Αν και μερικές σκέψεις είναι γραμμένες εξ επαφής, θα έλεγα, με την οδύνη της εποχής και μαρτυρούν τη δοκιμασία του νεοέλληνα που έχει καταπέσει από την κορυφογραμμή της μακρόχρονης ιστορίας του και «τσακίστηκε» η εθνική του αξιοπρέπεια, οπότε αρκείται στη συντήρηση των «εθνικών του παραισθήσεων» είτε με κάποια νίκη της εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου, είτε με τις πομφολυγώδεις προσδοκίες που του καλλιεργούν οι επιτήδειοι της πολιτικής ντεκατέντσιας του τόπου, ωστόσο αυτές οι «σκέψεις» των κάποιων που «τολμηρά» συναρθρώνονται στην προσωπική περηφάνια του κάθε ανθρώπου, που διάβηκε την πυρίκαυστη ζώνη της κοινωνικής και πολιτικής ελαφρότητας, στοχαζόμενος με ευθύνη και συνέπεια, συχνά παρεξηγούνται και εκλαμβάνονται ως υπερβολικές ή και γραφικές στη σύλληψή τους.
Και χαρακτηρίζονται «ρομαντικές» στην προσδοκία τους, δραματικές στη γνησιότητά τους. Ως αναδυόμενες από τη «δεξαμενή» της προσωπικής πικρίας του καθενός και της περιαγωγής του στην απελπισία. Και ενίοτε τις προσδίδουν το στίγμα της διαλείπουσας υπομανίας, της ψυχικής σύγχυσης, μιας ψυχικής διασάλευσης ως απότοκο ενός προσωπικού μένους ή και της ψυχικής αγωνίας…
Από ποιους αλήθεια; Κατ” αρχήν από όλους εμάς που καθημερινά συμβιβαζόμαστε με τον πολιτικό μηδενισμό και την πολιτική απάτη, «στρουθοκαμηλίζοντες», όπως υπαγορεύει η θητεία μας σε μια εθιστική λειτουργία που γνώμονα έχει, συνειδητά ή και ασύνειδα το στενά προσωπικό συμφέρον, μικρό ή μεγάλο, την καλοβόλεψη μας ή και την «κουτσοβόλεψή» μας, που προσπερνούν αδιάφορα όχι απλώς το μεταφυσικό κενό της εποχής, αλλά και τον κοινωνικό πόνο. Σε πολλούς από εμάς που αποφεύγουμε να θέσουμε στον εαυτό μας το «βέβηλο» ερώτημα: Σαν τι μπορεί να ενδιαφέρει την ανθρώπινη αγωνία και την προσδοκία;
Αγωνίες, προσδοκίες, προοπτική δική μας και των παιδιών μας, αξιοπρέπεια προσωπική και κοινωνική, σωρεύτηκαν σε ερείπια γύρω μας και ταλαιπωρούν την «καθαρή» συνείδηση, ενώ παρέχουν ένα αντιαισθητικό θέαμα στην όραση, στην αίσθηση της ευθύνης μας, στην νόηση που έρχεται σε καθημερινή επαφή με τα γεγονότα, που με τη σειρά τους ρευστοποιούν τις ελπίδες, τα οράματα, τους αόρατους δεσμούς που συγκρατούν την κοινωνία…
Από ποιους άλλους; Από τους «γνωστούς άγνωστους» και μόνιμους θαμώνες των καφέ του Κολωνακίου, στο γνωστό Da Capo για παράδειγμα, και στα πέριξ αυτού. Εκεί όπου οι κραυγές της κοινωνικής αγωνίας, των ολίγων έστω διαμαρτυρημένων κοινωνικών ομάδων, στην ευρύτερη περιοχή του Συντάγματος, που υφίστανται τη βιαιότητα του «πολιτικού χουλιγκανισμού» με την προσχηματική πάντα δικαιολογία της αποκατάστασης της τάξης, αποτελούν «φωνή εν Ραμά». Εκεί στην πλατεία της Φιλικής Εταιρείας, όπως είναι η επίσημη ονομασία της…πλατείας Κολωνακίου, δεν συναντά κανείς το «πνεύμα» των πρωτεργατών της Φιλικής Εταιρείας.
Υπάρχουν αντιθέτως εκφραστές του κοινωνικού ωχαδερφισμού και της απάθειας, πολλοί οφθαλμόπορνοι και…εφαψίες της απογυμνωμένης Ελλάδας. Ολοι αυτοί που απολαμβάνουν τον espresso τους, επιδεικνύοντας την όποια εξουσία διαθέτουν, τονίζοντας την παρουσία τους με σωματοφύλακες, παρατρεχάμενους κόλακες συνεργάτες και μεγάλου κυβισμού αυτοκίνητα, με τους οδηγούς να τα παρκάρουν προκλητικά κατά μήκος του μοναδικού στενού δρόμου που διασχίζει την πλατεία.
Και οι άλλοι. Οι φιλοθεάμονες θαμώνες που αρκούνται να παρακολουθούν υπό μορφή επιθεώρησης τα δρώμενα στα καφέ της αποχαύνωσης, της σπερμολογίας, της οφθαλμολαγνείας και της αποχαύνωσης. Γιατί το σκηνικό στο «κολωνακιώτικο θέατρο» συμπληρώνεται από αιθέριες θηλυκές υπάρξεις, που επίμονα αποζητούν το πρόσκαιρο «βόλεμα», αναλόγως των εμφανών προσόντων τους…
Ολοι οι παραπάνω ισορροπούν ως αντικείμενα μιας μεγάλης πλάνης. Συνιστούν την ευρεία κοινωνική ομάδα των «μακαρίων» Ελλήνων, οι οποίοι επαίρονται για μια πρακτική γνώση που δεν ανταποκρίνεται σε τίποτα. Και με αφετηρία το…τίποτα, φθάσαμε σήμερα στην αντίπερα όχθη. Οχι μόνο να «χλευάζουμε» σκέψεις που αξιώνουν την τόλμη της όρασης και της νόησής μας, αλλά να μην σεβόμαστε ούτε τον εαυτό μας κι ούτε να εμπιστευόμαστε κανέναν. Μόνο κανένα σκύλο χαϊδεύουμε, όσων η αγωγή από το σπίτι μας «επιτρέπει» να αγαπάμε τα ζώα, γιατί σ” αυτόν μπορούμε να πούμε καλημέρα, χωρίς να μας δαγκώσει με λύσσα.
Της αδιαφορίας μας το ανάγνωσμα. Τόσο «άμουσοι», αν και με ιδιαίτερες επιδόσεις στα πακιστανοτουρκικής προέλευσης θορυβώδη τσιφτετέλια και στο κέφι με διονυσιακές αποφύσεις, ώστε να μην καταλαβαίνουμε τους τρανταχτούς ήχους της άγριας μοίρας!..
Ολα κινούνται στο επίπεδο της επιφάνειας. Πολλοί οι βολεψίες από πεποίθηση. Και αμέτρητοι οι πολιτικοί απατεώνες, που εκμεταλλεύονται με λόγια επιχρυσωμένα την ψυχοσύνθεση του Ελληνα, ο οποίος έχει γίνει το πιο παθητικό πλάσμα, εγκλωβισμένος σ” ένα πλέγμα προσωπικών διαδρομών και φοβίας συνάμα.
«Μακάριοι» λοιπόν οι πεινώντες την αδικία, ότι αυτοί χορτασθήσονται αδίκως από τον δημόσιο κορβανά. «Μακάριοι» οι ελεούντες ταμίες, μάρτυρες και ψευδομάρτυρες, ότι αυτών εστίν ο μέγας μπεζαχτάς. «Μακάριοι» όσοι εποίησαν την ιδεολογία τρόπο παραοικονομίας, αθλίων συναλλαγών κι έφαγαν το καταπέτασμα. «Ούτοι ου μη πεινάσουσι εις τον αιώνα».
“Μακάριοι» όσοι εσπούδασαν ρεμούλαν, μίζαν, κομισιόνα και ενεδύθησαν πορφύραν εξουσίας. «Ούτοι ου μη καταγορήσονται εις τον αιώνα».
«Μακάριοι» όσοι εις την πράξιν εφήρμοσαν ότι ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. «Ούτοι ου μη διωχθήσονται εις τον αιώνα».
«Μακάριοι» όσι αλλοίωσαν τας δέλτους της ιστορίας μας «Ούτοι θα λάβουσι και λαμβάνουσι» τα βραβεία του νεοελληνικού «πολιτισμού».
«Μακάριοι» οι κεκράκτες και χειροκροτητές παντός βδελυρού εκ της εξουσίας απορρέοντος, «Οτι αυτών εστίν» ο διορισμός, των άλλων δε ο αφορσιμός.
«Μακάριοι» οι ορώντες και μη βλέποντες. «Μακάριοι» και οι αλλήθωροι, ότι τον άρτον ορώντες πέτρας ροκανίζουσι και χορταίνοντες κοιμούνται μακαρίως.
«Μακάριοι» και όσοι σε φάρμαν πλέον ζώων βόσκουσι και καμπανίτας οίνους ονειρεύονται. «Μακάριοι» οι γελοίοι, γιατί γλίτωσαν από τη σοβαρότητα και το…δράμα των σκέψεων!
Κακότυχοι όσοι Ηρακλείδες, γιατί η κοπριά του Αυγεία δεν καθαρίζεται με τίποτα. Κακότυχοι όσοι αγαπάτε τον τόπο τούτο, γιατί υπερπλήθυναν όσοι τον μισούν!..
Και χαρακτηρίζονται «ρομαντικές» στην προσδοκία τους, δραματικές στη γνησιότητά τους. Ως αναδυόμενες από τη «δεξαμενή» της προσωπικής πικρίας του καθενός και της περιαγωγής του στην απελπισία. Και ενίοτε τις προσδίδουν το στίγμα της διαλείπουσας υπομανίας, της ψυχικής σύγχυσης, μιας ψυχικής διασάλευσης ως απότοκο ενός προσωπικού μένους ή και της ψυχικής αγωνίας…
Από ποιους αλήθεια; Κατ” αρχήν από όλους εμάς που καθημερινά συμβιβαζόμαστε με τον πολιτικό μηδενισμό και την πολιτική απάτη, «στρουθοκαμηλίζοντες», όπως υπαγορεύει η θητεία μας σε μια εθιστική λειτουργία που γνώμονα έχει, συνειδητά ή και ασύνειδα το στενά προσωπικό συμφέρον, μικρό ή μεγάλο, την καλοβόλεψη μας ή και την «κουτσοβόλεψή» μας, που προσπερνούν αδιάφορα όχι απλώς το μεταφυσικό κενό της εποχής, αλλά και τον κοινωνικό πόνο. Σε πολλούς από εμάς που αποφεύγουμε να θέσουμε στον εαυτό μας το «βέβηλο» ερώτημα: Σαν τι μπορεί να ενδιαφέρει την ανθρώπινη αγωνία και την προσδοκία;
Αγωνίες, προσδοκίες, προοπτική δική μας και των παιδιών μας, αξιοπρέπεια προσωπική και κοινωνική, σωρεύτηκαν σε ερείπια γύρω μας και ταλαιπωρούν την «καθαρή» συνείδηση, ενώ παρέχουν ένα αντιαισθητικό θέαμα στην όραση, στην αίσθηση της ευθύνης μας, στην νόηση που έρχεται σε καθημερινή επαφή με τα γεγονότα, που με τη σειρά τους ρευστοποιούν τις ελπίδες, τα οράματα, τους αόρατους δεσμούς που συγκρατούν την κοινωνία…
Από ποιους άλλους; Από τους «γνωστούς άγνωστους» και μόνιμους θαμώνες των καφέ του Κολωνακίου, στο γνωστό Da Capo για παράδειγμα, και στα πέριξ αυτού. Εκεί όπου οι κραυγές της κοινωνικής αγωνίας, των ολίγων έστω διαμαρτυρημένων κοινωνικών ομάδων, στην ευρύτερη περιοχή του Συντάγματος, που υφίστανται τη βιαιότητα του «πολιτικού χουλιγκανισμού» με την προσχηματική πάντα δικαιολογία της αποκατάστασης της τάξης, αποτελούν «φωνή εν Ραμά». Εκεί στην πλατεία της Φιλικής Εταιρείας, όπως είναι η επίσημη ονομασία της…πλατείας Κολωνακίου, δεν συναντά κανείς το «πνεύμα» των πρωτεργατών της Φιλικής Εταιρείας.
Υπάρχουν αντιθέτως εκφραστές του κοινωνικού ωχαδερφισμού και της απάθειας, πολλοί οφθαλμόπορνοι και…εφαψίες της απογυμνωμένης Ελλάδας. Ολοι αυτοί που απολαμβάνουν τον espresso τους, επιδεικνύοντας την όποια εξουσία διαθέτουν, τονίζοντας την παρουσία τους με σωματοφύλακες, παρατρεχάμενους κόλακες συνεργάτες και μεγάλου κυβισμού αυτοκίνητα, με τους οδηγούς να τα παρκάρουν προκλητικά κατά μήκος του μοναδικού στενού δρόμου που διασχίζει την πλατεία.
Και οι άλλοι. Οι φιλοθεάμονες θαμώνες που αρκούνται να παρακολουθούν υπό μορφή επιθεώρησης τα δρώμενα στα καφέ της αποχαύνωσης, της σπερμολογίας, της οφθαλμολαγνείας και της αποχαύνωσης. Γιατί το σκηνικό στο «κολωνακιώτικο θέατρο» συμπληρώνεται από αιθέριες θηλυκές υπάρξεις, που επίμονα αποζητούν το πρόσκαιρο «βόλεμα», αναλόγως των εμφανών προσόντων τους…
Ολοι οι παραπάνω ισορροπούν ως αντικείμενα μιας μεγάλης πλάνης. Συνιστούν την ευρεία κοινωνική ομάδα των «μακαρίων» Ελλήνων, οι οποίοι επαίρονται για μια πρακτική γνώση που δεν ανταποκρίνεται σε τίποτα. Και με αφετηρία το…τίποτα, φθάσαμε σήμερα στην αντίπερα όχθη. Οχι μόνο να «χλευάζουμε» σκέψεις που αξιώνουν την τόλμη της όρασης και της νόησής μας, αλλά να μην σεβόμαστε ούτε τον εαυτό μας κι ούτε να εμπιστευόμαστε κανέναν. Μόνο κανένα σκύλο χαϊδεύουμε, όσων η αγωγή από το σπίτι μας «επιτρέπει» να αγαπάμε τα ζώα, γιατί σ” αυτόν μπορούμε να πούμε καλημέρα, χωρίς να μας δαγκώσει με λύσσα.
Της αδιαφορίας μας το ανάγνωσμα. Τόσο «άμουσοι», αν και με ιδιαίτερες επιδόσεις στα πακιστανοτουρκικής προέλευσης θορυβώδη τσιφτετέλια και στο κέφι με διονυσιακές αποφύσεις, ώστε να μην καταλαβαίνουμε τους τρανταχτούς ήχους της άγριας μοίρας!..
Ολα κινούνται στο επίπεδο της επιφάνειας. Πολλοί οι βολεψίες από πεποίθηση. Και αμέτρητοι οι πολιτικοί απατεώνες, που εκμεταλλεύονται με λόγια επιχρυσωμένα την ψυχοσύνθεση του Ελληνα, ο οποίος έχει γίνει το πιο παθητικό πλάσμα, εγκλωβισμένος σ” ένα πλέγμα προσωπικών διαδρομών και φοβίας συνάμα.
«Μακάριοι» λοιπόν οι πεινώντες την αδικία, ότι αυτοί χορτασθήσονται αδίκως από τον δημόσιο κορβανά. «Μακάριοι» οι ελεούντες ταμίες, μάρτυρες και ψευδομάρτυρες, ότι αυτών εστίν ο μέγας μπεζαχτάς. «Μακάριοι» όσοι εποίησαν την ιδεολογία τρόπο παραοικονομίας, αθλίων συναλλαγών κι έφαγαν το καταπέτασμα. «Ούτοι ου μη πεινάσουσι εις τον αιώνα».
“Μακάριοι» όσοι εσπούδασαν ρεμούλαν, μίζαν, κομισιόνα και ενεδύθησαν πορφύραν εξουσίας. «Ούτοι ου μη καταγορήσονται εις τον αιώνα».
«Μακάριοι» όσοι εις την πράξιν εφήρμοσαν ότι ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. «Ούτοι ου μη διωχθήσονται εις τον αιώνα».
«Μακάριοι» όσι αλλοίωσαν τας δέλτους της ιστορίας μας «Ούτοι θα λάβουσι και λαμβάνουσι» τα βραβεία του νεοελληνικού «πολιτισμού».
«Μακάριοι» οι κεκράκτες και χειροκροτητές παντός βδελυρού εκ της εξουσίας απορρέοντος, «Οτι αυτών εστίν» ο διορισμός, των άλλων δε ο αφορσιμός.
«Μακάριοι» οι ορώντες και μη βλέποντες. «Μακάριοι» και οι αλλήθωροι, ότι τον άρτον ορώντες πέτρας ροκανίζουσι και χορταίνοντες κοιμούνται μακαρίως.
«Μακάριοι» και όσοι σε φάρμαν πλέον ζώων βόσκουσι και καμπανίτας οίνους ονειρεύονται. «Μακάριοι» οι γελοίοι, γιατί γλίτωσαν από τη σοβαρότητα και το…δράμα των σκέψεων!
Κακότυχοι όσοι Ηρακλείδες, γιατί η κοπριά του Αυγεία δεν καθαρίζεται με τίποτα. Κακότυχοι όσοι αγαπάτε τον τόπο τούτο, γιατί υπερπλήθυναν όσοι τον μισούν!..
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου