"Αλλά κατόπιν (η γη) με τον Ουρανό επλάγιασε και γέννησε τον βαθυστρόβιλο ᾽Ωκεανόν και την γλυκόθωρη Τηθύα˙και η Τηθύς εγέννησε στον ᾽Ωκεανόν, τους Ποταμούς με τα νερά τα γοργοστρόβιλα"
(Ησιόδου Θεογονία)
Κατά την ελληνική μυθολογία, η ένωση της Τηθύος ( κόρη του Ουρανού και της Γαίας), με τον αδελφό της Ωκεανό δημιούργησε τρεις χιλιάδες ποταμούς, ισάριθμες θεότητες, τις Ωκεανίδες, αλλά και τρεις χιλιάδες νύμφες, όπως αναφέρει ο ποιητής της Θεογονίας Ησίοδος (αρχαίος ποιητής από την’Ασκρη της Βοιωτίας που έζησε γύρω στο 700 ή 800 π.Χ. ).
Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν ότι κάθε ποταμός είναι αέναος, αλλά και είναι θείος. Είναι και θεός που λατρευόταν με ιερά και βωμούς. Επίσης, θεωρούνταν οι πρωταρχικοί βασιλιάδες των περιοχών που διαβρέχουν. Αλλά, και πατέρες των ανθρώπινων φυλών που μεγάλωσαν κι απλωθήκανε στις όχθες τους. Μ’ αυτήν ακριβώς την έννοια απέδιδαν τιμές στον Ίναχο στο Άργος, στον Ασωπό και στον Κηφισό στη ΑττικοΒοιωτία, στον Πηνειό στη Θεσσαλία και σε αλλού.
Θεωρούσαν τους ποταμούς σαν τους ‘’τροφοδότες πατέρες της νιότης’’ και στα νερά τους βρίσκανε μια δύναμη κάθαρσης, ανάλογης με εκείνη που αναζητήσουν επισκεπτόμενοι τα ιερά του Απόλλωνα. Ο Ησίοδος αναφέρει χαρακτηριστικά:
‘’Μη διασχίζετε ποτέ τα νερά των ποταμών με το αιώνιό τους ρέμα, πριν να πείτε μια προσευχή, με τα μάτια προσηλωμένα στα εξαίσιά τους νάματα, πριν να βρέξετε τα χέρια σας στο ευχάριστό τους και καθάριο νερό’’.
Βλέπουμε συχνά στα μνημεία της ελληνική τέχνης, τους ποταμούς να εικονίζονται σαν όντα φανταστικά, όπου οι ζωικές μορφές ανακατεύονται με τις ανθρώπινες. Το κορμί τους μπορεί να είναι ένας ταύρος. Το πελώριό τους κεφάλι ενός εύρωστου και γενειοφόρου άνδρα, που το στόμα του βγάζει κύματα νερού, και στο μέτωπο του έχει δυο μεγάλα κέρατα. Είναι η εικόνα της πηγής ή του κεφαλιού του ποταμού, όπως λένε ακόμη και σήμερα, το κεφαλάρι. Τα κέρατα που στολίζουν το κεφάλι του, είναι οι ελιγμοί και οι διακλαδώσεις που σχηματίζει το ρεύμα του. Από την άλλη, οι Νύμφες σχετίζονται με τους ποταμούς, και έχουν στην ελληνική μυθολογία, την ίδια καταγωγή που έχουν και οι ποταμοί.
Όπως και εκείνοι, ονομάζονται διοπετείς (που κατάγονται από το Δία ή έπεσαν από τον Ουρανό). Οι Νύμφες χρωστάνε τη γέννηση τους στα νερά του ουρανού, που πέφτουν στη γη, εισρέουν μέσα τους, μαζεύονται εκεί και ανοίγουν μυστικούς δρόμους για να εξαφανιστούν πολλές φορές κάτω από την επιφάνειά της, και να εμφανιστούν μακρύτερα με τη μορφή πηγών που αναβλύζουν και να δημιουργήσουν τα ρυάκια, τα ρεύματα και τους ποταμούς. .
Η επιρροή κάθε ποταμού στον άνθρωπο, πάντοτε περιγράφεται διττή, αλλά και αντιφατική. Γονιμοποιεί και καταστρέφει. Ενώνει και χωρίζει. Ευεργετεί και ζημιώνει. Ωστόσο, στην ελληνική μυθολογία, τονίζεται η λατρεία των ποταμών, αλλά και η πάλη του ανθρώπου με τα ποτάμια, ώστε να τα δαμάσει και να τα εκμεταλλευτεί. Μεταξύ άλλων τέτοιοι μύθοι είναι η πάλη του Ηρακλή με τον Αχελώο, και το κυνήγι του ‘’Καλυδώνιου κάπρου’’ με τον Μελέαγρο, στην Αιτωλία. Σύμφωνα με τον Όμηρο ο κάθε ποταμός είναι ‘’ ιερός, δίος, λάβρος, ωκύρροος, δινήεις, αργυροδίνης, βαθυδίνης και κελάδων’’.
Το νερό, πολύτιμη πηγή ζωής και αναπόσπαστο μέρος του φυσικού πλούτου. Το υγρό στοιχείο σε συνδυασμό με την πλούσια βλάστηση έδινε τη δυνατότητα στους ανθρώπους για ηρεμία του πνεύματος και της ψυχής, καθώς και για περισυλλογή. Σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία, τα ποτάμια και οι πηγές ήταν ιερά, και θεωρούσαν το νερό ύψιστο αγαθό και αναπόσπαστο μέρος του πολιτισμού τους, αλλά και της καθημερινότητάς τους γενικότερα.
Ο Αρχαίος ποιητής Πίνδαρος (λυρικός ποιητής της Αρχαίας Ελλάδας, 522 π.Χ. - 443 π.Χ.), στο έργο του Πυθία αναφέρει, ότι οι αρχαίοι έκοβαν τις παιδικές τους μπούκλες και τις αφιέρωναν στους ποταμούς, επειδή πίστευαν ότι το νερό συμβάλλει στην αύξηση των πάντων. Στην Αρκαδία, τα νεαρά αγόρια και κορίτσια μαζεύονταν κάθε χρόνο, μια συγκεκριμένη μέρα, στις όχθες της Νέδας, για να κόψουν εκεί τα μαλλιά τους, που τα αφιέρωναν στον ποταμό. Στην Ιλιάδα (23η ραψωδία), αναφέρεται ότι ο Αχιλλέας απευθυνόμενος στον Σπερχειό ποταμό, του λέει:
‘’ Τώρα που πίσω πια δεν έρχομαι στη γη την πατρική μου, ας πάρει τα μαλλιά μου ο Πάτροκλος ο αντρόκαρδος μαζί του ’Σπερχειέ, του κάκου αλήθεια σου’ταξεν ο κύρης μου ο Πηλέας στην ποθητή πατρίδα αν γύριζα κει πέρα, τα μαλλιά μου στη χάρη σου να κόψω, κάνοντας τρανή θυσία από πάνω : πενήντα κριάρια πλάι στους όχτους σου βαρβάτα να σου σφάξω, πα στις πηγές, όπου’ναι το άλσος σου κι ο ευωδιαστός βωμός σου. Τέτοιαν ευκή είχε κάμει ο γέροντας, μα εσύ το ναι δεν το’πες’’.
Αυτή η προσφορά δείχνει ότι οι ποταμοί ξυπνούσανε στις ψυχές των Ελλήνων κάποιες θρησκευτικές ιδέες, που έφταναν και ως τη θυσία των μαλλιών τους προς αυτούς, των μαλλιών τους που ήταν αναγκαίο στόλισμα εκείνης της φυσικής τους ομορφιάς, για την οποία ήταν τόσο περήφανοι. Επίσης πίστευαν ότι στα νερά των ποταμών βρίσκανε μια δύναμη κάθαρσης, ανάλογη με εκείνη που αναζητούσαν στα ιερά του Απόλλωνα. ‘’Ποτέ των αείρροων ποταμιών τ’ομορφοκύλιστο νερό να μήν περνάς με τα πόδια, προτού να προσευχηθείς κοιτάζοντας την όμορφη ροή, νίβοντας τα χέρια στο πολυαγάπητο νερό. Όποιος περάσει ποτάμι με το κακό μέσα του και μ’άνιφτα χέρια, μ’αυτόν οι θεοί οργίζονται και βάσανα του δίνουν μετά’’ (Ησίοδος: Έργα και Ημέραι,737-741).
Ο Πλούταρχος (συγγραφέας, βιογράφος και φιλόσοφος από τη Χαιρώνεια Βοιωτίας, 46-127 μ.Χ.) στο έργο του ‘’Περί ποταμών και ορών επωνυμίας και των εν αυτοίς ευρισκομένων’’ αναφέρεται σε 25 ποταμούς στην αρχαία Ελλάδα, με τα ονόματα, την ιστορία, αλλά και με άγνωστες μέχρι τότε γνώσεις.
Παρακάτω παραθέτουμε στοιχεία από τη μυθολογία και την παράδοση που αναφέρονται στα κυριότερα ελληνικά ποτάμια.
Αλιάκμονας. Στη μυθολογία ο Αλιάκμονας ήταν ποτάμια θεότητα προσωποποίηση του ομώνυμου ποταμού της Μακεδονίας και κατά τον Ησίοδο ήταν γιός του Ωκεανού και της Πύθιας. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο ήταν γιός του Παλαιστίνου και εγγονός του Ποσειδώνα. Όταν έμαθε ο Παλαιστίνος ότι ο Αλιάκμονας σκοτώθηκε σε κάποια μάχη, έπεσε στον τότε ποταμό Καρμάνορα, ο οποίος από τότε ονομάστηκε Αλιάκμονας. Κατά μία άλλη παράδοση ο Πλούταρχος στο έργο του "περί ποταμών" αναφέρει ότι ένας βοσκός από την Τίρυνθα, ενώ έβοσκε το κοπάδι του στο Κοκκύγιο όρος είδε τυχαία το Δία. Τότε ο βοσκός κυριεύτηκε από μανία και έπεσε στο ποταμό Καρμάνορα, ο οποίος μετονομάστηκε σε Αλιάκμονα.
Αλφειός. Λατρευόταν κυρίως στην Ηλεία, Μεσσηνία και Αρκαδία. Το όνομά του προέρχεται από το αρχαίο ρήμα "αλφάνω", που σημαίνει, προσφέρω πλούτο. Κατά το Στράβωνα, το ποτάμι ονομάστηκε Αλφειός επειδή θεράπευε τη λέπρα (αλφός στην αρχαιότητα). Σύμφωνα με τον Παυσανία, ο Αλφειός ήταν κυνηγός, γιος του Ωκεανού και της Τηθύος, και λατρευόταν από τους θνητούς ως θεός της γονιμότητας. Ερωτεύτηκε την Αρτέμιδα και στη συνέχεια τη νύφη Αρεθούσα, η οποία θέλοντας να τον αποφύγει έφυγε για την Ορτυγία (νησί κοντά στις Συρακούσες) και μεταμορφώθηκε σε πηγή.
Τότε, ο Αλφειός μεταμορφώθηκε σε υποθαλάσσιο ποταμό, πέρασε την Αδριατική θάλασσα και έτσι ενώθηκε με τα νερά του μεγάλου του έρωτα, της πηγής Αρεθούσας. Σύμφωνα με άλλο μύθο, από τις όχθες του Αλφειού έκλεψε ο Ερμής τα βόδια του Απόλλωνα. Επίσης, ένας άλλος μύθος αναφέρει ότι στις όχθες του Αλφειού γεννήθηκε ο θεός Διόνυσος από τη Σεμέλη και το Δία. Κάποτε σκότωσε τον αδελφό του Κέρκαφο και τον καταδίωκαν οι Ερινύες. Φτάνοντας στον ποταμό Νίκτυμο, έπεσε και πνίγηκε.
Ο Αλφειός προσωποποιήθηκε και η μορφή του έφτασε και σε ρωμαϊκά ψηφιδωτά, όπως εκείνο που βρίσκεται στο μουσείο της Αντιόχειας, καθώς και εκείνο που βρίσκεται στο Ελληνο-Ρωμαϊκό μουσείο της Αλεξάνδρειας, όπου απεικονίζεται ο Αλφειός μαζί με την Αρεθούσα. Σύμφωνα με την περιγραφή του Πλίνιου του Πρεσβύτερου, το ποτάμι ήταν πλωτό, από την εκβολή του μέχρι την περιοχή της αρχαίας Ολυμπίας, όπου έφθαναν επισκέπτες κι αθλητές με μικρά σκάφη για τους Ολυμπιακούς αγώνες. Κατά τους Βυζαντινούς χρόνους το ποτάμι ονομαζόταν Αλφέας. Οι Φράγκοι, επηρεασμένοι από τα κάρβουνα που έβγαιναν στις όχθες του, τον ονόμαζαν Καρμπόν (Carbon), ενώ αργότερα και για πολλά χρόνια επικράτησε το όνομα Ρουφιάς.
Αξιός ή Βαρδάρης. Οι αναφορές για τον Αξιό ξεκινούν από τα αρχαία χρόνια, ενώ πολλά είναι τα ονόματα που έχουν χρησιμοποιηθεί για τις περιγραφές του. Στα ομηρικά έπη, ο Όμηρος τον αποκαλεί ‘’βαθυδίνην και ευρυρρέοντα’’ και τον περιγράφει ως ‘’κάλλιστον ύδωρ έχοντα’’, ενώ ο Ευριπίδης στις Βάκχες τον αποκαλεί ‘’ωκυρόαν’’, που σημαίνει αυτός που ρέει ορμητικά. Ο ποταμός Αξιός αναφέρεται με αυτό το όνομα από τον Όμηρο, τον Ηρόδοτο και πολλούς άλλους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς. Η λέξη Αξιός έχει μακεδονική ρίζα από το ‘’Αξός’’(Λεξικό Ησύχιου του Αλεξανδρέα) που σημαίνει δάσος εξαιτίας των παραποτάμιων δασών του. Κατά καιρούς, ο Αξιός απαντάται και ως ‘’Άξιος’’, ‘’Νόξειος’’ ή ‘’Αξειός’’.
Υπάρχει βέβαια και η εκδοχή ότι ο ποταμός που διαρρέει τη γη της αρχαίας Παιονίας πήρε το όνομά του από τον μυθικό Αξιό, γενάρχη των Παιόνων βασιλιάδων. Οι κάτοικοι της περιοχής τον ξέρουν και ως ‘’Βαρδάρη’’, ονομασία που προέρχεται από το σλαβικό Vardar ή από το περσικό Βαρ Ντάρ που σημαίνει μεγάλο ποτάμι. Σύμφωνα μάλιστα με τον Ηρόδοτο, στις εκβολές του Αξιού ή Βαρδάρη και του Λουδία, στρατοπέδευσαν πάνω από ένα εκατομμύριο Πέρσες στρατιώτες κατά τη δεύτερη εκστρατεία κατά των Ελλήνων, το 480 π.Χ. με αρχηγό τον Ξέρξη.
Αναφορές στον ποταμό γίνονται επίσης και από τους Θουκυδίδη, Αισχύλο και Στράβωνα. Την περίοδο της ρωμαϊκής κατοχής, ο ποταμός αναφέρεται ώς Αxius, ενώ στα Βυζαντινά χρόνια, αρχίζει να ονομάζεται και Βαρδάρης, από τη μογγολική φυλή των Βαρδάρων, οι οποίοι τον 7ο μ.Χ αιώνα, εμφανίσθηκαν στην περιοχή και μετά από επιδρομές, συνθηκολόγησαν με τον αυτοκράτορα και πήραν άδεια εγκατάστασης στην κοιλάδα του Αξιού. Το όνομα Βαρδάρης παρέμεινε μέχρι σήμερα, κυρίως στους σλαβικούς λαούς. Για άλλους, το όνομα Βαρδάρης, είναι παλαιότερο και προέρχεται από το ρήμα βαρβαρίζω (=προκαλώ θόρυβο), εξ΄αιτίας της θορυβώδους ροής του ποταμού.
Αραχθος. Στην αρχαιότητα ονομαζόταν Ίναχος. Το όνομα Άραχθος έχει τη ρίζα του στο ρήμα "αράττω", δηλαδή χτυπάω με δύναμη, συντρίβω. Ως ποτάμιος θεός, ήταν γεννημένος στην Πίνδο. Ξυπνώντας κάποια μέρα συνειδητοποίησε ότι τα αδέρφια του, ο Αχελώος, ο Αλιάκμονας και ο Αωός ή σύμφωνα με άλλη εκδοχή ο Αχελώος και ο Πηνειός, είχαν αρχίσει το ταξίδι τους χωρίς εκείνον. Πάνω στη βιασύνη του ο Άραχθος, για να προλάβει τα αδέρφια του, παράσερνε θυμωμένος ότι έβρισκε στο δρόμο του προς τον Αμβρακικό κόλπο, όπου και πνίγηκε.
Σε κάποια άλλη εκδοχή, στην κορυφή του όρους Περιστέρι της Πίνδου, ζούσαν τρία αγαπημένα αδέλφια. Ο σοβαρός Άραχθος, η όμορφη Σαλαβρία (Πηνειός) και ο ατίθασος Άσπρος (Αχελώος). Ένα βράδυ η Σαλαβρία, κρυφά από τα αδέρφια της που κοιμόνταν, κατηφόρισε προς τον κάμπο για να συναντήσει κρυφά κάποιον από τους θεούς του Ολύμπου. Μάταια όμως. Απογοητευμένη κατευθύνθηκε προς τη γειτονική θάλασσα όπου και πνίγηκε. Ο Άσπρος όταν κατάλαβε ότι έλειπε η Σαλαβρία, ανησύχησε και ορμητικός όπως ήταν κατρακύλησε χωρίς σκέψη τα βουνά, ψάχνοντας την αδελφή του. Ο Άραχθος στενοχωρημένος για τα αδέρφια του που χάθηκαν, άρχισε να τριγυρνά την Ήπειρο για να τα βρει. Όταν κατάλαβε ότι έχασε οριστικά τα αδέλφια του, έπεσε στο Ιόνιο πέλαγος και πνίγηκε.
Ασωπός ή Βουργένης και Ωρωπός. Για την αρχαία ελληνική μυθολογία ο Ασωπός ήταν γιος του Ποσειδώνα και της Πηρούς ή του Δία και της Ευρυνόμης ή του Ωκεανού και της Τηθύος. Από το γάμο του με τη Μετόπη, κόρη του ποταμού και θεού Λάδωνα, απέκτησε δυο γιους, τον Ισμηνό και τον Πελάγοντα και πολλές κόρες, όπως τη Νεμέα, Θήβη, Σαλαμίνα, Κλεώνη, Τανάγρα, Εύβοια, Σινώπη, Πλάταια, Αίγινα, που όλες έδωσαν τα ονόματα τους σε πόλεις. Επίσης, η ονομασία Ασωπός απαντάται σε πολλούς ποταμούς στην Κορινθία, στην Αττική και Βοιωτία, Λακωνία και αλλού.
Αχελώος ή Ασπροπόταμος. Το όνομα Αχελώος φαίνεται ότι προέρχεται από τη ρίζα ΄΄-άχ-΄΄ ή τη λέξη ΄΄-άχα-΄΄ που σημαίνει νερό και το συγκριτικό επίθετο ΄λώων΄΄ που σημαίνει καλύτερος ή ποσοτικά μεγαλύτερος. Ο Όμηρος τοποθετεί τον Αχελώο πριν τον Ωκεανό. Οι θάλασσες, οι πηγές και τα νερά που πηγάζουν από τη γη προέρχονται από αυτόν. Στην Ιλιάδα, θεωρούσαν, ανώτερο του Αχελώου, μόνο τον Δία. Αντίθετα, ο Ησίοδος τον συγκαταλέγει στα παιδιά της Τηθύος και του Ωκεανού. Κόρες του Αχελώου ήταν οι Σειρήνες, οι Νύμφες και πολλές άλλες πηγές (π.χ. Κασταλία, Καλλιρρόη).
Ο Αχελώος είχε αρκετές μορφές. Συνήθως, απεικονίζεται από τη μέση και κάτω σαν ψάρι, γενειοφόρος με κέρατα στο κεφάλι του. Άλλες μορφές του ποτάμιου θεού ήταν σαν φίδι, σαν ταύρος και σαν ανθρωπόμορφο ον με κεφάλι ταύρου, που από τα γένια του έτρεχαν πολλά νερά. Στις περισσότερες μορφές του ήταν ένα άσχημο τέρας. Γνωστός είναι ο μύθος, σύμφωνα με τον οποίο ο Ηρακλής πάλεψε με τον Αχελώο για χάρη της Δηιάνειρας. Μετά από μεγάλη γιγαντομαχία ο Ηρακλής νίκησε τον Αχελώο, αφού του έσπασε το ένα κέρατο και τον έριξε στο χώμα. Από το αίμα που έπεφτε γεννήθηκαν οι Σειρήνες.
Ο Αχελώος για να πάρει πίσω το κέρατο έδωσε σαν αντάλλαγμα στον Ηρακλή το κέρας της Αμάλθειας, που ήταν πηγή αφθονίας και γονιμότητας. Υπάρχει κι ένας μύθος για τις Εχινάδες νησίδες που βρίσκονται απέναντι στις εκβολές του. Σύμφωνα με αυτόν, οι Εχινάδες ήταν κάποτε Νύμφες, που δυστυχώς ξέχασαν να τιμήσουν το θεό Αχελώο. Τότε, αυτός θύμωσε και τις μεταμόρφωσε σε νησιά. Κατά το Στράβωνα ο ποταμός ονομαζόταν παλαιότερα Θόας. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας πήρε το όνομα Άσπρος ή Ασπροπόταμος, ίσως από τα άσπρα χαλίκια που γεμίζουν την κοίτη του ή την άσπρη λάσπη που κατεβάζει.
Αχέροντας. Ο Αχέροντας ήταν γνωστός και ως Μαυροπόταμος, Φαναριώτικος ή Καμαριώτικο ποτάμι. Η λέξη Αχέρων δεν είναι τυχαία αφού τα συνθετικά της ΄αχέα ρέων΄΄, δηλώνουν αυτόν που φέρνει τις πίκρες και τα δάκρυα. Στην αρχαιότητα πίστευαν ότι ήταν ο ποταμός, τον διάπλου του οποίου έκανε ο "ψυχοπομπός" Ερμής, παραδίδοντας τις ψυχές των νεκρών στο Χάροντα, για να καταλήξουν στο βασίλειο του Άδη. Σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, τα νερά του ποταμού ήταν πικρά, καθώς ένα στοιχειό που ζούσε στις πηγές του δηλητηρίαζε τα νερά. Ο Άγιος Δονάτος, πολιούχος της Μητρόπολης Παραμυθιάς Θεσπρωτίας, σκότωσε το στοιχειό και τα νερά του Αχέροντα έγιναν γλυκά.
Ένα ενδιαφέρον στοιχείο από την ελληνική μυθολογία, που μαρτυρά τη συνέχει αυτής στη σύγχρονη λαϊκή παράδοση, είναι το εξής. Κατά την Τιτανομαχία οι Τιτάνες έπιναν νερό από τον Αχέροντα για να ξεδιψάσουν, γεγονός που προκάλεσε την οργή του Δία, ο οποίος μαύρισε και πίκρανε τα νερά του.
Σύμφωνα με την αρχαία παράδοση, ο Αχέροντας κατέληγε στην Αχερουσία λίμνη που ήταν ιδιαιτέρως παγερή, χωρίς ίχνος ζωής γύρω της. Εκεί στις Πύλες του Άδη φρουρούσε ο άγριος και άσπλαχνος σκύλος Κέρβερος που είχε τρία κεφάλια, χαίτη από φίδια και αγκαθωτή ουρά.
Ο βαρκάρης-χάροντας παραλάμβανε τις ψυχές των νεκρών και τις μετέφερε με τη βάρκα του στον Κάτω Κόσμο. Το αντίτιμο για το ταξίδι στον Άδη ήταν ένας οβολός, γι' αυτό και οι αρχαίοι Έλληνες ενταφίαζαν τους νεκρούς τους με το αντίστοιχο ποσό. Η ψυχή που δεν μπορούσε να πληρώσει ήταν καταδικασμένη να περιπλανιέται και να βασανίζεται αιώνια στις όχθες του ποταμού. Εκτός από τον Αχέροντα, στον Άδη οδηγούσαν ο Κωκυτός και ο Πυριφλεγέθοντας (παραπόταμοι του Αχέροντα), οι οποίοι συμβόλιζαν τα μαρτύρια που περνούσε μια ψυχή όταν κατέβαινε στον ‘’Άλλο Κόσμο’’.
Αώος. Στην αρχαιότητα λεγόταν Αίας ή Αράουα ή Αύος και οι εκεί κάτοικοι ονομάζονταν Παραυαίοι. Με την επωνυμία Αώοι, ονομνάζονταν κάποιες φυλές Δωριέων που λάτρευαν ηλιακές θεότητες. Στην ελληνική μυθολογία ο Αώος ήταν επίκληση του Άδωνη (ωραίος νέος, αγαπημένος της θεάς Αφροδίτης), αλλά και βασιλιάς της αρχαίας Κύπρου. Ο Αώος ήταν ο πρώτος βασιλιάς της νήσου Κύπρου, γιος του Κέφαλου και της Ηούς από την Αττική. Κατά μία άλλη εκδοχή, αδελφός του ήταν ο Πάφος, επώνυμος και ιδρυτής της πόλης Πάφου στην Κύπρο.
Γαλλικός. Το αρχαίο όνομά του ήταν Ηδωνός, πιθανότατα προερχόμενο από τους Ηδωνούς Μυγδόνες, Θρακικό φύλο που κατοικούσε στις όχθες του, τα προϊστορικά χρόνια. Κατά τα ιστορικά χρόνια μετονομάσθηκε σε Εχείδωρο και μετά σε Εχέδωρο, όταν βρέθηκε χρυσάφι (=δώρο) στην κοίτη του και άρχισε η εκμετάλλευσή του. Το όνομα Γαλλικός, προήλθε από τη ρωμαϊκή αποικία Callicum (=δερμάτινο κόσκινο από δέρμα κατσίκας, που χρησιμοποιούσαν οι άποικοι για τη συλλογή της χρυσόσκονης) που ιδρύθηκε τον 1ο μ.Χ. αιώνα στις όχθες του για την εκμετάλλευση του χρυσού που περιείχαν οι λάσπες του.
Με τον καιρό, το όνομα Callicum παραφράσθηκε σε Gallicum, απ’ όπου και το όνομα Γαλλικός. Κατά τα μεσαιωνικά χρόνια, ονομαζόταν από τους κατοίκους της περιοχής και Γομαροπνίχτης, από τις ξαφνικές πλημύρες του, που έπνιγαν τα ζώα τους.
Έβρος ή Ρόμβος ή Μαρίτσα. Το ποτάμι ονομαζόταν στα αρχαία χρόνια Ρόμβος, ώσπου ο 'Εβρος ο γιος του βασιλιά Κασσάνδρου και της Κροτωνίκης, πνίγηκε για να αποφύγει τις συκοφαντίες, της μητριάς του Δαμασίππης, για βιασμό. Την ερμηνεία αυτή μας δίνει ο Πλούταρχος στο έργο τον "Περί ποταμών και όρων". Ο Βιργίλιος τον ονομάζει Οιάγριον 'Εβρο. Κατά τον Ησύχιο η θρακική σημασία τον ονόματος 'Εβρος σημαίνει τράγος, βατήρας (βάθρο). Ο Αλκαίος, τον αναφέρει ως "καλλίστου ποταμών". Επίσης, αναφέρεται από τους: Ηρόδοτο, Θουκυδίδη, Αριστοτέλη, Στράβωνα, Ευριπίδη, Πλίνιο, Οράτιο, Μελέτιο κ.ά.
Λέγεται ότι ο βασιλιάς της περιοχής Κάσσανδρος, αφού παντρεύτηκε την Κροτωνίκη, γέννησαν τον Έβρο. Ο Κάσσανδρος όμως απαρνήθηκε τη συμβίωση και έφερε μια μητρυιά στον Έβρο, την Δαμασίππη. Αυτή ερωτεύθηκε παθολογικά το γιό του συζύγου της, αλλά ο Έβρος απέφευγε τη μητρυιά του, και ασχολιόταν με το κυνήγι. Αφού η Δαμασίππη απέτυχε στο σκοπό της, διέδωσε ψευδείς κατηγορίες εις βάρος του Έβρου, ότι δήθεν θέλησε να τη βιάσει.
Τότε ο Κάσσανδρος, παρασυρθείς από το πάθος της ζηλοτυπίας, κατεδίωξε το γιό του και όταν τον πρόλαβε, έπεσε ο Έβρος στον ποταμό Ρόμβο και πνίγηκε, και από τότε το ποτάμι ονομάζεται Έβρος. Με τον ποταμό Έβρο συνδέεται και η ιστορία του Ορφέα, αφού στις όχθες του, κατά μια άποψη, τον κατασπάραξαν οι Μαινάδες και πέταξαν το κεφάλι του στο ποτάμι.
Από την αρχαιότητα, αναφέρονται ακόμη και πολλοί παραπόταμοί του, όπως ο Αγριάνης, ο Άρισβος, ο Αρπησσός, ο Αρτίσκος ή Άρδας, ο Βάργος, ο Σύρμας, ο Τέαρος, κ.ά. Στις εκβολές του ήταν κτισμένη η σπουδαία αρχαία πόλις της Θράκης, η Αίνος (ή Άψινθος). Το αρχαίο θρακικό φύλο Βέννοι (ή Βένοι), κατοικούσε από το μέσον του Έβρου έως τις εκβολές του, ενώ στα θρακικά παράλια (μεταξύ Βιστονίδος λίμνης και εκβολών Έβρου) κατοικούσαν οι Κίκονες. Στην περιοχή του Άνω Έβρου (μεταξύ Ροδόπης και Αίμου) κατοικούσαν οι Θράκες Βεσσοί (ή Βέσσοι ή Βησσοί).
Είναι αυτοί που ίδρυσαν το μαντείο του Διονύσου (Καθέρσιου;), όμοιο με αυτό του Απόλλωνα στους Δελφούς. Κοντά στην Αδριανούπολη κατοικούσαν οι Θράκες Βεττεγγέροι. Από τον Έβρο έως την πόλη Κύψελα και την Οδησσό του Πόντου, κατοικούσαν οι Οδρύσες. Γύρω από τον παραπόταμο Άρισβο κατοικούσαν οι Θράκες Κεβρήνιοι. Στην κοιλάδα του ίδιου παραπόταμου, κατοικούσαν οι Θράκες Σέλλες (ή Σελλιώτες), ενώ στη λεκάνη του ίδιου παραπόταμου κατοικούσαν οι Θράκες Υπερπαίονες.
Ενιπέας. Στην ελληνική μυθολογία, ο Ενιπέας ( ποταμός της Πιερίας και διατρέχει το Λιτόχωρο), ήταν ο ωραιότερος απ' όλους τους ποτάμιους θεούς. Κατά τον Όμηρο, τον ερωτεύθηκε η Τυρώ, κόρη του Θεσσαλού Σαλμωνέοντα. Ο θεός Ποσειδώνας είδε την Τυρώ και την ερωτεύθηκε. Επειδή όμως καταλάβαινε ότι η Τυρώ δεν θα δεχόταν τον έρωτά του, πήρε τη μορφή του Ενιπέα.
Η Τυρώ ξεγελάστηκε και δέχτηκε τον Ποσειδώνα. Ο θεός αποκάλυψε αργότερα την ταυτότητά του στην Τυρώ και της προείπε την γέννηση των δίδυμων παιδιών της, του Πελία και του Νηλέα. Σύμφωνα με άλλο μύθο, στο φαράγγι του Ενιπέα κατασπαράχθηκε από τις Μαινάδες ο Ορφέας, ενώ στα νερά του λουζόταν η πανέμορφη Λητώ, μητέρα της θεάς Αρτέμιδος και του θεού Απόλλωνα.
Εύηνος ή Φιδάρης. Ο Εύηνος ήταν γιος του θεού Άρη και της Στερώπης, κατά τον Πλούταρχο, ή γιος του Άρη και της Δημονίκης, κατά τον Απολλόδωρο ή γιος του Ωκεανού και της Τηθύος, κατά τον Ησίοδος. Παντρεύτηκε την Αλκίππη την κόρη του Οινόμαου, βασιλιά της Ηλείας και απόκτησε την Μαρπήσσα, που ο Όμηρος ονομάζει «Καλλίσφυρο» (λιγναστράγαλη). Όταν πια η κόρη μεγάλωσε πολλοί μνηστήρες τη ζήτησαν σε γάμο, αλλά ο Εύηνος έβαζε τους υποψηφίους σε σκληρή δοκιμασία. Έπρεπε για να πάρει κάποιος για σύζυγό του την Μαρπήσσα να νικήσει σε αρματοδρομία το βασιλιά.
Οι ηττημένοι που ήταν πολλοί, αποκεφαλίζονταν και τα κεφάλια τους γίνονταν θέα στους τοίχους των ανακτόρων. Παρότι η φύλαξη της βασιλοπούλας ήταν αυστηρή, ο Ίδας ο γιος του Αφάρεου δασκαλεμένος από τον Ποσειδώνα που του έδωσε άρμα με φτεροπόδαρα άλογα έκλεψε την Μαρπήσσα, ενώ χόρευε στο ναό της Άρτεμης και τη μετέφερε στην Πλευρώνα. Ο Εύηνος κυνήγησε τον άρπαγα, αλλά δεν κατόρθωσε να το συλλάβει. Έτσι, απελπισμένος και οργισμένος από την ντροπή του έσφαξε τα άλογά του και έπεσε στα νερά του Λυκόρμα και πνίγηκε.
Από τότε λοιπόν το ποτάμι πήρε το όνομα Εύηνος. Ο Εύηνος ποταμός είναι γνωστός και από το πέρασμα του Ηρακλή και της Δηιάνειρας. Ο Ηρακλής μετά την επίθεση που δέχτηκε απ' τους κενταύρους στην Αρκαδία, τους απώθησε και τους εκτόξευσε σε διάφορα σημεία, ενώ ο Κένταυρος Νέσσος, γιος της Νεφέλης και του Ιξίωνα, εγκαταστάθηκε ως περατάρης στον Εύηνο ποταμό.
Ο Ηρακλής, αφού πάλεψε σκληρά με τον Αχελώο για την όμορφη Δηιάνειρα και έσπασε το ένα κέρατο του αντιπάλου που αντάλλαξε με το κέρας της Αμάλθειας (αφθονίας), παντρεύτηκε τη Δηιάνειρα και έμεινε στην Καλυδώνα τρία χρόνια με τον πεθερό του, το βασιλιά Οινέα. Η Καλυδώνα βρισκόταν κοντά στον Εύηνο και στο χρονικό διάστημα που ο Ηρακλής έμεινε στην Καλυδώνα βοήθησε τους Καλυδώνιους στην εκστρατεία τους κατά των Θεσπρωτών. Ο Ηρακλής αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Καλυδώνα εξαιτίας ακούσιου φόνου.
Ο Ευρύνομος, στενός συγγενής του Οινέα, έχυσε από απροσεξία νερό που προορίζονταν για το πλύσιμο των ποδιών πάνω στα χέρια του Ηρακλή και ο Ηρακλής εξοργίστηκε και το χτύπησε τόσο δυνατά με τη γροθιά του που εκείνος πέθανε. Ο Οινέας, βασιλιάς της Καλυδώνας και πεθερός του, το συγχώρεσε για τον ακούσιο φόνο, αλλά ο ήρωας δεν δέχτηκε τη συγχώρεση και αυτοεξορίστηκε στην Τραχίνα. Για να πάει όμως στον τόπο εξορίας του έπρεπε να περάσει το ποτάμι στο οποίο ήταν εγκαταστημένος ο Κένταυρος Νέσσος.
Ο Ηρακλής πέρασε μόνος του για να αποφύγει την πληρωμή και ο Νέσσος ανέλαβε να περάσει αντίπερα την Δηιάνειρας με αμοιβή. Την ώρα όμως που διέσχιζαν το ποτάμι, ο Νέσσος προσπάθησε να τη βιάσει, αυτή φώναξε και ο Ηρακλής μη αντέχοντας την προσβολή το σκότωσε χτυπώντας τον με τόξο. Ο Νέσσος, πριν ξεψυχήσει, της έδωσε φίλτρο από το αίμα του, που ήταν δηλητήριο για να το χρησιμοποιήσει η γυναίκα, αν ο Ηρακλής κάποτε την απατούσε. Αργότερα, όταν ο Ηρακλής αγάπησε την Ιόλη, η Δηιάνειρα θυμήθηκε το μαγικό φίλτρο του Νέσσου και θέλησε να το χρησιμοποιήσει. Έτσι, κάποια μέρα που ο Ηρακλής ήθελε να θυσιάσει στο Δία και ζήτησε να του φέρουν την επίσημη φορεσιά του, η Δηιάνειρα βρήκε την ευκαιρία να την αλείψει με το μαγικό της φίλτρο, το δηλητήριο.
Όταν τη φόρεσε ο Ηρακλής τον έπιασαν πόνοι σ' όλο του το κορμί και μέσα στους πόνους του παρακάλεσε το γιο του τον Ύλλο να παντρευτεί αυτός την αγαπημένη του Ιόλη και ν' ανάψει μια φωτιά να τον κάψει. Ο Ύλλος δεν δέχτηκε να τον κάψει και ανέλαβε να πραγματοποιήσει την επιθυμία του ο Φιλοκτήτης. Ο Ηρακλής μετά το θάνατο του ανέβηκε στον Όλυμπο ανάμεσα στους θεούς και η Δηιάνειρα, επειδή με το φίλτρο της δεν ήθελε να σκοτώσει τον άντρα της, αλλά να εκδικηθεί την ερωμένη του Ιόλη, αυτοκτόνησε.
Ευρώτας. Ετυμολογικά, το όνομα του Ευρώτα προέρχεται από τις λέξεις εύρως και ώτος και σημαίνει ευρύ, πλατύ, αλλά και μούχλα, υγρασία μετά σήψεως και φθορά. Ο Ευρώτας είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με την ιστορία της αρχαίας Σπάρτης . Σύμφωνα με τον Παυσανία, το όνομα του ποταμού προήλθε από τον μυθικό βασιλιά Ευρώτα, πατέρα της Σπάρτης. Έως τότε η Λακωνική πεδιάδα ήταν καλυμμένη από μια λίμνη. Ο βασιλιάς Ευρώτας διέταξε τη δημιουργία μιας διώρυγας στο βουνό κοντά στο Βρονταμά, ώστε το νερό να διοχετευτεί σε ένα κανάλι με κατεύθυνση το Λακωνικό κόλπο.
Το τεχνητό ποτάμι λοιπόν που δημιουργήθηκε ονομάστηκε Ευρώ τας προς τιμή του βασιλιά. Ευρώτα. Η εικόνα του Ευρώτα κατά τους αρχαίους χρόνους σώζεται μέσα από τα κείμενα των αρχαίων Ελλήνων και Λατίνων συγγραφέων. Ο Ευριπίδης τον περιγράφει ως ‘’δονακόχλοα’’ και ο Θεόγνις ως ‘’δονακοτρόφο’’, γεγονός που μας πληροφορεί πως υπήρχε υγρότοπος με καλαμιώνες. Οιστορικός Πολύβιος (203-120 π.Χ. ) τον χαρακτηρίζει ‘’πολύκαρπότατο και καλλιδενδρότατο’’. Ο Βιργίλιος αναφέρει πως στις όχθες του ποταμού φύτρωναν δάφνες, ενώ ο Αινείας πως φύτρωναν και μυρτιές. Κατά το ελληνικής καταγωγής Ρωμαίο ποιητή Στάτιο (45-96 μ.Χ.), ο ποταμός ήταν ‘’ololifer’’, δηλαδή κυκνοτρόφος ή κατά άλλες ερμηνείες ‘’oliferi’’, δηλαδή ελαιοφόρος.
Ο Παυσανίας, όπως και άλλοι αρχαίοι Έλληνες και Λατίνοι συγγραφείς, μας πληροφορούν και για τις πηγές του Ευρώτα, στην Αλσέα της Μεγαλόπολης, από όπου πήγαζε και ο Αλφειός ποταμός. Αναγράφουν πως τα δύο ποτάμια, είχαν κοινό ρείθρο για είκοσι περίπου στάδια (ένα στάδιο ισούται με περίπου 185m) και πως αποχωρίζονταν αφού εισέρχονταν σε χάσμα γης. Ο Ευρώτας επανεμφανίζεται στην Βελεμινατίδα της Λακωνίας, μέσω δύο πηγών, την Πελλανίτιδα και τη Λαγκεία. Τέλος, ο Παυσανίας αναφέρει πως στην περιοχή είχαν τελεστεί υδραυλικά έργα και η περιοχή της Βελεμίνας ήταν αρδευόμενη. Σκοπός των έργων, ήταν να αξιοποιηθεί μεγαλύτερο μέρος της εύφορης Λακωνικής γης για αγροτικές εργασίες και να προστατευτούν οι οικισμοί.
Ο Γάλλος συγγραφέας και πολιτικός Chateaubriand (1768-1848) περιγράφει το ταξίδι του στην Σπαρτιατική γη, το 1806, κάνοντας μνεία στους δόνακες (καλάμια) και στις ροδοδάφνες που συνάντησε στις όχθες του αλλά και στην εγκατάλειψη της περιοχής, όπου δεν σώζονταν τα αρχαία μνημεία , όπως η αρχαία Γέφυρα της Βαβύκας. Αναφέρει ακόμα μια ξεχασμένη αρχαία ονομασία του Ευρώτα, Ίμερος, και την ονομασία Ίρης, που χρησιμοποιούταν τον 19ο αιώνα. Ο Γάλλος περιηγητής και διπλωμάτης Pouqueville (1779-1838 ) αναφέρει ότι το 1808, είδε στις όχθες του Ευρώτα μάρμαρα με κρίκους όπου έδεναν τις γαλέρες, γεγονός που μαρτυρά ότι κατά την αρχαιότητα, τουλάχιστον ορισμένες εποχές του έτους, ο ποταμός ήταν πλωτός μέχρι τη Σπάρτη.
Τον 19ο αιώνα μ.Χ., οι αναφορές Ελλήνων, αλλά και ξένων συγγραφέων είναι παρεμφερείς με αυτές των προηγούμενων περιόδων, μας πληροφορούν όμως και για την ανάπτυξη της περιοχής.. Από πληθώρα πηγών, ανάμεσα στις οποίες, και τα κείμενα του Pouquerville, πληροφορούμαστε για ένα ακόμα όνομα του ποταμού που δόθηκε σε αυτόν κατά τους βυζαντινούς χρόνους, από τους κατοίκους, προς τιμήν των δεσποτών και των πριγκίπων του Μυστρά, το όνομα Βασιλοπόταμος. Ο Γάλλος λογοτέχνης Gustave Flaubert (1821-1880), το 1851, μιλώντας για τον Ευρώτα αναφέρει τις γεμάτες ροδοδάφνες, αγριομυρτιές και μουριές όχθες του, ενώ ο λογοτέχνης Ραγκαβής 1809-1892) το 1853, γράφει για τη Λακωνική γη που ήταν καλυμμένη από ελιές και συκιές.
Θύαμης ή Καλαμάς. Θύαμις είναι το αρχαίο όνομά του, ενώ Καλαμάς αποκαλούνταν στο παρελθόν ο μεγαλύτερος παραπόταμός του, αλλά με το πέρασμα του χρόνου οι δύο ονομασίες ταυτίστηκαν. Το αρχαίο όνομα Θύαμις προέρχεται από τη λέξη Θύω η οποία σημαίνει, κινούμαι άγρια. Στην ελληνική μυθολογία ο Κάλαμος ήταν γιος του ποτάμιου θεού Μαιάνδρου. Ο Κάλαμος συνδεόταν με θερμό έρωτα με τον Κάρπο, γιο του Ζέφυρου και μιας από τις Ώρες. Ο Κάρπος όμως πνίγηκε μια φορά που λουζόταν στον ποταμό Μαίανδρο, και τότε ο Κάλαμος καταράστηκε τον πατέρα του και ικέτευσε τον Δία να πεθάνει μαζί με τον Κάρπο.
Ο Δίας μεταμόρφωσε τον Κάλαμο στο ομώνυμο φυτό, την καλαμιά, και τον Κάρπο στον καρπό της. Από την αρχαιότητα ο Καλαμάς, συγκέντρωσε δίπλα στις όχθες του σπουδαίες πόλεις όπως τη Λυγιά, τη Γιτάνη, τη Φανωτή, την Οσδίνα, τη Ραβενή. Τα μυκηναϊκά ευρύματα κατά μήκος της κοίτης του, μαρτυρούν τη σπουδαιότητα που είχε ο ποταμός για το εμπόριο των μακρινών εκείνων χρόνων, εμπόριο που συνέχισαν αργότερα στους αρχαϊκούς χρόνους οι έλληνες άποικοι από την Πελοπόννησο.
Στην περιοχή των εκβολών του ποταμού Καλαμά υπάρχουν, στο λόφο της Μαστιλίτσας τμήματα του οχυρωμένου οικισμού της κλασικής και ελληνιστικής εποχής, το Καστρί Σαγιάδας-μικρό οχυρό και νεότερα λίθινα αλώνια, τον Πύργο Αγιολένης, βυζαντινό πύργο στο ομώνυμο νησάκι στην περιοχή των αλυκών, και πολλά άλλα. Μεγάλοι ιστορικοί και γεωγράφοι της αρχαιότητας έγραψαν για τον Καλαμά, όπως ο Στράβωνας, ο Πολύβιος και ο Θουκυδίδης.
Οι μεταφραστές του Στράβωνα και ιδιαίτερα ο Μελέτιος Γεωγράφος, έκανε ένα λάθος στην Γεωγραφία του, υποστηρίζοντας ότι στο σημείο που ο μεγάλος αρχαίος ιστορικός κάνει λόγο για τον Θύαμη, τον ταυτίζει με τον Αχέροντα. Θέλει δηλαδή τον Θύαμη ποταμό να είναι αυτός που καταλήγει στην Αχερουσία λίμνη, την είσοδο - κατά την μυθολογία - προς τον κάτω κόσμο, τον Άδη. Υπάρχει στο σημείο αυτό μεταφραστικό λάθος, αφού ο Αχέροντας και όχι ο Θύαμις απολήγει στο λιμάνι της Γλυκής.
Ίναχος. Ποταμός της Ιναχίας γης , δηλαδή του Αργολικού κάμπου. Σύμφωνα με τη μυθολογία, ήταν παιδί του Ωκεανού και της Τηθύος, μητέρας των ποτάμιων θεών. Επίσης, ο ΄Ιναχος, ήταν μυθικός βασιλιάς του Άργους, γενάρχης της βασιλικής δυναστείας των Ιναχιδών, που πρώτη εγκαθίδρυσε τη βασιλεία τους στο Άργος και από αυτόν ξεκινά η προϊστορία του Άργους. Όπως μας πληροφορεί ο Παυσανίας (περιηγητής και γεωγράφος από τη Μαγνησία της Μ. Ασίας 110-180 μΧ), ’στην δεν υπάρχουν μνήμες παλαιότερες από τον Ίναχο’’.
Ο ποταμός Ίναχος υπήρξε αντικείμενο λατρείας για τους πανάρχαιους κατοίκους της περιοχής και καθιερώθηκε ως ποτάμια θεότητα, γιατί σ’ αυτόν οφειλόταν όχι μόνο η ευφορία, αλλά και η δημιουργία της ποταμογενούς αργολικής πεδιάδας, που ο Όμηρος ονομάζει «ούθαρ αρούρης», δηλαδή ‘’μαστός της γης’’.
Κηφισός. Ο Κηφισός, ήταν γιος του Ωκεανού και της Τιθύος. Στα αρχαία χρόνια ο ποταμός είχε πολλά νερά και η ροή του ήταν συνεχής, και έτσι τον τιμούσαν σαν θεό. Η λατρεία του Κηφισού υπήρχε στο Φάληρο και στον Ωρωπό. Ο αττικός Κηφισός ήταν πατέρας της Διογένειας και παππούς της Πραξιθέας, συζύγου του Ερεχθέως, και του Ελιέως. Στό Αμφιάρειο, κοντά στον Ωρωπό, μοιραζόταν ένα βωμό με τις νύμφες, τον Πάνα και τον Αχελώο. Ο Κηφισός εγκλώβισε με τη βία τη νύφη Λειριόπη στα νερά του και από το βιασμό αυτό γεννήθηκε ο Νάρκισσος.
Σύμφωνα με κάποιες παραδόσεις, ο τόπος του Κηφισού ήταν ο τόπος απαγωγής της Περσεφόνης από τον Πλούτωνα. Στις όχθες του Κηφισού άντρες της φυλής των Φυταλιδών υποδέχτηκαν το Θησέα και συμφώνησαν να τον εξαγνίσουν από τους φόνους κακοποιών που είχε διαπράξει. Έτσι, εξαγνισμένος ο Θησέας μπήκε στην Αθήνα. Στις όχθες του Κηφισού υπήρχε άγαλμα του γιου της Μνησιμάχης, που σύμφωνα με τη μυθολογία αφιέρωσε τα μαλλιά του στον ποταμό, έθιμο που υπήρχε σε όλους τους Έλληνες από τους παλαιούς χρόνους. Η Ακαδημία του Πλάτωνα στην κοιλάδα του Κηφισού μετατράπηκε από τον Κίμωνα σε δενδρόκηπο με φροντισμένες δενδροστοιχίες και σκιερούς τόπους περιπάτου.
Το τοπίο αυτό δημιουργούσε όλες τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την πνευματική περισυλλογή που είχαν ανάγκη όσοι σύχναζαν στις τότε σχολές. Ο Πλάτωνας, ζούσε σε ένα κήπο κοντά όπου δίδασκε. Ο Στράβωνας, στα τέλη του 1ου αιώνα π.Χ., αναφέρει ότι :
«Υπάρχουν ποτάμια και το ένα είναι ο Κηφισός που ξεκινάει από την περιοχή των Τριμενιών, κυλάει στην πεδιάδα, γι’αυτό υπάρχουν γεφύρια και γεφυρισμοί, χωρίζεται σε σκέλη, φτάνει μέχρι τον Πειραιά, χύνεται στο Φαληρικό, είναι χειμαρρώδης και το θέρος μειώνεται τελείως».
Ο Κηφισός είχε τις εκβολές του μέσα στο αρχαίο λιμάνι του Κάνθαρου, το σημερινό εμπορικό λιμάνι του Πειραιά. Για να αποφευχθεί, όμως, η επίχωση του λιμανιού, οι Αθηναίοι οδήγησαν τις εκβολές του ποταμού στην παραλία του σημερινού Μοσχάτου, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα την ταχύτερη πρόσχωση του φαληρικού όρμου. Επίσης, ο ποταμός Κηφισός αναπαριστάται στο αριστερό άκρο του δυτικού αετώματος του Παρθενώνα.
Λάδωνας. Πλούσιες είναι οι αναφορές της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας για το Λάδωνα που χαρακτηρίζεται σαν ένα από τα μυθικά ποτάμια της Αρχαίας Ελλάδας. Ένας από τους σχετικούς μύθους είναι αυτός του τραγοπόδαρου θεού Πάνα και της νύμφης Σύριγγας. Ο Πάνας περιφερόταν συχνά στην περιοχή του Λάδωνα. Όταν είδε εκεί την ωραία νύμφη, άρχισε να την κυνηγά και την πλησίασε. Τότε, αυτή εξαντλημένη, έφτασε στις όχθες του ποταμού και παρακάλεσε το Λάδωνα να τη βοηθήσει. Εκείνος, μόλις είδε τον Πάνα να την πλησιάζει, τη μεταμόρφωσε σε καλαμιά.
Τότε, ο Πάνας έκοψε μερικά καλάμια, τα ένωσε μεταξύ τους και σχημάτισε μουσικό όργανο που ονομάστηκε σύριγγα. Επίσης, εδώ στον ποταμό Λάδωνα, λουζόταν η θεά Δήμητρα και εδώ κυνηγούσε η θεά του κυνηγιού Άρτεμις. Εδώ διαδραματίστηκε ο μύθος του Λεύκιππου που ντύθηκε γυναίκα, για να βρίσκεται κοντά στη αγαπημένη του νύμφη Δάφνη, πράξη που πλήρωσε με τη ζωή του, όταν αποκαλύφτηκε. Κοντά στην κοίτη του, στα όμορφα δάση του Σόρωνα -που πιο πάνω ονομάζονται και Αφροδίσια όρη - η Αφροδίτη συναντιόταν με τον παράνομο εραστή της θεό Άρη. Εξάλλου, στο Λάδωνα έπιασε το ελάφι ο Ηρακλής μετά από επιτυχή καταδίωξη και εδώ ο θεός Απόλλωνας ερωτεύτηκε την κόρη του Λάδωνα Δάφνη.
Λουδίας ή Λυδίας, ή και Λοιδίας, κοινώς Μαυρονέρι. Το όνομα Λουδίας έχει ελληνική ρίζα, και σημαίνει μαύρο νερό, όπως και τα υπόλοιπα ονόματα, Λυδίας ή Λοιδίας, με τα οποία αναφέρεται στην αρχαία βιβλιογραφία. Οι πληροφορίες των αρχαίων για το Λουδία ποταμό δεν συμφωνούν μεταξύ τους. Ο Ηρόδοτος τον αναφέρει να χωρίζει την Ημαθία από τη Βοττιαία, ο Σκύλακαςο Καρυανδεύς, (εξερευνητής του 6ου αιώνα π.Χ.), τον αναφέρει ως παραπόταμο των εκβολών, ενώ ο Στράβωνας τον υπολόγιζε σε μήκος 120 στάδια (περίπου 22 km).
Λούσιος. Ο Λούσιος οφείλει στην ελληνική μυθολογία. Κατά τον περιηγητή Παυσανία, πήρε το όνομα αυτό, επειδή στις πηγές του (Πηγές των Αθανάτων) έλουσαν οι νύμφες Νέδα, Αγνώ και Θεισόα, το νεογέννητο Δία κρυφά από τον Κρόνο. Ο Παυσανίας τον θεωρούσε ως τον πιο κρύο ποταμό του τότε γνωστού κόσμου.
Νέδα. Η Νέδα ήταν Νύφη, θεότητα των νερών, που κοντά της μεγάλωσε ο Δίας, προστατευόμενος από την οργή του πατέρα του Κρόνου. Σύμφωνα με το μύθο, όταν η Ρέα γέννησε το Δία, τον έδωσε στη νύμφη Νέδα, θεότητα των νερών, για να τον προστατέψει από τον άνδρα της Κρόνο. Εκείνη, θήλασε το βρέφος μαζί με τις νύμφες Θεισόα και Αγνώ, το έλουσε και το έπλυνε στο κεφαλάρι στο Λύκαιο, που αργότερα έγινε το θρυλικό ποτάμι που πήρε το όνομά της. Επίσης, σύμφωνα με η μυθολογία, με τη Νέδα συνδέονται η Δήμητρα, η Περσεφόνη και ο Πλούτωνας. Ο Παυσανίας το 2ο αιώνα. μ.Χ. περιέγραψε το ναό της Δήμητρας στις όχθες της Νέδας, ενώ, όπως υποστήριζε, η Νέδα ήταν η πρώτη σε ‘’μαιάνδρισμούς’’ μετά τον Μαίανδρο ποταμό στη Μ. Ασία.
Σε άλλο μύθο αναφέρεται, ότι, επειδή εκείνη την εποχή η περιοχή ήταν άνυδρη κι η Ρέα δεν έβρισκε νερό, χτύπησε με ένα ραβδί τη γη και έτσι δημιουργήθηκε το ποτάμι που ονομάστηκε Νέδα από τη νύμφη, ενός από τα δύο ελληνικά ποτάμια με γυναικείο όνομα (το άλλο ποτάμι είναι η Αραπίτσα στη Νάουσα). Σημαντικοί είναι και οι αρχαιολογικοί χώροι που υπάρχουν εκεί. Κοντά στις πηγές βρίσκεται ο Επικούρειος Απόλλων, δημιούργημα του Ικτίνου, που κατασκευάστηκε την ίδια εποχή με τον Παρθενώνα, καθώς και ο ναός του Πάνα..
Στην κορυφή του Λυκαίου όρους, λατρεύονταν ο Δίας, ενώ εκεί βρίσκεται και η Λυκόσουρα, την οποία ο Ησίοδος θεωρούσε την πρώτη πόλη της ανθρωπότητας. Την περιοχή κατοίκησαν οι Πελασγοί. Αναφέρεται ο βασιλιάς των Πελασγών ο Λυκάων, ως ο ιδρυτής της αρχαίας Λυκόσουρας, και ο πατέρας του Φίγαλου, ως ο ιδρυτής της αρχαίας Φιγαλείας. Οι θρύλοι και οι παραδόσεις ήθελαν τους νέους του γειτονικού βασιλείου της Φιγαλείας να λούζονται στα νερά της Νέδας για ν’ αποκτήσουν δύναμη, ενώ η Ιστορία αναφέρει ότι οι Φιγαλιείς είχαν τέτοια δύναμη, ώστε έστειλαν καράβια στον Τρωικό πόλεμο.
Στnν αρχαία Φιγαλεία υπήρχε ένας παραπόταμος της Νέδας που ονομαζόταν Λύμαξ, σημερινός Λύμακας. Το όνομα του παραπόταμου έρχεται από τη μυθολογία. Όταν οι νύμφες έκαναν τον καθαρμό στη Ρέα μετά από τη γέννηση του Δία, έριξαν εκεί τα λύματα του καθαρμού. Κοντά στο σημείο που ο Λύμακας ενώνεται με τη Νέδα υπήρχε τότε το ιερό τnς Ευρυνόμης, δυσπρόσιτο και πνιγμένο στα κυπαρίσσια. Το ιερό άνοιγε μόνο μία φορά το χρόνο και το άγαλμα της Ευρυνόμης ήταν ξύλινο, δεμένο με χρυσές αλυσίδες και παρίστανε γυμνή γυναίκα ως τη μέση που από τη μέση και κάτω είχε ουρά ψαριού, αφού n Ευρυνόμη ήταν κόρη του Ωκεανού.
Νέστος. Στις αρχαίες αναφορές ο ποταμός συναντάται με το όνομα Νέσσος και αργότερα, Μέστος. Ήταν γιος του Ωκεανού και της Τηθύος και σύμφωνα με το Στέφανο το Βυζάντιο (συγγραφέας που έζησε στα τέλη του 5ου αιώνα και συνέγραψε το σημαντικό γεωγραφικό λεξικό με τον τίτλο Εθνικά ), πατέρας της Καλλιρρόης. Σύμφωνα με άλλες παραδόσεις, ο Νέστος απηύθυνε χαιρετισμό στο φιλόσοφο Πυθαγόρα, όταν ο τελευταίος περνούσε μπροστά από το ποτάμι.
Σύμφωνα με όσα αναφέρει ο Ηρόδοτος, ο Νέστος και ο Αχελώος αποτελούσαν τα όρια της περιοχή, μέσα στην οποία ζούσαν τα λιοντάρια στον ελληνικό χώρο. Στην κοιλάδα του Νέστου κατοικούσαν οι Δίοι, οι οποίοι, κατά τον Ηρόδοτο, ήταν προφήτες σε διονυσιακό μαντείο της περιοχής. Νοτιότερα, από τα στενά μέχρι το πέλαγος και από τη δυτική όχθη του ποταμού μέχρι τον ποταμό Κόσινθο της Ξάνθης, κατοικούσαν οι Σαπαίοι, που λάτρευαν το θεό Διόνυσο και είχαν για πρωτεύουσα τους, την Τόπειρο. Από την κοιλάδα του Νέστου πέρασαν και άλλα θρακικά φύλα, όπως οι Βίστονες, οι Δόλογκοι, οι Κίκονες και οι Οδρύσες.
Εξάλλου, με την κοιλάδα του Νέστου συνδέεται επίσης και η μυθική μορφή του μουσικού Ορφέα. Ο Ορφέας υπήρξε ο εισηγητής μιας νέας διάστασης των διονυσιακών μυστηρίων, που αναπτύχθηκε στην περιοχή του Νέστου και αργότερα σε όλη την υπόλοιπη αρχαία Ελλάδα. Αρχαιολογικά ευρήματα που βρέθηκαν έξω από τα Κομνηνά, μαρτυρούν την ανάπτυξη της διονυσιακής λατρείας στην περιοχή, πιθανότατα στην ορφική της εκδοχή. Ωστόσο, ο Νέστος του Θουκυδίδη, του Ηροδότου, του Στράβωνα και του Παυσανία, έγινε Mestus για τους Ρωμαίους και Μέστος στους βυζαντινούς.
Πάμισος. Η ονομασία Πάμισος ανήκει σε προελληνικό γλωσσικό ιδίωμα και είναι ανερμήνευτη. Έχει μεταφερθεί και δοθεί ή από την κάθοδο των Πελασγών στη Μεσσηνία, γύρω στα 3000 π.Χ, από τη Θεσσαλία, όπου υπάρχει και εκεί Πάμισος ποταμός, παραπόταμος του Πηνειού ή από τη σταδιακή επαφή και ανάμειξη των ελληνικών φύλων με τους προέλληνες, οπότε και υιοθετήθηκαν από τους πρώτους, μαζί με άλλα πολιτισμικά αγαθά και διάφορες λέξεις τους, κυρίως ονόματα φυτών, βουνών (π.χ. Ιθώμη), τοπωνυμίων (π.χ. Οιχαλία) και ποταμών (π.χ. Πάμισος). Οι αρχαίοι φαντάζονταν τον Πάμισο σαν Ταύρο, που τα ρουθούνια του ήταν οι πηγές του απ' όπου ανάβλυζε το νερό του.
Ο Παυσανίας αναφέρει τη λατρεία του ποτάμιου θεού Πάμισου ανάμεσα σε πολλές προδωρικές λατρείες του τόπου που με την κατάκτηση τους από τους Δωριείς είχαν παραμεληθεί, αλλά με τον καιρό επαναφέρθηκαν ή αναδιοργανώθηκαν από τους τότε ηγεμόνες τους. Οργανωτής της λατρείας του Πάμισου ήταν ο Συβότας που όρισε ετήσια γιορτή με θυσία για το θεό Πάμισο από τον εκάστοτε βασιλιά του τόπου. Η γιορτή και η θυσία αυτή φαίνεται πως γίνονταν στις πηγές του Πάμισου, κοντά στο σημερινό Άγιο Φλώρο. Πολύ κοντά σ' αυτές τις πηγές ανασκάφτηκε ο μικρός ναός του ποτάμιου θεού και η λατρεία του επιβεβαιώθηκε με επιγραφές. Υπάρχει μάλιστα μεταγενέστερο των ρωμαϊκών χρόνων βάθρο αναθήματος με την επιγραφή «Δέξιππος ευχήν επηκόω Παμίσω».
Ο Παυσανίας μας πληροφορεί ότι, στις πηγές του Πάμισου παιδιά τα οποία παρουσίαζαν δυσπλασία των ποδιών τους έβρισκαν γιατρειά: ο Πάμισος λατρευόταν ως θεός-θεραπευτής. Μία άλλωστε από τις πολλές πηγές του Αγίου Φλώρου έχει και σήμερα νερό χλιαρό και μπορεί στην αρχαιότητα να ήταν θερμή πηγή. Η αρχαιολογική έρευνα το 1933 γύρω από το ναό του Πάμισου βρήκε πλήθος αναθημάτων και η παλαιότητα της λατρείας μπορεί να σημαίνει πως μια τοπική λατρεία πήρε τη θέση ασκληπιείου, χώρου αφιερωμένου στο τοπικό θεό-θεραπευτή Πάμισο, όπως μεταγενέστερα, ο πανελλήνιος θεός-θεραπευτής Ασκληπιός.
Δίπλα σ' αυτό το χτίσμα του δωρικού ναού, υπήρχε ‘’αποθέτης’’ προσφορών, όπου στην οπή του οι λάτρεις του θεού και οι ευεργετημένοι από αυτόν άφηναν τα τάματα τους μικρά μπρούτζινα και πήλινα αγαλματάκια θεών, ηρώων ,ταύρων, κατσικιών και μικρών παιδιών, που τα κάτω άκρα τους δείχνουν δυσπλασία. .
Για τους αρχαίους σημασία είχε ότι τα τάματα φανέρωναν την ευγνωμοσύνη τους στον Πάμισο, γιατί, φτωχοί καθώς ήταν, δεν είχαν ασήμι να τα «ασημώσουν», όπως γίνεται σήμερα από τους πιστούς. Το πιο συνηθισμένο τάμα για κάθε ευεργεσία του ποτάμιου θεού προς μια νεαρή ύπαρξη ήταν η αφιέρωση της κόμης του σ' αυτόν: τα παιδιά πρόσφεραν κατά κανόνα στον ποταμό την κόμη τους, όταν αίσια περνούσαν από την εφηβική ηλικία στην ανδρική.
Πηνειός Ηλείας. Ο Πηνειός ποταμός είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με τον πέμπτο άθλο του Ηρακλή, δηλαδή τον καθαρισμό των στάβλων του Αυγεία από την κόπρο. Κατά τη μυθολογία, ο Ηρακλής, αφού γκρέμισε το μαντρότοιχο των στάβλων, εξέτρεψε τα ποτάμια Πηνειό και Αλφειό και καθάρισε τους στάβλους.
Ο μύθος έχει συμβολικό χαρακτήρα και συνδέεται κυρίως με την τότε κατασκευή υδραυλικών έργων στην περιοχή, την αποξήρανση ελωδών εκτάσεων και την απαλλαγή της καλλιεργήσιμης γης από τις πλημμύρες με τα νερά των ποταμών.
Πηνειός Θεσσαλίας. Ο Πηνειός ήταν ο πατέρας του βασιλιά των Λαπιθών (μυθολογικά όντα ίδιας καταγωγής με τους Κενταύρους), Υψέα.
Επίσης, είναι ο ποτάμιος θεός της Θεσσαλίας, γιος του Ωκεανού και της Τηθύος. Με τη Νύμφη Κρέουσα, γέννησε τον Υψέα και τη Στίλβη. Κόρες του Πηνειού ήταν και οι Νύμφες, Τρίκκη και Λάρισα, οι οποίες έδωσαν τα ονόματά τους στις ομώνυμες θεσσαλικές πόλεις. Μια άλλη κόρη του Πηνειού ήταν και η νύμφη Δάφνη την οποία ερωτεύτηκε ο θεός Απόλλωνας. Για να ξεφύγει από τον Απόλλωνα κατέφυγε στην κοιλάδα των Τεμπών, όπου παρακάλεσε τη Μητέρα Γη να τη βοηθήσει. Τότε, η Μητέρα Γη τη μεταμόρφωσε στο φυτό δάφνη. Ο Απόλλωνας πάντρεψε την αγαπημένη του Πίνδου, με ένα όμορφο παλικάρι το Λίγκο (Χάσια). Τα δύο σημερινά βουνά, Χάσια και Πίνδος, ήταν ευτυχισμένα, όμως οι θεοί ζήλεψαν την ευτυχία τους και τα χώρισαν, από τα δάκρυά τους δημιουργήθηκε ο Πηνειός.
Ο Όμηρος αποκαλεί τον Πηνειό ‘’αργυροδίνη’’ από τις πολλές δίνες, που σχηματίζουν τα καθαρά σαν ασημένια νερά του στην πορεία τους. Στο Μεσαίωνα, ο Πηνειός αποκαλείται Σαλαβρίας. Ωστόσο, σύμφωνα με τη μυθολογία, ο πρωτεργάτης, εκείνος που άνοιξε τα Τέμπη με προσωπικό μόχθο του, κατασκευάζοντας μια διώρυγα, απ’ όπου και χύθηκαν τα νερά της τεράστιας λίμνης που κάλυπτε το θεσσαλικό κάμπο, ήταν ο θεός Ποσειδών. Γι’ αυτό το λόγο και η λατρεία του Ποσειδώνος, ήταν, σε όλη τη Θεσσαλία, πολύ διαδεδομένη και είχαν καθιερωθεί προς τιμή του διάφοροι εορτασμοί.
Στρυμόνας. Στη Britannica Encyclopedia, αναφέρεται ότι το όνομα του ποταμού έχει θρακική ρίζα και προέρχεται από τη λέξη «sru» που σημαίνει ρέμα, αντίστοιχη με την αγγλική λέξη «stream», τη λέξη «sruaimm» που σημαίνει ποταμός στην αρχαία ιρλανδική γλώσσα, την λιθουανική λέξη «straumuoe» που σημαίνει γρήγορο ρέμα, την ελληνική «ρεύμα» που αποδίδει το ρέμα, την αλβανική «rrymë» που σημαίνει κύλισμα νερού, shri rain.
Σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία το προηγούμενο όνομα του ποταμού ήταν Παλαιστίνος, από το όνομα του μυθικού βασιλιά της Θράκης Παλαιστίνου που πνίγηκε στον ποταμό που λεγόταν μέχρι τότε το όνομα Κόρναζος. Επίσης λέγεται, ότι ο Στρυμόνας ήταν βασιλιάς της Θράκης και γιος του Άρη. Όταν ο γιος του Ρήσος (μητέρα του ήταν η μούσα Ευτέρπη) σκοτώθηκε μπροστά στα τείχη της Τροίας, ο Στρυμόνας έπεσε στο ποτάμι που μέχρι τότε ονομαζόταν Παλαιστίνος και από τότε μετονομάστηκε σε Στρυμόνα.
Ο Ηρακλής στο 13ο άθλο, διατάχθηκε από τον Ευρυσθέα να οδηγήσει από την Ερυθεία, ένα απομονωμένο νησί στον Ωκεανό, τις αγελάδες του βασιλιά Γηρυόνη, γιου του Χρυσάορα και της Καλλιρρόης στις Μυκήνες. Μετά, από μακρά και περιπετειώδη πορεία στις χώρες της Μεσογείου, και αφού μονομάχησε με το Γηρυόνη, στις ακτές του ποταμού Ανθεμούντα, έφτασε στις Ιωνικές ακτές της Ελλάδας, όπου μια βοϊδόμυγα, σταλμένη από την Ήρα, τρέλανε το κοπάδι και το έκανε να διασκορπιστεί στα βουνά της Θράκης.
Ο Ηρακλής κατηγόρησε τον Στρυμόνα, ότι δυσκόλεψε το έργο του να συγκεντρώσει τις αγελάδες. Έτσι, γέμισε το ποτάμι με πέτρες, και από τότε ο ποταμός έπαψε να είναι πλωτός. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή του μύθου, ο Ηρακλής δεν μπορούσε να διασχίσει τον ποταμό επειδή δεν υπήρχε πέρασμα. Έριξε λοιπόν τεράστιους βράχους εμποδίζοντας έτσι τα τότε πλοία να τον διαπλέουν. Σε ιδιωτική συλλογή στην Kopenhagen υπάρχει μελανόμορφος αμφορέας του 480/470 π.Χ., όπου φαίνεται ο Ηρακλής να βρίσκεται στον κήπο των Εσπερίδων μαζί με τους ποτάμιους θεούς Ωκεανό, Στρυμόνα, Νείλο. Η παράσταση δείχνει προφανώς τον πλούτο της τότε περιοχής.
(Ησιόδου Θεογονία)
Κατά την ελληνική μυθολογία, η ένωση της Τηθύος ( κόρη του Ουρανού και της Γαίας), με τον αδελφό της Ωκεανό δημιούργησε τρεις χιλιάδες ποταμούς, ισάριθμες θεότητες, τις Ωκεανίδες, αλλά και τρεις χιλιάδες νύμφες, όπως αναφέρει ο ποιητής της Θεογονίας Ησίοδος (αρχαίος ποιητής από την’Ασκρη της Βοιωτίας που έζησε γύρω στο 700 ή 800 π.Χ. ).
Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν ότι κάθε ποταμός είναι αέναος, αλλά και είναι θείος. Είναι και θεός που λατρευόταν με ιερά και βωμούς. Επίσης, θεωρούνταν οι πρωταρχικοί βασιλιάδες των περιοχών που διαβρέχουν. Αλλά, και πατέρες των ανθρώπινων φυλών που μεγάλωσαν κι απλωθήκανε στις όχθες τους. Μ’ αυτήν ακριβώς την έννοια απέδιδαν τιμές στον Ίναχο στο Άργος, στον Ασωπό και στον Κηφισό στη ΑττικοΒοιωτία, στον Πηνειό στη Θεσσαλία και σε αλλού.
Θεωρούσαν τους ποταμούς σαν τους ‘’τροφοδότες πατέρες της νιότης’’ και στα νερά τους βρίσκανε μια δύναμη κάθαρσης, ανάλογης με εκείνη που αναζητήσουν επισκεπτόμενοι τα ιερά του Απόλλωνα. Ο Ησίοδος αναφέρει χαρακτηριστικά:
‘’Μη διασχίζετε ποτέ τα νερά των ποταμών με το αιώνιό τους ρέμα, πριν να πείτε μια προσευχή, με τα μάτια προσηλωμένα στα εξαίσιά τους νάματα, πριν να βρέξετε τα χέρια σας στο ευχάριστό τους και καθάριο νερό’’.
Βλέπουμε συχνά στα μνημεία της ελληνική τέχνης, τους ποταμούς να εικονίζονται σαν όντα φανταστικά, όπου οι ζωικές μορφές ανακατεύονται με τις ανθρώπινες. Το κορμί τους μπορεί να είναι ένας ταύρος. Το πελώριό τους κεφάλι ενός εύρωστου και γενειοφόρου άνδρα, που το στόμα του βγάζει κύματα νερού, και στο μέτωπο του έχει δυο μεγάλα κέρατα. Είναι η εικόνα της πηγής ή του κεφαλιού του ποταμού, όπως λένε ακόμη και σήμερα, το κεφαλάρι. Τα κέρατα που στολίζουν το κεφάλι του, είναι οι ελιγμοί και οι διακλαδώσεις που σχηματίζει το ρεύμα του. Από την άλλη, οι Νύμφες σχετίζονται με τους ποταμούς, και έχουν στην ελληνική μυθολογία, την ίδια καταγωγή που έχουν και οι ποταμοί.
Όπως και εκείνοι, ονομάζονται διοπετείς (που κατάγονται από το Δία ή έπεσαν από τον Ουρανό). Οι Νύμφες χρωστάνε τη γέννηση τους στα νερά του ουρανού, που πέφτουν στη γη, εισρέουν μέσα τους, μαζεύονται εκεί και ανοίγουν μυστικούς δρόμους για να εξαφανιστούν πολλές φορές κάτω από την επιφάνειά της, και να εμφανιστούν μακρύτερα με τη μορφή πηγών που αναβλύζουν και να δημιουργήσουν τα ρυάκια, τα ρεύματα και τους ποταμούς. .
Η επιρροή κάθε ποταμού στον άνθρωπο, πάντοτε περιγράφεται διττή, αλλά και αντιφατική. Γονιμοποιεί και καταστρέφει. Ενώνει και χωρίζει. Ευεργετεί και ζημιώνει. Ωστόσο, στην ελληνική μυθολογία, τονίζεται η λατρεία των ποταμών, αλλά και η πάλη του ανθρώπου με τα ποτάμια, ώστε να τα δαμάσει και να τα εκμεταλλευτεί. Μεταξύ άλλων τέτοιοι μύθοι είναι η πάλη του Ηρακλή με τον Αχελώο, και το κυνήγι του ‘’Καλυδώνιου κάπρου’’ με τον Μελέαγρο, στην Αιτωλία. Σύμφωνα με τον Όμηρο ο κάθε ποταμός είναι ‘’ ιερός, δίος, λάβρος, ωκύρροος, δινήεις, αργυροδίνης, βαθυδίνης και κελάδων’’.
Το νερό, πολύτιμη πηγή ζωής και αναπόσπαστο μέρος του φυσικού πλούτου. Το υγρό στοιχείο σε συνδυασμό με την πλούσια βλάστηση έδινε τη δυνατότητα στους ανθρώπους για ηρεμία του πνεύματος και της ψυχής, καθώς και για περισυλλογή. Σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία, τα ποτάμια και οι πηγές ήταν ιερά, και θεωρούσαν το νερό ύψιστο αγαθό και αναπόσπαστο μέρος του πολιτισμού τους, αλλά και της καθημερινότητάς τους γενικότερα.
Ο Αρχαίος ποιητής Πίνδαρος (λυρικός ποιητής της Αρχαίας Ελλάδας, 522 π.Χ. - 443 π.Χ.), στο έργο του Πυθία αναφέρει, ότι οι αρχαίοι έκοβαν τις παιδικές τους μπούκλες και τις αφιέρωναν στους ποταμούς, επειδή πίστευαν ότι το νερό συμβάλλει στην αύξηση των πάντων. Στην Αρκαδία, τα νεαρά αγόρια και κορίτσια μαζεύονταν κάθε χρόνο, μια συγκεκριμένη μέρα, στις όχθες της Νέδας, για να κόψουν εκεί τα μαλλιά τους, που τα αφιέρωναν στον ποταμό. Στην Ιλιάδα (23η ραψωδία), αναφέρεται ότι ο Αχιλλέας απευθυνόμενος στον Σπερχειό ποταμό, του λέει:
‘’ Τώρα που πίσω πια δεν έρχομαι στη γη την πατρική μου, ας πάρει τα μαλλιά μου ο Πάτροκλος ο αντρόκαρδος μαζί του ’Σπερχειέ, του κάκου αλήθεια σου’ταξεν ο κύρης μου ο Πηλέας στην ποθητή πατρίδα αν γύριζα κει πέρα, τα μαλλιά μου στη χάρη σου να κόψω, κάνοντας τρανή θυσία από πάνω : πενήντα κριάρια πλάι στους όχτους σου βαρβάτα να σου σφάξω, πα στις πηγές, όπου’ναι το άλσος σου κι ο ευωδιαστός βωμός σου. Τέτοιαν ευκή είχε κάμει ο γέροντας, μα εσύ το ναι δεν το’πες’’.
Αυτή η προσφορά δείχνει ότι οι ποταμοί ξυπνούσανε στις ψυχές των Ελλήνων κάποιες θρησκευτικές ιδέες, που έφταναν και ως τη θυσία των μαλλιών τους προς αυτούς, των μαλλιών τους που ήταν αναγκαίο στόλισμα εκείνης της φυσικής τους ομορφιάς, για την οποία ήταν τόσο περήφανοι. Επίσης πίστευαν ότι στα νερά των ποταμών βρίσκανε μια δύναμη κάθαρσης, ανάλογη με εκείνη που αναζητούσαν στα ιερά του Απόλλωνα. ‘’Ποτέ των αείρροων ποταμιών τ’ομορφοκύλιστο νερό να μήν περνάς με τα πόδια, προτού να προσευχηθείς κοιτάζοντας την όμορφη ροή, νίβοντας τα χέρια στο πολυαγάπητο νερό. Όποιος περάσει ποτάμι με το κακό μέσα του και μ’άνιφτα χέρια, μ’αυτόν οι θεοί οργίζονται και βάσανα του δίνουν μετά’’ (Ησίοδος: Έργα και Ημέραι,737-741).
Ο Πλούταρχος (συγγραφέας, βιογράφος και φιλόσοφος από τη Χαιρώνεια Βοιωτίας, 46-127 μ.Χ.) στο έργο του ‘’Περί ποταμών και ορών επωνυμίας και των εν αυτοίς ευρισκομένων’’ αναφέρεται σε 25 ποταμούς στην αρχαία Ελλάδα, με τα ονόματα, την ιστορία, αλλά και με άγνωστες μέχρι τότε γνώσεις.
Παρακάτω παραθέτουμε στοιχεία από τη μυθολογία και την παράδοση που αναφέρονται στα κυριότερα ελληνικά ποτάμια.
Αλιάκμονας. Στη μυθολογία ο Αλιάκμονας ήταν ποτάμια θεότητα προσωποποίηση του ομώνυμου ποταμού της Μακεδονίας και κατά τον Ησίοδο ήταν γιός του Ωκεανού και της Πύθιας. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο ήταν γιός του Παλαιστίνου και εγγονός του Ποσειδώνα. Όταν έμαθε ο Παλαιστίνος ότι ο Αλιάκμονας σκοτώθηκε σε κάποια μάχη, έπεσε στον τότε ποταμό Καρμάνορα, ο οποίος από τότε ονομάστηκε Αλιάκμονας. Κατά μία άλλη παράδοση ο Πλούταρχος στο έργο του "περί ποταμών" αναφέρει ότι ένας βοσκός από την Τίρυνθα, ενώ έβοσκε το κοπάδι του στο Κοκκύγιο όρος είδε τυχαία το Δία. Τότε ο βοσκός κυριεύτηκε από μανία και έπεσε στο ποταμό Καρμάνορα, ο οποίος μετονομάστηκε σε Αλιάκμονα.
Αλφειός. Λατρευόταν κυρίως στην Ηλεία, Μεσσηνία και Αρκαδία. Το όνομά του προέρχεται από το αρχαίο ρήμα "αλφάνω", που σημαίνει, προσφέρω πλούτο. Κατά το Στράβωνα, το ποτάμι ονομάστηκε Αλφειός επειδή θεράπευε τη λέπρα (αλφός στην αρχαιότητα). Σύμφωνα με τον Παυσανία, ο Αλφειός ήταν κυνηγός, γιος του Ωκεανού και της Τηθύος, και λατρευόταν από τους θνητούς ως θεός της γονιμότητας. Ερωτεύτηκε την Αρτέμιδα και στη συνέχεια τη νύφη Αρεθούσα, η οποία θέλοντας να τον αποφύγει έφυγε για την Ορτυγία (νησί κοντά στις Συρακούσες) και μεταμορφώθηκε σε πηγή.
Τότε, ο Αλφειός μεταμορφώθηκε σε υποθαλάσσιο ποταμό, πέρασε την Αδριατική θάλασσα και έτσι ενώθηκε με τα νερά του μεγάλου του έρωτα, της πηγής Αρεθούσας. Σύμφωνα με άλλο μύθο, από τις όχθες του Αλφειού έκλεψε ο Ερμής τα βόδια του Απόλλωνα. Επίσης, ένας άλλος μύθος αναφέρει ότι στις όχθες του Αλφειού γεννήθηκε ο θεός Διόνυσος από τη Σεμέλη και το Δία. Κάποτε σκότωσε τον αδελφό του Κέρκαφο και τον καταδίωκαν οι Ερινύες. Φτάνοντας στον ποταμό Νίκτυμο, έπεσε και πνίγηκε.
Ο Αλφειός προσωποποιήθηκε και η μορφή του έφτασε και σε ρωμαϊκά ψηφιδωτά, όπως εκείνο που βρίσκεται στο μουσείο της Αντιόχειας, καθώς και εκείνο που βρίσκεται στο Ελληνο-Ρωμαϊκό μουσείο της Αλεξάνδρειας, όπου απεικονίζεται ο Αλφειός μαζί με την Αρεθούσα. Σύμφωνα με την περιγραφή του Πλίνιου του Πρεσβύτερου, το ποτάμι ήταν πλωτό, από την εκβολή του μέχρι την περιοχή της αρχαίας Ολυμπίας, όπου έφθαναν επισκέπτες κι αθλητές με μικρά σκάφη για τους Ολυμπιακούς αγώνες. Κατά τους Βυζαντινούς χρόνους το ποτάμι ονομαζόταν Αλφέας. Οι Φράγκοι, επηρεασμένοι από τα κάρβουνα που έβγαιναν στις όχθες του, τον ονόμαζαν Καρμπόν (Carbon), ενώ αργότερα και για πολλά χρόνια επικράτησε το όνομα Ρουφιάς.
Αξιός ή Βαρδάρης. Οι αναφορές για τον Αξιό ξεκινούν από τα αρχαία χρόνια, ενώ πολλά είναι τα ονόματα που έχουν χρησιμοποιηθεί για τις περιγραφές του. Στα ομηρικά έπη, ο Όμηρος τον αποκαλεί ‘’βαθυδίνην και ευρυρρέοντα’’ και τον περιγράφει ως ‘’κάλλιστον ύδωρ έχοντα’’, ενώ ο Ευριπίδης στις Βάκχες τον αποκαλεί ‘’ωκυρόαν’’, που σημαίνει αυτός που ρέει ορμητικά. Ο ποταμός Αξιός αναφέρεται με αυτό το όνομα από τον Όμηρο, τον Ηρόδοτο και πολλούς άλλους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς. Η λέξη Αξιός έχει μακεδονική ρίζα από το ‘’Αξός’’(Λεξικό Ησύχιου του Αλεξανδρέα) που σημαίνει δάσος εξαιτίας των παραποτάμιων δασών του. Κατά καιρούς, ο Αξιός απαντάται και ως ‘’Άξιος’’, ‘’Νόξειος’’ ή ‘’Αξειός’’.
Υπάρχει βέβαια και η εκδοχή ότι ο ποταμός που διαρρέει τη γη της αρχαίας Παιονίας πήρε το όνομά του από τον μυθικό Αξιό, γενάρχη των Παιόνων βασιλιάδων. Οι κάτοικοι της περιοχής τον ξέρουν και ως ‘’Βαρδάρη’’, ονομασία που προέρχεται από το σλαβικό Vardar ή από το περσικό Βαρ Ντάρ που σημαίνει μεγάλο ποτάμι. Σύμφωνα μάλιστα με τον Ηρόδοτο, στις εκβολές του Αξιού ή Βαρδάρη και του Λουδία, στρατοπέδευσαν πάνω από ένα εκατομμύριο Πέρσες στρατιώτες κατά τη δεύτερη εκστρατεία κατά των Ελλήνων, το 480 π.Χ. με αρχηγό τον Ξέρξη.
Αναφορές στον ποταμό γίνονται επίσης και από τους Θουκυδίδη, Αισχύλο και Στράβωνα. Την περίοδο της ρωμαϊκής κατοχής, ο ποταμός αναφέρεται ώς Αxius, ενώ στα Βυζαντινά χρόνια, αρχίζει να ονομάζεται και Βαρδάρης, από τη μογγολική φυλή των Βαρδάρων, οι οποίοι τον 7ο μ.Χ αιώνα, εμφανίσθηκαν στην περιοχή και μετά από επιδρομές, συνθηκολόγησαν με τον αυτοκράτορα και πήραν άδεια εγκατάστασης στην κοιλάδα του Αξιού. Το όνομα Βαρδάρης παρέμεινε μέχρι σήμερα, κυρίως στους σλαβικούς λαούς. Για άλλους, το όνομα Βαρδάρης, είναι παλαιότερο και προέρχεται από το ρήμα βαρβαρίζω (=προκαλώ θόρυβο), εξ΄αιτίας της θορυβώδους ροής του ποταμού.
Αραχθος. Στην αρχαιότητα ονομαζόταν Ίναχος. Το όνομα Άραχθος έχει τη ρίζα του στο ρήμα "αράττω", δηλαδή χτυπάω με δύναμη, συντρίβω. Ως ποτάμιος θεός, ήταν γεννημένος στην Πίνδο. Ξυπνώντας κάποια μέρα συνειδητοποίησε ότι τα αδέρφια του, ο Αχελώος, ο Αλιάκμονας και ο Αωός ή σύμφωνα με άλλη εκδοχή ο Αχελώος και ο Πηνειός, είχαν αρχίσει το ταξίδι τους χωρίς εκείνον. Πάνω στη βιασύνη του ο Άραχθος, για να προλάβει τα αδέρφια του, παράσερνε θυμωμένος ότι έβρισκε στο δρόμο του προς τον Αμβρακικό κόλπο, όπου και πνίγηκε.
Σε κάποια άλλη εκδοχή, στην κορυφή του όρους Περιστέρι της Πίνδου, ζούσαν τρία αγαπημένα αδέλφια. Ο σοβαρός Άραχθος, η όμορφη Σαλαβρία (Πηνειός) και ο ατίθασος Άσπρος (Αχελώος). Ένα βράδυ η Σαλαβρία, κρυφά από τα αδέρφια της που κοιμόνταν, κατηφόρισε προς τον κάμπο για να συναντήσει κρυφά κάποιον από τους θεούς του Ολύμπου. Μάταια όμως. Απογοητευμένη κατευθύνθηκε προς τη γειτονική θάλασσα όπου και πνίγηκε. Ο Άσπρος όταν κατάλαβε ότι έλειπε η Σαλαβρία, ανησύχησε και ορμητικός όπως ήταν κατρακύλησε χωρίς σκέψη τα βουνά, ψάχνοντας την αδελφή του. Ο Άραχθος στενοχωρημένος για τα αδέρφια του που χάθηκαν, άρχισε να τριγυρνά την Ήπειρο για να τα βρει. Όταν κατάλαβε ότι έχασε οριστικά τα αδέλφια του, έπεσε στο Ιόνιο πέλαγος και πνίγηκε.
Ασωπός ή Βουργένης και Ωρωπός. Για την αρχαία ελληνική μυθολογία ο Ασωπός ήταν γιος του Ποσειδώνα και της Πηρούς ή του Δία και της Ευρυνόμης ή του Ωκεανού και της Τηθύος. Από το γάμο του με τη Μετόπη, κόρη του ποταμού και θεού Λάδωνα, απέκτησε δυο γιους, τον Ισμηνό και τον Πελάγοντα και πολλές κόρες, όπως τη Νεμέα, Θήβη, Σαλαμίνα, Κλεώνη, Τανάγρα, Εύβοια, Σινώπη, Πλάταια, Αίγινα, που όλες έδωσαν τα ονόματα τους σε πόλεις. Επίσης, η ονομασία Ασωπός απαντάται σε πολλούς ποταμούς στην Κορινθία, στην Αττική και Βοιωτία, Λακωνία και αλλού.
Αχελώος ή Ασπροπόταμος. Το όνομα Αχελώος φαίνεται ότι προέρχεται από τη ρίζα ΄΄-άχ-΄΄ ή τη λέξη ΄΄-άχα-΄΄ που σημαίνει νερό και το συγκριτικό επίθετο ΄λώων΄΄ που σημαίνει καλύτερος ή ποσοτικά μεγαλύτερος. Ο Όμηρος τοποθετεί τον Αχελώο πριν τον Ωκεανό. Οι θάλασσες, οι πηγές και τα νερά που πηγάζουν από τη γη προέρχονται από αυτόν. Στην Ιλιάδα, θεωρούσαν, ανώτερο του Αχελώου, μόνο τον Δία. Αντίθετα, ο Ησίοδος τον συγκαταλέγει στα παιδιά της Τηθύος και του Ωκεανού. Κόρες του Αχελώου ήταν οι Σειρήνες, οι Νύμφες και πολλές άλλες πηγές (π.χ. Κασταλία, Καλλιρρόη).
Ο Αχελώος είχε αρκετές μορφές. Συνήθως, απεικονίζεται από τη μέση και κάτω σαν ψάρι, γενειοφόρος με κέρατα στο κεφάλι του. Άλλες μορφές του ποτάμιου θεού ήταν σαν φίδι, σαν ταύρος και σαν ανθρωπόμορφο ον με κεφάλι ταύρου, που από τα γένια του έτρεχαν πολλά νερά. Στις περισσότερες μορφές του ήταν ένα άσχημο τέρας. Γνωστός είναι ο μύθος, σύμφωνα με τον οποίο ο Ηρακλής πάλεψε με τον Αχελώο για χάρη της Δηιάνειρας. Μετά από μεγάλη γιγαντομαχία ο Ηρακλής νίκησε τον Αχελώο, αφού του έσπασε το ένα κέρατο και τον έριξε στο χώμα. Από το αίμα που έπεφτε γεννήθηκαν οι Σειρήνες.
Ο Αχελώος για να πάρει πίσω το κέρατο έδωσε σαν αντάλλαγμα στον Ηρακλή το κέρας της Αμάλθειας, που ήταν πηγή αφθονίας και γονιμότητας. Υπάρχει κι ένας μύθος για τις Εχινάδες νησίδες που βρίσκονται απέναντι στις εκβολές του. Σύμφωνα με αυτόν, οι Εχινάδες ήταν κάποτε Νύμφες, που δυστυχώς ξέχασαν να τιμήσουν το θεό Αχελώο. Τότε, αυτός θύμωσε και τις μεταμόρφωσε σε νησιά. Κατά το Στράβωνα ο ποταμός ονομαζόταν παλαιότερα Θόας. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας πήρε το όνομα Άσπρος ή Ασπροπόταμος, ίσως από τα άσπρα χαλίκια που γεμίζουν την κοίτη του ή την άσπρη λάσπη που κατεβάζει.
Αχέροντας. Ο Αχέροντας ήταν γνωστός και ως Μαυροπόταμος, Φαναριώτικος ή Καμαριώτικο ποτάμι. Η λέξη Αχέρων δεν είναι τυχαία αφού τα συνθετικά της ΄αχέα ρέων΄΄, δηλώνουν αυτόν που φέρνει τις πίκρες και τα δάκρυα. Στην αρχαιότητα πίστευαν ότι ήταν ο ποταμός, τον διάπλου του οποίου έκανε ο "ψυχοπομπός" Ερμής, παραδίδοντας τις ψυχές των νεκρών στο Χάροντα, για να καταλήξουν στο βασίλειο του Άδη. Σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, τα νερά του ποταμού ήταν πικρά, καθώς ένα στοιχειό που ζούσε στις πηγές του δηλητηρίαζε τα νερά. Ο Άγιος Δονάτος, πολιούχος της Μητρόπολης Παραμυθιάς Θεσπρωτίας, σκότωσε το στοιχειό και τα νερά του Αχέροντα έγιναν γλυκά.
Ένα ενδιαφέρον στοιχείο από την ελληνική μυθολογία, που μαρτυρά τη συνέχει αυτής στη σύγχρονη λαϊκή παράδοση, είναι το εξής. Κατά την Τιτανομαχία οι Τιτάνες έπιναν νερό από τον Αχέροντα για να ξεδιψάσουν, γεγονός που προκάλεσε την οργή του Δία, ο οποίος μαύρισε και πίκρανε τα νερά του.
Σύμφωνα με την αρχαία παράδοση, ο Αχέροντας κατέληγε στην Αχερουσία λίμνη που ήταν ιδιαιτέρως παγερή, χωρίς ίχνος ζωής γύρω της. Εκεί στις Πύλες του Άδη φρουρούσε ο άγριος και άσπλαχνος σκύλος Κέρβερος που είχε τρία κεφάλια, χαίτη από φίδια και αγκαθωτή ουρά.
Ο βαρκάρης-χάροντας παραλάμβανε τις ψυχές των νεκρών και τις μετέφερε με τη βάρκα του στον Κάτω Κόσμο. Το αντίτιμο για το ταξίδι στον Άδη ήταν ένας οβολός, γι' αυτό και οι αρχαίοι Έλληνες ενταφίαζαν τους νεκρούς τους με το αντίστοιχο ποσό. Η ψυχή που δεν μπορούσε να πληρώσει ήταν καταδικασμένη να περιπλανιέται και να βασανίζεται αιώνια στις όχθες του ποταμού. Εκτός από τον Αχέροντα, στον Άδη οδηγούσαν ο Κωκυτός και ο Πυριφλεγέθοντας (παραπόταμοι του Αχέροντα), οι οποίοι συμβόλιζαν τα μαρτύρια που περνούσε μια ψυχή όταν κατέβαινε στον ‘’Άλλο Κόσμο’’.
Αώος. Στην αρχαιότητα λεγόταν Αίας ή Αράουα ή Αύος και οι εκεί κάτοικοι ονομάζονταν Παραυαίοι. Με την επωνυμία Αώοι, ονομνάζονταν κάποιες φυλές Δωριέων που λάτρευαν ηλιακές θεότητες. Στην ελληνική μυθολογία ο Αώος ήταν επίκληση του Άδωνη (ωραίος νέος, αγαπημένος της θεάς Αφροδίτης), αλλά και βασιλιάς της αρχαίας Κύπρου. Ο Αώος ήταν ο πρώτος βασιλιάς της νήσου Κύπρου, γιος του Κέφαλου και της Ηούς από την Αττική. Κατά μία άλλη εκδοχή, αδελφός του ήταν ο Πάφος, επώνυμος και ιδρυτής της πόλης Πάφου στην Κύπρο.
Γαλλικός. Το αρχαίο όνομά του ήταν Ηδωνός, πιθανότατα προερχόμενο από τους Ηδωνούς Μυγδόνες, Θρακικό φύλο που κατοικούσε στις όχθες του, τα προϊστορικά χρόνια. Κατά τα ιστορικά χρόνια μετονομάσθηκε σε Εχείδωρο και μετά σε Εχέδωρο, όταν βρέθηκε χρυσάφι (=δώρο) στην κοίτη του και άρχισε η εκμετάλλευσή του. Το όνομα Γαλλικός, προήλθε από τη ρωμαϊκή αποικία Callicum (=δερμάτινο κόσκινο από δέρμα κατσίκας, που χρησιμοποιούσαν οι άποικοι για τη συλλογή της χρυσόσκονης) που ιδρύθηκε τον 1ο μ.Χ. αιώνα στις όχθες του για την εκμετάλλευση του χρυσού που περιείχαν οι λάσπες του.
Με τον καιρό, το όνομα Callicum παραφράσθηκε σε Gallicum, απ’ όπου και το όνομα Γαλλικός. Κατά τα μεσαιωνικά χρόνια, ονομαζόταν από τους κατοίκους της περιοχής και Γομαροπνίχτης, από τις ξαφνικές πλημύρες του, που έπνιγαν τα ζώα τους.
Έβρος ή Ρόμβος ή Μαρίτσα. Το ποτάμι ονομαζόταν στα αρχαία χρόνια Ρόμβος, ώσπου ο 'Εβρος ο γιος του βασιλιά Κασσάνδρου και της Κροτωνίκης, πνίγηκε για να αποφύγει τις συκοφαντίες, της μητριάς του Δαμασίππης, για βιασμό. Την ερμηνεία αυτή μας δίνει ο Πλούταρχος στο έργο τον "Περί ποταμών και όρων". Ο Βιργίλιος τον ονομάζει Οιάγριον 'Εβρο. Κατά τον Ησύχιο η θρακική σημασία τον ονόματος 'Εβρος σημαίνει τράγος, βατήρας (βάθρο). Ο Αλκαίος, τον αναφέρει ως "καλλίστου ποταμών". Επίσης, αναφέρεται από τους: Ηρόδοτο, Θουκυδίδη, Αριστοτέλη, Στράβωνα, Ευριπίδη, Πλίνιο, Οράτιο, Μελέτιο κ.ά.
Λέγεται ότι ο βασιλιάς της περιοχής Κάσσανδρος, αφού παντρεύτηκε την Κροτωνίκη, γέννησαν τον Έβρο. Ο Κάσσανδρος όμως απαρνήθηκε τη συμβίωση και έφερε μια μητρυιά στον Έβρο, την Δαμασίππη. Αυτή ερωτεύθηκε παθολογικά το γιό του συζύγου της, αλλά ο Έβρος απέφευγε τη μητρυιά του, και ασχολιόταν με το κυνήγι. Αφού η Δαμασίππη απέτυχε στο σκοπό της, διέδωσε ψευδείς κατηγορίες εις βάρος του Έβρου, ότι δήθεν θέλησε να τη βιάσει.
Τότε ο Κάσσανδρος, παρασυρθείς από το πάθος της ζηλοτυπίας, κατεδίωξε το γιό του και όταν τον πρόλαβε, έπεσε ο Έβρος στον ποταμό Ρόμβο και πνίγηκε, και από τότε το ποτάμι ονομάζεται Έβρος. Με τον ποταμό Έβρο συνδέεται και η ιστορία του Ορφέα, αφού στις όχθες του, κατά μια άποψη, τον κατασπάραξαν οι Μαινάδες και πέταξαν το κεφάλι του στο ποτάμι.
Από την αρχαιότητα, αναφέρονται ακόμη και πολλοί παραπόταμοί του, όπως ο Αγριάνης, ο Άρισβος, ο Αρπησσός, ο Αρτίσκος ή Άρδας, ο Βάργος, ο Σύρμας, ο Τέαρος, κ.ά. Στις εκβολές του ήταν κτισμένη η σπουδαία αρχαία πόλις της Θράκης, η Αίνος (ή Άψινθος). Το αρχαίο θρακικό φύλο Βέννοι (ή Βένοι), κατοικούσε από το μέσον του Έβρου έως τις εκβολές του, ενώ στα θρακικά παράλια (μεταξύ Βιστονίδος λίμνης και εκβολών Έβρου) κατοικούσαν οι Κίκονες. Στην περιοχή του Άνω Έβρου (μεταξύ Ροδόπης και Αίμου) κατοικούσαν οι Θράκες Βεσσοί (ή Βέσσοι ή Βησσοί).
Είναι αυτοί που ίδρυσαν το μαντείο του Διονύσου (Καθέρσιου;), όμοιο με αυτό του Απόλλωνα στους Δελφούς. Κοντά στην Αδριανούπολη κατοικούσαν οι Θράκες Βεττεγγέροι. Από τον Έβρο έως την πόλη Κύψελα και την Οδησσό του Πόντου, κατοικούσαν οι Οδρύσες. Γύρω από τον παραπόταμο Άρισβο κατοικούσαν οι Θράκες Κεβρήνιοι. Στην κοιλάδα του ίδιου παραπόταμου, κατοικούσαν οι Θράκες Σέλλες (ή Σελλιώτες), ενώ στη λεκάνη του ίδιου παραπόταμου κατοικούσαν οι Θράκες Υπερπαίονες.
Ενιπέας. Στην ελληνική μυθολογία, ο Ενιπέας ( ποταμός της Πιερίας και διατρέχει το Λιτόχωρο), ήταν ο ωραιότερος απ' όλους τους ποτάμιους θεούς. Κατά τον Όμηρο, τον ερωτεύθηκε η Τυρώ, κόρη του Θεσσαλού Σαλμωνέοντα. Ο θεός Ποσειδώνας είδε την Τυρώ και την ερωτεύθηκε. Επειδή όμως καταλάβαινε ότι η Τυρώ δεν θα δεχόταν τον έρωτά του, πήρε τη μορφή του Ενιπέα.
Η Τυρώ ξεγελάστηκε και δέχτηκε τον Ποσειδώνα. Ο θεός αποκάλυψε αργότερα την ταυτότητά του στην Τυρώ και της προείπε την γέννηση των δίδυμων παιδιών της, του Πελία και του Νηλέα. Σύμφωνα με άλλο μύθο, στο φαράγγι του Ενιπέα κατασπαράχθηκε από τις Μαινάδες ο Ορφέας, ενώ στα νερά του λουζόταν η πανέμορφη Λητώ, μητέρα της θεάς Αρτέμιδος και του θεού Απόλλωνα.
Εύηνος ή Φιδάρης. Ο Εύηνος ήταν γιος του θεού Άρη και της Στερώπης, κατά τον Πλούταρχο, ή γιος του Άρη και της Δημονίκης, κατά τον Απολλόδωρο ή γιος του Ωκεανού και της Τηθύος, κατά τον Ησίοδος. Παντρεύτηκε την Αλκίππη την κόρη του Οινόμαου, βασιλιά της Ηλείας και απόκτησε την Μαρπήσσα, που ο Όμηρος ονομάζει «Καλλίσφυρο» (λιγναστράγαλη). Όταν πια η κόρη μεγάλωσε πολλοί μνηστήρες τη ζήτησαν σε γάμο, αλλά ο Εύηνος έβαζε τους υποψηφίους σε σκληρή δοκιμασία. Έπρεπε για να πάρει κάποιος για σύζυγό του την Μαρπήσσα να νικήσει σε αρματοδρομία το βασιλιά.
Οι ηττημένοι που ήταν πολλοί, αποκεφαλίζονταν και τα κεφάλια τους γίνονταν θέα στους τοίχους των ανακτόρων. Παρότι η φύλαξη της βασιλοπούλας ήταν αυστηρή, ο Ίδας ο γιος του Αφάρεου δασκαλεμένος από τον Ποσειδώνα που του έδωσε άρμα με φτεροπόδαρα άλογα έκλεψε την Μαρπήσσα, ενώ χόρευε στο ναό της Άρτεμης και τη μετέφερε στην Πλευρώνα. Ο Εύηνος κυνήγησε τον άρπαγα, αλλά δεν κατόρθωσε να το συλλάβει. Έτσι, απελπισμένος και οργισμένος από την ντροπή του έσφαξε τα άλογά του και έπεσε στα νερά του Λυκόρμα και πνίγηκε.
Από τότε λοιπόν το ποτάμι πήρε το όνομα Εύηνος. Ο Εύηνος ποταμός είναι γνωστός και από το πέρασμα του Ηρακλή και της Δηιάνειρας. Ο Ηρακλής μετά την επίθεση που δέχτηκε απ' τους κενταύρους στην Αρκαδία, τους απώθησε και τους εκτόξευσε σε διάφορα σημεία, ενώ ο Κένταυρος Νέσσος, γιος της Νεφέλης και του Ιξίωνα, εγκαταστάθηκε ως περατάρης στον Εύηνο ποταμό.
Ο Ηρακλής, αφού πάλεψε σκληρά με τον Αχελώο για την όμορφη Δηιάνειρα και έσπασε το ένα κέρατο του αντιπάλου που αντάλλαξε με το κέρας της Αμάλθειας (αφθονίας), παντρεύτηκε τη Δηιάνειρα και έμεινε στην Καλυδώνα τρία χρόνια με τον πεθερό του, το βασιλιά Οινέα. Η Καλυδώνα βρισκόταν κοντά στον Εύηνο και στο χρονικό διάστημα που ο Ηρακλής έμεινε στην Καλυδώνα βοήθησε τους Καλυδώνιους στην εκστρατεία τους κατά των Θεσπρωτών. Ο Ηρακλής αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Καλυδώνα εξαιτίας ακούσιου φόνου.
Ο Ευρύνομος, στενός συγγενής του Οινέα, έχυσε από απροσεξία νερό που προορίζονταν για το πλύσιμο των ποδιών πάνω στα χέρια του Ηρακλή και ο Ηρακλής εξοργίστηκε και το χτύπησε τόσο δυνατά με τη γροθιά του που εκείνος πέθανε. Ο Οινέας, βασιλιάς της Καλυδώνας και πεθερός του, το συγχώρεσε για τον ακούσιο φόνο, αλλά ο ήρωας δεν δέχτηκε τη συγχώρεση και αυτοεξορίστηκε στην Τραχίνα. Για να πάει όμως στον τόπο εξορίας του έπρεπε να περάσει το ποτάμι στο οποίο ήταν εγκαταστημένος ο Κένταυρος Νέσσος.
Ο Ηρακλής πέρασε μόνος του για να αποφύγει την πληρωμή και ο Νέσσος ανέλαβε να περάσει αντίπερα την Δηιάνειρας με αμοιβή. Την ώρα όμως που διέσχιζαν το ποτάμι, ο Νέσσος προσπάθησε να τη βιάσει, αυτή φώναξε και ο Ηρακλής μη αντέχοντας την προσβολή το σκότωσε χτυπώντας τον με τόξο. Ο Νέσσος, πριν ξεψυχήσει, της έδωσε φίλτρο από το αίμα του, που ήταν δηλητήριο για να το χρησιμοποιήσει η γυναίκα, αν ο Ηρακλής κάποτε την απατούσε. Αργότερα, όταν ο Ηρακλής αγάπησε την Ιόλη, η Δηιάνειρα θυμήθηκε το μαγικό φίλτρο του Νέσσου και θέλησε να το χρησιμοποιήσει. Έτσι, κάποια μέρα που ο Ηρακλής ήθελε να θυσιάσει στο Δία και ζήτησε να του φέρουν την επίσημη φορεσιά του, η Δηιάνειρα βρήκε την ευκαιρία να την αλείψει με το μαγικό της φίλτρο, το δηλητήριο.
Όταν τη φόρεσε ο Ηρακλής τον έπιασαν πόνοι σ' όλο του το κορμί και μέσα στους πόνους του παρακάλεσε το γιο του τον Ύλλο να παντρευτεί αυτός την αγαπημένη του Ιόλη και ν' ανάψει μια φωτιά να τον κάψει. Ο Ύλλος δεν δέχτηκε να τον κάψει και ανέλαβε να πραγματοποιήσει την επιθυμία του ο Φιλοκτήτης. Ο Ηρακλής μετά το θάνατο του ανέβηκε στον Όλυμπο ανάμεσα στους θεούς και η Δηιάνειρα, επειδή με το φίλτρο της δεν ήθελε να σκοτώσει τον άντρα της, αλλά να εκδικηθεί την ερωμένη του Ιόλη, αυτοκτόνησε.
Ευρώτας. Ετυμολογικά, το όνομα του Ευρώτα προέρχεται από τις λέξεις εύρως και ώτος και σημαίνει ευρύ, πλατύ, αλλά και μούχλα, υγρασία μετά σήψεως και φθορά. Ο Ευρώτας είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με την ιστορία της αρχαίας Σπάρτης . Σύμφωνα με τον Παυσανία, το όνομα του ποταμού προήλθε από τον μυθικό βασιλιά Ευρώτα, πατέρα της Σπάρτης. Έως τότε η Λακωνική πεδιάδα ήταν καλυμμένη από μια λίμνη. Ο βασιλιάς Ευρώτας διέταξε τη δημιουργία μιας διώρυγας στο βουνό κοντά στο Βρονταμά, ώστε το νερό να διοχετευτεί σε ένα κανάλι με κατεύθυνση το Λακωνικό κόλπο.
Το τεχνητό ποτάμι λοιπόν που δημιουργήθηκε ονομάστηκε Ευρώ τας προς τιμή του βασιλιά. Ευρώτα. Η εικόνα του Ευρώτα κατά τους αρχαίους χρόνους σώζεται μέσα από τα κείμενα των αρχαίων Ελλήνων και Λατίνων συγγραφέων. Ο Ευριπίδης τον περιγράφει ως ‘’δονακόχλοα’’ και ο Θεόγνις ως ‘’δονακοτρόφο’’, γεγονός που μας πληροφορεί πως υπήρχε υγρότοπος με καλαμιώνες. Οιστορικός Πολύβιος (203-120 π.Χ. ) τον χαρακτηρίζει ‘’πολύκαρπότατο και καλλιδενδρότατο’’. Ο Βιργίλιος αναφέρει πως στις όχθες του ποταμού φύτρωναν δάφνες, ενώ ο Αινείας πως φύτρωναν και μυρτιές. Κατά το ελληνικής καταγωγής Ρωμαίο ποιητή Στάτιο (45-96 μ.Χ.), ο ποταμός ήταν ‘’ololifer’’, δηλαδή κυκνοτρόφος ή κατά άλλες ερμηνείες ‘’oliferi’’, δηλαδή ελαιοφόρος.
Ο Παυσανίας, όπως και άλλοι αρχαίοι Έλληνες και Λατίνοι συγγραφείς, μας πληροφορούν και για τις πηγές του Ευρώτα, στην Αλσέα της Μεγαλόπολης, από όπου πήγαζε και ο Αλφειός ποταμός. Αναγράφουν πως τα δύο ποτάμια, είχαν κοινό ρείθρο για είκοσι περίπου στάδια (ένα στάδιο ισούται με περίπου 185m) και πως αποχωρίζονταν αφού εισέρχονταν σε χάσμα γης. Ο Ευρώτας επανεμφανίζεται στην Βελεμινατίδα της Λακωνίας, μέσω δύο πηγών, την Πελλανίτιδα και τη Λαγκεία. Τέλος, ο Παυσανίας αναφέρει πως στην περιοχή είχαν τελεστεί υδραυλικά έργα και η περιοχή της Βελεμίνας ήταν αρδευόμενη. Σκοπός των έργων, ήταν να αξιοποιηθεί μεγαλύτερο μέρος της εύφορης Λακωνικής γης για αγροτικές εργασίες και να προστατευτούν οι οικισμοί.
Ο Γάλλος συγγραφέας και πολιτικός Chateaubriand (1768-1848) περιγράφει το ταξίδι του στην Σπαρτιατική γη, το 1806, κάνοντας μνεία στους δόνακες (καλάμια) και στις ροδοδάφνες που συνάντησε στις όχθες του αλλά και στην εγκατάλειψη της περιοχής, όπου δεν σώζονταν τα αρχαία μνημεία , όπως η αρχαία Γέφυρα της Βαβύκας. Αναφέρει ακόμα μια ξεχασμένη αρχαία ονομασία του Ευρώτα, Ίμερος, και την ονομασία Ίρης, που χρησιμοποιούταν τον 19ο αιώνα. Ο Γάλλος περιηγητής και διπλωμάτης Pouqueville (1779-1838 ) αναφέρει ότι το 1808, είδε στις όχθες του Ευρώτα μάρμαρα με κρίκους όπου έδεναν τις γαλέρες, γεγονός που μαρτυρά ότι κατά την αρχαιότητα, τουλάχιστον ορισμένες εποχές του έτους, ο ποταμός ήταν πλωτός μέχρι τη Σπάρτη.
Τον 19ο αιώνα μ.Χ., οι αναφορές Ελλήνων, αλλά και ξένων συγγραφέων είναι παρεμφερείς με αυτές των προηγούμενων περιόδων, μας πληροφορούν όμως και για την ανάπτυξη της περιοχής.. Από πληθώρα πηγών, ανάμεσα στις οποίες, και τα κείμενα του Pouquerville, πληροφορούμαστε για ένα ακόμα όνομα του ποταμού που δόθηκε σε αυτόν κατά τους βυζαντινούς χρόνους, από τους κατοίκους, προς τιμήν των δεσποτών και των πριγκίπων του Μυστρά, το όνομα Βασιλοπόταμος. Ο Γάλλος λογοτέχνης Gustave Flaubert (1821-1880), το 1851, μιλώντας για τον Ευρώτα αναφέρει τις γεμάτες ροδοδάφνες, αγριομυρτιές και μουριές όχθες του, ενώ ο λογοτέχνης Ραγκαβής 1809-1892) το 1853, γράφει για τη Λακωνική γη που ήταν καλυμμένη από ελιές και συκιές.
Θύαμης ή Καλαμάς. Θύαμις είναι το αρχαίο όνομά του, ενώ Καλαμάς αποκαλούνταν στο παρελθόν ο μεγαλύτερος παραπόταμός του, αλλά με το πέρασμα του χρόνου οι δύο ονομασίες ταυτίστηκαν. Το αρχαίο όνομα Θύαμις προέρχεται από τη λέξη Θύω η οποία σημαίνει, κινούμαι άγρια. Στην ελληνική μυθολογία ο Κάλαμος ήταν γιος του ποτάμιου θεού Μαιάνδρου. Ο Κάλαμος συνδεόταν με θερμό έρωτα με τον Κάρπο, γιο του Ζέφυρου και μιας από τις Ώρες. Ο Κάρπος όμως πνίγηκε μια φορά που λουζόταν στον ποταμό Μαίανδρο, και τότε ο Κάλαμος καταράστηκε τον πατέρα του και ικέτευσε τον Δία να πεθάνει μαζί με τον Κάρπο.
Ο Δίας μεταμόρφωσε τον Κάλαμο στο ομώνυμο φυτό, την καλαμιά, και τον Κάρπο στον καρπό της. Από την αρχαιότητα ο Καλαμάς, συγκέντρωσε δίπλα στις όχθες του σπουδαίες πόλεις όπως τη Λυγιά, τη Γιτάνη, τη Φανωτή, την Οσδίνα, τη Ραβενή. Τα μυκηναϊκά ευρύματα κατά μήκος της κοίτης του, μαρτυρούν τη σπουδαιότητα που είχε ο ποταμός για το εμπόριο των μακρινών εκείνων χρόνων, εμπόριο που συνέχισαν αργότερα στους αρχαϊκούς χρόνους οι έλληνες άποικοι από την Πελοπόννησο.
Στην περιοχή των εκβολών του ποταμού Καλαμά υπάρχουν, στο λόφο της Μαστιλίτσας τμήματα του οχυρωμένου οικισμού της κλασικής και ελληνιστικής εποχής, το Καστρί Σαγιάδας-μικρό οχυρό και νεότερα λίθινα αλώνια, τον Πύργο Αγιολένης, βυζαντινό πύργο στο ομώνυμο νησάκι στην περιοχή των αλυκών, και πολλά άλλα. Μεγάλοι ιστορικοί και γεωγράφοι της αρχαιότητας έγραψαν για τον Καλαμά, όπως ο Στράβωνας, ο Πολύβιος και ο Θουκυδίδης.
Οι μεταφραστές του Στράβωνα και ιδιαίτερα ο Μελέτιος Γεωγράφος, έκανε ένα λάθος στην Γεωγραφία του, υποστηρίζοντας ότι στο σημείο που ο μεγάλος αρχαίος ιστορικός κάνει λόγο για τον Θύαμη, τον ταυτίζει με τον Αχέροντα. Θέλει δηλαδή τον Θύαμη ποταμό να είναι αυτός που καταλήγει στην Αχερουσία λίμνη, την είσοδο - κατά την μυθολογία - προς τον κάτω κόσμο, τον Άδη. Υπάρχει στο σημείο αυτό μεταφραστικό λάθος, αφού ο Αχέροντας και όχι ο Θύαμις απολήγει στο λιμάνι της Γλυκής.
Ίναχος. Ποταμός της Ιναχίας γης , δηλαδή του Αργολικού κάμπου. Σύμφωνα με τη μυθολογία, ήταν παιδί του Ωκεανού και της Τηθύος, μητέρας των ποτάμιων θεών. Επίσης, ο ΄Ιναχος, ήταν μυθικός βασιλιάς του Άργους, γενάρχης της βασιλικής δυναστείας των Ιναχιδών, που πρώτη εγκαθίδρυσε τη βασιλεία τους στο Άργος και από αυτόν ξεκινά η προϊστορία του Άργους. Όπως μας πληροφορεί ο Παυσανίας (περιηγητής και γεωγράφος από τη Μαγνησία της Μ. Ασίας 110-180 μΧ), ’στην δεν υπάρχουν μνήμες παλαιότερες από τον Ίναχο’’.
Ο ποταμός Ίναχος υπήρξε αντικείμενο λατρείας για τους πανάρχαιους κατοίκους της περιοχής και καθιερώθηκε ως ποτάμια θεότητα, γιατί σ’ αυτόν οφειλόταν όχι μόνο η ευφορία, αλλά και η δημιουργία της ποταμογενούς αργολικής πεδιάδας, που ο Όμηρος ονομάζει «ούθαρ αρούρης», δηλαδή ‘’μαστός της γης’’.
Κηφισός. Ο Κηφισός, ήταν γιος του Ωκεανού και της Τιθύος. Στα αρχαία χρόνια ο ποταμός είχε πολλά νερά και η ροή του ήταν συνεχής, και έτσι τον τιμούσαν σαν θεό. Η λατρεία του Κηφισού υπήρχε στο Φάληρο και στον Ωρωπό. Ο αττικός Κηφισός ήταν πατέρας της Διογένειας και παππούς της Πραξιθέας, συζύγου του Ερεχθέως, και του Ελιέως. Στό Αμφιάρειο, κοντά στον Ωρωπό, μοιραζόταν ένα βωμό με τις νύμφες, τον Πάνα και τον Αχελώο. Ο Κηφισός εγκλώβισε με τη βία τη νύφη Λειριόπη στα νερά του και από το βιασμό αυτό γεννήθηκε ο Νάρκισσος.
Σύμφωνα με κάποιες παραδόσεις, ο τόπος του Κηφισού ήταν ο τόπος απαγωγής της Περσεφόνης από τον Πλούτωνα. Στις όχθες του Κηφισού άντρες της φυλής των Φυταλιδών υποδέχτηκαν το Θησέα και συμφώνησαν να τον εξαγνίσουν από τους φόνους κακοποιών που είχε διαπράξει. Έτσι, εξαγνισμένος ο Θησέας μπήκε στην Αθήνα. Στις όχθες του Κηφισού υπήρχε άγαλμα του γιου της Μνησιμάχης, που σύμφωνα με τη μυθολογία αφιέρωσε τα μαλλιά του στον ποταμό, έθιμο που υπήρχε σε όλους τους Έλληνες από τους παλαιούς χρόνους. Η Ακαδημία του Πλάτωνα στην κοιλάδα του Κηφισού μετατράπηκε από τον Κίμωνα σε δενδρόκηπο με φροντισμένες δενδροστοιχίες και σκιερούς τόπους περιπάτου.
Το τοπίο αυτό δημιουργούσε όλες τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την πνευματική περισυλλογή που είχαν ανάγκη όσοι σύχναζαν στις τότε σχολές. Ο Πλάτωνας, ζούσε σε ένα κήπο κοντά όπου δίδασκε. Ο Στράβωνας, στα τέλη του 1ου αιώνα π.Χ., αναφέρει ότι :
«Υπάρχουν ποτάμια και το ένα είναι ο Κηφισός που ξεκινάει από την περιοχή των Τριμενιών, κυλάει στην πεδιάδα, γι’αυτό υπάρχουν γεφύρια και γεφυρισμοί, χωρίζεται σε σκέλη, φτάνει μέχρι τον Πειραιά, χύνεται στο Φαληρικό, είναι χειμαρρώδης και το θέρος μειώνεται τελείως».
Ο Κηφισός είχε τις εκβολές του μέσα στο αρχαίο λιμάνι του Κάνθαρου, το σημερινό εμπορικό λιμάνι του Πειραιά. Για να αποφευχθεί, όμως, η επίχωση του λιμανιού, οι Αθηναίοι οδήγησαν τις εκβολές του ποταμού στην παραλία του σημερινού Μοσχάτου, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα την ταχύτερη πρόσχωση του φαληρικού όρμου. Επίσης, ο ποταμός Κηφισός αναπαριστάται στο αριστερό άκρο του δυτικού αετώματος του Παρθενώνα.
Λάδωνας. Πλούσιες είναι οι αναφορές της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας για το Λάδωνα που χαρακτηρίζεται σαν ένα από τα μυθικά ποτάμια της Αρχαίας Ελλάδας. Ένας από τους σχετικούς μύθους είναι αυτός του τραγοπόδαρου θεού Πάνα και της νύμφης Σύριγγας. Ο Πάνας περιφερόταν συχνά στην περιοχή του Λάδωνα. Όταν είδε εκεί την ωραία νύμφη, άρχισε να την κυνηγά και την πλησίασε. Τότε, αυτή εξαντλημένη, έφτασε στις όχθες του ποταμού και παρακάλεσε το Λάδωνα να τη βοηθήσει. Εκείνος, μόλις είδε τον Πάνα να την πλησιάζει, τη μεταμόρφωσε σε καλαμιά.
Τότε, ο Πάνας έκοψε μερικά καλάμια, τα ένωσε μεταξύ τους και σχημάτισε μουσικό όργανο που ονομάστηκε σύριγγα. Επίσης, εδώ στον ποταμό Λάδωνα, λουζόταν η θεά Δήμητρα και εδώ κυνηγούσε η θεά του κυνηγιού Άρτεμις. Εδώ διαδραματίστηκε ο μύθος του Λεύκιππου που ντύθηκε γυναίκα, για να βρίσκεται κοντά στη αγαπημένη του νύμφη Δάφνη, πράξη που πλήρωσε με τη ζωή του, όταν αποκαλύφτηκε. Κοντά στην κοίτη του, στα όμορφα δάση του Σόρωνα -που πιο πάνω ονομάζονται και Αφροδίσια όρη - η Αφροδίτη συναντιόταν με τον παράνομο εραστή της θεό Άρη. Εξάλλου, στο Λάδωνα έπιασε το ελάφι ο Ηρακλής μετά από επιτυχή καταδίωξη και εδώ ο θεός Απόλλωνας ερωτεύτηκε την κόρη του Λάδωνα Δάφνη.
Λουδίας ή Λυδίας, ή και Λοιδίας, κοινώς Μαυρονέρι. Το όνομα Λουδίας έχει ελληνική ρίζα, και σημαίνει μαύρο νερό, όπως και τα υπόλοιπα ονόματα, Λυδίας ή Λοιδίας, με τα οποία αναφέρεται στην αρχαία βιβλιογραφία. Οι πληροφορίες των αρχαίων για το Λουδία ποταμό δεν συμφωνούν μεταξύ τους. Ο Ηρόδοτος τον αναφέρει να χωρίζει την Ημαθία από τη Βοττιαία, ο Σκύλακαςο Καρυανδεύς, (εξερευνητής του 6ου αιώνα π.Χ.), τον αναφέρει ως παραπόταμο των εκβολών, ενώ ο Στράβωνας τον υπολόγιζε σε μήκος 120 στάδια (περίπου 22 km).
Λούσιος. Ο Λούσιος οφείλει στην ελληνική μυθολογία. Κατά τον περιηγητή Παυσανία, πήρε το όνομα αυτό, επειδή στις πηγές του (Πηγές των Αθανάτων) έλουσαν οι νύμφες Νέδα, Αγνώ και Θεισόα, το νεογέννητο Δία κρυφά από τον Κρόνο. Ο Παυσανίας τον θεωρούσε ως τον πιο κρύο ποταμό του τότε γνωστού κόσμου.
Νέδα. Η Νέδα ήταν Νύφη, θεότητα των νερών, που κοντά της μεγάλωσε ο Δίας, προστατευόμενος από την οργή του πατέρα του Κρόνου. Σύμφωνα με το μύθο, όταν η Ρέα γέννησε το Δία, τον έδωσε στη νύμφη Νέδα, θεότητα των νερών, για να τον προστατέψει από τον άνδρα της Κρόνο. Εκείνη, θήλασε το βρέφος μαζί με τις νύμφες Θεισόα και Αγνώ, το έλουσε και το έπλυνε στο κεφαλάρι στο Λύκαιο, που αργότερα έγινε το θρυλικό ποτάμι που πήρε το όνομά της. Επίσης, σύμφωνα με η μυθολογία, με τη Νέδα συνδέονται η Δήμητρα, η Περσεφόνη και ο Πλούτωνας. Ο Παυσανίας το 2ο αιώνα. μ.Χ. περιέγραψε το ναό της Δήμητρας στις όχθες της Νέδας, ενώ, όπως υποστήριζε, η Νέδα ήταν η πρώτη σε ‘’μαιάνδρισμούς’’ μετά τον Μαίανδρο ποταμό στη Μ. Ασία.
Σε άλλο μύθο αναφέρεται, ότι, επειδή εκείνη την εποχή η περιοχή ήταν άνυδρη κι η Ρέα δεν έβρισκε νερό, χτύπησε με ένα ραβδί τη γη και έτσι δημιουργήθηκε το ποτάμι που ονομάστηκε Νέδα από τη νύμφη, ενός από τα δύο ελληνικά ποτάμια με γυναικείο όνομα (το άλλο ποτάμι είναι η Αραπίτσα στη Νάουσα). Σημαντικοί είναι και οι αρχαιολογικοί χώροι που υπάρχουν εκεί. Κοντά στις πηγές βρίσκεται ο Επικούρειος Απόλλων, δημιούργημα του Ικτίνου, που κατασκευάστηκε την ίδια εποχή με τον Παρθενώνα, καθώς και ο ναός του Πάνα..
Στην κορυφή του Λυκαίου όρους, λατρεύονταν ο Δίας, ενώ εκεί βρίσκεται και η Λυκόσουρα, την οποία ο Ησίοδος θεωρούσε την πρώτη πόλη της ανθρωπότητας. Την περιοχή κατοίκησαν οι Πελασγοί. Αναφέρεται ο βασιλιάς των Πελασγών ο Λυκάων, ως ο ιδρυτής της αρχαίας Λυκόσουρας, και ο πατέρας του Φίγαλου, ως ο ιδρυτής της αρχαίας Φιγαλείας. Οι θρύλοι και οι παραδόσεις ήθελαν τους νέους του γειτονικού βασιλείου της Φιγαλείας να λούζονται στα νερά της Νέδας για ν’ αποκτήσουν δύναμη, ενώ η Ιστορία αναφέρει ότι οι Φιγαλιείς είχαν τέτοια δύναμη, ώστε έστειλαν καράβια στον Τρωικό πόλεμο.
Στnν αρχαία Φιγαλεία υπήρχε ένας παραπόταμος της Νέδας που ονομαζόταν Λύμαξ, σημερινός Λύμακας. Το όνομα του παραπόταμου έρχεται από τη μυθολογία. Όταν οι νύμφες έκαναν τον καθαρμό στη Ρέα μετά από τη γέννηση του Δία, έριξαν εκεί τα λύματα του καθαρμού. Κοντά στο σημείο που ο Λύμακας ενώνεται με τη Νέδα υπήρχε τότε το ιερό τnς Ευρυνόμης, δυσπρόσιτο και πνιγμένο στα κυπαρίσσια. Το ιερό άνοιγε μόνο μία φορά το χρόνο και το άγαλμα της Ευρυνόμης ήταν ξύλινο, δεμένο με χρυσές αλυσίδες και παρίστανε γυμνή γυναίκα ως τη μέση που από τη μέση και κάτω είχε ουρά ψαριού, αφού n Ευρυνόμη ήταν κόρη του Ωκεανού.
Νέστος. Στις αρχαίες αναφορές ο ποταμός συναντάται με το όνομα Νέσσος και αργότερα, Μέστος. Ήταν γιος του Ωκεανού και της Τηθύος και σύμφωνα με το Στέφανο το Βυζάντιο (συγγραφέας που έζησε στα τέλη του 5ου αιώνα και συνέγραψε το σημαντικό γεωγραφικό λεξικό με τον τίτλο Εθνικά ), πατέρας της Καλλιρρόης. Σύμφωνα με άλλες παραδόσεις, ο Νέστος απηύθυνε χαιρετισμό στο φιλόσοφο Πυθαγόρα, όταν ο τελευταίος περνούσε μπροστά από το ποτάμι.
Σύμφωνα με όσα αναφέρει ο Ηρόδοτος, ο Νέστος και ο Αχελώος αποτελούσαν τα όρια της περιοχή, μέσα στην οποία ζούσαν τα λιοντάρια στον ελληνικό χώρο. Στην κοιλάδα του Νέστου κατοικούσαν οι Δίοι, οι οποίοι, κατά τον Ηρόδοτο, ήταν προφήτες σε διονυσιακό μαντείο της περιοχής. Νοτιότερα, από τα στενά μέχρι το πέλαγος και από τη δυτική όχθη του ποταμού μέχρι τον ποταμό Κόσινθο της Ξάνθης, κατοικούσαν οι Σαπαίοι, που λάτρευαν το θεό Διόνυσο και είχαν για πρωτεύουσα τους, την Τόπειρο. Από την κοιλάδα του Νέστου πέρασαν και άλλα θρακικά φύλα, όπως οι Βίστονες, οι Δόλογκοι, οι Κίκονες και οι Οδρύσες.
Εξάλλου, με την κοιλάδα του Νέστου συνδέεται επίσης και η μυθική μορφή του μουσικού Ορφέα. Ο Ορφέας υπήρξε ο εισηγητής μιας νέας διάστασης των διονυσιακών μυστηρίων, που αναπτύχθηκε στην περιοχή του Νέστου και αργότερα σε όλη την υπόλοιπη αρχαία Ελλάδα. Αρχαιολογικά ευρήματα που βρέθηκαν έξω από τα Κομνηνά, μαρτυρούν την ανάπτυξη της διονυσιακής λατρείας στην περιοχή, πιθανότατα στην ορφική της εκδοχή. Ωστόσο, ο Νέστος του Θουκυδίδη, του Ηροδότου, του Στράβωνα και του Παυσανία, έγινε Mestus για τους Ρωμαίους και Μέστος στους βυζαντινούς.
Πάμισος. Η ονομασία Πάμισος ανήκει σε προελληνικό γλωσσικό ιδίωμα και είναι ανερμήνευτη. Έχει μεταφερθεί και δοθεί ή από την κάθοδο των Πελασγών στη Μεσσηνία, γύρω στα 3000 π.Χ, από τη Θεσσαλία, όπου υπάρχει και εκεί Πάμισος ποταμός, παραπόταμος του Πηνειού ή από τη σταδιακή επαφή και ανάμειξη των ελληνικών φύλων με τους προέλληνες, οπότε και υιοθετήθηκαν από τους πρώτους, μαζί με άλλα πολιτισμικά αγαθά και διάφορες λέξεις τους, κυρίως ονόματα φυτών, βουνών (π.χ. Ιθώμη), τοπωνυμίων (π.χ. Οιχαλία) και ποταμών (π.χ. Πάμισος). Οι αρχαίοι φαντάζονταν τον Πάμισο σαν Ταύρο, που τα ρουθούνια του ήταν οι πηγές του απ' όπου ανάβλυζε το νερό του.
Ο Παυσανίας αναφέρει τη λατρεία του ποτάμιου θεού Πάμισου ανάμεσα σε πολλές προδωρικές λατρείες του τόπου που με την κατάκτηση τους από τους Δωριείς είχαν παραμεληθεί, αλλά με τον καιρό επαναφέρθηκαν ή αναδιοργανώθηκαν από τους τότε ηγεμόνες τους. Οργανωτής της λατρείας του Πάμισου ήταν ο Συβότας που όρισε ετήσια γιορτή με θυσία για το θεό Πάμισο από τον εκάστοτε βασιλιά του τόπου. Η γιορτή και η θυσία αυτή φαίνεται πως γίνονταν στις πηγές του Πάμισου, κοντά στο σημερινό Άγιο Φλώρο. Πολύ κοντά σ' αυτές τις πηγές ανασκάφτηκε ο μικρός ναός του ποτάμιου θεού και η λατρεία του επιβεβαιώθηκε με επιγραφές. Υπάρχει μάλιστα μεταγενέστερο των ρωμαϊκών χρόνων βάθρο αναθήματος με την επιγραφή «Δέξιππος ευχήν επηκόω Παμίσω».
Ο Παυσανίας μας πληροφορεί ότι, στις πηγές του Πάμισου παιδιά τα οποία παρουσίαζαν δυσπλασία των ποδιών τους έβρισκαν γιατρειά: ο Πάμισος λατρευόταν ως θεός-θεραπευτής. Μία άλλωστε από τις πολλές πηγές του Αγίου Φλώρου έχει και σήμερα νερό χλιαρό και μπορεί στην αρχαιότητα να ήταν θερμή πηγή. Η αρχαιολογική έρευνα το 1933 γύρω από το ναό του Πάμισου βρήκε πλήθος αναθημάτων και η παλαιότητα της λατρείας μπορεί να σημαίνει πως μια τοπική λατρεία πήρε τη θέση ασκληπιείου, χώρου αφιερωμένου στο τοπικό θεό-θεραπευτή Πάμισο, όπως μεταγενέστερα, ο πανελλήνιος θεός-θεραπευτής Ασκληπιός.
Δίπλα σ' αυτό το χτίσμα του δωρικού ναού, υπήρχε ‘’αποθέτης’’ προσφορών, όπου στην οπή του οι λάτρεις του θεού και οι ευεργετημένοι από αυτόν άφηναν τα τάματα τους μικρά μπρούτζινα και πήλινα αγαλματάκια θεών, ηρώων ,ταύρων, κατσικιών και μικρών παιδιών, που τα κάτω άκρα τους δείχνουν δυσπλασία. .
Για τους αρχαίους σημασία είχε ότι τα τάματα φανέρωναν την ευγνωμοσύνη τους στον Πάμισο, γιατί, φτωχοί καθώς ήταν, δεν είχαν ασήμι να τα «ασημώσουν», όπως γίνεται σήμερα από τους πιστούς. Το πιο συνηθισμένο τάμα για κάθε ευεργεσία του ποτάμιου θεού προς μια νεαρή ύπαρξη ήταν η αφιέρωση της κόμης του σ' αυτόν: τα παιδιά πρόσφεραν κατά κανόνα στον ποταμό την κόμη τους, όταν αίσια περνούσαν από την εφηβική ηλικία στην ανδρική.
Πηνειός Ηλείας. Ο Πηνειός ποταμός είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με τον πέμπτο άθλο του Ηρακλή, δηλαδή τον καθαρισμό των στάβλων του Αυγεία από την κόπρο. Κατά τη μυθολογία, ο Ηρακλής, αφού γκρέμισε το μαντρότοιχο των στάβλων, εξέτρεψε τα ποτάμια Πηνειό και Αλφειό και καθάρισε τους στάβλους.
Ο μύθος έχει συμβολικό χαρακτήρα και συνδέεται κυρίως με την τότε κατασκευή υδραυλικών έργων στην περιοχή, την αποξήρανση ελωδών εκτάσεων και την απαλλαγή της καλλιεργήσιμης γης από τις πλημμύρες με τα νερά των ποταμών.
Πηνειός Θεσσαλίας. Ο Πηνειός ήταν ο πατέρας του βασιλιά των Λαπιθών (μυθολογικά όντα ίδιας καταγωγής με τους Κενταύρους), Υψέα.
Επίσης, είναι ο ποτάμιος θεός της Θεσσαλίας, γιος του Ωκεανού και της Τηθύος. Με τη Νύμφη Κρέουσα, γέννησε τον Υψέα και τη Στίλβη. Κόρες του Πηνειού ήταν και οι Νύμφες, Τρίκκη και Λάρισα, οι οποίες έδωσαν τα ονόματά τους στις ομώνυμες θεσσαλικές πόλεις. Μια άλλη κόρη του Πηνειού ήταν και η νύμφη Δάφνη την οποία ερωτεύτηκε ο θεός Απόλλωνας. Για να ξεφύγει από τον Απόλλωνα κατέφυγε στην κοιλάδα των Τεμπών, όπου παρακάλεσε τη Μητέρα Γη να τη βοηθήσει. Τότε, η Μητέρα Γη τη μεταμόρφωσε στο φυτό δάφνη. Ο Απόλλωνας πάντρεψε την αγαπημένη του Πίνδου, με ένα όμορφο παλικάρι το Λίγκο (Χάσια). Τα δύο σημερινά βουνά, Χάσια και Πίνδος, ήταν ευτυχισμένα, όμως οι θεοί ζήλεψαν την ευτυχία τους και τα χώρισαν, από τα δάκρυά τους δημιουργήθηκε ο Πηνειός.
Ο Όμηρος αποκαλεί τον Πηνειό ‘’αργυροδίνη’’ από τις πολλές δίνες, που σχηματίζουν τα καθαρά σαν ασημένια νερά του στην πορεία τους. Στο Μεσαίωνα, ο Πηνειός αποκαλείται Σαλαβρίας. Ωστόσο, σύμφωνα με τη μυθολογία, ο πρωτεργάτης, εκείνος που άνοιξε τα Τέμπη με προσωπικό μόχθο του, κατασκευάζοντας μια διώρυγα, απ’ όπου και χύθηκαν τα νερά της τεράστιας λίμνης που κάλυπτε το θεσσαλικό κάμπο, ήταν ο θεός Ποσειδών. Γι’ αυτό το λόγο και η λατρεία του Ποσειδώνος, ήταν, σε όλη τη Θεσσαλία, πολύ διαδεδομένη και είχαν καθιερωθεί προς τιμή του διάφοροι εορτασμοί.
Στρυμόνας. Στη Britannica Encyclopedia, αναφέρεται ότι το όνομα του ποταμού έχει θρακική ρίζα και προέρχεται από τη λέξη «sru» που σημαίνει ρέμα, αντίστοιχη με την αγγλική λέξη «stream», τη λέξη «sruaimm» που σημαίνει ποταμός στην αρχαία ιρλανδική γλώσσα, την λιθουανική λέξη «straumuoe» που σημαίνει γρήγορο ρέμα, την ελληνική «ρεύμα» που αποδίδει το ρέμα, την αλβανική «rrymë» που σημαίνει κύλισμα νερού, shri rain.
Σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία το προηγούμενο όνομα του ποταμού ήταν Παλαιστίνος, από το όνομα του μυθικού βασιλιά της Θράκης Παλαιστίνου που πνίγηκε στον ποταμό που λεγόταν μέχρι τότε το όνομα Κόρναζος. Επίσης λέγεται, ότι ο Στρυμόνας ήταν βασιλιάς της Θράκης και γιος του Άρη. Όταν ο γιος του Ρήσος (μητέρα του ήταν η μούσα Ευτέρπη) σκοτώθηκε μπροστά στα τείχη της Τροίας, ο Στρυμόνας έπεσε στο ποτάμι που μέχρι τότε ονομαζόταν Παλαιστίνος και από τότε μετονομάστηκε σε Στρυμόνα.
Ο Ηρακλής στο 13ο άθλο, διατάχθηκε από τον Ευρυσθέα να οδηγήσει από την Ερυθεία, ένα απομονωμένο νησί στον Ωκεανό, τις αγελάδες του βασιλιά Γηρυόνη, γιου του Χρυσάορα και της Καλλιρρόης στις Μυκήνες. Μετά, από μακρά και περιπετειώδη πορεία στις χώρες της Μεσογείου, και αφού μονομάχησε με το Γηρυόνη, στις ακτές του ποταμού Ανθεμούντα, έφτασε στις Ιωνικές ακτές της Ελλάδας, όπου μια βοϊδόμυγα, σταλμένη από την Ήρα, τρέλανε το κοπάδι και το έκανε να διασκορπιστεί στα βουνά της Θράκης.
Ο Ηρακλής κατηγόρησε τον Στρυμόνα, ότι δυσκόλεψε το έργο του να συγκεντρώσει τις αγελάδες. Έτσι, γέμισε το ποτάμι με πέτρες, και από τότε ο ποταμός έπαψε να είναι πλωτός. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή του μύθου, ο Ηρακλής δεν μπορούσε να διασχίσει τον ποταμό επειδή δεν υπήρχε πέρασμα. Έριξε λοιπόν τεράστιους βράχους εμποδίζοντας έτσι τα τότε πλοία να τον διαπλέουν. Σε ιδιωτική συλλογή στην Kopenhagen υπάρχει μελανόμορφος αμφορέας του 480/470 π.Χ., όπου φαίνεται ο Ηρακλής να βρίσκεται στον κήπο των Εσπερίδων μαζί με τους ποτάμιους θεούς Ωκεανό, Στρυμόνα, Νείλο. Η παράσταση δείχνει προφανώς τον πλούτο της τότε περιοχής.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου