Ο Επίκουρος (342-270 μ.χ), αν και συνεχιστής του υλισμού του Δημόκριτου, εν τούτοις το κεντρικό πρόβλημα της φιλοσοφίας είναι και γι’ αυτόν η εξήγηση του ηθικού νόμου. Η εμποροκρατία της εποχής του γεννούσε ίδια ζητήματα της ηθικής, το ζήτημα καλού και του κακού. Για τον Επίκουρο η βάση του ηθικού πρέπει να ζητηθεί στα ελατήρια καθημερινών πράξεων του ανθρώπου. Και είναι η επιδίωξη της μακαριότητας ή ηδονής.
Μέσα στην κοινωνία που έκανε παραγωγή εμπορευμάτων, ο καθένας δρα για λογαριασμό του, παράγει εμπορεύματα με σκοπό κάτι να απολαύσει. Και αυτό είναι η ηδονή. Από τη βάση αυτή αναχωρώντας βρήκε ότι το καλόν (το πράττειν -το καλόν) παρέχει στον άνθρωπο ηδονή (μια ψυχική ευχαρίστηση), ενώ το κακόν φέρνει αντίθετο συναίσθημα.
Αλλά στην περίπτωση αυτή θα έπρεπε σα λογική συνέπεια όλοι να επιδιώκουν το καλό. Αλλά ο Επίκουρος βγαίνει από το αδιέξοδο υποστηρίζοντας πως υπάρχουν λογιών – λογιών ηδονές και μακαριότητες. Όλοι οι άνθρωποι δεν εκτιμούν και δεν επιδιώκουν το ίδιο καλό. Άλλοι το ανώτερο κι άλλοι το κατώτερο. Άρα άλλοι επιδιώκουν ανώτερο είδος ηδονής ή μακαριότητας και άλλοι κατώτερο. Βάσεις όμως του επικουρισμού είναι ότι οι πνευματικές απολαύσεις είναι δίνουν την άδολη ηδονή.
Όπως βλέπουμε ο Επίκουρος δεν ήταν ιδεαλιστής. Η αντίληψη του για την ηθική είχε καθαρές φυσικές βάσεις. Γι’ αυτό η φιλοσοφία του είναι υλιστική.
Δεν παραδεχότανε τις θρησκευτικές και κοινωνικές προλήψεις και καταπολεμούσε την ιδέα του φόβου εξ αιτίας των τέτοιων ή τέτοιων φυσικών φαινομένων.(*)
Η φύση εξελίσσεται μόνη της (αφ’ εαυτής) καθώς και ο άνθρωπος και κάθε ανθρώπινο. Η ιδέα ότι ο κόσμος δημιουργήθηκε από τους θεούς είναι ανοησία. Είναι ταπεινής ιδέας ότι το τόσο θαυμάσιο Σύμπαν δημιουργήθηκε από τους θεούς για λογαριασμό των ανθρώπων και γι’ αυτό ο άνθρωπος οφείλει να τους λατρεύει και να τους εξυμνεί. Αλλά στο κάτω – κάτω τι κέρδος έχουν οι μακάριοι θεοί από τη λατρεία των ανθρώπων ώστε σαν αντάλλαγμα να κάνουν τούτο ή το άλλο για χατήρι μας; Ή πάλι μήπως ανία ή νεωτεριστική μανία είναι η αφορμή που αλλάζουν οι θεοί ζωή;
Ο Επίκουρος ειρωνεύεται και αρνιέται έτσι τους υπερφυσικούς θεούς,παίρνοντας γι’ αφορμή τις φυσικές ατέλειες Πως ήταν δυνατό – δίδασκε – η θεία πρόνοια να θελήσει να γίνει δημιουργός μέσα στον οποίο υπάρχουν τόσες ατέλειες; Εξάλλου στο γήινο κόσμο περισσότερες φορές υπερισχύουν οι άδικοι και το καλό καταπατείται.
Γιατί αυτό το ανέχονται οι θεοί;
Αλλά ακόμα και ένα άλλο βασικό ερώτημα γεννιέται σαν ακολούθημα της υπερφυσικότητας και τελειότητας των θεών.
Ο θεός θα έπρεπε να εκτοπίσει το κακό από τον κόσμο. Αλλά επειδή αυτό δεν έγινε ως τα σήμερα τότε μπορούμε να υποθέσουμε: Ή ότι δεν μπορεί ή ότι μπορεί και δε θέλει ή ούτε μπορεί ούτε θέλει. Με τα ερωτήματα αυτά του Επίκουρου πέφτει η θεολογική αντίληψη για την τελειότητα και η παντοδυναμία του θεού ή των θεών.
Ύστερα από πολλούς παρόμοιους συλλογισμούς καταλήγει να παραδεχτεί πως η βάση, η πρωταρχική, κάθε θρησκείας είναι·: ο φόβος και η αμάθεια.
Ο Λουκρήτιος καταπολεμώντας την κρατούσα αντίληψη (που και σήμερα έχει πέραση) πως τάχατες η κατάργηση της θρησκείας θα φέρει την κοινωνία τα ίσια στη διάλυση και την ανηθικότητα και φέρνει παραδείγματα ιστορικά – θυσια Ιφιγένειας κ,λπ.- για ν’ αποδείξει πως ηθρησκεία ίσια – ίσια σπρώχνει τον άνθρωπο σε εγκληματικές πράξεις. Ωστόσο ο Επίκουρος δεν είναι ένας στα φόρα ( επιδεικτικά) άθεος.
Παρ’ όλο τον υλισμό του δε διώχνει ολότελα τους θεούς από τη φιλοσοφία του. Παραδέχεται πως υπάρχουν, με ανθρώπινη μορφή και είναι μακάριοι. Οι θεοί του όμως δεν ζουνπάνω ή έξω από τη φύση, ούτε μέσα ανθρώπινη κοινωνία. Βρίσκονται αν στο διάστημα που χωρίζει το δικό μας (γήινο) από τον άλλο τον άγνωστο μας κόσμο και ζουν εκεί χωρίς φροντίδες και χωρίς να παθαίνουν τίποτα από τις κοσμικές καταστροφές.
Η τέτοια τέτοια του αντίληψη δεν ήταν ανεξήγητη: Με το σύστημα του αχρηστοποιούσε τους θεούς, τους αποστράτευε: Οι δικοί θεοί ήταν ακίνδυνοι όπως είναι ακίνδυνο ένα φίδι όταν του βγάλουμε τα δόντια.
Αυτό του ήταν αρκετό γιατί δε θα ήθελε ίσως να έρθει σε άμεση σύγκρουση με την κρατική εξουσία που δεν ανεχότανε την φανερή αθρησκεία.
Εν τούτοις, ενώ ο Πλάτωνας δίδαξε ότι οι οι θεοί από αγαθότητα δημιούργησαν τον κόσμο, ο Επίκουρος αρνήθηκε μια τέτοια υπόθεση ολότελα. Ο κόσμος, είπε (συμφωνώντας με τον Δημόκριτο) φτιάχτηκε από ένα σωρό άτομα (υλικά στοιχεία) που είναι προικισμένα με κινητικές ιδιότητες και που τα μεν φέρονται προς τα δε. Εκτός απ’ αυτά (τα κινούμενα άτομα) τίποτ’ άλλο δεν υπάρχει στον κόσμο. Ούτε ακόμα ένα πρωταρχικό όν που κινούσε τα άλλα, δηλαδή ένας Θεός. Στο βάθος λοιπόν ο Επίκουρος ήταν ένας άθεος. Ένας αρνητής των θεών. Αφού δεν τους παραδέχεται ως υπερφυσικά όντα.
--------------------
(*) Ο μεγάλος αυτός φιλόσοφος είναι πασίγνωστο πως παρεξηγήθηκε και αγαπήθηκε πολύ. Είχε φανατικούς εχθρούς και φανατικούς φίλους. Είναι γεγονός όμως πως το φιλοσοφικό σύστημά του που επηρέασε πολύ (ύστερα από το Β’ αιώνα) την πνευματική ζωή της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας παρερμηνεύτηκε κι εξελίχθηκε σ’ ένα χυδαίο υλισμό.
Το παραπάνω κείμενο είναι απόσπασμα από το βιβλίο του Γιάννη Κορδάτου «Αρχαίες Θρησκείες και Χριστιανισμός» και καταγράφει τις απόψεις του μεγάλου Ελληνα ιστορικού γύρω από τον Επίκουρο και τη διδασκαλία του. Ο Γιάννης Κορδάτος (1891-1961) ιστορικός πολιτικός και κοινωνιολόγος, γεννήθηκε στη Ζαγορά του Πηλίου. Υπήρχε πολυγραφότατος και βαθύς μελετητής της Ελληνικής Ιστορίας και Φιλοσοφίας.Μελέτησε ιδιαίτερα το θρησκευτικό αίσθημα του ανθρώπου και τόλμησε να επικρίνει κείμενα που για αιώνες θεωρούνταν «ιερά», αποκαλύπτοντας τη βαθύτερα κρυμμένη ιστορική αλήθεια.
Μέσα στην κοινωνία που έκανε παραγωγή εμπορευμάτων, ο καθένας δρα για λογαριασμό του, παράγει εμπορεύματα με σκοπό κάτι να απολαύσει. Και αυτό είναι η ηδονή. Από τη βάση αυτή αναχωρώντας βρήκε ότι το καλόν (το πράττειν -το καλόν) παρέχει στον άνθρωπο ηδονή (μια ψυχική ευχαρίστηση), ενώ το κακόν φέρνει αντίθετο συναίσθημα.
Αλλά στην περίπτωση αυτή θα έπρεπε σα λογική συνέπεια όλοι να επιδιώκουν το καλό. Αλλά ο Επίκουρος βγαίνει από το αδιέξοδο υποστηρίζοντας πως υπάρχουν λογιών – λογιών ηδονές και μακαριότητες. Όλοι οι άνθρωποι δεν εκτιμούν και δεν επιδιώκουν το ίδιο καλό. Άλλοι το ανώτερο κι άλλοι το κατώτερο. Άρα άλλοι επιδιώκουν ανώτερο είδος ηδονής ή μακαριότητας και άλλοι κατώτερο. Βάσεις όμως του επικουρισμού είναι ότι οι πνευματικές απολαύσεις είναι δίνουν την άδολη ηδονή.
Όπως βλέπουμε ο Επίκουρος δεν ήταν ιδεαλιστής. Η αντίληψη του για την ηθική είχε καθαρές φυσικές βάσεις. Γι’ αυτό η φιλοσοφία του είναι υλιστική.
Δεν παραδεχότανε τις θρησκευτικές και κοινωνικές προλήψεις και καταπολεμούσε την ιδέα του φόβου εξ αιτίας των τέτοιων ή τέτοιων φυσικών φαινομένων.(*)
Η φύση εξελίσσεται μόνη της (αφ’ εαυτής) καθώς και ο άνθρωπος και κάθε ανθρώπινο. Η ιδέα ότι ο κόσμος δημιουργήθηκε από τους θεούς είναι ανοησία. Είναι ταπεινής ιδέας ότι το τόσο θαυμάσιο Σύμπαν δημιουργήθηκε από τους θεούς για λογαριασμό των ανθρώπων και γι’ αυτό ο άνθρωπος οφείλει να τους λατρεύει και να τους εξυμνεί. Αλλά στο κάτω – κάτω τι κέρδος έχουν οι μακάριοι θεοί από τη λατρεία των ανθρώπων ώστε σαν αντάλλαγμα να κάνουν τούτο ή το άλλο για χατήρι μας; Ή πάλι μήπως ανία ή νεωτεριστική μανία είναι η αφορμή που αλλάζουν οι θεοί ζωή;
Ο Επίκουρος ειρωνεύεται και αρνιέται έτσι τους υπερφυσικούς θεούς,παίρνοντας γι’ αφορμή τις φυσικές ατέλειες Πως ήταν δυνατό – δίδασκε – η θεία πρόνοια να θελήσει να γίνει δημιουργός μέσα στον οποίο υπάρχουν τόσες ατέλειες; Εξάλλου στο γήινο κόσμο περισσότερες φορές υπερισχύουν οι άδικοι και το καλό καταπατείται.
Γιατί αυτό το ανέχονται οι θεοί;
Αλλά ακόμα και ένα άλλο βασικό ερώτημα γεννιέται σαν ακολούθημα της υπερφυσικότητας και τελειότητας των θεών.
Ο θεός θα έπρεπε να εκτοπίσει το κακό από τον κόσμο. Αλλά επειδή αυτό δεν έγινε ως τα σήμερα τότε μπορούμε να υποθέσουμε: Ή ότι δεν μπορεί ή ότι μπορεί και δε θέλει ή ούτε μπορεί ούτε θέλει. Με τα ερωτήματα αυτά του Επίκουρου πέφτει η θεολογική αντίληψη για την τελειότητα και η παντοδυναμία του θεού ή των θεών.
Ύστερα από πολλούς παρόμοιους συλλογισμούς καταλήγει να παραδεχτεί πως η βάση, η πρωταρχική, κάθε θρησκείας είναι·: ο φόβος και η αμάθεια.
Ο Λουκρήτιος καταπολεμώντας την κρατούσα αντίληψη (που και σήμερα έχει πέραση) πως τάχατες η κατάργηση της θρησκείας θα φέρει την κοινωνία τα ίσια στη διάλυση και την ανηθικότητα και φέρνει παραδείγματα ιστορικά – θυσια Ιφιγένειας κ,λπ.- για ν’ αποδείξει πως ηθρησκεία ίσια – ίσια σπρώχνει τον άνθρωπο σε εγκληματικές πράξεις. Ωστόσο ο Επίκουρος δεν είναι ένας στα φόρα ( επιδεικτικά) άθεος.
Παρ’ όλο τον υλισμό του δε διώχνει ολότελα τους θεούς από τη φιλοσοφία του. Παραδέχεται πως υπάρχουν, με ανθρώπινη μορφή και είναι μακάριοι. Οι θεοί του όμως δεν ζουνπάνω ή έξω από τη φύση, ούτε μέσα ανθρώπινη κοινωνία. Βρίσκονται αν στο διάστημα που χωρίζει το δικό μας (γήινο) από τον άλλο τον άγνωστο μας κόσμο και ζουν εκεί χωρίς φροντίδες και χωρίς να παθαίνουν τίποτα από τις κοσμικές καταστροφές.
Η τέτοια τέτοια του αντίληψη δεν ήταν ανεξήγητη: Με το σύστημα του αχρηστοποιούσε τους θεούς, τους αποστράτευε: Οι δικοί θεοί ήταν ακίνδυνοι όπως είναι ακίνδυνο ένα φίδι όταν του βγάλουμε τα δόντια.
Αυτό του ήταν αρκετό γιατί δε θα ήθελε ίσως να έρθει σε άμεση σύγκρουση με την κρατική εξουσία που δεν ανεχότανε την φανερή αθρησκεία.
Εν τούτοις, ενώ ο Πλάτωνας δίδαξε ότι οι οι θεοί από αγαθότητα δημιούργησαν τον κόσμο, ο Επίκουρος αρνήθηκε μια τέτοια υπόθεση ολότελα. Ο κόσμος, είπε (συμφωνώντας με τον Δημόκριτο) φτιάχτηκε από ένα σωρό άτομα (υλικά στοιχεία) που είναι προικισμένα με κινητικές ιδιότητες και που τα μεν φέρονται προς τα δε. Εκτός απ’ αυτά (τα κινούμενα άτομα) τίποτ’ άλλο δεν υπάρχει στον κόσμο. Ούτε ακόμα ένα πρωταρχικό όν που κινούσε τα άλλα, δηλαδή ένας Θεός. Στο βάθος λοιπόν ο Επίκουρος ήταν ένας άθεος. Ένας αρνητής των θεών. Αφού δεν τους παραδέχεται ως υπερφυσικά όντα.
--------------------
(*) Ο μεγάλος αυτός φιλόσοφος είναι πασίγνωστο πως παρεξηγήθηκε και αγαπήθηκε πολύ. Είχε φανατικούς εχθρούς και φανατικούς φίλους. Είναι γεγονός όμως πως το φιλοσοφικό σύστημά του που επηρέασε πολύ (ύστερα από το Β’ αιώνα) την πνευματική ζωή της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας παρερμηνεύτηκε κι εξελίχθηκε σ’ ένα χυδαίο υλισμό.
Το παραπάνω κείμενο είναι απόσπασμα από το βιβλίο του Γιάννη Κορδάτου «Αρχαίες Θρησκείες και Χριστιανισμός» και καταγράφει τις απόψεις του μεγάλου Ελληνα ιστορικού γύρω από τον Επίκουρο και τη διδασκαλία του. Ο Γιάννης Κορδάτος (1891-1961) ιστορικός πολιτικός και κοινωνιολόγος, γεννήθηκε στη Ζαγορά του Πηλίου. Υπήρχε πολυγραφότατος και βαθύς μελετητής της Ελληνικής Ιστορίας και Φιλοσοφίας.Μελέτησε ιδιαίτερα το θρησκευτικό αίσθημα του ανθρώπου και τόλμησε να επικρίνει κείμενα που για αιώνες θεωρούνταν «ιερά», αποκαλύπτοντας τη βαθύτερα κρυμμένη ιστορική αλήθεια.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου