Κυριακή 16 Νοεμβρίου 2014

Ο Αριστοτέλης και η έννοια της επιθυμίας

Για τον Αριστοτέλη η θέσπιση ορίων στην περιουσία είναι ζήτημα τόσο σημαντικό που αποτελεί στοιχειώδη προϋπόθεση για τη συνοχή της πόλης. Η αμετροέπεια του πλούτου δεν είναι τίποτε άλλο από τη συνθήκη που σταδιακά θα επιφέρει το διαχωρισμό των πολιτών σε πολύ πλούσιους και πολύ φτωχούς με τις μοιραίες συνεπαγόμενες δονήσεις και στο σύστημα της διοίκησης. Γιατί οι πολύ πλούσιοι θα αποκτήσουν την έπαρση της χρηματικής τους παντοδυναμίας, ενώ οι φτωχοί θα ταλαντεύονται ανάμεσα στη δουλικότητα και το έγκλημα, εκφράζοντας πρωτίστως τη δυσαρέσκειά τους.
Και τα δύο ενδεχόμενα της συμπεριφοράς των φτωχών (δουλικότητα – έγκλημα) δεν είναι παρά η αρχή της κατάλυσης της δημοκρατίας, αφού το πρώτο θα οδηγήσει μια μεγάλη μερίδα των πολιτών στην υποτέλεια, ενώ το δεύτερο θα φέρει αναταραχές που μπορεί να εξελιχθούν σε βιαιοπραγίες κι επαναστάσεις: «Ότι λοιπόν η εξίσωση της περιουσίας ασκεί κάποια επίδραση πάνω στην πολιτική κοινωνία, αυτό φαίνεται ότι κάποιοι από τους παλιούς το έχουν διαγνώσει, όπως ο Σόλων που θέσπισε σχετικό νόμο, αλλά και άλλοι έχουν νομοθεσία που απαγορεύει να αποκτά κανείς όση γη θέλει». (σελ. 397). Εξάλλου και ο Πλάτωνας στους «Νόμους» έκανε αναφορά στο ζήτημα της περιουσίας και της αύξησής της τονίζοντας ότι δεν πρέπει να ξεπερνιούνται κάποια όρια στο περιουσιακό εύρος των πολιτών: «Νόμιζε βεβαίως ο Πλάτωνας, όταν έγραφε τους Νόμους, ότι έπρεπε να αφήσει ως ένα σημείο τα πράγματα ελεύθερα (ενν. όσον αφορά την αύξηση της περιουσίας), όμως σε κανέναν πολίτη δεν έπρεπε να επιτρέπεται να αποκτήσει περιουσία μεγαλύτερη από το πενταπλάσιο της μικρότερης, όπως ήδη ελέχθη». (σελ. 395).

Με δυο λόγια, η διαμόρφωση της προσωπικότητας, μέσω της διαμόρφωσης των επιθυμιών, είναι θέμα παιδείας όχι μόνο με την αμιγώς εκπαιδευτική μορφή, αλλά με την ευρύτερη κοινωνική έννοια.

Το ζητούμενο για τον Αριστοτέλη όμως δεν είναι τόσο η απόλυτη ισότητα στην περιουσία, όσο η εξασφάλιση της μεσότητας σ’ αυτή: «Είναι βεβαίως δυνατόν να υπάρχει ισότητα περιουσίας, αλλά αυτή να είναι είτε πολύ μεγάλη, ώστε ο κάτοχός της να ζει μια ζωή τρυφηλή, είτε να είναι πολύ μικρή, ώστε ο κάτοχός της να ζει φτωχικά». (σελ. 397). Το ζήτημα της περιουσίας παίρνει ακόμη μεγαλύτερες διαστάσεις, αφού παρουσιάζεται ως βασικό κίνητρο της ανθρώπινης συμπεριφοράς.
 
Η μεγάλη περιουσία θα οδηγήσει στην τρυφηλότητα, ενώ η μικρή στη δυστυχία της φτώχειας. Στόχος είναι πάντα η μεσότητα που θα εξασφαλίζει την ευτυχία μέσω της επάρκειας των αγαθών, αλλά θα εξουδετερώνει και τις δυσάρεστες παρενέργειες της αδράνειας και της αδιαφορίας που θα επιφέρει η τρυφηλότητα: «Είναι λοιπόν φανερό ότι δεν είναι αρκετό να εξισώνει ο νομοθέτης τις περιουσίες, αλλά πρέπει να σκεφτεί πώς θα πετύχει το μέσο μέγεθος». (σελ. 397). Όμως το ζήτημα είναι καταδικασμένο να πάει ακόμη πιο βαθιά: «Ακόμη όμως, και αν καθόριζε κανείς μια μέσου μεγέθους περιουσία για τον καθένα, αυτό δε θα ωφελούσε σε τίποτε. Πρέπει δηλαδή να επιδιώκει κανείς περισσότερο την εξίσωση των επιθυμιών παρά των περιουσιών». (σελ. 397 – 399).

Η επισήμανση του ζητήματος της διαμόρφωσης της ανθρώπινης επιθυμίας δεν είναι παρά η αποσαφήνιση του βαθύτερου στόχου της παιδείας. Γιατί η παιδεία δεν είναι τίποτε άλλο παρά το σύνολο των αρχών που διέπουν την προσωπικότητα κατευθύνοντας τη συμπεριφορά της. Ορίζοντας ως συμπεριφορά το σύνολο των ενεργειών του ανθρώπου που καθρεφτίζουν τη διαγωγή του, δεν μπορούμε παρά να φτάσουμε στην επιθυμία, ως έσχατο διαμορφωτικό παράγοντα, αφού αυτή είναι η πηγή όλων των πράξεων.
 
Η επιθυμία είναι η τοποθέτηση του ατόμου απέναντι στον κόσμο ή, για να το πούμε αλλιώς, η οριοθέτηση της ατομικότητας απέναντι σε όλα τα κοινωνικά ερεθίσματα. Από τη στιγμή που η επιθυμία προϋποθέτει την επιλογή και τη συνείδηση των προτεραιοτήτων από τη μονάδα, είναι αδύνατο να αποσπαστεί από τις προκλήσεις των επιθυμιών του συνόλου, που προβάλλονται ως συλλογικά πρότυπα. Το άτομο θα διαμορφώσει τις επιθυμίες του είτε υιοθετώντας τα συλλογικά πρότυπα, είτε απορρίπτοντάς τα. Ποτέ όμως αυτόνομα. Από τη στιγμή που γίνεται κατανοητό ότι η επιθυμία είναι μέγεθος κοινωνικά διαμορφώσιμο και ταυτόχρονα καθοριστικό στην ανάπτυξη της προσωπικότητας, δηλαδή της συμπεριφοράς, δεν έχουμε παρά να στρέψουμε την παιδεία προς όλα εκείνα που θεωρούμε σωστά, διαμορφώνοντας σωστούς πολίτες.
 
Παρακολουθώντας την ομοιομορφία – στα όρια της ταύτισης – των επιθυμιών του σύγχρονου ανθρώπου θα λέγαμε ότι η εξομοίωση της επιθυμίας φτάνει στα όρια της ισοπέδωσης. Η τηλεοπτική προπαγάνδα, η διαφήμιση, η ευτελής διασκέδαση, η αναζήτηση της ευτυχίας μέσω της κατανάλωσης, η υποβάθμιση των ανθρωπίνων σχέσεων, ακόμη και η ταύτιση των σεξουαλικών προτιμήσεων αποδεικνύουν ότι ο άνθρωπος είναι σε τέτοιο βαθμό ευάλωτος μπροστά στον κυρίαρχο μηχανισμό διάπλασης των επιθυμιών, που δε θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε ότι όποιος είναι σε θέση νατον ελέγχει είναι και ο ρυθμιστής της πορείας της κοινωνίας προς όποιο δρόμο επιθυμεί. Η αναγνώριση του επίπλαστου της ανθρώπινης επιθυμίας είναι η συνείδηση της δυνατότητας για κυριαρχία. Η παραδοχή ότι η πλειοψηφία διαμορφώνει τις επιθυμίες της με βάση το κοινωνικά επικρατές είναι η επισφράγιση του ανελεύθερου. Τελικά ο άνθρωπος είναι πρωτίστως ον που μιμείται.

Ο Αριστοτέλης, αντιλαμβανόμενος αυτή την αλήθεια, δεν έχει άλλη επιλογή από το να προτείνει την ορθή παιδεία που θα μετατοπίζει το ενδιαφέρον από τον πλούτο και τα αξιώματα τοποθετώντας άλλα πρότυπα ως βασικές προοπτικές καταξίωσης: «Αλλά πρέπει κανείς να λέει ποια είναι (ενν. ορθή) παιδεία. Το να είναι μία και ίδια για όλους δεν ωφελεί σε τίποτε. Διότι είναι δυνατόν να είναι μία και ίδια για όλους, αλλά να είναι τέτοια, ώστε να προέρχονται απ’ αυτήν άνθρωποι που να προτιμούν την υπεροχή στα χρήματα ή στα αξιώματα ή και στα δύο». (σελ. 399). Η παιδεία λοιπόν πρέπει να δράσει προς την κατεύθυνση της έμπνευσης ενός κοινωνικού οράματος. Να δημιουργήσει δηλαδή νέες αξίες διαμορφώνοντας και τις αντίστοιχες φιλοδοξίες. Η συνείδηση ότι ο πλούτος είναι το εργαλείο για την καλή ζωή κι όχι αυτοσκοπός είναι το έναυσμα προς την αναζήτηση του νέου στόχου. Γιατί η επιθυμία των αγαθών που δε χρειαζόμαστε είναι μια στρεβλή επιθυμία: «Εάν δηλαδή επιθυμούν περισσότερα από όσα πραγματικά έχουν ανάγκη, θα αδικήσουν, για να ικανοποιήσουν αυτές τις επιθυμίες τους. Όμως δεν αδικούν μόνον εξαιτίας των επιθυμιών τους, αλλά ακόμη και όταν δεν έχουν κάποιες επιθυμίες, προκειμένου να απολαύσουν ηδονές που δε συνοδεύονται από λύπη». (σελ. 399).
Όμως, προκειμένου να επιτευχθεί ο επαναπροσδιορισμός της ανθρώπινης επιθυμίας, η έννοια της παιδείας αποδεικνύεται ανεπαρκής μέσα στα κλειστά όρια της τυπικής εκπαίδευσης. Χρειάζεται κάτι βαθύτερο, κάτι πιο ουσιαστικό, που ο Αριστοτέλης ονομάζει εθισμό: «Και βεβαίως αυτός που πρόκειται να εισαγάγει ένα σύστημα παιδείας και που νομίζει ότι μ’ αυτό (ενν. και μόνο) θα καταστεί η πόλη σπουδαία είναι παράλογο να πιστεύει ότι με τέτοια μέσα θα βελτιώσει τα πράγματα και όχι με τον εθισμό, τη φιλοσοφία και τους νόμους……». (σελ. 373). Με δυο λόγια, η διαμόρφωση της προσωπικότητας, μέσω της διαμόρφωσης των επιθυμιών, είναι θέμα παιδείας όχι μόνο με την αμιγώς εκπαιδευτική μορφή, αλλά με την ευρύτερη κοινωνική έννοια. Γιατί το μεγάλο σχολείο είναι η ίδια η κοινωνία και τα πρότυπα που αναπαράγει. Γιατί ο μεγάλος παιδαγωγός είναι ο νομοθέτης.
 
Σε μια πολιτεία ανομίας και πολιτικής ατιμωρησίας το σχολείο είναι καταδικασμένο. Το να ζητάμε από το σχολείο να μεταδώσει αρχές και να το κατηγορούμε για την πιθανή αποτυχία του τη στιγμή που η αναξιοκρατία, η κομματοκρατία και η πολιτική διαφθορά είναι το κυρίαρχο μοντέλο διαμόρφωσης των κοινωνικών ισορροπιών, δεν είναι μόνο παράλογο, είναι – πρωτίστως – βαθύτατα υποκριτικό. Ο εθισμός, με την έννοια της συνήθειας που διαμορφώνει την προσωπικότητα, έχει τη βάση του μέσα στις κοινωνικές δομές που οφείλουν να διέπονται από δικαιοσύνη. Κι αυτό είναι θέμα πολιτικό. Ο νομοθέτης, ο εκφραστής του νόμου, ο πολιτικός, ο πνευματικός άνθρωπος (φιλόσοφος) είναι που συνδιαμορφώνουν (μαζί με το σχολείο) τα πρότυπα που θα αναπαραχθούν από τις επόμενες γενιές. Το σχολείο από μόνο του είναι απολύτως ανίσχυρο.

Όμως, η διαμόρφωση των κοινωνικών προτύπων δεν είναι παρά τα ιδανικά που θα καθορίσουν την κοινωνία. Η θεοποίηση του χρήματος και η μετατροπή της πολιτικής σκηνής σε αρένα προσωπικών επιδιώξεων είναι η υλοποίηση της επιθυμίας που ταυτίζεται με την προσωπική επιβολή. Είναι δηλαδή ο κακώς εννοούμενος εγωισμός που παίρνει διαστάσεις ιδεολογίας. Κι εδώ ακριβώς η έννοια της επιθυμίας παίρνει τη δυναμική του ανίκητου. Γιατί η επιβολή του εγώ είναι η εκμηδένιση του άλλου. Και η ανικανοποίητη επιθυμία αυτού του είδους γίνεται δυστυχία: «Αλλά οι άνθρωποι δε διαπράττουν αδικήματα μόνον ένεκα των αναγκών της ζωής, για τα οποία ο Φαλέας νομίζει ότι είναι φάρμακο η ισότητα της περιουσίας, ώστε να μην κλέβουν, επειδή κρυώνουν ή πεινούν, αλλά (ενν. αδικούν) και για τις απολαύσεις τους και για να μην έχουν πλέον ανικανοποίητες επιθυμίες». (σελ. 399). Και ο Αριστοτέλης συμπληρώνει: «Διότι οι άνθρωποι διαπράττουν τα μεγαλύτερα αδικήματα εξαιτίας υπερβολικών επιθυμιών και όχι για την ικανοποίηση βασικών αναγκών (π. χ. δε γίνονται τύραννοι για να αποφύγουν το ψύχος. Γι’ αυτό και αποδίδονται μεγάλες τιμές σ’ εκείνον που θα σκοτώσει έναν τύραννο και όχι έναν κλέφτη)». (σελ. 401).

Η επιθυμία, ως σημείο οριοθέτησης του εαυτού, είναι καταδικασμένη στο ατέρμονο. Αλίμονο στον άνθρωπο που δεν έχει επιθυμίες. Δεν έχει στόχο για να αγωνιστεί. Δεν έχει νόημα ύπαρξης. Υπό αυτή την έννοια η επιθυμία δεν έχει άλλη επιλογή απ’ το να συνδεθεί με το συναίσθημα. Αυτό που ονομάζουμε ευφορία, ψυχική ολοκλήρωση κλπ, δεν είναι παρά ο αέναος αγώνας της εκπλήρωσης των επιθυμιών. Η αυτοεκτίμηση δεν είναι παρά η ψυχική ισορροπία ανάμεσα στις επιτυχίες και τις αποτυχίες, που πάνω απ’ όλα σηματοδοτεί την αποδοχή του εαυτού. (Κι αυτή είναι η βάση της ευτυχίας). Το γεγονός ότι ο καθένας ορίζει διαφορετικά την επιτυχία ή την αποτυχία δεν αλλάζει (στο ελάχιστο) τη λογική της διαρκούς πάλης ανάμεσα στο εκπληρωμένο και το ανεκπλήρωτο. Γιατί εδώ ακριβώς βρίσκεται η βάση της συναισθηματικής ολοκλήρωσης.
 
Γι’ αυτό οι επιθυμίες οφείλουν να παραμείνουν ανεξάντλητες. Γιατί όποιος ξεμείνει από επιθυμίες, ξεμένει από όνειρα. Και τα όνειρα είναι που τρέφουν τη ζωή. (Αυτή είναι και η γοητεία του ανεκπλήρωτου, που διαρκώς ανατροφοδοτεί την επιθυμία για δράση). Η επιθυμία, ως δεκανίκι της ύπαρξης, δεν έχει άλλη επιλογή απ’ το να λειτουργήσει εγωιστικά. Γιατί το εγώ τρέφεται με επιθυμίες. Ακόμη και η πιο ανιδιοτελής επιθυμία ή πράξη γίνεται καθαρά για λόγους ιδιοτέλειας. Ακόμη και ο ηρωισμός και η θυσία και η αυταπάρνηση κρύβουν το εγωιστικό κίνητρο της συναισθηματικής πληρότητας, που επιτυγχάνεται από την άρνηση του εαυτού. Ο γονιός που θυσιάζεται για το παιδί του δεν είναι ανιδιοτελής. Προστατεύει τον εαυτό του μπροστά στο ανυπόφορο της ζωής που τον περιμένει. Θα ήταν παράλογο να αρνηθεί ο άνθρωπος τον εγωισμό του. Το ζήτημα είναι που θα τον στρέψει. Κι αυτό είναι που απασχολεί τον Αριστοτέλη.
 
Γιατί ο Αριστοτέλης δε βάζει φραγμούς στον εγωισμό που θα στραφεί στις φιλοσοφικές αναζητήσεις. 
 
Ούτε στον εγωισμό που θα παλέψει για την κοινωνική δικαιοσύνη. Ο Αριστοτέλης αντιμάχεται τη στείρα έκφανση του εγωισμού που στρέφεται ενάντια στην κοινωνική συνοχή. Δηλαδή στο εγώ που θέλει να τσαλαπατήσει τους άλλους ανθρώπους. Γι’ αυτό η ιδιοκτησία πρέπει να έχει όρια. Γι’ αυτό πρέπει όλοι να διαπαιδαγωγηθούν σωστά ώστε να απαλλαγούν από τη στειρότητα της αντίληψης που εκλαμβάνει τις θέσεις εξουσίας ως μέσο επιβολής. Γιατί έτσι ο εγωισμός στρέφεται ενάντια στη συλλογικότητα. Κι αυτός είναι ο ορισμός της κατώτερης επιθυμίας: «Εξάλλου οι κατώτερες επιθυμίες των ανθρώπων είναι ακόρεστες. Στην αρχή οι δύο οβολοί ήταν αρκετοί, όταν όμως αυτό γίνει συνήθεια, απαιτούν όλο και περισσότερα, μέχρι να ξεπεράσουν κάθε όριο. Διότι η φύση της επιθυμίας δε γνωρίζει όρια, και η ικανοποίηση αυτής της απεριόριστης επιθυμίας είναι για τους πολλούς σκοπός ζωής». (σελ. 403 – 405).

Αριστοτέλης: «Πολιτικά»

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου