Παρασκευή 9 Μαΐου 2014

ΕΠΟΥΡΑΝΙΑ ΚΑΙ ΕΓΚΟΣΜΙΑ ΕΞΟΥΣΙΑ ΤΩΝ ΘΕΩΝ ΚΑΤ΄ ΕΙΚΟΝΑ ΚΑΙ ΟΜΟΙΩΣΗ ΤΩΝ ΑΡΧΟΝΤΩΝ

«Οσες θεομαχίες κατασκεύασε ο Όμηρος δεν πρέπει να είναι παραδεκτά εις την πόλη, ούτε αν γράφτηκαν αλληγορικά είτε όχι. Επειδή ο νέος δεν είναι τέτοιος ώστε να κρίνει ότι αυτό είναι αλληγορικό και αυτό δεν είναι, αλλά αυτά που θα λάβει (διδαχθεί), όντας τέτοιας ικανότητας»  ( Πολιτεία, 2, 378d)  Πλάτων

ΕΠΟΥΡΑΝΙΑ ΚΑΙ ΕΓΚΟΣΜΙΑ ΕΞΟΥΣΙΑ ΘΕΟΙ: ΕΙΚΟΝΑ ΚΑΙ ΟΜΟΙΩΣΗ ΤΩΝ ΑΡΧΟΝΤΩΝ
Οι αρχαίες θρησκείες καί οί θεολογικοί μύθοι είναι μιά απόπειρα έρμηνείας του άγνωστου κόσμου από τόν έμφοβο καί άνυπεράσπιστο άνθρωπο, μιά αγωνιώ­δης προσέγγιση του άσυλληπτου καί έξωλογικού, μιά ένστικτώδης άντίδραση μπρο­στά στα φυσικά στοιχεία — άλλοτε ευμενή καί άλλοτε έχθρικά — μιά λυτρωτική, τέλος, υπέρβαση του επιστητού άπό τή συνείδηση. Πλάσματα τού νού καί τής φαν­τασίας — απότοκα τού δέους καί τής άπορίας των πρωτόγονων λαών — οί θεοί καί οί ήμίθεοι, ομοιώματα τού ανθρώπου αλλά μέ ύπερφυσική δύναμη.
Απέραντη ή ποικιλία τών θεογονιών. Παντού, ώστόσο, ή επουράνια ύπερεξουσία έξεικονίζει  τήν έγκόσμια κοινότητα. Θεοί μέ άνθρωπόμορφα χαρακτηριστικά, μέ τίς ιδιότητες καί τά προνόμια τών γήινων κυριάρχων. Τό είχε έπισημάνει ό Ξε­νοφάνης ό Κολοφώνιος, ό τολμηρός στοχαστής τού ΣΤ” αι. π.Χ. «Αν τά βόδια, οί λέοντες, τά άλογα μπορούσαν νά ζωγραφίσουν, θά άπεικόνιζαν τους θεούς τους μέ τή δική τους μορφή. Βόδι ό θεός τών βοδιών, άλογο ό θεός τών αλόγων, λιοντάρι τών λιονταριών.» [1]
Οί ομηρικοί άνθρωποι έπλασαν τούς θεούς κατ” εικόνα καί όμοίωσή τους [2] άλλά μέ τήν ισχύ, τόν αυταρχισμό καί τή δολιότητα τών ήγεμόνων. Τό θεϊκό ισοδυναμού­σε μέ τήν παντοδυναμία τού κακού, τό άπόλυτο τής βίας καί τόν ακατάλυτο δεσπο­τισμό. Οι Μυκηναίοι βασιλιάδες ενσάρκωναν τούς έπουράνιους άνακτες. «Ελέω Θεού» τύραννοι οί μονάρχες ως τόν ΙΘ’αίώνα.

“Αλλά ή αρχαία ελληνική σκέψη προχωρεί πιό μακριά. Ό Αθηναίος σοφιστής Κριτίας, θείος τού Πλάτωνος καί μαθητής τού Σωκράτη, διατύπωσε πρώτος τήν άποψη ότι οί θεοί αποτελούν κατασκεύασμα τής έξουσίας γιά τή στερέωσή της μέ τήν ενστάλαξη στις ψυχές τών ύποτελών ένός πρόσθετου έξωλογικού φόβου. Πέρα άπό τους κυρίαρχους άρχοντες υπάρχουν άλλοι κραταιότεροι και πιο έπικίνδυνοι κυρίαρχοι, αόρατοι, τιμωροί καί έκδικητικοί. Στο σατυρικό δράμα «Σίσυφος» γρά­φει ότι « ή πίστη στους θεούς δεν είναι συνέπεια του φόβου καί της ευγνωμοσύνης πού ένιωθαν οί άνθρωποι άπέναντι στις φυσικές δυνάμεις»[3] άλλά προϊόν πολιτικής σκοπιμότητας. Κάποιος πανούργος άρχηγός έπινόησε τούς θεούς πού παρακολου­θούν τάχα τις πράξεις των άνθρώπων, άκόμα καί εκεί πού δέν φτάνει τό βλέμμα των έπίγειων βασιλιάδων, τυλίγοντας έτσι την άλήθεια μέ έναν ψεύτικο μύθο.[4] Μ” αυτό τό πολιτικό έφεύρημα διασφαλιζόταν τελεσφόρως καί άδαπάνως ή νομιμο­φροσύνη των άνθρώπων, ή ύπακοή στην εξουσία [5] μέ λιγότερους δήμιους, ραβδού­χους καί βασανιστές.
Ή έξουσία άξιοποιούσε έν ψυχρώ τήν έκπληξη καί τό δέος μπροστά στο ύπερφυσικό καί άκατανόητο. Χρειαζόταν τήν πίστη τών λαών στήν ύπαρξη τιμωρών θεοτήτων, τήν άπειλή της Στυγός, τού Τάρταρου, της Κόλασης. Γιατί έτσι θά καθα­γιάζονταν καί θά γίνονταν σεβαστοί οι νόμοι της. Ό ολιγαρχικός Πλάτων άξίωνε γιά τήν ιδανική πολιτεία του άμείλικτο κολασμό «τών περί τά θεία έξαμαρτανόντων», εκτόπιση τών «άσεβούντων» σέ τόπους μακρινούς, τραχείς καί άκατοίκητους [6]. Ή πρόωρη Ιερά Έξέτασις, τά πρώτα στρατόπεδα-άναμορφωτήρια της ιστο­ρίας. Εκεί θά κρατούνται έγκλειστοι καί ολότελα άπομονωμένοι γιά πέντε τουλά­χιστον χρόνια. Μόνον οι δεσμοφύλακες θά έπικοινωνούν μέ τούς εξόριστους «έπί νουθετήσει τε καί τή της ψυχής σωτηρία ομιλούντες».[7] Κι” όποιος άντιστέκεται καί άρνείται νά ανανήψει «θανάτω ζημιούσθω»[8].
Ό Πλάτων οραματίζεται μιά άνηλεή κρατική έξουσία. Καί πού; Στήν Ελλάδα τού Δ” αί. π.Χ., στήν “Αθήνα τής άμεσης δημοκρατίας. Ή άσέβεια προς τά θεία ταυτίζεται μέ τήν άνταρσία προς τήν καθεστηκυία τάξη. Ό Σωκράτης ήπιε τό κώ­νειο, άλλοι αύτοχειριάσθηκαν, έξορίστηκαν διαβίου ή διέφυγαν. Ή άμφισβήτηση έκλαμβάνεται ώς πολιτική αντιπαλότητα καί έπισύρει τον διωγμό καί τή φυσική έξόντωση μέ τήν κατηγορία τής άθεΐας. Ό “Αναξαγόρας, πού δίδαξε τούς “Αθη­ναίους φιλοσοφία έπί τριάντα χρόνια, παραπέμπεται σέ δίκη επειδή ύποστήριζε πώς ό ήλιος ήταν πυρακτωμένος βράχος καί όχι θεός — «διότι τον ήλιον μύδρον έλεγε διάπυρον». Σώθηκε μέ παρέμβαση τού Περικλή, τού μαθητή του, άλλά δέν άντεξε τήν «ύβριν» καί αύτοκτόνησε [9]. Ό Πρωταγόρας αύτοεξορίστηκε γιά νά άποφύγει τή θανατική καταδίκη, επειδή στο έργο του «περί θεών» έγραφε: «Δέν μπο­ρώ νά ξέρω ούτε άν υπάρχουν, ούτε άν δέν ύπάρχουν θεοί, ούτε ποιά είναι ή μορ­φή τους» [10]. Τά βιβλία του συγκεντρώθηκαν σέ άθηναϊκή πλατεία, ύστερα άπό έντολή πού κοινολόγησε ό κήρυκας, καί κάηκαν, όπως μας πληροφορεί ό Διογένης ό Λαέρτιος [11]. Ήταν ή πρώτη «auto da fe» τής ιστορίας κατά τού πνεύματος.
Τά θεολογικά, μυθολογικά καί ιδεολογικά στοιχεία πού διακρίνουμε στά ομηρικά έπη, ή πολιτεία θεών καί ήμίθεων, απεικονίζουν τόν άρχαίο κόσμο ως τή μεγάλη πο­λιτική αλλαγή πού συντελείται στον ΣΤ” αιώνα καί συμβολίζουν τή σκληρή διαμάχη γιά κυριαρχία. Οί περιγραφές τών άνθρωπόμορφων θεοτήτων από τόν Όμηρο καί τόν Ησίοδο είναι μιά αναπαράσταση, άλλοτε ρεαλιστική καί άλλοτε γελοιογραφική, τού βίου καί τής συμπεριφοράς τής εξουσίας — ήγεμόνων καί άριστοκρατών. Ή φανταστική δράση τών θεών στήν Ίλιάδα καί τήν “Οδύσσεια, σχεδόν πάντοτε ανήθικη, αισχρή καί φαυλεπίφαυλη, έχει πρότυπο τή διαγωγή τών έγκόσμιων αρχόντων. Ό ποιητής αναφέρεται σέ γεγονότα τών μυκηναϊκών χρόνων, άναπλάθει όμως όχι ιστο­ρικά άλλά μέ άλληγορική έπένδυση τήν κοινωνία τής έποχής του: τήν τυραννία καί τήν αδικία. Οί θεοί καί ή κουστωδία τους είναι οί πολιτικοί καί πολεμικοί άρχηγοί πού αντιμάχονται γιά τήν άλωση τής έξουσίας. Είναι ή ποιητική εξιστόρηση τών θυελ­λών πού σάρωσαν, στά τέλη τής δεύτερης καί τις άρχές τής πρώτης χιλιετίας, τόν άρ­χαίο κόσμο — πόλεμοι, μεταναστεύσεις, εισβολές, κοινωνικές άναστατώσεις.
Ή ομηρική θεολογία ώραιοποιεί καί κυρίως νομιμοποιεί τό πολιτικό σύστημα τής έποχής. Άφού οί θεοί διαπρέπουν στήν άνομία, τή βία, τήν άδικία, τήν αυθαιρεσία καί τήν άπάτη, γιατί θά είναι καλύτεροι οί άνθρωποι; Δέν άποτελούν οί θεοί υποδείγ­ματα συμπεριφοράς; Ό Ευριπίδης εγκαλεί τούς έπουράνιους αύθέντες. «Είναι δί­καιο, εσείς πού έπιβάλατε τούς νόμους στούς θνητούς, νά παρανομείτε οί ίδιοι; Καί είναι σωστό νά κατακρίνετε τούς θνητούς άν μιμούνται τις κακές πράξεις τών θε­ών;»  [12]. Πρότυπα οί θεοί άλλά καί ύπερκυρίαρχοι. Οί ήγεμόνες ύποτάσσονται στή βούλησή τους καί οί λαοί στή βούληση τών ήγεμόνων. Καί, φυσικά, άνεύθυνοι οί άρχον­τες γιά τις κακουργίες τους. Τι φταίω έγώ, λέει ό Αγαμέμνων. Οί θεοί μας έμπλεξαν καί ή μοίρα. [13]
Απαράλλακτες θεϊκή καί γήινη έξουσία. Παντοδύναμοι καί παντοκράτορες θεοί καί ήγεμόνες, άόρατοι καί πανταχού παρόντες οί ολύμπιοι άρχοντες, ύπαρκτοί καί ορατοί οί έγκόσμιοι, ομοειδείς ώστόσο καί συμμαχικές δυνάμεις. Καρπός τού άμεσου καί έμμεσου φόβου τών λαών ή έξοικείωσή τους με τήν έννοια τής διπλής ύποταγής, μέ τήν άναγνώριση τού δεσποτισμού τους. Ό Ξενοφάνης είναι σαφής καί παραστατι­κός. Ό Όμηρος καί ό Ησίοδος, γράφει, έντυσαν τούς θεούς μέ όλα τά αίσχη καί όλες τίς άτιμίες τών άνθρώπων. Καί περιγράφουν ένα σωρό άνόσια έργα τους, κλεψιές, μοιχείες, άπάτες. [14]
Τό θεϊκό είναι προέκταση, φυσική συνέχεια τής επίγειας έξουσίας. “Αθέμιτα έργα στα ολύμπια δώματα, άλλά καί στα παλάτια τών δυναστειών. Συνωμοσίες, έγκλήματα, άλληλοφάγωμα, πατροκτονίες, άδελφοκτονίες. Θεοί καί βασιλιάδες τό ιδιο. Άρπαγες, αισχροί καί άνενδοίαστοι. Ίδιοι στήν κακότητα καί τήν άτιμία, ίδιοι καί στήν ευδαιμονία. Οί ομηρικοί θεοί περνούν «ζωή χαρισάμενη», όλα είναι γι” αύτούς εύκολα — «ρεία ζώοντες» [15] — άκριβώς όπως οί άνθρωποι τής έξουσίας — εύμάρεια καί ξεγνοιασιά. Ό βίος τών θεών είναι ό βίος τών άρχόντων σέ υπερθε­τικό βαθμό.
Διαπάλη τών θεών έξοντωτική γιά έπικυριαρχία. Σκηνές άπροσμέτρητης φρίκης στούς έλληνικούς κοσμογονικούς μύθους. “Απόηχος τών άγριων συγκρούσεων γιά τήν έξουσία στον πολιτικό καί κοινωνικό βίο, καταγραφή ποιητική τών άνακτορικών ωμοτήτων, τής τυραννίας τών ισχυρών, τού βασανισμού καί τού αίματος. “Εναντίον τού Ουρανού συνωμοτούν ή σύζυγος καί ό γιος του, ή Γαία καί ό Κρό­νος. Θά τού άποκόψουν τά γεννητικά μόρια άφαιρώντας του έτσι τήν άρχηγία. Ή μάνα βάζει στό χέρι τού γιού κοφτερό δρεπάνι, «άρπην μακρήν καρχαρόδοντα». Καί έκείνος, παραμονεύοντας τή στιγμή πού ό Ουρανός «άγκάλιασε μέ πόθο τή Γαία καί πάνω της τεντώθηκε άπ” άκρη σ” άκρη» [16], θέρισε τά «μήδεα» τού γονιού του [17].
Νικητής ό Κρόνος άλλά έμφοβος. Πώς θά κρατήσει τήν έξουσία — τήν «βασιληίδα τιμήν»; Καταπίνει τά νεογέννητα παιδιά του γιά νά προλάβει συνωμοσία καί άνατροπή. “Αλλά δέν θά γλυτώσει τελικά. Θά τον εύνουχίσει ό Δίας, ό γιος του, συμμαχώντας μέ τή Βία καί τό Κράτος, τή Στύγα, τούς Κύκλωπες καί τούς Έκατόγχειρες. Θά κατατροπώσει τούς Τιτάνες καί θά γίνει κυρίαρχος τού ούρανού. “Ύστε­ρα θά μοιράσει στούς δικούς του ώς λεία καί άνταμοιβή τά άξιώματα [18],            άπαράλλακτα όπως γινόταν κατά τις εγκόσμιες έσωδυναστικές άλληλομαχίες καί όπως γίνε­ται στις σημερινές «δημοκρατίες» όταν τά κόμματα, οι πρόεδροι, οι άρχηγοί κατα­κτούν τήν έξουσία.
“Αλλά καί ό Δίας φοβάται έκθρόνιση άπό τά δικά του παιδιά. Βλέπει παντού συνωμότες. Καταβροχθίζει, έξοντώνει ή τιμωρεί βάναυσα κάθε ύποπτο άνταγωνιστή, ξεσηκώνει πολέμους, προκαλεί κατακλυσμούς καί γενοκτονίες, θανατώνει μέ κεραυνό ή γκρεμίζει στον Τάρταρο όποιον άμφισβητεί τήν παντοδυναμία του, όποι­ον προβάλλει άντίσταση. Μεταμορφώνει τούς έχθρούς του σέ θηρία καί όρνεα [19].
«Οσσα παρ” άνθρώπων όνείδεα καί ψόγος έστί, καί πλείστ” έφθέγξατο θεών άθεμίστια έργα, κλέπτειν, μοιχεύειν καί άλλήλοις άπατεύειν.» (ό.π., άπ. VII, σ. 43-44).
Οι άναμετρήσεις του μέ χους «συνωμότες» καθρεφτίζουν τούς σκληρούς ανταγωνισμούς τών δυναστειών τής έποχής γιά έπικράτηση καί άπόλυτη κυριαρχία. Τά ιδια άκριβώς διαδραματίζονται καί στους άσιατικούς κοσμογονικούς μύ­θους. Εξοντωτικός άγώνας διαδοχής καί έξουσίας [20].
Στις διαμάχες καί τούς πολέμους γιά τήν έξουσία χρησιμοποιούνται όπλα φονι­κά καί καταχθόνια. Ή άστραπή λ.χ. καί ή κυνέη, καλύπτρα πού καθιστούσε άόρατο τόν κάτοχο της. Καί οί τιμωρίες τών έχθρών φρικώδεις, άκριβώς όπως καί τών θυ­μάτων τής έγκόσμιας έξουσίας — τά δεινά τών λαών άπό τις κάθε λογής τυραννίες έπί τόσες χιλιετίες. Ό ήσιόδειος Τάρταρος, στά έγκατα τής γής, σύμβολο τού έγκλεισμού καί τού μαρτυρίου — μέ χίλια ονόματα στή γλώσσα τών Ελλήνων [21]. Τόν περικλείνει γύρω-γύρω χάλκινος φράχτης καί τριπλή σειρά σκοτάδι [22]. Καί μέσα ζό­φος τρισκότεινος [23], γιατί έτσι άποφάσισε ό Δίας. Καί φρουροί τής φρικαλέας φυ­λακής οί θηριώδεις Έκατόγχειρες.
Θεοί καί θεές συναγωνίζονται σέ άγριότητα καί κακουργία άλλά καί σέ αι­σχρότητα, δόλο καί άπάτη, όπως άκριβώς οί έγκόσμιοι άρχοντες [24]. Καί πρώτος ό Δίας πού άφού, μετά τή συντριβή τών Τιτάνων, έγινε κυρίαρχος τού σύμπαντος, μοίρασε τά άξιώματα στούς άφοσιωμένους συνεργάτες. Ή συμπεριφορά του συμ­πυκνώνει όλες τις βαρβαρότητες καί άχρειότητες τής έξουσίας. Είναι υπόδειγμα ώμού τυράννου, φαύλος, άσπλαχνος, μοχθηρός, έπιχαιρέκακος, άδίστακτος. Υπο­κινεί πολέμους καί άφανίζει λαούς. Στέλνει συμφορές στούς άνθρώπους μέ «άπάτη φοβερή καί άκαταμάχητη» [25], τήν Πανδώρα. Κατακεραυνώνει τόν Ασκληπιό, πατέ­ρα τής ιατρικής, γιά νά μή διδάξει τούς άνθρώπους τά θεραπευτικά μέσα ώστε νά γιατρεύονται μεταξύ τους βοηθώντας ό ένας τόν άλλο [26]. Αυτό θά περιόριζε τήν έξάρτηση τους. Τύφλωσε τόν Πλούτο έπειδή, όταν ήταν παιδί, έπιθυμούσε νά συνο­δεύει μόνο τούς δίκαιους, τούς σοφούς καί τούς έντιμους. «Εκείνος (ό Δίας) μούβγαλε τά μάτια γιά νά μήν ξεχωρίζω κανέναν άπ” αύτούς. Τόσο φθονεί τούς καλούς  ανθρώπους» [27]. Ξελογιαστής καί βιαστής — απαγωγέας γυναικών άλλά καί νέων, όπως τού Γανυμήδη — ύπουλος καί μαυρόψυχος. Ό Σίσυφος άποκάλυψε τήν αρ­παγή άπό τόν Δία τής νύμφης Αίγινας στόν πατέρα της. Τόν εκδικήθηκε καταδικάζοντάς τον στό αιώνιο βασανιστήριο τής πέτρας [28]. Γυναίκες μεταμορφώνονται γιά ν” άποφύγουν τήν άπαγωγή [29]. Είναι ό «άρχων τής μοιχείας», σμίγει μέ κάθε γυναί­κα — δικαίωμα τού εξουσιαστή [30]. Στις άποπλανητικές του πανουργίες μεταμορφώ­νεται άλλοτε σέ ταύρο (Εύρώπη), άλλοτε σέ κύκνο (Λήδα, Νέμεσις), σέ χρυσή βρο­χή (Δανάη), σέ σάτυρο (Αντιόπη), άκόμα καί στόν σύζυγο τών θυμάτων του (“Αλ­κμήνη) [31]. “Αλλά είναι άμείλικτος γιά όποιον άποτολμήσει νά στρέψει τό βλέμμα στή δική του σύζυγο. Τιμωρεί τόν Ίξίωνα προσδένοντάς τον σέ πυρακτωμένο φτερωτό τροχό πού στροβιλιζόταν αιώνια στόν αιθέρα. Κατακεραυνώνει τόν Πορφυρίωνα πού τάχα επιθυμεί τήν Ήρα — δική του πλεκτάνη. Είναι τό άρχέτυπο τής άνδροκρατίας [32].
“Αλλά καί στούς άλλους θεούς τής ομηρικής θρησκείας είναι έκδηλα τά βδελυ­ρά στίγματα τών ισχυρών τής εγκόσμιας κοινότητας, οί χαμερπέστερες έκδοχές τής συμπεριφοράς τών κυρίαρχων ομάδων. Ή βαναυσότητα, ή αύθαιρεσία, ή φιλαυτία, ή άρπακτικότητα, ή δολιότητα, τό φιλέκδικο, τό εμπαθές, τό έπαίσχυντο, τό μνησί­κακο, τό φθονερό. Ή Ήρα διαπρέπει στις αύλικές συνωμοσίες καί μηχανορραφίες. Καταδιώκει μέ άγριο μίσος καί έξοντώνει τις γυναίκες πού ξελογιάζει ό Δίας — τά θύματα — καί τά έξώγαμά του. Μεταμορφώνει τήν ταλαίπωρη Ίώ σέ άγελάδα, έξαποστέλλει εναντίον της βοϊδόμυγα — «βοι οίστρον έβαλε» — καί τήν άποτρελλαίνει. Κι” έκείνη τρέχει ξέφρενη κι” άπό τίς Μυκήνες φτάνει στήν Αίγυπτο διαμέ­σου τών σκυθικών στεππών [33]. Προκαλεί τόν όλεθρο τής Τροίας έπειδή ό Πάρις πρόσφερε τό βραβείο τού κάλλους στήν “Αφροδίτη κι” όχι σέ κείνη, τήν όμόκλινη τού Δία [34]. Τυφλώνει τόν Τειρεσία έπειδή άποκάλυψε τό προνομιακό «ήδεσθαι» τών γυναικών «έν ταίς συνουσίαις» [35]. Γκρεμίζει στόν «Αδη τή Σίδη πού διαφιλονίκησε τό γέρας τής ομορφιάς — «περί μορφής έρίσασαν αύτη» [36]. Πείθει τίς Είλείθυιες (θεές τού τοκετού) νά παρεμποδίσουν τή γέννηση τού Ηρακλή (έξώγαμο του Δία) καί στέλνει στό λίκνο τοΰ βρέφους «δύο δράκοντας ύπερμεγέθεις» νά τό κα­ταπιούν [37]. Προκαλεί παραφροσύνη τού Ηρακλή καί τόν παρωθεί νά ρίξει τά παι­διά του στή φωτιά [38]. Εξαπολύει φίδι φαρμακερό νά δαγκώσει τόν Φιλοκτήτη έπειδή βοήθησε τόν Ηρακλή στά τελευταία του άνάβοντας τήν πυρά τού αύτοχειριασμού, λύτρωση άπό τούς άφατους πόνους πού προκάλεσε τό φονικό «δώρημα» τής Δηιάνειρας [39].
Ή “Αθηνά μεταμορφώνει σέ άράχνη τήν κόρη τού Ίδμονα, ξακουσμένη ύφάντρα, έπειδή τόλμησε νά συγκριθεί μαζί της στήν τέχνη τού άργαλειού [40]. Προκαλεί τήν καρατόμηση τής γοργόνας Μέδουσας έπειδή ήθελε νά συναγωνισθεί μαζί της στήν ομορφιά [41].
Ό Ποσειδών πού, κατά τή διανομή τού κόσμου άπό τούς νικητές, κέρδισε τή θάλασσα συναγωνίζεται τόν έπικυρίαρχο Δία σέ έξουσιαστική μανία. Εκδικητικός, άνηλεής καί καταχθόνιος. Είναι πατέρας άμέτρητων τεράτων καί κάθε λογής κακο­ποιών στοιχείανν πού λυμαίνονται στεριές καί θάλασσες. Παιδιά του διαπρεπείς λή­σταρχοι. Ό Κύκνος πού αιχμαλώτιζε στή Θεσσαλία τούς προσκυνητές τών Δελφών καί λεηλατούσε τά άναθήματα [42], ό Προκρούστης, ό Σίνης ή Σκίρρων, ό Τρίτων [43] — βιαστής άγοριών καί κοριτσιών κ.ά. Παιδιά του λογής-λογής άνθρωποφάγοι: οί Λαιστρυγόνες, ό Κύκλωπας Πολύφημος, ό Βούσιρις τού Νείλου. Κι” άκόμα οί γί­γαντες “Αλωάδες, έννιά οργιές ύψος, εννιά φάρδος στά έννιά τους χρόνια [44]. Ή έξουσία χρειάζεται πάντοτε άποφώλια τέρατα, δήμιους, περιτρίμματα, κτηνανθρώπους, βασανιστές, πετρόψυχους, μιαρούς, άλιτήριους, όργανα τυφλά, έργαλεία γιά τις κακουργίες της.
Αιώνια θύματα τών συγκρούσεων άνάμεσα σέ θεούς, άλλά καί άνάμεσα σέ έπίγειους έξουσιαστές, οί άνθρωποι, οί λαοί. «Οταν ό Ποσειδών νικήθηκε άπό τήν Αθηνά στή φιλονικία γιά τήν κατοχή τής “Αθήνας έκδικήθηκε καταστρέφοντας μέ πλημμύρα τό Θριάσιο Πεδίο. «Οταν ήρθε σέ ρήξη μέ τήν Ήρα γιά τό Άργος στέρε­ψε τόν ποταμό Ίναχο. “Αναρίθμητες οί άρπαγές γυναικών. Θέλει νά βιάσει καί τή Δήμητρα. “Εκείνη μεταμορφώνεται σέ φοράδα, γίνεται κι” αύτός άλογο. Έπειδή ή βασίλισσα τών Αιθιόπων Κασσιόπεια καυχήθηκε ότι είναι πιό όμορφη άπό τή σύ­ζυγο του “Αμφιτρίτη έξαπολύει ένα δράκοντα κι” άφανίζει μέ πλημμύρα τή χώρα [45].
Εύόργητη καί έκδικητική ή Δήμητρα υπερασπίζεται μέ κακότητα τήν άπεριόριστη έξουσία της. Καταδικάζει τόν βασιλιά Έρυσίχθονα σέ άκόρεστη πείνα — νά τρώει καί νά μή χορταίνει — έπειδή έκοψε μιά λεύκα στό θεσσαλικό άλσος της. Καί τόν Άσκάλαβο, τόν γιο μιάς χωριάτισσας, μεταμορφώνει σέ σαύρα γιά ένα άκακο χωρατό του.
Ασύδοτος, άχαλίνωτος, τυραννικός, αισχρός καί μοχθηρός ό “Απόλλων θά γδάερει ζωντανό τόν γίγαντα Μαρσύα πού διεκδίκησε τά πρωτεία σέ μουσικό αγώνα μέ τόν θεό [46]. Έπειδή ό Μίδας ψήφισε υπέρ τού Πανός σέ άγώνα αυλού έκδικείται παραμορφώνοντάς τον μέ γαϊδουρινά άφτιά. Εξοντώνει τούς έχθρούς του παγιδεύοντάς τους μέ παραπλανητικά τεχνάσματα καί σκευωρίες. Χρησιμοποιεί ώς δέλεαρ άκόμα καί τήν αδερφή του «Αρτεμη. Διαπρέπει στήν έρωτική θήρα αγοριών καί κο­ριτσιών [47].
“Από τίς πιο αιματοβαμμένες θεότητες, καί τίς πιο φθονερές, ή “Αρτεμη. “Ανέρα­στη ή ίδια έξοντώνει μέ τό τόξο της όσες γυναίκες ένδίδουν στό έρωτικό πάθος. Εί­ναι «λέων γυναιξί». Θανατώνει τήν Καλλιστώ πού ξεπλανεύτηκε άπό τόν Δία — «ότι τήν παρθενίαν ουκ έφύλαξεν» [48] — καί τήν “Αριάδνη πού έρωτεύτηκε τόν Θησέα. Σκοτώνει τή Χιόνη έπειδή καυχήθηκε πώς είναι ώραιότερη. Μεταμορφώνει τόν κυ­νηγό “Ακταίωνα σέ έλάφι έπειδή τήν ξάφνιασε στό λουτρό κι” ύστερα έξαπολύει κα­ταπάνω του τά πενήντα λαγωνικά του, λυσσασμένα μέ έντολή τής θεάς, γιά νά τόν κατασπαράξουν [49]. “Από ζήλεια τοξεύει τόν Ώρίωνα γιατί έσμιξε μέ τήν Ήώ [50]. Ή άνδροκρατική έξουσία έπινοεί σύμβολα καί καλλιεργεί ψυχώσεις καί κοινωνικές έπιταγές γιά τήν ύποδούλωση τών γυναικών μέ τήν τρομοκρατία καί τήν άλλοτρίωση.
Έξαποστέλλει ή θεά ένα φοβερό κάπρο — «έξοχον μεγέθει τε καί ρώμη» [51] — γιά νά καταστρέψει τήν Καλυδώνα έπειδή ό βασιλιάς της Οινεύς λησμόνησε κάποτε νά τής προσφέρει θυσία [52]. Κι” ό Άδμητος, ό βασιλιάς τών Φερών, πού λησμόνησε νά θυσιάσει στήν Άρτεμη τή νύχτα τού γάμου του μέ τήν Άλκηστη, μπαίνει στόν νυμφι­κό θάλαμο καί τόν βρίσκει γεμάτο φίδια [53].
Άλλά ό θεός πού συγκεντρώνει όλες τίς άχρειότητες τής έξουσίας καί τών δορυ­φόρων της στή θεολογία καί μυθολογία τού άρχαίου έλληνικού κόσμου είναι ό Έρ­μης. Άρχικακοποιός άπό τό λίκνο του καί τυφλό όργανο τού Δία γιά κάθε έπαίσχυντη επιχείρηση. Είναι τό άρχέτυπο τής άνενδοίαστης άπάτης καί τής ιδιοτελούς πανουργίας, «αίμυλομήτης» (παμπόνηρος), «λιηστήρ» (ληστοπειρατής), «διαπρύσιος  κε ραϊστής» (ξακουστός κλέφτης) [54], άρχιαπατεώνας, βασιλιάς τών κλεφταράδων [55],σύντροφος τών νυχτοπερπατητάδων καί τών κατεργαρέων, ό μέγας διδάσκαλος τής άπάτης [56].
Σηκώνεται άπό τήν κούνια του καί κλέβει τά γελάδια τού άδερφού του “Απόλ­λωνα. Άπό τήν Πιερία τά οδηγεί στήν Κυλλήνη άναγκάζοντάς τα νά περπατούν άνάποδα — παλιμπυγηδόν — γιά νά φαίνεται πώς άκολουθούν άντίθετη κατεύθυν­ση [57]. Κι” όταν ό “Απόλλων άνακαλύπτει τήν άρπαγή δέχεται άπειλές. Μή μέ παραζορίζετε έσύ κι” ό Δίας, γιατί θά γίνω άρχιλήσταρχος — «φηλητέων όρχαμος» [58] — καί θά τά ξεσηκώσω όλα, τρίποδα καί λεβέτια καί σίδερο καί ρουχισμό [59]. Κλέβει τό τόξο τού άδερφού του καθώς σκύβει πάνω στό λίκνο60, τήν τρίαινα τού Ποσει­δώνα, τήν τσιμπίδα τού Ηφαίστου, τό σκήπτρο τού Δία, τό σπαθί τού Άρη, τόν κεστό τής Αφροδίτης [61].
Ό Δίας άναθέτει στον Έρμή όλες τις άπόρρητες καί άτιμωτικές άποστολές, τόν βασανισμό λ.χ. καί τή σταύρωση τού Προμηθέα. Είναι πιστός καί άδίστακτος έντολοδόχος τού αύθέντη τών θεών, «άγγελος Διός», ένα είδος μυστικού πράκτορα, δαιμόνιου άρχικατάσκοπου καί έμμισθου δολοφόνου — πρόθυμο ύπηρέτη τού τύ­ραννου Δία τόν χαρακτηρίζει ό Προμηθέας. Διεκπεραιώνει έπαίσχυντες ύποθέσεις καί συγκαλύπτει άτασθαλίες καί σκάνδαλα — άπαγωγή Γανυμήδη, άποπλάνηση “Ιούς, θανάτωση Άργου, έξώγαμα Δία άπό Καλλιστώ, Σεμέλη, Αλκμήνη, άρπαγή Κέρβερου, άπόκρυψη Ελένης καί άντικατάστασή της μέ ομοίωμα άπό νεφέλη. “Εξαγνίζει μέ έντολή τού κυρίου του κάθε κακουργία [62].
Πρόθυμος καί ικανός γιά όλα. Πλεκτάνες, φονικά στό σκότος, πλαστογραφίες, δολοπλοκίες. Είναι έφοδιασμένος μέ μέσα «προηγμένης τεχνολογίας»: φτερά στούς ώμους, φτερά στά σάνδαλα, φτερό στόν πέτασο, χρυσό σπαθί πού άποκοιμίζει τούς φρουρούς, ιπτάμενα κριάρια, άντίδοτα σέ μαγικά φίλτρα, τό άόρατο (Άϊδος κυνήν) κ.ά. Βάναυσος καί δολερός περί τά έρωτικά, όπως όλα τά σεπτά μέλη τής θεϊκής κοινότητας, καταφεύγει συνήθως στήν ώμή βία καί τόν αιφνιδιασμό [63]. Αυτός έμφύσησε, μέ έντολή τού Δία, στήν Πανδώρα «άδιάντροπη ψυχή καί δόλιο χαρακτή­ρα» [64]. Αντάξιοι καί οί άπόγονοί του — διέπρεψαν όλοι στήν κλοπή καί τήν άπάτη.
Ό γιος του Μυρτίλος προκάλεσε τόν θάνατο τού Οινόμαου, μέ δολιοφθορά στό άρ­μα του, γιά λογαριασμό τού Πέλοπα καί τής Ιπποδάμειας. Ό Αύτόλυκος, παππούς τού “Οδυσσέα, κληρονόμησε τήν ύψηλή τέχνη τής πονηριάς καί τής ατιμίας. Κανείς δέν τόν ξεπερνούσε στήν «κλεπτοσύνη» καί τήν ψευδορκία [65]. Άλλά καί σήμερα ό Έρμης είναι Κερδώος, θεότητα τής αρπακτικής έξουσίας — καί τής «οικονομίας τής άγοράς» — διαχρονικό σύμβολο τής «κλεπτικής», τής αισχροκέρδειας καί τής δια­φθοράς.
Καί ή Αφροδίτη κυριαρχείται άπό τά άνομα πάθη τών έπίγειων έξουσιαστών — έγωκεντρισμός, άπληστία, φθόνος, άκολασία, μοχθηρία. Όλα είναι θεμιτά γιά τή θεά, όπως στούς έγκόσμιους ήγεμόνες. Εκδικείται μέ φρικώδεις καί αισχρές μεθό­δους κάθε άπόπειρα άνυπακοής ή έλευθεροφροσύνης. Είναι σύζυγος τού Ηφαίστου άλλά σμίγει μέ τόν Άρη, τόν Ποσειδώνα καί τόν Διόνυσο. Γνωστή ή ομηρική σκηνή μέ τήν έπ” αυτοφώρω κατάληψη στήν παγιδευμένη κλίνη [66] καί τούς καγχασμούς τής θεϊκής ομήγυρης [67]. Παραπλανά τή Σμύρνα, πού άντιστάθηκε στούς πειρασμούς της, καί τόν πατέρα της Θείαντα παρωθώντας τους σέ άνομο δεσμό στό σκοτάδι [68]. Εξω­θεί στήν πορνεία τίς κόρες τού Κινύρα τής Κύπρου [69]. Τό ίδιο καί τήν Ήώ πού έσμιξε μέ τόν Άρη [70]. Κατέστησε σιχαμερές τίς γυναίκες τής Λήμνου — άνέδιδαν άπαίσια οσμή — γιά νά μή τίς ζυγώνουν οί άνδρες τους [71]. Γιά νά έκδικηθεί τόν άγνό Ιππόλυ­το θά εμφυσήσει ερωτικό πάθος στή μητριά του Φαίδρα [72] προκαλώντας τή θεϊκή κατάρα καί τόν άγριο θάνατο του [73].
Αδιάλλακτος έξουσιαστής ό Διόνυσος έπιβάλλει τήν ιδεολογία του μέ τή βία καί τήν τρομοκρατία. Προκαλεί παραφροσύνη στίς κόρες τού Προίτου, βασιλιά τής Τί­ρυνθας, πού άπέκρουσαν συμμετοχή στά μυστήριά του. Καί έκείνες, μαινόμενες, τρι­γυρίζουν ξεδιάντροπα στίς έρημιές τής Αρκαδίας, «μετ” άκοσμίας πάσης» [74]. Άλλες γυναίκες, τό ιδιο άπρόθυμες στόν προσηλυτισμό, σκοτώνουν τά παιδιά τους καί τρέ­χουν στά βουνά [75]. Οί κόρες τού βασιλιά Μινύα (“Ορχομενός) πού προτιμούσαν τόν άργαλειό άπό τή βακχεία καταλαμβάνονται άπό μανία καί μεταμορφώνονται σέ πουλιά [76]. Ό θεός έμβάλλει παραφροσύνη στόν άντιδιονυσιακό βασιλιά τών Ήδωνών τής Θράκης γιά «σωφρονισμό». Κι” έκείνος σκοτώνει τόν γιο του μέ τσεκούρι νομίζοντας πώς πελεκάει κλήμα τού άμπελιού του [77]. Τόν βασιλιά τής Θήβας Πενθέα πού «διεκώλυε» τά βακχικά μυστήρια διαμελίζει ή μητέρα του Αγαύη έκλαμβάνοντάς τον, καθώς διατελούσε σέ κατάσταση μανίας, ώς άγρίμι τού βουνού [78].
Είναι φανερό ότι ή άπεικόνιση τού βίου καί τής πολιτείας τών θεών τής ομηρι­κής θρησκείας στά έπη είναι μιά ακίνδυνη άναφορά στή συμπεριφορά τής έγκόσμιας έξουσίας. Πρότυπο τών κοσμογονικών μύθων ό βασιλικός θεσμός καί ή άπολυταρχία. Ή θαυμαστική περιγραφή τών άχρειοτήτων τής θεϊκής κοινότητας νομι­μοποιεί τήν καταπίεση καί τά έγκλήματα τών ήγεμόνων καί πολιτικών άρχηγών. Αυτά πράττουν οί θεοί, οί ύπέρτατοι διδάσκαλοι, οί πολυσέβαστοι παντοκράτορες, γιατί λοιπόν νά συμπεριφέρονται διαφορετικά οί έπί τής γης ομοούσιοι έν ίσχύι καί βία;
Υπάρχει μιά άμφίπλευρη καί άμφίσημη συμμαχία. Ή επίγεια έξουσία δοξολο­γεί τή θεϊκή καί ή έπουράνια ευλογεί καί προσεπικυρώνει τήν έγκόσμια. Άλλωστε ή ομηρική θρησκεία καί ή μυθολογική άλουργίδα της είναι δημιουργήματα τών άνθρώπων τής έξουσίας. Οί ποιητές, οί ραψωδοί, οί ίεροφάντες τών μυκηναϊκών χρό­νων λειτουργούν ώς εξαρτήματα καί παραφυάδες τού κυρίαρχου μηχανισμού [79]. Οί παλατιανοί έχουν πάντοτε κοινά συμφέροντα μέ τούς βασιλείς καί τούς μεγιστάνες καί προσφέρουν τήν προσφυή ιδεολογική ύποδομή γιά τόν έξωραϊσμό, μέ άλληγορίες καί ποιητικά τεχνάσματα, τών έγκλημάτων καί φαυλοτήτων, έξισώνοντας τή θεοσέβεια μέ τήν ύποταγή στούς άνακτες καί δορικτήτορες. Οί ποιητές τής άρχαϊκής έποχής, όπως ό Πίνδαρος καί Βακχυλίδης, είναι αύλικοί, ομοτράπεζοι τών ισχυρών. Καί έξυμνούν τυράννους καί άριστοκράτες [80].
 
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
 
1. «Αλλ” είτοι χείρας γ” ειχον βόες ήέ λέοντες, ή γράψαι χείρεσι καί έργα τελεϊν άπερ άνδρες, ίπποι μεν ΐπποιοι, βόες δε βουοίν όμοιοι, καί κε θεών ιδέας έγραφον καί σώματ” έποίουν τοιαύθ” οίόν περ καί αυτοί δέμας είχον έκαστον.» (Simon Karsten, Xenophanis Colophonii, Carminum Reliquiae, Άμστερνταμ 1830, άπ. VI, ο. 41).
2. «Βροτοί δοκέουσι θεούς γεννάσθαι τήν σφετέραν έσθήτα έχειν, φωνήν τε δέμας τε» (ό.π., άπ. V, ο. 39).
3. Όπως υποστήριζε ό σοφιστής Πρόδικος ό Κεΐος (Ε’αί. π.Χ.) πού θεωρούσε τή θεοποίηση τού ήλιου, τών ποταμών, τών πηγών κλπ. έκφραση ανθρώπινης ευγνωμοσύνης (στό έργο του «7Ωραι»).
4. «διδααγμάτων ήδιστον είσηγήσατο ψευδεϊ καλύψας τήν άλήθειαν λόγω.»
5. Nauck, Fragmenta trag. Gr., σ. 771. Βλ. καί W.K.C. Guthrie, The Sophists, London 1971.
6. «όπηπερ άν έρημος τε καί ώς ό τι μάλιστα άγριώτατος ή τόπος» (Νόμοι, 908 Α-Β).
7. Ό.π., 908 Ε.
8. Ό.π., 908 Ε-909 Α.
9. Διογένης Λαέρτιος, Φιλοσόφων βίων καί δογμάτων συναγωγή, Β’, 3, 13-14. Κατ” άλλους κατέφυγε οτή Λάμψακο τής Μ. “Ασίας.
10. «ούθ” ώς είσίν ούθ” ώς ούκ είσίν ούθ” όποιοι τίνες ίδέαν.»
11. Ό.π., Β, 5.
12.  «πώς ούν δίκαιον τούς νόμους ύμάς βροτοΐς γράψαντας αύτούς άνομίαν όφλισκάνειν;  ούκέτ” άνθρώπους κακούς λέγειν δίκαιον, είς τά τών θεών κακά μιμούμεθα…» (Ίων, στ. 449 κ.έ.)
13. «έγώ δ” ουκ αίτιος είμι,άλλά Ζεύς καί Μοίρα καί ήεροφοίτις Έρινύς.» (Ίλιάδα, Τ, στ. 86-87).
14. «πάντα ταύτα άνέθηκαν Όμηρος “Ησίοδος τε»
15.  Ίλιάδα, Ζ, στ. 138.
16. «ίμείρων φιλότητος έπέσχετο καί ρ” έτανύσθη πάντη.»
17.  Ησίοδος, Θεογονία, στ. 164-182.
18. «ό δε τοΐσιν έάς διεδάσσατο τιμάς» (ό.π., στ. 885).
19. Δένει πιστάγκωνα τή σύζυγο του, τήν Ήρα, καί τήν κρεμάει άλυσοδεμένη στά μεσούρανα — «έν αίθέρι καί νεφέλησιν» — καί μέ δύο άμόνια στά πόδια — «έκ δέ ποδοίιν άκμονας δύο, περί χερσί δέ δεσμόν άρρηκτον» (Ίλιάδα, Ο, 18-20). “Εκσφενδονίζει τόν γιό του Ήφαιστο άπό τόν Όλυμπο — «ρίψε ποδός τεταγών» — γιά νά καταλήξει, ύστερα άπό ολοήμερη πτώση, σιή Λήμνο (Ίλιάδα, Α, 591-592). Σταυ­ρώνει τόν Προμηθέα, άντάρτη, φίλο τών άνθρώπων, σιδεροδέσμιο στόν Καύκασο — «δήσε δ” άλυκτοπέδη- σι δεσμοΐς άργαλέοισι» (Θεογονία, στ. 52) — καί προστάζει έναν άητό νά τοΰ κατασπαράζει κάθε μέρα τό ήπαρ (“Απολλόδωρος, I, 45). Έξαποστέλλει στό αιώνιο έρεβος τόν Μενοίτιο κεραυνοβολημένο (Ησίο­δος, ό.π., στ. 515). Σκληρόψυχος καί έκδικητικός ώσάν «μόναρχος» άνθρώπων. Ή έξουσία δεν έχει όσιο καί ιερό, οΰτε στόν ουρανό ούτε* στή γη.
20. Στό έπος τών Χετταίων ό βασιλιάς τοΰ ούρανοΰ “Αλαλου ανατρέπεται άπό τόν αυλικό του Άνού. Τήν έξουσία διεκδικεί τώρα ό Κουμαρμπί, ό αυλικός τοΰ νέου κοσμοκράτορα. Σέρνει άπό τά πόδια στη γη ιόν βασιλιά καί μέ τά δόντια τοΰ κόβει σύρριζα τά γεννητικά μόρια. Άλλά δέν θά γλυτώσει κι” ό Κουμαρ- χτί. Θά τόν γκρεμίσει άπό τόν θρόνο ό γιός του, ό «βασιλιάς τών καιρών». Συνωμοσίες, άνταρσίες, άλληλοσπαραγμοί γιά τήν έξουσία καί στό βαβυλωνιακό έπος «Ένούμα έλις». Οί νέοι θεοί, μέ άρχηγό τόν Μαρδούκ, επαναστατούν καί παραμερίζουν τους παλιούς καί τή βασίλισσά τους Τάμιατ. Τή σκοτώνουν, αιχμαλωτίζουν τους άλλους μέ δίχτυ καί τους ρίχνουν στή φυλακή.
21. δεσμωτήριο, είρκτή, κάτεργο, κάρκαρος, στρατόπεδο, μπουντρούμι, κάγκελα, άλυσίδες, συρματο­πλέγματα.
22.  «τόν πέρι χάλκεον ερκος έλήλαται· άμφί δέ μιν νύξ τριστοιχεί κέχυται έπί δειρήν.» (Ησίοδος, Θεογονία, στ. 726-7).
23. «ύπό ζόφψ ήερόεντι» (ό.π., στ. 729).
24. Ή ομηρική θεολογία καί μυθολογία είναι κατάμεστη άπό βιασμούς, άπαγωγές καί άποπλανήσεις ίαρών πλασμάτων — κοριτσιών καί άγοριών — γενετήσιες διαστροφές κ.ά. μέ πρωταγωνιστές τούς έγκάτοικους τοΰ “Ολύμπου.
25. «δόλον αίπύν άμήχανον» (Ησίοδος, Έργα καί Ήμέραι, 83).
26.  “Απολλόδωρος, III, 122.
27.  «“Εγώ γάρ ών μειράκιον ήπείλησ” ό,τι ώς τούς δικαίους καί σοφούς καί κοσμίους μόνος βαδιοίμην ό δέ μ” έποίησε τυφλόν, ινα μή διαγιγνώσκοιμι τούτων μηδένα. Ούτως εκείνος τοΐσι χρηστοΐσι φθονεί.» (“Αριστοφάνης, Πλούτος, στ. 88-92).
28. “Οδύσσεια, Λ, στ. 593.
29. Ή “Αστερία, θεά τών άστρων, γίνεται ορτύκι καί πέφτει στή θάλασσα — «φεύγουσα τήν πρός Δία συνουσίαν» (“Απολλόδωρος, I, 21).
30. Είναι τό «δικαίωμα τής πρώτης νυκτός».
31. Κατά τήν άρχαϊκή εποχή οί άρχοντικές οικογένειες, γιά νά λαμπρύνουν τή γενιά τους καί νά εμ­πλουτίσουν μέ θεϊκές κληρονομικές περγαμηνές τήν έξουσία τους, πρόσθεταν στό γενεαλογικό τους ιστο­ρικό καί μιά άρχοντοπούλα πού είχε ζευγαρώσει μέ τόν Δία…
32. Προορισμός τής ομηρικής γυναίκας: «τήν ήμέρα στόν άργαλειό, τή νύχτα στό κρεβάτι» — ίστόν έποιχομένην καί έμόν λέχος άντιόωσαν (Ίλιάδα, Α’, στ. 31).
33. “Απολλόδωρος, II, 5 κ.έ.
34. Ευριπίδης, Ιφιγένεια έν Αύλίδι, στ. 1305.
35. Απολλόδωρος, III, 71-72.
36. Ό.π., I, 25.
37. Ό.π., II, 62.
38. «τους ιδίους παϊδας εις πϋρ έμβαλεΐν» (ό.π., II, 72).
39.  Σοφοκλής, Τραχίνιες, στ. 757 κ.έ.
40.  Όβιδίος, Μεταμορφώσεις, VI.
41.  «περί κάλλους ήθέλησεν ή Γοργώ συγκριθηναι» (“Απολλόδωρος, II, 46).
42.  Ησίοδος, “Ασπίς Ηρακλέους, στ. 479-480.
43.  «δεινός θεός» κατά τόν Ησίοδο (Θεογονία, στ. 933).
44.  Λουκιανός, Ζευς Τραγωδός, 21.
45.   «συνοργισθείς πλήμμυράν τε έπί την χώραν έπεμψε καί κήτος» (“Απολλόδωρος, II, 43).
46.  Ό.π., I, 24.
47.  Καταγγέλλει ό Χορός στήν τραγωδία «Ίων» τοΰ Ευριπίδη: Βιάζει παρθένες καί τίς έγκαταλείπει. Εξώγαμα παιδιά τά παρατάει καί πεθαίνουν — «παρθένους βία γαμών/προδίδωσι, παΐδας έκτεκνούμενος λάθρα/θνήσκοντας άμελώς» (στ. 437-439). Βίασε τήν Κρέουσα, κόρη τοΰ βασιλιά Έρεχθέα.
48. “Απολλόδωρος, III, 101.
49. «Καί τοις έπομένοις αύτώ πεντήκοντα κυσίν έμβαλεϊν λύσσαν, ύφ” ων κατά άγνοιαν έβρώθη» (ό.π., III, 30-31).
50. “Οδύσσεια, Ε, στ. 121-124.
51. “Απολλόδωρος, I, 66.
52. Ίλιάδα, I, 533-543.
53. «δρακόντων σπειράμασι πεπληρωμένον» (“Απολλόδωρος, I, 105).
54. “Ομηρικός “Ύμνος, Εις Έρμήν, 13-14.
55. Φηλητών άναξ (Ευριπίδης, Ρήσσος, στ. 217). Όσοι έτοιμάζονταν γιά κλεψιά δέονταν στόν “Ερμή (Ίππώναξ, 24aD). Στή Σάμο είχε καθιερωθεί γιορτή τής κλεψιάς μέ ειδικές τελετουργίες (Πλούταρχος, Ρωμαϊκά καί έλληνικά αίτια). Τά πληρώματα τών έλληνικών πειρατικών σκαφών τού ΙΗ” αιώνα έχτιζαν έκκλησιές τοΰ προστάτη τους άγιου καί τοΰ άφιέρωναν ένα ποσοστό τής λείας (Κυρ. Σιμόπουλος, Ξένοι ταξιδιώτες στήν “Ελλάδα, τ. Α, Β, Γι, Γ2 passim). Στίς άρχές τοΰ Ιθ” αι. οί πειρατές τής Γραμβούσας ασκούσαν τό ληστρικό έργο τους ύπό τήν προστασία τής Παναγίας τής Κλεφτρίνας (Μέντελσον Βαρδόλδυ, Ιστορία τής “Ελλάδος, “Εν “Αθήναις 1873, τ. Α’, σ. 659).
56.  «όρμαίνων δόλον αίπύν ένί φρεσίν οία τε φώτες φηληταί διέπουσι μέλαινης νυκτός έν ώρη.»(“Ομηρικός «Υμνος, 66-67).
57. «δολίης δ” ου λάθετο τέχνης, άντία ποιήσας όπλάς τάς πρόσθεν όπισθεν.»(“Ομηρικός “Ύμνος, 76-77). Ό πρώτος «άλογοσούρτης» της ιστορίας.
58. Ό.π. 175.
59. Ό.π., 179-181.
60. Φίλόοτρατος (Εικόνες, I, 26), “Οράτιος (Carmen Saeculare, 1, 10, 11).
61. Λουκιανός, θεών Διάλογοι, 7. Άρχικλέφτης άλλά καί πρώτος στήν ψευδορκία. “Ορκίζεται στόν πατέρα του, τόν Δία, πώς δέν έκλεψε τά γελάδια — «ει δέ θέλεις πατρός κεφαλήν μέγαν όρκον όμνυμαι» (ό.π., 274).
62. Όπως τίς κόρες τοΰ Δαναού πού δολοφόνησαν τούς μνηστήρες τους (“Απολλόδωρος, II, 21).
63. Έστρωσε φρεσκογδαρμένα βοϊδοτόμαρα — «κατά τής όδού βύρσας ύπέστρωσε νεοδάρτους» — μπροστά στή βρύση όπου πήγαινε μέ τό σταμνί της γιά νερό ή Ροδίτισσα “Απημοσύνη, έγγονή τού Μίνωα — δέν μπορούσε νά τήν άδράξει έπειδή ήταν γοργοπόδαρη — «περιήν γάρ αυτού τω τάχει τών ποδών» — καί δέν έκρυβε τήν άπέχθειά της γιά τόν θεό. Ή κόρη γλίστρησε κι” ό “Ερμής πού παραμόνευε, όρμησε στήν εύκολη λεία (“Απολλόδωρος, III, 14).
64. «κύνεόν τε νόον καί έπίκλοπον ήθος» (Ησίοδος, Έργα καί Ήμέραι, 67-68).
65.  “Οδύσσεια, I, στ. 395-396.
66. «μέ «δεσμούς άρρηκτους άλύτους όφρ” έμπεδον αύθι μένοιεν» (“Οδύσσεια, Θ, στ. 275-276).
67. «άσβεστος δ” άρ” ένώρτο γέλως μακάρεσι θεοΐσι» (ό.π., στ. 326).
68.  «άγνοούντι τω πατρί νύκτας δώδεκα συνευνάσθη» (“Απολλόδωρος, III, 183).
69.  Ό.π., III, 182.
70.  «ότι Άρει συνεύσθη» (ό.π., I, 27).
71.  Ό.π., I, 114.
72.  «καρδίαν κατέσχετο έρωτι δεινώ τοις έμοΐς βουλεύμασι» (Ευριπίδης, Ιππόλυτος, στ. 27-28).
73. Ό.π., στ. 43-44.
74. “Απολλόδωρος, II, 27.
75. Ό.π., II, 28.
76. Όβίδίος, Μεταμορφώσεις, V, 1, 389. Αιλιανός, Ποικίλη Ιστορία, III, 42.
77. Απολλόδωρος, III, 35.
78. Ό.π., III, 36.
79. Marcel Detienne, Les maitres de verite dans la Grece archaique, Paris 1973.
80. Γενικά οί θεοί της ομηρικής έποχής έξεικονίζουν τήν ισχύ, τόν αυταρχισμό καί τήν άχρειότητα τής έγκόσμιας έξουσίας. Οί ήγεμόνες οικειοποιούνται τό υπερφυσικό καί άσύλληπτο τής θεότητας καί έμφανί- ζονται οί ίδιοι ώς ύπεράνθρωποι. Οί θεοί διασχίζουν τούς αιθέρες μέ ταχύτητα φωτός ή ώς διηπειρωτικοί πύραυλοι καί τά πελάγη ώς ύποβρύχιες τορπίλες. Παντοδύναμοι, παντογνώστες, σοφοί οί βασιλιάδες. Οί θεοί καί οί θεές είναι μιά βελτιωμένη έκδοχή τών ήγεμόνων, απαράλλακτα όπως οί άριστοκράτες «ξεχω­ρίζουν» άπό τούς άπλούς θνητούς μέ τήν έμφάνιση καί τή συμπεριφορά τους. Ή ποιητική φαντασία άφη- νιάζει – πρέπει νά κρατηθούν οί άναλογίες. «Οταν ό Άρης πληγώνεται άπό τό κοντάρι τού Διομήδη μουγκρίζει άπό τόν πόνο καί σκούζει σάν δέκα χιλιάδες άνθρωποι μαζί — όσσόν τ” έννεάχιλοι έπίαχον ή δεκάχιλοι (Ίλιάδα, Ε, στ. 860).

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου