Λίγο ἀκόμα θὰ ἰδοῦμε
Λίγο ἀκόμα θὰ ἰδοῦμε
τὰ μάρμαρα νὰ λάμπουν,
νὰ λάμπουν στὸν ἥλιο
κι ἡ θάλασσα νὰ κυματίζει.
Λίγο ἀκόμα, νὰ σηκωθοῦμε
λίγο ψηλότερα.
(Απόσπασμα από το ποίημα «Μυθιστόρημα» του Γιώργου Σεφέρη)
Λίγο ψηλότερα, μας προτρέπει να σηκωθούμε ο ξενιτεμένος, επί πολλά χρόνια λογοτέχνης, Γιώργος Σεφέρης. Γιατί η απόσταση που δημιουργείται με την απόσχιση από τα πάτρια εδάφη έχει και τα καλά της
Το οπτικό πεδίο γίνεται πιο ευδιάκριτο, όταν βρίσκεσαι στο απυρόβλητο της βασανιστικής και μονότονης καθημερινότητας. Τότε που τα ψιμύθια του μικρόκοσμού της εξαχνώνονται και μένει γυμνό, αδρό, αυθεντικό.
Οι αμυγδαλιές, τα μάρμαρα, ο ήλιος και η θάλασσα ευωδιάζουν Ελλάδα, που πονά και σφάζει η έλλειψή της. Η λόγχη της στέρησης κατάφερε με τέσσερις λέξεις - κλειδιά να συμπτύξει όλα τα ιδιότυπα χαρακτηριστικά του τόπου μας, της Ελλάδας...
Κι εδώ ο λυγμός, που αναβλύζει από τα λαβωμένα κύτταρά του, μετουσιώνεται πάλι σε λόγο ελληνικό, τον ίδιο λόγο, που χιλιετίες πριν, άρθρωναν οι έλληνες στοχαστές της κλασικής περιόδου:
[...] Σε λίγο θα νυχτώσει· βλέπω να με κοιτάζει ακόμη ένα αέτωμα γεμάτο αγάλματα ακρωτηριασμένα.
Πόσο βαριά είναι τα αγάλματα;
Προτιμώ μια στάλα αίμα από ένα ποτήρι μελάνι («Ποιήματα»,εκδόσεις Ίκαρος,1992).
Ποια όμως μορφή ιδιαιτερότητας έχει αυτός ο τόπος, για τον οποίο χείμαρροι αίματος και μελανιού έχουν χυθεί;
Είναι στατικός και μονοδιάστατος τόπος η Ελλάς ή είναι ρέων και πολυδιάστατος;
Αν ανατρέξουμε στον ορισμό του λήμματος ‘διάσταση’, πληροφορούμαστε ότι είναι η απόσταση μεταξύ δύο οριακών σημείων και συνεκδοχικά, η οποιαδήποτε ενάντια θέση. Η λέξη προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό ρήμα διίστημι (=τοποθετούμαι χωριστά, στέκομαι ενάντια, ξεχωρίζω, διαχωρίζομαι).
Ολόκληρος ο λεγόμενος δυτικός πολιτισμός γιγαντώθηκε πάνω στα θεμέλια της ελληνικής διανόησης. Κανένα φιλοσοφικό πόνημα δεν κατόρθωσε, έως τις μέρες μας, να αναδειχθεί ως ανώτερης αξίας νοητικό προϊόν από αυτά των στοχαστών της κλασικής Ελλάδος.
Αυτός ο τόπος, η Ελλάς, ταξίδεψε και ταξιδεύει στα πέρατα του πλανήτη εμφυτεύοντας, πότε ηθελημένα και πότε άθελά του, τις αξίες του πολιτισμού του.
Ο Ελληνισμός είναι μια αεικίνητη γεννήτρια ιδεών, που την έθεσαν σε κίνηση οι πρόγονοί μας και λειτουργεί αυτόνομα και διαχρονικά αενάως.
Είναι οντότης ανθρωποκεντρική λειτουργούσα με γνώμονα την περιβόητη ρήση του Πρωταγόρα του Αβδηρίτη:
«πάντων χρημάτων μέτρον έστιν άνθρωπος, των μεν όντων ως έστιν, των δε ουκ όντων ως ουκ εστίν.»
Μτφρ : «Ο άνθρωπος καθορίζει όλες τις αξίες (ποιότητες) των πραγμάτων, εκείνων, που έχουν υπόσταση και εκείνων, που δεν έχουν».
Ο άνθρωπος λοιπόν, και μόνον αυτός, δίνει υπόσταση στις αξίες, στο βαθμό που αυτές εναρμονίζονται με την καλή λειτουργία της φύσης και της κοινωνίας των ανθρώπων. Κριτήριο και μέτρο για όλα είναι ο άνθρωπος. Υπαρκτό θεωρείται αυτό, που μπορεί να πιστοποιηθεί από τις αισθήσεις και την ανθρώπινη διανόηση.
Με βάση τα παραπάνω οδηγούμαστε στον συλλογισμό ότι και σε ατομικό επίπεδο, η αξία ή η απαξία ενός ανθρώπου μπορεί να προσδιορισθεί από τις πράξεις του, που έχουν αναντίρρητα αντίκτυπο στο κοινωνικό σύνολο και τίθενται υπό την συλλογική κρίση σε σχέση με ό,τι θεωρείται κοινά αποδεκτό και μη δυνάμενο να προκαλέσει διαταραχή του κοινωνικού συνόλου.
Προξενεί ιδιαίτερο ενδιαφέρον το ότι ο Πρωταγόρας αναφέρεται σε θετικές αλλά και σε αρνητικές ποιότητες, προσδιορίζοντας μεν την αξία ως θετική ποιότητα, επισημαίνοντας δε και την μη ύπαρξη αξίας ως αρνητική ποιότητα (απαξία). Και εδώ έρχεται ο Δημόκριτος, ο έτερος, σύγχρονός του Αβδηρίτης, να προσθέσει, λέγοντας ρητά και κατηγορηματικά (62):
«Αγαθόν ου το μη αδικείν, αλλά το μηδέν θέλειν»
Μτφρ: Αγαθό είναι όχι να μην αδικείς, αλλά κι ούτε να το θέλεις.
Οι Έλληνες γαλουχήθηκαν από τα έπη του Ομήρου, που τους μετέδωσαν υψηλές έννοιες, ιδανικά και πνεύμα δικαίου. Διέπλασαν χαρακτήρα αγωνιστικό αλλά όχι στυγνά ανταγωνιστικό, πάντα σύμφωνα με τις αρχές της ευγενούς άμιλλας.
«Αιέν αριστεύειν έμμεναι άλλων, μηδέ γένων πατέρων αισχυνέμεν» (Ιλιάς, Ζ 208).
Μτφρ: Να επιδιώκεις μονίμως να είσαι ο άριστος έναντι των άλλων και να μην ντροπιάσεις ποτέ τη γενιά των προγόνων σου.
Συγκλονιστικές επίσης οι τελευταίες συμβουλές του Έκτορος στο γυιό του Αστυάνακτα:
«Εις οιωνός άριστος: Αμύνεσθαι περί πάτρης» (Ιλιάς,Μ,243).
Μτφρ: Ένας είναι ο καλύτερος οιωνός, ν’ αγωνιζόμαστε για την πατρίδα.
Μοναδική παραμένει για την βραχύτητά της, η περισσότερο ‘λακωνική’ απάντηση στην ιστορία. Όταν εχθρός απείλησε τους Σπαρτιάτες, λέγοντάς τους ότι αν κυρίευε την πόλη τους θα την ισοπέδωνε, εκείνοι, με το παροιμιώδες ‘λακωνίζειν’, απάντησαν: «Αν»!
Ο βρετανός αρχαιολόγος Stanley Casson, στο έργο του «Αncient Greece» περιγράφει με πολύ γλαφυρό τρόπο τον ιδιότυπο χαρακτήρα του ΄Ελληνα και του πολιτισμού που ανέπτυξε:
«Οι άνθρωποι πρέπει να μεριμνήσουν ώστε οι μικρότεροι τροχοί των δικών τους δράσεων να περιστρέφονται σε αρμονία με το μεγαλύτερο μηχανισμό. (φύση). Διαφορετικά οι μικρότεροι θα καταρρεύσουν. Ο άνθρωπος, είναι μια απειροελάχιστη μονάδα. Οι ενέργειές του και οι επιθυμίες του, πρέπει να διέπονται και να ελέγχονται με υποταγή στο (φυσικό) σύστημα.
Αν το κάνει αυτό όλα θα είναι καλά και αρμονικά. Αν κάνει το αντίθετο, κάτι θα πάει στραβά και ο ίδιος, όχι ο μηχανισμός, θα καταστραφεί.
Η αλαζονεία ήταν αυτό το μικρό απειροελάχιστο που το ανθρώπινο πλάσμα πρόβαλε κατά του μηχανισμού που τον καταπλάκωσε. Η ασέβεια ήταν αυτό του προκάλεσε την συντριβή.
Και πάλι συναντάμε τη διάκριση μεταξύ στατικού και ζωντανού.
Το πεπρωμένο των Ελλήνων ήταν ένα πράγμα που εργαζόταν ακατάπαυστα, χωρίς να πηγαίνει προς τα πίσω.
Ήταν σαν ένα ποτάμι που ρέει και ρέει και δεν είναι ποτέ το ίδιο δύο φορές.
Είναι σαφές, ότι η κλασική Ελλάδα δεν μπορεί να ταξινομηθεί με τα νεκρά πράγματα και τα περασμένα, και να ξεχαστεί, για δύο κυρίως λόγους:
Πρώτον, επειδή σε όλα τα παράγωγα της ελληνικής δραστηριότητας υπάρχει η γραμματική έμπνευση ―μια εισπνοή στο χρονικό και το φυσικό περιβάλλον, το οποίο είναι τόσο εκλεπτυσμένο και σαν μια σπάνια ποιότητα έχει την άμεση προσοχή μας.
Το δεύτερο είναι επειδή ένα μεγάλο μέρος, αν όχι τα περισσότερα, από αυτά που οι Έλληνες παρήγαγαν, προορίζονταν για τις επόμενες γενιές και έτσι η εξέτασή τους απαιτείται».
Ο Ελληνισμός είναι αξία αναλλοίωτη στο χρόνο.
Επικεντρώνεται στην ανέλιξη της συνειδητότητας του ανθρώπου, δεν επηρεάζεται και δεν υποτάσσεται σε εξωγενείς παράγοντες, μένει αδιάφορος και αγέρωχος σε τυχόν επιθέσεις αντιπάλων ιδεών, δεν είναι εκδικητικός, δεν προσηλυτίζει και δεν επιλέγει οπαδούς και ακολούθους.
Ο Ελληνισμός κινείται με άνεση μέσα στο χώρο και τον χρόνο.
Η δυναμική του εξελίσσεται προς κάθε κατεύθυνση, είναι εύκαμπτη, ευέλικτη και δρα σε πλήθος επιπέδων.
Μέσα από τον Ελληνισμό αναδείχθηκε και η έννοια της πατρίδας.
Η φιλοπατρία αναγνωρίσθηκε από τους Έλληνες ως η ανώτατη αρετή.
Ο Έλληνας αγαπά την πατρίδα του, γιατί είναι ο ζωτικός χώρος όπου κατοικούν συμπολίτες του ομόαιμοι και ομόδοξοι, δηλαδή με κοινή καταγωγή, που μιλούν την ίδια γλώσσα, έχουν την ίδια θρησκεία, τα ίδια ήθη κι έθιμα και κοινή διαδρομή μέσα στο χρόνο. Αναπτύσσονται έτσι αισθήματα ενότητας και αλληλεγγύης με αποτέλεσμα την δημιουργία μιας αδιάσειστης αλυσίδας συγγενών μορίων-πολιτών.
Συγκεκριμένα, αναφερόμενος στην απάντηση των Aθηναίων προς τους Σπαρτιάτες, οι οποίοι φοβήθηκαν ότι οι Αθηναίοι θα «μήδιζαν» (θα υποτάσσονταν στους Πέρσες εισβολείς), ο Hρόδοτος καταγράφει ότι εμποδίζονται από μια τέτοια ατιμία από το «ελληνικόν, εόν όμαιμόν τε και ομόγλωσσον και θεών ιδρύματά τε κοινά και θυσίαι, ήθεά τε ομότροπα…» (Θ 144).
Απαραίτητη όμως προϋπόθεση για να υπάρξει η πατρίδα ως περίοπτη οντότης είναι η ελευθερία, η οποία βιώνεται μόνον μέσα σε ένα πολίτευμα που ενεργοποιεί τις συλλογικές αποφάσεις όλων των μορίων της κοινωνίας, με ισηγορία, ισοκρατία και ισονομία, βασισμένη στους 4 (τέσσερις) πυλώνες του αξιακού συστήματος του ελληνικού πολιτισμού: Αισθητική, Aλήθεια, Αρετή, Αφθονία.
Το «Αιέν αριστεύειν» εν ελευθερία συνδέεται άμεσα με το του Σόλωνος «ευθύνειν και ελέγχειν» των πολιτών της ελληνικής πολιτείας, σε προσωπικό, κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο. Συμπερασματικά, η έννοια της καθολικής ελευθερίας είναι το άθροισμα: {προσωπική ελευθερία + κοινωνική ελεύθερία + πολιτική ελευθερία}.
Στον Ηρόδοτο διαβάζουμε:
«Φαίνεται δε όχι μόνο από ένα παράδειγμα αλλά γενικώς πόσο σπουδαίο πράγμα είναι η ισηγορία. Διότι όταν οι Αθηναίοι διοικούντο τυραννικά δεν ήσαν καθόλου καλύτεροι στα πολεμικά από κανέναν από τους γείτονές τους, απαλλαγέντες όμως από τους τυράννους έγιναν οι καλύτεροι όλων. Τούτο φανερώνει, ότι όταν ήσαν υποταγμένοι συμπεριφέρονταν εκουσίως ως δειλοί, σκεπτόμενοι, ότι εργάζονται για τον δεσπότη τους, όταν όμως ελευθερώθηκαν, ο καθένας έδειχνε προθυμία να εργαστεί σκεπτόμενος, ότι εργάζεται για τον εαυτό του» (Ε΄ 78).
Με άλλα λόγια ο άνθρωπος αποκτά πατρίδα μόνο όταν πραγματικά γίνεται πολίτης. Και τότε, αν χρειαστεί, πολεμάει για τον εαυτό του και άρα για την πατρίδα του (και όχι το αντίστροφο).
Ο Θουκυδίδης επίσης αναφωνεί: «άνδρες γαρ πόλις» (Ζ΄ 77), που σημαίνει: η πόλη είναι οι άνδρες της, δηλαδή οι πολίτες της, που φέρουν παντού και πάντα την πολιτική τους διαπαιδαγώγηση και με αυτόν τον τρόπο δίνουν ύπαρξη στη πολιτεία τους.
Σήμερα η πατρίδα μας, η Ελλάδα, βρίσκεται υπό την κατοχή ενός έξωθεν επιβεβλημένου, απολυταρχικού καθεστώτος τυραννικής κομματοκρατίας, που σφίγγει ανελέητα και σταθερά, στυγνά και μεθοδικά το σκοινί στον λαιμό της ελληνικής μας οντότητας.
Επίκαιρος πάλι ο Σεφέρης και άκρως διορατικός και καυστικός για το τι έμελλε γενέσθαι στις μέρες μας, αν και το απόσπασμα, που παραθέτω, χρονολογείται το 1953 και σχετίζεται με την άλωση της πολύπαθης Κύπρου μας:
«[...] Αφού θέλουν να μας κρατήσουν –δεν έχουν τίποτε άλλο στη διάθεσή τους παρά να μας αποστειρώσουν
–αν ήταν ναζίδες, θα είχαν εγκαταστήσει αποστειρωτικά πρατήρια σ’ όλα τα χωριά του νησιού και δος του μεροκάματο το νυστέρι. Αλλά τούτοι έχουν το habeas corpus–μένουμε σωματικά ακέραιοι και «ελεύθεροι
–βγάλαν λοιπόν άλλη μηχανή, το πνευματικό νυστέρι –να μας κάνουν μπάσταρδους»
(Γιώργος Σεφέρης, «Βαρνάβας Καλοστέφανος»).
Καλύπτει απόλυτα τον ορισμό της Ελληνικής ταυτότητας ο εκπεφρασμένος με ενάργεια λόγος:
«(…) Ο ελληνικός τρόπος περικλείει την ποιητική ικανότητα ανα-σύνθεσης νοημάτων (ρεόυσα νοημοσύνη, αμφισβήτηση κοινωνικής νοηματοδότησης, αναλογικοί συσχετισμοί). Η πραγματικότητα για τους Έλληνες είναι αυτή που επιβεβαιώνεται με το κοινωνείν.
Η πόλη δεν είναι ο φυσικός χώρος, είναι η οργάνωση των ανθρώπων όπως προκύπτει από τη σύμπραξη και τη συνομιλία και ο πραγματικός χώρος βρίσκεται ανάμεσα στους ανθρώπους. Η Ελληνική ταυτότητα αποτελεί κατ ‘ αντίθεση προσδιορισμό, ώστε να είναι αυτό που δεν είναι (…)
(…) Η Κοινωνία νοηματοδοτείται όχι από την ατομική (κλειστή αυτοαναφορική) απόφαση, αλλά από αναφορά/σχέση του ανθρώπου προς την εξωτερικότητα, πέρα από το μηδενικό Εγώ. Σχέση με την όντως παρουσία του Άλλου. Η σχέση ιδρύει το νόημα».
Επιχειρήματα ικανά να μας δημιουργούν αισθήματα αισιοδοξίας για την ανασύσταση της Ελληνικής μας πολιτείας, μέσα από την ανέλιξη της ατομικής και συλλογικής μας συνειδητότητας. Η αφύπνιση των Ελληνίδων και Ελλήνων καλπάζει ήδη προς την κορύφωσή της. Η φύση αποκαθιστά πάντοτε τις «ακαταστασίες» επειδή λειτουργεί με τους κανόνες ενός σύστηματος.
«Σύστημα: μία οντότης μερών, που μέσω των αμοιβαίων αλληλεπιδράσεών τους, λειτουργούν συλλογικά προς το κοινόν τους συμφέρον.
Άρα, και ένα πολιτικό σύστημα ή πολίτευμα, επίσης είναι μία οντότης μερών, π.χ. θεσμών, που μέσω των αμοιβαίων αλληλεπιδράσεών τους λειτουργούν συλλογικά προς το κοινόν τους συμφέρον. Π.χ. ένα πολίτευμα μερικής αντιπροσωπεύσεως ή ένα πολιτικό σύστημα καθολικής αντιπροσωπεύσεως.
Καθεστώς: αποβλέπει όχι σε ένα κοινό ή συλλογικό συμφέρον, αλλά στο προσωπικό συμφέρον του μονάρχη ή των τυράννων. Π.χ., εκείνο της τυραννικής κομματοκρατίας που βιώνουμε τώρα.
2) Σε τι άλλο διαφέρουν ένα πολιτικό σύστημα ή πολίτευμα και ένα καθεστώς;
α) Εκτός από την επιδίωξι του κοινού τους συμφέροντος, τα μέρη ενός πολιτικού συστήματος ή πολιτεύματος, αλληλεπιδρούν αμοιβαία μεταξύ τους ενδογενώς, ενώ συνάμα αυτο-καθορίζονται και αυτο-θεσμίζονται.
β) Εκτός από την επιδίωξη του προσωπικού συμφέροντος του μονάρχη ή των τυράννων αυτού, ένα καθεστώς επιβάλλεται σε μία κοινωνία ανθρώπων εξωγενώς. ΄Ετσι η κοινωνία καθίσταται υποτελής στο καθεστώς και περιέρχεται σε απόλυτη ιδιωτεία»
Ένα πολιτικό σύστημα όντως είναι μία ολότης μερών, που μέσω των αμοιβαίων αλληλεπιδράσεών τους λειτουργούν συλλογικά προς το κοινόν τους συμφέρον. Γίνεται έτσι ένα αληθινό πολιτικό σύστημα, η μόνη μήτρα, που δημιουργεί τις κατάλληλες συνθήκες για τη συλλογική μας ευδαιμονία και ανέλιξη.
Γυρίζουμε λοπόν πρώτα την πλάτη μας στο επιβεβλημένο δολίως matrix του καθεστώτος. Και μετά γινόμαστε συναγωνιστές, προσδοκώντας, με την εκρηκτικά ελεύθερη ενέργεια του ελληνικού μας πνεύματος να πάμε, όχι λίγο αλλά πολύ ψηλότερα!
“Ίτε παίδες Ελλήνων” και “μολών λαβέ”!
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου