Κυριακή 13 Μαρτίου 2016

Η Δυτική Ιερά Εξέταση

Εξαιτίας της φύσεως του θέματος, η αμεροληψία είναι ευθέως ανάλογη της επιλογής αναφορών. Μέχρι πρόσφατα η Προτεσταντική γραμματεία για την Ιερά Εξέταση, έτεινε να τηρεί εχθρική στάση απέναντι στην Καθολική Εκκλησία, ενώ η βιβλιογραφία της τελευταίας χαρακτηριζόταν από εσωστρέφεια, όντας απολογητική και δικαιολογητική. Ισορροπημένη εισαγωγή στην πρώιμη περίοδο αποτελεί το έργο του Bernard Hamilton, The Medieval Inquisition (New York: Holmes & Meier, 1981). Ειλικρινή Καθολική συζήτηση του θέματος και των προβλημάτων του προσφέρει ο John A. O’Brien, με το έργο The Inquisition (New York: Macmillan; London: Collier Macmillan, 1973). Περισσότερο ιστοριογραφική προσέγγιση αποτελεί το έργο του Edward Peters, Inquisition (New York: Free Press; London: Collier Macmillan, 1988). Τέλος, την Ιερά Εξέταση και τις διαδικασίες της στην Ιταλία την εποχή του Γαλιλαίου, περιγράφει ενδελεχώς το έργο του John Tedeschi, The Prosecution of Heresy: Collected Studies on the Inquisition in Early Modern Italy (Binghamton, NY: Center for Medieval and Early Renaissance Studies, 1991). Στην παρούσα εργασία επιχειρήθηκε συγκερασμός αρκετών διαφορετικών απόψεων με στόχο την εγγύτερη αντικειμενική προσέγγιση των γεγονότων και γνώμονα την ιστορική συνέπεια.

Διαθέσιμα βιβλία (ελεύθερης πρόσβασης) σε ηλεκτρονική μορφή:
-A History of The Inquisition of The Middle Ages; volume I, by Henry Charles Lea,
-The Medieval Inquisition; by Bernard Hamilton,
-Διάφοροι τίτλοι

Οι δώδεκα πρώτοι αιώνες

«Όποιος επιχειρεί να διαμορφώσει μια προσωπική άποψη περί του Θεού η οποία είναι αντίθετη με το Εκκλησιαστικό δόγμα πρέπει να καίγεται χωρίς οίκτο» Πάπας Ιννοκέντιος ΙΙΙ

Xίλια εκατό χρόνια πριν την διατύπωση του εμβληματικού αυτού αποφθέγματος, παρόλο που οι Απόστολοι ήσαν πλήρως εμβαπτισμένοι στην πεποίθηση ότι όφειλαν να μεταβιβάσουν την κληρονομιά της Πίστεως αμόλυντη στις επόμενες γενεές και ότι κάθε διδασκαλία διαφορετική από τη δική τους, ακόμη κι αν αποδιδόταν σε Άγγελο εξ᾽ Ουρανού θα συνιστούσε αξιόποινο αδίκημα, ο Απόστολος Παύλος, στην περίπτωση των αιρετικών Αλεξάνδρου και Υμεναίου, δεν επέβαλε ποινές που προέβλεπε η Παλαιά Διαθήκη, αλλά θεώρησε ότι επαρκούσε ο αποκλεισμός από την εκκλησιαστική κοινότητα. Πράγματι, από τους Χριστιανούς των τριών πρώτων αιώνων, δύσκολα θα μπορούσε να υιοθετηθεί κάποια διαφορετική στάση απέναντι σ᾽αυτούς που έσφαλλαν σε ζητήματα πίστεως. Ο Τερτυλλιανός (155 – 240 μ.X.) ενδεικτικά αναφέρει:

«η νομοτέλεια της φύσεως επιτρέπει στους ανθρώπους ν´ ακολουθούν μόνον τη φωνή της ατομικής τους συνείδησης για την πρακτική της θρησκείας, καθώς η αποδοχή της είναι θέμα ελεύθερης βούλησης και όχι καταναγκασμού»

Αποκρινόμενος στις κατηγορίες του Κέλσου, βασισμένες στην Παλαιά Διαθήκη, ότι οι Χριστιανοί διώκουν τους διαφωνούντες με θάνατο, κάψιμο και βασανιστήρια, ο Ωριγένης αρκείται στο να εξηγήσει ότι ο καθένας όφειλε να διακρίνει το Μωσαϊκό νόμο των Εβραίων από αυτόν που κληροδότησε στους Χριστιανούς ο Ιησούς. Ο πρώτος δέσμευε τους Εβραίους ενώ ο τελευταίος τους Χριστιανούς. Εβραίοι Χριστιανοί, ειλικρινά, δε θα μπορούσαν πλέον να συμμορφωθούν πλήρως με τους νόμους που παρέδωσε ο Μωυσής· ως εκ τούτου δε θα είχαν την ευχέρεια να θανατώνουν τους εχθρούς τους, όπως επίσης να καίνε ή να λιθοβολούν τους παραβάτες των Χριστιανικών νόμων.

Οι Χριστιανοί διδάσκαλοι της ίδιας περιόδου επέμεναν, όπως ήταν φυσικό γι αυτούς, στην πλήρη θρησκευτική ελευθερία· επιπλέον δεν προωθούσαν μόνο την βασική αξία ότι το θρήσκευμα δεν μπορούσε να επιβάλλεται σε άλλους —αρχή που ακολουθείτο πάντα από την Εκκλησία στις σχέσεις της με τους αβάπτιστους— αλλά, όταν συνέκριναν το Μωσαϊκό Νόμο με τον Χριστιανισμό, δίδασκαν ότι ο τελευταίος ήταν ικανοποιημένος με τον αφορισμό, πνευματική τιμωρία των αιρετιστών, ενώ ο Ιουδαϊσμός ήταν αναγκασμένος ν᾽ απαντά στους αντιτιθεμένους με βασανιστήρια και θάνατο.

Σε αντίθεση με πολλές άλλες θρησκείες (για παράδειγμα Βουδισμός, Ιουδαϊσμός) η Χριστιανική Καθολική Εκκλησία ήταν ιεραρχικά διαρθρωμένη με κεντρική διοίκηση. Στα χρόνια της, υπήρχαν πολλές σέκτες που αυτοαποκαλούνταν Χριστιανικές. Αλλά μετά την αναγνώριση του Χριστιανισμού ως επίσημη θρησκεία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Α´ (περ. 280-337 μ.Χ) και την συσσωμάτωση των διοικητικών δομών σ´ ένα διαβαθμισμένο κέντρο με έδρα τη Ρώμη, τις δογματικές διαφορές διευθετούσαν οι Εκκλησιαστικές Σύνοδοι, αρχής γενομένης από αυτή της Νίκαιας το 325 (κατά την οποία συνομολογήθηκε το Σύμβολο της Νικαίας ή Πίστεως). Εκείνοι των οποίων οι πεποιθήσεις ή οι πρακτικές παρέκκλιναν αρκετά από την ορθοδοξία των Συνόδων, γίνονταν πλέον αντικείμενα προσηλυτισμού. Η αντίσταση συχνά οδηγούσε σε διώξεις.

Οι αιρέσεις αποτέλεσαν από την αρχή πρόβλημα για την Εκκλησία. Τους πρώτους αιώνες υπήρχαν Αρειανιστές και Μανιχαϊστές, το Μεσαίωνα, Καθαροί και Βαλδένσιοι, κατά την Αναγέννηση δε, Χουσίτες, Λουθηρανοί, Καλβινιστές και Ροδόσταυροι. Οι αυτοκρατορικοί διάδοχοι του Κωνσταντίνου, δεν άργησαν να αυτοθεωρηθούν ως θεϊκά διορισμένοι παγκόσμιοι επίσκοποι, θεματοφύλακες άχρονων και υλικών συστατικών της Εκκλησίας. Παράλληλα διατήρησαν τις παραδοσιακές εξουσίες του Υπάτου Ποντίφηκα και με τον τρόπο αυτό η πολιτική εξουσία συχνά έτεινε να ταυτίζεται με τις συνήθειες των Αρείων ιεραρχών, διώκοντας ορθοδόξους επισκόπους με φυλάκιση κι εξορία. Κάποιοι από αυτούς αντέδρασαν δυναμικά στη χρήση οποιασδήποτε μορφής βίας σε ζητήματα που αφορούσαν είτε στον Χριστιανισμό είτε στη διαφύλαξη της πίστης. Διακήρυτταν επανειλλημένα ότι οι αυστηρές ποινές της Παλαιάς Διαθήκης είχαν παραμερισθεί από τους ήπιους κι ευγενικούς νόμους του Ιησού.

Όμως, οι συνεχιστές του Κωνσταντίνου παρέμεναν ανέκαθεν πεπεισμένοι ότι πρώτο μέλημα της αυτοκρατορικής εξουσίας ήταν η προστασία της θρησκείας κι έτσι με τρομερή κανονικότητα, εξέδωσαν πολλά ποινικά διατάγματα εναντίον των αιρετιστών. Σε διάστημα 57 ετών, προωθήθηκαν 68 θεσπίσματα. Πάσης φύσεως αιρετικοί επλήγησαν από αυτά τα νομοθετήματα με διάφορους τρόπους, όπως εξορία, δήμευση περιουσίας ή θάνατο. Ωστόσο, η εσχάτη των ποινών υπαγορευόταν μόνο από συγκεκριμένα είδη αιρέσεων. Στις διώξεις τους οι Χριστιανοί αυτοκράτορες υπολείπονταν της δριμύτητας του Διοκλητιανού, ο οποίος το 287 καταδίκασε στην πυρά τους ηγέτες των Μανιχαίων, επιβάλλοντας στους οπαδούς τους τη θανατική ποινή με αποκεφαλισμό και μερικώς με καταναγκαστικά έργα στα κρατικά ορυχεία.

Παράλληλα με το κατηγορητικό σύστημα της Ρωμαϊκής δικαιοσύνης, αναπτύχθηκε ανακριτική διαδικασία η οποία επέτρεψε στους δικαστικούς να διερευνούν εγκλήματα δίχως να έχουν υποπέσει στην αντιληψή τους επίσημες κατηγορίες. Ο κάθε δικαστής μπορούσε πέραν των δικών του αρμοδιοτήτων, να συνδυάζει αυτές του ερευνητή και του κατηγόρου. Παράλληλα με την επέκταση της νέας αυτής πρακτικής σε πολιτικές κι εγκληματολογικές ανακρίσεις, ακολούθησε η χρήση βασανιστηρίων ως μεθόδου αποκάλυψης της αλήθειας κι απόσπασης εξομολογήσεων, η οποία μεταφέρθηκε από τις υποθέσεις εσχάτης προδοσίας σε άλλα αδικήματα κι από τους σκλάβους στους
Η ανακριτική αυτή διαδικασία ήταν ήδη σε χρήση όταν η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ασπάσθηκε το Χριστιανισμό τον 4ο αιώνα και οι Χριστιανοί αυτοκράτορες από τον Κωνσταντίνο και μετά την χρησιμοποιούσαν για να καταστέλλουν αιρέσεις οι οποίες παρόλο που τις προσδιόριζαν οι θρησκευτικές πεποιθήσεις, λογίζονταν σε μεγάλο βαθμό απειλές για τη συνοχή του κοινωνικού ιστού του Λατινόφωνου Χριστιανισμού. Όταν οι συνθήκες το απαιτούσαν, οι επίσκοποι μπορούσαν ν’ αναλάβουν ρόλο πολιτικού δικαστή διεκπεραιώνοντας ανακρίσεις. Οι διαδικασίες τυποποιήθηκαν με την έκδοση του Ιουστινιάνειου Κώδικα το 534 και παρέμειναν απαράλλακτες ακόμη και κατά τους αιώνες των Γερμανικών κατακτητικών εισβολών που ακολούθησαν τη συντριβή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, παρόλο που η εφαρμογή τους σπάνιζε.

Ενδεικτικά, αυτές οι νομοθετημένες πρακτικές ακολουθήθηκαν στα εκχριστιανισμένα κράτη. Όμως η στάση των εκπροσώπων της Εκκλησίας απεναντί τους, διαφοροποιείται αισθητά. Από τα τέλη του 4ου και κατά τη διάρκεια του 5ου αιώνα, οι Μανιχαϊσμός, Δονατισμός και Πρισκιλλιανισμός, ήσαν οι κυρίαρχες αιρέσεις. Εκδιωχθείς από τη Ρώμη, ο Μανιχαϊσμός αναζήτησε καταφύγιο στην Αφρική. Παρόλο που οι οπαδοί του ενοχοποιήθηκαν για απεχθείς διδασκαλίες και παραπτώματα, η Εκκλησία αρνήθηκε να επικαλεστεί την βοήθεια της πολιτικής εξουσίας εναντίον τους· πράγματι ο σπουδαίος επίσκοπος Αυγουστίνος Ιππώνος, απέρριψε ρητά την χρήση βίας. Επεδίωξε την επιστροφή τους μόνο μέσω δημοσίων και ιδιωτικών πράξεων (αιτήσεων επιστροφής) εθελουσίας υπαναχώρησης και οι προσπάθειές του φαίνεται να ευωδόθηκαν.

Απ᾽αυτόν μάθαμε ότι οι Δονατιστές ήταν οι πρώτοι που απηύθυναν έκκληση στην πολιτεία να τους προστατεύσει από την Εκκλησία. Ωστόσο έμελλε να έχουν την τύχη των κατηγόρων του Δανιήλ: τα λιοντάρια στράφηκαν εναντίον τους. Η κρατική παρέμβαση δεν ανταποκρινόταν στις επιθυμίες τους και οι αρμόζουσες ποινές που επιβλήθηκαν στις βίαιες υπερβολές των Αγωνιστών [Circumcellions, όνομα που είχαν δώσει οι Δονατιστές στους οπαδούς τους που γύριζαν από πόλη σε πόλη διαδίδοντας το δόγμα του Δονάτου] ανάγκασαν τους Δονατιστές να παραπονεθούν με πικρία για τη βαναυσότητα της διοικητικής εξουσίας. Ο Επίσκοπος Οπτάτος Μιλέβης ωστόσο, την υπερασπίζεται:

«…τάχα δεν τους επιτρεπόταν να πορευθούν ως εκδικητές του Θεού και να επιβάλλουν την ποινή του θανάτου… μα, θα λέγατε, το κράτος δεν μπορεί να τιμωρεί στό όνομα του Θεού. Αλλά δεν ήταν στ᾽όνομά Του η καταδίκη σε θάνατο των πιστών του Χρυσού Μόσχου και αυτών που αποστρέφονταν την αληθινή θρησκεία, από τους Μωυσή και Φινέα;»

Ήταν η πρώτη φορά που Καθολικός επίσκοπος, προασπιζόταν την αποφασιστική εμπλοκή του Κράτους σε θρησκευτικά ζητήματα και το δικαίωμά του να επιβάλλει το θάνατο στους αιρετικούς. Επίσης για πρώτη φορά γινόταν επίκληση της Παλαιάς Διαθήκης, παρόλο που τέτοιου είδους αναφορές είχαν προηγουμένως απορριφθεί από Χριστιανούς διδασκάλους. Συνοψίζοντας τα εκκλησιαστικά ιδανικά για τους πέντε πρώτους αιώνες θα μπορούσαμε να καταλήξουμε στα εξής:
Η Εκκλησία δεν έπρεπε να προκαλεί αιματοχυσίες.
Ορισμένοι διδάσκαλοι πίστευαν ότι η πολιτεία όφειλε να επιβάλλει την ποινή του θανάτου σε περιπτώσεις που το απαιτούσε το κοινό αίσθημα
Η πλειοψηφία έκρινε ότι η εσχάτη των ποινών εφόσον δεν συνιστούσε ποινικό αδίκημα, ήταν ασυμβίβαστη με το πνεύμα του Χριστιανισμού

Ο άγιος Αυγουστίνος, ενίοτε εκφραστής της δυτικής εκκλησιαστικής σκέψης, λέγει:

«τους θέλουμε διορθωμένους όχι νεκρούς· επιθυμούμε την δόξα της (εκκλησιαστικής) πειθαρχίας, όχι τις ποινές του θανάτου που τους αναλογούν»

Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, υποστηρίζει ουσιαστικά κάτι παρόμοιο εκφράζοντας την ανατολική σκέψη:

«με το να παραδίδεις έναν αιρετικό στο θάνατο, διαπράττεις αδίκημα που δεν εξιλεώνεται»
και
«ο Θεός απαγορεύει την εκτέλεσή τους, αλλά δεν συμβαίνει το ίδιο με την απώθηση, την στέρηση της ελευθερίας του λόγου ή την αποτροπή των συναθροίσεών τους»

Εντούτοις, το χέρι βοηθείας που παρείχε η πολιτεία, δεν απορρίφθηκε ολοκληρωτικά· αντιθέτως όσο συχνά η Χριστιανική κοινή γνώμη, σύσσωμη ή αποσπασματικά, το απαιτούσε, οι αρχηγέτες των Χριστιανών έσπευδαν να ξορκίσουν το κακό λαμβάνοντας τα κατάλληλα μέτρα. Βέβαια η άποψη κάποιων ιστορικών της Ιεράς Εξέτασης ότι η εκκλησία επεδίωκε την πάταξη των αιρετιστών ανεξαρτήτως μεθόδων, δεν τεκμηριώνεται επαρκώς, καθώς υπάρχουν αποδείξεις προερχόμενες από εκείνη την περίοδο που συγκλίνουν στην θεώρηση ότι η ποινή του θανάτου εναντιωνόταν στο νόημα των Ιερών Ευαγγελίων, ενώ οι ίδιοι οι ιεράρχες τάσσονταν κατά των εκτελέσεων.

Εν ολίγοις, καμία μομφή δεν προσάπτεται στην Εκκλησία για τη στάση της απέναντι στις αιρέσεις εκείνες τις ημέρες της ντροπής. Ανάμεσα στους επισκόπους της εποχής, όσο αυτό μπορεί να εξακριβωθεί, μόνον ο Theodwin της Λιέγης, διάδοχος του Wazo και προκάτοχος του Adalbero II, αποτάνθηκε στην πολιτειακή εξουσία για την τιμωρία των αιρετιστών, δίχως ωστόσο ν᾽ απαιτήσει την ποινή του θανάτου ή οποία μέθοδος είχε απορριφθεί απ᾽όλους αυτούς που έχαιραν μεγαλύτερης εκτίμησης από τον Peter Canter, τον πλέον πολυμαθή άνθρωπο της περιόδου και τον St. Bernard of Clairvaux, με τον πρώτο να υποστηρίζει:

«Είτε καταδικαστούν για σφάλμα είτε ομολογήσουν αβίαστα την ενοχή τους, οι Καθαροί δεν πρόκειται να θανατωθούν, τουλάχιστον όσοι απέχουν από ένοπλες επιθέσεις εναντίον της Εκκλησίας. Παρόλο που ο Απόστολος Παύλος συνέστησε την αποπομπή κάποιου αμετανόητου αιρετικού μετά από τρείς επιπλήξεις, δεν είπε σκοτώστε τον. Ρίξτε τον στη φυλακή αλλά μη τον θανατώσετε».

Οι Σύνοδοι, στη Ρενς το 1049, στην Τουλούζη το 1119 και η 2η του Λατερανού, ουσιαστικά υιοθετούν όρους του τύπου: με την πειθώ κι όχι τη βία κερδίζουν οι άντρες την Πίστη. Κι αν κάποιοι κατηγορούνται γι᾽απροσεξία επειδή αλεπούδες αφάνισαν τον αμπελώνα, το καλύτερο θα ήταν να μην ασκηθεί αλόγιστη βία, αλλά να συλληφθούν βάσει στοιχείων, ν´ αφορισθούν κι αν είναι αναγκαίο ν᾽ απομονωθούν για το καλό των υπολοίπων. Επομένως, οι περιστασιακές εκτελέσεις αιρετικών την περίοδο αυτή πρέπει να επιμεριστούν στην αυθαίρετη δράση μεμονωμένων ηγετών, στα υπερβάλλοντος ζήλου ξεσπάσματα φανατικών ομάδων, καθώς και σε επιπόλαιους εκκλησιαστικούς νόμους ή ιεράρχες. Αληθεύει ότι υπήρχαν ήδη νομοθέτες που παραχώρησαν στην Εκκλησία το δικαίωμα επιβολής της θανατικής ποινής στους αιρετικούς· όμως το ζήτημα αντιμετωπίσθηκε ακαδημαϊκά και η θεωρία εφαρμόσθηκε εικονικά, δίχως επιπτώσεις στην πραγματικότητα. Αφορισμός, προγραφή, φυλάκιση κλπ επιβλήθηκαν πράγματι, αλλά λογίζονταν περισσότερο ως μορφές εξιλέωσης, παρά πραγματικές τιμωρίες, ενώ δε συγκρίνονταν με τη θανατική καταδίκη. Το απόφθεγμα του Cantor παρέμενε επίκαιρο:

«Έστω κι αν επιβληθεί θεία δίκη στους Καθαρούς, δεν πρέπει να τιμωρηθούν με θάνατο»

Το δεύτερο ήμισυ του 12ου αιώνα ωστόσο, η αίρεση των Καθαρών εξαπλώθηκε σε ανησυχητικά επίπεδα και δεν απείλησε μόνο την οντότητα της Εκκλησίας, αλλά υπονόμευσε τα ίδια τα θεμέλια της Χριστιανικής κοινότητας. Αντίθετα μ᾽αυτή την προπαγάνδα αναπτύχθηκε ένα είδος περιοριστικής νομοθεσίας, τουλάχιστον σε Γερμανία, Γαλλία και Ισπανία, η οποία εξιλέωνε τις αιρέσεις στην πυρά. Η Αγγλία παρέμεινε εξ᾽ολοκλήρου ακηλίδωτη από αιρέσεις. Όταν, το 1166, περίπου 30 γραμματείς ακολούθησαν αιρετική πορεία, ο Ερρίκος Β´ διέταξε να σημαδευτούν στο μέτωπο με πυρωμένο σίδερο, να ραβδισθούν δημοσίως και μετά να εκδιωχθούν. Επιπροσθέτως απαγόρευσε στους υπολοίπους να τους προσφέρουν καταφύγιο ή οποιαδήποτε βοήθεια, με αποτέλεσμα να πεθάνουν αφενός από την πείνα κι αφετέρου από το κρύο του χειμώνα. Ο Φίλιππος της Αλσατίας, κόμης της Φλάνδρας, με την αρωγή του William of the White Hand [Guillaume aux Blanches Mains], αρχιεπισκόπου της Ρενς, υπήρξαν ιδιαίτερα σκληροί προς τους αιρετικούς. Οδήγησαν πολλούς πολίτες της δικαιοδοσίας τους, ευγενείς και κοινούς θνητούς, κληρικούς, ιππότες, χωριάτες, άγαμες χήρες και παντρεμένες γυναίκες, ζωντανούς στην πυρά, αφού πρώτα δήμευσαν και καταχράστηκαν τις περιουσίες τους. Τα γεγονότα αυτά σημάδεψαν το 1183.

Μέχρι τις αρχές του 12ου αιώνα συνέβησαν πολλά παρόμοιας σκληρότητας περιστατικά με διάφορους πρωταγωνιστές και την Εκκλησία να τα θεωρεί μεμονωμένα, αξιώνοντας την κατευναστική στάση των μελών της. Με τον ερχομό του Πάπα Ιννοκέντιου Γ´ στην ηγεσία της Καθολικής Εκκλησίας επιχειρήθηκε η διατήρηση του υπάρχοντος καταστατικού σχετικά με τις αιρέσεις. Όμως οι δράσεις που συνομολογήθηκαν στην 4η Λατερανή Σύνοδο και παρείχαν διευρυμένες δικαιοδοσίες στους υφισταμένους του Πάπα, δεν ευθυγραμμίζονταν με κάποια προσπάθεια άμβλυνσης των σχέσεων εκκλησίας-αιρετικών.

Πράγματι όμως, εξυπηρετούσε κατά μια έννοια τους αιρετιστές, εισάγοντας διαδικασίες καταστολής αυθαιρεσιών, πάθους και αδικίας που σημειώνονταν σε πολιτικά δικαστήρια της Ισπανίας, Γαλλίας και Γερμανίας. Για όσο χρονικό διάστημα παρέμειναν σε ισχύ οι οδηγίες του Πάπα, δεν συνέβησαν μαζικές καταδίκες ή εκτελέσεις ούτε στήθηκαν ικριώματα πυράς δημοσίως. Βέβαια, κατά το πρώτο έτος της εξουσίας του, αναφέρθηκε με δογματισμό στους αιρετικούς, επικαλούμενος το Ρωμαϊκό Δίκαιο και τις ποινές που προέβλεπε για εγκλήματα κατά της ανώτατης αρχής, ενώ το συμπέρασμα ότι οι αιρετικοί άξιζαν να θανατωθούν στην πυρά θεωρήθηκε ακραία υπερβολικό, καθώς αργότερα με τις πράξεις του κατάφερε ν᾽ αποδυναμώσει τον ποινικό κώδικα.

Συνοπτική ιστορία της Ιεράς Εξέτασης

Η κατάσταση άρχισε ν᾽αλλάζει προς τα τέλη του 12ου αιώνα μετά τον αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, Φρειδερίκο Α´ Μπαρμπαρόσσα και τον Πάπα Αλέξανδρο Γ’, οπότε κατέληξαν σε συμφωνία συμβιβασμού των αντίστοιχων εξουσιών τους με τη Συνθήκη της Βενετίας. Το 1184, ο Πάπας Λούκιος Γ´ εξέδωσε το διάταγμα Ad abolendam [αρχή της φράσης Ad abolendam diversam haeresium pravitatem=πρός εξάλειψη ποικίλων κακοήθων αιρέσεων] το οποίο ορισμένοι αποκάλεσαν «ιδρυτικό καταστατικό της Ιεράς Εξέτασης» δεδομένου ότι διέτασσε τους επισκόπους ν᾽αναλάβουν ενεργό ρόλο στον εντοπισμό και την δίωξη αιρέσεων που υπάγονταν στη δικαιοδοσία τους. Η ρητή ταύτιση της αίρεσης με την προδοσία και οι απαγγελίες κατηγοριών σύμφωνα με τις επιταγές του Ρωμαϊκού δικαίου, επισημοποιήθηκαν το 1199 από τον Πάπα Ιννοκέντιο Γ’, όπως προαναφέρθηκε. Η ίδρυση ενδεών θρησκευτικών ταγμάτων, ιδιαίτερα των Δομινικανών, τις πρώτες δεκαετίες του 13ου αιώνα παρείχαν απόθεμα παπικών ανακριτών, οι οποίοι μπορούσαν ν᾽αποσταλλούν σε περιοχές αιρετικών επιρροών, ωστόσο η Ιερά Εξέταση ως θεσμός, δεν υπήρχε.

Αλλά τελικά, με τη Χριστιανική Ευρώπη να βρίσκεται σε κίνδυνο διάσπασης από τις αιρέσεις και την ποινική νομοθεσία που αφορούσε στους Καθαρούς να έχει οδηγηθεί στα όριά της, φάνηκε ως πολιτική αναγκαιότητα. Το 1231, ο Πάπας Γρηγόριος Θ’, εξέδωσε διάταγμα σύμφωνα με το οποίο στους αιρετικούς που εξομολογούνταν και εξιλεώνονταν μετανοώντας, άρμοζε η ισόβια φυλάκιση, ενώ επέβαλλε τη θανατική ποινή σε όσους επέμεναν. Την πραγμάτωση της ετυμηγορίας αναλάμβανε η πολιτική εξουσία. Απάλλαξε επισκόπους και αρχιεπισκόπους απ᾽αυτή την υποχρέωση την οποία όρισε καθήκον του Τάγματος των Δομινικανών, παρότι αρκετοί απ᾽τους ανακριτές ήταν μέλη άλλων ταγμάτων ή του κοσμικού ιερατείου. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας, η Ιερά Εξέταση είχε καθιερωθεί θεσμικά σε όλες τις χώρες της δικαιοδοσίας του Πάπα και η εκπνοή του 13ου αιώνα τη βρίσκει να έχει αποκτήσει ιεραρχικά δομημένο κέντρο σε κάθε περιοχή, ώστε να διευκολύνεται η δράση της. Οι κανονισμοί που προώθησε το Συμβούλιο της Ταρραγόνα το 1242, είχαν αποτέλεσμα την οργάνωση των αποσπασματικών κινήσεων, αποσαφηνίζοντας επίσης ότι η αίρεση συνιστούσε αδίκημα που επισύρει την ποινή του θανάτου· παρ᾽ όλα αυτά δε θα ήταν δόκιμο να εξισώσουμε αυτές τις ενέργειες της Μεσαιωνικής εκκλησίας με τις θεσμοθετημένες ανακρίσεις που αναδύθηκαν περί τα τέλη του 15ου αιώνα. Πράγματι, στόχοι τους ήταν κατά βάση να εμποδίσουν τη θέρμη του φανατισμού που επεδείκνυαν μεμονωμένοι επίσκοποι διώκοντας αιρετιστές και να επιβάλλουν διαδικασίες που αποσκοπούσαν στη μετάνοια, παρά αυστηρά και μόνο στην καταστολή. Με τον καιρό συντάχθηκαν εγχειρίδια τέτοιων διαδικασιών, όπως για παράδειγμα το Directorium Inquisitorum του Nicholas Eymeric, ο οποίος υπήρξε αρχιεξεταστής σε παπική οργάνωση στ᾽ανατολικά τμήματα της Ισπανίας από το 1537.

Δικαστής ή ανακριτής μπορούσε ν᾽ασκήσει αγωγή εναντίον οποιουδήποτε. Ο κατηγορούμενος όφειλε να καταθέσει εναντίον του εαυτού του, δίχως να έχει το δικαίωμα ν᾽ αντιμετωπίσει ή να θέσει ερωτήματα στον κατήγορό του. Ήταν θεμιτό να γίνονται αποδεκτές μαρτυρίες από εγκληματίες, άτομα με κακή φήμη, αφορισμένους κι αιρετικούς. Ο κατηγορούμενος δεν είχε το δικαίωμα υποστήριξης από νομικό σύμβουλο, οι πρώτου βαθμού συγγενείς δεν εξαιρούνταν από τη θέση του ενάγοντος και οι ποινές δεν ήταν εφέσιμες. Μερικές φορές οι εξεταστές ανέκριναν ολόκληρες ομάδες πληθυσμού της αρμοδιότητός τους. Η ανάκριση γινόταν παρουσία τουλάχιστον δύο μαρτύρων. Ο κατηγορούμενος λάμβανε σύνοψη των καταγγελιών και όφειλε να ορκισθεί ότι θα έλεγε την αλήθεια. Χρησιμοποιήθηκαν διάφορα μέσα που στόχευαν στη συνεργασιμότητά του. Παρά το γεγονός ότι δεν υπήρχε παράδοση μαρτυρίων στο Χριστιανικό εκκλησιατικό δίκαιο, τα βασανιστήρια ήρθαν στο προσκήνιο περί τα μέσα του 13ου αιώνα.

Τα ευρήματα της Ιεράς Εξέτασης διαβάζονταν μεγαλόφωνα μπροστά σε πολυπληθές ακροατήριο· οι μετανοούντες αποκήρυτταν πεποιθήσεις και πεπραγμένα γονατιστοί με το ένα χέρι πάνω στη Βίβλο που κρατούσε ο ανακριτής. Οι ποινές ξεκινούσαν από επισκέψεις σε εκκλησίες, προσκυνήματα και μετά από εξευτελιστική πορεία κατέληγαν στη φυλακή (συνήθως ισοβίως, αν και συχνά οι ποινές μειώνονταν) ή (εφόσον ο κατηγορούμενος επέμενε) στο θάνατο. Την εσχάτη των ποινών αναλάμβανε να εκτελέσει η πολιτική εξουσία στην πυρά. Σε κάποιες σοβαρές περιπτώσεις, αν ο κατηγορούμενος πέθαινε προτού ολοκληρωθεί η διαδικασία, μπορούσε να γίνει εκταφή της σορού και εκ των υστέρων αποτέφρωση. Αμφότερες τις ποινές, θανάτου ή ισόβιας φυλάκισης, ακολουθούσε πάντα η κατάσχεση κάθε περιουσιακού στοιχείου του κατηγορουμένου.

Οι σπουδαιότερες υποτιθέμενες αιρετικές απειλές είχαν εξαπλωθεί στο νότο της Γαλλίας (Λανγκντόκ) και στη βορειοανατολική Ισπανία (Αραγονία). Πρωταρχικοί στόχοι ήταν οι Καθαροί (επίσης γνωστοί ως Αλβιγηνοί), οι οποίοι είχαν καταδικάσει ανοικτά εξουσίες και δόγματα της Λατινικής Εκκλησίας, δευτερευόντως δε, ακολουθούσαν οι Βαλδένσιοι. Ωστόσο, ενώ ο βασιλέας Αλφόνσος Ι´(ο Σοφός) μπορούσε να καυχηθεί ότι Εβραίοι και Μουσουλμάνοι ζούσαν ειρηνικά μαζί με τους Χριστιανούς στην Ισπανία, οι οικονομικές και φυσικές καταστροφές που επέφερε ο Μαύρος Θάνατος (1348-49) διατάραξαν την ισορροπία, με αποτέλεσμα οι Εβραίοι να γίνονται ολοένα πιο απεχθείς εξαιτίας των καθηκόντων τους ως φοροεισπράκτορες και χρηματοδότες. Μέχρι το τέλος του αιώνα, φοβεροί διωγμοί άφησαν πίσω τους χιλιάδες νεκρούς ή εκχριστιανισμένους Εβραίους, οι απόγονοι των οποίων, γνωστοί ως κονβέρσοι, στη διάρκεια του 15ου αιώνα έζησαν σε περιβάλλον αυξανόμενης καχυποψίας εναντίον τους. Μανιφέστο φανατισμού, η πραγματεία του Alfonso de Espina, Fortalitium Fidei [περιφρούρηση της πίστεως], που εμφανίστηκε το 1460, πιστοποιεί το διογκούμενο κύμα αντισημιτισμού.

Τελικά το 1478, ο Φερδινάνδος Β´ της Αραγονίας και η σύζυγός του Ισαβέλλα Α´, βασίλισσα της Καστίλης, των οποίων η συνδυασμένη κυριαρχία σε περιοχές της Ισπανίας και η αφοσίωση τους σε συμβούλους από το χώρο της εκκλησίας, τους απέφερε τη διάκριση Καθολικοί Μονάρχες [Reyes Catolicos] εκλιπάρησαν τον Πάπα Σίξτο Δ´ να τους παραχωρήσει την εξουσία να διορίσουν εξεταστές που θα καταπιάνονταν με το ζήτημα των κονβέρσων, οι οποίοι τελούσαν κρυφά εβραϊκές τελετές. Το αίτημά τους έγινε αποδεκτό· η Ιερά Εξέταση της χώρας ανεξαρτητοποιήθηκε από τη Ρώμη. Οι χειρισμοί των εκχριστιανισμένων Μουσουλμάνων, Εβραίων ακόμη και των Πεφωτισμένων, συνέταξαν ένα σκοτεινό κεφάλαιο στην ιστορία της Ιεράς Εξέτασης.

Στη βόρεια Ευρώπη η δράση της οργάνωσης ήταν πολύ πιο ήπια: στην Αγγλία δε συστάθηκε ποτέ, ενώ στη Σκανδιναβία δεν είχε σχεδόν καμία επίπτωση. Oι πρώτοι ανακριτές που δραστηριοποιήθηκαν στη Σεβίλλη αποδείχθηκαν τόσο ανάλγητοι που ο ίδιος ο Πάπας επιχείρησε να περιορίσει τις εξουσίες τους. Οι προσπάθειές του ωστόσο ήσαν σε μεγάλο βαθμό ανεπιτυχείς και το 1483 παρακινήθηκε εκ νέου να επιτρέψει στην Ισπανική κυβέρνηση να διορίσει αρχιεξεταστή και ανώτατο συμβούλιο που θα επέβλεπαν τις τοπικές οργανώσεις της Καστίλης, Αραγονίας, Βαλένθιας και Καταλονίας. Εκείνη τη χρονιά ο Φερδινάνδος επέλεξε για πρώτο Ιεροεξεταστή τον Δομινικανό μοναχό Tomás de Torquemada, του οποίου τ᾽όνομα έκτοτε συνυφάνθηκε με τη σκληρότητα και τον τρόμο που επέδειξε το ίδρυμα.

Έτσι, όταν εκδόθηκε το οριστικό διάταγμα απέλασης των Εβραίων από την Ισπανία το 1492, η Ισπανική Ιερά Εξέταση ήταν έτοιμη ν᾽αντιμετωπίσει κάθε θρησκευτική παρέκκλιση που θα σημειωνόταν στους κόλπους της Χριστιανικής κοινότητας. Το συμβούλιο ενέκρινε για έμβλημα του, στίχο από τον Ψαλμό #73: «Exurge Domine et judica causam tuam» [Rise Up, O Lord, and Judge Thine Own Cause : Ανάστα, Θεέ· δίκασον την δίκην σου· μνήσθητι του ονειδισμού, τον οποίον εις σε κάμνει ο άφρων όλην την ημέραν. ψ74.22]. Συνήθιζαν να συγκεντρώνουν τους αιρετικούς σε ειδικά οργανωμένες δημόσιες τελετές, γνωστές ως autos-da-fé [πράξεις πίστης] όπου ορίζονταν οι ποινές τους. Σε όσους ήταν δύσκολο να επηρεαστούν και ν᾽ αποκηρύξουν τ᾽αδικήματά τους, επιβάλλονταν ποινές που κυμαίνονταν από τον εξευτελισμό στην δήμευση των περιουσιακών τους στοιχείων και τον ξυλοδαρμό, ενώ οι πλέον απείθαρχοι παραδίνονταν στις βασιλικές αρχές, οι οποίες εκτελούσαν τις ποινές του θανάτου στην πυρά. Τον 16ο αιώνα, τοπικά δικαστήρια Ιεράς Εξέτασης ιδρύθηκαν στην επικράτεια της Ισπανικής Αυτοκρατορίας, συμπεριλαμβανομένου του Μεξικού και του Περού. Απαρτίζονταν τυπικά από δύο ανακριτές, νομικό σύμβουλο, αστυφύλακα, υπεύθυνο οικονομικών ή εισαγγελέα—όλοι τους προερχόμενοι από τις τάξεις του κλήρου— και μεγάλο αριθμό βοηθών από το λαό, που αποκαλούνταν familiares [οικείοι] οι οποίοι αποκτούσαν τη θέση αυτή είτε κληρονομικά είτε αγοράζοντάς την, απολαμβάνοντας ιδιαίτερα πολιτικά προνόμια.

Η Ισπανική Ιερά Εξέταση εισήχθει στη Σικελία (που αργότερα συνασπίσθηκε με την Ισπανία) το 1517, αλλά οι προσπάθειες να εγκαθιδρυθεί στη Νάπολη και το Μιλάνο απέτυχαν. Από την αρχή της βασιλείας του το 1521 κι αργότερα με την υποστήριξη του Καρόλου Κουίντου της Ισπανίας, ο βασιλέας João III της Πορτογαλίας, προέτρεπε τον Πάπα να επιτρέψει τη σύσταση αυτόνομης οργάνωσης για την αντιμετώπιση συγκεκριμμένων απειλών που συνιστούσαν για τη χώρα του οι όψιμοι Χριστιανοί Ιουδαϊστές. Η πολιτική που έδραζε στην υπόθεση ότι οι Εβραίοι οι οποίοι είχαν εξαναγκασθεί ν᾽ αλλαξοπιστήσουν με διάταγμα που εκδόθηκε το 1497, θ´αφομοιώνονταν σταδιακά από την Χριστιανική κοινότητα της Πορτογαλίας, θεωρήθηκε αποτυχημένη· οι Νεο-Χριστιανοί εξακολουθούσαν να διαχωρίζουν την στάση τους και να αντιστέκονται στην κυβερνητική εξουσία. Παρά την ηρωική τους αντίσταση και την παπική απροθυμία, Πορτογαλική Ιερά Εξέταση συστάθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1530. Μεταξύ της πρώτης πράξης πίστεως που έγινε το 1540 και της αποδυνάμωσης των εξουσιών της το 1760, εκτιμάται ότι εκδικάστηκαν περί τις τριάντα χιλιάδες υποθέσεις, κοντά 1200 Ιουδαϊστές καταδικάστηκαν σε θάνατο και άλλοι 600 αποτεφρώθηκαν. Παρόλο που οι αριθμοί ήταν σχετικά μικρότεροι, ο δείκτης των θανατικών ποινών στην πραγματικότητα ήταν υψηλότερος από την Ισπανική Ιερά Εξέταση και σταθερά επικεντρωμένος σε κονβέρσους και κρυφο-Εβραίους.

Εν τω μεταξύ η Ρώμη, αφενός αναγνωρίζοντας τα πλεονεκτήματα μιας θεσμοθετημένης Ιεράς Εξέτασης στον αγώνα τους εναντίον των Προτεσταντών και αφετέρου εξακολουθώντας να επιθυμούν τον περιορισμό των υπερβολών της Ισπανικής Ιεράς Εξέτασης, αποφάσισε να ιδρύσει τη δική της. Έτσι, το 1542, ως μέρος σχεδίου ευρύτερης εκκλησιαστικής μεταρρύθμισης, ο Πάπας Παύλος Γ´ ίδρυσε, το 1542, μόνιμη επιτροπή στελεχωμένη από καρδιναλίους και άλλους αξιωματούχους, καθήκον της οποίας ήταν να διατηρήσει και να υπερασπιστεί την ακεραιότητα της πίστεως, όπως επίσης να εξετάζει ψευδή δόγματα. Αυτό το σώμα, η Σύνοδος της Ιεράς Έδρας, στις μέρες μας Σύνοδος για το Δόγμα της Πίστεως, μέρος της Ρωμαϊκής Κουρίας, επέβλεπε τις τοπικές Ιερές Εξετάσεις. Ο ίδιος ο Πάπας ενώ κατείχε τον τίτλο του τέλειου, ουδέποτε διοίκησε το σώμα αυτό, αλλά όριζε στη θέση του έναν από τους καρδιναλίους να προεδρεύει στις συνεδριάσεις. Συνήθως συμμετείχαν στη Σύνοδο δέκα ακόμη καρδινάλιοι, καθώς κι ένας ιεράρχης με δύο βοηθούς, όλοι τους επιλεγμένοι από τις τάξεις των Δομινικανών.

Η Ιερά Σύνοδος διέθετε επίσης, διεθνή ομάδα συμβούλων, έμπειρων ακαδημαϊκών θεολόγων και νομικών, η οποία παρείχε συμβουλές σε ορισμένα ζητήματα. Την ίδια χρονιά εμφανίστηκε στη Ρώμη ο πρώτος Κατάλογος Απαγορευμένων Βιβλίων, εξαιτίας δογματικού περιεχομένου ή κριτικής προς τη Λατινική Εκκλησία. Αποτέλεσμα της Συνόδου του Τριδέντου, η οποία συνεδρίασε αρκετές φορές την περίοδο 1545-1563, ήταν ν᾽ αντικατασταθεί από τον πιο εμπεριστατωμένο Κατάλογο Απαγορευμένων Συγγραφέων και Βιβλίων, ο οποίος μετά το 1571 ενημερωνόταν από την διακριτή αλλά συγγενική Επιτροπή για τον Κατάλογο. Το 1616 γνωμοδότησαν για τις προτάσεις αφενός της ακινησίας του ήλιου στο κέντρο του σύμπαντος κι αφετέρου για την περιφορά της γής γύρω του, κρίνοντας και τις δύο «φιλοσοφικά ανόητες και άτοπες», ενώ θεολογικά η πρώτη χαρακτηρίστηκε «τυπικά αιρετική» και η δεύτερη, «τουλάχιστον εσφαλμένη πίστη». Η εκτίμηση αυτή κατέταξε το έργο του Κοπέρνικου De Revolutionibus Orbium Coelestium στον Κατάλογο , μέχρι που αναθεωρήθηκε και ο Γαλιλαίος επιπλήχθηκε για τον Κοπερνικισμό του. Ήταν το ίδιο σώμα που δίκασε τον Γαλιλαίο το 1633.

Η υπόθεση Γαλιλαίου

Ο Γαλιλαίος ως ένας από τους πλέον φημισμένους επιστήμονες της εποχής του, προβλημάτιζε με τις απόψεις του θετικά ή αρνητικά, όχι μόνον τους μαθητές του, αλλά αξιωματούχους της Εκκλησίας και το κοινό γενικότερα. Αυτό τον κατέστησε στόχο πολλών καταγγελιών κατά των θεωριών του, αλλά και του δόγματος Κοπέρνικου, το οποίο υποστήριζε.

Το 1611 ο Γαλιλαίος προσελκύει για πρώτη φορά την προσοχή της Ιεράς Εξέτασης, όσον αφορά στις απόψεις του για τον Κοπέρνικο. Τέσσερα χρόνια αργότερα, ένας Δομινικανός μοναχός, ο Niccolo Lorini, ο οποίος είχε νωρίτερα επικρίνει την άποψη του Γαλιλαίου σε ιδιωτικές συνομιλίες, καταθέτει γραπτή καταγγελία στην Ιερά Εξέταση κατά των απόψεων του Γαλιλαίου για τον Κοπέρνικο. Σε απάντηση ο Γαλιλαίος καταθέτει μια μακρά επιστολή στον Καρδινάλιο Piero Dini (υψηλόβαθμο στέλεχος του Βατικανού) υπερασπιζόμενος την θεωρία του, καθώς και επιστολή προς την Μεγάλη Δούκισσα Χριστίνα υποστηρίζοντας την ελευθερία της έρευνας και ταξιδεύει στην Ρώμη για να υπερασπιστεί τις ιδέες του.

Το 1616, η Επιτροπή του Καταλόγου, πέραν των προαναφερθέντων για την ηλιοκεντρική θεωρία του σύμπαντος, είχε γνωμοδοτήσει υπέρ της αιρετικότητάς της. Κατόπιν εντολής του Πάπα Παύλου V, ο καρδινάλιος Βελλαρμίνος καλεί τον Γαλιλαίο στην κατοικία του και τον προειδοποιεί να μην διαδίδει, ή υπερασπίζεται την θεωρία του Κοπέρνικου και του απαγορεύει να συζητά την θεωρία προφορικώς ή γραπτώς. Ταυτόχρονα καθησυχάζεται από τον Πάπα Παύλο V και τον Βελλαρμίνο ότι δεν κινδυνεύει να προσαχθεί σε δίκη από την Ιερά Εξέταση. Το 1624 ο Γαλιλαίος συναντώμενος επανειλημμένα με τον φίλο και προστάτη του (την εποχή εκείνη) Πάπα Ουρβανό VIII, του επιτρέπεται να γράφει για την θεωρία του Κοπέρνικου εφ’ όσον την αντιμετωπίζει ως μαθηματική υπόθεση.

Το 1625 κατατίθεται στην Ιερά εξέταση από άγνωστο πρόσωπο καταγγελία εναντίον του Γαλιλαίου για την δημοσίευση του έργου του ο Δοκιμαστής. Η καταγγελία του προσάπτει το γεγονός ότι σε αυτό το βιβλίο ασπάζεται την ατομιστική θεωρία η οποία δεν συμβιβάζεται με το επίσημο δόγμα της εκκλησίας σχετικά με την Θεία Ευχαριστία, σύμφωνα με την οποία ο άρτος και το κρασί «μετουσιώνονται» στην σάρκα και το αίμα του Χριστού. Κατόπιν έρευνας από την ιερά εξέταση, ο Γαλιλαίος απαλλάσσεται.

Το 1630 ολοκληρώνει το βιβλίο «Διάλογος σχετικά με τα δυο κυρίαρχα συστήματα του κόσμου» στο οποίο συζητώνται και συγκρίνονται τα μοντέλα του Πτολεμαίου του Κοπέρνικου και λαμβάνει την έγκριση να το εκδώσει (υπό όρους) από το Βατικανό.. Το βιβλίο τυπώθηκε το 1632, αλλά ο Πάπας Ουρβανός, πειθόμενος από τα επιχειρήματα των διαφόρων εκκλησιαστικού οργάνων, σταματά την διανομή – η υπόθεση παραπέμπεται στην Ιερά Εξέταση και ο Γαλιλαίος καλείται στην Ρώμη.

Ο Γαλιλαίος ανακρίνεται το 1633 επί 18 ημέρες και στις 30 Απριλίου ομολογεί ότι ίσως υπήρξε υπερβολικός όσον αφορά στην θεωρία του Κοπέρνικου, προσφερόμενος να την αντικρούσει στο επόμενο βιβλίο του. Ασυγκίνητος, όμως ο Πάπας αποφασίζει ότι ο Γαλιλαίος πρέπει να φυλακισθεί και λίγο καιρό μετά εξετάζεται από την Ιερά Εξέταση και καταδικάζεται σε φυλάκιση και θρησκευτικές μετάνοιες, ενώ την ποινή υπογράφουν οι έξι από τους δέκα ιεροεξεταστές. Σε επίσημη τελετή στην εκκλησία της Santa Maria Sofia Minerva, ο Γαλιλαίος αποκηρύσσει τα σφάλματά του. Κατόπιν τίθεται σε κατ’ οίκον περιορισμό στην Σιέννα και μετά από πολλές ταλαιπωρίες αρχίζει την συγγραφή του βιβλίου του «Ομιλίες και Μαθηματικές αποδείξεις που αφορούν σε δύο νέες επιστήμες». Ο Γαλιλαίος, παρά τα πολλά προβλήματα υγείας παρέμεινε υπό κράτηση μέχρι τον θάνατό του το 1642. Η Εκκλησία το 1983 αποδέχθηκε ότι τελικά είχε δίκιο.

Διαδικασίες Ιεράς Εξέτασης

Αναφερόμενη στην Ιερά Εξέταση, η Helen Ellerbe αναφέρει ότι το ίδιο άτομο ήταν εισαγγελέας και δικαστής αποφασίζοντας ταυτόχρονα για την καταδίκη της αίρεσης. Όταν ένας Ιεροεξεταστής έφτανε σε μια πληττόμενη από αίρεση περιοχή, έδιδε αρχικά μια περίοδο χάριτος 40 ημερών, προκειμένου όσοι επιθυμούν να ομολογήσουν την πίστη τους. Με το πέρας αυτής, οι κάτοικοι καλούντο να παρουσιαστούν ενώπιον του ανακριτή. Οι πολίτες που κατηγορούνταν ως αιρετικοί συλλαμβάνονταν, δένονταν, φιμώνονταν και μεταφέρονταν στο Ιερό Εξεταστήριο για ανάκριση.

Το 1244, το Συμβούλιο της Harbonne όρισε ότι ουδείς οίκτος υπάρχει…..ούτε χάριν του συζύγου προς την σύζυγο ή αντίστροφα, ούτε του γονέα προς το παιδί και το αντίστροφο. Τα θύματα οδηγούντο ενώπιον του δικαστή, ενώ αυτός μελετούσε τα έγγραφα κατηγορίας. Κατά την πρώτη εξέταση, αρκετά από τα περιουσιακά τους στοιχεία κατάσχονταν, προκειμένου να καλυφθούν τα έξοδα της προκαταρκτικής έρευνας.

Ο κατηγορούμενος στη συνέχεια υποβάλλονταν σε ερωτήσεις, ως επί το πλείστο παραπλανητικές και διφορούμενες, προκειμένου με τις απαντήσεις να επιβαρύνει την θέση του. Οι περισσότεροι εξεταστές χρησιμοποιούσαν το εγχειρίδιο ανάκρισης του Bernardus Guidonis, συγγραφέα του Practica Inquisitionis (Πρακτική της Ιεράς Εξέτασης) και το Directorium Inquisitorum (Κατευθυντήρια γραμμή για Ιεροεξεταστές) του Nicolaus Eymerich, Μεγάλου Ιεροεξεταστή της Αραγονίας. Αυτά ήσαν τα πρώτα αυθεντικά κείμενα – βιβλία για χρήση από τους ιεροεξεταστές, μέχρι την έκδοση των Οδηγιών Torkemada το 1483, που ήταν ολοκληρωμένο και πλήρες εγχειρίδιο ανάκρισης.

Το κεφάλαιο του εγχειριδίου που έχει τίτλο «Τα βασανιστήρια» περιέχει τα κάτωθι αποσπάσματα:

«Τα βασανιστήρια δεν αποτελούν αλάνθαστη μέθοδο για να αποκομίσεις την αλήθεια. Υπάρχουν ορισμένοι άνδρες τόσο μικρόψυχοι που στο πρώτο σύμπτωμα πόνου θα ομολογήσουν εγκλήματα που δεν διέπραξαν ποτέ. Άλλοι είναι τόσο γενναίοι και δυνατοί ώστε υποφέρουν τα πλέον σκληρά βασανιστήρια»

Ο συγγραφέας δίδει περαιτέρω κατευθύνσεις:

«Αφού καθορισθεί το είδος των βασανιστηρίων και πριν τα εφαρμόσει ο δήμιος, ο ανακριτής πρέπει να κάνει συνεχείς προσπάθειες προκειμένου να πείσει τον κατηγορούμενο να ομολογήσει την αλήθεια. Οι δήμιοι και οι βοηθοί τους κατά την προετοιμασία πρέπει να επιδεικνύουν σημάδια λύπης και οίκτου, προκειμένου να επιτείνουν τον φόβο του και όταν αυτός είναι τελείως γυμνός οι εξεταστές πρέπει να τον προτρέπουν να ομολογήσει υποσχόμενοι να του χαρίσουν την ζωή, εφόσον δεν είναι υπότροπος»

Αργότερα μετά τον 16ο αιώνα, ο Καρδινάλιος Giovanni Caraffa, ζηλωτής της καθαρότητας του Καθολικισμού, ο οποίος αργότερα έγινε Πάπας, υιοθέτησε επίσης αυστηρή και σκληρή συμπεριφορά έναντι των αιρετικών. Το 1542, διορίστηκε από τον Πάπα Παύλο III διαχειριστής της Ιεράς Εξέτασης. Η βιογραφία του Caraffa αναφέρει τους ακόλουθους κανόνες που συνέταξε ο ίδιος:

«Πρώτον, όταν αμφισβητείται η πίστη δεν πρέπει να υπάρξει καθυστέρηση. Με την παραμικρή υποψία, θα πρέπει να ληφθούν αυστηρά μέτρα. Δεύτερον, δεν υπάρχει ευνοϊκή μεταχείριση στους αξιωματούχους, όσο υψηλή και αν είναι η θέση τους. Τρίτον, συνίσταται να τηρηθεί ακραία συμπεριφορά εναντίον εκείνων που προσπαθούν να προστατευθούν, θέτοντας τον εαυτό τους υπό την προστασία κάποιου ηγεμόνα και τέταρτον, ουδείς άνθρωπος πρέπει να χαλαρώνει τις αντιστάσεις του, δείχνοντας ανοχή προς τους πάσης φύσεως αιρετικούς»

Οι περισσότεροι κατηγορούμενοι ομολογούσαν προκειμένου να ξεφύγουν από την αγωνία και τα βασανιστήρια. Μόλις εκρίνοντο ένοχοι παρεδίδοντο στις αρχές για να καούν στην πυρά. Οι αρνούμενοι να ομολογήσουν κατά την πρώτη ακρόαση, προφυλακίζονταν για αρκετούς μήνες. Τα κελιά ήσαν υπόγεια, ώστε οι κραυγές του θύματος να μην ακούγονται στα υπόλοιπα τμήματα του κτιρίου. Σε ορισμένα κελιά, οι κρατούμενοι δένονταν μεταξύ τους, ή με αλυσίδες, ώστε να μην μπορούν να κινηθούν αναγκαζόμενοι να κοιμούνται όρθιοι ή στο έδαφος. Σε ορισμένες περιπτώσεις, δεν υπήρχε φως ή εξαερισμός, κρατούνταν πεινασμένοι και διατηρούντο απομονωμένοι στο σκοτάδι χωρίς να επιτρέπεται η επαφή με τον έξω κόσμο, μεταξύ των οποίων και η οικογένειά τους.

Το 1252, ο Πάπας Ιννοκέντιος IV ενέκρινε την δημιουργία των διαβόητων θαλάμων βασανιστηρίων της Ιεράς Εξέτασης και την δυνατότητα καταδίκης σε φυλάκιση, ή θάνατο των υπόπτων, χωρίς την συγκατάθεση των επισκόπων. Η αθώωση των κατηγορουμένων ήταν πλέον αδύνατη. Έτσι οι Εξεταστές ήσαν ελεύθεροι να εξαντλήσουν όλη τη σκληρότητα και αυστηρότητα που απαιτείτο προκειμένου να ομολογήσουν τα θύματά τους. Ντυμένοι στα μαύρα με κουκούλες μπορούσαν να αποσπάσουν ομολογίες από τον οποιονδήποτε. Η Ιερά Εξέταση εφηύρε κάθε δυνατή συσκευή η οποία μπορούσε να προκαλέσει πόνο, προκειμένου να εξυπηρετήσει τους σκοπούς της.

Ακόμα και η καταγγελία εις βάρος κάποιου και η κλήση από την Ιερά Εξέταση ήταν αρκετή για να προκαλέσει τρόμο στον γενναιότερο άνθρωπο. Όσοι διέβησαν τις πόρτες του μαρτυρίου και κατόρθωσαν να επιζήσουν, κατέληξαν σωματικά ακρωτηριασμένοι, ή διανοητικά διαταραγμένοι για πάντα. Εκείνοι που παρέμειναν φυλακισμένοι στα μπουντρούμια τρελάθηκαν, ή αυτοκτόνησαν, προκειμένου να λυτρωθούν από τα μαρτύρια.

Οι κατηγορούμενοι ήταν πρόθυμοι να ενοχοποιήσουν τον εαυτό τους για να ξεφύγουν από τη φρίκη, διότι όπως περιγράφει ο Henry Charles Lea, μία από τις προϋποθέσεις αποφυγής των κυρώσεων ήταν ότι εφόσον ομολογήσουν, μπορούσαν να αναφέρουν άλλους αιρετικούς και αποστάτες που γνώριζαν, ακόμη και φίλους γνωστούς, αλλά και αγαπητούς συγγενείς, γονείς, παιδιά, αδελφούς και αδελφές.

Εκείνες τις εποχές ο ιερέας, ήταν κάτι λιγότερο από Θεός, μια κατάρα από τα χείλη του ήταν συχνά περισσότερο τρομακτική από τα σωματικά βασανιστήρια. Προκειμένου να στοιχειοθετηθεί κατηγορία για έναν επίσκοπο απαιτούνταν 72 μάρτυρες – για διάκονο 27 μάρτυρες – για αξιωματούχο 7 μάρτυρες και για πολίτες αρκούσαν 2 μαρτυρίες.

Κατά τη διάρκεια της Εξέτασης οι κατηγορούμενοι δεν είχαν δικαίωμα σε νομική αρωγή, ή συμβουλή και στερούνταν του δικαιώματος να γνωρίσουν τα ονόματα των κατηγόρων τους. Δεν επιτρέπονταν μάρτυρες υπεράσπισης και δεν αναγνωρίζονταν ελαφρυντικά. Σε κάθε περίπτωση, αυτός που μιλούσε υπέρ του κατηγορουμένου συλλαμβάνετο ως συνεργός. Ουδέποτε κατηγορούμενος της Ιεράς Εξέτασης είδε τον κατήγορό του.

Ο Henry Charles Lea περιγράφει ότι γίνονταν δεκτές καταθέσεις ατόμων, τα οποία σε καμία άλλη δίκη θα γινόντουσαν δεκτοί ως μάρτυρες, όπως εγκληματίες, άλλοι αιρετικοί, ακόμη και ανήλικα παιδιά. Ο Ιεροεξεταστής Jean Bodin (1529-1596) συγγραφέας του De La Demonomanie des Sorciers (Δαιμονομανία των Μαγισσών) εκτιμούσε ιδιαίτερα τις μαρτυρίες παιδιών για την εκμαίευση ομολογιών. Τα παιδιά όμως, δεν αποτελούσαν εξαίρεση όταν επρόκειτο να κατηγορηθούν, ή βασανισθούν. Η δε «θεραπεία» των νεαρών μαγισσών ήταν ιδιαίτερα βίαιη.

Η υποψία και μόνο δικαιολογούσε βασανιστήρια. Μόλις ένα κορίτσι έκλεινε τα 9 ½ έτη και ένα αγόρι τα 10 ½ υπόκειντο σε έρευνα. Τα μικρότερα από αυτή την ηλικία παιδιά, υπήρχε πιθανότητα να βασανισθούν προκειμένου να αποσπασθούν μαρτυρίες για να χρησιμοποιηθούν εναντίον των γονέων τους. Ένας διάσημος Γάλλος δικαστής ήταν γνωστό ότι είχε μετανοιώσει που είχε δείξει επιείκεια, όταν αντί να κατηγορήσει τα παιδιά για μαγεία τα καταδίκασε μόνο να μαστιγωθούν, ενώ έβλεπαν τους γονείς τους να καίγονται.

Τα παιδιά των γονέων οι οποίοι σκοτώνονταν, ήσαν αναγκασμένα να επαιτούν στους δρόμους, ενώ ουδείς τολμούσε να τους δώσει τροφή ή καταφύγιο. Η υποψία ήταν αρκετή για να διώξει ακόμη και τους πιο κοντινούς συγγενείς και φίλους του άτυχου παιδιού. Ακόμη και η συμπάθεια προς αυτά ερμηνευόταν ως συμπάθεια προς την αίρεση τους.

Παπική Ιερά Εξέταση (1233)

Στο τέλος του 12ου αιώνα, οι αιρέσεις εξαπλώνονταν ταχύτατα στη Νότια Γαλλία. Προς τούτο στάλθηκαν στην περιοχή απεσταλμένοι του Πάπα Ιννοκέντιου ΙΙΙ με αποστολή να εντείνουν την αυστηρότητα των κατασταλτικών μέτρων κατά των Καθαρών (Χριστιανικό κίνημα του Μεσαίωνα, μέλη του οποίου εξακολουθούν να υπάρχουν μέχρι σήμερα σε διάφορες χώρες). Το 1200, ο Peter του Castelnau διορίζεται ιεροεξεταστής στη νότια Γαλλία. Οι αρμοδιότητες των Παπικών απεσταλμένων ενισχύονται ώστε να μην υπάρχουν προβλήματα από μη συμμορφούμενους επισκόπους. Επίσκοποι όπως ο Diego και ο Dominec έρχονται στο προσκήνιο.

Το 1207 ο κόμης Raymond της Τουλούζης αυτοκαθαιρείται, πριν ο Peter του Castelnau αποφασίσει να εξοντώσει τους αιρετικούς που είχε υπερασπισθεί. Ο Dominec εισηγείται σταυροφορία εναντίον των Αλβιγηνών. Οι Ιεροεξεταστές του Πάπα καταδίκασαν και τιμώρησαν επιβάλλοντας την θανατική ποινή στους υπερασπιστές των αιρετικών με τη σύμφωνη γνώμη των πολιτικών δυνάμεων.

Η Ιερά Εξέταση, επρόκειτο να καταστεί μόνιμος θεσμός στηριζόμενη στην δύναμη και την επιτυχία της Παπικής Λεγατινής Ιεράς Εξέτασης. Η 4η Σύνοδος του Λατερανού με πρόεδρο τον Πάπα Ιννοκέντιο ΙΙΙ έκανε τα πρώτα βήματα. Τα συνοδικά δικαστήρια απέκτησαν χαρακτήρα ανακριτικών δικαστηρίων. Οι Σύνοδοι πραγματοποιούνταν σε κάθε επαρχία σε ετήσια βάση και οι παραβιάσεις του Λατερανού κανόνα τιμωρούνταν αυστηρά. Οι καταδικασθέντες αφήνονταν στην δικαιοδοσία της κοσμικής εξουσίας και οι περιουσίες τους κατάσχονταν. Οι κοσμικές εξουσίες έπρεπε να νουθετούν και σε περίπτωση ανάγκης, να εξαντλούν τα όρια της εξουσίας τους, προκειμένου να εξοντώσουν όλους όσους είχαν επισημανθεί ως αιρετικοί από την εκκλησία.

Οποιαδήποτε άρνηση αξιωματούχου να καθαρίσει την επαρχία του από αιρέσεις είχε ως επακόλουθο τον αφορισμό του. Αν επέμενε, γινόταν καταγγελία στον Πάπα, ο οποίος του αφαιρούσε την εξουσία και κατόπιν έθετε την περιοχή υπό τον έλεγχο των Καθολικών, προκειμένου να εξοντώσουν τους αιρετικούς. Όσοι συμμετείχαν στην εκστρατεία για την εξόντωση των αιρετικών είχαν την ίδια μεταχείριση με τους Σταυροφόρους που πήγαν στους Αγίους Τόπους.

Το Συμβούλιο της Τουλούζης το 1229 ενέκρινε μια σειρά κανόνων οι οποίοι προσέδιδαν μόνιμο χαρακτήρα στην Ιερά Εξέταση, ως θεσμικό όργανο. Συγκεκριμένα καθιέρωσε – υπέδειξε τις διαδικασίες που χρησιμοποιούνταν για ανάκριση, καταδίκη και τιμωρία. Οι αιρετικοί στερούντο ιατρικής φροντίδας – τα σπίτια στα οποία κατοικούσαν ισοπεδώνονταν – έπρεπε να παραδοθούν στον επίσκοπο, ή τις τοπικές αρχές – η έκπτωση από τα δημόσια δικαιώματα γινόταν κατόπιν Παπικής έγκρισης. Όποιος επέτρεπε σε αιρετικό να παραμένει στην περιοχή του, ή τον προστάτευε κατ’ ελάχιστο, έχανε την περιουσία και το αξίωμά του (εφόσον κατείχε). Το τοπικό δικαστικό σώμα συμμετείχε στις έρευνες για τους αιρετικούς και οι μεν άνδρες από την ηλικία των 14 οι δε γυναίκες από την ηλικία 12 ετών έπρεπε να δώσουν όρκο τον οποίον ανανέωναν, κάθε δύο χρόνια, ότι θα ενημερώνουν τις αρχές σχετικά με τους αιρετικούς.

Αυτό κατέστησε κάθε άτομο άνω των ηλικιών αυτών, υποψήφιο «κυνηγό» με αποστολή να παρακολουθεί, να βασανίζει και να σκοτώνει. Επιπλέον τοπικά συμβούλια προστέθηκαν σε αυτούς τους κανονισμούς, πάντα προς την κατεύθυνση της αυστηρότητας. Η οργανική ανάπτυξη της Παπικής Ιεράς Εξέτασης προχώρησε γρήγορα. Διαπιστώθηκε ότι οι επίσκοποι, για διάφορους λόγους, δεν εφάρμοζαν πάντα τους σκληρούς κανόνες των συμβουλίων. Έτσι ο Πάπας Γρηγόριος IX, τον Αύγουστο του 1231, έθεσε την Ιερά Εξέταση υπό τον έλεγχο των Δομινικανών, για την υπεράσπιση της εκκλησίας κατά των αιρέσεων. Προς τούτο διορίστηκαν Δομινικανοί ανακριτές στην Αραγονία, την Γερμανία, την Αυστρία, την Λομβαρδία και στην Νότια Γαλλία.

Το χρονικό του ανακριτή Guilhem Pelhisso περιγράφει τα πιο τραγικά επεισόδια που διαδραματίζονταν στη Γαλλία επί έναν αιώνα. Οι Guillaume Arnaud, Peter Cella, Bernard of Caux, Jean de St Pierre, Nicholas of Abbeville, Foulques de St Georges, ήσαν οι επικεφαλής ανακριτές με απόλυτη δικαιοδοσία για την καταδίκη των αιρετικών σε θανάτωση δια πυράς.

Ένας από τους κορυφαίους ιεροεξεταστές της Γερμανίας ήταν ο Conrad του Marburg ο οποίος ήταν τέρας ψυχραιμίας, στενόμυαλος και λέγεται ότι η μισαλλοδοξία του άγγιζε την παραφροσύνη. Ο Conrad κλήθηκε από τον Πάπα Γρηγόριο ΙΧ «να μην τιμωρήσει το κακό, αλλά να βλάψει την αθωότητα με φόβο» και του δόθηκε πλήρης εξουσία χωρίς την υποχρέωση να ακούει τις περιπτώσεις, αλλά να εκδίδει απόφαση, η οποία ήταν οριστική χωρίς δυνατότητα έφεσης.

Ήταν εξουσιοδοτημένος να διοικεί τον κοσμικό βραχίονα, να αφορίζει προστάτες της αίρεσης και να θέτει απαγορεύσεις σε ολόκληρες περιοχές. Κατά τη θητεία του, ο ίδιος υποστήριξε ότι είχε αποκαλύψει εστίες «σατανιστών». Παρακινούμενοι από αυτό το παράδειγμα, πολλοί Δομινικανοί και Φραγκισκανοί ενώθηκαν με αυτόν και έγιναν πρόθυμοι βοηθοί του. Είχε επίσης καταδικάσει την «γάτα» με σκοπό να θεωρηθεί ως σύμβολο μαγείας. Χαρακτηριστικά κάποτε κατά τη διάρκεια της δίωξης των αιρέσεων στη Ρηνανία από τον Conrad, ένας καταδικασμένος, δεν καιγόταν στην πυρά παρά τις προσπάθειες από τους φανατισμένους δήμιους. Τότε ένας προνοητικός ιερέας έφερε στην πυρά καθαγιασμένα όστια. Αυτά αμέσως διέλυσαν τα ξόρκια της μαγείας και ο άτυχος αιρετικός μετατράπηκε σε στάχτη.

Άλλοι διάσημοι ιεροεξεταστές ήσαν ο Peter στην Βερόνα, ο Robert ο Βούλγαρος στη βορειοανατολική Γαλλία, και ο Bernardus Guidonis στην Τουλούζη. Ο Γκουιντονί θεωρούνταν ο πιο έμπειρος ιεροεξεταστής έχοντας καταδικάσει 900 περίπου αιρετικούς, με καταγεγραμμένες θανατικές καταδίκες, 89 ατόμων εντός 15 ετών. Η περιουσία τους όχι μόνο κατασχόταν και οι κληρονόμοι τους έχαναν κάθε δικαίωμα διεκδίκησης, αλλά υφίσταντο περαιτέρω ποινές. Στα βόρεια της Γαλλίας η Ιερά Εξέταση σημαδεύτηκε από μία σειρά ζοφερών γεγονότων. Ο Ροβέρδος της Μπουγκρ, πέρασε έξι χρόνια, περνώντας μέσα από τη Νιβέρν, τη Βουργουνδία, τη Φλαμανδία και τη Σαμπαίϊν, καίγοντας στη πυρά άτυχους που τους καταδίκαζε χωρίς ετυμηγορίες.

Ισπανική Ιερά Εξέταση (1478-1834)

Το 1478 με την έγκριση του Πάπα Σίξτου IV, καθιερώθηκε η Ισπανική Ιερά Εξέταση η οποία ήταν ουσιαστικά αναπροσαρμογή και επέκταση ενός αρχαίου δικαστηρίου που υπήρχε από τον 13ο αιώνα κυρίως για να ανακαλύπτει και να εξοντώνει Εβραίους και Μουσουλμάνους οι οποίοι ασκούσαν κρυφά τα θρησκευτικά τους καθήκοντα.

Η λειτουργία αυτού του «αγίου γραφείου» εξασθένησε και αποδεκάτισε κατά πολύ τον πληθυσμό της Ισπανίας. Θεωρείται η πιο θανατηφόρα και διαβόητη Ιερά Εξέταση, καθώς πρώτα από όλα, ήταν η πιο οργανωμένη και δεύτερον, ήταν πολύ πιο επιρρεπής και ανοικτή στην θανατική ποινή από την Παπική Ιερά Εξέταση. Το άγιο γραφείο καλύφθηκε με μυστικότητα, χωρίς δισταγμό κρατούσε κρυφά, παραποιούσε, απέκρυπτε και πλαστογραφούσε αναφορές από χιλιάδες δίκες.

Οι δύο πρώτοι Ιεροεξεταστές της περιφέρειας της Σεβίλλης διορίστηκαν από τον βασιλέα Φερδινάνδο και την βασίλισσα Ισαβέλλα με σκοπό να συγκεντρώσουν τους πλουσιότερους αιρετικούς. Ο λόγος που έγινε αυτό ήταν πως η περιουσία των κατηγορουμένων διανεμόταν σε ίσα μέρη ανάμεσα στον Καθολικό θρόνο και τους Δομινικανούς.

Η Καθολική Ισπανική κυβέρνηση πλήρωνε επίσης άμεσα τα έξοδα και λάμβανε το καθαρό κέρδος κατευθείαν από τους κατηγορούμενους. Σύμφωνα με τον αστικό κώδικα, στους ανθρώπους που καταδικάζονταν για θρησκευτική προδοσία τους επιβάλλονταν θανατική ποινή και τα αγαθά τους κατάσχονταν ενώ η Καθολική Εκκλησία κέρδιζε από τις περιουσίες τους. Τοποθετήθηκαν επιπλέον Ιεροεξεταστές, ανάμεσα τους ο Τόμας Τορκεμάδα, που την επόμενη χρονιά διορίστηκε Γενικός Ιεροεξεταστής ολόκληρης της Ισπανίας.

Ο Τορκεμάδα, του οποίου καθήκον ήταν να οργανώσει τους κανόνες των διαδικασιών της Ιεράς Εξέτασης στις Σεβίλλη, Καστίλλη και Αραγονία, πίστευε πως η τιμωρία των αιρετικών ήταν ο μόνος τρόπος να επιτευχθεί πολιτική και θρησκευτική ενότητα στην Ισπανία. Όσοι αρνούνταν να ασπαστούν τον Καθολικισμό οδηγούνταν στην πυρά και καιγόταν ζωντανοί σε μια Καθολική διαδικασία και τελετή γνωστή ως «auto da fe» (πράξη πίστης).

Ρωμαϊκή Ιερά Εξέταση (1542-1700)

Στις αρχές του 16ου και 17ου αιώνα η Καθολική Εκκλησία υπέστη ανασχηματισμό ο οποίος περιελάμβανε δύο ενέργειες:
– Αμυντική αντίδραση κατά της Μεταρρύθμισης, μιας κίνησης που ξεκίνησε από τον Μαρτίνο Λούθηρο το 1517 και δημιούργησε τον Προτεσταντισμό.
– Αναμόρφωση του Καθολικισμού βάσει της οποίας οι Προτεστάντες ήσαν πολέμιοι των Καθολικών.

Η Ρωμαϊκή Καθολική Εκκλησία συγκάλεσε το συμβούλιο της Τρεντ ως πράξη άμυνας στον Προτεσταντισμό. Το 1542, ο Πάπας Παύλος ΙΙΙ (1534-49) όρισε το Άγιο Γραφείο ως το υπέρτατο δικαστήριο σε δίκες που αφορούσαν αιρέσεις. Η Εκκλησία επίσης εξέδωσε κατάλογο απαγορευμένων βιβλίων. Τα αιρετικά βιβλία πέρασαν στη παρανομία και προς τούτο γινόταν έρευνα κατ’ οίκον. Κάθε βιβλίο που βρισκόταν εξεταζόταν λεπτομερώς προκειμένου να βρεθεί κάποιο εδάφιο που μπορούσε να ερμηνευθεί ως αντίθετο στις αρχές ή τα συμφέροντα της Καθολικής πίστης.

Ο μη κληρικός βοηθός δεν επιτρεπόταν να μάθει να διαβάζει ή να γράφει χωρίς άδεια. Ουδείς κατώτερος σε βαθμό μπορούσε να επηρεάσει κάποιον ανώτερο. Η εκκλησία χρησιμοποίησε αυτόν τον κανόνα ως μέσο ελέγχου των υφισταμένων της.

Η λογοκρισία των βιβλίων είχε τρεις μορφές:
– Πλήρη καταδίκη και καταστροφή.
– Αφαίρεση συγκεκριμένων αμφισβητούμενων εδαφίων ή παραγράφων.
– Διόρθωση παραγράφων ή διαγραφή συγκεκριμένων λέξεων.

Κάθε χρόνο εκδιδόταν κατάλογος των βιβλίων που ενέπιπταν σε έναν από τους παραπάνω τρόπους λογοκρισίας και μετά την έκδοση όποιος βρισκόταν να έχει στην κατοχή του απαγορευμένο, ή μη λογοκριμένο, ή μη διορθωμένο αντίτυπο, κρινόταν ένοχος και υπόκειτο σε αυστηρές τιμωρίες. Ο συγγραφέας και ο εκδότης τέτοιου βιβλίου συνήθως περνούσαν το υπόλοιπο της ζωής τους στα μπουντρούμια της Ιεράς Εξέτασης. Ο τελικός σκοπός ήταν να εξαλειφθούν οι επιρροές του Προτεσταντισμού στην Ευρώπη.

Αρκετοί πόλεμοι ξεκίνησαν ως αποτέλεσμα της θρησκευτικής διαμάχης, καθώς οι Καθολικές κυβερνήσεις προσπάθησαν να σταματήσουν την εξάπλωση του Προτεσταντισμού στην χώρα. Αυτές οι προσπάθειες εξάπλωσης οδήγησαν σε εμφύλιο πόλεμο στην Γαλλία από το 1562 ως το 1598 και σε εξέγερση στις Κάτω Χώρες στα έτη 1565 ως 1648. Η θρησκεία ήταν η κύρια αιτία πολέμου μεταξύ της Ισπανίας και της Αγγλίας από το 1585 ως το 1604.

Ήταν επίσης η αιτία του Τριακονταετούς Πολέμου από το 1618 ως 1648 που επικεντρώθηκε στη Γερμανία στον οποίο τελικά συμμετείχαν όλα τα μεγάλα έθνη της Ευρώπης και ο οποίος είχε ως αποτέλεσμα να μειωθεί ο πληθυσμός στο ήμισυ. Η εκτίμηση του αριθμού των θανάτων κατά τη διάρκεια των Ιερών Εξετάσεων κυμαίνεται σε παγκόσμια κλίμακα από 600.000 μέχρι εκατομμύρια και καλύπτει διάρκεια περίπου έξι αιώνων.

Ο Βίκτωρ Ουγκώ υπολόγισε τα θύματα της Ιεράς Εξέτασης σε πέντε εκατομμύρια, όπως λέγεται και σαφώς ο αριθμός είναι μεγαλύτερος αν λάβουμε υπ’ όψιν, τις/τους συζύγους, τους γονείς και παιδιά, τα αδέρφια και άλλους συγγενείς αυτών που βασανίστηκαν και σφαγιάστηκαν από τον θεσμό. Σε αυτά τα εκατομμύρια θα πρέπει να προστεθούν και άλλοι που σκοτώθηκαν σε πολέμους οι οποίοι προσπαθούσαν να επιβάλλουν την Ιερά Εξέταση σε κατοίκους διαφόρων χωρών, όπως οι Κάτω Χώρες και η Γερμανία.

Τα βασανιστήρια

«Ο φόβος είναι η βάση των πάντων – φόβος του αγνώστου, φόβος της ήττας, φόβος του θανάτου. Ο φόβος είναι ο γονέας της σκληρότητας και γι’ αυτό δεν είναι παράξενο που σκληρότητα και θρησκεία έχουν βαδίσει πλάι – πλάι» Μπερτράντ Ρουσέλ

Μεσαιωνικές Μηχανές Βασανιστηρίων

Φτάνοντας στο απόγειο τους τον 12ο αιώνα, τα βασανιστήρια χρησιμοποιήθηκαν σε μεγάλες υποθέσεις καθώς και εναντίον υποτιθέμενων αιρετικών. Από τα μέσα του 14ου αιώνα μέχρι το τέλος του 18ου τα βασανιστήρια αποτελούσαν κοινή και καθιερωμένη νομική διαδικασία των περισσοτέρων Ευρωπαϊκών κρατών σε περιπτώσεις αιρέσεων. Οι πιο συνήθεις τεχνικές βασανιστηρίων ήταν το κάψιμο, ο ξυλοδαρμός και η ασφυξία, όμως παρακάτω αναφέρονται ορισμένες από τις πλέον εξωφρενικές και αποτρόπαιες τεχνικές.

Το ράφι

Το ράφι ήταν σύνηθες όργανο βασανιστηρίων κατά των Μεσαίωνα και δημοφιλές μέσον απόσπασης ομολογιών. Το θύμα δενόταν σε σανίδα από τους καρπούς και τους αστράγαλους, ενώ κύλινδροι σε κάθε άκρη στρέφονταν τεντώνοντας το σώμα σε αντίθετες κατευθύνσεις μέχρι να υποστούν ρήξη όλες οι αρθρώσεις. Σύμφωνα με τον Puigblanch στην Ιστορία της Ιεράς Εξέτασης του Μέισον:

«Με αυτόν τον τρόπο το θύμα υφίσταντο οκτώ ισχυρές συσπάσεις στα άκρα του, δύο στα χέρια πάνω και κάτω από τους αγκώνες, δύο στους μηρούς και άλλες δύο χαμηλά στα πόδια»

Έτσι δεμένος ο αιρετικός μπορούσε να υποβληθεί και σε επιπλέον βασανιστήρια μέχρι να παραδεχθεί την πίστη του. Ο τροχός χρησιμοποιήθηκε εκτεταμένα κατά τη διάρκεια της Ισπανικής Ιεράς Εξέτασης. Άλλες μέθοδοι βασανισμού περιλάμβαναν το δέσιμο του κρατουμένου από τη πλάτη σε μία ράβδωση του τραπεζιού. Από πάνω του βρισκόταν ένα τεράστιο εκκρεμές, η άκρη του οποίου ήταν αιχμηρή και το εκκρεμές επιμηκυνόταν σε κάθε ταλάντωση. Το θύμα έβλεπε την αιχμή να ταλαντώνεται σε μικρή απόσταση από τα μάτια του. Κάποια στιγμή όταν η αιχμή πλησίαζε αρκετά, άρχιζε να κόβει το δέρμα συνεχίζοντας όλο και βαθύτερα μέχρι να τερματιστεί η ζωή του θύματος.

Το σκαρί

Το θύμα τοποθετείτο με τα πόδια εγκλωβισμένα στο ύψος των αστραγάλων σε δύο ξύλινες σανίδες Με τα πόδια των θυμάτων στο σκαρί, δύο ξύλα συσφιγμένα μεταξύ τους και στα δύο τους πόδια πάνω από τους αστραγάλους. Κατόπιν εφαρμοζόταν στα πέλματα φλεγόμενο μαγκάλι αφού πρώτα είχαν αλειφθεί με λαρδί και αυτά στην αρχή γέμιζαν φουσκάλες και μετά ψήνονταν. Στα μεσοδιαστήματα του βασανισμού, μία σανίδα έμπαινε ανάμεσα στη φωτιά και τα πόδια η οποία αφαιρούνταν μόλις τα θύματα δεν υπάκουγαν τις εντολές να ομολογήσουν την ενοχή τους για την οποία είχαν κατηγορηθεί. Αυτό το βασανιστήριο ήταν πιο επώδυνο, αλλά λιγότερο θανατηφόρο από τον τροχό και εφαρμοζόταν όταν το θύμα βασανισμού ήταν γυναίκα. Ήταν προτιμητέο επίσης όταν έπρεπε να πειστούν παιδιά να καταθέσουν κατά των γονιών τους. Ελαφρύτερα βασανιστήρια ήταν το δέσιμο ενός κομματιού σίδερου σε ένα άκρο και η τοποθέτηση ενός συστροφέα για να ωθείται μέσα στη σάρκα, ή η πίεση των δακτύλων με ράβδους, ή η αφαίρεση ενός νυχιού από τα δάκτυλα του χεριού ή του ποδιού, όλα χρησιμοποιούμενα κατά ανθρώπων που δεν είχαν την ψυχική δύναμη να αντέξουν τα προηγούμενα βασανιστήρια.

Υδάτινο βασανιστήριο

Τα ρουθούνια του θύματος έκλειναν και οκτώ τέταρτα του γαλονιού (λίτρα) ριχνόταν στον φάρυγγα του θύματος μέσω ενός χωνιού. Χρησιμοποιούταν και άλλες τεχνικές, συμπεριλαμβανομένης της βίαιης εισδοχής ενός υφάσματος στον φάρυγγα κατά τη διάρκεια ρίψης νερού, που έκανε το αντανακλαστικό της κατάποσης να το φέρνει όλο και πιο κοντά στο στομάχι παράγοντας όλες της αγωνίες της ασφυξίας μέσω πνιγμού μέχρι το θύμα να χάσει τις αισθήσεις του. Σε μερικές περιπτώσεις, αντί για νερό, το βασανιστήριο διεξαγόταν με βραστό νερό ή ξύδι. Ο θάνατος συνέβαινε λόγω τεντώματος ή σκίσιμο του στομαχιού. Μία από τις πολλές καταγεγραμμένες υποθέσεις της Ιεράς Εξέτασης ήταν το 1598 που αφορούσε έναν συλληφθέντα άντρα που είχε κατηγορηθεί ως «λυκάνθρωπος» και πως είχε «καταληφθεί από δαίμονα» όσο βρισκόταν στη φυλακή. Η επίσημη αναφορά δηλώνει πως ήταν τόσο διψασμένος που ήπιε ένα τεράστιο δοχείο νερό και έτσι η κοιλιά του διογκώθηκε και μετά πέθανε.

Το πηρούνι των αιρετικών

Το όργανο αυτό αποτελούταν από δύο μικρά πιρούνια τοποθετημένα το ένα απέναντι από το άλλο, με τις τέσσερεις αιχμές τους χωμένες μέσα στη σάρκα, κάτω από το σαγόνι και πάνω από το στήθος, με τα χέρια δεμένα γερά πίσω από την πλάτη. Ένα μικρό κολάρο υποστήριζε το όργανο με τέτοιο τρόπο που τα θύματα συνήθως ήταν αναγκασμένα να κρατούν τα κεφάλια τους ανασηκωμένα, εμποδίζοντας κάθε κίνηση. Τα πιρούνια δεν τρυπούσαν ζωτικά σημεία, επιμηκύνοντας έτσι το βασανιστήριο και ο θάνατος σχεδόν πάντα αποφεύγονταν. Τα δόντια των πιρουνιών σε κάθε άκρο καθιστούσαν αδύνατη οποιαδήποτε ομιλία ή κίνηση των ατόμων. Το πιρούνι των Αιρετικών ήταν πολύ διαδεδομένο κατά την κορύφωση της Ισπανικής Ιεράς Εξέτασης.

Το αχλάδι

Το αχλάδι ήταν μια μηχανή βασανιστηρίων που χρησιμοποιούνταν σε γυναίκες. Η μηχανή εισερχόταν στον κόλπο ή στο στόμα του θύματος και μετά διογκωνόταν μέσω κοχλία επιτυγχάνοντας το μέγιστο δυνατό άνοιγμα της κοιλότητας των θυμάτων. Η κοιλότητα διεσπάτο ανεπανόρθωτα, σχεδόν θανάσιμα, σκίζοντας τους ιστούς, την σάρκα και τις μεμβράνες. Η συσκευή χρησιμοποιήθηκε εκτεταμένα κατά της διάρκεια της Ισπανικής Ιεράς Εξέτασης για την απόσπαση ομολογιών από γυναίκες που είχαν κατηγορηθεί για μαγεία.

Η μεταλλική μάσκα

Η Μεταλλική Μάσκα, πολλές φορές αποκαλούμενη Χαλινάρι της Ντάμας ή Χαλινάρι Επίπληξης, αποτελείτο από μία μεταλλική μάσκα προσώπου και φίμωτρο με καρφιά και τοποθετούνταν στις συζύγους μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα. Πολλοί κληρικοί υποστήριζαν το δικαίωμα των αντρών να μεταχειρίζονται έτσι τις συζύγους τους και να χρησιμοποιούν «σωτήριους περιορισμούς σε περίπτωση κακής συμπεριφοράς» χωρίς τη παρέμβαση που κάποια δικαστικά αρχεία του 1824 αναφέρουν ως «κακόβουλες διώξεις». Γενικά το μόνο που χρειαζόταν ένας σύζυγος ήταν να κατηγορήσει την γυναίκα του πως διαφωνεί με τις αποφάσεις του και η Μεταλλική Μάσκα μπορούσε να τοποθετηθεί. Το υποκείμενο τότε παρέλαυνε στους δρόμους ή δενόταν στο σταυροδρόμι της αγοράς για δημόσια διαπόμπευση.

Τροχός

Ο Τροχός ήταν μία από τις δημοφιλέστερες και ύπουλες μεθόδους βασανισμού και εκτέλεσης. Ένας γιγάντιος τροχός από καρφιά κυλούσε μπροστά προκαλώντας έτσι τον πιο αγωνιώδη και βασανιστικό θάνατο. Άλλες παραλλαγές περιλάμβαναν τον «πλεγμένο» τροχό, όπου το θύμα δενόταν σε αποβάθρα ή πλατφόρμα. Τα άκρα του άνοιγαν διάπλατα και δενόταν με σιδερένιους κρίκους στο έδαφος. Κομμάτια ξύλο τοποθετούνταν στις κύριες αρθρώσεις, καρπούς, αστράγαλους, γόνατα, ισχία, και αγκώνες. Ο εκτελεστής τότε έσπαζε κάθε άρθρωση με τη σιδερένια επικάλυψη της άκρης του Τροχού, αποφεύγοντας τα θανάσιμα κτυπήματα, ώστε να επιφέρει στο θύμα έναν επίπονο θάνατο.

Μαστεκτομέας

Το όνομα αυτής της συσκευής μιλά από μόνο του. Οι γυναίκες που κατηγορούνταν για αίρεση, βλασφημία, απιστία και μαγεία, ένιωθαν τις συνέπειες της συσκευής, καθώς αυτή απέκοπτε τον μαστό από το στήθος τους. Η συσκευή χρησιμοποιήθηκε εκτεταμένα κατά τη σφαγή των Δανών.

Κρεμαστά Κλουβιά

Αυτά τα κλουβιά κρέμονταν συνήθως σε δημαρχεία και παλάτια αρχόντων. Βρισκόταν επίσης κοντά σε δικαστήρια και σε Καθεδρικούς ναούς (sic). Το θύμα, γυμνό και εκτεθειμένο, έσβηνε αργά από πείνα και δίψα. Τα καιρικά φαινόμενα βοηθούσαν στον θάνατο του θύματος, από θερμοπληξία και εγκαύματα το καλοκαίρι και κρύο τον χειμώνα. Τα θύματα και τα πτώματα συνήθως ακρωτηριάζονταν πριν τοποθετηθούν στα κλουβιά για να αποτελέσουν χαρακτηριστικό παράδειγμα τιμωρίας. Τα πτώματα έμεναν στα κλουβιά μέχρι κυριολεκτικά να σαπίσουν.

Κολάρο στραγγαλισμού

Αρχικά το Κολάρο ήταν απλώς κρέμασμα με διαφορετική ονομασία. Όμως, κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, οι εκτελεστές άρχισαν να βελτιώνουν την χρήση του σχοινιού μέχρι που αποτέλεσε ισάξιο φόβητρο όπως και όλες οι άλλες σοβαρές τιμωρίες. Στην αρχή οι εκτελεστές χρησιμοποίησαν το Κολάρο για να τερματίσουν τα δεινά των αιρετικών που είχαν συνθλιβεί στον Τροχό, αλλά στις αρχές του 18ου αιώνα χρησιμοποιήθηκε ως μέθοδος αργού στραγγαλισμού. Στην αρχή τα κολάρα δεν ήταν τίποτε περισσότερο από όρθια δοκάρια με μια οπή. Το θύμα στεκόταν ή καθόταν μπροστά στο δοκάρι ενώπιον πλήθους που επευφημούσε και ένα σχοινί δενόταν γύρω από τον λαιμό του. Οι άκρες των κορδονιών περνούσαν μέσα από την τρύπα του δοκαριού. Ο εκτελεστής τότε τραβούσε και τις δύο άκρες, ή τις έστρεφε σαν τουρνικέ στραγγαλίζοντας σιγά σιγά το θύμα. Αργότερα έγιναν τροποποιήσεις που περιελάμβαναν ένα καρφί τοποθετημένο στο ξύλινο πλαίσιο πίσω από τον λαιμό του θύματος, σπάζοντας τους σπονδύλους καθώς το σχοινί έσφιγγε.

Κεφαλοθραύστης

Με το σαγόνι του θύματος τοποθετημένο σε σανίδα, μια βίδα έσπρωχνε την εσοχή κάτω προς το κρανίο του θύματος. Τα δόντια του θύματος θρυμματίζονταν και οι κόγχες των ματιών έλιωναν τα γύρω κόκκαλα. Τα μάτια συμπιεζόταν έξω από τις κόγχες τους και ο εγκέφαλος έξω από το σπασμένο σε κομμάτια κρανίο. Αυτή η συσκευή, παρόλο που δεν χρησιμοποιείται για εκτέλεση θανατικής ποινής, είναι ακόμη σε χρήση ως ανακριτική μέθοδος. Ήταν σχεδιασμένη να επιφέρει μέγιστη αγωνία και σοκ, αφήνοντας το θύμα στην αρπάγη για ώρες. Άλλες μέθοδοι συμπεριλάμβαναν μια βίδα στο κεφάλι που τοποθετούνταν γύρο από το μέτωπο και συσφίγγονταν. Οι κατηγορούμενοι παραφρονούσαν τόσο από τον τρομερό πανικό τους να συνθλιβεί το κεφάλι τους που ομολογούσαν σε οποιαδήποτε κατηγορία.

Κάψιμο στην Πυρά (auto da fe=πράξη πίστης)

Ο Ιεροεξεταστής καταδίκαζε τον αιρετικό, ή την μάγισσα σε θάνατο με κάψιμο στην πυρά παρουσία κοινού. Από τον προβληματισμό σχετικά με τις εν λόγω πράξεις και το γεγονός ότι ήσαν νόμιμες, μπορεί κάποιος να αντιληφθεί τον τρόπο με τον οποίο ο Τόμας Χόμπς (Άγγλος φιλόσοφος) κατέληξε στα συμπεράσματά του σχετικά με την ανθρώπινη φύση.

«Αν ο άνθρωπος είναι ικανός για τόση βία και απανθρωπιά σε κατάσταση πολιτισμού, για τι θα ήταν ικανός αν δεν υπήρχαν νόμοι και δεν υπήρχε οργανωμένη κοινωνία;»

Σιδηρά παρθένα (Παρθένα της Νυρεμβέργης)

Η Σιδερένια Παρθένα ή Παρθένα της Νυρεμβέργης ήταν δοχείο σε μέγεθος φέρετρου με αναδιπλούμενες πόρτες όπου στο εσωτερικό των θυρών υπήρχαν αιχμηρά καρφιά. Καθώς ο αιχμάλωτος κλεινόταν μέσα, τα καρφιά εισχωρούσαν στο σώμα του. Τα εν λόγω καρφιά δεν ήσαν σχεδιασμένα να επιφέρουν ακαριαίο θάνατο και έτσι το θύμα αφηνόταν να ξεψυχήσει με φρικτούς πόνους. Κάποια μοντέλα της μηχανής περιλάμβαναν δύο καρφιά που έμπαιναν στα μάτια προκαλώντας τύφλωση. Μία από αυτές τις μηχανές παρουσιάστηκε το 1892.

Μηχανή δεσίματος (Strappado)

Μία από τις πιο συνηθισμένες τεχνικές βασανισμού. Το μόνο που χρειαζόταν για να στηθεί η μηχανή ήταν μία ανθεκτική δοκός και ένα σχοινί. Οι καρποί του θύματος δενόταν πίσω από τη πλάτη και το σχοινί πεταγόταν πάνω από τη δοκό. Το θύμα αφηνόταν επανειλημμένα να πέσει από ύψος μέχρι τα χέρια και οι ώμοι του να εξαρθρωθούν. Την εν λόγω τιμωρία επέβαλε το Μυστικό Δικαστήριο μέχρι το 1820.

Οι μπότες

Επίσης γνωστές και ως bootikens… Τα πόδια του θύματος τοποθετούνταν συνήθως μεταξύ δύο σανίδων ξύλου και δενόταν μεταξύ τους με κορδόνια και σφήνες. Ο βασανιστής τότε χρησιμοποιούσε ένα τεράστιο βαρύ σφυρί για να κτυπάει τις σφήνες, φέρνοντας έτσι κοντά την μία στην άλλη.

Το λίκνο του Ιούδα

Το θύμα ξεγυμνωνόταν, υψωνόταν και κρεμόταν πάνω σε μυτερή πυραμίδα με σιδερένιες ζώνες. Τα πόδια του τεντωνόταν μπροστά ή οι αστράγαλοι του έπεφταν προς τα κάτω από το βάρος. Ο βασανιστής τότε έριχνε τον κατηγορούμενο επάνω στην πυραμίδα διατρυπώντας και τα δύο ανοίγματα. Με τους μύες τους σε σύσπαση, οι κατηγορούμενοι δεν μπορούσαν να χαλαρώσουν και να αποκοιμηθούν.

Η γκιλοτίνα

Η Γκιλοτίνα θεσπίστηκε ως επίσημο μέσο εκτέλεσης στην Γαλλία το 1792 κατά τη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης. Η συσκευή ονομάστηκε έτσι από τον Ιωσήφ Ιγνάτιο Γκιλοτίνο (1734-1814) μέλος της Επαναστατικής επιτροπής. Θεωρούσε την συσκευή ως έναν γρήγορο και ελεήμονα τρόπο εκτέλεσης. Η γκιλοτίνα αποτελούνταν από δύο δοκάρια ενωμένα με μια τραβέρσα στην κορυφή. Μια βαριά ατσάλινη λεπίδα με κοφτερή άκρη έμπαινε σε αυλάκια στα ξύλα και ένα σχοινί κρατούσε την λεπίδα στην θέση της. Όταν ο εκτελεστής έκοβε το σχοινί, η λεπίδα έπεφτε και έκοβε το κεφάλι του θύματος. Ήταν σε χρήση μέχρι το 1981, οπότε η Γαλλία κατήργησε την θανατική ποινή και έπαυσε η χρήση της γκιλοτίνας. Η οικογένεια Γκιλοτίν αναγκάστηκε αργότερα να αλλάξει το επώνυμο της ως αποτέλεσμα αυτής της εφεύρεσης.

Οι διώξεις μαγισσών

Ο όρος μάγισσα (αγγλικά witch) προέρχεται από την αρχαία Αγγλική λέξη wicca από την Γερμανική ρίζα wic, που σημαίνει σκύβω ή γυρνάω. Περιπτώσεις μαγείας εντοπίζονται στην αρχαιότητα, από τη Μήδεια που επιστράτευσε τις δυνάμεις της για να βοηθήσει τον Ιάσωνα να πάρει το Χρυσόμαλλο Δέρας, μέχρι την μάγισσα του Ένδορ στην Παλαιά Διαθήκη την οποία συμβουλευόταν ο βασιλιάς Σαούλ. Η μεγαλύτερη δικαιολογία της δίωξης των μαγισσών στην Ευρώπη αργότερα βασίστηκε σε βιβλικές αντιλήψεις και αποδόσεις όπως :

«Δεν θα υποφέρεις αν αφήσεις μια μάγισσα να ζει;» (Έξοδος 22.18)
ή
«αυτά τα οποία οι μη Εβραίοι θυσιάζουν στους δαίμονες και όχι στον Θεό έτσι και εγώ δεν θέλω και δεν πρόκειται να έχω τέτοια σχέση με τους δαίμονες» (1 Προς Κορινθίους 10:20)

Αυτές οι αποδόσεις από τον 8ο αιώνα και εντεύθεν, συσχέτισαν την μαγεία με την αποστασία, ξεκινώντας εκτεταμένες βίαιες εκστρατείες για να παταχθεί η εξάπλωσή της.

Στο έργο «Σκοτεινή Πλευρά της Χριστιανικής Ιστορίας», η Έλεν Ελέρμπ παρέχει μια βάση δεδομένων μιας περιόδου 300 χρόνων κυνηγιού μαγισσών από τον 15ο μέχρι τον 18ο αιώνα, την οποία ο R.H. Ρόμπινς ονομάζει «ο σοκαριστικός εφιάλτης, το χειρότερο έγκλημα και η βαθύτερη ντροπή του δυτικού πολιτισμού». Η Εκκλησία δημιούργησε μια λεπτομερή αντίληψη της λατρείας του διαβόλου και μετά χρησιμοποίησε διωγμούς για να εξαλείψει την αντιγνωμία, να υποτάξει τους ανεξάρτητους σε απολυταρχικό έλεγχο και να δυσφημίσει τις γυναίκες.

Τον 2ο αιώνα ο Άγιος Κλημέντιος της Αλεξάνδρειας έγραφε:

«Κάθε γυναίκα θα πρέπει να είναι γεμάτη ντροπή με τη σκέψη πως είναι γυναίκα»

Ο φιλόσοφος του 6ου αιώνα, Βοέθιους, έγραψε στην Παρηγοριά της Φιλοσοφίας:

«Η γυναίκα είναι ένας ναός κτισμένος επάνω σε βόθρο»

Οι επίσκοποι του Συμβουλίου του Μακόν τον 6ο αιώνα ψήφισαν αν οι γυναίκες είχαν ψυχή. Τον 10ο αιώνα ο Όντο του Κλούνι διακήρυξε:

«Το να αγκαλιάζεις μια γυναίκα είναι σαν να αγκαλιάζεις ένα τσουβάλι κοπριά…»

Τον 13ο αιώνα ο άγιος Θωμάς Ακουίνας εκτιμούσε πως ο Θεός είχε κάνει λάθος όταν δημιούργησε την γυναίκα:

«Τίποτε ελαττωματικό ή σκάρτο δεν έπρεπε να είχε δημιουργηθεί στον πρώτο καθορισμό του κόσμου, έτσι οι γυναίκες δεν θα είχαν δημιουργηθεί τότε»

Οι Ιεροεξεταστές που έγραψαν το Malleus Maleficarum, εξήγησαν πως είναι πιθανότερο οι γυναίκες να γίνουν μάγισσες, παρά οι άντρες, διότι το θηλυκό φύλο ενδιαφέρεται περισσότερο για θέματα της σάρκας από τους άντρες. Έχοντας δημιουργηθεί από το πλευρό του άντρα, είναι απλώς ατελή ζώα και ανέντιμα, ενώ οι άντρας ανήκει στο προνομιούχο φύλο από το οποίο προήλθε ο Χριστός. Ο βασιλιάς Τζέιμς Α’ υπολόγισε πως η αναλογία γυναικών και αντρών που εξασκούσαν μαγεία ήταν είκοσι προς ένα. Από τους ανθρώπους που επίσημα κατηγορούνταν για μαγεία, περίπου το 80 με 90 τις εκατό ήταν γυναίκες. Οι διωγμοί της μαγείας επέτρεψαν στην εκκλησία να αυξήσει τα οικονομικά οφέλη της Ιεράς Εξέτασης. Η Ιερά Εξέταση είχε καταστρέψει οικονομικά ολόκληρες περιοχές σε τέτοιο σημείο, ώστε ο ιεροεξεταστής Ευμέρικος παραπονείτο:

«Στις μέρες μας δεν υπάρχουν πλέον πλούσιοι αιρετικοί… είναι κρίμα που μία Ιερά Εξέταση τόσο ευπρόσδεκτη όσο η δική μας, έχει τόσο αβέβαιο μέλλον»

Η συγγραφέας Barbara Walker σημειώνει:

«Τα θύματα χρεώνονταν τα σχοινιά που δένονταν, ακόμη και τα ξύλα που τους έκαιγαν. Κάθε διαδικασία βασανιστηρίου είχε και το κόστος της. Μετά την εκτέλεση μιας πλούσια μάγισσας, οι κρατικοί λειτουργοί συνήθως έκαναν ένα πλούσιο γεύμα με έξοδα της περιουσίας του θύματος»

Κονδυλώματα, φακίδες και σημάδια από γέννα θεωρούνταν σημάδια άνομης σχέσης με τον Σατανά. Αν μια γυναίκα δεν παρουσίαζε ενδείξεις μάγισσας, η ενοχή μπορούσε να στοιχειοθετηθεί με μεθόδους όπως τρύπημα των ματιών με βελόνες. Η ομολογία τότε αποσπάτο με τις επαχθείς μεθόδους βασανιστηρίων που ήδη αναπτύχθηκαν.

«Αηδιάζω όταν ομολογούν χωρίς βασανιστήρια» έγραψε ο βασιλιάς Τζέιμς Α’ στην Δαιμονολογία.

Η μάγισσα οδηγούνταν στην πυρά, εκτός αν πέθαινε στα βασανιστήρια. Εφόσον πολλές εκτελέσεις με κάψιμο γινόταν σε δημόσιες πλατείες, οι Ιεροεξεταστές απέτρεπαν στα θύματα να μιλάνε στο κοινό χρησιμοποιώντας ξύλινα φίμωτρα, ή κόβοντας τη γλώσσα.

«Ποια η διαφορά αν πρόκειται για σύζυγο ή μητέρα; Παραμένει η Εύα με τον πειρασμό που πρέπει να προσέχουμε σε όλες τις γυναίκες»
«Δεν μπορώ να διακρίνω τη χρησιμότητα της γυναίκας στον άντρα, αν εξαιρέσει κανείς τη λειτουργία της κυοφορίας» – Άγιος Αυγουστίνος (κύριος πνευματικός καθοδηγητής της Δυτικής θεολογίας)

Ορισμένοι κανόνες συγχωρούσαν τη σεξουαλική κακοποίηση επιτρέποντας σε άντρες που θεωρούνταν «ζηλωτές Καθολικοί» να επισκέπτονται γυναίκες κρατούμενες στην απομόνωση, ενώ δεν επιτρέπονταν γυναίκες επισκέπτες. Οι κάτοικοι της Τουλούζης πίστευαν ότι ο Ιεροεξεταστής Φουλκ ντε Σαιντ Τζωρτζ προσήγαγε γυναίκες με μοναδικό σκοπό να της κακοποιήσει σεξουαλικά, διότι προσπάθησαν να συγκεντρώσουν αποδείξεις εναντίον του. Ηλικιωμένες, σοφές γυναίκες, θεραπεύτριες αποτελούσαν επίσης στόχο για τους κυνηγούς μαγισσών.

Ο Reginald Scott έγραψε το 1584:

«Αυτές τις μέρες, δεν έχει διαφορά το να πεις στην αγγλική γλώσσα είναι μάγισσα με το είναι μια σοφή γυναίκα»

Οι καθημερινοί άνθρωποι της Ευρώπης πριν τη Μεταρρύθμιση βασίζονταν στις σοφές γυναίκες και άντρες για την θεραπεία από ασθένειες και όχι σε κληρικούς, μοναχούς ή γιατρούς. Ο Ρόμπερτ Μπάρτον το 1621 έγραψε:

«Οι μάγοι είναι τόσο συνηθισμένοι. Πονηροί άντρες, μάγοι και λευκοί μάγοι, όπως τους αποκαλούν σε κάθε χωριό, αν βρεθούν, θα βοηθήσουν σε σχεδόν όλες τις ασθένειες σώματος και μυαλού»

Συνδυάζοντας τις γνώσεις τους από ιατρικά βότανα μαζί με επίκληση θεϊκής βοήθειας, αυτοί οι θεραπευτές παρείχαν την πιο προσιτή και πολλές φορές την πιο αποτελεσματική ιατρική θεραπεία που μπορούσε να βρεθεί. Οι κληρικοί της Μεταρρύθμισης έφεραν αντιρρήσεις ως προς τη μαγική φύση αυτού του είδους θεραπείας και στην προτίμηση που της είχαν οι άνθρωποι από τις θεραπείες που πρόσφεραν οι εξουσιοδοτημένοι από την Εκκλησία γιατροί και ως προς τη δύναμη που έδινε στις γυναίκες. Ως υποπροϊόν του κυνηγιού μαγισσών, το πεδίο της πρώιμης ιατρικής μεταφέρθηκε αποκλειστικά στα χέρια των αντρών και η δυτική κουλτούρα βοτανολογίας υπέστη μεγάλη καταστροφή.

Εν μέσω της δημιουργηθείσας σύγχυσης & αναταραχής, Προτεστάντες και Καθολικοί βρέθηκαν σε αντιπαλότητα . Οι μάγισσες δεν καίγονταν πλέον μόνες τους ή ανά δυάδες, αλλά αριθμούσαν εκατοντάδες. Λέγεται πως ένας επίσκοπος της Γενεύης έκαψε πεντακόσιες μέσα σε τρεις μήνες, ένας επίσκοπος στο Μπάμπουργκ εξακόσιες, ένας επίσκοπος του Βουρζμπουργκ εννιακόσιες. Ο Νικόλαος Ρεμίγκιους, ο ποινικός δικαστής της Λωρραίνης, καυχώταν πως σε 15 χρόνια είχε καταδικάσει σε θάνατο 900 ανθρώπους για το αδίκημα της μαγείας. Σε διάστημα ενός έτους είχε αναγκάσει 16 μάγισσες να αυτοκτονήσουν.

Ο Αρχιεπίσκοπος του Τρεβς έκαψε 118 γυναίκες και δύο άντρες, επειδή τα ξόρκια τους είχαν παρατείνει τον χειμώνα. Ο Πάραμο καυχιέται πως μέσα σε ενάμιση αιώνα από την έναρξη της σέκτας το 1404, η Αγία Έδρα είχε κάψει τουλάχιστον 30.000 μάγισσες. Ο Κομάνος, στην Ιταλία, έκαψε 41 γυναίκες σε μία μόνο επαρχία. Στο Στρασβούργο κάηκαν 5.000 σε μια περίοδο 20 ετών. Έχει καταγραφεί πως το 1518 όταν ενημερώθηκε επίσημα η Γερουσία της Βαλκαμόνικα, ο ιεροεξεταστής έκαψε 70 μάγισσες, ενώ είχε άλλες τόσες στις φυλακές και συνολικά αυτές που ήσαν ύποπτες, ή είχαν κατηγορηθεί αριθμούσαν τις 5.000, το ένα τέταρτο δηλαδή των κατοίκων. Στη Γερμανία κάηκαν πεντακόσιες κατά τα έτη 1515 και 1516, ενώ 1000 γυναίκες που κατηγορήθηκαν ως μάγισσες πέθαναν στο Κόμο και για αρκετά χρόνια ο αριθμός των θυμάτων ξεπερνούσε τα 100 ανά έτος.

Στη Γαλλία, γύρω στο 1520, οι φλόγες εκτέλεσης των μαγισσών έκαιγαν σχεδόν σε κάθε πόλη. Στην πόλη του Πιενμόντ δεν υπήρχε ούτε μία οικογένεια που να μην είχε χάσει τουλάχιστον ένα μέλος της. Στην Βερνίλ οδηγήθηκαν στην πυρά γυναίκες που είχαν κατηγορηθεί πως μεταμορφώνονταν σε γάτες. Η πλάνη αυτή μεταδόθηκε σαν επιδημία στα γειτονικά χωριά. Πολλές γυναίκες δολοφονήθηκαν από τον όχλο. Στο Ληθ της Σκωτίας το 1664, κάηκαν 9 γυναίκες.

Τερματισμός της Ιεράς Εξέτασης

Υπό την εξουσία του Πάπα Παύλου Γ´ και του διαδόχου του, Ιουλίου Γ´ όπως επίσης της πλειοψηφίας των μεταγενέστερων Παπών, εξαιρουμένου του Παύλου IV´ (1555-1559) —ο οποίος είχε υπηρετήσει στην Επιτροπή της Ιεράς Εξέτασης επί Πάπα Παύλου Γ´ και στην πραγματικότητα είχε ασκήσει πίεση για τη σύστασή της— και τον Πάπα Πίο V´ (1566-1572), η δραστηριότητα της Ρωμαϊκής Ιεράς Εξέτασης ήταν σχετικά περιορισμένη. Ο Ιούλιος Γ´, αποφάνθηκε ότι παρά το γεγονός της διεθνούς δικαιοδοσίας της, όφειλε να περιορίσει τις επιχειρήσεις της στα Παπικά Κράτη της Ιταλίας. Επιπλέον, σε αντίθεση με τις Ισπανικές οργανώσεις, οι δίκες διεξάγονταν περισσότερο ιδιωτικά παρά σε δημόσια θέα, οι ποινές δε, συχνά έτειναν να είναι πιο επιεικείς αφότου ο Προτεσταντισμός αναχαιτίστηκε, καθώς οι λαϊκές προλήψεις και η μαγεία, λογίζονταν ως απειλές ήσσονος σημασίας για την κοινωνική τάξη σε σχέση με τον μεγάλο πληθυσμό κονβέρσων.

Η Ισπανική Ιερά Εξέταση καταλύθηκε το 1808 από τον αδελφό του Ναπολέοντα, Ιωσήφ Βοναπάρτη, ο οποίος είχε διορισθεί βασιλέας μετά την κατάληψη της Ισπανίας από τα Γαλλικά στρατεύματα. Οι μεταρρυθμιστές οι οποίοι τελικά απελευθέρωσαν την Ισπανία από τους Γάλλους το 1813, αναζωπύρωσαν το καθεστώς των απαγορεύσεων, αλλά οι δράσεις τους ανατράπηκαν τον επόμενο χρόνο, με την επάνοδο του Φερδινάνδου Ζ΄ στην εξουσία. Οι Πόλεμοι Ανεξαρτησίας των πρώην Ισπανικών αποικιών στην Αμερική ολοκληρώθηκαν με την κατάργηση της Ιεράς Εξέτασης σε κάθε περιοχή της Ισπανικής Αμερικής μεταξύ 1813 και 1825. Στην Πορτογαλία, στον απόηχο της Φιλελεύθερης Επανάστασης του 1820, τα «Γενικά Έκτακτα και Συντακτικά Δικαστήρια του Πορτογαλικού έθνους» κατήργησαν την Πορτογαλική Ιερά Εξέταση το 1821.

Η τελευταία εκτέλεση συνέβη στην Ισπανία το 1826. Ήταν η εκτέλεση με κολάρο στραγγαλισμού του δάσκαλου Cayetano Ripoll για διδασκαλία Ντεϊσμού στο σχολείο του (Ντεϊσμός= θεωρία σύμφωνα με την οποία περισσότερο η λογική, παρά η θεία αποκάλυψη, ή η παράδοση, πρέπει να θεωρούνται βάση της πίστης μας στον Θεό. Οι Ντεϊστές απορρίπτουν την οργανωμένη θρησκεία και προωθούν την λογική ως βασικό παράγοντα στην λήψη ηθικών αποφάσεων). Η αναβίωση της Ιεράς Εξέτασης ωστόσο, δεν διήρκεσε πολύ· καταργήθηκε επίσημα και οριστικά το 1834.

Στην Ιταλία, μετά την εγκαθίδρυση του Πάπα ως κυβερνήτη του Παπικού κράτους το 1814, η δραστηριότητα της Παπικής Ιεράς Εξέτασης Εξέταση συνεχίστηκε μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα, κυρίως λόγω της δημοσιότητας του Ζητήματος Mortara (1858 – 1870) κατά το οποίο ο Edgardo Levi Mortara (Μπολόνια – 27 Αυγούστου 1851 – Λιέγη 11 Μαρτίου 1940) γεννηθείς ως Ιταλο Εβραίος, κατέστη το επίκεντρο διεθνούς διαμάχης, όταν απήχθη από τις Παπικές αρχές και ανετράφη ως Καθολικός, καταλήγοντας ιερέας του Αυγουστινιανού τάγματος. Ο Mortara μεγάλωσε ως Εβραίος κατά τα πρώτα έξι χρόνια της ζωής του και αποσπάστηκε από την οικογένειά του από τις εκκλησιαστικές αρχές, όταν έμαθαν ότι είχε βαπτισθεί από ημεδαπό υπάλληλο κατά τη διάρκεια μιας σοβαρής βρεφικής ασθένειας. Στο Παπικό κράτος ήταν παράνομο για τους μη Καθολικούς να ανατρέφουν Καθολικά παιδιά. Ο Mortara υιοθετήθηκε από τον Πάπα Πίο ΙΧ και εισήλθε στην ιερατική σχολή στην εφηβεία του.

Το 1908, ο Πάπας Πίος X´ , την μετονόμασε Ιερά Σύνοδο του Ιερού Γραφείου και λίγα χρόνια αργότερα οι αρμοδιότητές της συνδυάστηκαν με αυτές της Επιτροπής για τον Κατάλογο. Το 1965 ο Πάπας Παύλος VI αναδιοργάνωσε την Ιερά Έδρα και άλλαξε το όνομά της σε Ιερά Επιτροπή για το Δόγμα της Πίστεως, όπως διατηρείται στις μέρες μας. Ακολούθως, τον επόμενο χρόνο, εξάλειψε και τον Κατάλογο. Ως εκ τούτου, δεν διεσώθη κάτι από την αρχική μορφή των Ιερών Εξετάσεων, παρά μόνον τα αρχεία τους, οι μνήμες και οι μύθοι που ακόμη τις περιβάλλουν, εξάπτοντας νού, φαντασία και συναισθήματα.

Απολογισμός

Αρχής γενομένης από τον 19ο αιώνα οι ιστορικοί εκπόνησαν στατιστικές αξιοποιώντας διασωθέντα αρχεία των δικαστηρίων, από τις οποίες προέκυψαν εκτιμήσεις για τον αριθμό των θυμάτων, συνδυάζοντας τον καταγεγραμμένο αριθμό των καταδικαστικών αποφάσεων και τον μέσο όρο απωλειών για κάθε χρονική περίοδο. Ο García Cárcel εκτιμά ότι ο συνολικός αριθμός των ανθρώπων που προσήχθησαν σε δίκη από τα ανακριτικά δικαστήρια ήταν περίπου 150.000, εκ των οποίων εκτελέστηκαν περίπου 3.000 – ήτοι το 2% του συνολικού αριθμού. Οι Gustav Henningsen και Jaime Contreras οι οποίοι μελέτησαν τα αρχεία της Ισπανικής Ιεράς Εξέτασης, κατέγραψαν 44.674 περιπτώσεις εκ των οποίων οι 826 ήσαν πραγματικές εκτελέσεις και 778 εικονικές (κάηκε ομοίωμα στην θέση του προσώπου). Ο William Monter εκτιμά ότι έλαβαν χώρα 1.000 εκτελέσεις κατά το χρονικό διάστημα 1530 – 1630 και 250 μεταξύ των ετών 1630-1730. Ο Jean-Pierre Dedieu μελέτησε τα αρχεία του δικαστηρίου του Τολέδο, το οποίο προσήγαγε 12.000 άτομα σε δίκη. Για την περίοδο πριν το 1530, ο Henry Kamen εκτιμά ότι υπήρξαν περίπου 2.000 εκτελέσεις σε όλα τα δικαστήρια της Ισπανίας.
---------------
Βιβλιογραφία
Miroslav Hroch & Anna Skybova. Ecclesia Militans: The Inquisition Dorset Press, 1988.
Holman Bible Dictionary. Parsons Technology, 1995.
Holy Bible – New International Version. Zondervan Publishing House, 1973
Zoe Oldenbourg. Massacre at Montsegur. Dorset press, 1959.
English Dominican Translation of Aquinas begun in 1911. Summa Theologica – Thomas Aquinas. Ages Software, 1997.
Will Durant. The Age of Faith. MJF Books, 1950.
William Jones. The History of the Christian Church. Ages Software, 1997.
Bernard Hamilton. The Medieval Inquisition. Holmes & Meier, 1981.
Will Durant. The Reformation. MJF Books, 1957.
Cecil Roth. The Spanish Inquisition. W.W. Norton & Co., 1964.
The Waldensians. Christian History, Issue 22, 1989.
A History of the inquisition of the Middle Ages. Henry Charles Lea

Διαδικτυακές αναφορές
Catholic Encyclopedia
Inquisition:Introduction by David Burr, Fordham University
The Horrors of the Church and its Holly Inquisition
The Galileo Project_Rice University: Inquisition
University of Notre Dame: A Brief History of the Inquisition

ΔΕΣ και: Βυζαντινή Ορθόδοξη Ιερά Εξέταση

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου