Γενικές έννοιες[1]
Απ᾽ ό,τι κάλλη έχει άνθρωπος, τα λόγια έχουν τη χάρη
να κάμουσι κάθε καρδιά παρηγοριά να πάρει
κι οπού κατέχει να μιλεί με γνώση και με τρόπο
κάνει και κλαίσι και γελούν τα μάτια των ανθρώπω.
Β. Κορνάρος, Ερωτόκριτος Α' 887-90[2]
Η ελληνική γλώσσα, όπως και κάθε γλώσσα, δίνει σε όσους τη γνωρίζουν τη δυνατότητα να επικοινωνούν, δηλαδή να εκφράζουν τις σκέψεις και τα αισθήματά τους, να μεταδίδουν ο ένας στον άλλον πληροφορίες, να διηγούνται, να διατυπώνουν παρακλήσεις ή εντολές, να υποβάλλουν ερωτήματα κλπ.
Ο καθένας, για να επικοινωνήσει, διαλέγει και συνδυάζει τις λέξεις που αποδίδουν ό,τι έχει να πει και είτε τις εκφέρει προφορικά είτε τις καταγράφει. Και στις δύο περιπτώσεις αποτέλεσμα είναι ένας λόγος: λόγος προφορικός στην πρώτη περίπτωση, λόγος γραπτός στη δεύτερη.[3]
Οι άνθρωποι μιλούμε και γράφουμε συχνά, αλλά όχι πάντα με τον ίδιο τρόπο. Αλλιώς θα μιλήσει ή θα γράψει κανείς στους γονείς του, αλλιώς στους φίλους του, αλλιώς σε κάποιον άγνωστο, αλλιώς στον προϊστάμενό του, αλλιώς στο αγαπημένο πρόσωπο. Και πάλι, διαφορετική μορφή θα πάρει ο λόγος αν προορίζεται απλά και μόνο να μεταδώσει μια πληροφορία, διαφορετική μορφή αν είναι να εκφράσει φόβο, λαχτάρα, ή άλλο συναίσθημα, διαφορετική μορφή αν έχει σκοπό να διασκεδάσει, και πάλι διαφορετική αν προορίζεται για να διδάξει, να πείσει, ή και να γοητέψει τον ακροατή ή τον αναγνώστη. Έτσι, τα είδη του λόγου, ή καλύτερα οι τρόποι της ομιλίας και της γραφής είναι πολλοί, συνδυάζονται συχνά, και μόνο σε γενικές γραμμές μπορούμε να ορίσουμε κάποια κριτήρια και να ξεχωρίσουμε κατηγορίες.
Τα λόγια που ανταλλάσσουν οι άνθρωποι στην καθημερινή τους συναναστροφή είναι συνήθως απλά και αφρόντιστα. Συμβαίνει όμως αυτός που μιλά ή που γράφει να προσπαθήσει, συνειδητά ή ασυναίσθητα, να διαμορφώσει τον λόγο του με τρόπο που να κάνει καλή εντύπωση, να τον πιστέψουν, και γενικά να πετύχει αυτό που επιδιώκει. Στις περιπτώσεις αυτές ο λόγος του λέμε πως είναι ξεχωριστός, φροντισμένος.
Κατά κανόνα, αλλά υπάρχουν και εξαιρέσεις, ο γραπτός λόγος είναι πιο φροντισμένος από τον προφορικό, καθώς όλοι ξέρουμε ότι τα λόγια ακούγονται μια φορά και χάνονται, αλλά τα γραπτά μένουν.
Ιδιαίτερα φροντισμένος είναι συνήθως ο δημόσιος λόγος, τόσο ο προφορικός, όταν απευθύνεται σε μεγάλο ακροατήριο, όσο και ο γραπτός, όταν προορίζεται να πολλαπλασιαστεί με την τυπογραφία ή άλλο μέσο και να δημοσιευτεί.
Η πιο συνηθισμένη περίπτωση φροντισμένου λόγου είναι βέβαια ο έντεχνος λόγος, όπου ο ομιλητής ή ο συγγραφέας ακολουθεί σε γενικές γραμμές τους κανόνες της τέχνης του λόγου - άλλος συνειδητά, αν είναι μελετημένος, άλλος από φυσική κλίση. Και στις δύο περιπτώσεις ο λόγος τους, προφορικός ή γραπτός, εντάσσεται στη λογοτεχνία.
Στον έντεχνο λόγο ανήκουν ολοφάνερα ως λογοτεχνήματα όλα τα ποιητικά έργα, είτε προορίζονται να τραγουδηθούν ή να απαγγελθούν, είτε γράφτηκαν μόνο για να διαβάζονται. Τα ποιητικά έργα έχουν όλα ρυθμό, τα περισσότερα έχουν και μέτρο, δηλαδή χωρίζονται σε ρυθμικές ενότητες με προκαθορισμένη έκταση· τα τραγουδιστικά έχουν και μελωδία.
Έντεχνος δεν είναι βέβαια μόνο ο ποιητικός αλλά και ο πεζός λόγος, γραπτός και προφορικός. Η γιαγιά που διηγείται ένα παραμύθι, ο ρήτορας που αγωνίζεται να πείσει ή να συγκινήσει το πλήθος, ο μυθιστοριογράφος - όλοι, στο μέτρο που συνειδητά ή ασυναίσθητα αξιοποιούν τους τρόπους και τις δυνατότητες του έντεχνου λόγου, χαρακτηρίζονται λογοτέχνες και τα έργα τους ανήκουν στη λογοτεχνία.
Αξιοσημείωτη στην ιδιοτυπία της είναι η λαϊκή λογοτεχνία. Περιλαμβάνει έργα ποιητικά και πεζά (παροιμίες, μύθους, παραμύθια, δημοτικά τραγούδια κλπ.) που διαδίδονται προφορικά, από στόμα σε στόμα. Είναι όλα έργα ανώνυμα, από την άποψη ότι κανείς δεν ξέρει ποιος είχε κάποτε την έμπνευση και ποιος διατύπωσε πρώτος αυτό που όταν ακούστηκε άρεσε, υιοθετήθηκε και στη συνέχεια διαδόθηκε στους πολλούς. Χαρακτηριστικό των έργων της λαϊκής λογοτεχνίας είναι και ότι απαντούν σε πολλές παραλλαγές, καθώς καθένας νιώθει ελεύθερος να τα παρουσιάσει όπως προτιμά, αλλάζοντας ή απομακρύνοντας ό,τι δεν του αρέσει, ή και προσθέτοντας κάτι καινούργιο. Σε αυτή την αδιάκοπη προσαρμογή και βελτίωση οφείλουν τα λαϊκά έργα την υψηλή τους ποιότητα.
Αντικείμενο της γραμματολογίας είναι ο κάθε λόγος, προφορικός ή γραπτός, απλός ή φροντισμένος, έντεχνος ή άτεχνος. Επειδή όμως και τον προφορικό λόγο στο πέρασμα του χρόνου δε μπορεί κανείς να τον εξετάσει παρά μόνο στην καταγραμμένη του μορφή, η γραμματολογία λέμε ότι μελετά τα γράμματα μιας ορισμένης γλώσσας και εποχής. Διαφορετική από τη γραμματολογία, η ιστορία της λογοτεχνίας έχει αποκλειστικό αντικείμενο τον έντεχνο λόγο, τα λογοτεχνήματα μιας ορισμένης εποχής και γλώσσας.[4]
---------------------
1 Περισσότερα για τις βασικές γλωσσολογικές έννοιες βλ. προηγούμενες αναρτήσεις: Ιστορία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας.
2 Το ίδιο έχει πει και ένας σοφιστής του 5ου π.Χ. αι., ο Γοργίας, στο Ἑλένης ἐγκώμιον 8: «Ο λόγος είναι μεγάλος δυνάστης, που με σώμα μικρό και φτενό πραγματώνει έργα θεοτικά· μπορεί, βλέπεις, και χαρά να δώσει και λύπη ν᾽ αποδιώξει, και τον φόβο να σταματήσει και τη συμπόνια ν᾽ αβγατίσει».
3 Ο διαχωρισμός του προφορικού από τον γραπτό λόγο δεν είναι πάντα εφικτός. Σε ποια κατηγορία να εντάξουμε π.χ. τα θεατρικά έργα; Σε ποιο είδος λόγου ανήκει μια διάλεξη, όταν ο ομιλητής διαβάζει από χειρόγραφο; Πώς να χαρακτηρίσουμε τα στενογραφημένα πρακτικά της Βουλής και τις απομαγνητοφωνημένες συζητήσεις των συνεδρίων;
4 Στη μελέτη της ελληνικής αρχαιότητας η γραμματολογία και η ιστορία της λογοτεχνίας τείνουν να ταυτιστούν, καθώς όλα σχεδόν τα κείμενα που μας σώζονται είναι φροντισμένα, και τα περισσότερα λογοτεχνικά.
Αρχαία ελληνικά γράμματα
Είπαμε ότι η γραμματολογία «μελετά τα γράμματα μιας ορισμένης γλώσσας και εποχής». Έτσι, η δική μας Αρχαία ελληνική γραμματολογία μελετά όλα τα μνημεία του λόγου που είναι γραμμένα στην ελληνική γλώσσα, όπως τη μίλησαν και την έγραψαν όχι μόνο οι Έλληνες αλλά και πολλοί ξένοι στους είκοσι και παραπάνω αιώνες της αρχαιότητας. Το αντικείμενο είναι τεράστιο: χιλιάδες κείμενα, μικρά μεγάλα, που σωστό είναι, για να τα μελετήσουμε, να τα χωρίσουμε σε κατηγορίες (α) ανάλογα με τη μορφή και το περιεχόμενό τους, και (β) ανάλογα με την εποχή της συγγραφής τους.
Ανάλογα με τη μορφή και το περιεχόμενο τα κείμενα κατατάσσονται, σε γενικές γραμμές, σύμφωνα με τον παρακάτω πίνακα. Ο πίνακας είναι σωστός· όχι όμως και ολοκληρωμένος, καθώς καθεμιά από τις κατηγορίες της τρίτης στήλης περιλαμβάνει πολλά ακόμα επιμέρους είδη, που θα τα γνωρίζουμε ένα ένα, όταν τα συναντούμε.
Κατάταξη των αρχαίων ελληνικών κειμένων ανάλογα με τη μορφή και το περιεχόμενό τους
Χρονολογικά, η αρχή της ελληνικής αρχαιότητας τοποθετείται γύρω στο 2000 π.Χ., όταν τα πρώτα ινδοευρωπαϊκά φύλα άρχισαν να διεισδύουν στον ελλαδικό χώρο· το τέλος της ορίζεται συμβατικά στο 330 μ.Χ., τότε που η ίδρυση της Κωνσταντινούπολης σηματοδότησε το ξεκίνημα της βυζαντινής αυτοκρατορίας.
Πιο δύσκολος είναι ο χωρισμός της ελληνικής αρχαιότητας σε περιόδους. Ο πρώτος χωρισμός σε μια προϊστορική και μιαν ιστορική περίοδο γίνεται συνήθως με κριτήριο τη γραφή: στην προϊστορία ανήκουν οι πολλοί αιώνες πριν από την επινόηση της γραφής, στην ιστορία οι αιώνες μετά την επινόηση και τη χρήση της. Τι να πούμε όμως, όταν η γραμμική Β γραφή των Μυκηναίων, που χρησιμοποιήθηκε από το 1600 ως το 1200 π.Χ., ξεχάστηκε, και μεσολάβησαν αρκετοί αιώνες ώσπου να σχηματιστεί μια νέα γραφή, βασισμένη στα φοινικικά γράμματα.[5]
Γραμμένα στη γλώσσα μας, τα κείμενα των μυκηναϊκών πινακίδων ανήκουν στην ελληνική γραμματεία. Ωστόσο, όσες πινακίδες βρέθηκαν και διαβάστηκαν ως τώρα δεν περιέχουν παρά σημειώσεις για διοικητικά και οικονομικά θέματα. Έτσι, από την άποψη του απαρτισμένου ελληνικού λόγου, τα ελληνικά γράμματα και μαζί τους η ιστορική περίοδος της ελληνικής αρχαιότητας ξεκινούν τον 8ο π.Χ. αι. με τα ομηρικά έπη.
Στην ιστορική περίοδο της ελληνικής αρχαιότητας ξεχωρίζουμε τις ακόλουθες εποχές:
Ομηρική εποχή: 8ος π.Χ. αι.
Αρχαϊκή εποχή: 7ος και 6ος π.Χ. αι.
Κλασική εποχή: 5ος και 4ος π.Χ. αι. - Από την εγκαθίδρυση της δημοκρατίας (508 π.Χ.) ως τον θάνατο του Μεγαλέξανδρου (323 π.Χ.)
Αλεξανδρινή ή Ελληνιστική εποχή: 3ος, 2ος και 1ος π.Χ. αι. - Από τον θάνατο του Μεγαλέξανδρου (323 π.Χ.) ως τη ναυμαχία του Ακτίου (31 π.Χ.)
Ελληνορωμαϊκή εποχή: 1ος, 2ος και 3ος μ.Χ. αι. - Από τη ναυμαχία του Ακτίου (31 π.Χ.) ως την ίδρυση της Ρωμαϊκής Κωνσταντινούπολης (330 μ.Χ.)
Κάθε περίοδος παρουσιάζει ορισμένα κυρίαρχα χαρακτηριστικά, που θα τα μελετήσουμε στο αντίστοιχο κεφάλαιο· πρέπει όμως να τονίσουμε ότι ο διαχωρισμός μιας ιστορικής εξέλιξης σε περιόδους, σε φάσεις κλπ. είναι αυθαίρετος, όπως αυθαίρετο είναι και να καθορίζεται κάποια χρονολογία ως όριο ανάμεσα στη μία και την άλλη περίοδο. Παράδειγμα: όσο σημαντικός και να ήταν ως γεγονός ο θάνατος του Μεγαλέξανδρου, τα χαρακτηριστικά της Κλασικής εποχής δεν εξαφανίστηκαν και τα χαρακτηριστικά της Ελληνιστικής εποχής δεν εμφανίστηκαν από τη μια μέρα στην άλλη. Αντίθετα: η ροή του χρόνου είναι αδιάκοπη, οι εξελίξεις αργές και κάθε εποχή διατηρεί πολλά από τα προηγούμενα και προλαβαίνει πολλά απ᾽ όσα θα ακολουθήσουν. Αν παρ᾽ όλα αυτά ξεχωρίζουμε περιόδους και ορίζουμε κάποιες σημαδιακές χρονολογίες ως όρια, είναι γιατί αυτό μας βοηθά να κατατάξουμε τα δεδομένα, να οργανώσουμε τη μελέτη και να συστηματοποιήσουμε τη γνώση μας.
---------------
5 Για τα θέματα της πρώτης και της δεύτερης ελληνικής γραφής βλ. προηγούμενες αναρτήσεις, Ιστορία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας
Η παράδοση των κειμένων
Είπαμε ότι τα αρχαία ελληνικά κείμενα που μελετούμε είναι πολλά. Πώς σώθηκαν όμως ως τις μέρες μας τόσα κείμενα, όταν οι αρχαίοι δε γνώριζαν ούτε το χαρτί ούτε την τυπογραφία; Μήπως όλα τα αρχαία κείμενα ήταν χαραγμένα στο μάρμαρο, ή σε άλλη πέτρα, και τώρα τα ανακαλύπτουν οι αρχαιολόγοι στις ανασκαφές; Όχι βέβαια!
Οι αρχαίοι χάραζαν στο μάρμαρο ή σε άλλες πέτρες νόμους, ψηφίσματα, επίσημες συμφωνίες, καταλόγους αρχόντων, επιτάφιες επιγραφές και άλλα δημόσια ή ιδιωτικά κείμενα που προορίζονταν να μείνουν για πάντα αμετακίνητα. Ως γραφική ύλη για τα άλλα τους γραπτά χρησιμοποιούσαν, ανάλογα με την περίπτωση, ποικίλα υλικά: πηλό, όστρακα, ξύλο απλό ή αλειμμένο με κερί, μεταλλικά ελάσματα, δέρμα, φύλλα, φλούδες, ακόμα και μήλα! Για τα μεγαλύτερα κείμενα, η πιο συνηθισμένη γραφική ύλη ήταν αρχικά ο πάπυρος και, από τον 2ο π.Χ. αιώνα, μαζί με τον πάπυρο, η περγαμηνή[6].
Ο συγγραφέας (ποιητής, πεζογράφος, δραματουργός κλπ.) που αποφάσιζε να καταγράψει το έργο του μπορούσε ή να γράφει ο ίδιος ή να υπαγορεύει σε κάποιο γραφέα, συνήθως δούλο. Όταν ολοκληρωνόταν το χειρόγραφο και επιθυμούσε να το εκδώσει, το έδινε σε κάποιον βιβλιοπώλη, που φρόντιζε να κατασκευαστούν και να πουληθούν όσα αντίγραφα του ζητούσαν. Εκδοτικά και πνευματικά δικαιώματα δεν υπήρχαν, έτσι ώστε ο καθένας που είχε στα χέρια του αντίγραφο ενός βιβλίου μπορούσε να κατασκευάσει, για να πουλήσει ή να χαρίσει, όσα άλλα αντίγραφα ήθελε.
Για πολλούς αιώνες, ως την εφεύρεση της τυπογραφίας (15ος μ.Χ. αι.), τα κείμενα των αρχαίων συγγραφέων διασώθηκαν (όσα διασώθηκαν) με τις αλλεπάλληλες αντιγραφές. Ειδικευμένοι δούλοι, επαγγελματίες ή ερασιτέχνες γραφείς, καλόγεροι ή λαϊκοί, σε οργανωμένα βιβλιογραφικά εργαστήρια ή σε ιδιωτικό χώρο, κατασκεύαζαν, για δημόσια ή για προσωπική χρήση, περισσότερο ή λιγότερο επιμελημένα αντίγραφα των έργων που χρειάζονταν και έκριναν άξια να διατηρηθούν.
Αν σκεφτούμε πόσο εύκολα μπορεί να καταστραφεί ένα χειρόγραφο (από υγρασία, από φωτιά, από ανθρώπινη αμέλεια κλπ.), καταλαβαίνουμε ότι όσο περισσότερα αντίγραφα ενός έργου κυκλοφορούσαν και όσο μεγαλύτερη ήταν η διασπορά τους, τόσο μεγαλύτερες ήταν οι πιθανότητές του να διασωθεί. Έτσι, συμβαίνει από την πρώιμη λογοτεχνική παραγωγή να μη σώζονται παρά τα πιο ονομαστά, τα πιο αριστοτεχνικά έργα, αυτά που ο καθένας επιδίωκε να τα έχει στη βιβλιοθήκη του. Και πάλι, περισσότερες πιθανότητες να διασωθούν είχαν όσα έργα κυκλοφορούσαν σε πολλά αντίγραφα γιατί διδάσκονταν στα σχολεία.[7]
Ορισμένα αρχαία κείμενα δε διασώθηκαν χαραγμένα στην πέτρα, ούτε γιατί κάποιοι φρόντιζαν να τα αντιγράφουν, αλλά γιατί βρέθηκαν πεταμένα και θαμμένα στην άμμο της Αιγύπτου. Στην Ελλάδα και στα περισσότερα μέρη το κλίμα είναι υγρό και οι οργανικές ύλες (το ξύλο, το δέρμα κλπ.) με τον καιρό σαπίζουν και καταστρέφονται. Όχι στην Αίγυπτο, όπου το κλίμα είναι εξαιρετικά ξηρό και η άμμος μπορεί να διατηρήσει για αιώνες ανέπαφο ό,τι κρατά σκεπασμένο. Έτσι συμβαίνει, όταν οι αρχαιολόγοι ανασκάβουν αιγυπτιακούς σκουπιδότοπους, ανάμεσα στα άλλα να ανακαλύπτουν και παπυρικά φύλλα ή τυλιγάδια.[8] Τα περισσότερα περιέχουν διοικητικές πράξεις, ιδιωτικές συμφωνίες και επιστολές· δε λείπουν όμως και οι λογοτεχνικοί πάπυροι, που μας διασώζουν ποιητικά έργα και πεζογραφήματα που αλλιώς θα ήταν για πάντα χαμένα.
Οι επιγραφές σε σκληρό υλικό, όταν βρεθούν, είναι συχνά σπασμένες, φαγωμένες και παρουσιάζουν κενά· οι πάπυροι είναι τις περισσότερες φορές κομματιασμένοι, ξεθωριασμένοι και δυσανάγνωστοι· το ίδιο και τα χειρόγραφα, που για να διαβαστούν απαιτούν ειδικές γνώσεις. Αν εμείς τα αρχαία κείμενα τα βρίσκουμε εύκολα, διορθωμένα και τυπωμένα, είναι γιατί τα συγκέντρωσαν, τα αποκατάστησαν στη σωστή τους μορφή και τα εκδώσαν φιλόλογοι ειδικευμένοι στην επιγραφική, στην παπυρολογία, στην παλαιογραφία και στην κριτική των κειμένων.[9]
-----------------
6 Το χαρτί κατασκευαζόταν, όταν στην Κίνα από τους πρώτους μ.Χ. αιώνες, αλλά στην Ευρώπη δεν έγινε γνωστό παρά τον 10ο μ.Χ. αιώνα, από τους Άραβες της Ισπανίας.
7 Το καλύτερο παράδειγμα είναι πάντα τα ομηρικά έπη, η Ιλιάδα και η Οδύσσεια, που ποτέ δεν έλειψαν από τα ελληνικά σχολεία· χαρακτηριστική όμως είναι και η περίπτωση των μεγάλων τραγικών ποιητών, π.χ. του Αισχύλου, που από τα 90 πάνω κάτω έργα του δε σώζονται παρά τα επτά που διδάσκονταν στα σχολεία τον 2ο μ.Χ. αιώνα.
8 Γραμμένα φύλλα παπύρου τυχαίνει να έχουν χρησιμοποιηθεί και ως παραγέμισμα ή περιτύλιγμα σε αιγυπτιακές μούμιες ανθρώπων ή και κροκοδείλων!
9 Κριτική των κειμένων ονομάζεται η προσπάθεια των φιλολόγων να αποκαταστήσουν τα κείμενα στην αρχική τους μορφή, εντοπίζοντας και διορθώνοντας τα λάθη που είναι φυσικό να έχουν γίνει με τις τόσες αντιγραφές.
Απ᾽ ό,τι κάλλη έχει άνθρωπος, τα λόγια έχουν τη χάρη
να κάμουσι κάθε καρδιά παρηγοριά να πάρει
κι οπού κατέχει να μιλεί με γνώση και με τρόπο
κάνει και κλαίσι και γελούν τα μάτια των ανθρώπω.
Β. Κορνάρος, Ερωτόκριτος Α' 887-90[2]
Η ελληνική γλώσσα, όπως και κάθε γλώσσα, δίνει σε όσους τη γνωρίζουν τη δυνατότητα να επικοινωνούν, δηλαδή να εκφράζουν τις σκέψεις και τα αισθήματά τους, να μεταδίδουν ο ένας στον άλλον πληροφορίες, να διηγούνται, να διατυπώνουν παρακλήσεις ή εντολές, να υποβάλλουν ερωτήματα κλπ.
Ο καθένας, για να επικοινωνήσει, διαλέγει και συνδυάζει τις λέξεις που αποδίδουν ό,τι έχει να πει και είτε τις εκφέρει προφορικά είτε τις καταγράφει. Και στις δύο περιπτώσεις αποτέλεσμα είναι ένας λόγος: λόγος προφορικός στην πρώτη περίπτωση, λόγος γραπτός στη δεύτερη.[3]
Οι άνθρωποι μιλούμε και γράφουμε συχνά, αλλά όχι πάντα με τον ίδιο τρόπο. Αλλιώς θα μιλήσει ή θα γράψει κανείς στους γονείς του, αλλιώς στους φίλους του, αλλιώς σε κάποιον άγνωστο, αλλιώς στον προϊστάμενό του, αλλιώς στο αγαπημένο πρόσωπο. Και πάλι, διαφορετική μορφή θα πάρει ο λόγος αν προορίζεται απλά και μόνο να μεταδώσει μια πληροφορία, διαφορετική μορφή αν είναι να εκφράσει φόβο, λαχτάρα, ή άλλο συναίσθημα, διαφορετική μορφή αν έχει σκοπό να διασκεδάσει, και πάλι διαφορετική αν προορίζεται για να διδάξει, να πείσει, ή και να γοητέψει τον ακροατή ή τον αναγνώστη. Έτσι, τα είδη του λόγου, ή καλύτερα οι τρόποι της ομιλίας και της γραφής είναι πολλοί, συνδυάζονται συχνά, και μόνο σε γενικές γραμμές μπορούμε να ορίσουμε κάποια κριτήρια και να ξεχωρίσουμε κατηγορίες.
Τα λόγια που ανταλλάσσουν οι άνθρωποι στην καθημερινή τους συναναστροφή είναι συνήθως απλά και αφρόντιστα. Συμβαίνει όμως αυτός που μιλά ή που γράφει να προσπαθήσει, συνειδητά ή ασυναίσθητα, να διαμορφώσει τον λόγο του με τρόπο που να κάνει καλή εντύπωση, να τον πιστέψουν, και γενικά να πετύχει αυτό που επιδιώκει. Στις περιπτώσεις αυτές ο λόγος του λέμε πως είναι ξεχωριστός, φροντισμένος.
Κατά κανόνα, αλλά υπάρχουν και εξαιρέσεις, ο γραπτός λόγος είναι πιο φροντισμένος από τον προφορικό, καθώς όλοι ξέρουμε ότι τα λόγια ακούγονται μια φορά και χάνονται, αλλά τα γραπτά μένουν.
Ιδιαίτερα φροντισμένος είναι συνήθως ο δημόσιος λόγος, τόσο ο προφορικός, όταν απευθύνεται σε μεγάλο ακροατήριο, όσο και ο γραπτός, όταν προορίζεται να πολλαπλασιαστεί με την τυπογραφία ή άλλο μέσο και να δημοσιευτεί.
Η πιο συνηθισμένη περίπτωση φροντισμένου λόγου είναι βέβαια ο έντεχνος λόγος, όπου ο ομιλητής ή ο συγγραφέας ακολουθεί σε γενικές γραμμές τους κανόνες της τέχνης του λόγου - άλλος συνειδητά, αν είναι μελετημένος, άλλος από φυσική κλίση. Και στις δύο περιπτώσεις ο λόγος τους, προφορικός ή γραπτός, εντάσσεται στη λογοτεχνία.
Στον έντεχνο λόγο ανήκουν ολοφάνερα ως λογοτεχνήματα όλα τα ποιητικά έργα, είτε προορίζονται να τραγουδηθούν ή να απαγγελθούν, είτε γράφτηκαν μόνο για να διαβάζονται. Τα ποιητικά έργα έχουν όλα ρυθμό, τα περισσότερα έχουν και μέτρο, δηλαδή χωρίζονται σε ρυθμικές ενότητες με προκαθορισμένη έκταση· τα τραγουδιστικά έχουν και μελωδία.
Έντεχνος δεν είναι βέβαια μόνο ο ποιητικός αλλά και ο πεζός λόγος, γραπτός και προφορικός. Η γιαγιά που διηγείται ένα παραμύθι, ο ρήτορας που αγωνίζεται να πείσει ή να συγκινήσει το πλήθος, ο μυθιστοριογράφος - όλοι, στο μέτρο που συνειδητά ή ασυναίσθητα αξιοποιούν τους τρόπους και τις δυνατότητες του έντεχνου λόγου, χαρακτηρίζονται λογοτέχνες και τα έργα τους ανήκουν στη λογοτεχνία.
Αξιοσημείωτη στην ιδιοτυπία της είναι η λαϊκή λογοτεχνία. Περιλαμβάνει έργα ποιητικά και πεζά (παροιμίες, μύθους, παραμύθια, δημοτικά τραγούδια κλπ.) που διαδίδονται προφορικά, από στόμα σε στόμα. Είναι όλα έργα ανώνυμα, από την άποψη ότι κανείς δεν ξέρει ποιος είχε κάποτε την έμπνευση και ποιος διατύπωσε πρώτος αυτό που όταν ακούστηκε άρεσε, υιοθετήθηκε και στη συνέχεια διαδόθηκε στους πολλούς. Χαρακτηριστικό των έργων της λαϊκής λογοτεχνίας είναι και ότι απαντούν σε πολλές παραλλαγές, καθώς καθένας νιώθει ελεύθερος να τα παρουσιάσει όπως προτιμά, αλλάζοντας ή απομακρύνοντας ό,τι δεν του αρέσει, ή και προσθέτοντας κάτι καινούργιο. Σε αυτή την αδιάκοπη προσαρμογή και βελτίωση οφείλουν τα λαϊκά έργα την υψηλή τους ποιότητα.
Αντικείμενο της γραμματολογίας είναι ο κάθε λόγος, προφορικός ή γραπτός, απλός ή φροντισμένος, έντεχνος ή άτεχνος. Επειδή όμως και τον προφορικό λόγο στο πέρασμα του χρόνου δε μπορεί κανείς να τον εξετάσει παρά μόνο στην καταγραμμένη του μορφή, η γραμματολογία λέμε ότι μελετά τα γράμματα μιας ορισμένης γλώσσας και εποχής. Διαφορετική από τη γραμματολογία, η ιστορία της λογοτεχνίας έχει αποκλειστικό αντικείμενο τον έντεχνο λόγο, τα λογοτεχνήματα μιας ορισμένης εποχής και γλώσσας.[4]
---------------------
1 Περισσότερα για τις βασικές γλωσσολογικές έννοιες βλ. προηγούμενες αναρτήσεις: Ιστορία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας.
2 Το ίδιο έχει πει και ένας σοφιστής του 5ου π.Χ. αι., ο Γοργίας, στο Ἑλένης ἐγκώμιον 8: «Ο λόγος είναι μεγάλος δυνάστης, που με σώμα μικρό και φτενό πραγματώνει έργα θεοτικά· μπορεί, βλέπεις, και χαρά να δώσει και λύπη ν᾽ αποδιώξει, και τον φόβο να σταματήσει και τη συμπόνια ν᾽ αβγατίσει».
3 Ο διαχωρισμός του προφορικού από τον γραπτό λόγο δεν είναι πάντα εφικτός. Σε ποια κατηγορία να εντάξουμε π.χ. τα θεατρικά έργα; Σε ποιο είδος λόγου ανήκει μια διάλεξη, όταν ο ομιλητής διαβάζει από χειρόγραφο; Πώς να χαρακτηρίσουμε τα στενογραφημένα πρακτικά της Βουλής και τις απομαγνητοφωνημένες συζητήσεις των συνεδρίων;
4 Στη μελέτη της ελληνικής αρχαιότητας η γραμματολογία και η ιστορία της λογοτεχνίας τείνουν να ταυτιστούν, καθώς όλα σχεδόν τα κείμενα που μας σώζονται είναι φροντισμένα, και τα περισσότερα λογοτεχνικά.
Αρχαία ελληνικά γράμματα
Είπαμε ότι η γραμματολογία «μελετά τα γράμματα μιας ορισμένης γλώσσας και εποχής». Έτσι, η δική μας Αρχαία ελληνική γραμματολογία μελετά όλα τα μνημεία του λόγου που είναι γραμμένα στην ελληνική γλώσσα, όπως τη μίλησαν και την έγραψαν όχι μόνο οι Έλληνες αλλά και πολλοί ξένοι στους είκοσι και παραπάνω αιώνες της αρχαιότητας. Το αντικείμενο είναι τεράστιο: χιλιάδες κείμενα, μικρά μεγάλα, που σωστό είναι, για να τα μελετήσουμε, να τα χωρίσουμε σε κατηγορίες (α) ανάλογα με τη μορφή και το περιεχόμενό τους, και (β) ανάλογα με την εποχή της συγγραφής τους.
Ανάλογα με τη μορφή και το περιεχόμενο τα κείμενα κατατάσσονται, σε γενικές γραμμές, σύμφωνα με τον παρακάτω πίνακα. Ο πίνακας είναι σωστός· όχι όμως και ολοκληρωμένος, καθώς καθεμιά από τις κατηγορίες της τρίτης στήλης περιλαμβάνει πολλά ακόμα επιμέρους είδη, που θα τα γνωρίζουμε ένα ένα, όταν τα συναντούμε.
Κατάταξη των αρχαίων ελληνικών κειμένων ανάλογα με τη μορφή και το περιεχόμενό τους
Χρονολογικά, η αρχή της ελληνικής αρχαιότητας τοποθετείται γύρω στο 2000 π.Χ., όταν τα πρώτα ινδοευρωπαϊκά φύλα άρχισαν να διεισδύουν στον ελλαδικό χώρο· το τέλος της ορίζεται συμβατικά στο 330 μ.Χ., τότε που η ίδρυση της Κωνσταντινούπολης σηματοδότησε το ξεκίνημα της βυζαντινής αυτοκρατορίας.
Πιο δύσκολος είναι ο χωρισμός της ελληνικής αρχαιότητας σε περιόδους. Ο πρώτος χωρισμός σε μια προϊστορική και μιαν ιστορική περίοδο γίνεται συνήθως με κριτήριο τη γραφή: στην προϊστορία ανήκουν οι πολλοί αιώνες πριν από την επινόηση της γραφής, στην ιστορία οι αιώνες μετά την επινόηση και τη χρήση της. Τι να πούμε όμως, όταν η γραμμική Β γραφή των Μυκηναίων, που χρησιμοποιήθηκε από το 1600 ως το 1200 π.Χ., ξεχάστηκε, και μεσολάβησαν αρκετοί αιώνες ώσπου να σχηματιστεί μια νέα γραφή, βασισμένη στα φοινικικά γράμματα.[5]
Γραμμένα στη γλώσσα μας, τα κείμενα των μυκηναϊκών πινακίδων ανήκουν στην ελληνική γραμματεία. Ωστόσο, όσες πινακίδες βρέθηκαν και διαβάστηκαν ως τώρα δεν περιέχουν παρά σημειώσεις για διοικητικά και οικονομικά θέματα. Έτσι, από την άποψη του απαρτισμένου ελληνικού λόγου, τα ελληνικά γράμματα και μαζί τους η ιστορική περίοδος της ελληνικής αρχαιότητας ξεκινούν τον 8ο π.Χ. αι. με τα ομηρικά έπη.
Στην ιστορική περίοδο της ελληνικής αρχαιότητας ξεχωρίζουμε τις ακόλουθες εποχές:
Ομηρική εποχή: 8ος π.Χ. αι.
Αρχαϊκή εποχή: 7ος και 6ος π.Χ. αι.
Κλασική εποχή: 5ος και 4ος π.Χ. αι. - Από την εγκαθίδρυση της δημοκρατίας (508 π.Χ.) ως τον θάνατο του Μεγαλέξανδρου (323 π.Χ.)
Αλεξανδρινή ή Ελληνιστική εποχή: 3ος, 2ος και 1ος π.Χ. αι. - Από τον θάνατο του Μεγαλέξανδρου (323 π.Χ.) ως τη ναυμαχία του Ακτίου (31 π.Χ.)
Ελληνορωμαϊκή εποχή: 1ος, 2ος και 3ος μ.Χ. αι. - Από τη ναυμαχία του Ακτίου (31 π.Χ.) ως την ίδρυση της Ρωμαϊκής Κωνσταντινούπολης (330 μ.Χ.)
Κάθε περίοδος παρουσιάζει ορισμένα κυρίαρχα χαρακτηριστικά, που θα τα μελετήσουμε στο αντίστοιχο κεφάλαιο· πρέπει όμως να τονίσουμε ότι ο διαχωρισμός μιας ιστορικής εξέλιξης σε περιόδους, σε φάσεις κλπ. είναι αυθαίρετος, όπως αυθαίρετο είναι και να καθορίζεται κάποια χρονολογία ως όριο ανάμεσα στη μία και την άλλη περίοδο. Παράδειγμα: όσο σημαντικός και να ήταν ως γεγονός ο θάνατος του Μεγαλέξανδρου, τα χαρακτηριστικά της Κλασικής εποχής δεν εξαφανίστηκαν και τα χαρακτηριστικά της Ελληνιστικής εποχής δεν εμφανίστηκαν από τη μια μέρα στην άλλη. Αντίθετα: η ροή του χρόνου είναι αδιάκοπη, οι εξελίξεις αργές και κάθε εποχή διατηρεί πολλά από τα προηγούμενα και προλαβαίνει πολλά απ᾽ όσα θα ακολουθήσουν. Αν παρ᾽ όλα αυτά ξεχωρίζουμε περιόδους και ορίζουμε κάποιες σημαδιακές χρονολογίες ως όρια, είναι γιατί αυτό μας βοηθά να κατατάξουμε τα δεδομένα, να οργανώσουμε τη μελέτη και να συστηματοποιήσουμε τη γνώση μας.
---------------
5 Για τα θέματα της πρώτης και της δεύτερης ελληνικής γραφής βλ. προηγούμενες αναρτήσεις, Ιστορία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας
Η παράδοση των κειμένων
Είπαμε ότι τα αρχαία ελληνικά κείμενα που μελετούμε είναι πολλά. Πώς σώθηκαν όμως ως τις μέρες μας τόσα κείμενα, όταν οι αρχαίοι δε γνώριζαν ούτε το χαρτί ούτε την τυπογραφία; Μήπως όλα τα αρχαία κείμενα ήταν χαραγμένα στο μάρμαρο, ή σε άλλη πέτρα, και τώρα τα ανακαλύπτουν οι αρχαιολόγοι στις ανασκαφές; Όχι βέβαια!
Οι αρχαίοι χάραζαν στο μάρμαρο ή σε άλλες πέτρες νόμους, ψηφίσματα, επίσημες συμφωνίες, καταλόγους αρχόντων, επιτάφιες επιγραφές και άλλα δημόσια ή ιδιωτικά κείμενα που προορίζονταν να μείνουν για πάντα αμετακίνητα. Ως γραφική ύλη για τα άλλα τους γραπτά χρησιμοποιούσαν, ανάλογα με την περίπτωση, ποικίλα υλικά: πηλό, όστρακα, ξύλο απλό ή αλειμμένο με κερί, μεταλλικά ελάσματα, δέρμα, φύλλα, φλούδες, ακόμα και μήλα! Για τα μεγαλύτερα κείμενα, η πιο συνηθισμένη γραφική ύλη ήταν αρχικά ο πάπυρος και, από τον 2ο π.Χ. αιώνα, μαζί με τον πάπυρο, η περγαμηνή[6].
Ο συγγραφέας (ποιητής, πεζογράφος, δραματουργός κλπ.) που αποφάσιζε να καταγράψει το έργο του μπορούσε ή να γράφει ο ίδιος ή να υπαγορεύει σε κάποιο γραφέα, συνήθως δούλο. Όταν ολοκληρωνόταν το χειρόγραφο και επιθυμούσε να το εκδώσει, το έδινε σε κάποιον βιβλιοπώλη, που φρόντιζε να κατασκευαστούν και να πουληθούν όσα αντίγραφα του ζητούσαν. Εκδοτικά και πνευματικά δικαιώματα δεν υπήρχαν, έτσι ώστε ο καθένας που είχε στα χέρια του αντίγραφο ενός βιβλίου μπορούσε να κατασκευάσει, για να πουλήσει ή να χαρίσει, όσα άλλα αντίγραφα ήθελε.
Για πολλούς αιώνες, ως την εφεύρεση της τυπογραφίας (15ος μ.Χ. αι.), τα κείμενα των αρχαίων συγγραφέων διασώθηκαν (όσα διασώθηκαν) με τις αλλεπάλληλες αντιγραφές. Ειδικευμένοι δούλοι, επαγγελματίες ή ερασιτέχνες γραφείς, καλόγεροι ή λαϊκοί, σε οργανωμένα βιβλιογραφικά εργαστήρια ή σε ιδιωτικό χώρο, κατασκεύαζαν, για δημόσια ή για προσωπική χρήση, περισσότερο ή λιγότερο επιμελημένα αντίγραφα των έργων που χρειάζονταν και έκριναν άξια να διατηρηθούν.
Αν σκεφτούμε πόσο εύκολα μπορεί να καταστραφεί ένα χειρόγραφο (από υγρασία, από φωτιά, από ανθρώπινη αμέλεια κλπ.), καταλαβαίνουμε ότι όσο περισσότερα αντίγραφα ενός έργου κυκλοφορούσαν και όσο μεγαλύτερη ήταν η διασπορά τους, τόσο μεγαλύτερες ήταν οι πιθανότητές του να διασωθεί. Έτσι, συμβαίνει από την πρώιμη λογοτεχνική παραγωγή να μη σώζονται παρά τα πιο ονομαστά, τα πιο αριστοτεχνικά έργα, αυτά που ο καθένας επιδίωκε να τα έχει στη βιβλιοθήκη του. Και πάλι, περισσότερες πιθανότητες να διασωθούν είχαν όσα έργα κυκλοφορούσαν σε πολλά αντίγραφα γιατί διδάσκονταν στα σχολεία.[7]
Ορισμένα αρχαία κείμενα δε διασώθηκαν χαραγμένα στην πέτρα, ούτε γιατί κάποιοι φρόντιζαν να τα αντιγράφουν, αλλά γιατί βρέθηκαν πεταμένα και θαμμένα στην άμμο της Αιγύπτου. Στην Ελλάδα και στα περισσότερα μέρη το κλίμα είναι υγρό και οι οργανικές ύλες (το ξύλο, το δέρμα κλπ.) με τον καιρό σαπίζουν και καταστρέφονται. Όχι στην Αίγυπτο, όπου το κλίμα είναι εξαιρετικά ξηρό και η άμμος μπορεί να διατηρήσει για αιώνες ανέπαφο ό,τι κρατά σκεπασμένο. Έτσι συμβαίνει, όταν οι αρχαιολόγοι ανασκάβουν αιγυπτιακούς σκουπιδότοπους, ανάμεσα στα άλλα να ανακαλύπτουν και παπυρικά φύλλα ή τυλιγάδια.[8] Τα περισσότερα περιέχουν διοικητικές πράξεις, ιδιωτικές συμφωνίες και επιστολές· δε λείπουν όμως και οι λογοτεχνικοί πάπυροι, που μας διασώζουν ποιητικά έργα και πεζογραφήματα που αλλιώς θα ήταν για πάντα χαμένα.
Οι επιγραφές σε σκληρό υλικό, όταν βρεθούν, είναι συχνά σπασμένες, φαγωμένες και παρουσιάζουν κενά· οι πάπυροι είναι τις περισσότερες φορές κομματιασμένοι, ξεθωριασμένοι και δυσανάγνωστοι· το ίδιο και τα χειρόγραφα, που για να διαβαστούν απαιτούν ειδικές γνώσεις. Αν εμείς τα αρχαία κείμενα τα βρίσκουμε εύκολα, διορθωμένα και τυπωμένα, είναι γιατί τα συγκέντρωσαν, τα αποκατάστησαν στη σωστή τους μορφή και τα εκδώσαν φιλόλογοι ειδικευμένοι στην επιγραφική, στην παπυρολογία, στην παλαιογραφία και στην κριτική των κειμένων.[9]
-----------------
6 Το χαρτί κατασκευαζόταν, όταν στην Κίνα από τους πρώτους μ.Χ. αιώνες, αλλά στην Ευρώπη δεν έγινε γνωστό παρά τον 10ο μ.Χ. αιώνα, από τους Άραβες της Ισπανίας.
7 Το καλύτερο παράδειγμα είναι πάντα τα ομηρικά έπη, η Ιλιάδα και η Οδύσσεια, που ποτέ δεν έλειψαν από τα ελληνικά σχολεία· χαρακτηριστική όμως είναι και η περίπτωση των μεγάλων τραγικών ποιητών, π.χ. του Αισχύλου, που από τα 90 πάνω κάτω έργα του δε σώζονται παρά τα επτά που διδάσκονταν στα σχολεία τον 2ο μ.Χ. αιώνα.
8 Γραμμένα φύλλα παπύρου τυχαίνει να έχουν χρησιμοποιηθεί και ως παραγέμισμα ή περιτύλιγμα σε αιγυπτιακές μούμιες ανθρώπων ή και κροκοδείλων!
9 Κριτική των κειμένων ονομάζεται η προσπάθεια των φιλολόγων να αποκαταστήσουν τα κείμενα στην αρχική τους μορφή, εντοπίζοντας και διορθώνοντας τα λάθη που είναι φυσικό να έχουν γίνει με τις τόσες αντιγραφές.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου