Σε κάθε ατυχία, σε κάθε βάσανό, τη μεγαλύτερη παρηγοριά τη βρίσκουμε, παρατηρώντας την κατάσταση εκείνων πού είναι περισσότερο από μας δυστυχισμένοι. Αυτό το μπορεί ό καθένας μα τι αξία έχει για το σύνολο ;
Ή ανθρωπότητα μπορεί να συγκριθεί μ ένα κοπάδι, πού παίζει ήσυχο στο λιβάδι, ενώ o χασάπης διαλέγει με το μάτι μέσα απ το κοπάδι τα ζωντανά πού θα σφάξει. Τις μέρες της ευτυχίας μας, εμείς ούτε υποπτευόμαστε καν ποια συφορά κείνη την ίδια ώρα μας ετοιμάζει ή τύχη — αρρώστια, καταδίωξη, καταστροφή, ακρωτηριασμό, τύφλωση, τρέλα, θάνατο, ή ότι άλλο.
Σε κάθε τι πού θέλουμε να κάνουμε δικό μας, βρίσκουμε αντίσταση κι αντίδραση. 'Όλα έχουν μια δική τους θέληση εχθρική πού πρέπει να τη δαμάσουμε. Στη ζωή των λαών ή ιστορία δε σημειώνει παρά πολέμους και ταραχές. Τα χρόνια της γαλήνης φαίνονται σχεδόν ανάπαυλες σύντομες, διαλείμματα, τυχαία συμβάντα. Κατά τον ίδιο τρόπο ή ζωή των ατόμων είναι μια αδιάκοπη πάλη, κι όχι μόνον ενάντια σ’ αφηρημένα κακά, όπως ή φτώχεια κ’ ή πλήξη αλλά και πάλη ενός ανθρώπου εναντίον ενός άλλου. Σε κάθε περίσταση βρισκόμαστε απέναντι σ’ έναν αντίπαλο, κι’ όλη ή ζωή είναι ένας πόλεμος αδιάκοπος, πού σ’ αυτόν υποκύπτουμε κρατώντας ακόμη σφιχτά στα χέρια τα όπλα.
* *
Στα βάσανα της ύπαρξής μας προσθέτεται ακόμα και το τρέξιμο τού χρόνου, πού μάς σπρώχνει χωρίς ν’ αφήνει να πάρουμε αναπνοή, χτυπώντας τον καθένα στις πλάτες με το βούρδουλα του τυράννου. Εκείνοι μόνο πού έχουν δοθεί στην πλήξη σώζονται απ’ την καταδίωξή του.
* *
Ενώ ως τη μέση του δρόμου της ή ζωή είναι ένας αχόρταγος πόθος για την ευτυχία, από κει και πέρα απεναντίας είναι πάντα κυριευμένη από ένα καταθλιπτικό αίσθημα αγωνίας, γιατί από κείνη την ώρα όλοι, ποιος λίγο και ποιος πολύ, αρχίζουν να βλέπουν καθαρά πώς ή ευτυχία είναι μια μάταιη χίμαιρα, και μονάχα ό πόνος είναι αληθινός. ΓΥ αυτό, οι άνθρωποι πού έχουν κρίση, ζητάνε ν αποφεύγουν να υποφέρουν μάλλον παρά να νιώθουν έντονες απολαύσεις, και να δημιουργήσουν κατά ένα κάποιο τρόπο μια κατάσταση πού τίποτα να μη τούς λαβώνει.
Κατά την παιδική μου ηλικία δε μπορούσα ν’ ακούσω το κουδούνι του σπιτιού να χτυπά χωρίς να αισθανθώ μια ξαφνική χαρά κι’ έλεγα από μέσα μου : «Πόσο ωραία, μα την αλήθεια! Κάτι νέο θάναι!» Με το πέρασμα τού καιρού όμως, διδαγμένος απ’ την πείρα της ζωής, όταν άκου- γα τον ίδιο θόρυβο, έμπαινα σ’ ανησυχία, τόσο πού συλλογιζόμουν : «’Ωιμέ! Τί νέο τάχα να συμβαίνει;»
* *
Στη γεροντική ηλικία, πάθη και πόθοι σβήνουν το ένα έπειτα απ’ το άλλο, όσο τα αντικείμενα τους χάνουν τη σημασία πούχαν άλλοτε. Ή ευαισθησία μετριάζεται, ή δύναμη της φαντασίας γίνεται ολοένα πιο αδύνατη, οι εικόνες ξεθωριάζουν, οι εντυπώσεις δεν αποτυπώνονται πια στη συνείδηση μόνο διαλύονται χωρίς ν’ αφήνουν κανένα, ρημάδι τους, οι μέρες κυλούν ή μια πάνω στην άλλη, τίποτα πια δεν προκαλεί ενδιαφέρον, όλα στη ζωή χάνουνε το χρώμα τους· Κάτω απ’ το βάρος των χρόνων, ό άνθρωπος δεν περπατά παρά τρικλίζοντας ή μαζεύεται σε μια γωνιά για ν’ αναπαυτεί, καταντώντας ίσκιος του εαυτού του, το φάντασμα σχεδόν εκείνου πού ήταν άλλοτε, ώσπου έρχεται κι ό θάνατος. Τί του μένει να σκοτώσει ; Μια μέρα ή αποκάρωση μεταβάλλεται σε στερνό ύπνο, και τα όνειρα του. . .
A! να το πρόβλημα που πάνω σ’ αυτό βασανίστηκε ο Αμλέτος στον περίφημο μονόλογο. Εγώ λέω πώς από τώρα ονειρευόμαστε.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου