Τυχαία πέρασα από εκείνο το στενό αλλά δεν τους είδα να απολαμβάνουν όπως απολάμβαναν τον ήλιο του μεσημεριού! Φαντάστηκα και τι δεν φαντάστηκα. Λάβετε υπόψη σας ότι η φαντασία είναι και αυτή μνήμη ή μια μορφή μνήμης! Ο κυρ Γιάννης με το φίλο του. Τι έγινε, τι μπορεί να μεσολάβησε ώστε να τους στερήσει την έξοδό τους; Ο θάνατος! Μόνο ο θάνατος θα μου κόψει τούτες τις μικροχαρές, κανένας άλλος, μου είχε πει μια άλλη φορά, ρουφώντας χορταστικά μια βαθιά γουλιά σκέτου ελληνικού καφέ.
«Ο καφές, πάντα σκέτος, το συκώτι μας συμπαθεί το πικρό, όχι όμως το γλυκό κι εγώ δεν αγάπησα ποτέ τα γλυκά μόνο τη Γλύκα, με όλη μου τη δύναμη!»
Σπάνιο όνομα! Άκου Γλύκα! Την πρώτη φορά τον ρώτησα μήπως τη βαφτίσανε Γλυκάνθη; Και τα πήρε ο κυρ Γιάννης και έτρεξε στο σπίτι να φέρει το βαφτιστικό της. Πόσες φορές χρειάστηκε να το βγάλει από το συρτάρι, χαμογελώντας και στοιχηματίζοντας για τη βεβαιότητα των λόγων του!
Η Γλύκα, μας άφησε ένα χειμωνιάτικο πρωί, ταξίδεψε πολύ ήσυχα στους δρόμους του ουρανού. Παιδιά δεν υπήρχαν να την κλάψουν, μόνο ο κυρ Γιάννης ήταν απαρηγόρητος, αλλά βλέπετε ο γιατρός των πάντων, δια της λήθης, ο χρόνος, μας δίνει μόνο το δικαίωμα μιας γλυκιάς ανάμνησης. Παλιά και λησμονημένα; Όχι ακριβώς. Παλιά και περασμένα, λίγο ξεχασμένα θα πω εγώ!
Το μυαλό μου πήγε στο κακό. 1926! Τότε γεννήθηκε, τι να υποθέσω, έλειπε κι ο φίλος του, τι να σκεφτώ!
Τρεις καρέκλες κι ένα τραπέζι! Στη μία ο ένας στην άλλη ο άλλος και στην τρίτη τα πανωφόρια τους, όταν ζεσταίνονταν πολύ.
Όπως αναρωτιόμουνα, άκουσα βήματα στο στενό πλακόστρωτο. Έρχεται; Όχι δεν έρχεται μου απάντησε μια φωνή, δεν θα ξανάρθει ποτέ πια συνέχισε με επιτονισμό η δική μου εσωτερική φωνή! Και ο καφετζής που ανέβαινε με μια νταμιτζανίτσα τσίπουρο, πάει κι ο κυρ Γιάννης, πάει στη Γλύκα του σήμερα!
Είδατε, καμιά φορά η μνήμη πολλών κάνει τη φαντασία να καλπάζει, όχι άδικα. Πετάχτηκα με μιας συντριμμένος για το αναπάντεχο! Όχι, όχι, όχι άλλες άδειες καρέκλες, φώναξα με όλη μου τη δύναμη!
Ο καφετζής έπαιξε λιγάκι με τις λέξεις! Λες εμένα να με συμφέρει να αδειάζουν και συνέχισε :μη πικραίνεσαι, βάλε τη φαντασία σου σε άλλο δρόμο, έτσι είναι τα ανθρώπινα! Είμαστε περαστικοί κι ο δρόμος πηγαίνει πάντα προς τα μπρος!
«Ο καφές, πάντα σκέτος, το συκώτι μας συμπαθεί το πικρό, όχι όμως το γλυκό κι εγώ δεν αγάπησα ποτέ τα γλυκά μόνο τη Γλύκα, με όλη μου τη δύναμη!»
Σπάνιο όνομα! Άκου Γλύκα! Την πρώτη φορά τον ρώτησα μήπως τη βαφτίσανε Γλυκάνθη; Και τα πήρε ο κυρ Γιάννης και έτρεξε στο σπίτι να φέρει το βαφτιστικό της. Πόσες φορές χρειάστηκε να το βγάλει από το συρτάρι, χαμογελώντας και στοιχηματίζοντας για τη βεβαιότητα των λόγων του!
Η Γλύκα, μας άφησε ένα χειμωνιάτικο πρωί, ταξίδεψε πολύ ήσυχα στους δρόμους του ουρανού. Παιδιά δεν υπήρχαν να την κλάψουν, μόνο ο κυρ Γιάννης ήταν απαρηγόρητος, αλλά βλέπετε ο γιατρός των πάντων, δια της λήθης, ο χρόνος, μας δίνει μόνο το δικαίωμα μιας γλυκιάς ανάμνησης. Παλιά και λησμονημένα; Όχι ακριβώς. Παλιά και περασμένα, λίγο ξεχασμένα θα πω εγώ!
Το μυαλό μου πήγε στο κακό. 1926! Τότε γεννήθηκε, τι να υποθέσω, έλειπε κι ο φίλος του, τι να σκεφτώ!
Τρεις καρέκλες κι ένα τραπέζι! Στη μία ο ένας στην άλλη ο άλλος και στην τρίτη τα πανωφόρια τους, όταν ζεσταίνονταν πολύ.
Όπως αναρωτιόμουνα, άκουσα βήματα στο στενό πλακόστρωτο. Έρχεται; Όχι δεν έρχεται μου απάντησε μια φωνή, δεν θα ξανάρθει ποτέ πια συνέχισε με επιτονισμό η δική μου εσωτερική φωνή! Και ο καφετζής που ανέβαινε με μια νταμιτζανίτσα τσίπουρο, πάει κι ο κυρ Γιάννης, πάει στη Γλύκα του σήμερα!
Είδατε, καμιά φορά η μνήμη πολλών κάνει τη φαντασία να καλπάζει, όχι άδικα. Πετάχτηκα με μιας συντριμμένος για το αναπάντεχο! Όχι, όχι, όχι άλλες άδειες καρέκλες, φώναξα με όλη μου τη δύναμη!
Ο καφετζής έπαιξε λιγάκι με τις λέξεις! Λες εμένα να με συμφέρει να αδειάζουν και συνέχισε :μη πικραίνεσαι, βάλε τη φαντασία σου σε άλλο δρόμο, έτσι είναι τα ανθρώπινα! Είμαστε περαστικοί κι ο δρόμος πηγαίνει πάντα προς τα μπρος!
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου