Όταν κατηρχόμεθα προς το παλαιόν χωρίον λίαν πρωί, άλλοι πεζοί, άλλοι εις
γαϊδουράκια καβάλα· οι άνδρες με τα επανωφόρια επ’ ώμου, αι γυναίκες ανυπόδητοι,
με τα πασουμάκια τους μέσα εις το καλαθάκι, το οποίον εκρέματο εκ του αριστερού
αγκώνος των· τα παιδία τρέχοντα, θορυβούντα, ψάχνοντα να εύρωσι φωλεάς,
κυνηγούντα εις τους θάμνους τις πεταλούδες, προτρέχοντα, ή αποπλανώμενα και
μένοντα οπίσω· πάντοτε ο κορυφαίος της συνοδίας μας, ο παπα-Γιακουμής, ίστατο
εις μέρος τι άνωθεν μκρού κρημνού, παρά τινα χαράδραν, εγγύς συστάδος τινός
δένδρον, κ’ έλεγε δεικνύων μικράν πτυχήν του εδάφους:
- Να, εδώ, σ’αυτήν τη γούρνα, ηύραν την Μυρμήγκαινα πεθαμένη με τ’ άφρια στο στόμα.
Είτα η Γερακώ της Σουσάννας, μία των γυναικών της συνοδίας, προσέθετε:
-Ναι· ως πόσα χρόνια να είναι παπά;
Ο παπάς έλεγε μίαν χρονολογίαν:
- Ως εικοσιοκτώ χρόνια.
Ακολούθως η Μαλαμώ του Παπακωνσταντή, άλλη συνοδός μας, επέφερε:
- Κι είχε φαρμακωθεί μοναχή της η άμοιρη! Κάνει να λέμε Θεός σχωρέσ’ τηνε, παπά;
Ο ιερεύς έκαμνε κίνημα αμηχανίας και ενδοιασμού, ως να έλεγεν, «έτσι κι έτσι». Και τέλος συνεπλήρου η Κυρατσούλα το Διοματαράκι, άλλη γυνή μετέχουσα της εκδρομής μας:
- Γιατί την έπιασαν την νύχτα να κάνει μάγια. Ο γερο-Παρθένης είπαν πως την ήυρε.
Και μετά τούτο εξηκολουθούμεν τον δρόμο μας.
Η πτωχή φαρμακωμένη, ως τόσον, αν δεν είχαν προσφέρει κόλλυβα εις την μνήμην της, και δεν είχαν κάμει συλλείτουργα υπέρ της ψυχής της, ιδού ότι είχεν εκλέξει, ακουσίως βέβαια, μίαν τοποθεσίαν δια να πέσει ν’ αποθάνει τοιαύτην, ώστε ο παπα-Γιακουμής -πολύ συχνά, όταν εξετέλει τας τερπνάς εκδρομάς ταύτας δια να λειτουργήσει –υπήρχον πολλά διατηρούμενα παλαιά παρεκκλήσια κάτω, εις το τέρμα της κατωφερείας εκείνης, όπου εσώζετο το παλαιόν ακατοίκητον σήμερον χωρίον– ιδού ότι ακουσίως, και ανεπισήμως, την εμνημόνευε, το πρωί, πριν «πάρει καιρόν» ακόμα δια να προσκομίσει.
Και ιδού ότι τρεις ενορίτισσές του, η Γερακώ της Σουσάννας, κι η Μαλαμώ του Παπακωνσταντή, κι η Κυρατσούλα το Διοματαράκι, συνετέλουν εις το μνημόσυνον τούτο, η μία απευθύνουσα χρονολογικάς ερωτήσεις, ως να ήθελε ν’ απαριθμήσει τα «χρόνια» και τα «ξεχώματα» και τα άλλα ψυχικά, που δεν της είχαν κάμει, η άλλη προσθέτουσα ότι είχε φαρμακωθεί μονάχη της, και η τρίτη πληροφορούσα ότι την είχαν εύρει να κάμνει μάγια. Ητον ως να επεθυμούσαν να την «ξεκολάσουν», και ως να της έκαναν συχώρια και κόλλυβα.
Παρήλθον πολλοί χρόνοι, κι ο γερο-Παρθένης δεν εζούσε πλέον. Αλλ’ ήκουσα από τον Νικολάκην του Διανέλλου, τον ύστερον γενόμενον Νήφωνα μοναχόν, όστις ήτον αναδεξιμιός του μακαρίτου, να διηγείται την ιστορίαν όπως την είχεν ακούσει από τον γερο-Παρθένην τον ίδιον.
Σελήνη ήτον, μεσάνυκτα. Ο γερο-Παρθένης είχεν οικίσκον εις μίαν άκρην της πολίχνης, και δίπλα εις τον οικίσκον ήτον ένα χάλασμα ή κατάλυμα, και παρέκει ένα πηγάδι, και δυο αλυγαριές, κι ένας απήγανος, και δύο άλλα δένδρα. Ο γέρων είχε κοιμηθεί ενωρίς, όπως εκοιμώντο τότε οι άνθρωποι, και είχε χορτάσει τον ύπνον. Εσηκώθη, εφόρεσεν ένα ρούχο, διότι δροσιά και Μάιος ήτον, κι εβγήκεν έξω από το καλύβι του.
Η νύχτα όλη, ολοφέγγαρο, νύχτα βαθιά. Εκοιμάτο όλη η πλάσις, γυαλισμένη από το φεγγάρι, καθώς η Νεράιδα οπού πλαγιάζει και καθρεφτίζεται στην βρύσιν, βαθιά στα ρέματα. Γλύκα και δροσιά κι ευωδία, ήχος μυστικός έβγαινεν απ’ τα βουνά, απ’ τους λόγγους, απ’ τους κήπους τριγύρω. Ο γερο-Παρθένης εστάθη κι εκοίταξε κι επόθει κάτι ν’ αγροικήσει, κάτι ν’ απολαύσει απ’ όλην αυτήν την γλύκα. Αλλά δεν ησθάνετο πλέον βαθιά. Μόνον που εθαύμαζε να βλέπει.
Μόνον μίαν στιγμήν εστάθη· είτα έκαμε δύο βήματα κατά το ερείπιον, το κατάλυμα εκείνο, το οποίον ευρίσκετο αριστερά, βορειότερα από την ιδίαν καλύβην του.
Το κατάλυμα είχε δύο τοίχους ορθίους ακόμη, ήτον υπαίθριον και ανώροφον, είχε τρίτον τοίχον μισόν, και ο τέταρτος έλειπεν εξ ολοκλήρου. Παρέκαμψε τον τοίχον τον μεσημβρινόν, τον ακέραιον, και διευθύνθη προς το μέρος του τοίχου του βορεινού, του εντελώς πεσμένου.
Όταν έφτασεν έξωθεν του τοίχου του ανατολικού, ο οποίος εσώζετο κατά το ήμισυ, έξαφνα του εφάνη ότι ήκουσε μικρόν ψίθυρον, κάτι ως πνοήν. Εστάθη κι εκοίταξε.
Βλέπει δια μέσου και όπισθεν του τοίχου τούτου, ο οποίος εις το υψηλότερον μέρος ήταν υπέρ το ανάστημα, εις δε το μεσαίον μέρος έφθανεν έως το στόμα και τον πώγωνα του γερο-Παρθένη, βλέπει, από μέσα από τον τοίχον, και ίσταντο τρία πρόσωπα.
Ήσαν γυναίκες· τρεις γυναίκες γυμναί, ολόγυμνοι. Όμοιαι με την προμήτορα Εύαν, καθ΄ όν χρόνον δεν είχαν χρησιμοποιηθεί ακόμα τα φύλλα της συκής, και δεν είχον ραφεί οι δερμάτινοι χιτώνες. Εις την σκιάν του ερειπίου, υπό τον πέπλον της νυκτός, τον περιαργυρούμενον και διατμιζόμενον από το φέγγος της σελήνης.
‘Ισταντο εκεί, κι έκυπτεν η μία κάτω εις το έδαφος, σχεδόν γονυκλινής, η άλλη μισοσκυμμένη, η τρίτη ορθία ακόμη. Ευρίσκοντο ως εις μυστήριον εκεί.
Δεν ήσαν φαντάσματα. Ήσαν ολόσωμοι. Δεν ήσαν γυμναί σαρκός και οστέων, διαφανή «περιπνεύματα», όπως ήσαν γυμναί ενδυμάτων. Τι ήθελαν;
Τι εμελέτων, τι επικαλούντο άρα από την ωχράν Εκάτην, την μητέρα των, την πλέουσαν υψηλά εις τον αιθέρα, αι τρεις αύται άπεπλοι, αναμφίεστοι ιέρειαι; Ποίας έλεγον επωδάς;
Ικέτευον την υπέρπλωον, την υπέρωνον αργυράν Σελήνη, με τας μαύρας κηλίδας επάνω της, με τον Κάιν τον αδελφοκτόνον, πλακωμένον την κεφαλήν από πελώριον βράχον· την ικέτευον και την εξελιπάρουν, αυτήν, ήτις τόσον υψηλά βαίνει και τόσον χαμηλά βλέπει, να ευδοκήσει, να κατέλθει χαμηλότερα, να συγκαταβεί εις την αδυναμίαν των, ν’ ακούσει τας επωδάς των, να εκπληρώσει τας ευχάς των.
Η μία απλώς επεθύμει να λύσει την μαγείαν που της είχαν κάμει. Εις τον γάμον της, την ώρα της αλλαγής των δακτυλίων, της είχαν «ρίξει τα κορίτσια». Εγέννα διαρκώς θήλεα. Πέντε της είχαν γεννηθεί έως τώρα, κι οι γριές, που γνωρίζουν απ’ αυτά, έλεγαν ότι εννέα έμελλε να γεννήσει το όλον.
Η άλλη ήθελε να βλάψει μίαν εχθράν της, μίαν που εμελέτα κακά δι’ αυτήν, και την απειλούσε, με τα μάγια, να την εξολοθρεύσει, αυτήν και τον άνδρα της, και τα παιδιά της. Απεφάσισε κι αυτή να διδαχθεί τας μαγικάς τέχνας δια ν’ αποδώσει τα ίσα. Η μαγεία δια της μαγείας λύνεται.
Η τρίτη, ω! δεν ήθελε να είπει τι επεθύμει. Ίσως είχε μνηστήρα, ή εραστήν, όστις δυνατόν να ήτο και μνηστήρ, πιθανόν να εγίνετο και σύζυγος, πλην φευ! δεν την ηγάπα πλέον• εκοίταζε αλλού, του είχαν χαλάσει τα μυαλά άλλαι γυναίκες. Κι αυτή επροσπάθει να κατασκευάσει φίλτρα υπό το φέγγος το μελιχρόν, τη βοηθεία της ευμενούς Εκάτης, δια να του γυρίσει τα μυαλά προς το μέρος της. «Αι δε μη φιλεί, ταχέως φιλάσει». Ψάλλε, γλυκεία Σαπφώ, παρηγόρει τας ομοφύλους σου.
Και έκυπτον όλαι, κι εμελέτων, κι εψιθύριζον, κι έμελπον με πραείαν φωνήν τας επικλήσεις και τας επωδάς των, εις μυστηριώδη γλώσσαν την οποίαν ουδείς ποιητής δύναται να ερμηνεύσει και ουδείς μουσικός δύναται να σημαδογραφήσει.
‘Ιλεως, ίλεως γενού αυταίς, καλή Εκάτη! ίλεως την νύκτα ταύτην, αλλ’εν τη ημέρα της Κρίσεως;
Ο γερο-Παρθένης, φιλόθρησκος άνθρωπος, όστις ανεγίγνωσκε και έψαλλεν επ’ εκκλησίας, είδεν, εξέστη, κατεπλάγη. Αφήκε πεπνιγμένην κραυγήν. Καταρχάς του εφάνη ότι ήσαν φαντάσματα. με το δεύτερον βλέμμα ενόησεν ότι ήσαν μάγισσαι. Εδοκίμασε ν’ αποσείσει την κεραυνοβόλον νάρκην, ν’ αποτινάξει τον εγρηγορότα εφιάλτην, να κινήσει τας μολυβδίνους κνήμας, και να επανέλθει εις τον οικίσκον του. Αλλ’ ήτον αργά. Η βραχεία κραυγή του είχεν ακουσθεί είς την σιγήν και το σκότος.
Η μία εκ των μαγισσών, η αντικρύζουσα αυτόν, τον είδε, και ένευσεν εις τας άλλας. Και αι τρεις έκαμαν άτακτον κίνημα. Ίσως εζήτησαν να φύγουν, να κρύψουν την στίλβουσαν γυμνότητά των, από του φέγγους της σελήνης, το οποίον προσέθετε την λευκήν ώχραν του εις τον χρώτα των. Πλην ο γερο-Παρθένης την στιγμήν εκείνην επίστευσεν ότι θα εχυμούσαν επάνω του και αι τρεις, να τον πνίξουν. Τότε χωρίς να σκεφθή, περίτρομος, λυθείσης της γλώσσης του, εφώναξε:
-Σας είδα, σας εγνώρισα, παλιόστριγλες, μάγισσες! Σας γνωρίζω… Αύριο θα σας μαρτυρήσω στους άντρες σας!…
Είναι αληθές ότι εψεύδετο, εξ ανάγκης, από τον φόβον του και καμμίαν εκ των τριών δεν είχε γνωρίσει· η δε φωνή εξήλθε με φρικώδη σπασμόν της σιαγόνος και του στόματος. Αι τρεις μάγισσαι τα έχασαν. Εν τω μεταξύ, ο γερο-Παρθένης ημπόρεσε ν’ανακτήσει την χρήσιν των ποδών του, και πηδών, και παραπαίων, με θόρυβον τόσο των κνημών, ως να ήσαν ξυλιασμέναι αύται, έφθασεν εις την θύραν της καλύβης του, επήδησε μέσα, σχεδόν χωλός, κι εμανδάλωσε την θύραν με βαρύν κρότον.
Την επάυριον, η Μυρμήγκαινα, νεαρά σύζυγος και μήτηρ τέκνων, δι’ όλης της ημέρας έλειπεν από της οικίας της. Οι οικείοι της την εζητούσαν παντού, αλλά δεν την εύρισκαν. Την άλλη ημέραν ευρέθη το πτώμα της εις τον κατηφορικόν εκείνον δρόμον προς το Παλαιόν Χωρίον, εντός της μικράς χαράδρας, υπό τα δένδρα. Φαίνεται ότι είχε λάβει το φάρμακον εις την πολίχνην, κι εκίνησε να υπάγει εις τον δρόμον προς το Παλαιόν Χωρίον, όπου την είλκυον αι αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας της, ίσως και διότι εφοβείτο να συναντήσει ανθρώπους. Εφαντάζετο ότι την εδακτυλοδεικτούσαν όλοι προς αλλήλους. Καθ’ οδόν το δηλητήριον ενήργησε, και την έρριψε νεκράν εις την χαράδραν. Μετά την εύρεσιν του πτώματος της γυναικός, διεσπάρησαν ανά την πολίχνην αόριστοι φήμαι, ότι τρεις μάγισσαι είχον ανακαλυφθεί ποιούσαι μαγείας, προς το φέγγος της σελήνης, την νύκτα.
Ο γερο-Παρθένης τας είχεν εύρει, έλεγαν. Ποίαι ήσαν;
Κατά τους μεν, η μία τούτων ήτον η Μυρμήγκαινα, η άλλη η Γούσκαινα, και η τρίτη η Ασημίνα η Μαυβατού. Κατά τους δε η μία ήτον η Μυρμήγκαινα, η άλλη η Μαυρουδίτσα, και η τρίτη η Καψούραινα. Κατ’ άλλους πάλιν, πρώτη ήτο πάντοτε η Μυρμήγκαινα, δευτέρα η Λιολιώτα, και τρίτη η Πουλαρού.
Φαίνεται, ως εικός, ότι ο γερο-Παρθένης, περίτρομος καθώς ήτον, διηγήθη το όραμα αμέσως, την νύκτα εκείνην, εις την γυναίκα του. Οπως και αν έχει, αι δύο άλλαι, οποίαι και αν ήσαν, επί ημέρας ακόμη θα είχον τον φόβον· ύστερον βλέπουσαι ότι οι σύζυγοι των δεν τες έκοπτον τον λαιμόν, ούτε τας εκυνηγούσαν με τον μπαλτά, ησύχασαν.
Εν τούτοις άδηλον είναι τι εσκέπτοντο καθ’ εαυτάς. Μόνον έν αόρατον ούς τας ήκουσε που έλεγαν η μία εις την άλλην:
- Καλά έκαμε και φαρμακώθηκε· τόσο φοβιτσιάρα που ήτον, θα μας επρόδωνε κι εμάς.
- Κι ένα άλλο, προσέθηκεν η άλλη· ο γερο-Παρθένης τώρα, και να μας ξέρει, επειδής η άλλη πήγε αδικοθάνατη, θα φοβάται να μας μαρτυρήσει.
-Αλήθεια, είπεν η πρώτη· μα να σου πω, δεν πιστεύω να μας εγνώρισε!
«Οι μάγισσες» Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
- Να, εδώ, σ’αυτήν τη γούρνα, ηύραν την Μυρμήγκαινα πεθαμένη με τ’ άφρια στο στόμα.
Είτα η Γερακώ της Σουσάννας, μία των γυναικών της συνοδίας, προσέθετε:
-Ναι· ως πόσα χρόνια να είναι παπά;
Ο παπάς έλεγε μίαν χρονολογίαν:
- Ως εικοσιοκτώ χρόνια.
Ακολούθως η Μαλαμώ του Παπακωνσταντή, άλλη συνοδός μας, επέφερε:
- Κι είχε φαρμακωθεί μοναχή της η άμοιρη! Κάνει να λέμε Θεός σχωρέσ’ τηνε, παπά;
Ο ιερεύς έκαμνε κίνημα αμηχανίας και ενδοιασμού, ως να έλεγεν, «έτσι κι έτσι». Και τέλος συνεπλήρου η Κυρατσούλα το Διοματαράκι, άλλη γυνή μετέχουσα της εκδρομής μας:
- Γιατί την έπιασαν την νύχτα να κάνει μάγια. Ο γερο-Παρθένης είπαν πως την ήυρε.
Και μετά τούτο εξηκολουθούμεν τον δρόμο μας.
Η πτωχή φαρμακωμένη, ως τόσον, αν δεν είχαν προσφέρει κόλλυβα εις την μνήμην της, και δεν είχαν κάμει συλλείτουργα υπέρ της ψυχής της, ιδού ότι είχεν εκλέξει, ακουσίως βέβαια, μίαν τοποθεσίαν δια να πέσει ν’ αποθάνει τοιαύτην, ώστε ο παπα-Γιακουμής -πολύ συχνά, όταν εξετέλει τας τερπνάς εκδρομάς ταύτας δια να λειτουργήσει –υπήρχον πολλά διατηρούμενα παλαιά παρεκκλήσια κάτω, εις το τέρμα της κατωφερείας εκείνης, όπου εσώζετο το παλαιόν ακατοίκητον σήμερον χωρίον– ιδού ότι ακουσίως, και ανεπισήμως, την εμνημόνευε, το πρωί, πριν «πάρει καιρόν» ακόμα δια να προσκομίσει.
Και ιδού ότι τρεις ενορίτισσές του, η Γερακώ της Σουσάννας, κι η Μαλαμώ του Παπακωνσταντή, κι η Κυρατσούλα το Διοματαράκι, συνετέλουν εις το μνημόσυνον τούτο, η μία απευθύνουσα χρονολογικάς ερωτήσεις, ως να ήθελε ν’ απαριθμήσει τα «χρόνια» και τα «ξεχώματα» και τα άλλα ψυχικά, που δεν της είχαν κάμει, η άλλη προσθέτουσα ότι είχε φαρμακωθεί μονάχη της, και η τρίτη πληροφορούσα ότι την είχαν εύρει να κάμνει μάγια. Ητον ως να επεθυμούσαν να την «ξεκολάσουν», και ως να της έκαναν συχώρια και κόλλυβα.
Παρήλθον πολλοί χρόνοι, κι ο γερο-Παρθένης δεν εζούσε πλέον. Αλλ’ ήκουσα από τον Νικολάκην του Διανέλλου, τον ύστερον γενόμενον Νήφωνα μοναχόν, όστις ήτον αναδεξιμιός του μακαρίτου, να διηγείται την ιστορίαν όπως την είχεν ακούσει από τον γερο-Παρθένην τον ίδιον.
Σελήνη ήτον, μεσάνυκτα. Ο γερο-Παρθένης είχεν οικίσκον εις μίαν άκρην της πολίχνης, και δίπλα εις τον οικίσκον ήτον ένα χάλασμα ή κατάλυμα, και παρέκει ένα πηγάδι, και δυο αλυγαριές, κι ένας απήγανος, και δύο άλλα δένδρα. Ο γέρων είχε κοιμηθεί ενωρίς, όπως εκοιμώντο τότε οι άνθρωποι, και είχε χορτάσει τον ύπνον. Εσηκώθη, εφόρεσεν ένα ρούχο, διότι δροσιά και Μάιος ήτον, κι εβγήκεν έξω από το καλύβι του.
Η νύχτα όλη, ολοφέγγαρο, νύχτα βαθιά. Εκοιμάτο όλη η πλάσις, γυαλισμένη από το φεγγάρι, καθώς η Νεράιδα οπού πλαγιάζει και καθρεφτίζεται στην βρύσιν, βαθιά στα ρέματα. Γλύκα και δροσιά κι ευωδία, ήχος μυστικός έβγαινεν απ’ τα βουνά, απ’ τους λόγγους, απ’ τους κήπους τριγύρω. Ο γερο-Παρθένης εστάθη κι εκοίταξε κι επόθει κάτι ν’ αγροικήσει, κάτι ν’ απολαύσει απ’ όλην αυτήν την γλύκα. Αλλά δεν ησθάνετο πλέον βαθιά. Μόνον που εθαύμαζε να βλέπει.
Μόνον μίαν στιγμήν εστάθη· είτα έκαμε δύο βήματα κατά το ερείπιον, το κατάλυμα εκείνο, το οποίον ευρίσκετο αριστερά, βορειότερα από την ιδίαν καλύβην του.
Το κατάλυμα είχε δύο τοίχους ορθίους ακόμη, ήτον υπαίθριον και ανώροφον, είχε τρίτον τοίχον μισόν, και ο τέταρτος έλειπεν εξ ολοκλήρου. Παρέκαμψε τον τοίχον τον μεσημβρινόν, τον ακέραιον, και διευθύνθη προς το μέρος του τοίχου του βορεινού, του εντελώς πεσμένου.
Όταν έφτασεν έξωθεν του τοίχου του ανατολικού, ο οποίος εσώζετο κατά το ήμισυ, έξαφνα του εφάνη ότι ήκουσε μικρόν ψίθυρον, κάτι ως πνοήν. Εστάθη κι εκοίταξε.
Βλέπει δια μέσου και όπισθεν του τοίχου τούτου, ο οποίος εις το υψηλότερον μέρος ήταν υπέρ το ανάστημα, εις δε το μεσαίον μέρος έφθανεν έως το στόμα και τον πώγωνα του γερο-Παρθένη, βλέπει, από μέσα από τον τοίχον, και ίσταντο τρία πρόσωπα.
Ήσαν γυναίκες· τρεις γυναίκες γυμναί, ολόγυμνοι. Όμοιαι με την προμήτορα Εύαν, καθ΄ όν χρόνον δεν είχαν χρησιμοποιηθεί ακόμα τα φύλλα της συκής, και δεν είχον ραφεί οι δερμάτινοι χιτώνες. Εις την σκιάν του ερειπίου, υπό τον πέπλον της νυκτός, τον περιαργυρούμενον και διατμιζόμενον από το φέγγος της σελήνης.
‘Ισταντο εκεί, κι έκυπτεν η μία κάτω εις το έδαφος, σχεδόν γονυκλινής, η άλλη μισοσκυμμένη, η τρίτη ορθία ακόμη. Ευρίσκοντο ως εις μυστήριον εκεί.
Δεν ήσαν φαντάσματα. Ήσαν ολόσωμοι. Δεν ήσαν γυμναί σαρκός και οστέων, διαφανή «περιπνεύματα», όπως ήσαν γυμναί ενδυμάτων. Τι ήθελαν;
Τι εμελέτων, τι επικαλούντο άρα από την ωχράν Εκάτην, την μητέρα των, την πλέουσαν υψηλά εις τον αιθέρα, αι τρεις αύται άπεπλοι, αναμφίεστοι ιέρειαι; Ποίας έλεγον επωδάς;
Ικέτευον την υπέρπλωον, την υπέρωνον αργυράν Σελήνη, με τας μαύρας κηλίδας επάνω της, με τον Κάιν τον αδελφοκτόνον, πλακωμένον την κεφαλήν από πελώριον βράχον· την ικέτευον και την εξελιπάρουν, αυτήν, ήτις τόσον υψηλά βαίνει και τόσον χαμηλά βλέπει, να ευδοκήσει, να κατέλθει χαμηλότερα, να συγκαταβεί εις την αδυναμίαν των, ν’ ακούσει τας επωδάς των, να εκπληρώσει τας ευχάς των.
Η μία απλώς επεθύμει να λύσει την μαγείαν που της είχαν κάμει. Εις τον γάμον της, την ώρα της αλλαγής των δακτυλίων, της είχαν «ρίξει τα κορίτσια». Εγέννα διαρκώς θήλεα. Πέντε της είχαν γεννηθεί έως τώρα, κι οι γριές, που γνωρίζουν απ’ αυτά, έλεγαν ότι εννέα έμελλε να γεννήσει το όλον.
Η άλλη ήθελε να βλάψει μίαν εχθράν της, μίαν που εμελέτα κακά δι’ αυτήν, και την απειλούσε, με τα μάγια, να την εξολοθρεύσει, αυτήν και τον άνδρα της, και τα παιδιά της. Απεφάσισε κι αυτή να διδαχθεί τας μαγικάς τέχνας δια ν’ αποδώσει τα ίσα. Η μαγεία δια της μαγείας λύνεται.
Η τρίτη, ω! δεν ήθελε να είπει τι επεθύμει. Ίσως είχε μνηστήρα, ή εραστήν, όστις δυνατόν να ήτο και μνηστήρ, πιθανόν να εγίνετο και σύζυγος, πλην φευ! δεν την ηγάπα πλέον• εκοίταζε αλλού, του είχαν χαλάσει τα μυαλά άλλαι γυναίκες. Κι αυτή επροσπάθει να κατασκευάσει φίλτρα υπό το φέγγος το μελιχρόν, τη βοηθεία της ευμενούς Εκάτης, δια να του γυρίσει τα μυαλά προς το μέρος της. «Αι δε μη φιλεί, ταχέως φιλάσει». Ψάλλε, γλυκεία Σαπφώ, παρηγόρει τας ομοφύλους σου.
Και έκυπτον όλαι, κι εμελέτων, κι εψιθύριζον, κι έμελπον με πραείαν φωνήν τας επικλήσεις και τας επωδάς των, εις μυστηριώδη γλώσσαν την οποίαν ουδείς ποιητής δύναται να ερμηνεύσει και ουδείς μουσικός δύναται να σημαδογραφήσει.
‘Ιλεως, ίλεως γενού αυταίς, καλή Εκάτη! ίλεως την νύκτα ταύτην, αλλ’εν τη ημέρα της Κρίσεως;
Ο γερο-Παρθένης, φιλόθρησκος άνθρωπος, όστις ανεγίγνωσκε και έψαλλεν επ’ εκκλησίας, είδεν, εξέστη, κατεπλάγη. Αφήκε πεπνιγμένην κραυγήν. Καταρχάς του εφάνη ότι ήσαν φαντάσματα. με το δεύτερον βλέμμα ενόησεν ότι ήσαν μάγισσαι. Εδοκίμασε ν’ αποσείσει την κεραυνοβόλον νάρκην, ν’ αποτινάξει τον εγρηγορότα εφιάλτην, να κινήσει τας μολυβδίνους κνήμας, και να επανέλθει εις τον οικίσκον του. Αλλ’ ήτον αργά. Η βραχεία κραυγή του είχεν ακουσθεί είς την σιγήν και το σκότος.
Η μία εκ των μαγισσών, η αντικρύζουσα αυτόν, τον είδε, και ένευσεν εις τας άλλας. Και αι τρεις έκαμαν άτακτον κίνημα. Ίσως εζήτησαν να φύγουν, να κρύψουν την στίλβουσαν γυμνότητά των, από του φέγγους της σελήνης, το οποίον προσέθετε την λευκήν ώχραν του εις τον χρώτα των. Πλην ο γερο-Παρθένης την στιγμήν εκείνην επίστευσεν ότι θα εχυμούσαν επάνω του και αι τρεις, να τον πνίξουν. Τότε χωρίς να σκεφθή, περίτρομος, λυθείσης της γλώσσης του, εφώναξε:
-Σας είδα, σας εγνώρισα, παλιόστριγλες, μάγισσες! Σας γνωρίζω… Αύριο θα σας μαρτυρήσω στους άντρες σας!…
Είναι αληθές ότι εψεύδετο, εξ ανάγκης, από τον φόβον του και καμμίαν εκ των τριών δεν είχε γνωρίσει· η δε φωνή εξήλθε με φρικώδη σπασμόν της σιαγόνος και του στόματος. Αι τρεις μάγισσαι τα έχασαν. Εν τω μεταξύ, ο γερο-Παρθένης ημπόρεσε ν’ανακτήσει την χρήσιν των ποδών του, και πηδών, και παραπαίων, με θόρυβον τόσο των κνημών, ως να ήσαν ξυλιασμέναι αύται, έφθασεν εις την θύραν της καλύβης του, επήδησε μέσα, σχεδόν χωλός, κι εμανδάλωσε την θύραν με βαρύν κρότον.
Την επάυριον, η Μυρμήγκαινα, νεαρά σύζυγος και μήτηρ τέκνων, δι’ όλης της ημέρας έλειπεν από της οικίας της. Οι οικείοι της την εζητούσαν παντού, αλλά δεν την εύρισκαν. Την άλλη ημέραν ευρέθη το πτώμα της εις τον κατηφορικόν εκείνον δρόμον προς το Παλαιόν Χωρίον, εντός της μικράς χαράδρας, υπό τα δένδρα. Φαίνεται ότι είχε λάβει το φάρμακον εις την πολίχνην, κι εκίνησε να υπάγει εις τον δρόμον προς το Παλαιόν Χωρίον, όπου την είλκυον αι αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας της, ίσως και διότι εφοβείτο να συναντήσει ανθρώπους. Εφαντάζετο ότι την εδακτυλοδεικτούσαν όλοι προς αλλήλους. Καθ’ οδόν το δηλητήριον ενήργησε, και την έρριψε νεκράν εις την χαράδραν. Μετά την εύρεσιν του πτώματος της γυναικός, διεσπάρησαν ανά την πολίχνην αόριστοι φήμαι, ότι τρεις μάγισσαι είχον ανακαλυφθεί ποιούσαι μαγείας, προς το φέγγος της σελήνης, την νύκτα.
Ο γερο-Παρθένης τας είχεν εύρει, έλεγαν. Ποίαι ήσαν;
Κατά τους μεν, η μία τούτων ήτον η Μυρμήγκαινα, η άλλη η Γούσκαινα, και η τρίτη η Ασημίνα η Μαυβατού. Κατά τους δε η μία ήτον η Μυρμήγκαινα, η άλλη η Μαυρουδίτσα, και η τρίτη η Καψούραινα. Κατ’ άλλους πάλιν, πρώτη ήτο πάντοτε η Μυρμήγκαινα, δευτέρα η Λιολιώτα, και τρίτη η Πουλαρού.
Φαίνεται, ως εικός, ότι ο γερο-Παρθένης, περίτρομος καθώς ήτον, διηγήθη το όραμα αμέσως, την νύκτα εκείνην, εις την γυναίκα του. Οπως και αν έχει, αι δύο άλλαι, οποίαι και αν ήσαν, επί ημέρας ακόμη θα είχον τον φόβον· ύστερον βλέπουσαι ότι οι σύζυγοι των δεν τες έκοπτον τον λαιμόν, ούτε τας εκυνηγούσαν με τον μπαλτά, ησύχασαν.
Εν τούτοις άδηλον είναι τι εσκέπτοντο καθ’ εαυτάς. Μόνον έν αόρατον ούς τας ήκουσε που έλεγαν η μία εις την άλλην:
- Καλά έκαμε και φαρμακώθηκε· τόσο φοβιτσιάρα που ήτον, θα μας επρόδωνε κι εμάς.
- Κι ένα άλλο, προσέθηκεν η άλλη· ο γερο-Παρθένης τώρα, και να μας ξέρει, επειδής η άλλη πήγε αδικοθάνατη, θα φοβάται να μας μαρτυρήσει.
-Αλήθεια, είπεν η πρώτη· μα να σου πω, δεν πιστεύω να μας εγνώρισε!
«Οι μάγισσες» Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου