Καθημερινά η εργασία μου με φέρνει κοντά σʾ ανθρώπους μʾ ανάγκες. Ανάγκες ψυχικές που η ικανοποίησή τους απαιτεί κόπο και μπόλικη προσπάθεια.
Ο σύγχρονος άνθρωπος έχει μία και βασική ανάγκη: να τον αφήσουν να μιλήσει. Νιώθει εγκλωβισμένος, καταπιεσμένος. Θέλει να μιλήσει, νʾ ανακοινώσει, να παραπονεθεί.
Σʾ αυτό το σημείο παρατηρείται το εξής οξύμωρο σχήμα: ενώ όλοι έχουμε στόμα να μιλήσουμε, εντούτοις δε βρίσκουμε αυτιά να μας ακούσουν.
Γιατί; Διότι απλά όλοι παρασυρόμαστε απʾ την πρόθεσή μας να ξεφορτώσουμε τον όγκο πληροφοριών και συναισθημάτων που έχουν συσσωρευτεί μέσα μας.
Ποιος δεν έχει πέσει στην παγίδα να παρακολουθήσει μια κοινωνικοπολιτική εκπομπή σʾ ελληνικό κανάλι; Τι παρατηρείτε; Όλοι μιλούν, φωνάζουν, οργιάζουν αλλά κανείς δεν είναι αποδέκτης των μηνυμάτων.
Είμαστε όλοι πομποί, κανείς δεν καταδέχεται να είναι δέκτης και τα μηνύματα πλανώνται. Λέξεις-μετεωρίτες που δεν ξέρουμε που θα πέσουν και, κυρίως, με τι δύναμη θα πέσουν.
Οι πιο πιθανές εξηγήσεις σʾ αυτό το φαινόμενο είναι πως είτε δεν προλαβαίνουμε, είτε δεν ξέρουμε να λειτουργούμε ως ακροατές.
Ας πάρουμε το πρώτο σενάριο. Οι ρυθμοί μας είναι γρήγοροι, κοφτοί με κύριο στόχο να λυθούν τα πρακτικά μας καθημερινά προβλήματα. Πολλές φορές πιάνουμε τον εαυτό μας να μην έχει προλάβει να μιλήσει, να συζητήσει με τον σύντροφό του την απλή καθημερινότητα.
Δεν προλαβαίνω να μιλήσω, πόσο μάλλον, δε, ν’ ακούσω. Πώς έγινε έτσι η ζωή μας; Να διαθέτουμε όργανα επικοινωνίας και να μην μπορούμε να τα χρησιμοποιήσουμε.
Μπουκώσαμε. Κυκλοφορούμε με παρωπίδες, με ωτασπίδες και μπόλικους μονολόγους, αφημένους στον κόσμο μιας καλπάζουσας φαντασίας και ποικίλων απραγματοποίητων σεναρίων και φαντασιώσεων. Παρατηρητές σ’ έναν κόσμο που πράσσειν άλογα.
Όλο ξεκινάμε κάτι να πούμε κι όλο τ’ αφήνουμε στη μέση, γιατί στη διαδρομή το μήνυμα χάθηκε, γιατί ο δέκτης του είπε «ναι, ναι σε καταλαβαίνω». Έμειναν οι κουβέντες μισές γιατί τις διέκοψε ένα κατευναστικό τσιμπηματάκι στο μάγουλο, ένα συγκαταβατικό χτύπημα στην πλάτη με στιλ «εντάξει φίλε, σε καταλαβαίνω».
Όχι, δε με καταλαβαίνεις! Αν με καταλάβαινες θα ήσουν απέναντι κοιτώντας με στα μάτια, μʾ ανοιχτά τʾ αυτιά και τις κεραίες των αισθήσεών σου για να εντοπίσεις μέσα σου αυτό που θέλω να σου πω. Αυτό που ήδη ξέρεις και προφανώς από βιασύνη ή αδιαφορία θέλεις να αποφύγεις.
Θέλει χρόνο να μάθεις νʾ ακούς προσεκτικά. Το «σε καταλαβαίνω» το αντιλαμβάνομαι ως μια ξεπέτα. Μη βιάζεσαι. Ποιος ξέρει; Ίσως ακούσεις αλήθειες που μπορεί νʾ ανήκουν σε σένα. Αλήθειες μισές, ανολοκλήρωτες που αν ενωθούν με τις δικές σου πιθανότατα να συμπληρώσουν το παζλ.
Αυτό το «σε καταλαβαίνω», το γλυκανάλατο, όλο ψεύτικη κατανόηση, δε δίνει στον άλλον τον χρόνο να ξεφορτώσει το βάρος του, δεν του επιτρέπει να ολοκληρώσει.
Τελικά, όλοι αυτό προσπαθούν: Να ολοκληρώσουν. Το ακούω συχνά στις παρέες ή στις συναντήσεις ζευγαριών. Όλοι ανοιγοκλείνουν το στόμα τους αναμένοντας, με ύφος ύαινας σε πλήρη εγρήγορση, να προλάβουν να φάνε τον χρόνο του άλλου και να πουν τις κουβέντες του.
Καμιά κουβέντα δεν τελειώνει, κανένας κύκλος δεν κλείνει.
Μέσα σʾ αυτό το κλίμα ανώφελων συζητήσεων, είναι νʾ αναρωτιέται κανείς, αν πραγματικά ο άλλος μπορεί τελικά να σʾ ακούσει.
Έτσι, ερχόμαστε στο δεύτερο σενάριο.
Η τέχνη της ακρόασης δεν προαπαιτεί μόνο καλή ακοή. Απαιτεί, πρωτίστως, διάθεση κι άλλη μια πολύ σημαντική δεξιότητα, την ενσυναίσθηση. Είναι μια έννοια σύνθετη που μʾ απλά λόγια σημαίνει πως όταν κάποιος σου μιλά, τον ακούς και ταυτόχρονα κατανοείς βαθιά τα συναισθήματά του, είσαι μέσα σ’ αυτόν.
Άραγε πόσοι από εμάς αισθανόμαστε τι ακριβώς θέλει να επικοινωνήσει ο φίλος μας όταν μας λέει «θέλω να σου μιλήσω».
Η τέχνη της ακρόασης ζητά τη σιωπή σου. Όχι μόνο εξωτερικά αλλά και εσωτερικά. Χρειάζεται να μάθεις νʾ αδειάζεις απʾ τις δικές σου σκέψεις και να κάνεις χώρο για τις σκέψεις του άλλου. Όταν μέσα στο μυαλό σου κάνουν φασαρία οι εκκρεμότητες του χθες ή το πρόγραμμα του αύριο, τότε σίγουρα δεν μπορείς νʾ ακούσεις.
Συνεπώς, πετάς τη φράση πασπαρτού «ναι, σε καταλαβαίνω».
Ακούς, σκέφτεσαι και προσπαθείς να μιλήσεις και ʾσυ. Πολλές νοητικές διεργασίες μαζί. Δε γίνεται όμως έτσι. Προσπαθείς να επικοινωνήσεις μʾ ανταλλαγή νοητικών σχημάτων και λογικών εξηγήσεων.
Μα εδώ δεν πρόκειται για management και διαχείριση κρίσεων. Εδώ μιλάμε για αληθινές σχέσεις και διαχείριση συναισθημάτων. Οι λέξεις φέρουν ειδικό βάρος. Πίσω απʾ τις λέξεις κρύβονται αισθήσεις, συναισθήματα, βιώματα.
Πάψε κι άκου! Μη μιλάς και νιώσε! Νιώσε μʾ όλο σου το σώμα. Γίνε όλος αυτιά, δε λέει ψέματα αυτή η λαϊκή έκφραση. Γίνε ο καθρέφτης του άλλου που θα τον βοηθήσει να καταλάβει μέσα από σένα, απʾ τις αντιδράσεις σου, τις συσπάσεις του προσώπου σου, τη γλώσσα του σώματός σου ποιο είναι ακριβώς το πρόβλημά του, η δυσκολία του, η αλήθεια του.
Έτσι, μόνο μπορείς να βοηθήσεις και μπορεί να μη χρειαστεί να πεις λέξη. Άλλωστε οι κουβέντες είναι τόσο φτωχές όταν συζητούν οι ψυχές. Τώρα, «ναι, σε καταλαβαίνω».
Ο σύγχρονος άνθρωπος έχει μία και βασική ανάγκη: να τον αφήσουν να μιλήσει. Νιώθει εγκλωβισμένος, καταπιεσμένος. Θέλει να μιλήσει, νʾ ανακοινώσει, να παραπονεθεί.
Σʾ αυτό το σημείο παρατηρείται το εξής οξύμωρο σχήμα: ενώ όλοι έχουμε στόμα να μιλήσουμε, εντούτοις δε βρίσκουμε αυτιά να μας ακούσουν.
Γιατί; Διότι απλά όλοι παρασυρόμαστε απʾ την πρόθεσή μας να ξεφορτώσουμε τον όγκο πληροφοριών και συναισθημάτων που έχουν συσσωρευτεί μέσα μας.
Ποιος δεν έχει πέσει στην παγίδα να παρακολουθήσει μια κοινωνικοπολιτική εκπομπή σʾ ελληνικό κανάλι; Τι παρατηρείτε; Όλοι μιλούν, φωνάζουν, οργιάζουν αλλά κανείς δεν είναι αποδέκτης των μηνυμάτων.
Είμαστε όλοι πομποί, κανείς δεν καταδέχεται να είναι δέκτης και τα μηνύματα πλανώνται. Λέξεις-μετεωρίτες που δεν ξέρουμε που θα πέσουν και, κυρίως, με τι δύναμη θα πέσουν.
Οι πιο πιθανές εξηγήσεις σʾ αυτό το φαινόμενο είναι πως είτε δεν προλαβαίνουμε, είτε δεν ξέρουμε να λειτουργούμε ως ακροατές.
Ας πάρουμε το πρώτο σενάριο. Οι ρυθμοί μας είναι γρήγοροι, κοφτοί με κύριο στόχο να λυθούν τα πρακτικά μας καθημερινά προβλήματα. Πολλές φορές πιάνουμε τον εαυτό μας να μην έχει προλάβει να μιλήσει, να συζητήσει με τον σύντροφό του την απλή καθημερινότητα.
Δεν προλαβαίνω να μιλήσω, πόσο μάλλον, δε, ν’ ακούσω. Πώς έγινε έτσι η ζωή μας; Να διαθέτουμε όργανα επικοινωνίας και να μην μπορούμε να τα χρησιμοποιήσουμε.
Μπουκώσαμε. Κυκλοφορούμε με παρωπίδες, με ωτασπίδες και μπόλικους μονολόγους, αφημένους στον κόσμο μιας καλπάζουσας φαντασίας και ποικίλων απραγματοποίητων σεναρίων και φαντασιώσεων. Παρατηρητές σ’ έναν κόσμο που πράσσειν άλογα.
Όλο ξεκινάμε κάτι να πούμε κι όλο τ’ αφήνουμε στη μέση, γιατί στη διαδρομή το μήνυμα χάθηκε, γιατί ο δέκτης του είπε «ναι, ναι σε καταλαβαίνω». Έμειναν οι κουβέντες μισές γιατί τις διέκοψε ένα κατευναστικό τσιμπηματάκι στο μάγουλο, ένα συγκαταβατικό χτύπημα στην πλάτη με στιλ «εντάξει φίλε, σε καταλαβαίνω».
Όχι, δε με καταλαβαίνεις! Αν με καταλάβαινες θα ήσουν απέναντι κοιτώντας με στα μάτια, μʾ ανοιχτά τʾ αυτιά και τις κεραίες των αισθήσεών σου για να εντοπίσεις μέσα σου αυτό που θέλω να σου πω. Αυτό που ήδη ξέρεις και προφανώς από βιασύνη ή αδιαφορία θέλεις να αποφύγεις.
Θέλει χρόνο να μάθεις νʾ ακούς προσεκτικά. Το «σε καταλαβαίνω» το αντιλαμβάνομαι ως μια ξεπέτα. Μη βιάζεσαι. Ποιος ξέρει; Ίσως ακούσεις αλήθειες που μπορεί νʾ ανήκουν σε σένα. Αλήθειες μισές, ανολοκλήρωτες που αν ενωθούν με τις δικές σου πιθανότατα να συμπληρώσουν το παζλ.
Αυτό το «σε καταλαβαίνω», το γλυκανάλατο, όλο ψεύτικη κατανόηση, δε δίνει στον άλλον τον χρόνο να ξεφορτώσει το βάρος του, δεν του επιτρέπει να ολοκληρώσει.
Τελικά, όλοι αυτό προσπαθούν: Να ολοκληρώσουν. Το ακούω συχνά στις παρέες ή στις συναντήσεις ζευγαριών. Όλοι ανοιγοκλείνουν το στόμα τους αναμένοντας, με ύφος ύαινας σε πλήρη εγρήγορση, να προλάβουν να φάνε τον χρόνο του άλλου και να πουν τις κουβέντες του.
Καμιά κουβέντα δεν τελειώνει, κανένας κύκλος δεν κλείνει.
Μέσα σʾ αυτό το κλίμα ανώφελων συζητήσεων, είναι νʾ αναρωτιέται κανείς, αν πραγματικά ο άλλος μπορεί τελικά να σʾ ακούσει.
Έτσι, ερχόμαστε στο δεύτερο σενάριο.
Η τέχνη της ακρόασης δεν προαπαιτεί μόνο καλή ακοή. Απαιτεί, πρωτίστως, διάθεση κι άλλη μια πολύ σημαντική δεξιότητα, την ενσυναίσθηση. Είναι μια έννοια σύνθετη που μʾ απλά λόγια σημαίνει πως όταν κάποιος σου μιλά, τον ακούς και ταυτόχρονα κατανοείς βαθιά τα συναισθήματά του, είσαι μέσα σ’ αυτόν.
Άραγε πόσοι από εμάς αισθανόμαστε τι ακριβώς θέλει να επικοινωνήσει ο φίλος μας όταν μας λέει «θέλω να σου μιλήσω».
Η τέχνη της ακρόασης ζητά τη σιωπή σου. Όχι μόνο εξωτερικά αλλά και εσωτερικά. Χρειάζεται να μάθεις νʾ αδειάζεις απʾ τις δικές σου σκέψεις και να κάνεις χώρο για τις σκέψεις του άλλου. Όταν μέσα στο μυαλό σου κάνουν φασαρία οι εκκρεμότητες του χθες ή το πρόγραμμα του αύριο, τότε σίγουρα δεν μπορείς νʾ ακούσεις.
Συνεπώς, πετάς τη φράση πασπαρτού «ναι, σε καταλαβαίνω».
Ακούς, σκέφτεσαι και προσπαθείς να μιλήσεις και ʾσυ. Πολλές νοητικές διεργασίες μαζί. Δε γίνεται όμως έτσι. Προσπαθείς να επικοινωνήσεις μʾ ανταλλαγή νοητικών σχημάτων και λογικών εξηγήσεων.
Μα εδώ δεν πρόκειται για management και διαχείριση κρίσεων. Εδώ μιλάμε για αληθινές σχέσεις και διαχείριση συναισθημάτων. Οι λέξεις φέρουν ειδικό βάρος. Πίσω απʾ τις λέξεις κρύβονται αισθήσεις, συναισθήματα, βιώματα.
Πάψε κι άκου! Μη μιλάς και νιώσε! Νιώσε μʾ όλο σου το σώμα. Γίνε όλος αυτιά, δε λέει ψέματα αυτή η λαϊκή έκφραση. Γίνε ο καθρέφτης του άλλου που θα τον βοηθήσει να καταλάβει μέσα από σένα, απʾ τις αντιδράσεις σου, τις συσπάσεις του προσώπου σου, τη γλώσσα του σώματός σου ποιο είναι ακριβώς το πρόβλημά του, η δυσκολία του, η αλήθεια του.
Έτσι, μόνο μπορείς να βοηθήσεις και μπορεί να μη χρειαστεί να πεις λέξη. Άλλωστε οι κουβέντες είναι τόσο φτωχές όταν συζητούν οι ψυχές. Τώρα, «ναι, σε καταλαβαίνω».
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου