Ζωή η Πορφυρογέννητος, Αυτοκράτειρα του Βυζαντίου.
Μια ιστορία από το ένδοξόν μας Βυζάντιο.
Η ερωτομανής Ζωή
Ο βίος και οι ερωτικές της περιπέτειες είναι καλώς γνωστές από τις πληροφορίες των βυζαντινών χρονογράφων και ιδίως του Μιχαήλ Ψελλού. Ήταν θυγατέρα του Κωνσταντίνου του Η΄ και παντρεύτηκε για πρώτη φορά, σε ηλικία 48 ετών τον πατρίκιο Ρωμανό Αργυρό ή Αργυρόπουλο, ο οποίος εξαναγκάστηκε από τον πατέρα του να χωρίσει την πρώτη του σύζυγο την οποία αγαπούσε.
Μετά τον θάνατο του Κωνσταντίνου του Η΄ ανήλθαν στον θρόνο οι δυο του κόρες, Ζωή και Θεοδώρα, με τον γαμπρό του Ρωμανό Αργυρό. Όταν η Ζωή ανήλθε στον θρόνο, παρά τα 48 έτη της, ήταν ακόμα θελκτικότατη. Μετρίου αναστήματος, λεπτοφυής και κομψή, είχε εμφάνιση νεαρής κόρης. Φρόντιζε πάντοτε να επιδεικνύει την ωραιότητα του σώματός της, φορώντας ελαφρές εσθήτες, και αγαπούσε τα αρώματα και τα διάφορα καλλυντικά, τα οποία έφερνε από την Αιθιοπία και τις Ινδίες.
Πνευματικά προτερήματα δεν είχε. Στερούνταν μόρφωσης και ήταν πολύ ζωηρή και ευέξαπτη. Δεν της άρεσαν οι ασχολίες της διοίκησης, ούτε και οι γυναικείες εργασίες, αλλά ήταν σε μεγάλο βαθμό οκνηρή, ανόητη και παιδαριώδης. Παρ’ όλα τα θέλγητρά της ο αυτοκράτορας γρήγορα βαρέθηκε την Ζωή, η οποία δυσαρεστημένη από την εγκατάλειψη, ζήτησε αμέσως να βρει παρηγοριά. Και πραγματικά βρήκε δύο εραστές, που και οι δυο ονομάζονταν Κωνσταντίνοι. Γρήγορα όμως τους εγκατέλειψε χάρη ενός άλλου ωραιότατου και κομψότατου νεαρού που ονομάζονταν Μιχαήλ.
Ο μεγαλύτερος αδελφός του Μιχαήλ, ο Ιωάννης, ευνούχος δραστήριος και πονηρός, είχε μεγάλη θέση πλησίον του αυτοκράτορα και διέμενε πάντοτε στο παλάτι. Μέσω αυτού δε κατόρθωσε η Ζωή να έχει συχνές επαφές με τον Μιχαήλ. Η αυτοκράτειρα δεν άργησε με τους προκλητικούς τρόπους της να προσελκύσει τον ωραίο εκείνο νεανία. Ο Μιχαήλ, μετά από τους πρώτους δισταγμούς, κατανόησε το συμφέρον του και ρίχτηκε με πάθος στην κατάκτηση της Ζωής κι επιπλέον και του θρόνου. Ο αυτοκράτορας δεν ήταν δυνατόν να υποπτευτεί ότι η Ζωή, η οποία είχε ήδη υπερβεί το πεντηκοστό έτος της ηλικίας της, είχε εραστή και μάλιστα τόσο νεαρό.
Αλλά ο έρωτας της αυτοκράτειρας έγινε τόσο «δαιμονιώδης και μανιακός», κατά τον Βυζαντινό ιστορικό Κοδρηνό, ώστε παρέσυρε αυτήν στην απόφαση της βιαίας απαλλαγής από τον σύζυγο. Η σφοδρή φιλαρχία του ευνούχου Ιωάννη, του αδελφού του, η υποκινηθείσα φιλοδοξία του εραστή και ο σφοδρός έρωτας της Ζωής, δεν άργησαν να επιφέρουν τραγικό αποτέλεσμα, τον αργό κατ’ αρχάς δηλητηριασμό του αυτοκράτορα κι έπειτα τον πνιγμό του στο λουτρό.
Την ίδια νύχτα η Ζωή, μια νύχτα της μεγάλης εβδομάδας, κατά την οποία ψάλλονταν τα άγια πάθη (11 Απριλίου 1034), χωρίς να στενοχωρηθεί για τον θάνατο του συζύγου της, έντυσε τον Μιχαήλ με το βασιλικό ένδυμα και τ΄ άλλα παράσημα της βασιλείας, τον κάθισε στο θρόνο, έκατσε η ίδια δίπλα του και διέταξε τους παλατιανούς να χαιρετίσουν αυτόν ως βασιλιά. Ο πατριάρχης, η σύγκλητος και οι άρχοντες του κράτους αναγκάστηκαν ν’ αποδεχθούν τα γενόμενα και ν’ αναγνωρίσουν τον νέο βασιλιά.
Έτσι άρχισε η βασιλεία του Μιχαήλ Δ΄ του Παφλαγόνος (1036-1041), κατά την οποία όλη η δύναμη συγκεντρώθηκε στα χέρια του ευνούχου Ιωάννη, του μεγάλου αδελφού του νέου βασιλιά. Ο Ιωάννης έλαβε ουσιαστικά την εξουσία πρωθυπουργού, αλλά με το φανερό και επίσημο αξίωμα του ορφανοτρόφου.
Η Ζωή, η οποία νόμισε ότι ανέβασε στο θρόνο δικό της δημιούργημα, γρήγορα είδε ότι είχε απατηθεί. Μετά από λίγο όλες οι σπουδαίες θέσεις του κράτους καταλήφθηκαν από συγγενείς και φίλους τυχοδιώκτες Παφλαγόνες, ενώ οι φίλοι και ευνοούμενοι της Ζωής πήραν την οδό της εξορίας. Έπειτα άρχισε και ο περιορισμός της ίδιας της Ζωής. Η βασίλισσα δεν είχε πλέον καμμιά επίσημη εμφάνιση, αλλά με επιτηδειότητα απομονώθηκε στα γυναικεία, εν μέσω των θαλαμηπόλων της. Το χειρότερο ήταν ότι έχασε όχι μόνο την ελευθερία της αλλά και τον έρωτά της, διότι ο Μιχαήλ, είτε από τύψεις συνείδησης για την αγνωμοσύνη, είτε και λόγω της ασθένειάς του (έπασχε από επιληψία), απέφευγε να συναντάται μαζί της.
Κατ’ αρχάς η αυτοκράτειρα προσπάθησε να προσελκύσει και πάλι τον σύζυγό της, αλλά στο τέλος εξεγέρθηκε και άρχισε να σκέπτεται κακά εναντίον του. Και ίσως να επέρχονταν και άλλα τραγικά γεγονότα, αν δεν προλάβαινε ο φυσικός θάνατος να την απαλλάξει από τον Μιχαήλ.
Μετά τον θάνατο του Μιχαήλ Δ΄ η Ζωή έμεινε μόνη κυρία των πραγμάτων. Ο ευνούχος Ιωάννης είχε κατορθώσει, προβλέποντας τον θάνατο του αδελφού του, να υψώσει σε μέγα αξίωμα έναν από τους ανεψιούς του, ο οποίος και αυτός ονομάζονταν Μιχαήλ. Μετά τον θάνατο του Μιχαήλ Δ΄ η Ζωή έλαβε την απόφαση να υιοθετήσει τον ανεψιό του συζύγου της, ενώ αφ’ ετέρου είχε το θάρρος να εξορίσει όλους του θείου του, ακόμα και τον πανίσχυρο τότε πρωθυπουργό Ιωάννη.
Έτσι η Ζωή ανύψωσε στον θρόνο και έστεψε βασιλιά τον Μιχαήλ Ε΄, τον οποίον ο λαός της Κωνσταντινούπολης επονόμασε ειρωνικά Καλαφάτην, ένεκα του ταπεινού επαγγέλματος του πατέρα του (1041-1042). Κατ’ αρχάς ο νέος βασιλιάς περιποιήθηκε την βασίλισσα και θετή του μητέρα, κατόπιν όμως νόμισε ότι θα μπορούσε ν’ απαλλαγεί απ’ αυτήν και αποφάσισε να εξορίσει την ευεργέτιδά του. Αλλά ο λαός εξεγέρθηκε και ανακήρυξε επισήμως ως αυγούστας τις δυο πορφυρογέννητες Ζωή και Θεοδώρα (1042).
Όμως η Ζωή δεν ήταν του χαρακτήρα ώστε να συμμεριστεί πολύ χρόνο με την αδελφή της τον θρόνο, ούτε να εγκαταλείψει την κλίση της στις ερωτικές περιπέτειες. Προσπάθησε λοιπόν ν’ απομακρύνει την αδελφή της, αλλά ο λαός έδειξε την επιθυμία να βλέπει στο θρόνο και τις δυο νομίμους διαδόχους της Μακεδονικής δυναστείας.
Μετά την αποτυχία της αυτή ρίχτηκε στο συνηθισμένο γεροντικό της πάθος ψάχνοντας εραστές και συζύγους. Σκέφτηκε πολλούς υποψήφιους: τον επιφανή άρχοντα Κωνσταντίνο τον Θαλασσηνό, αλλ’ αυτός έβαλε αυστηρούς όρους και φυσικά δεν ήταν ο κατάλληλος που χρειάζονταν στο παλάτι, όπου κυβερνούσαν γυναίκες και ευνούχοι.
Έπειτα η εκλογή της Ζωής έπεσε στον Κωνσταντίνο τον Αρτοκλίνην, παλιό ευνοούμενό της. Αλλ’ αυτός ήταν έγγαμος, η δε σύζυγός του έσπευσε να τον δηλητηριάσει για να μη εξαναγκαστεί να τον παραχωρήσει σε άλλη.
Η Ζωή όμως αν και είχε φθάσει ήδη τα εξήντα δύο έτη της ηλικίας της, δεν μπορούσε να εγκαταλείψει την εκπλήρωση των ορέξεών της, και μετά από πολλές άκαρπες αναζητήσεις θυμήθηκε πάλι έναν παλιό της φίλο τον Κωνσταντίνο Μονομάχο, τον οποίον είχε εξορίσει ο ευνούχος Ιωάννης. Η ζωή τον ανακάλεσε από την εξορία και τον ονόμασε «δικαστήν Ελλήνων», δηλαδή κυβερνήτη της Ελλάδας.
Κατόπιν αποφάσισε να τον κάνει σύζυγό της και να τον ανεβάσει στον θρόνο. Το περίεργο είναι ότι όλοι στο παλάτι την παρακινούσαν στον γάμο αυτόν.
Ο νέος βασιλιάς Κωνσταντίνος ο Μονομάχος είχε πολλά χαρίσματα, και σωματικά και ηθικά, δεν ήταν όμως ο άνθρωπος που χρειάζονταν τότε στο κράτος. Δεν αγαπούσε τον πόλεμο αλλά τις επιστήμες και τις τέχνες χωρίς να αντιλαμβάνεται ότι δεν ήταν καιρός για τέτοια πράγματα τους χρόνους εκείνους.
Οι ερωτικές του περιπέτειες είχαν κάνει μεγάλο θόρυβο στην Κωνσταντινούπολη. Όταν νυμφεύθηκε την Ζωή, μη μπορώντας φυσικά να αισθανθεί αγάπη προς την υπερήλικη αυτή γυναίκα, είχε αφοσιωθεί σε μια νέα και ωραιότατη γυναίκα από τον επιφανή οίκο των Σκληρών, την οποία ο λαός ονόμαζε Σκλήραινα. Φαίνεται ότι η νεαρή αυτή γυναίκα ήταν θελκτικότατη και προκαλούσε τον γενικό θαυμασμό με την γλυκύτητα των τρόπων και τα φυσικά χαρίσματά της, αφού και αυτός ο Ψελλός εκφράζει χαρακτηριστικότατα τον ενθουσιασμό του.
Η σχέση του Κωνσταντίνου με την Σκλήραινα ήταν παλιά και είχε αναπτυχθεί πραγματική αφοσίωση μεταξύ των δύο εραστών. Κατά την μακρά εξορία του Μονομάχου η Σκλήραινα τον είχε ακολουθήσει και συζούσε μαζί του επτά έτη στην Μυτιλήνη, αφού του έδωσε ολόκληρη την περιουσία της.
Ο Κωνσταντίνος κατόρθωσε και έπεισε την σύζυγό του Ζωή να γράψει η ίδια στην Σκλήραινα και να την παρακαλέσει να έλθει στο παλάτι, όπου θα είχε την εύνοιά της. Παραδόξως η βασίλισσα δέχτηκε την πρόταση και της έδωσε τον τίτλο σεβαστή.
Τα τελευταία έτη της ζωής της η Ζωή τα πέρασε σε ησυχία κλεισμένη στον γυναικωνίτη. Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος είχε καταβληθεί νωρίς από τον φιλήδονο βίο. Δεν είχε πλέον την κομψότητα και την ρώμη την παλιά, διότι έπασχε από το στομάχι και από οδυνηρή ποδάγρα. Εν τούτοις δεν λησμόνησε ούτε τις ερωμένες, ούτε τις διασκεδάσεις το. Διασκόρπιζε τα χρήματα του κράτους σε επιπόλαιες και παιδαριώδεις δαπάνες, σε καιρό κατά το οποίον πολυάριθμοι εχθροί απειλούσαν την ύπαρξη του κράτους και εσωτερικά. Το στρατιωτικό κόμμα, δυσαρεστημένο από την χαλάρωση αυτή της διοίκησης, παρασκεύαζε επικίνδυνες επαναστάσεις.
Τέλος η Ζωή πέθανε το 1050 σε ηλικία εβδομήντα ετών. Μετά από τέσσερα χρόνια πέθανε και ο αυτοκράτορας. Στην θέση του ανακηρύχτηκε αυτοκράτειρα η αδελφή της Ζωής Θεοδώρα (Τέλος του άρθρου του Α. Αδαμαντίου).
Επί Θεοδώρας, η διοίκηση του κράτους περιήλθε εξ ολοκλήρου στα χέρια των αυλικών της, οι οποίοι, για να εξασφαλίσουν τις θέσεις τους, έκριναν καλό ν’ απομακρύνουν από τον στρατό κάθε ικανό στρατηγό που θα μπορούσε ν’ αποβλέπει στην κατάληψη της βασιλείας και να τον αντικαταστήσουν με τους έμπιστους ευνούχους του παλατιού. Το ίδιο έγινε και στις ανώτερες πολιτικές θέσεις.
Από την «ΜΕΓΑΛΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ»,
Η ερωτομανής Ζωή
Ο βίος και οι ερωτικές της περιπέτειες είναι καλώς γνωστές από τις πληροφορίες των βυζαντινών χρονογράφων και ιδίως του Μιχαήλ Ψελλού. Ήταν θυγατέρα του Κωνσταντίνου του Η΄ και παντρεύτηκε για πρώτη φορά, σε ηλικία 48 ετών τον πατρίκιο Ρωμανό Αργυρό ή Αργυρόπουλο, ο οποίος εξαναγκάστηκε από τον πατέρα του να χωρίσει την πρώτη του σύζυγο την οποία αγαπούσε.
Μετά τον θάνατο του Κωνσταντίνου του Η΄ ανήλθαν στον θρόνο οι δυο του κόρες, Ζωή και Θεοδώρα, με τον γαμπρό του Ρωμανό Αργυρό. Όταν η Ζωή ανήλθε στον θρόνο, παρά τα 48 έτη της, ήταν ακόμα θελκτικότατη. Μετρίου αναστήματος, λεπτοφυής και κομψή, είχε εμφάνιση νεαρής κόρης. Φρόντιζε πάντοτε να επιδεικνύει την ωραιότητα του σώματός της, φορώντας ελαφρές εσθήτες, και αγαπούσε τα αρώματα και τα διάφορα καλλυντικά, τα οποία έφερνε από την Αιθιοπία και τις Ινδίες.
Πνευματικά προτερήματα δεν είχε. Στερούνταν μόρφωσης και ήταν πολύ ζωηρή και ευέξαπτη. Δεν της άρεσαν οι ασχολίες της διοίκησης, ούτε και οι γυναικείες εργασίες, αλλά ήταν σε μεγάλο βαθμό οκνηρή, ανόητη και παιδαριώδης. Παρ’ όλα τα θέλγητρά της ο αυτοκράτορας γρήγορα βαρέθηκε την Ζωή, η οποία δυσαρεστημένη από την εγκατάλειψη, ζήτησε αμέσως να βρει παρηγοριά. Και πραγματικά βρήκε δύο εραστές, που και οι δυο ονομάζονταν Κωνσταντίνοι. Γρήγορα όμως τους εγκατέλειψε χάρη ενός άλλου ωραιότατου και κομψότατου νεαρού που ονομάζονταν Μιχαήλ.
Ο μεγαλύτερος αδελφός του Μιχαήλ, ο Ιωάννης, ευνούχος δραστήριος και πονηρός, είχε μεγάλη θέση πλησίον του αυτοκράτορα και διέμενε πάντοτε στο παλάτι. Μέσω αυτού δε κατόρθωσε η Ζωή να έχει συχνές επαφές με τον Μιχαήλ. Η αυτοκράτειρα δεν άργησε με τους προκλητικούς τρόπους της να προσελκύσει τον ωραίο εκείνο νεανία. Ο Μιχαήλ, μετά από τους πρώτους δισταγμούς, κατανόησε το συμφέρον του και ρίχτηκε με πάθος στην κατάκτηση της Ζωής κι επιπλέον και του θρόνου. Ο αυτοκράτορας δεν ήταν δυνατόν να υποπτευτεί ότι η Ζωή, η οποία είχε ήδη υπερβεί το πεντηκοστό έτος της ηλικίας της, είχε εραστή και μάλιστα τόσο νεαρό.
Αλλά ο έρωτας της αυτοκράτειρας έγινε τόσο «δαιμονιώδης και μανιακός», κατά τον Βυζαντινό ιστορικό Κοδρηνό, ώστε παρέσυρε αυτήν στην απόφαση της βιαίας απαλλαγής από τον σύζυγο. Η σφοδρή φιλαρχία του ευνούχου Ιωάννη, του αδελφού του, η υποκινηθείσα φιλοδοξία του εραστή και ο σφοδρός έρωτας της Ζωής, δεν άργησαν να επιφέρουν τραγικό αποτέλεσμα, τον αργό κατ’ αρχάς δηλητηριασμό του αυτοκράτορα κι έπειτα τον πνιγμό του στο λουτρό.
Την ίδια νύχτα η Ζωή, μια νύχτα της μεγάλης εβδομάδας, κατά την οποία ψάλλονταν τα άγια πάθη (11 Απριλίου 1034), χωρίς να στενοχωρηθεί για τον θάνατο του συζύγου της, έντυσε τον Μιχαήλ με το βασιλικό ένδυμα και τ΄ άλλα παράσημα της βασιλείας, τον κάθισε στο θρόνο, έκατσε η ίδια δίπλα του και διέταξε τους παλατιανούς να χαιρετίσουν αυτόν ως βασιλιά. Ο πατριάρχης, η σύγκλητος και οι άρχοντες του κράτους αναγκάστηκαν ν’ αποδεχθούν τα γενόμενα και ν’ αναγνωρίσουν τον νέο βασιλιά.
Έτσι άρχισε η βασιλεία του Μιχαήλ Δ΄ του Παφλαγόνος (1036-1041), κατά την οποία όλη η δύναμη συγκεντρώθηκε στα χέρια του ευνούχου Ιωάννη, του μεγάλου αδελφού του νέου βασιλιά. Ο Ιωάννης έλαβε ουσιαστικά την εξουσία πρωθυπουργού, αλλά με το φανερό και επίσημο αξίωμα του ορφανοτρόφου.
Η Ζωή, η οποία νόμισε ότι ανέβασε στο θρόνο δικό της δημιούργημα, γρήγορα είδε ότι είχε απατηθεί. Μετά από λίγο όλες οι σπουδαίες θέσεις του κράτους καταλήφθηκαν από συγγενείς και φίλους τυχοδιώκτες Παφλαγόνες, ενώ οι φίλοι και ευνοούμενοι της Ζωής πήραν την οδό της εξορίας. Έπειτα άρχισε και ο περιορισμός της ίδιας της Ζωής. Η βασίλισσα δεν είχε πλέον καμμιά επίσημη εμφάνιση, αλλά με επιτηδειότητα απομονώθηκε στα γυναικεία, εν μέσω των θαλαμηπόλων της. Το χειρότερο ήταν ότι έχασε όχι μόνο την ελευθερία της αλλά και τον έρωτά της, διότι ο Μιχαήλ, είτε από τύψεις συνείδησης για την αγνωμοσύνη, είτε και λόγω της ασθένειάς του (έπασχε από επιληψία), απέφευγε να συναντάται μαζί της.
Κατ’ αρχάς η αυτοκράτειρα προσπάθησε να προσελκύσει και πάλι τον σύζυγό της, αλλά στο τέλος εξεγέρθηκε και άρχισε να σκέπτεται κακά εναντίον του. Και ίσως να επέρχονταν και άλλα τραγικά γεγονότα, αν δεν προλάβαινε ο φυσικός θάνατος να την απαλλάξει από τον Μιχαήλ.
Μετά τον θάνατο του Μιχαήλ Δ΄ η Ζωή έμεινε μόνη κυρία των πραγμάτων. Ο ευνούχος Ιωάννης είχε κατορθώσει, προβλέποντας τον θάνατο του αδελφού του, να υψώσει σε μέγα αξίωμα έναν από τους ανεψιούς του, ο οποίος και αυτός ονομάζονταν Μιχαήλ. Μετά τον θάνατο του Μιχαήλ Δ΄ η Ζωή έλαβε την απόφαση να υιοθετήσει τον ανεψιό του συζύγου της, ενώ αφ’ ετέρου είχε το θάρρος να εξορίσει όλους του θείου του, ακόμα και τον πανίσχυρο τότε πρωθυπουργό Ιωάννη.
Έτσι η Ζωή ανύψωσε στον θρόνο και έστεψε βασιλιά τον Μιχαήλ Ε΄, τον οποίον ο λαός της Κωνσταντινούπολης επονόμασε ειρωνικά Καλαφάτην, ένεκα του ταπεινού επαγγέλματος του πατέρα του (1041-1042). Κατ’ αρχάς ο νέος βασιλιάς περιποιήθηκε την βασίλισσα και θετή του μητέρα, κατόπιν όμως νόμισε ότι θα μπορούσε ν’ απαλλαγεί απ’ αυτήν και αποφάσισε να εξορίσει την ευεργέτιδά του. Αλλά ο λαός εξεγέρθηκε και ανακήρυξε επισήμως ως αυγούστας τις δυο πορφυρογέννητες Ζωή και Θεοδώρα (1042).
Όμως η Ζωή δεν ήταν του χαρακτήρα ώστε να συμμεριστεί πολύ χρόνο με την αδελφή της τον θρόνο, ούτε να εγκαταλείψει την κλίση της στις ερωτικές περιπέτειες. Προσπάθησε λοιπόν ν’ απομακρύνει την αδελφή της, αλλά ο λαός έδειξε την επιθυμία να βλέπει στο θρόνο και τις δυο νομίμους διαδόχους της Μακεδονικής δυναστείας.
Μετά την αποτυχία της αυτή ρίχτηκε στο συνηθισμένο γεροντικό της πάθος ψάχνοντας εραστές και συζύγους. Σκέφτηκε πολλούς υποψήφιους: τον επιφανή άρχοντα Κωνσταντίνο τον Θαλασσηνό, αλλ’ αυτός έβαλε αυστηρούς όρους και φυσικά δεν ήταν ο κατάλληλος που χρειάζονταν στο παλάτι, όπου κυβερνούσαν γυναίκες και ευνούχοι.
Έπειτα η εκλογή της Ζωής έπεσε στον Κωνσταντίνο τον Αρτοκλίνην, παλιό ευνοούμενό της. Αλλ’ αυτός ήταν έγγαμος, η δε σύζυγός του έσπευσε να τον δηλητηριάσει για να μη εξαναγκαστεί να τον παραχωρήσει σε άλλη.
Η Ζωή όμως αν και είχε φθάσει ήδη τα εξήντα δύο έτη της ηλικίας της, δεν μπορούσε να εγκαταλείψει την εκπλήρωση των ορέξεών της, και μετά από πολλές άκαρπες αναζητήσεις θυμήθηκε πάλι έναν παλιό της φίλο τον Κωνσταντίνο Μονομάχο, τον οποίον είχε εξορίσει ο ευνούχος Ιωάννης. Η ζωή τον ανακάλεσε από την εξορία και τον ονόμασε «δικαστήν Ελλήνων», δηλαδή κυβερνήτη της Ελλάδας.
Κατόπιν αποφάσισε να τον κάνει σύζυγό της και να τον ανεβάσει στον θρόνο. Το περίεργο είναι ότι όλοι στο παλάτι την παρακινούσαν στον γάμο αυτόν.
Ο νέος βασιλιάς Κωνσταντίνος ο Μονομάχος είχε πολλά χαρίσματα, και σωματικά και ηθικά, δεν ήταν όμως ο άνθρωπος που χρειάζονταν τότε στο κράτος. Δεν αγαπούσε τον πόλεμο αλλά τις επιστήμες και τις τέχνες χωρίς να αντιλαμβάνεται ότι δεν ήταν καιρός για τέτοια πράγματα τους χρόνους εκείνους.
Οι ερωτικές του περιπέτειες είχαν κάνει μεγάλο θόρυβο στην Κωνσταντινούπολη. Όταν νυμφεύθηκε την Ζωή, μη μπορώντας φυσικά να αισθανθεί αγάπη προς την υπερήλικη αυτή γυναίκα, είχε αφοσιωθεί σε μια νέα και ωραιότατη γυναίκα από τον επιφανή οίκο των Σκληρών, την οποία ο λαός ονόμαζε Σκλήραινα. Φαίνεται ότι η νεαρή αυτή γυναίκα ήταν θελκτικότατη και προκαλούσε τον γενικό θαυμασμό με την γλυκύτητα των τρόπων και τα φυσικά χαρίσματά της, αφού και αυτός ο Ψελλός εκφράζει χαρακτηριστικότατα τον ενθουσιασμό του.
Η σχέση του Κωνσταντίνου με την Σκλήραινα ήταν παλιά και είχε αναπτυχθεί πραγματική αφοσίωση μεταξύ των δύο εραστών. Κατά την μακρά εξορία του Μονομάχου η Σκλήραινα τον είχε ακολουθήσει και συζούσε μαζί του επτά έτη στην Μυτιλήνη, αφού του έδωσε ολόκληρη την περιουσία της.
Ο Κωνσταντίνος κατόρθωσε και έπεισε την σύζυγό του Ζωή να γράψει η ίδια στην Σκλήραινα και να την παρακαλέσει να έλθει στο παλάτι, όπου θα είχε την εύνοιά της. Παραδόξως η βασίλισσα δέχτηκε την πρόταση και της έδωσε τον τίτλο σεβαστή.
Τα τελευταία έτη της ζωής της η Ζωή τα πέρασε σε ησυχία κλεισμένη στον γυναικωνίτη. Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος είχε καταβληθεί νωρίς από τον φιλήδονο βίο. Δεν είχε πλέον την κομψότητα και την ρώμη την παλιά, διότι έπασχε από το στομάχι και από οδυνηρή ποδάγρα. Εν τούτοις δεν λησμόνησε ούτε τις ερωμένες, ούτε τις διασκεδάσεις το. Διασκόρπιζε τα χρήματα του κράτους σε επιπόλαιες και παιδαριώδεις δαπάνες, σε καιρό κατά το οποίον πολυάριθμοι εχθροί απειλούσαν την ύπαρξη του κράτους και εσωτερικά. Το στρατιωτικό κόμμα, δυσαρεστημένο από την χαλάρωση αυτή της διοίκησης, παρασκεύαζε επικίνδυνες επαναστάσεις.
Τέλος η Ζωή πέθανε το 1050 σε ηλικία εβδομήντα ετών. Μετά από τέσσερα χρόνια πέθανε και ο αυτοκράτορας. Στην θέση του ανακηρύχτηκε αυτοκράτειρα η αδελφή της Ζωής Θεοδώρα (Τέλος του άρθρου του Α. Αδαμαντίου).
Επί Θεοδώρας, η διοίκηση του κράτους περιήλθε εξ ολοκλήρου στα χέρια των αυλικών της, οι οποίοι, για να εξασφαλίσουν τις θέσεις τους, έκριναν καλό ν’ απομακρύνουν από τον στρατό κάθε ικανό στρατηγό που θα μπορούσε ν’ αποβλέπει στην κατάληψη της βασιλείας και να τον αντικαταστήσουν με τους έμπιστους ευνούχους του παλατιού. Το ίδιο έγινε και στις ανώτερες πολιτικές θέσεις.
Από την «ΜΕΓΑΛΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ»,
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου