται μεταφυσικές λύσεις, αρνείται την προσφυγή σε μεταφυσικές λύσεις, προκειμένου να ερμηνεύσουμε τον κόσμο και τα πράγματα. Ο άνθρωπος καλείται να αναλάβει την ευθύνη της δικής του ερμηνείας του κόσμου, χωρίς τη συνδρομή μεταφυσικών ερεισμάτων.
Σοφιστές
Με τον όρο σοφιστής εννοείται στην αρχαιότητα ο εκπρόσωπος της Σοφιστικής κίνησης, δηλαδή ο επ’ αμοιβή διδάσκαλος της ρητορικής, της εριστικής και της πολιτικής τέχνης, καθώς επίσης της φιλοσοφίας, της λογικής και των επιστημών. Εισήγαγαν στη φιλοσοφία τον ανθρωποκεντρισμό και τη γνωσιολογία, εκφράζοντας με αυτόν τον τρόπο τη δυνατότητα του ανθρώπου να γνωρίσει τον υλικό κόσμο μέσω της σύγκρισης, της παρατήρησης και της επαγωγής, απαλλαγμένο από την επέμβαση υπερφυσικών παραγόντων.
Έδωσαν ιδιαίτερη σημασία στη μελέτη του κόσμου βάσει των αισθήσεων, δίνοντας έμφαση στη διαδικασία του «σκεπτικισμού», διαμορφώνοντας παράλληλα την άποψη ότι η γνώση, η αλήθεια και οι αξίες είναι έννοιες σχετικές. Oι Σοφιστές κατάγονταν από τα σημαντικά κέντρα του ελληνισμού. Ήταν σύγχρονοι του Σωκράτη αλλά και των νεότερων Προσωκρατικών (Aναξαγόρας, Δημόκριτος, Aρχέλαος κ.ά.). Oι σημαντικότεροι ήταν: ο Πρωταγόρας από τα Άβδηρα (περ. 490/80-420/11 π.κ.ε.), ο Πρόδικος από την Κέα (460-400 π.κ.ε.) ο Ιππίας από την Ήλιδα (δεύτερο μισό του 5ου αι. π.κ.ε.), ο Αντιφών από την Αθήνα (480-411 π.κ.ε.) ο Θρασύμαχος από τη Χαλκηδόνα της Προποντίδας (δεύτερο μισό του 5ου αι. π.κ.ε.), ο Κριτίας από την Αθήνα (ακμή: τελευταίο τέταρτο 5ου αι. – 403 π.κ.ε.) ο Γοργίας από τους Λεοντίνους της Σικελίας (περ. 483/80-376/5 π.κ.ε.) ο Αλκιδάμας από την Eλαία της M. Aσίας (πρώτο μισό του 4ου αι. π.κ.ε.). Σημειώνεται ότι ο μεν Εμπεδοκλής θεωρείται ο πατέρας της ρητορικής, ο δε Ζήνων ο Ελεάτης της διαλεκτικής. Σημαντικά επίσης κέντρα σοφισμάτων αποτέλεσαν και τα διάφορα αρχαία Μαντεία που καλούνταν να προβλέψουν κάθε φορά, κατά το ανθρώπινο δυνατόν, εξετάζοντας πρόσωπα και πράγματα (γεγονότα), το πιθανότερο αποτέλεσμα.
Tο συγγραφικό έργο των Σοφιστών το γνωρίζουμε από τα λίγα σωζόμενα αποσπάσματα των έργων τους. Επίσης το γνωρίζουμε από τους ομώνυμους διαλόγους του Πλάτωνα (λ.χ. Πρωταγόρας, Γοργίας, Ιππίας Μείζων, στην απέλπιδα προσπάθεια του να τους υποτιμήσει) καθώς και από άλλα έργα του (Πολιτεία, Θεαίτητος, Σοφιστής), αλλά και από έργα του Αριστοτέλη (Pητορική και Σοφιστικοί Έλεγχοι) ή από αναφορές σε αυτούς και το έργο τους από σύγχρονούς τους και νεότερους στοχαστές της αρχαιότητας, όπως ο Ισοκράτης, ο Ξενοφών κ.ά. Πολλές αντιλήψεις τους βρίσκονται σε ρητορικά κείμενα των αττικών ρητόρων, σε τραγωδίες του Σοφοκλή και του Ευριπίδη και σε κωμωδίες του Αριστοφάνη, ο οποίος είχε κριτική στάση απέναντί τους. Σημαντική πηγή για τη σοφιστική κίνηση είναι ο Φιλόστρατος (2ος-3ος αι. μ.κ.ε.) που έγραψε το έργο Βίοι Σοφιστών.
Oι Σοφιστές θεωρούνται οι πιο ρηξικέλευθοι και καινοτόμοι στοχαστές της αρχαίας Ελλάδας. Δημιούργησαν κίνηση ιδεών και ανέπτυξαν έναν γόνιμο διάλογο μεταξύ των φιλοσόφων και των διανοουμένων της εποχής. Στηρίχτηκαν στην εμπειρία και στον λόγο, άσκησαν κριτική στον μυθικό, μεταφυσικό και θρησκευτικό τρόπο σκέψης και υποστήριξαν την κοινωνική ισότητα. Για τον λόγο αυτόν, τον 19ο αιώνα τούς χαρακτήρισαν ως «Διαφωτιστές» και τη σοφιστική κίνηση ως τον «Αρχαίο Ελληνικό Διαφωτισμό». Kατά το πρότυπο των Διαφωτιστών του 18ου αιώνα, οι Σοφιστές διακρίνονται από ορθολογισμό, κριτικό πνεύμα και από ενδιαφέρον για τα προβλήματα της ανθρώπινης ζωής και της κοινωνίας. Eγκαινίασαν τη συζήτηση κύριων φιλοσοφικών προβλημάτων που σχετίζονταν με τη γνώση και την αλήθεια, την αρετή, το πολιτικό σύστημα της εποχής, τους θεσμούς, την κοινωνία και τη θρησκεία.
Oι Σοφιστές, αν και είχαν μεγάλη επίδραση στην εποχή τους, δέχτηκαν αρνητική κριτική, κυρίως από τον Σωκράτη και τον Πλάτωνα (των κατ’ εξοχήν δογματικών κι εμπαθών προπαγανδιστών της εποχής). Kατηγορήθηκαν για θρησκευτικό αγνωστικισμό, για αμφισβήτηση των παραδοσιακών αξιών και για επαγγελματισμό, επειδή πληρώνονταν αδρά για τη διδασκαλία τους. Αποτέλεσμα της αρνητικής κριτικής ήταν ο όρος «σοφιστές» που είχαν κερδίσει ως ειδικοί σε θέματα σοφίας, να καταλήξει και να παραμείνει στην κοινή χρήση, ως τις μέρες μας, ως συνώνυμο του αμοραλιστή και του «επαγγελματία φιλοσόφου» λες και ο φιλόσοφος δεν πρέπει να είναι επαγγελματίας αλλά τεμπελχανάς ρεμπεσκές, όπως ο π.χ. Πλάτωνας.
Θεωρήθηκαν μετά έντονης προπαγάνδας -που θα έκανε τους Γκέμπελς – Στάλιν να κοκκινίζουν από ανικανότητα- πως δεν ήταν «φιλόσοφοι» με την καθιερωμένη σημασία του όρου, που σημαίνει τη συστηματική και επίμονη επιδίωξη της ανακάλυψης της αλήθειας και την ειλικρινή αφοσίωση σε αυτήν, αλλά αμειβόμενοι δάσκαλοι της σοφίας, που επιδίωκαν να μεταδώσουν στους νέους όχι την αληθινή γνώση, αλλά τη μέθοδο για να εκφράζουν πειστικά το ψεύδος ως αλήθεια.
Ετσι γίνεται αν δεν σε βολεύει η λειτουργική αλήθεια, την αλλάζεις για να την ταιριάξεις στην μηχανιστική χαρακτηροδομή σου, μέχρι σήμερα αυτό συμβαίνει, η αλήθεια διώκεται και θανατώνεται από τους μυστικιστές θωρακισμένους των κάθε λογής ιερών ιερατείων είτε θρησκευτικών είτε επιστημονικών.
Αλλωστε την κάθε λογής “αλήθεια” την έχουν κάνει λάστιχο, την έχουν όλοι και κανένας.
Γιατί άραγε πρέπει να δεχθούμε ό,τι έχει γράψει ο Πλάτων -αν το έχει γράψει ο ίδιος- χωρίς συζήτηση και κριτική ως μοναδική και ιερή αλήθεια; Αν ήταν έτσι, τότε η φιλοσοφία θα είχε σταματήσει στον Πλάτωνα και δεν θα είχε υπάρξει ο Αριστοτέλης, ο Επίκουρος, οι Στωικοί, οι Σκεπτικοί ούτε οι Φιλόσοφοι των Νέων Χρόνων, οι μετέπειτα και οι σημερινοί. Αυτό που έχει σημασία στο χώρο της φιλοσοφίας είναι τα ερωτήματα, η κριτική, η αμφισβήτηση και η προσπάθεια τεκμηρίωσης των απόψεων με έλλογα επιχειρήματα και νηφάλια σκέψη. Αυτό έχουν κάνει πολλοί όταν μελετούν τόσο τον Πλάτωνα όσο και τους άλλους φιλοσόφους.
Το ζήτημα είναι πολύ σημαντικό, διότι ένα από τα πιο αξιοσημείωτα γεγονότα στην ιστορία της σοφιστικής σκέψεως είναι οι επιθέσεις του Πλάτωνα εναντίον της, οι οποίες φθάνουν μέχρι τη συκοφάντηση. Πράγμα που έχουν επισημάνει πολλοί ερευνητές, όπως ο G. Romeyer Dherbey, που σημειώνει ότι η πλατωνική και αριστοτελική παράδοση κατάφερε να δημιουργήσει τους «καταραμένους στοχαστές» ακριβώς όπως υπάρχουν οι καταραμένοι ποιητές.
Γράφει χαρακτηριστικώς: «το ίδιο το όνομα του «σοφιστή» που σημαίνει «σοφός» αποσπασμένο από την αρχική σημασία του, έγινε συνώνυμο του δασκάλου της ψευδούς γνώσεως, που επιδιώκει την απάτη, χρησιμοποιώντας προς τούτο ευρέως τον παραλογισμό».
Ο Θ. Βέικος σημειώνει: «Είναι χαρακτηριστικό ότι η πιο γνωστή και πιο διαδεδομένη εικόνα των σοφιστών οφείλεται στη μαρτυρία των εχθρών τους, του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη. Έτσι, δεν είναι παράξενο που η εικόνα των σοφιστών παρουσιάστηκε αλλοιωμένη, παραποιημένη και κακογραμμένη. Αν ο Πλάτων, ιδιαίτερα, που ήταν σφοδρός πολέμιος των σοφιστών, αποτελεί την κύρια πηγή μας γι’ αυτούς, αυτό βέβαια σημαίνει ότι πρέπει να είναι κανείς πολύ προσεκτικός στη μαρτυρία του. Διότι είναι πολύ φυσικό να βλέπει ο Πλάτων τους αντιπάλους του μέσα από τα δικά του μάτια και να μεροληπτεί όσον αφορά την ακριβή μετάδοση των ιδεών τους».
Η κ. Γ. Αλατζόγλου-Θέμελη κάνει «ανίερες» συγκρίσεις: «Γνωρίζομε τον Σωκράτη από περιγραφές μαθητών και φίλων του, τον Πρωταγόρα από την πολεμική των αντιπάλων του. Είναι ένα γεγονός που κανείς δεν μπορεί να το αμφισβητήσει. Οι επιπτώσεις του δεν μπορούν με τίποτα να εξουδετερωθούν. Τον Πρωταγόρα όχι μόνο τον κατάτρεξαν, αλλά φρόντισαν και να εξαφανίσουν τα γραπτά του. Αντίθετα για τον Σωκράτη έχομε τόμους ολόκληρους, χωρίς ο ίδιος να έχει γράψει τίποτε»
Και ενώ στον υπόλοιπο κόσμο πριν από δεκαετίες, οι σοφιστές έχουν αποκατασταθεί και βρει τη θέση τους στην ιστορία της φιλοσοφίας, στην τριτοκοσμική από όλες τις απόψεις Ελλάδα, θεωρούνταν μέχρι πριν από λίγα χρόνια αυτό που κατόρθωσαν να επιβάλλουν επί αιώνες οι πλατωνικές και αριστοτελικές διαστρεβλώσεις. Ο Β. Κύρκος σημειώνει σχετικώς: «Οι παλαιότεροι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι της Φιλοσοφίας συνέχιζαν την πλατωνική αντιμετώπιση της σοφιστικής, ουσιαστικά δηλ. ήταν δέσμιοι των αντιλήψεων του Πλάτωνα και της πολεμικής του εναντίον των σοφιστών. Έτσι οι γενεές των μορφωμένων Ελλήνων και κυρίως οι εκπαιδευτικοί, έμειναν με την εντύπωση ότι η σοφιστική και οι σοφιστές σημαίνουν άρνηση και εκφαύλιση του φιλοσοφικού λόγου, όπως περίπου τους είδε ο Πλάτων. Άλλωστε οι πλατωνικοί διάλογοι που διδάσκονταν στα σχολεία αυτή την αντίληψη συντηρούσαν».
Αιδώς και η Δικαιοσύνη
Η πολιτική ζωή των ανθρώπων έγινε δυνατή και ομαλή από τη στιγμή που τη ζωή άρχισαν να ρυθμίζουν η αιδώς και η δικαιοσύνη, ιδέες που δώρισε ο Δίας σε όλους τους ανθρώπους διαμέσου του Ερμή. Οι ιδέες αυτές είναι κοινό κτήμα όλων των πολιτών και όχι όπως οι τεχνικές γνώσεις, κτήμα των ειδικών μόνο. Γι΄αυτό στα πολιτικά θέματα ζητείται η γνώμη όλων των πολιτών, η οποία είναι σεβαστή. Αφοί οι άνθρωποι χρησιμοποιούν άλλοτε τιμωρίες και άλλοτε συμβουλές, αυτό σημαίνει πως υπάρχουν ανθρώπινα πράγματα δεκτικά διδασκαλίας, άσκησης και επιμέλειας και ότι εκείνοι που τα αμελούν είναι άξιοι τιμωρίας ή συμβουλής. Το γεγονός, εξακολουθεί ο Πρωταγόρας, ότι μερικοί ικανοί και ηθικοί γονείς μπορεί να έχουν κακούς γιους, δεν διαψεύδει την άποψη περί διδακτού της αρετής, γιατί η αρετή δεν προϋποθέτει μόνο διδασκαλία, αλλά και την κατάλληλη φύση, ευμενείς δηλαδή φυσικές προδιαθέσεις.
Να σκοτώνεις την αρρώστια της πόλης
Ο Πρωταγόρας παρουσιάζει με μελανά χρώματα την «πρώτη κατάσταση» του ανθρώπου εξαιτίας της ελαφρομυαλιάς του Επιμηθέα (επί + μήδομαι = σκέπτομαι μετά), όπου καμιά βασική ανάγκη δεν ικανοποιούνταν και η απλή επιβίωση ήταν καθημερινή αγωνία. Θεμελιακό μέρος αυτής της ομιλίας (λόγου) του Πρωταγόρα, απ’ όπου θ’αντλήσει τις βασικές θέσεις για να ανατρέψει τη σωκρατική επιχειρηματολογία είναι ο περίφημος μύθος που καταχώρισε ο Πρωταγόρας στο μη σωζόμενο έργο του, πιθανότατα “Περί της Πρώτης Καταστάσεως”
»Επειδή, τώρα, ο άνθρωπος πήρε κάτι από του θεούς (θείας μετέσχε μοίρας), πρώτα εξαιτίας της συγγένειάς του μαζί τους, μόνο αυτός απ’ όλα τα ζώα πίστεψε σε θεούς και προσπαθούσε να κατασκευάσει βωμούς και αγάλματα θεών. Έπειτα, γρήγορα, άρθρωσε με επιδεξιότητα φωνή και λέξεις και επινόησε κατοικίες και ενδύματα και υποδήματα και σκεπάσματα και τροφές από τη γη. Με αυτά τα εφόδια οι άνθρωποι στην αρχή κατοικούσαν διασκορπισμένοι και πόλεις δεν υπήρχαν. Αφανίζονταν λοιπόν από τα θηρία, γιατί, από κάθε άποψη, ήταν ασθενέστεροι από αυτά. Για την εξασφάλιση της τροφής τους οι τεχνικές τους ικανότητες παρείχαν αρκετή βοήθεια· ήταν όμως ανεπαρκείς στον πόλεμο με τα θηρία.
Γιατί δεν είχαν ακόμη την πολιτική τέχνη, μέρος της οποίας είναι η πολεμική. Επεδίωκαν λοιπόν να συγκεντρωθούν και να εξασφαλίσουν τη σωτηρία τους χτίζοντας πόλεις. Όταν όμως συγκεντρώνονταν όλοι μαζί, αδικούσαν ο ένας τον άλλον, επειδή δεν κατείχαν την πολιτική τέχνη· σκόρπιζαν έτσι πάλι και αφανίζονταν (ώστε πάλιν σκεδαννύμενοι διεφθείροντο). Ο Δίας, λοιπόν, επειδή φοβήθηκε για το γένος μας, μήπως εξαφανισθεί όλο, στέλνει τον Ερμή να φέρει στους ανθρώπους την αιδώ και τη δικαιοσύνη για να αποτελούν κοσμήματα για τις πόλεις και δεσμούς που στερεώνουν τη φιλία.
Ρωτάει λοιπόν ο Ερμής το Δία με ποιόν τρόπο θα δώσει τη δικαιοσύνη και την αιδώ στους ανθρώπους: «να μοιράσω και αυτές όπως μοιράζουν τις τέχνες;» Τις έχουν μοιράσει με τον εξής τρόπο: ένας που κατέχει την ιατρική τέχνη είναι αρκετός για πολλούς συμπολίτες του, το ίδιο και οι άλλοι δημιουργοί.
Τη δικαιοσύνη λοιπόν και την αιδώ, έτσι να τις τοποθετήσω ανάμεσα στους ανθρώπους ή να τις μοιράσω σε όλους (πάντας νείμω); Σε όλους, είπε ο Δίας και όλοι να έχουν μερίδιο. Γιατί δεν θα υπήρχαν πόλεις, αν συμμετείχαν λίγοι σ’ αυτές, όπως στις άλλες τέχνες. Και βέβαια να θέσεις εκ μέρους μου νόμο, εκείνον που δεν μπορεί να συμμετάσχει στην αιδώ και τη δικαιοσύνη να τον σκοτώνουν ως αρρώστια της πόλης.
----------------
Βιβλιογραφία
G. Romeyer Dherbey, Les sophistes, puf, Paris, 1993
Θ. Βέικος, Αρχαία σοφιστική, Θεσ/νίκη, 1971.
Γ. Αλατζόγλου-Θέμελη «Πρωταγόρας και Σωκράτης. Ενδείξεις της συνοδοιπορίας τους» 1978
Β. Κύρκος Αρχαίος ελληνικός διαφωτισμός και σοφιστική, Ιωάννινα 1986.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου