Ήτανε ο αιώνας της βικτωριανής ηθικής. Κι ήταν, επίσης, πάνω κάτω τα χρόνια που ο ψυχίατρος Jean-Martin Charcot συνέλεγε στην Iconographie του ενσταντανέ με τις νεαρές νοσηλευόμενες της κλινικής Pitié-Salpêtrière, στις οποίες ο ίδιος και ενώπιον κοινού –ως βιρτουόζος σκηνοθέτης ή βιτσιόζος μάγος– προκαλούσε κρίσεις με σπασμούς στη μήτρα μέσω του αγγίγματος ράβδου μεταλλικής. Ο αιώνας καθιέρωνε την “υστερία” ως αναπότρεπτη σχεδόν νευρωσική παρεκτροπή της μήτρας. Ήδη απ” τo 1862, ο θετικιστής λεξικογράφος Émile Littré είχε ανεπιφύλακτα αποδώσει τον όρο στο ιπποκρατικό corpus, ενώ λίγες δεκαετίες πιο μετά, στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, ο γυναικολόγος Hunter Robb θα εξέδιδε μεταφρασμένες ενότητες του Περί Γυναικείων υπό τον τίτλο Hippocrates on Hysteria. Η “υστερία” σφραγιζόταν ως αυστηρά γυναικεία υπόθεση και μάλιστα με τη βούλα αυθεντίας χρονικού βάθους: την αίγλη της ιατρικής εργογραφίας της αρχαιότητας.
Κατά τη γνωστή τους συνήθεια να μην ονοματίζουν αρρώστειες, αλλά να περιγράφουν κλινική εικόνα και συμπτώματα, οι ιπποκρατικοί δεν είχαν χρησιμοποιήσει τον όρο “υστερία”,. Στους Αφορισμούς τους (5.35), ανέφεραν γυναῖκας ὑπὸ τῶν ὑστερικῶν ἐνοχλουμένας. Αλλά ετούτο το αόριστα εκφρασμένο το αίτιο το παθητικό (τα ζητήματα που έχουν να κάνουν με τη μήτρα) γεννούσε τόσους προβληματισμούς που, τον 2ο αιώνα μ.Χ., στα σχόλιά του ο Γαληνός αναρωτιότανε πώς να το καταλάβει. Θα “τανε –σκέφτηκε– η πνίξ η ὑστερικὴ, η ασφυξία της μήτρας που χρειαζότανε να εκτονωθεί, να φτερνιστεί σχεδόν, με αλοιφές μουστάρδας και ξυδιού κατά τις παραδόσεις που κατέγραφε ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος (Naturalis Historia 20.87.238).
Στην πνῖγα της υστέρας είχανε εκτενώς αναφερθεί οι ιπποκρατικοί, κυρίως στην Περί Γυναικείων διατριβή τους. Η μήτρα ήτανε γι” αυτούς κάτι σπογγώδες, νοτερό, που, όποτε δεν απήλαυε της εφυγραντικής ευεργεσίας της ερωτικής συνεύρεσης, ξεραίνονταν κι απισχαινόταν. Γύρναγε, τότε, ανάποδα η μήτρα κι άλλαζε θέση, μετακινούμενη μέσα στο σώμα σε αναζήτηση μυχών δροσιάς. Αν όρμαγε η υστέρα στο συκώτι, απέφρασσε τα αγγεία του κι έφερνε οιδήματα. Αν έβαζε πλώρη για το διάφραγμα ή τα πνευμόνια, έκανε εντονότερο το πνιγηρό το αίσθημα, έφερνε δύσπνοια, αναστροφή στις κόρες των ματιών, λιποθυμία. Κι αν καταχωνιαζόταν στο κρανίο, έφερνε πονοκέφαλο και πυρετό, ανορεξία κι αϋπνίες. Έπρεπε τότε ο γιατρός να λούσει τη γυναίκα με ζεστό νερό, αλλιώς με κρύο, και να την βάλει να εισπνέει ουσίες με έντονες οσμές. Κι αν όλα αυτά δεν έπιαναν, έπρεπε να την εν-καπνίσει χαμηλά, επιμελώς επί ώρες, με ατμούς βρασμένου σκόρδου και λαδιού, με θυμιατήρι πήλινο τροφοδοτούμενο με καρβουνάκια. Στερεωμένο στο έδαφος και αεροστεγές, το σκεύος θα απέληγε ψηλά σε καλαμάκι που να εισχωρεί στο αιδοίο, καθώς η ασθενής θα στέκονταν πάνω απ” το αγγείο ανακούρκουδα. Η μήτρα της, μπορούσε, έτσι, να εφελκυστεί τρόπον τινά και να ηρεμήσει.
Οι παθογενείς περιπλανήσεις της υστέρας μέσα στο σώμα έμειναν καλύτερα γνωστές από τον Τίμαιο ή Περί Φύσεως Λόγον του Πλάτωνα (91c). Η μήτρα –διατεινόταν– είναι γη που περιμένει να σπαρεί, αλλά και ζώο επιθυμητικό που, όταν για χρόνο πολύ μείνει άκαρπο ή σε αναζήτηση συνουσίας, “χαλεπῶς ἀγανακτοῦν φέρει, καὶ πλανώμενον πάντῃ κατὰ τὸ σῶμα, τὰς τοῦ πνεύματος διεξόδους ἀποφράττον, ἀναπνεῖν οὐκ ἐῶν εἰς ἀπορίας τὰς ἐσχάτας ἐμβάλλει καὶ νόσους παντοδαπὰς ἄλλας παρέχει.”
Με τέτοιες φανταστικές μαγγανείες πάντοτε ο λόγος ο ορθός, ξεδιπλώνοντας τις περί τῶν ὑστερικῶν διαγνώσεις του, ιατρικοποιούσε τη γυναικεία επιθυμία για να την κανονικοποιήσει. Ο παλαιότερος μύθος, τουλάχιστον, είχε δει το θέμα πιο εν-πράγματα. Ίσως και πιο ευ-συν-κίνητα. Όταν μιλούσε για τα πάθη της Ιούς, εκείνης της βασιλοπούλας του Άργους, που ο Δίας την εκάλεσε με ονειροφαντασίες της νύχτας να “βγει να τρέξει ελεύθερη για έρωτα στης Λέρνας τα λειβάδια. Ο Προμηθέας Δεσμώτης του Αισχύλου σώζει τον άξονα των αφηγήσεων για την κόρη που διώχτηκε απ” το σπίτι του πατέρα της και, μεταμορφωμένη σε γελάδα (βούκερως, κεράστις) ή κεντημένη απ” τη βοϊδόμυγα (οἰστροδίνητος), χάραξε με το ίδιο το κορμί της τις πολυπλάνητες περιπλανήσεις (πολυπλάνους πλάνας) μιας ανθρωπογεωγραφίας ολόκληρης: από το πέλαγος που το “πανε Ιόνιο από τ” όνομά της, μέχρι το πέρασμα του βοδιού στον Βόσπορο και, τελικά, στην Αίγυπτο που θα “βρισκε τη θεϊκή επαφή. Δεν ήταν να εκπλήσσει η μεταμόρφωσή της –σάμπως κι η Ίσιδα, η θεά του έρωτα, δεν απεικονιζόταν πάντοτε με κέρατα γελάδας; Κι ούτε κι ο οἶστρος ήτανε τρομακτικός –δεν έγινε η βοϊδόμυγα η έκφραση της τέχνης και της έμπνευσης;
Στο τέλος του επεισοδίου που την αφορά στον Προμηθέα Δεσμώτη, η Ιώ φεύγει απ” τη σκηνή σε αλλοφροσύνη. Ποιο θέατρο θα χώραγε την ποίηση των μυκηθμών της; Και ποιο κοινό θα συγκρατούσε το ασύντακτο, ασύνδετα λειψό της φθέγμα, τις ηχηρές δονήσεις της γλωσσολαλιάς της;
οἵ, ἓ ἕ.. ἰὼ ἰὼ…
Φωνήνετα ολοστρόγγυλα ήταν ολόκληρη η οἰστρήλατος Ιώ.
Κατά τη γνωστή τους συνήθεια να μην ονοματίζουν αρρώστειες, αλλά να περιγράφουν κλινική εικόνα και συμπτώματα, οι ιπποκρατικοί δεν είχαν χρησιμοποιήσει τον όρο “υστερία”,. Στους Αφορισμούς τους (5.35), ανέφεραν γυναῖκας ὑπὸ τῶν ὑστερικῶν ἐνοχλουμένας. Αλλά ετούτο το αόριστα εκφρασμένο το αίτιο το παθητικό (τα ζητήματα που έχουν να κάνουν με τη μήτρα) γεννούσε τόσους προβληματισμούς που, τον 2ο αιώνα μ.Χ., στα σχόλιά του ο Γαληνός αναρωτιότανε πώς να το καταλάβει. Θα “τανε –σκέφτηκε– η πνίξ η ὑστερικὴ, η ασφυξία της μήτρας που χρειαζότανε να εκτονωθεί, να φτερνιστεί σχεδόν, με αλοιφές μουστάρδας και ξυδιού κατά τις παραδόσεις που κατέγραφε ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος (Naturalis Historia 20.87.238).
Στην πνῖγα της υστέρας είχανε εκτενώς αναφερθεί οι ιπποκρατικοί, κυρίως στην Περί Γυναικείων διατριβή τους. Η μήτρα ήτανε γι” αυτούς κάτι σπογγώδες, νοτερό, που, όποτε δεν απήλαυε της εφυγραντικής ευεργεσίας της ερωτικής συνεύρεσης, ξεραίνονταν κι απισχαινόταν. Γύρναγε, τότε, ανάποδα η μήτρα κι άλλαζε θέση, μετακινούμενη μέσα στο σώμα σε αναζήτηση μυχών δροσιάς. Αν όρμαγε η υστέρα στο συκώτι, απέφρασσε τα αγγεία του κι έφερνε οιδήματα. Αν έβαζε πλώρη για το διάφραγμα ή τα πνευμόνια, έκανε εντονότερο το πνιγηρό το αίσθημα, έφερνε δύσπνοια, αναστροφή στις κόρες των ματιών, λιποθυμία. Κι αν καταχωνιαζόταν στο κρανίο, έφερνε πονοκέφαλο και πυρετό, ανορεξία κι αϋπνίες. Έπρεπε τότε ο γιατρός να λούσει τη γυναίκα με ζεστό νερό, αλλιώς με κρύο, και να την βάλει να εισπνέει ουσίες με έντονες οσμές. Κι αν όλα αυτά δεν έπιαναν, έπρεπε να την εν-καπνίσει χαμηλά, επιμελώς επί ώρες, με ατμούς βρασμένου σκόρδου και λαδιού, με θυμιατήρι πήλινο τροφοδοτούμενο με καρβουνάκια. Στερεωμένο στο έδαφος και αεροστεγές, το σκεύος θα απέληγε ψηλά σε καλαμάκι που να εισχωρεί στο αιδοίο, καθώς η ασθενής θα στέκονταν πάνω απ” το αγγείο ανακούρκουδα. Η μήτρα της, μπορούσε, έτσι, να εφελκυστεί τρόπον τινά και να ηρεμήσει.
Οι παθογενείς περιπλανήσεις της υστέρας μέσα στο σώμα έμειναν καλύτερα γνωστές από τον Τίμαιο ή Περί Φύσεως Λόγον του Πλάτωνα (91c). Η μήτρα –διατεινόταν– είναι γη που περιμένει να σπαρεί, αλλά και ζώο επιθυμητικό που, όταν για χρόνο πολύ μείνει άκαρπο ή σε αναζήτηση συνουσίας, “χαλεπῶς ἀγανακτοῦν φέρει, καὶ πλανώμενον πάντῃ κατὰ τὸ σῶμα, τὰς τοῦ πνεύματος διεξόδους ἀποφράττον, ἀναπνεῖν οὐκ ἐῶν εἰς ἀπορίας τὰς ἐσχάτας ἐμβάλλει καὶ νόσους παντοδαπὰς ἄλλας παρέχει.”
Με τέτοιες φανταστικές μαγγανείες πάντοτε ο λόγος ο ορθός, ξεδιπλώνοντας τις περί τῶν ὑστερικῶν διαγνώσεις του, ιατρικοποιούσε τη γυναικεία επιθυμία για να την κανονικοποιήσει. Ο παλαιότερος μύθος, τουλάχιστον, είχε δει το θέμα πιο εν-πράγματα. Ίσως και πιο ευ-συν-κίνητα. Όταν μιλούσε για τα πάθη της Ιούς, εκείνης της βασιλοπούλας του Άργους, που ο Δίας την εκάλεσε με ονειροφαντασίες της νύχτας να “βγει να τρέξει ελεύθερη για έρωτα στης Λέρνας τα λειβάδια. Ο Προμηθέας Δεσμώτης του Αισχύλου σώζει τον άξονα των αφηγήσεων για την κόρη που διώχτηκε απ” το σπίτι του πατέρα της και, μεταμορφωμένη σε γελάδα (βούκερως, κεράστις) ή κεντημένη απ” τη βοϊδόμυγα (οἰστροδίνητος), χάραξε με το ίδιο το κορμί της τις πολυπλάνητες περιπλανήσεις (πολυπλάνους πλάνας) μιας ανθρωπογεωγραφίας ολόκληρης: από το πέλαγος που το “πανε Ιόνιο από τ” όνομά της, μέχρι το πέρασμα του βοδιού στον Βόσπορο και, τελικά, στην Αίγυπτο που θα “βρισκε τη θεϊκή επαφή. Δεν ήταν να εκπλήσσει η μεταμόρφωσή της –σάμπως κι η Ίσιδα, η θεά του έρωτα, δεν απεικονιζόταν πάντοτε με κέρατα γελάδας; Κι ούτε κι ο οἶστρος ήτανε τρομακτικός –δεν έγινε η βοϊδόμυγα η έκφραση της τέχνης και της έμπνευσης;
Στο τέλος του επεισοδίου που την αφορά στον Προμηθέα Δεσμώτη, η Ιώ φεύγει απ” τη σκηνή σε αλλοφροσύνη. Ποιο θέατρο θα χώραγε την ποίηση των μυκηθμών της; Και ποιο κοινό θα συγκρατούσε το ασύντακτο, ασύνδετα λειψό της φθέγμα, τις ηχηρές δονήσεις της γλωσσολαλιάς της;
οἵ, ἓ ἕ.. ἰὼ ἰὼ…
Φωνήνετα ολοστρόγγυλα ήταν ολόκληρη η οἰστρήλατος Ιώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου