Τρίτη 27 Αυγούστου 2013

ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ. «Αλέξανδρος ή Ψευδομάντις»

Πρόκειται για έργο μοναδικό στο οποίο περιγράφεται, από την ανεπανάληπτη πέννα του Λουκιανού, τόσο η απατηλή τέχνη των αγυρτών μάγων και προφητών (μέντιουμ), όσο και η άθλια καθυστέρηση των αμόρφωτων μαζών («διότι έβλεπον ότι και εις τους δύο, και εις τον φοβούμενον και εις τον ελπίζοντα, η πρόγνωσις είνε λίαν αναγκαία και επιθυμητή»). Είναι άκρως εντυπωσιακή η διαπίστωση ότι, μετά παρέλευση δυο σχεδόν χιλιετιών, δεν έχει αλλάξει καθόλου η κατάσταση που περιγράφει ο συγγραφέας. Αξίζει τον κόπο να απολαύσει κανείς και το θέμα αυτό καθ’ εαυτό αλλά και την λογοτεχνική δεινότητα του Λουκιανού.
Μπορούμε να φανταστούμε τον βαθμό καταπολέμησης της δεισιδαιμονίας και των ψυχοφθόρων συναισθημάτων της ελπίδας, του φόβου και της μανίας για πρόγνωση, που προκύπτει εκ των δύο πρώτων, στην περίπτωση που τα έργα του Λουκιανού διδάσκονταν με επιμέλεια στα σχολεία, όπως επίσης και την τύχη των χιλιάδων μέντιουμ που μαστίζουν την ελληνική κοινωνία. Κυρίως όμως την τύχη του παπαδαριού και των καλόγερων της ορθόδοξης εκκλησίας, οι οποίοι λυμαίνονται στην κυριολεξία τον αμαθή και καθυστερημένο πληθυσμό της χώρας, βυθίζοντάς τον, συνεχώς κι ακόμα περισσότερο, στην ελεεινή και σιχαμερή κατάσταση του απόλυτου σκοταδισμού.

«Αλέξανδρος ή Ψευδομάντις».

1. Συ μεν ίσως, ώ φίλτατε Κέλσε1, νομίζεις μικρόν και εύκολον εκείνο το οποίον μου παραγγέλλεις, δηλαδή να σου γράψω βιβλίον περί του βίου και των τεχνασμάτων, των τολμημάτων και των μαγειών του αγύρτου Αλεξάνδρου του Αβωνοτειχίτου και σου το πέμψω· αλλ’ εάν θέλη τις να περιγράψη τα καθέκαστα ακριβώς, δεν θα είνε ευκολώτερον από το να ιστόρηση τας πράξεις του Αλεξάνδρου, υιού του Φιλίππου· τόσον ούτος υπήρξε μέγας κατά την κακίαν, όσον εκείνος κατά την αρετήν.

2. Αλλ’ όμως εάν μέλλης να αναγνώσης με επιείκειαν όσα θα σου γράψω και να συμπλήρωσης τας ελλείψεις της ιστορίας, θα αναλάβω τον άθλον και του Αυγείου τον σταύλον, αν όχι όλον, αλλ’ όσον δύναμαι θα προσπαθήσω να καθαρίσω, εξάγων ολίγους κοφίνους, ώστε να δύνασαι εξ εκείνων να συμπεράνης πόση και πόσον απερίγραπτος ήτο η όλη κόπρος, την οποίαν τρισχίλιοι βόες επί πολλά έτη θα ηδύναντο να παραγάγωσι Εντρέπομαι και διά τους δύο, διά σε και διά τον εαυτόν μου· διά σε, απαιτούντα να παραδοθή εις τους μεταγενεστέρους διά της γραφής η μνήμη ανθρώπου τρισκαταράτου και διά τον εαυτόν μου καταγινόμενον εις τοιούτον έργον και ασχολούμενον διά τας πράξεις ανθρώπου ο οποίος δεν είνε άξιος να αναγινώσκουν περί αυτού οι μορφωμένοι άνθρωποι, αλλά μάλλον να τον βλέπουν εις μέγιστον θέατρον σπαρασσόμενον υπό πιθήκων ή αλωπέκων. Αλλ’ εάν τις μας κατηγορήση διά τούτο θα έχωμεν να αντιτάξωμεν άλλο τι παραπλήσιον. Και ο Αριανός, ο μαθητής του Επικτήτου, Ρωμαίος εκ των πρώτων, όστις καθ’ όλον του τον βίον ησχολείτο με την παιδείαν, έπαθε τι παρόμοιον και δύναται ν’ απολογηθή υπέρ ημών. Αυτός κατεδέχθη να γράψη τον βίον του ληστού Τιλλιβόρου. Ημείς δε θα ιστορήσωμεν τας πράξεις ληστού πολύ ωμότερου, καθόσον δεν ελήστευεν εις τα δάση και τα όρη, αλλ’ εις τας πόλεις, και δεν ελεηλάτει μόνον την Μυσίαν και τα περί την Ίδην μέρη, ούτε ολίγας χώρας της Ασίας τας ερημοτέρας, αλλά όλον, δύναται τις να είπη, το ρωμαϊκόν κράτος εγέμισεν η ληστεία του.
3. Και εν πρώτοις θα προσπαθήσω να σου τον περιγράψω διά του λόγου, ώστε να τον παραστήσω όσον το δυνατόν ομοιότερον, καίτοι δεν είμαι πολύ δυνατός εις την περιγραφήν. Κατά το σώμα, διά να σου παραστήσω και τούτο, ήτο υψηλός, ωραίος και αληθώς θεοπρεπής, λευκός το χρώμα και με γένεια όχι πολύ πυκνά. Κόμη πρόσθετος ήτο τόσον καλώς προσηρμοσμένη εις την ιδικήν του ώστε δεν διεκρίνετο ότι ήτο ξένη. Οι οφθαλμοί του είχον πολλήν ζωηρότητα και λάμψιν γοητευτικήν, η δε φωνή του ήτο μελωδική και λίαν ευάρεστος· εν γένει δε κατά το εξωτερικόν ήτο τέλειος.
4. Τοιούτος ήτο κατά την μορφήν· όσον διά την ψυχήν και τον χαρακτήρα του, αλεξίκακε Ηρακλή και Ζευ αποτρόπαιε2, και Διόσκουροι σωτήρες, μη δώσετε εις φίλους ή εχθρούς να συναντήσουν τοιούτον άνθρωπον και να εμπέσουν εις τα δίκτυα του. Κατά την πανουργίαν και την νοημοσύνην υπερείχε κατά πολύ των άλλων ανθρώπων, επί πλέον δε ήτο υπερβολικά περίεργος και ευκόλως εμάνθανε και είχε ισχυρόν τον μνημονικόν και ζωηράν την αντίληψιν· αλλά τα προτερήματα ταύτα μετεχειρίζετο προς το κακόν. Έχων δε τοιαύτην δύναμιν και ικανότητα, εντός ολίγου υπερέβη τους περιφημότερους διά την κακίαν των, τους Κέρκωπας, τον Ευρύβατον, τον Φρυνώνδαν, τον Αριστόδημον και τον Σώστρατον. Γράφων ποτέ προς τον γαμβρόν του Ρουτιλλιανόν και ομιλών περί του εαυτού του με την μεγαλειτέραν του μετριοφροσύνην, διετείνετο ότι είνε όμοιος προς τον Πυθαγόραν. Ζητώ συγγνώμην από τον Πυθαγόραν, ο οποίος ήτο σοφός ανήρ και θεσπέσιος κατά τας ιδέας· αλλ’ εάν ήτο σύγχρονος του ημετέρου Αλεξάνδρου, είμαι βέβαιος ότι θα εφαίνετο μικρός απέναντι αυτού. Αλλά δι’ όνομα των Χαρίτων, μη νομίσης ότι λέγω ταύτα διά να υβρίσω τον Πυθαγόραν ή ότι θέλω να τους φέρω εις παραλληλισμόν και να συγκρίνω τας πράξεις των ως ομοίας. Εάν όμως κανείς συναθροίση όσα κάκιστα και βλασφημότατα ελέχθησαν εναντίον του Πυθαγόρου, τα οποία εγώ δεν πιστεύω, δεν θα δυνηθούν ταύτα να δώσουν ελαχίστην και αμυδράν ιδέαν περί της αχρειότητος του Αλεξάνδρου. Πρέπει να φαντασθής μίαν ψυχήν χωρίς ηθικήν συνείδησιν, θρασείαν και μη γνωρίζουσαν εμπόδιο, ακούραστον εις την εκτέλεσιν των αποφασισθέντων, πειστικών και προσελκύουσαν την εμπιστοσύνην, δεξιώς υποκρινομένην την αγαθότητα και κρύπτουσαν τους αληθείς της σκοπούς υπό εκδηλώσεις αντιθέτους. Πας όστις τον έβλεπε δια πρώτην φοράν απήρχετο με την εντύπωσιν ότι ήτο ο εντιμότατος των ανθρώπων, ο πραότατος και συγχρόνως ο μετριοφρονέστατος και αφελέστατος. Εκτός τούτου έτεινε πάντοτε προς τα μεγάλα και ουδέν μικρόν επεχείρει, αλλά μόνον περί μεγάλων εσκέπτετο.
5. Όταν ήτο έφηβος, και ήτο πολύ ευειδής νέος, ως ηδύνατο τις να συμπεράνη εκ των λειψάνων του κάλλους του, επορνεύετο αναιδώς και αντί χρημάτων προσεφέρετο εις τους βουλομένους. Μεταξύ δε των αλλων εραστών του κάποιος μάγος εξ εκείνων οίτινες διατείνονται ότι γνωρίζουν θαυματουργούς μαγείας και εξορκισμούς και υπόσχονται να διευκολύνουν έρωτας, εκδικήσεις κατά των εχθρων και ευρέσεις θησαυρών και κληρονομιών επιτυχίας — ούτος ιδών ότι ο νέος ήτον ευφυής και καταλληλότατος προς εξυπηρέτησιν των σκοπών του και ότι δεν ερωτεύετο ολιγώτερον την κακίαν του παρ’ όσον αυτός το κάλλος του, τον εσπούδασε και τον μετεχειρίζετο ως βοηθόν και συνεργάτην. Ο μάγος εκείνος φανερά ήτο δήθεν ιατρός, εγνώριζε δε, όπως η γυνή του Αιγυπτίου Θόωνος, φάρμακα πολλά μεν εσθλά μεμιγμένα, πολλά δε λυγρά3, των οποίων όλων κληρονόμος και διάδοχος έγεινεν ο Αλέξανδρος. Ήτο δε ο διδάσκαλος εκείνος και εραστής την καταγωγήν Τυανεύς, εκ των μαθητευσάντων πλησίον Απολλωνίου του Τυανέως4 και γνωριζόντων όλας αυτού τας αγυρτείας. Βλέπεις εκ ποίας σχολής προήλθεν ο ημέτερος άνθρωπος.
6. Ο Τυαινεύς εκείνος απέθανε, ο δε Αλέξανδρος, ο οποίος είχε γεμίσει γένεια, το δε κάλλος, εκ του οποίου ηδύνατο να ζήση, είχε χάσει την ανθηρότητά του, περιέπεσεν εις πενίαν· και δεν περιωρίσθη εις μικράς επιχειρήσεις, αλλά συνεταιρίσθη με κάποιον χρονογράφον εκ Βυζαντίου, από τους λαμβάνοντας μέρος εις τους δημοσίους αγώνας, πολύ φαυλότερον τον χαρακτήρα — ωνομάζετο δε, νομίζω, Κοκκωνάς. — Οι δύο συνέταιροι περιεφέροντο κάμνοντες μαγείας και αγυρτείας και εκμεταλλευόμενοι την ευπιστίαν των παχέων ανθρώπων, όπως απεκάλουν, κατά το ιδιαίτερον ιδίωμα των μάγων, τους απλοϊκούς. Εν τω μεταξύ δε τούτω ανεκάλυψαν και μίαν γυναίκα πλουσίαν, Μακέτιν ονομαζομένην, η οποία ήτο μεν περασμένη την ηλικίαν, αλλ’ ήτο ακόμη φιλάρεσκος· και επί τινα καιρόν ετρέφοντο παρ’ αυτής και την ηκολούθησαν εκ της Βιθυνίας εις την Μακεδονίαν. Ήτο δε η γυνή εκείνη εκ της Πέλλης, η οποία άλλοτε επί των Μακεδόνων βασιλέων ήτο πόλις ακμάζουσα και ευτυχής, τώρα δε είχεν ολίγους και απόρους κατοίκους.
7. Εκεί είδον όφεις υπερμεγέθεις, λίαν εξημερωμένους και ακάκους, ώστε εσιτίζοντο υπό γυναικών και εκοιμώντο μετά των παιδιών και πατούμενοι δεν εξηρεθίζοντο και ενοχλούμενοι δεν ωργίζοντο και γάλα έπινον από του μαστού, όπως τα βρέφη — υπάρχουν δε πολλοί εις το μέρος εκείνο, εξ ου και προήλθε, φαίνεται, ο περί Ολυμπιάδος μύθος, κατά τον οποίον δράκων τοιούτος συνεκοιμάτο με την σύζυγον του Φιλίππου, όταν αύτη ήτο έγκυος τον Αλέξανδρον. Oι δύο συνέταιροι ηγόρασαν εν εκ των ερπετών τούτων το καλλίτερον αντί ολίγων οβολών.
8. Και εντεύθεν, κατά τον Θουκυδίδην, ήρχισεν ο πόλεμος. Οι δύο εκείνοι φαυλότατοι και θρασύτατοι και προς πάσαν κακουργίαν προθυμότατοι ευκόλως εννόησαν ότι τους ανθρώπους διευθύνουν δύο μεγάλοι τύραννοι, η ελπίς και ο φόβος,και ότι ο δυνάμενος να επωφεληθή τούτους καταλλήλως ταχέως θα πλουτήση· διότι έβλεπον ότι και εις τους δύο, και εις τον φοβούμενον και εις τον ελπίζοντα, η πρόγνωσις είνε λίαν αναγκαία και επιθυμητή· δι’ αυτής δε πάλαι επλούτησαν και έγειναν περίφημοι οι Δελφοί, η Δήλος, η Κλάρος και αι Βραγχίδαι, καθότι οι άνθρωποι αναγκάζονται πάντοτε από των προειρημένων τυράννων, της ελπίδος και του φόβου, να τρέχουν εις τα μαντεία και να ζητούν να μάθουν τα μέλλοντα και προς τούτο να προσφέρουν εκατόμβας και ν’ αφιερώνουν χρυσάς πλίνθους. Ταύτα σκεπτόμενοι και συζητούντες απεφάσισαν να ιδρύσουν μαντείον και να δίδουν χρησμούς με την πεποίθησιν ότι, εάν η επιχείρησις επετύγχανε, θα εγίνοντο ταχέως πλούσιοι και ευτυχείς. Τωόντι δε όχι μόνον επέτυχον, αλλά και τ’ αποτελέσματα υπερέβησαν τας προσδοκίας και τας ελπίδας των.
9. Έπειτα ήρχισαν να σκέπτωνται πρώτον μεν διά την εκλογήν του μέρους, όπου θα ιδρύετο το μαντείον, έπειτα δε περί της αρχής και του τρόπου της επιχειρήσεως. Ο Κοκκωνάς υπεστήριζεν ως το καταλληλότερον μέρος την Χαλκηδόνα, ως τόπον εμπορικόν και γειτονεύοντα προς την Θράκην και την Βιθυνίαν, μη απέχοντα δε πολύ και της Ασίας και της Γαλατίας και όλων των βορειότερον κατοικούντων λαών. Αλλ’ ο Αλέξανδρος επροτίμα την πατρίδα του, λέγων και δικαίως ότι διά να επιτύχη εις την αρχήν της τοιαύτη επιχείρησις έχει ανάγκην ανθρώπων αξέστων και μωρών, τοιούτοι δ’ έλεγεν ότι είνε οι Παφλαγόνες οι κατοικούντες πέραν της Αβωνοτείχου, δεισιδαίμονες κατά το πλείστον και πλούσιοι, οίτινες και μόνον αν φανή τις αγύρτης, συνοδευόμενος οπό αυλητού ή τυμπανιστού ή κύμβαλα κρατούντος, και αν ακόμη, κατά το λεγόμενον, μαντεύη με το κόσκινον, χάσκουν ενώπιον του και τον θαυμάζουν ως θεόν.
10. Μετά μικράν περί τούτου φιλονεικίαν, υπερίσχυσεν η γνώμη του Αλεξάνδρου και μεταβάντες εις την Χαλκηδόνα — διότι: ήτον αναγκαία εις τον σκοπόν των και η πόλις αύτη — έθαψαν εις το ιερόν του Απόλλωνος, το οποίον είναι αρχαιότατον εις την Χαλκηδόνα, πινακίδας χαλκίνας, επί των οποίων είχον χαράξει γράμματα λέγοντα ότι εντός ολίγου ο Ασκληπιός μετά του πατρός του Απόλλωνος μεταναστεύει εις τον Πόντον, όπου θα καταλάβη το τείχος του Αβώνου. Aι πινακίδες αύται ανεκαλύφθησαν έπειτα τυχαίως δήθεν και συνετέλεσαν να διαδοθή καθ’ όλην την Βιθυνίαν και τον Πόντον και προ πάντων εις το τείχος του Αβώνου η φήμη αύτη. Οι κάτοικοι δε της τελευταίας πόλεως εψήφισαν αμέσως να εγερθή ναός και αμέσως ήρχισαν να σκάπτουν τα θεμέλια. Τότε ο Κοκωνάς εγκατελείφθη εις την Χαλκηδόνα, όπου κατεγίνετο να γράφη χρησμούς επαμφοτερίζοντας, αμφιβόλους και σκοτεινούς, εκεί δε μετ’ ολίγον απέθανε δηλητηριαστείς υπό εχίδνης, νομίζω.
11. Ο δε Αλέξανδρος μετέβη εις την πατρίδα του, τρέφων ήδη μακράν κόμην και φορών ένδυμα πορφυρόλευκον και επ’ αυτού άλλο κατάλευκον και κρατών ξιφοδρέπανον, όπως ο Περσεύς, από του οποίου έλεγεν ότι κατήγετο εκ μητρός· και οι χαμένοι οι Παφλαγόνες, ενώ εγνώριζον ότι αμφότεροι οι γονείς αυτού ήσαν αφανείς και ταπεινοί, επίστευον εις χρησμόν, κατασκευασθέντα υπό του Αλεξάνδρου, ο οποίος έλεγε: Περσείδης γενεήν Φοίβο φίλος ούτος οράται, δίος Αλέξανδρος Ποδαλειρίου αίμα λελογχώς5. Φαίνεται ότι ο Ποδαλείριος ήτο τόσον ασελγής και γυναικομανής, ώστε από της θεσσαλικής Τρίκκης κατώρθωσε να γονιμοποίηση την μητέρα του Αλεξάνδρου, ευρισκομένην εις την Παφλαγονίαν. Υπήρχε δε ήδη και χρησμός, τον οποίον τάχα εξέφερεν η Σίβυλλα: “Κατά τα παράλια του Ευξείνου Πόντου, πλησίον της Σινώπης, θα γεννηθή υπό την κυριαρχίαν των Αυσωνίων εις τα μέρη της Τύρσιδος, προφήτης, του οποίου το όνομα αρχίζει από μίαν μονάδα, την οποίαν ακολουθούν τρεις δεκάδες, έπειτα πέντε άλλαι μονάδες και τρείς εικοσάδες”. Ούτω σχηματίζεται το όνομα ανδρός προστάτου6.
12. Εισβαλών λοιπόν ο Αλέξανδρος με τοιαύτην θεατρικήν παρασκευήν εις την πατρίδα του, έγεινε περίβλεπτος και περίφημος.. Μη αρκούμενος δε εις την άλλην αγυρτείαν, υπεκρίνετο και ότι κατελαμβάνετο υπό ιεράς μανίας και ενίοτε το στόμα του επληρούτο αφρού. Τούτο δε είναι εύκολον να γίνεται κατά βούλησιν, άμα. κανείς μασήση την ρίζαν του βαφικού χόρτου, το οποίον ονομάζεται στρουθίον. Αλλ’ εις τους Παφλαγόνας εφαίνετο και ο αφρός εκείνος ως θείόν τι. Ο Αλέξανδρος είχε προς τούτοις προ πολλού κατασκευάση μίαν κεφαλήν όφεως από ύφασμα, η οποία είχε τι το παρεμφερές προς την ανθρωπίνην μορφήν και ήτο χρωματισμένη φυσικώτατα, τη βοηθεία δε ιππείων τριχών ήνοιγε και έκλειε το στόμα και προέβαλλε γλώσσαν μαύρην και διχασμένην, όπως του δράκοντος, η οποία ομοίως εσύρετο διά τριχών. Είχον ακόμη και τον εκ Πέλλης όφιν και τον έτρεφον, διά να εμφανισθή εις τον κατάλληλον καιρόν και να λάβη μέρος ή μάλλον να πρωταγωνιστήση εις την κωμωδίαν.
13. Όταν δε έφθασεν ο καιρός διά ν’ αρχίσουν, ο Αλέξανδρος έπραξε το εξής· μεταβάς την νύκτα εις τα θεμέλια του ναού, τα οποία προ ολίγου είχον σκαφή — υπήρχε δε εντός αυτών νερόν το οποίον ή εκείθεν ανέβρυεν ή εκ της βροχής προήρχετο· — και εκεί έρριψεν αυγόν χήνας, εις το οποίον, αφού το εκένωσεν, είχε θέση ερπετόν αρτιγέννητον. Αφού το έκρυψεν εντός του πηλού, απήλθε· το δε πρωί έτρεξεν εις την αγοράν γυμνός, φορών μόνον περίζωμα χρυσούν και κρατών το ξιφοδρέπανον, συγχρόνως δε σείων την λυτήν του κόμην, όπως οι τελούντες τα όργια της Ρέας και ενθουσιώντες, ανέβη εις βωμόν υψηλόν και εκείθεν ηγόρευε προς τα πλήθη και εμακάριζε την πόλιν, εις την οποίαν θα ήρχετο εντός ολίγου ο θεός, ούτως ώστε θα εγίνετο ορατός εις όλους. Οι παρόντες — είχε δε προστρέξει σχεδόν όλη η πόλις, μετά των γυναικών, των παιδιών και των γερόντων — κατελήφθησαν υπό συγκινήσεως και ήρχισαν να εύχωνται και να προσκυνούν. Αυτός δε επρόφερε λέξεις ακαταλήπτους, ως Εβραϊκάς ή Φοινικικάς, και εξέπληττε τους ανθρώπους μη εννοούντας τί έλεγε, πλην των ονομάτων του Απόλλωνος και του Ασκληπιού, τα οποία ανεμίγνυεν εις τα ακατάληπτα εκείνα.
14. Έπειτα διηυθύνθη τρέχων προς τον ανεγειρόμενον ναόν και καταβάς εις το όρυγμα των θεμελίων εις το μέρος όπου θα ήτο η πηγή του μαντείου, εισήλθεν εις το νερόν ψάλλων ύμνους του Ασκληπιού και του Απόλλωνος και εκάλει τον θεόν να ευδοκήση να έλθη εις την πόλιν. Έπειτα εζήτησε φιάλην· όταν δε του εδόθη, την εισήγαγεν εις το νερόν και μετά του νερού και του πηλού ανέσυρε το αυγόν, εις το οποίον ήτο κλεισμένος ο θεός του. Ήτο δε η οπή του αυγού κλεισμένη με κηρόν λευκόν και ψιμύθιον· λαβών δε αυτό εις τας χείρας του είπεν ότι εκράτει τον Ασκληπιόν. Οι παριστάμενοι παρετήρουν τα γινόμενα και εθαύμαζον προ πάντων διά την ανακάλυψιν του αυγού εις το νερόν. Αφού δε έσπασε το αυγόν και εδέχθη εις την παλάμην του το έμβρυον του ερπετού και οι παρόντες το είδον να κινήται και να περιτυλίσσεται εις τους δακτύλους του, ήρχισαν να αναφωνούν και να προσκυνούν τον θεόν και να μακαρίζουν την πόλιν, έκαστος δε εζήτει παρά του θεού θησαυρούς και πλούτη και υγείαν και πάντα τα άλλα αγαθά. Ο δε Αλέξανδρος τρέχων πάλιν επέστρεψεν εις την οικίαν του, φέρων και τον αρτιγέννητον Ασκληπιάν, ο οποίος ούτω εγεννήθη δύο φοράς, ενώ οι άλλοι άνθρωποι γεννώται μίαν φοράν, και εγεννήθη όχι εκ της Κορωνίδος, ούτε τουλάχιστον εκ κορώνης7, αλλ’ εκ χήνας. Ο δε λαός όλος ηκολούθει και ήσαν όλοι ενθουσιασμένοι και τρελλοί από υπερβολικάς ελπίδας.
15. Επί ημέρας έμεινεν εις την κατοικίαν του, ελπίζων, όπως και έγεινεν, ότι εντός ολίγου η φήμη θα έφερε πολλούς εκ των Παφλαγάνων εις το τείχος του Αβώνου. Όταν δε υπερεπληρώθη η πόλις από ανθρώπους, οι οποίοι είχον ήδη χάσει προηγουμένως νουν και καρδίαν και ουδόλως ωμοίαζαν προς λογικούς ανθρώπους και μόνον κατά την μορφήν διέφερον από τα πρόβατα, ο Αλέξανδρος καθήμενος με πολλήν ιεροπρέπειαν επί κλίνης εις μίαν μικράν οικίαν είχεν εις τον κόλπον του τον εκ Πέλλης Ασκληπιόν, ο όποιος ήτο υπερμεγέθης και ευτραφής, και τον άφινε να περιτυλίσσεται εις τον τράχηλόν του και να μένη έξω η ουρά του. Ήτο δε τόσον μεγάλος, ώστε μέρος αυτού εσύρετο εις την ποδιάν του και έφθανε μέχρι του εδάφους. Ο Αλέξανδρος εκράτει εις την μασχάλην του και έκρυπτε την κεφαλήν του όφεως, ο οποίος δεν έφερεν αντίστασιιν, διότι, ως ελέχθη, ήτο πολύ ανεκτικός και ήμερος, και παρουσίαζε την εξ υφάσματος κεφαλήν ως την κεφαλήν τάχα του πραγματικού όφεως.
16. Να φαντασθής έπειτα ότι αυτά συνέβαινον εις οικίσκον ανεπαρκώς φωτιζόμενον και ότι εις αυτόν συνηθροίζετο πλήθος παντοδαπών ανθρώπων προκατειλημμένων, εχόντων την φαντασίαν εξημμένην και περιμενόντων να ιδούν θαυμαστά πράγματα. Εις τούτους εισερχομένους επόμενον είνε ότι εφαίνετο θαυμαστόν πώς το προ ολίγου μικρόν ερπετόν εντός ολίγων ημερών έγεινε τόσον μεγάλος όφις με μορφήν ανθρωπίνην και συγχρόνως τόσον ήμερος. Δεν έμεναν άλλως επί πολύ, αλλά πριν να ίδουν ακριβώς το επιδεικνυόμενον θαύμα, εξεδιώκοντο υπό των κατόπιν εισερχομένων αδιακόπως. Είχε δε ανοιχθή άλλη έξοδος κατέναντι της εισόδου, όπως λέγεται ότι έπραξαν και οι Μακεδόνες εις την Βαβυλώνα κατά την ασθένειαν του Αλεξάνδρου, ότε ο Μακεδονικός στρατός περικυκλώσας τα ανάκτορα, εζήτει να ίδη τον θνήσκοντα βασιλέα και να του απευθύνη τον τελευταίον χαιρετισμόν. Την επίδειξιν ταύτην δεν έκαμε μίαν φοράν μόνον ο μιαρός ψευδομάντις, αλλά πολλάκις και μάλιστα οσακις ήρχοντο προς αυτόν επισκέπται πλούσιοι διά πρώτην φοράν.
17. Διά να είπωμεν την αλήθειαν, φίλε Κέλσε, πρέπει να δικαιολογήσωμεν τους Παφλαγόνας εκείνους και Ποντικούς, διότι όντες άνθρωποι χονδροκέφαλοι και απαίδευτοι εξηπατήθησαν, ως βεβαιούμενοι και διά της αφής περί της πραγματικότητος του όφεως — διότι και την απόδειξιν ταύτην παρείχεν εις τους βουλομένους ο Αλέξανδρος — και εις αμυδρόν φως βλέποντες την κεφαλήν αυτού να ανοίγη και να κλείη το στόμα. Μόνον ένας Δημόκριτος ή και αυτός ο Επίκουρος ή ο Μητρόδωρος ή και άλλος τις εξ εκείνων των οποίων η ισχυρά διάνοια δεν πιστεύει ευκόλως και αβασανίστως, θα ηδύναντο να δυσπιστήσουν προς το τέχνασμα και να μαντεύσουν περί τίνος επρόκειτο· και αν δεν ηδύναντο να εύρουν την αλήθειαν, πάλιν θα εσχημάτιζον την πεποίθησιν ότι τους διέφευγεν ο τρόπος της απάτης, αλλ’ ότι το πάν ήτο ψεύδος και αδύνατον να είνε αληθές
18. Ολίγον κατ’ ολίγον όλη η Βιθυνία και η Γαλατία και η Θράκη προσέτρεξαν, διότι έκαστος εκ των επιστρεφόντων έλεγεν ότι είδε γεννώμενον τον θεόν και τον ήγγισε με τας χείρας του όταν μετ’ ολίγον έγεινε παμμέγιστος και παρουσίασε μορφήν ανθρωπίνην. Έγειναν δε και εικόνες και αγάλματα και ξόανα παριστώντα τον ιερόν εκείνον δράκοντα, άλλα μεν εκ χαλκού, άλλα δε εξ αργύρου, καιί εδόθη εις τον θεόν το όνομα Γλύκων, συνεπεία εμμέτρου και θείου παραγγέλματος, το οποίον εξεφώνησεν ο Αλέξανδρος· Είμαι ο Γλύκων, τρίτου βαθμού απόγονος του Διός, φως διά τους ανθρώπους. Όταν δε ο Αλέξανδρος ενόμισεν ότι ήτο καιρός να αρχίση η εκμετάλλευσις των προπαρασκευών του και έλαβε την έγκρισιν να παρέχη χρησμούς και να δίδη γνώμας εις τους ζητούντας παρά του εν Κιλικία Αμφιλόχου — διότι και ούτος μετά τον θάνατον του πατρός του Αμφιάρεω και την καταστροφήν του εις τας Θήβας, κατέφυγεν εις την Κιλικίαν και έζησεν ευτυχής προφητεύων εις τους Κίλικας το μέλλον και λαμβάνων δύο οβολούς δι’ έκαστον χρησμόν — ήρχισε να προλέγη εις όλους τους ερχομένους ότι ο θεός εις ημέραν την οποίαν ώριζε θα παρείχε χρησμούς.
19. Όταν δε ο Αλέξανδρος ενόμισεν ότι ήτο καιρός να αρχίση η εκμετάλλευσις των προπαρασκευών του και έλαβε την έγκρισιν να παρέχη χρησμούς και να δίδη γνώμας εις τους ζητούντας παρά του εν Κιλικία Αμφιλόχου — διότι και ούτος μετά τον θάνατον του πατρός του Αμφιάρεω και την καταστροφήν του εις τας Θήβας, κατέφυγεν εις την Κιλικίαν και έζησεν ευτυχής προφητεύων εις τους Κίλικας το μέλλον και λαμβάνων δύο οβολούς δι’ έκαστον χρησμόν — ήρχισε να προλέγη εις όλους τους ερχομένους ότι ο θεός εις ημέραν την οποίαν ώριζε θα παρείχε χρησμούς.
20. Το τέχνασμα δι’ άνθρωπον, όπως συ και εγώ, δεν ήτο δύσκολον να εννοηθή, διά τους απλούς όμως και ανοήτους ανθρώπους εφαίνετο μέγα και θαυμαστόν. Γνωρίζων διαφόρους τρόπους να ανοίγη τας σφραγίδας, ήνοιγε τας σημειώσεις, ανεγίνωσκε τας ερωτήσεις και έδιδε τας δέουσας απαντήσεις, έπειτα δε κλείσας πάλιν και σφραγίσας απέδιδε τα σημειώματα, προς μέγαν θαυμασμόν των λαμβανόντων. Και ήκούοντο όλοι να λέγουν· πως αυτός εγνώριζεν όσα εγώ του έδωκα ασφαλώς σφραγισμένα με σφραγίδας των οποίων η απομίμησις είνε δύσκολος, εάν αληθώς δεν είνε θεός παντογνώστης;
Σημειώσεις
1. Ο Κέλσος ούτος είνε ο περίφημος Επικούριος φιλόσοφος όστις έγραψε κατά του Χριστιανισμού υπό τον τίτλον “Αληθής λόγος ή περί Αληθείας” σύγγραμμα διηρημένον εις οκτώ βιβλία, το οποίον ανεσκεύασεν ο Ωριγένης όστις και διετήρησεν αποσπάσματά τινα αυτού.
2. Αλεξίκακος και αποτρόπαιος είνε συνώνυμα, σημαίνοντα τους αποδιώκοντας τα δυστυχήματα από τους ανθρώπους.
3. Ομήρου Οδύσσεια Δ. σ. 252: Εγνώριζε να παρασκευάζη πολλά φάρμακα, τα μεν καλά, τα δε ολέθρια.
4. Περίφημος μάγος, ούτινος τον βίον έγραψεν ο Φιλόστρατος.
5. Καταγόμενος εκ του Περσέως και του Ποδαλειρίου συγγενής, αναδεικνύεται φίλος του Απόλλωνος ο θείος Αλέξανδρος.
6. Το όνομα Αλέξανδρος σημαίνει, ως γνωστόν, τον υπερασπιστήν.
7. Ο Λουκιανός παίζει με τας λέξεις Κορωνίς, όνομα της μητρός του Ασκληπιού, και κορώνη (κουρούνα).

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου