Δευτέρα 7 Νοεμβρίου 2016

Ο Ξενοφώντας, ο Θρασύβουλος και το ανίκητο της λαϊκής οργής

Lucha de griegos y AmazonasΜετά την εξόντωση του Θηραμένη οι Τριάντα αισθάνθηκαν ότι δεν υπάρχει πια τίποτε που να μπορεί να τους απειλήσει. Όλα είχαν στρωθεί για την πλήρη αποχαλίνωση: «Τότε πια θεώρησαν οι Τριάντα πως ήταν ελεύθεροι να τυραννούν δίχως φόβο· όχι μόνο απαγόρευσαν σ’ όσους δεν ήταν γραμμένοι στον κατάλογο να μπαίνουν στην πόλη, αλλά τους έδιωχναν κι απ’ τ’ αγροκτήματά τους για να τους αρπάξουν, αυτοί κι οι φίλοι τους, τη γη τους». (2,4,1).
 
 
Στην περίπτωση των Τριάντα η αυθαιρεσία εξυπηρετούσε πρωτίστως – και μάλλον αποκλειστικά – προσωπικές τους επιδιώξεις. Θα ήταν αναληθές, αν ισχυριζόταν κανείς ότι φρόντιζαν για τα σπαρτιατικά συμφέροντα. Αν πράγματι μεριμνούσαν γι’ αυτά, οι Σπαρτιάτες δε θα επέτρεπαν να πέσουν τόσο γρήγορα. Η πορεία των γεγονότων θα δείξει ότι και οι Σπαρτιάτες, από ένα σημείο και μετά, ήθελαν περισσότερο να τους ξεφορτωθούν παρά να τους βοηθήσουν. Το σίγουρο είναι ότι ανάγκασαν πολύ κόσμο να εγκαταλείψει την Αθήνα: «Οι κατατρεγμένοι κατέφευγαν στον Πειραιά, μα κι εκεί συνεχιζόταν ο διωγμός· τα Μέγαρα και η Θήβα γέμισαν πρόσφυγες». (2,4,1).
 
Οι πολιτικοί πρόσφυγες είναι αναπόφευκτη συνθήκη για όλα τα τυραννικά καθεστώτα. Μερικές φορές φέρνουν στον τύραννο μεγάλους μπελάδες, γιατί έχουν την τάση να συσπειρώνονται. Και το χειρότερο,  έχουν διάθεση για αγώνα. Αν βρίσκονται μάλιστα τόσο κοντά – η Θήβα είναι δίπλα – υπάρχει περίπτωση να επιστρέψουν. Ο τύραννος οφείλει να εξοντώνει αυτά τα στοιχεία ακόμη κι αν βρίσκονται μακριά από την πόλη του, πράγμα που οι Τριάντα δεν έκαναν: «Τότε» (έχουμε φτάσει πια στο 403 π. Χ.) «κίνησε από τη Θήβα ο Θρασύβουλος με εβδομήντα περίπου άνδρες και κατέλαβε τ’ οχυρό φρούριο της Φυλής». (2,4,2).
 
Οι Τριάντα κατάλαβαν αμέσως ότι έπρεπε να επέμβουν. Εξάλλου, προς το παρόν, ο κίνδυνος δεν ήταν μεγάλος. Εβδομήντα οχυρωμένοι άνδρες, όπως και να το κάνουμε, δεν μπορούν να απειλήσουν σοβαρά τις χιλιάδες που θα τους πολιορκήσουν. Πολλές φορές, όμως, υπάρχουν και αστάθμητοι παράγοντες: «Μια μέρα που ‘κανε καλό καιρό βγήκαν οι Τριάντα, έχοντας μαζί τους τους Τρεις Χιλιάδες και το ιππικό. Όταν έφτασαν στη Φυλή, μερικοί νέοι τόλμησαν να επιτεθούν αμέσως στο φρούριο, αλλά πληγώθηκαν κι έφυγαν άπρακτοι. Οι Τριάντα σχεδίαζαν να χτίσουν τείχος για να εμποδίσουν τον ανεφοδιασμό των επαναστατών και να τους αναγκάσουν να παραδοθούν· τη νύχτα όμως και την άλλη μέρα χιόνισε τόσο πολύ, που υποχρεώθηκαν να γυρίσουν πίσω στην πόλη, βουτηγμένοι στα χιόνια, αφού τους σκότωσαν οι άλλοι πολλούς βοηθητικούς». (2,4,2-3).
 
Φυσικά, πήραν μέτρα σε συνεργασία με τη σπαρτιατική φρουρά, ώστε να μη λεηλατηθούν οι καλλιέργειες των περιχώρων από τους επαναστάτες, τοποθετώντας στα σύνορα του Πειραιά ισχυρές δυνάμεις και πεζικού και ιππικού. Η ζημιά, όμως, είχε γίνει. Αν δεν παταχθούν άμεσα οι αντικαθεστωτικές δυνάμεις, θα γεννηθούν ελπίδες… Και οι ελπίδες θα κάνουν τους επαναστάτες να πολλαπλασιαστούν. Κι αυτό μπορεί να γίνει με ρυθμούς αστραπιαίους. Ο Ξενοφώντας αναφέρει αμέσως μετά: «Στο μεταξύ είχαν συγκεντρωθεί στη Φυλή κάπου εφτακόσιοι άνδρες». (2,4,5).
 
Όμως, ακόμη κι έτσι, οι επαναστάτες παρέμεναν μια παράτολμη μειοψηφία. Και βέβαια, όταν μάχονται λίγοι εναντίον πολλών, δεν υπάρχει προσφιλέστερη μέθοδος από τον κλεφτοπόλεμο. Ο Θρασύβουλος χτύπησε τους φύλακες των συνόρων τα ξημερώματα, με τρόπο ακαριαίο, ακριβώς για να τους πιάσει απροετοίμαστους: «Κατά τα ξημερώματα σηκώθηκαν οι φρουροί και τράβηξαν ο καθένας στη δουλειά του, ξεμακραίνοντας από τον οπλισμό τους. Εκείνη την ώρα – καθώς οι ιπποκόμοι έκαναν θόρυβο ξυστρίζοντας τ’ άλογα – οι άντρες του Θρασύβουλου άδραξαν τ’ άρματα, κι ορμώντας καταπάνω τους τρέχοντας σκότωσαν μερικούς και κυνήγησαν τους άλλους, που το ‘βαλαν στα πόδια, ως έξι εφτά στάδια απόσταση. Οι ολιγαρχικοί έχασαν περισσότερους από εκατόν είκοσι οπλίτες και τρεις ιππείς που πιάστηκαν στα στρώματά τους. Κατόπιν οι επαναστάτες γύρισαν πίσω, έστησαν τρόπαιο, μάζεψαν τα όπλα και τα λάφυρα που είχαν πέσει στα χέρια τους κι επέστρεψαν στη Φυλή. Όταν ήρθε το ιππικό από την πόλη για ενίσχυση, δε βρήκε κανέναν εχθρό μπροστά του». (2,4,6-7).
 
Οι Τριάντα ένιωσαν ότι το κύρος τους πλήττεται ανεπανόρθωτα. Τα πράγματα γίνονταν οριακά. Αυτό που έπρεπε να εξασφαλίσουν άμεσα ήταν ότι δε θα δοθεί θάρρος και σε άλλους, ώστε να αποφευχθεί οποιαδήποτε επαναστατική ενέργεια οπουδήποτε αλλού. Και πιο επίφοβη περιοχή κρίθηκε η Ελευσίνα. Μάζεψαν όλους τους Ελευσίνιους με την πρόφαση ότι κάνουν καταμέτρηση, για να υπολογιστεί η πρόσθετη φρουρά που θα χρειαζότανε, και τελικά τους δέσαν χειροπόδαρα και τους οδήγησαν στους Έντεκα.
 
Τα πολιτεύματα που στηρίζονται στο έγκλημα δεν έχουν άλλη επιλογή απ’ το να καταφεύγουν συνέχεια σ’ αυτό, αφού μόνο με το φόβο εξασφαλίζουν την παραμονή τους. Αν ο λαός αποτινάξει το φόβο, οι μέρες του τυράννου είναι μετρημένες. Το κακό για τον τύραννο είναι ότι και η βία συνηθίζεται. Από ένα σημείο και μετά δεν προκαλεί τον ίδιο τρόμο, που προκαλούσε αρχικά. Ξεφτίζει. Γι’ αυτό πρέπει να κλιμακώνεται. Να αιφνιδιάζει συνεχώς δείχνοντας ότι τα όριά της είναι άπιαστα. Οι εκτελέσεις ατόμων, όσο πολλές κι αν ήταν, κρίνονταν πλέον ανεπαρκείς. Ήταν καιρός να περάσουν σε εκκαθαρίσεις περιοχών.
 
Εξάλλου, πρέπει να πιστοποιηθεί και το πόσο αντέχουν οι συνεργάτες. Να τονιστεί η συνενοχή τους, ώστε να είναι σίγουρο ότι θα ακολουθήσουν μέχρι το τέλος. Να μην υπάρχουν περιθώρια μεταπήδησης στο άλλο στρατόπεδο, αν αρχίζουν να αλλάζουν οι συσχετισμοί. Ο Κριτίας τους τα λέει ξεκάθαρα: «Το καθεστώς, άνδρες, δεν τ’ οργανώνουμε μόνο για καλό δικό μας, μα άλλο τόσο και για δικό σας. Μια και θα ‘χετε λοιπόν μερίδιο στις τιμές, πρέπει να ‘χετε μερίδιο και στους κινδύνους. Για τούτο είν’ ανάγκη να καταδικάσετε τους Ελευσινίους που πιάσαμε, ώστε να ‘χετε τις ίδιες ελπίδες και τους ίδιους φόβους με μας». (2,4,9).
 
Ο εξαναγκασμός να ψηφίσουν φανερά μέσα στο Ωδείο, που ήταν κατάμεστο από ένοπλους Σπαρτιάτες, ήταν επόμενο να λειτουργήσει καθοριστικά για το αποτέλεσμα: «άλλωστε όσοι πολίτες δε σκοτίζονταν παρά μόνο για το συμφέρον τους τα ‘βλεπαν αυτά με καλό μάτι…». (2,4,10).
 
Εντωμεταξύ, ο Θρασύβουλος έφτασε να έχει περίπου χίλιους άντρες. Βρισκόμαστε πια στη μεγαλειώδη νύχτα που συγκέντρωσε όλες του τις δυνάμεις στον Πειραιά: «Μόλις το ‘μαθαν οι Τριάντα έτρεξαν να τους χτυπήσουν με τους Λάκωνες, τους οπλίτες και το ιππικό, και προχώρησαν από τον αμαξιτό δρόμο που ανεβαίνει στον Πειραιά. Οι επαναστάτες δοκίμασαν στην αρχή να τους εμποδίσουν, αλλά βλέποντας ότι ο περίβολος του τείχους του Πειραιά, μεγάλος καθώς ήταν, χρειαζόταν πολυάνθρωπη φρουρά για την επάνδρωσή του ενώ αυτοί ήταν λίγοι, συσπειρώθηκαν στη Μουνιχία. Τότε οι ολιγαρχικοί πήγαν στην Ιπποδάμειο Αγορά· πρώτα παρατάχτηκαν έτσι ώστε να πιάνουν όλο το πλάτος του δρόμου που οδηγεί στο ιερό της Άρτεμης της Μουνιχίας και στο Βενδίδειο, και το βάθος τους έφτασε τις πενήντα σειρές. Κατόπιν, μ’ αυτόν το σχηματισμό, άρχισαν ν’ ανηφορίζουν. Αντίκρυ τους οι επαναστάτες έπιασαν κι εκείνοι όλο το πλάτος του δρόμου, οι οπλίτες όμως είχαν μόνο δέκα σειρές βάθος· πίσω τους ωστόσο πήραν θέση ασπιδοφόροι κι ελαφρύ πεζικό οπλισμένο μ’ ακόντια, και ακόμα πιο πίσω άλλοι, οπλισμένοι με πέτρες». (2,4,10-11-12).
 
Η αριθμητική υπεροχή των ανθρώπων του καθεστώτος δε χρειάζεται καμία συζήτηση, όπως και η ανωτερότητα του στρατιωτικού τους εξοπλισμού. Η τοποθεσία της μάχης, όμως, ήταν κατάφωρα ευνοϊκή για τους επαναστάτες. Όχι μόνο βρίσκονταν στον ανήφορο και πλεονεκτούσαν έναντι των επιτιθέμενων που έρχονταν από κάτω, αλλά παρατάσσονταν και σε στενό δρόμο, που απαγόρευε τους πολυπληθείς αντιπάλους να ξεδιπλωθούν.
 
Εξάλλου, το πάθος και η αποφασιστικότητα που έκρυβαν μέσα τους θα τους έκανε να αγωνιστούν ξεπερνώντας τον εαυτό τους. Ο Θρασύβουλος τα ένιωθε όλα αυτά· κι όπως ανέβαιναν οι εχθροί για τη σύγκρουση, προσπάθησε να τους πείσει να πιστέψουν στη νίκη: «… οι εχθροί έχουν ν’ ανέβουν ανήφορο κι έτσι δεν μπορούν ούτε δόρατα, ούτε ακόντια να ρίξουν πάνω από τα κεφάλια των μπροστινών τους, ενώ εμείς από ψηλά θα τους φτάνουμε και με δόρατα και μ’ ακόντια και με πέτρες και θα χτυπήσουμε πολλούς. Θα νόμιζε κανείς ότι με τις πρώτες σειρές τους τουλάχιστον θα χρειαστεί να πολεμήσουμε σαν ίσοι προς ίσους· αν όμως εσείς ρίχνετε τα βέλη σας πυκνά, όπως πρέπει, κανένας σας δε θ’ αστοχήσει – γεμάτος καθώς είν’ ο κόσμος από δαύτους. Αυτοί πάλι θα κρύβονται όλη την ώρα κάτω από τις ασπίδες τους για να προφυλαχτούν – έτσι θα μπορούμε να τους χτυπάμε όπου θέλουμε, σαν να ‘ναι τυφλοί, αλλά και να ορμάμε καταπάνω τους και να τους γκρεμίζουμε. Εμπρός λοιπόν, άνδρες, αγωνιστείτε με τέτοιο τρόπο, που ο καθένας σας να νιώσει ότι σ’ αυτόν περισσότερο χρωστάμε τη νίκη! Γιατί αυτή, αν θέλει ο θεός, θα μας δώσει πίσω πατρίδα, σπίτια, ελευθερία, τιμές, παιδιά – σ’ όσους έχουν – και γυναίκες». (2,4,15-16-17).
 
Ο Θηραμένης αποδεικνύεται ότι είχε δίκιο. Η ανεξέλεγκτη βία και η κατάφωρη αδικία υπονόμευσε ανεπανόρθωτα το καθεστώς. Η δράση δεν μπορεί παρά να φέρει αντίδραση. Η μετριοπάθεια θα ήταν ο ορθότερος δρόμος, αφού θα επέφερε τη συναίνεση, δηλαδή την ασφαλή υποταγή. Οι Τριάντα ήταν αδύνατο να το καταλάβουν αυτό. Εξαγρίωσαν τον κόσμο ξεπερνώντας τα όρια της ανοχής του.
 
Κι όταν το ποτήρι ξεχειλίζει, γεννιούνται οι ήρωες. Όπως ο μάντης, που έμεινε ανώνυμος μες το ποτάμι της ιστορίας: «”Έπειτα”, είπε ο μάντης, “θα τραβήξουμε εμείς μπροστά και σεις, που θα ‘ρθετε ξοπίσω μας, θα νικήσετε – εγώ όμως νομίζω πως θα σκοτωθώ”». (2,4,18). Κι ακριβώς έτσι έγιναν τα πράγματα: «Όταν άδραξαν τ’ άρματα, εκείνος μ’ ένα πήδημα βρέθηκε πρώτος ανάμεσα στους εχθρούς – λες και τον οδηγούσε κάποιο ριζικό – και σκοτώθηκε. (Είναι θαμμένος στο πέρασμα του Κηφισού)». (2,4,19).
 
Σε τελική ανάλυση, αυτός είναι ο λόγος που νίκησαν οι άνδρες του Θρασύβουλου. Οι εχθροί δεν είχαν μάντη. Τους μάντεις τους φέρνει στο προσκήνιο η λαϊκή οργή και οι αγώνες για τη δικαιοσύνη. Κι όποιος τους έχει στις τάξεις του, είναι βέβαιο ότι θα νικήσει. Γιατί οι μάντεις αυτού του είδους είναι ανίκητοι: «Οι άλλοι […] νίκησαν και καταδίωξαν τον εχθρό ως το ίσιωμα. Εκεί σκοτώθηκαν από τους Τριάντα ο Κριτίας κι ο Ιππόμαχος, από τους δέκα άρχοντες του Πειραιά ο Χαρμίδης του Γλαύκωνος κι από τους υπόλοιπους άνδρες τους κάπου εβδομήντα. Οι επαναστάτες πήραν τα όπλα των σκοτωμένων, κανενός πολίτη όμως δεν πείραξαν τα ρούχα». (2,4,19).
 
Ξενοφώντος: «Ελληνικά»

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου