Παρασκευή 25 Οκτωβρίου 2013

ΕΡΓΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΕΣ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ

Η εξελικτική πορεία της ελληνικής φιλολογίας κατά τον 8ο  – 6ο  αιώνα π. Χ, άρχισε να περνά σε μία καινούργια περίοδο. Η πραγματική ζωή ολοένα και πιο συχνά περνά στον κόσμο της ποίησης. Ήδη στους ομηρικούς ύμνους συναντούμε διάφορα επεισόδια που χαρακτηρίζονται για το ύφος της περιγραφής τους.
Έτσι, όπως π. χ.  o ύμνος προς τον Έρμη περιλαμβάνει μία χαριτωμένη αφήγηση για τις  πανουργίες του θεού που κλέβει βόδια και ο ύμνος προς την Αφροδίτη είναι μία ποιητική νουβέλα για τον ερωτικό δεσμό της θεάς με τον μυθικό ήρωα  της Τροίας Αγχίση πατέρα του Αινεία.
Στο δεύτερο μισό του 6ου αιώνα π. Χ., ο σατυρικός ιαμβογράφος και Εφευρέτης της παρωδίας Ιππώναξ από την Έφεσο, παρωδεί το ύφος των ομηρικών ύμνων. Κατά το τέλος του 6ου, έγινε η σύνθεση μιας παρωδίας της Ίλιάδας, το σατυρικό ποίημα Βατραχομυομαχία, όπου με επική σπουδαιοφάνεια ανιστορείται ένας πόλεμος ανάμεσα σε ποντικούς και σε βατράχους, είναι ποίημα αρκετά σπιρτόζο, όπου περιλαμβάνει συνολικά 300 περίπου στίχους. Οι ήρωες της Ιλιάδας παρουσιάζονται εδώ ως ποντικοί και βάτραχοι με διάφορα συμβολικά ονόματα. Στην υστερότερη εξέλιξη της ελληνικής φιλολογίας ολοένα και πιο πολύ προβάλλει καθαρά η καθημερινή ζωή, η προσωπικότητα με τα ενδιαφέροντα και τις προτιμήσεις της.
Το αξιόλογο ποίημα τού Ησίοδου «Έργα και Ήμερες» περιγράφει το βίο της ελληνικής κοινωνίας από τη σκοπιά τού απλού γεωργού, που υποφέρει από την αυθαιρεσία των πλουσίων και των ισχυρών. Ο Ησίοδος μιλά με πολύ πικρία για τις καταχρήσεις των αρχόντων, συγκρίνοντας τη θέση τού Βοιωτού χωρικού με τη μοίρα τού αηδονιού που πέφτει στα νύχια τού γερακιού. Ο ίδιος δ ‘Ησίοδος έχει ως ιδανικό του την τίμια εργασία των απλών ανθρώπων.

Το ποίημά του «Έργα και Ημέρες» περιλαμβάνει συμβουλές για το νοικοκυριό και ηθικές νουθεσίες. Ο ποιητής κατακρίνει το ξέφτισμα των πατριαρχικών ηθικών κανόνων, κάτω από την επίδραση της συμφεροντολογίας και της πλουτομανίας, μιλά για τα απαίσια δίχτυα στα οποία εύκολα μπερδεύεται και χάνεται ένας τίμιος άνθρωπος, που τον περιτριγυρίζουν οι άρπαγες φορείς της αρχής της ατομικής ιδιοκτησίας. Ο ποιητής ξεχωρίζει δύο θεές με το άνομα Έρις ( που σημαίνει φιλονικία, καβγάς ) — την καλή και την κακή. Όταν « ο αγγειοπλάστης κοιτάζει με οργή τον αγγειοπλάστη και ο ξυλουργός τον ξυλουργό, όταν ο φτωχός φθονεί το φτωχό και ο αοιδός τον αοιδό», τότε αυτό είναι έργο της κακής Έριδος. Της καλής Έριδος έργο είναι η ειρηνική άμιλλα των ανθρώπων στην εργασία.
Ο Ησίοδος μας πληροφορεί πως υπάρχουν πέντε εποχές, εκφράζοντας στο θρύλο αυτό τη δική του αποκαρδιωτική εντύπωση για τη σύγχρονή του πραγματικότητα. Πρώτη εποχή είναι η « χρυσή », η εποχή που οι άνθρωποι ζούσαν χωρίς μόχθο, και τα χωράφια από μόνα τους γεννοβολούσαν πλούσιους καρπούς. Ύστερα ήρθαν οι εποχές τού ασημιού και τού χαλκού και η εποχή των ήρώων. Η εποχή τού ποιητή είναι η εποχή τού σιδήρου, στην οποία βασιλεύουν η έχθρα, η έγνοια και η θλίψη, θα έρθει καιρός – λέει ο ποιητής – που η ντροπή και η δικαιοσύνη ντυμένες στα άσπρα θα φύγουν για τον Όλυμπο, αφήνοντας για πάντα τους ανθρώπους στη μοίρα τους, που από εδώ και πέρα θα είναι μόνο πόνος.   Έτσι στο ποίημα «Έργα και Ήμερες» συναντούμε ένα καινούργιο έπος — το διδακτικό.
Η κοινωνική και πολιτιστική ζωή στην Ελλάδα, κατά τον 7ο  και τον 6ο  αι. π. Χ., χαρακτηρίζεται αρκετά από το δυνάμωμα τού ρόλου της λυρικής ποίησης. Ο ίδιος ο όρος λυρική είναι συμβατικός. Προέρχεται από τη λέξη «λύρα» η οποία είναι ονομασία ενός μουσικού οργάνου, που στην αρχαιότητα με τη συνοδεία του απαγγέλλανε η έψελναν-τραγουδούσαν ανάλογα ποιητικά έργα, η αλήθεια όμως είναι πως τα λυρικά ποιητικά τους έργα οι αρχαίοι τα απαγγέλλανε η τα έψελναν  « άδειν και ραψωδείν »  με τη συνοδεία και άλλων μουσικών οργάνων, όπως, π.χ., του αυλού, και κάποτε-  κάποτε χωρίς καν να συνοδεύονται από μουσική.
Η ελληνική λυρική ποίηση έχει τις ρίζες της στην αρχαία λαϊκή δημιουργία : στα γιορταστικά χορικά λαϊκά άσματα, στα τελετουργικά άσματα (όπως π.χ. τα επιθαλάμια), στα τραγούδια της δουλειάς που τραγουδούσαν οι θεριστές, οι οργωτές, οι υφάντριες κ.τ.λ. Αργότερα, η λυρική ποίηση γίνεται ανεξάρτητο ποιητικό είδος. Η λυρική ποίηση απηχούσε συναισθηματικά όλα τα επίμαχα προβλήματα της κοινωνικής ζωής.
Έτσι, ο Εφέσιος ποιητής Καλλίνος το πρώτο μισό του 7ου αιώνα π.Χ., υμνεί  όχι τα πολεμικά κατορθώματα που γίνονται για τη λαφυραγώγηση και για τη δόξα, αλλά τη γενναιότητα εκείνων που πολεμούν« για την πατρίδα, για τα μικρά παιδιά, για τη νια σύζυγο». O ήρωας τού Σπαρτιάτη ποιητή Τυρταίου το δεύτερο μισό τού 7ου αιώνα, είναι ένας γενναίος πολεμιστής που « κάνοντας μια πλατιά δρασκελιά στέκεται γερά με τα πόδια του στεριωμένα στη γη και δαγκώνει τα χείλια του». Στους ζωηρούς αναπαίστους τού Τυρταίου που είναι γραμμένοι σε δωρική διάλεκτο, αντηχεί η πρόσκληση στους « άντρες της δοξασμένης Σπάρτης» να μη λυπηθούν τη ζωή τους στη μάχη.
Τα ποιήματα τού Σόλωνος σκοπό είχαν να υπερασπίσουν και να δικαιολογήσουν τις μεταρρυθμίσεις που είχε εφαρμόσει δ ίδιος. Ο αριστοκράτης Θέογνις ( 550 – 560 ), διωγμένος από την πατρίδα του τα Μέγαρα, παριστάνει την εξέγερση του δήμου σαν μια θύελλα, από την οποία ένα καράβι παραδέρνεται στη φουρτούνα τον έμπειρο τιμονιέρη οι ναύτες τον έχουν καταργήσει και το καράβι τα κυβερνούν άπλοί φορτοεκφορτωτές. « Τον αμόρφωτο όχλο πάτησε τον πάνω στο στέρνο με σταθερό πόδι » — να το σάλπισμα ενός εχθρού της δημοκρατίας.
Ένας άλλος οπαδός τού αριστοκρατικού κόμματος και ποιητής  Αλκαίος από την Λέσβο , βρίζει τους πολιτικούς του αντιπάλους χωρίς να κρύβει τη μεγάλη του οργή και την προσωπική του έχθρα. Σαν παρά δείγμα για τη σπουδαία θέση που κατείχε η λυρική ποίηση στην κοινωνική ζωή, μπορεί να χρησιμεύσει η αφήγηση του Έλληνα συγγραφέα των πρώτων χριστιανικών χρόνων Πλούταρχου για τον Σόλωνα. Την περίοδο που οι Αθηναίοι είχαν εγκαταλείψει τον αγώνα για τη Σαλαμίνα που την κρατούσαν οι Μεγαρείς, ο Σόλων παρουσιάστηκε στην πλατεία της πόλης και διάβασε μετρικούς στίχους του που τελείωναν με την πρόσκληση « να πολεμήσουμε για το ωραίο νησί και να πετάξουμε από πάνω μας την ατιμία που μας βαραίνει ». Σύμφωνα με τα λόγια τού Πλούταρχου, το προσκλητήριο αυτό το άρπαξε η αθηναϊκή νεολαία και οι Μεγαρείς διώχτηκαν από τη Σαλαμίνα που την είχαν κυριεύσει. Στη λυρική ποίηση φανερώνονται όλες οι σκέψεις και όλα τα αισθήματα των ανθρώπων της εποχής εκείνης. O ιαμβογράφος Αρχίλοχος από την νήσο Πάρο, που σκοτώθηκε τελικά στο πεδίο της μάχης, περιγράφει σε στίχους τη δική του προσωπικότητα ως στρατοκόπου πολεμιστή ( « πίνω ακουμπώντας στη λόγχη μου » ).
Ανάμεσα στον 7ο  και στον 6ο  αιώνα, προβάλλει η πρώτη γυναίκα ποιήτρια γνωστή σε μας με το όνομα  Σαπφώ, οπου στην Αιολική διάλεκτο λεγόταν Ψάπρα. Έζησε σε ένα το μέρος  της Ελλάδας,  που η θέση της γυναίκας ήταν πιο ελεύθερη από οπουδήποτε αλλού, συγκεκριμένα στη νήσο Λέσβο.
                                                                        
 «Τον καιρό της Σαπφούς»,του Τζον  Γκόντγουαρντ, (1904).
Συγκρίνοντας τους στίχους τού Αλκαίου, τού Αρχιλόχου και της Σαπφούς, μπορούμε να πειστούμε πόσο είχε πλατύνει ο χώρος της λυρικής ποίησης,  από την άγρια, σχεδόν βαρβαρική τραχύτητα και από τη φανερή χαιρεκακία για το θάνατο τού εχθρού, ως τους λεπτότατους  εκφραστικούς τρόπους της « Ιοστεφούς » δηλ. της στεφανωμένης με ία, Σαπφούς. Στους στίχους τού Τήιου λυρικού ποιητή Ανακρέοντος  στο  δεύτερο μισό τού 6ου αιώνα,  εξυμνούνται το κρασί και ο έρωτας,  αργότερα, οι στίχοι του βρήκαν πολλούς μιμητές στην παγκόσμια λογοτεχνία « άνακρεόντεια ποίηση » , « άναχρεόντειο μέτρο », « άνακρεόντεια άσματα ».
Στην ιδια περίοδο που εξετάζουμε, ανάγεται και η γέννηση της Ελληνικής τραγωδίας που αναπτύχτηκε πάνω στη βάση των γιορτών που γίνονταν την άνοιξη  κατά το τέλος τού Μαρτίου — Έλαφηβολιώνος ,  προς τιμήν τού μέγιστου θεού Διονύσου. Η ίδια η λέξη « τραγωδία » προέρχεται από τις λέξεις τράγος και ωδή. Ο χορός που έψελνε τα εγκωμιαστικά άσματα – ύμνους προς τιμήν τού Διονύσου ( τους λεγόμενους διθυράμβους) μασκαρεύονταν συνήθως με τραγοτόμαρα, οι αοιδοί στερέωναν στο κεφάλι τους τραγοκέρατα, παριστάνοντας έτσι τους τραγοκέρατους θεούς – σατύρους που, σύμφωνα με την παράδοση, ήταν συνοδοιπόροι με τον Διόνυσο. Έξαρχος  τού χορού ή αρχηγός ήταν ο κορυφαίος, αυτός διηγούνταν ( το μύθο ) για τις περιπλανήσεις και τα κατορθώματα τού Διόνυσου και ο χορός απαντούσε μεδιθυράμβους. Κατά την παράδοση, δημιουργός της τραγωδίας είναι ο Θέσπις το δεύτερο μισό τού 6ου αιώνα. Ο Θέσπις πλούτισε το διάλογο μεταξύ του κορυφαίου και ενός από τα μέλη τού χορού που ονομάστηκε αποκριτής και σύμφωνα με την υστερότερη ορολογία, υποκριτής.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου