Δευτέρα 15 Απριλίου 2024

Η Σωκρατική μη ανταπόδοση του κακού αντιδιαστέλλεται στη χριστιανική αγάπη και δεν την προοικονομεί

Είναι αλήθεια ότι βρίσκουμε στον Ελληνικό πνευματικό κόσμο κάτι που σηματοδοτεί ταυτόχρονα ένα όριο και μια αλλαγή, και για το οποίο ελέχθη - κακώς - ότι προανήγγειλε το χριστιανισμό. Πρόκειται βεβαίως για τη θέση που αποδίδει ο Πλάτων στον Σωκράτη, που προέρχεται πιθανότατα από τον Σωκράτη ως ιστορικό πρόσωπο, και συνίσταται στην προτροπή του να μην απαντάς στο κακό με το κακό. Είναι προτιμότερο να υφίστασαι την αδικία παρά να τη διαπράττεις. Είναι όμως διαφορετικό να πεις: μην απαντάς στο κακό με το κακό, πράγμα που αφορά στη συμπεριφορά μας και εξαρτάται από εμάς, είναι, όπως λέει ο Αριστοτέλης, ἐφ’ ἡμῖν. Και είναι άλλο να λες: να αγαπάς αυτόν που σου κάνει κακό. Αυτή η προτροπή δεν αφορά στη συμπεριφορά, αλλά στο συναίσθημα και είναι καθαυτή παράλογη, διότι κανείς δεν μπορεί να κυριαρχήσει τα συναισθήματά του. Δεν συζητώ καν για το αν πρέπει ή όχι να αγαπάμε αυτούς που κάνουν κακό. Αν θεωρήσουμε όμως τι συνεπάγεται αυτό, θα καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι όσο περισσότερο ο τάδε έχει βασανίσει στο Άουσβιτς, τόσο περισσότερο θα πρέπει να αγαπηθεί! Πρόταση απολύτως απορριπτέα. Εδώ έγκειται η διπλοπροσωπία ή η θεμελιώδης υποκρισία του χριστιανισμού. Υποκρισία όχι με την τρέχουσα, αλλά με την οντολογική έννοια. Αυτό που προτείνεται εδώ είναι ένα είδος ψευδούς απολύτου, δεδομένου ότι πρόκειται για απόλυτο απολύτως μη πραγματοποιήσιμο και επομένως ανύπαρκτο. Και ζούμε κάτω ακριβώς από την τερατώδη κυριαρχία αυτής της αδύνατης ηθικής εδώ και σχεδόν δεκαεπτά αιώνες - θα δούμε σε λίγο γιατί πρέπει να ξεχωρίσουμε τους πρώτους αιώνες του χριστιανισμού -, πράγμα που φέρνει, φυσικά, καταστροφικά αποτελέσματα, όπως ο ουσιώδης διχασμός στον εσωτερικό κόσμο των ατόμων, που ο Hegel είχε πολύ καθαρά δει. Όταν μιλά για τη δυστυχή συνείδηση, αναφέρεται κατά μία έννοια στο χριστιανισμό, που επιβάλλει στο άτομο έναν κανόνα στον οποίο δεν μπορεί ποτέ να υπακούσει. Εν ολίγοις, υπάρχει θεμελιώδης διαφορά ανάμεσα σε μια ηθική που λέει ότι αυτός που κάνει το κακό (αυτό που θεωρώ, αυτό που θεωρούμε κακό) πρέπει παρά ταύτα να αντιμετωπίζεται ως άτομο που δεν υποβιβάζεται εντελώς στο κακό που διαπράττει, ως άτομο που μπορεί να αναπτύξει και άλλες δυνατότητες - αυτή η προτροπή έχει περιεχόμενο, δυνατότητα εφαρμογής, και αφορά σε μια συμπεριφορά, όχι σε συναισθήματα -, και μια άλλη που λέει ότι αυτόν που κάνει το κακό πρέπει να τον αγαπάς εξίσου, και μάλιστα περισσότερο από τους άλλους - πράγμα που καταλήγει σε μια ηθική η οποία, κυριολεκτικά, θα μας προέτρεπε να αγαπάμε τον Χίτλερ και τον Στάλιν. Σχηματοποιώ φυσικά, αλλά αυτή η εναλλακτική λύση είναι σαφώς παρούσα.

Η δεύτερη ηθική, η χριστιανική, της οποίας εξάλλου θα μπορούσαμε να εντοπίσουμε τους προδρόμους στην Παλαιά Διαθήκη - η Καινή είναι από αυτή την άποψη λιγότερο ανακαινιστική απ’ όσο θα ήθελε -, καταλήγει επομένως να μεταμορφώσει το άτομο σε αιώνιο ένοχο, που παραμένει πάντοτε ανεπαρκές απέναντι στον κανόνα. Είναι ως εκ τούτου καταδικασμένο να συμβιβάζεται διαρκώς με αυτό τον κανόνα, να ζει μέσα στον κομφορμισμό και στη διπλοπροσωπία, σχετικοποιώντας, ως μη όφειλε, τα πράγματα. Όσο για το κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο, ο χριστιανισμός ξεκινά αγνοώντας το αναφανδόν: δεν μας αφορά, λένε τα Ευαγγέλια, πάσα εξουσία εκ Θεού, τα του Καίσαρος τω Καίσαρι (είναι η Προς Ρωμαίους Επιστολή) κ.λπ. Έτσι καταλήγουμε αναγκαστικά σε μια σχάση, σε μια διάσπαση. Από τη μια ένας δημόσιος χώρος, θεσμισμένος, όπου ο Καίσαρ κάνει ό, τι έχει να κάνει και όπου, παρ' όλες τις συζητήσεις περί αυτού, δεν βλέπουμε με ποιο τρόπο θα μπορούσαν να εφαρμοστούν οι κανόνες της ηθικής: ο εξομολογητής του βασιλιά μπορεί βεβαίως να του επιβάλλει μια μετάνοια επειδή διέταξε τη σφαγή μερικών χιλιάδων υπηκόων του, όμως αυτό δεν αλλάζει σε τίποτα τη νομιμότητα του βασιλιά. Από την άλλη, ένας ιδιωτικός χώρος όπου ισχύει αυτή η μη πραγματοποιήσιμη προτροπή του να αγαπάς τον πλησίον σου, όποιος κι αν είναι αυτός, περισσότερο από τον εαυτό σου. Ασφαλώς, μετά τη θέσμισή του, ο χριστιανισμός απέκτησε εξαιρετική πνευματική ευρύτητα, οικειοποιούμενος μεγάλο τμήμα της αρχαίας φιλοσοφίας και των μεθόδων της, οπότε τα προβλήματα εμφανίζονται πιο επεξεργασμένα, συμπεριλαμβανομένων και των πολιτικών, και ενεργοποιείται μια ολόκληρη σοφιστεία. Όλα αυτά τα βρίσκουμε, από κάποια στιγμή και μετά, στους Πατέρες της Εκκλησίας και στη συνέχεια στους θεολόγους του Μεσαίωνα. Και τα επιχειρήματα εξακοντίζονται προς όλες τις κατευθύνσεις: για να καταδικάσουν το φόνο του βασιλιά ή για να τον δικαιολογήσουν ή και τα δύο... επειδή έχει επανεισαχθεί στον δημόσιο χώρο κάτι σαν θείο φυσικό δίκαιο, που ο μονάρχης είναι παρά ταύτα υποχρεωμένος να σεβαστεί. Δεν επιτυγχάνεται όμως ποτέ μια συμφωνία, ένα μονοσήμαντο δόγ­μα. Παραμένει σε τελευταία ανάλυση αυτή η διπλοπροσωπία της θέσμισης, ανάμεσα σε μια πολιτική που προέρχεται από την απλή πραγματικότητα και σε μια ηθική που περιορίζεται στον ιδιωτικό βίο των ανθρώπων.

Όμως, το σημαντικό - αυτός εξάλλου είναι και ο λόγος που επέμεινα σε αυτή την παρέκβαση - είναι ότι δεν υπάρχουν στον αρχαίο ελληνικό κόσμο η διπλοπροσωπία, το ενσωματωμένο ψέμα στην πραγματική λειτουργία της κοινωνίας και στην παράσταση που φτιάχνει η ίδια για τον εαυτό της και η οποία εξακολουθεί να υφίσταται από το Μεσαίωνα μέχρι τον σύγχρονο κόσμο μας. Θα μπορούσαμε μάλιστα να πούμε ότι απουσιάζει από όλες τις ιστορικές κοινωνίες, με εξαίρεση τις μονοθεϊστικές. Οι ασιάτες δεσπότες δεν θα πουν κάτι και θα κάνουν κάτι άλλο. Στην Ελλάδα, στη Ρώμη, δεν θα πουν ότι όλα τα ανθρώπινα όντα είναι ίσα για να επικυρώσουν στη συνέχεια τις υπάρχουσες ιεραρχίες. Δεν θα ισχυριστούν ότι η δικαιοσύνη οφείλει να προέχει στις σχέσεις μεταξύ πόλεων. Θα πουν ότι αυτό που υπερισχύει στις σχέσεις μεταξύ πόλεων, αν δεν είναι ίσες, είναι η βία. Δεν θα βρούμε όμως αυτές τις εξωφρενικές καταστάσεις στις οποίες έχουμε από τη μια μεριά ένα διεθνές δίκαιο που υποτίθεται ότι εξασφαλίσει τη δικαιοσύνη στις σχέσεις μεταξύ Κρατών και από την άλλη παρεμβάσεις στη Νικαράγουα, στα νησιά Φόκλαντ, στο Αφγανιστάν κ.α., καταστάσεις στις οποίες το δίκαιο δεν παίζει απολύτως κανένα ρόλο. Εφιστώ την προσοχή σας σε αυτό το κεφαλαιώδες γεγονός: μία από τις συνθήκες ύπαρξης αυτού που αποκαλούμε ιδεολογία - με την πραγματική έννοια του όρου και όχι με την έννοια που κολλά παντού, όπως στους αλθουσερικούς ή σε άλλους, που μιλάνε για ιδεολογία των Ελλήνων ή των Παπούα - είναι ακριβώς αυτός ο διχασμός ανάμεσα στο λέγειν και το πράττειν.

Μια τέτοια απόσταση ανάμεσα σε απατηλό λόγο και πραγματικότητα της κοινωνικής δράσης έχει σημαντικές προεκτάσεις. Ελπίζω να επανέλθουμε επ’ αυτού του χρόνου, όταν μιλήσουμε για τον χριστιανικό και τον μεταχριστιανικό κόσμο. Για την ώρα σημειώστε απλώς αυτό: μια πραγματική ηθική μόνο στα ἐφ’ ἡμῖν, σε ό, τι εξαρτάται από εμάς, μπορεί να αναφέρεται. Και είναι ουσιώδες να αναγνωρίσουμε αυτόν ακριβώς το χώρο της ψυχικής ζωής που ο άνθρωπος δεν ελέγχει - εξάλλου δεν μπορούμε να δούμε στη συγκεκριμένη περίπτωση τι θα σήμαινε ο έλεγχος. Μπορούμε να ελέγξουμε τη συμπεριφορά που προέρχεται από τα συναισθήματα, όχι όμως τα ίδια τα συναισθήματα. Κατά συνέπεια, κάθε ηθική προτροπή απευθυνόμενη στα συναισθήματα [χειρόγρ. σημ.: στις επιθυμίες, στις παραστάσεις με την αληθινή (βαθιά) έννοια του όρου] είναι παράλογη. Ακόμη μεγαλύτερος παραλογισμός είναι η προσπάθεια επιβολής αδύνατων ή αντιφατικών συναισθημάτων. Όποιος αγαπά όλο τον κόσμο φυσικά δεν αγαπά κανένα. Και όποιος αγαπά αυτό που μισεί δεν μισεί τίποτα - αλλά όποιος δεν μισεί τίποτα δεν επενδύει τίποτα συναισθηματικά. Πράγμα που οριακά είναι δυνατό, αλλά αποτελεί εξ ορισμού αποκλειστικότητα ορισμένων ατόμων, χριστιανών αναχωρητών στην έρημο ή οπαδών του βουδισμού. Και η ύπαρξη αυτών των περιθωριακών ατόμων, ερημιτών ή αγίων, επιτρέπει ταυτόχρονα στην κοινωνία να δικαιολογείται και να ενοχοποιείται, δίνοντας στον εαυτό της την απατηλή απόδειξη της δυνατότητας να πραγματωθεί το διακηρυσσόμενο ιδεώδες. Ο άγιος τάδε το καταφέρνει, άρα η ηθική μας δεν είναι παράλογη· εμείς όμως δεν έχουμε το απαιτούμενο ανάστημα, πρέπει επομένως να εξιλασθούμε, να γονυπετήσουμε, να συνεισφέρουμε στους εράνους για την ανοικοδόμηση του ιερού ναού κ.λπ. - και ταυτόχρονα, αναμφίβολα, να μάθουμε να εξαπατάμε.

Ίσως υπήρξε κάποια στιγμή στην ιστορία του χριστιανισμού που αυτή η διπλοπροσωπία δεν είχε ακόμη εμφανιστεί: αναφέρομαι στους δύο πρώτους αιώνες της εξάπλωσής του (τον 2ο και τον 3ο μ.Χ. αιώνα), περίοδο για την οποία έχει κανείς την εντύπωση σε μεγάλο βαθμό ότι αυτοί οι χριστιανοί είχαν πράγματι παραιτηθεί από την εγκόσμια ζωή και περίμεναν ανά πάσα στιγμή τη Δευτέρα Παρουσία, την επιστροφή του Χριστού επί της γης. Ως εκ τούτου, η επίγεια ζωή - συμπεριλαμβανομένης βεβαίως και της ζωής των πολιτικών θεσμών - έχανε κάθε σημασία, αφού ο Μεσσίας θα εμφανιζόταν από τη μια στιγμή στην άλλη. Υπό αυτές τις συνθήκες, όταν τα άτομα ζουν μια ζωή που μόνο κατ’ όνομα είναι ζωή, σε απόλυτη ετοιμότητα και με τις αποσκευές ανά χείρας για το ταξίδι στον άλλο κόσμο, είναι δυνατό να φανταστούμε εφαρμογή της χριστιανικής ηθικής που να μην αποτελεί διαρκή διπλοπροσωπία. Από τη στιγμή όμως που οι χριστιανοί εγκαθίστανται μόνιμα στη ζωή της κοινωνίας, και επομένως από τη στιγμή όπου ο χριστιανισμός αναγνωρίζεται (το 313 μ.Χ., επί Κωνσταντίνου) και στη συνέχεια γίνεται η υποχρεωτική θρησκεία για όλους τους κατοίκους της Αυτοκρατορίας επί ποινή διώξεων (384, ψήφισμα του Θεοδόσιου), η διπλοπροσωπία βρίσκεται στην καρδιά της χριστιανικής θέσμισης της κοινωνίας και η κατάσταση αυτή προεκτείνεται μέχρι τις μέρες μας με τη διάσταση ανάμεσα σε ένα δικαιολογητικό λόγο και στην πραγματικότητα.

Κ. Καστοριάδης, Σεμινάριο της 18ης Μαΐου 1983, Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΤΗΤΑ

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΠΛΑΤΩΝ, ΣΥΜΠΟΣΙΟΝ

ΠΛ Συμπ 207a–208b

Αιτία της αναπαραγωγής των όντων είναι ο πόθος τους για αθανασία

Ο Σωκράτης πήρε τον λόγο μετά τον ποιητή Αγάθωνα (βλ. σχετικά και ΠΛ Συμπ 198a–199c) και αμφισβήτησε την κοινή αντίληψη για τον Έρωτα. Για να καθορίσει ποια είναι τα γνωρίσματά του, ο φιλόσοφος κατέφυγε σε παλαιότερη συνομιλία του με μια γυναίκα από τη Μαντίνεια, τη Διοτίμα. Αυτή υποστήριζε ότι ο Έρωτας είναι ένας δαίμονας, που, ως γιος του Πόρου και της Πενίας, είναι γεμάτος αντιφάσεις, στοχεύει, ωστόσο, στην παντοτινή κατοχή του αγαθού, επιδιώκει δηλαδή την αθανασία.


Ταῦτά τε οὖν πάντα ἐδίδασκέ με, ὁπότε περὶ τῶν ἐρω-
τικῶν λόγους ποιοῖτο, καί ποτε ἤρετο Τί οἴει, ὦ Σώκρατες,
αἴτιον εἶναι τούτου τοῦ ἔρωτος καὶ τῆς ἐπιθυμίας; ἢ οὐκ
αἰσθάνῃ ὡς δεινῶς διατίθεται πάντα τὰ θηρία ἐπειδὰν γεν-
νᾶν ἐπιθυμήσῃ, καὶ τὰ πεζὰ καὶ τὰ πτηνά, νοσοῦντά τε
[207b] πάντα καὶ ἐρωτικῶς διατιθέμενα, πρῶτον μὲν περὶ τὸ συμ-
μιγῆναι ἀλλήλοις, ἔπειτα περὶ τὴν τροφὴν τοῦ γενομένου,
καὶ ἕτοιμά ἐστιν ὑπὲρ τούτων καὶ διαμάχεσθαι τὰ ἀσθενέ-
στατα τοῖς ἰσχυροτάτοις καὶ ὑπεραποθνῄσκειν, καὶ αὐτὰ τῷ
λιμῷ παρατεινόμενα ὥστ’ ἐκεῖνα ἐκτρέφειν, καὶ ἄλλο πᾶν
ποιοῦντα. τοὺς μὲν γὰρ ἀνθρώπους, ἔφη, οἴοιτ’ ἄν τις ἐκ
λογισμοῦ ταῦτα ποιεῖν· τὰ δὲ θηρία τίς αἰτία οὕτως ἐρω-
[207c] τικῶς διατίθεσθαι; ἔχεις λέγειν;

Καὶ ἐγὼ αὖ ἔλεγον ὅτι οὐκ εἰδείην· ἣ δ’ εἶπεν, Διανοῇ
οὖν δεινός ποτε γενήσεσθαι τὰ ἐρωτικά, ἐὰν ταῦτα μὴ
ἐννοῇς;

Ἀλλὰ διὰ ταῦτά τοι, ὦ Διοτίμα, ὅπερ νυνδὴ εἶπον, παρὰ
σὲ ἥκω, γνοὺς ὅτι διδασκάλων δέομαι. ἀλλά μοι λέγε
καὶ τούτων τὴν αἰτίαν καὶ τῶν ἄλλων τῶν περὶ τὰ ἐρωτικά.

Εἰ τοίνυν, ἔφη, πιστεύεις ἐκείνου εἶναι φύσει τὸν ἔρωτα,
οὗ πολλάκις ὡμολογήκαμεν, μὴ θαύμαζε. ἐνταῦθα γὰρ
[207d] τὸν αὐτὸν ἐκείνῳ λόγον ἡ θνητὴ φύσις ζητεῖ κατὰ τὸ δυνατὸν
ἀεί τε εἶναι καὶ ἀθάνατος. δύναται δὲ ταύτῃ μόνον, τῇ
γενέσει, ὅτι ἀεὶ καταλείπει ἕτερον νέον ἀντὶ τοῦ παλαιοῦ,
ἐπεὶ καὶ ἐν ᾧ ἓν ἕκαστον τῶν ζῴων ζῆν καλεῖται καὶ εἶναι
τὸ αὐτό ―οἷον ἐκ παιδαρίου ὁ αὐτὸς λέγεται ἕως ἂν πρε-
σβύτης γένηται· οὗτος μέντοι οὐδέποτε τὰ αὐτὰ ἔχων ἐν
αὑτῷ ὅμως ὁ αὐτὸς καλεῖται, ἀλλὰ νέος ἀεὶ γιγνόμενος, τὰ
δὲ ἀπολλύς, καὶ κατὰ τὰς τρίχας καὶ σάρκα καὶ ὀστᾶ καὶ
[207e] αἷμα καὶ σύμπαν τὸ σῶμα. καὶ μὴ ὅτι κατὰ τὸ σῶμα,
ἀλλὰ καὶ κατὰ τὴν ψυχὴν οἱ τρόποι, τὰ ἤθη, δόξαι, ἐπιθυ-
μίαι, ἡδοναί, λῦπαι, φόβοι, τούτων ἕκαστα οὐδέποτε τὰ
αὐτὰ πάρεστιν ἑκάστῳ, ἀλλὰ τὰ μὲν γίγνεται, τὰ δὲ ἀπόλ-
λυται. πολὺ δὲ τούτων ἀτοπώτερον ἔτι, ὅτι καὶ αἱ ἐπιστῆμαι
[208a] μὴ ὅτι αἱ μὲν γίγνονται, αἱ δὲ ἀπόλλυνται ἡμῖν, καὶ οὐδέ-
ποτε οἱ αὐτοί ἐσμεν οὐδὲ κατὰ τὰς ἐπιστήμας, ἀλλὰ καὶ
μία ἑκάστη τῶν ἐπιστημῶν ταὐτὸν πάσχει. ὃ γὰρ καλεῖται
μελετᾶν, ὡς ἐξιούσης ἐστὶ τῆς ἐπιστήμης· λήθη γὰρ
ἐπιστήμης ἔξοδος, μελέτη δὲ πάλιν καινὴν ἐμποιοῦσα ἀντὶ
τῆς ἀπιούσης μνήμην σῴζει τὴν ἐπιστήμην, ὥστε τὴν
αὐτὴν δοκεῖν εἶναι. τούτῳ γὰρ τῷ τρόπῳ πᾶν τὸ θνητὸν
σῴζεται, οὐ τῷ παντάπασιν τὸ αὐτὸ ἀεὶ εἶναι ὥσπερ τὸ
[208b] θεῖον, ἀλλὰ τῷ τὸ ἀπιὸν καὶ παλαιούμενον ἕτερον νέον
ἐγκαταλείπειν οἷον αὐτὸ ἦν. ταύτῃ τῇ μηχανῇ, ὦ Σώ-
κρατες, ἔφη, θνητὸν ἀθανασίας μετέχει, καὶ σῶμα καὶ τἆλλα
πάντα· ἀθάνατον δὲ ἄλλῃ. μὴ οὖν θαύμαζε εἰ τὸ αὑτοῦ
ἀποβλάστημα φύσει πᾶν τιμᾷ· ἀθανασίας γὰρ χάριν παντὶ
αὕτη ἡ σπουδὴ καὶ ὁ ἔρως ἕπεται.

***
Αυτά γενικώς μου ανέπτυσσε, κάθε φοράν που έκαμνε λόγον περί των προβλημάτων του έρωτος, κάποτε δε μου απηύθυνε το ερώτημα: «Ποία φαντάζεσαι, Σωκράτη, ειν' η αιτία του έρωτος τούτου και του πόθου; Δεν έχεις προσέξει λοιπόν τον ζωηρόν ερεθισμόν, εις τον οποίον υποπίπτουν όλα τα ζώα, όταν τα καταλάβη η επιθυμία να γεννήσουν, και τα χερσαία και τα πετεινά, πώς αρρωσταίνουν όλα και κατακυριεύονται από τον έρωτα, πρώτον μεν να ενωθούν μαζί, έπειτα δια την ανατροφήν του γεννηθέντος; Πώς είναι αποφασισμένα, προς υπεράσπισιν τούτων, και πόλεμον να διεξάγουν, και τ' ασθενέστερα ακόμη προς τα δυνατότερα, και εις τον θάνατον να βαδίσουν υπέρ αυτών, και να τα τινάξουν από την πείναν αυτά δια να εξασφαλίσουν εις εκείνα την τροφήν, και το κάθε τι να πράξουν; Καλά» είπεν «οι άνθρωποι· θα ημπορούσε να υποθέση κανείς, ότι το κάνουν από υπολογισμόν. Αλλά τα ζώα; Ποίος είναι ο λόγος της τοιαύτης ερωτικής των συγκινήσεως; Ημπορείς να μου εξήγησης;» Και εγώ ετόνιζα και πάλιν, ότι δεν ήξερα. Εκείνη τότε είπε: Έχεις λοιπόν την ιδέαν, πως θα γίνης ποτέ έμπειρος εις τα ζητήματα του έρωτος εφ' όσον δεν εννοείς αυτά;» «Μα σου το είπα, Διοτίμα, και προ ολίγου· αυτός ακριβώς είναι ο λόγος που ήλθα κοντά σου, επειδή εκατάλαβα πως χρειάζομαι διδασκαλίαν. Λέγε μου λοιπόν και τούτου του φαινομένου την εξήγησιν και των άλλων των σχετιζομένων με τον έρωτα». «Λοιπόν» είπε «εφ' όσον η πεποίθησίς σου είναι ότι αντικείμενον φυσικόν του έρωτος ειν' εκείνο, το όποιον πολλάκις από κοινού διεπιστώσαμεν δεν πρέπει να εκπλήττεσαι. Διότι και εις την περίπτωσιν αυτήν, όπως και εκεί, δια τον ίδιον λόγον επιδιώκει η φύσις η θνητή, καθ' όσον είναι δυνατόν, να ειν' αιωνία και αθάνατος. Δυνατόν δε της είναι κατά τούτον μόνον τον τρόπον, δια της αναπαραγωγής, με το ν' αφήνη πάντοτε εις του παλαιού την θέσιν ένα νέον παρόμοιον.

Άλλωστε και εις ό,τι ονομάζομεν ενότητα ατομικής ζωής και υπάρξεως εκάστου εμψύχου όντος ― π.χ. ένας άνθρωπος από της παιδικής του ηλικίας μέχρις ότου γίνη γέρων, θεωρείται πως είναι ο ίδιος· ουχ ήττον αυτός, μολονότι δεν έχει ποτέ τα ίδια συστατικά εις τον οργανισμόν του, εν τούτοις λέγομεν πως είναι ο ίδιος, ενώ διαρκώς ανανεώνεται και αποβάλλει μερικά, εις τας τρίχας, την σάρκα, τα οστά, το αίμα εις ολόκληρον γενικώς το σώμα. Και όχι μόνον εις το σώμα· αλλά και εις την ψυχήν, οι τρόποι, τα ήθη, αι αντιλήψεις, αι επιθυμίαι, αι ηδοναί, αι λύπαι, οι φόβοι, τίποτε απ' αυτά δεν παραμένει αναλλοίωτον εις κάθε άτομον, αλλά γεννώνται μεν άλλα, άλλα δε χάνονται. Πολύ δε περισσότερον παράδοξον είναι ακόμη, ότι και αι γνώσεις, όχι μόνον άλλαι μας έρχονται και άλλαι μας αφήνουν, και ποτέ δεν είμεθα οι ίδιοι ούτε ως προς τας γνώσεις, αλλά και μία και μόνη γνώσις έχει την ιδίαν τύχην. Διότι αυτό που ονομάζομεν μελέτην, γίνεται με την προϋπόθεσιν ότι η γνώσις εξαφανίζεται· άλλωστε η λησμοσύνη ειν' εξαφανισμός γνώσεως, ενώ αφ' ετέρου η μελέτη, εισάγουσα νέαν παράστασιν αντί της αποχωρούσης, διατηρεί την γνώσιν, ώστε να φαίνεται πως παραμένει η ιδία. Πράγματι μ' αυτό μόνον το μέσον διατηρείται κάθε θνητή ύπαρξις, όχι με το να παραμένη αιωνίως αναλλοίωτος καθ' όλα, όπως το θείον, αλλά με το ν' αφήνη κάθε τι που φεύγει και παλαιώνει, ένα άλλο νέον εις την θέσιν του, όμοιον όπως αυτό. Μ' αυτό το τέχνασμα» είπε «Σωκράτη, έχει μέρος εις την αθανασίαν η θνητή ύπαρξις, και ως προς το σώμα, και ως προς όλα τ' άλλα· η αθάνατος πάλιν με άλλο. Μη σου φαίνεται λοιπόν παράξενον, ότι κάθε ύπαρξις εμφύτως αποδίδει σημασίαν εις το αποβλάστημά της·χάριν της αθανασίας συνοδεύει τα όντα όλα ο ζήλος αυτός και ο έρως».

Κυριακή 14 Απριλίου 2024

Αρχαία Ελληνική Γραμματολογία

Λογοτέχνες και διανοούμενοι
της Αρχαϊκής εποχής
2.3. Γράμματα και τέχνες

Στο ηρωικό έπος οι αοιδοί τραγουδούσαν τη ζωή και τα κατορθώματα των αρχόντων της παλιάς μυκηναϊκής εποχής και στα έργα τους χρησιμοποιούσαν όλοι την ίδια ποιητική τυποποιημένη γλώσσα και το ίδιο μέτρο. Αυτή η θεματική και μορφολογική ομοιομορφία καταργήθηκε στα αρχαϊκά χρόνια, καθώς η λυρική ποίηση, που με την άνθισή της επισκίασε το έπος, περιλάμβανε πολλά και ποικίλα ποιητικά είδη. Οι λυρικοί ποιητές ήταν θεματικά αδέσμευτοι και χρησιμοποιούσαν στις συνθέσεις τους διαφορετικές διαλέκτους και λογής λογής μέτρα και ρυθμούς.

Όπως συμβαίνει, οι πολιτικές εξελίξεις και τα κοινωνικά χαρακτηριστικά της εποχής είχαν φανερό αντίκτυπο στη λογοτεχνική παραγωγή: η αρχαϊκή ευσέβεια εκδηλώθηκε σε μια σειρά από ύμνους και θρησκευτικά έπη· η αριστοκρατική ιδεολογία, οι πολιτικές ανατροπές, οι μεταρρυθμιστικές προσπάθειες, οι τυραννίες, το λαϊκό κίνημα - όλα προβλήθηκαν στο έργο σημαντικών λυρικών ποιητών, που οι περισσότεροι έπαιρναν και ενεργό μέρος στα όσα συνέβαιναν.

Ο ποιητικός λόγος δεν έχασε στους αρχαϊκούς αιώνες την κυριαρχία του. Μόνο στο δεύτερο μισό του 6ου π.Χ. αιώνα, στην ιωνική Μικρασία, οι φυσικοί φιλόσοφοι και οι λογογράφοι εγκαινίασαν παράλληλα τον ορθολογικό τρόπο σκέψης και την πεζογραφία.

Χαρακτηριστική για την Αρχαϊκή εποχή είναι και η μεγάλη γεωγραφική διασπορά των πνευματικών κέντρων.

Στα εικαστικά, η γεωμετρική τέχνη, που κυριαρχούσε ως και τον 8ο π.Χ. αιώνα, παραμερίζεται και τη θέση της παίρνει τον 7ο π.Χ. αιώνα η ανατολίζουσα τέχνη. Η αλλαγή είναι μεγάλη, καθώς τα πειθαρχημένα γεωμετρικά σχέδια και τις άσαρκες φιγούρες ανθρώπων και ζώων τις αντικαθιστούν τώρα νέα θέματα, δάνεια από την Ανατολή (άνθη και ζώα εξωτικά, ανθέμια, σφίγγες, γρύπες κ.ά.) ζωγραφισμένα με όγκους και καμπύλες, ασύμμετρα αλλά ρωμαλέα και ζωντανά.

Η αποδοχή αυτών των νέων ξένων στοιχείων οφείλεται σε βαθύτερες και ουσιαστικότερες ανάγκες του ελληνικού κόσμου, που τότε ακριβώς αναζητεί έναν καινούργιο δρόμο και βρίσκει τις καλλιτεχνικές μορφές που θα τον εκφράσουν σε όλη την ιστορική του διαδρομή. Από την άποψη αυτή ο 7ος αιώνας π.Χ. μπορεί να θεωρηθεί ο πιο γόνιμος και ιστορικά ο πιο σημαντικός για την ελληνική τέχνη. Μέσα στα χρονικά του όρια γεννιέται η μεγάλη ελληνική πλαστική· η αρχιτεκτονική για πρώτη φορά υψώνει λίθινους ναούς και η ζωγραφική - αγγειογραφία- βρίσκει στη μυθολογία το ανεξάντλητο υλικό που θα τη θρέψει για αιώνες.

Βαθμιαία, μέσα στον 7ο π.Χ. αιώνα τα ανατολικά στοιχεία μετουσιώθηκαν και συνδυάστηκαν με την ελληνική καλλιτεχνική παράδοση και ιδιοσυγκρασία. Αποτέλεσμα της σύνθεσης είναι η δυναμική και ισόρροπη, πολύμορφη και πολύχρωμη αρχαϊκή τέχνη, που περνώντας από πολλά στάδια θα κυριαρχήσει ως το τέλος των Περσικών πολέμων. Βασικό χαρακτηριστικό της η στενή σύνδεση με τη θρησκεία.

Στρατηγός Τομογιούκι Γιαμασίτα: Η άνοδος και η πτώση του «Τίγρη της Μαλαισίας»

Από το πλήθος των Ιαπώνων στρατηγών που έδρασαν κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ελάχιστοι κατόρθωσαν να γίνουν τόσο γνωστοί όσο οι Ευρωπαίοι και Αμερικανοί ομόλογοί τους οι οποίοι δοξάστηκαν στα πεδία μαχών του δυτικού ημισφαιρίου.

Μεταξύ των ονομάτων που πέρασαν ωστόσο στην Ιστορία, είναι και εκείνο του στρατηγού Τομογιούκι Γιαμασίτα, του κατακτητή της Σιγκαπούρης, ο οποίος απέσπασε τον θαυμασμό αλλά και τον φθόνο εχθρών και φίλων.

Ο Γιαμασίτα ήταν ένας παράξενος και πολυσύνθετος άνθρωπος. Ευτραφής αλλά αεικίνητος, ταλαντούχος αλλά συχνά κατευθυνόμενος λανθασμένα από τους ανωτέρους του, ανηλεής και φιλόδοξος αλλά δύσκολα ικανοποιούμενος, έδινε την εικόνα σύγχρονου ανθρώπου αλλά παρέμενε προσκολλημένος στο παρελθόν, στον μύθο των σαμουράι.

Για να ανελιχθεί συνεργάστηκε με ανθρώπους τους οποίους απεχθανόταν. Όμως μπορούσε να αναγνωρίσει εύκολα την υποκρισία και την υπεκφυγή και ο ίδιος ήταν ρεαλιστής, στα όρια του κυνισμού. Αν και ανέλαβε να εκτελέσει πολύ επικίνδυνα εγχειρήματα, σπανίως μιλούσε απρόσεκτα και φρόντιζε πάντα να έχει ανοικτή μια δίοδο διαφυγής.

Οι άνθρωποι που σχετίζονταν μαζί του τον περιέγραφαν συχνά ως εσωστρεφή και παθητικό για μεγάλες περιόδους αλλά τους παραπλανούσε η βαθιά και συγκεντρωμένη σκέψη του. Όταν εξωτερικά έδινε την εικόνα του αδρανούς ή του αδιάφορου, βρισκόταν στην πραγματικότητα στη μεγαλύτερη διανοητική κινητικότητα. Ξεχώριζε εύκολα ανάμεσα σε οποιαδήποτε ομήγυρη και απολάμβανε το ψάρεμα, την κηπουρική και τους περιπάτους στα βουνά. Του άρεσε η μουσική αλλά όχι ο χορός.

Δεν απέκτησε ποτέ στη ζωή του αυτοκίνητο, ούτε έμαθε να οδηγεί. Στην ιδιωτική του ζωή, όταν άφηνε στην άκρη τις επαγγελματικές έννοιες, είχε καλή αίσθηση του χιούμορ και γελούσε τρανταχτά. Το ροχαλητό του ήταν επίσης διάσημο σε ολόκληρο τον Ιαπωνικό Στρατό: κανένας δεν μπορούσε να κοιμηθεί σε απόσταση έστω και δύο δωματίων από αυτόν.

Η γλώσσα που χρησιμοποιούσε ήταν ελκυστική και συχνά οι υφιστάμενοί του τον άκουσαν να συνθέτει ποιήματα ενώ βρισκόταν καθ’ οδόν για δράση. Ήταν βαθιά θρησκευόμενος και πίστευε ειλικρινά στον μεγάλο θεό Νορίτο και στον κακό θεό Σουσάνο του Σιντοϊσμού.

Από μικρή ηλικία στο επάγγελμα των όπλων

Ο Τομογιούκι Γιαμασίτα γεννήθηκε στις 8 Νοεμβρίου 1885 στο χωριό Οσούγκι Μούρα της επαρχίας Κότσι στο νησί Σικόκου και αρχικά τίποτα δεν προμήνυε ότι θα γινόταν κάποτε ο διασημότερος στρατηγός της Ιαπωνίας. Ήταν γιος του τοπικού γιατρού και κληρονόμησε από τον παππού του το σπάνιο για Ιάπωνα σχετικά μεγάλο ανάστημα.

Όταν ήταν μικρός, προτιμούσε να φεύγει από το σχολείο και να τρέχει στα βουνά και να ψαρεύει στον ποταμό Γιοσίνα, παρά να ασχολείται με τα μαθήματά του, είχε δε δείξει από νωρίς ότι διέθετε φοβερό πείσμα, που ήταν χαρακτηριστικό των προγόνων του. Όταν ο μεγαλύτερος αδελφός του αποφάσισε να φύγει από το χωριό για να σπουδάσει Ιατρική, ο πατέρας επικέντρωσε το ενδιαφέρον του στον Τομογιούκι.

Για να λάβει ο έφηβος καλύτερη παιδεία, τον έστειλε για δύο χρόνια να μείνει με τον θείο του στην περιοχή Κότσι, όπου φοίτησε στο Γυμνάσιο Καϊνάν.Διευθυντής σε εκείνο το σχολείο ήταν ένας παλαιός αριστοκράτης που καταγόταν από την τάξη των σαμουράι και επέβαλλε αυστηρή, στρατιωτική πειθαρχία στους μαθητές. Αυτή η πρόγευση της στρατιωτικής εκπαίδευσης σε λιτές συνθήκες ήταν εκείνη που πυροδότησε τη φιλοδοξία του Γιαμασίτα και το ενδιαφέρον του για το επάγγελμα των όπλων.

Το καλοκαίρι του 1899 ο νεαρός εξομολογήθηκε στη μητέρα του την επιθυμία του να γίνει στρατιωτικός. Εκείνη την περίοδο το μιλιταριστικό πνεύμα γνώριζε τεράστια άνθηση την Ιαπωνία, ο Στρατός και το Ναυτικό έβλεπαν την ισχύ τους να αυξάνεται και το ένα τρίτο του κρατικού προϋπολογισμού δαπανάτο για την άμυνα. Αν και οι περισσότεροι αξιωματικοί προέρχονταν από την τάξη των ευγενών σαμουράι, άνοιγαν ήδη οι πόρτες των στρατιωτικών σχολών και σε ανθρώπους κατώτερης καταγωγής, αρκεί να είχαν τη θέληση και τα προσόντα. Έτσι ήταν φυσικό για τους νέους να έλκονται από τις προοπτικές που προσέφερε το στρατιωτικό επάγγελμα.

Το 1900 ο Γιαμασίτα πέρασε εύκολα τις εισαγωγικές εξετάσεις και εισήχθη σε ηλικία 15 ετών ως δόκιμος στην Προπαρασκευαστική Στρατιωτική Σχολή της Περιφέρειας της Χιροσίμα. Κατά το διάστημα που φοιτούσε εκεί ο Ιαπωνικός Στρατός σημείωσε μεγάλες νίκες κατά τον Ρωσοϊαπωνικό Πόλεμο και απέδειξε για πρώτη φορά στην ιστορία του ότι μπορούσε να αντιμετωπίσει επάξια τις μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις και να τις κατατροπώσει. Αυτή η περιρρέουσα ατμόσφαιρα εθνικού μεγαλείου αποτελούσε το ιδανικό περιβάλλον για την ανάπτυξη των νέων αξιωματικών.

Το 1903 ο Γιαμασίτα ήταν μεταξύ των δοκίμων οι οποίοι επελέγησαν για να σταλούν στην 18η τάξη της Αυτοκρατορικής Ιαπωνικής Ακαδημίας Στρατού, στο Τόκιο, την εποπτεία της οποίας είχε ο ίδιος ο αυτοκράτορας Μεϊτζί, Το γεγονός αυτό έφερε για πρώτη φορά τον Γιαμασίτα σε άμεση επαφή με τη σχεδόν μυστικιστική σχέση που υπήρχε μεταξύ του θεοποιημένου ηγεμόνα και των αξιωματικών του. Ο Γιαμασίτα ονομάστηκε ανθυπολοχαγός τρία χρόνια αργότερα και η πρώτη τοποθέτησή του έγινε στο 11ο Σύνταγμα Πεζικού της Χιροσίμα.

Επιτελικές θέσεις και υπηρεσία στο εξωτερικό

Ο Γιαμασίτα συνέχισε τις σπουδές του από το 1913 μέχρι το 1916 στην 28η τάξη της Σχολής Πολέμου του Στρατού και τελειώνοντας τις εκεί υποχρεώσεις του με άριστες επιδόσεις (έκτος στην τάξη του) νυμφεύθηκε την κόρη του απόστρατου στρατηγού Ναγκαγιάμα, Χισάκο, με την οποία όμως δεν έμελλε να αποκτήσει παιδιά. Τον Αύγουστο του 1917 τοποθετήθηκε στο Γενικό Επιτελείο Στρατού και έγινε κανονικό μέλος αυτού του οργανισμού το επόμενο έτος.

Από πολύ νωρίς είχε την ευκαιρία να έλθει σε άμεση επαφή με ξένους στρατούς και να τους μελετήσει από κοντά, όπως π.χ. από το 1919 έως το 1921, οπότε υπηρέτησε ως βοηθός στρατιωτικού ακολούθου στη Βέρνη με τον βαθμό του λοχαγού. Την ίδια εποχή στην ίδια θέση υπηρετούσε και ο λοχαγός Χιντέκι Τότζο, που αργότερα έμελλε να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στη σταδιοδρομία του Γιαμασίτα.

Επιστρέφοντας στην Ιαπωνία τον Ιούλιο του 1922, ο Γιαμασίτα προήχθη σε ταγματάρχη και τοποθετήθηκε σε διάφορες διευθυντικές θέσεις; στους κόλπους του Γενικού Επιτελείου Στρατού. Τον Μάρτιο του 1926 ανέλαβε καθήκοντα εκπαιδευτή στη Σχολή Πολέμου, προήχθη σε αντισυνταγματάρχη και τον Φεβρουάριο του 1927 στάλθηκε και πάλι στην Ευρώπη, αυτή τη φορά ως στρατιωτικός ακόλουθος στην ιαπωνική πρεσβεία στη Βιέννη. Η σύζυγός του για μια ακόμη φορά δεν τον ακολούθησε στη νέα του μετάθεση, επειδή εκείνος είχε αναμιχθεί νωρίτερα σε μια εμπορική επιχείρηση η οποία χρεοκόπησε, με αποτέλεσμα να φθάσει πολύ κοντά στην παραίτηση και να έλθει σε ρήξη με τα πεθερικά του.

Όταν επέστρεψε στο Τόκιο, προήχθη σε συνταγματάρχη και τον Αύγουστο του 1930 ανέλαβε τη διοίκηση του επίλεκτου 3ου Συντάγματος Πεζικού, το οποίο στάθμευε στην περιοχή της πρωτεύουσας. Τον Απρίλιο του 1931 ο Στρατός του εμπιστεύθηκε τη θέση του Επικεφαλής του Τμήματος Υποθέσεων Στρατού στο Γραφείο Στρατιωτικών Υποθέσεων, το οποίο ασχολείτο με θέματα επιστράτευσης, άμυνας και δαπανών.

Κατά το διάστημα που υπηρέτησε εκεί, ο Γιαμασίτα υποστήριξε χωρίς επιτυχία ένα σχέδιο μείωσης του όγκου του στρατεύματος και των συνεπαγόμενων δαπανών. Παρά τις αναμφίβολες ικανότητές του, περιήλθε στη δυσμένεια ισχυρών παραγόντων της εξουσίας επειδή αναμίχθηκε σε πολιτικές φατρίες που εκείνη την εποχή άκμαζαν μέσα στον Στρατό. Ως σημαίνον στέλεχος της ομάδας που αποκαλείτο «Αυτοκρατορικός Δρόμος», ήλθε σε αντιπαλότητα με τον στρατηγό Χιντέκι Τότζο και άλλα μέλη της ομάδας «Φράξια Ελέγχου».

Σε ένα σοβαρό επεισόδιο που συνέβη στις 26 Φεβρουαρίου 1936 και κατά το οποίο επιχειρήθηκε ουσιαστικά πραξικοπηματική κατάληψη της εξουσίας, ο Γιαμασίτα ήταν διαμεσολαβητής μεταξύ των 19 νεαρών επαναστατών αξιωματικών της 1ης Μεραρχίας Πεζικού (υποστηριζόμενων από 1.483 στρατιώτες) και του Υπουργείου Πολέμου. Ως αποτέλεσμα, ττεριήλθε στη δυσμένεια του αυτοκράτορα Χίρο Χίτο επειδή ζήτησε να επιδειχθεί επιείκεια έναντι των πραξικοπηματιών.

Πολλοί τον κατηγόρησαν ως συμπαθούντα τους πραξικοπηματίες και αρκετοί συνάδελφοί του τον συμβούλευσαν να σκεφθεί σοβαρά το ενδεχόμενο της παραίτησης. Ο στρατηγός-κόμης Τεραούτσι, που ανέλαβε υπουργός Πολέμου, αποστράτευσε 2.000 από τους 8.000 αξιωματικούς του Ιαπωνικού Στρατού, σε μια προσπάθεια εκκαθάρισης των επαναστατικών θυλάκων.

Οι πολιτικοί εχθροί και η μοναδική ευκαιρία

Το 1937 τα πολιτικά πράγματα στην Ιαπωνία ήταν τόσο ευμετάβλητα και επικίνδυνα ώστε έμοιαζαν με κινούμενη άμμο, ωστόσο το περιβάλλον αυτό άνοιγε «παράθυρα» σπουδαίων ευκαιριών σε στρατιωτικούς με ικανότητες. Ο Γιαμασίτα δεν παραιτήθηκε και έναν μήνα μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα προήχθη σε υποστράτηγο και στάλθηκε στην Κορέα για να διοικήσει την 40ή Ταξιαρχία Πεζικού, κάτι που αποτελούσε ξεκάθαρα δυσμενή μετάθεση για έναν τόσο ικανό αξιωματικό.

Τον Αύγουστο του 1937 ανέλαβε για λίγους μήνες τη διοίκηση της Μικτής Ταξιαρχίας Κίνας και τον Νοέμβριο του ίδιου έτους προήχθη σε αντιστράτηγο. Οι πολιτικές απόψεις του Γιαμασίτα ήταν κάθε άλλο παρά εξτρεμιστικές και χαρακτηρίζονταν από ψύχραιμο υπολογισμό και ρεαλισμό. Ο ίδιος επέμενε ότι η Ιαπωνία έπρεπε να τερματίσει τη σύρραξη με την Κίνα και να διατηρήσει οπωσδήποτε καλές σχέσεις με τις ΗΠΑ και τη Βρετανία, όμως αγνοήθηκε και έλαβε μια άσημη θέση στη Στρατιά του Κβαντούνγκ. Τον Ιούλιο του 1938 ανέλαβε καθήκοντα επιτελάρχη στη Στρατιά Περιοχής Βόρειας Κίνας και από τον Σεπτέμβριο του 1939 έως τα τέλη του 1940 διοίκησε την 4η Μεραρχία, η οποία έδρασε στη βόρεια Κίνα εναντίον αντάρτικων ομάδων που προκαλούσαν προβλήματα στα ιαπωνικά στρατεύματα κατοχής.

Όταν ο Τότζο έγινε πρωθυπουργός, το 1939, επεφύλαξε αρχικά καλή μεταχείριση στον Γιαμασίτα, αν και δεν του συγχώρησε την παλαιότερη αντίθετη στάση του. Ο Γιαμασίτα υπήρξε, άλλωστε, επικεφαλής της «Μονάδας 82» η οποία έδρευε στη Φορμόζα και απαρτιζόταν ουσιαστικά από τους επιτελείς που κατέστρωναν τα σχέδια για πόλεμο της Ιαπωνίας προς Νότο, με στόχο τη Μαλαισία, τις Ολλανδικές Ανατολικές Ινδίες, τη Βιρμανία και την Ινδία. Τον Δεκέμβριο του 1940 ο Τότζο τον έστειλε μάλιστα σε μια εξάμηνη περιοδεία στη Γερμανία και την Ιταλία, προφανώς επειδή δεν ήθελε να έχει στο Τόκιο μια τόσο ισχυρή προσωπικότητα. Στους κύκλους του Ιαπωνικού Στρατού λεγόταν τότε ανοικτά ότι ο Γιαμασίτα ήταν ο καλύτερος στρατηγός που διέθετε η χώρα και ο Τότζο ήθελε να απαλλαγεί από έναν δυνητικό ανταγωνιστή την εποχή κατά την οποία πάσχιζε να εδραιώσει τη θέση του.

Στην Ευρώπη ο Γιαμασίτα, ως επικεφαλής ομάδας 40 στρατιωτικών ειδικών, είχε την ευκαιρία να συναντηθεί προσωπικά με τον Αδόλφο Χίτλερ (ο οποίος του είπε κατά την πρώτη κιόλας συνάντησή τους «Όλα τα μυστικά μας είναι ανοικτά για σένα») και τον Μπενίτο Μουσολίνι, Αφού επιθεώρησε την αναγεννημένη γερμανική πολεμική μηχανή, ο Γιαμασίτα διαπίστωσε πως στην πράξη οι Γερμανοί δεν επιθυμούσαν να μεταφέρουν προηγμένη τεχνογνωσία στους συμμάχους τους. «Υπήρχαν πολλά είδη υλικού που οι Γερμανοί δεν ήθελαν να δούμε», είπε αργότερα. «Οπότε προσπαθούσα να πείσω το γερμανικό Γενικό Επιτελείο να μας δείξει πράγματα όπως το ραντάρ (για το οποίο είχαμε μόνο στοιχειώδεις γνώσεις), άλλαζαν πάντα θέμα συζήτησης».

Ανέφερε όμως στο Τόκιο, εμφανώς εντυπωσιασμένος, πως και η Ιαπωνία όφειλε να προβεί άμεσα σε κινήσεις βελτίωσης της αεροπορίας, των τεθωρακισμένων, των διαβιβάσεων, του μηχανικού και των μέσων χημικού πολέμου και να θέσει όλους τους Κλάδους υπό ενιαία διοίκηση. Αναχώρησε από τη Γερμανία λίγο πριν από την έναρξη της επιχείρησης «Μπαρμπαρόσα», η οποία θα άλλαζε άρδην τη ροή του πολέμου στην Ευρώπη, και παρουσιαζόμενος στον αυτοκράτορα συμφώνησε με την εκτίμηση των στρατηγικών σχεδιαστών του Τόκιο ότι θα έπρεπε να αναληφθεί μια εκστρατεία προς Νότο, παρά εναντίον του Σοβιετικού Στρατού.

Στο μεταξύ ο Τότζο δεν έβλεπε την ώρα για να στείλει τον Γιαμασίτα και πάλι σε κάποιον μακρινό προορισμό. Τον Ιούλιο του 1941 τον διόρισε διοικητή της Στρατιάς του Κβαντούνγκ. Σύντομα όμως θα έρχονταν μεγαλύτερες προκλήσεις, οι οποίες θα έκαναν το άστρο του Γιαμασίτα να λάμψει. Ήδη από την εποχή της πτώσης της Γαλλίας, το καλοκαίρι του 1940, η Ιαπωνία είχε εκμεταλλευθεί δεόντως την ευκαιρία για να πατήσει στη Γαλλική Ινδοκίνα, γεγονός που την έφερνε πολύ πιο κοντά στη Σιγκαπούρη, το μεγάλο λιμάνι – φρούριο των Βρετανών στη νοτιοανατολική Ασία.

Έτσι το Ιαπωνικό Αυτοκρατορικό Ναυτικό απέκτησε ανέξοδα βάσεις οι οποίες απείχαν 1.200 χιλιόμετρα από τη Σιγκαπούρη και αεροδρόμια σε απόσταση 480 χιλιομέτρων από την Κότα Μπαρού. Η απόφαση της Ιαπωνίας να προχωρήσει σε πόλεμο κατά των Δυτικών δυνάμεων για να αξιοποιήσει τη σπάνια ευκαιρία που της παρουσιαζόταν, ελήφθη σε μια δραματική σύσκεψη στις 6 Σεπτεμβρίου 1941.

Εκτός από την εξουδετέρωση του Αμερικανικού Στόλου του Ειρηνικού στο Περλ Χάρμπορ με την αιφνιδιαστική αεροπορική επιδρομή που είχε σχεδιάσει ο ναύαρχος Γιαμαμότο, ο Ιαπωνικός Στρατός είχε σχεδιάσει μια αστραπιαία εκστρατεία κατά του Χονγκ Κονγκ, της Μαλαισίας και των Φιλιππίνων και σε δεύτερη φάση κατά των Ολλανδικών Ανατολικών Ινδιών. Στις 6 Νοεμβρίου 1941 ο στρατηγός Γκεν Σουγκιγιάμα, αρχηγός του Αυτοκρατορικού Γενικού Επιτελείου Στρατού, διόρισε τον Γιαμασίτα διοικητή της 25ης Στρατιάς (στη θέση του αντιστράτηγου Σοτζίρο Ιίντα), η οποία προετοιμαζόταν για την εισβολή στη Μαλαισία και ολοκλήρωνε την εκπαίδευσή της στη μεγάλη νήσο Χαϊνάν στη Νότια Σινική Θάλασσα.

Ο κεραυνοβόλος πόλεμος στη ζούγκλα της Μαλαισίας

Η Μαλαϊκή χερσόνησος καλύπτεται σχεδόν ολοκληρωτικά από ζούγκλα και φυτείες καουτσούκ. Τα βρετανικά στρατιωτικά δόγματα της εποχής δέχονταν ότι τέτοιες εκτάσεις καθιστούσαν εξαιρετικά δυσχερή την κίνηση μεγάλων στρατιωτικών δυνάμεων και ήταν πρακτικά αδιάβατες. Η παραπάνω χερσόνησος διασχίζεται επίσης από έναν ορεινό κορμό, όπως η Ιταλία, όπου η ανατολική πλευρά καλυπτόταν τότε από ζούγκλα και έλη ενώ η δυτική είχε καλλιεργήσιμες εκτάσεις και δρόμους με κατεύθυνση από βορρά προς νότο.

Στις αρχές Δεκεμβρίου 1941 υπήρχαν εκεί 19.600 Βρετανοί στρατιώτες, 37.000 Ινδοί και 15.200 Αυστραλοί, οι οποίοι υποστηρίζονταν από 16.800 ντόπιους εθελοντές στρατιώτες. Ο πόλεμος στη ζούγκλα όμως απαιτούσε ειδική άσκηση και τα τμήματα αυτά ούτε αρκετά εκπαιδευμένα ήταν, ούτε επαρκές υλικό διέθεταν. Μπορούσαν ωστόσο να υπολογίζουν στην υποστήριξη του πανίσχυρου Βασιλικού Ναυτικού που είχε ως βάση του τη Σιγκαπούρη.

Η αεροπορική τους κάλυψη από 141 καταδιωκτικά και βομβαρδιστικά, υστερούσε σοβαρά σε σχέση με τα 566 αεροσκάφη τα οποία προέβλεπαν τα αμυντικά σχέδια. Ο Βρετανός αντιστράτηγος σερ Άρθουρ Πέρσιβαλ, ανώτατος διοικητής των συμμαχικών δυνάμεων στην περιοχή, ανέφερε επίσης ότι του έλειπαν 17 τάγματα πεζικού και δύο επιλαρχίες αρμάτων από τη σύνθεση που είχε κρίνει ως ελάχιστη απαραίτητη για να αποκρούσει επίθεση τριών μεραρχιών. Οι Βρετανοί όμως εξακολουθούσαν να έχουν την πεποίθηση ότι η Σιγκαπούρη ήταν απόρθητη και πίστευαν πως με την υποστήριξη του Ναυτικού τους θα καθιστούσαν απαγορευτικό το κόστος οποιασδήποτε εχθρικής επίθεσης εναντίον της.

Ο Γιαμασίτα θα απεδείκνυε πολύ γρήγορα πόσο εσφαλμένη ήταν η βρετανική αντίληψη. Αναλαμβάνοντας τη νέα του διοίκηση, διαπίστωσε από τις αναφορές των Ιαπώνων πρακτόρων που δραστηριοποιούντο στη Σιγκαπούρη πως τα βαριά πυροβόλα του φρουρίου ήταν στραμμένα προς τη θάλασσα και όχι προς την ξηρά, ότι η δύναμη της RAF στη Μαλαισία είχε διογκωθεί επίτηδες για εκφοβισμό και ότι ήταν εξαιρετικά πιθανό για μια δύναμη 30.000 καλά εκπαιδευμένων μαχητών να καταλάβουν ολόκληρη τη Μαλαισία, αρκεί να εξουδετερωνόταν με κάποιον τρόπο το Βασιλικό Ναυτικό.

Άλλοι Ιάπωνες αξιωματικοί που πληροφορήθηκαν αυτές τις σκέψεις έδειξαν να εκπλήσσονται, όμως ο Γιαμασίτα εξέφρασε τη βεβαιότητα ότι οι περισσότεροι υπερασπιστές της Μαλαισίας ήταν Ινδοί και Μαλαισιανοί και, συνεπώς, ήταν αδύνατο σε οποιουσδήποτε Ασιάτες να νικήσουν τον Ιαπωνικό Στρατό. Έτσι εξέπληξε τους ανωτέρους του λέγοντάς τους ότι τρεις μεραρχίες γι’ αυτή την αποστολή ήταν αρκετές, ενώ πέντε ήταν υπερβολικά πολλές.

Στις 4 Δεκεμβρίου 1941 ο Γιαμασίτα επιβιβάστηκε στο οπλιταγωγό «Ryujo Maru» και μια νηοπομπή 20 πλοίων αναχώρησε από το νησί Χαϊνάν για να εισβάλει στη Σινγκόρα και στο Πατάνι της Ταϊλάνδης και στην Κότα Μπαρού της Μαλαισίας, τις κύριες «θύρες εισόδου» στη Μαλαϊκή χερσόνησο. Στις 05.20 της 8ης Δεκεμβρίου πήδηξε έξω από μια αποβατική άκατο στη Σινγκόρα, προχώρησε μέχρι το σπίτι του τοπικού έπαρχου και απαίτησε από τον στρατό του τελευταίου να επιτρέψει την ελεύθερη διέλευση των ιαπωνικών δυνάμεων από την Ταϊλάνδη. Πολύ σύντομα τα τμήματα του Γιαμασίτα βρίσκονταν στους δρόμους που οδηγούσαν προς τη Σιγκαπούρη, κινούμενα ακάθεκτα κατά μήκος της δυτικής ακτής της Μαλαισίας.

Οι δυνάμεις του αριθμούσαν 60.000 άνδρες και 600 αεροσκάφη και περιελάμβαναν τη 2η Μεραρχία Αυτοκρατορικών Φρουρών (υποστράτηγος Τακούμα Νισιμούρα), η οποία δεν είχε λάβει ακόμα το βάπτισμα του πυρός, τη 18η Μεραρχία (υποστράτηγος Ρενία Μουταγκούτσι), την 5η Μεραρχία (υποστράτηγος Τακούρο Ματσούι), την 3η Τεθωρακισμένη Ταξιαρχία με 80 άρματα μάχης, την 3η Αεροπορική Ομάδα και μονάδες πυροβολικού, μηχανικού και διοικητικής μέριμνας. Εφεδρεία της 25ης Στρατιάς ήταν η 56η Μεραρχία.

Άμεσος προϊστάμενος του Γιαμασίτα σε εκείνη την εκστρατεία ήταν ο στρατηγός-κόμης Χισαΐτσι Τεραούτσι, διοικητής της Νότιας Στρατιάς Περιοχής, ο οποίος δεν έτρεφε και τα καλύτερα αισθήματα απέναντί του, από την εποχή του πραξικοπήματος του 1936. Ο υποστράτηγος Νισιμούρα των Φρουρών ήταν επίσης εξαρχής πολύ αρνητικά διακείμενος απέναντι στον διοικητή του και απρόθυμος να εκτελέσει τις διαταγές του, ίσως επειδή ο Γιαμασίτα τον είχε προσβάλει κάποτε λέγοντάς του ότι οι Φρουροί είχαν να πολεμήσουν από το 1905 και χρειάζονταν κάποια εκγύμναση για να βρουν τη φόρμα τους. Ο διευθυντής επιχειρήσεων της 25ης Στρατιάς, συνταγματάρχης Μασανόμπου Τσούτζι, βρισκόταν επίσης σε τακτική επαφή με το Τόκιο αναφέροντας το παραμικρό από ό,τι συνέβαινε στο στρατηγείο του. Έτσι ο Γιαμασίτα ξεκίνησε την εκστρατεία έχοντας εχθρούς προϊσταμένους, εχθρούς υφισταμένους και έναν κατάσκοπο μέσα στο επιτελείο του. Όλοι ήταν έτοιμοι να τον κατασπαράξουν με την παραμικρή αφορμή που θα τους έδινε.

Έκπληκτοι από τις τολμηρές ιαπωνικές αποβάσεις, οι Βρετανοί υποχώρησαν σύντομα από τις τοποθεσίες Κροχ και Ζίτρα, οι οποίες ήταν και οι μόνες φυσικά οχυρές που θα μπορούσαν να κρατήσουν μακριά τον εχθρό.

Ενώ οι Ιάπωνες κυριαρχούσαν απόλυτα στον αέρα, τα βρετανικά στρατεύματα τράπηκαν σε φυγή εγκαταλείποντας άθικτα τα προκεχωρημένα αεροδρόμιά τους και μαζί με αυτά μεγάλες ποσότητες καυσίμων. Σαν να μην έφθανε ο αιφνιδιασμός που επέφερε ο Γιαμασίτα στην ξηρά, στις 10 Δεκεμβρίου ήλθε και ένα σκληρό πλήγμα στη θάλασσα για να καταρρακώσει το ηθικό των αμυνομένων.

Εκείνη την ημέρα το θωρηκτό «Prince of Wales» και το καταδρομικό μάχης «Repulse», που συγκροτούσαν τη Δύναμη «Ζ» του ναυάρχου σερ Τόμας Φίλιπς, υπέκυψαν σε μικρό χρόνο στις προσβολές των αεροσκαφών του Ιαπωνικού Ναυτικού και κατέληξαν στον βυθό στα ανοικτά των ακτών της Μαλαισίας.

Ενώ οι Βρετανοί πάσχιζαν μάταια να οργανώσουν κάποια τοποθεσία ανάσχεσης, χωρίς σύστημα, στρατηγικό σχέδιο και αποφασιστική ηγεσία, οι τρεις μεραρχίες του Γιαμασίτα (η 56η Μεραρχία αποδεσμεύτηκε και δεν χρειάστηκε να συμμετάσχει τελικά στην εκστρατεία) προέλασαν ταχύτατα προς νότο κατά μήκος της δυτικής πλευράς της Μαλαϊκής χερσονήσου, υπό καταρρακτώδη βροχή και υπερφαλαγγίζοντας την εχθρική αντίσταση με αμφίβιες ενέργειες. Στις 7 Ιανουαρίου διέσπασαν με άρματα μάχης και πεζικό τις βρετανικές αμυντικές θέσεις στον ποταμό Σλιμ κι έτσι άνοιξε ο δρόμος για την Κουάλα Λουμπούρ, όπου εισήλθαν τέσσερις μέρες αργότερα. Ελισσόμενοι μέσα από μαγκρόβια έλη που θεωρούντο αδιάβατα ή κινούμενοι με ποδήλατα στους δρόμους, οι Ιάπωνες στρατιώτες προχωρούσαν ακάθεκτοι.

Την ώρα που τα αυστραλιανά στρατεύματα μάχονταν σκληρά και προκαλούσαν βαριές απώλειες στους Ιάπωνες, οι τομείς του μετώπου τους οποίους επάνδρωναν οι Ινδοί παρουσίαζαν ρήγματα με την πρώτη πίεση που δέχονταν. Μια σκληρή μάχη στη Μουάρ η οποία διήρκεσε έξι ημέρες, δεν στάθηκε ικανή να ανακόψει την προέλαση της 25ης Στρατιάς. Ο Γιαμασίτα γνώριζε ότι είχε την πρωτοβουλία των κινήσεων και πίεζε τις δυνάμεις του να διατηρήσουν την ορμή τους, ξεπερνώντας την ταχύτητα με την οποία μπορούσε να τον ακολουθήσει η επιμελητεία του. Ο Ιάπωνας στρατηγός βασιζόταν στα κυριευμένα εφόδια για να συντηρήσει τον στρατό του και να του επιτρέψει να κινείται ασταμάτητα.

Η πτώση της Σιγκαπούρης

Εκείνη την εποχή ο ιαπωνικός Τύπος έπλεκε ήδη το εγκώμιο του Γιαμασίτα και τον είχε μετατρέψει σε μια θρυλική φυσιογνωμία, αντάξια των ηρωικών προγόνων του έθνους. Φυσικά ο ίδιος έβλεπε αυτές τις υπερβολές με σκεπτικισμό, αν όχι με ανησυχία, διότι αντιλαμβανόταν πως ο Τότζο δεν θα ανεχόταν ποτέ την ύπαρξη ενός ισχυρού ανταγωνιστή στις τάξεις του Στρατού. Φοβόταν μάλιστα μήπως αυτός ο δημόσιος εκθειασμός καταλήξει σε κάποια απόπειρα δολοφονίας εναντίον του.

Η δυσπιστία που έτρεφε ο Γιαμασίτα προς τους ανωτέρους του ήταν αμοιβαία. Ο στρατηγός Τεραούτσι τον επέπληξε και τον πρόσβαλε μοιράζοντας απλόχερα παράσημα σε αξιωματικούς της 25ης Στρατιάς αλλά όχι στον επικεφαλής της. Ο Γιαμασίτα έγραψε οργισμένος εκείνη την εποχή: «Αν η Νότια Στρατιά Περιοχής σκοπεύει να απονείμει αυτά τα παράσημα, τότε οι στρατιώτες θα λαμβάνουν διαταγές από αυτόν τον σχηματισμό και όχι από εμένα».

Στο μεταξύ τα βρετανικά στρατεύματα συσσωρεύτηκαν στη Σιγκαπούρη, έχοντας απωθηθεί από όλες τις διαδοχικές τοποθεσίες που επιχείρησαν να κρατήσουν στη Μαλαισία. Αριθμούσαν πια 85.000 άνδρες, περιλαμβανομένων και έξι βρετανικών ταγμάτων τα οποία μόλις είχαν αφιχθεί. Στη Σιγκαπούρη όμως δεν βρήκαν ούτε κατάλληλα οχυρωματικά έργα ούτε ικανή διοίκηση και, επιπλέον, το νησί ασφυκτιούσε από τον πολυάριθμο άμαχο πληθυσμό. Στις 23 Ιανουαρίου 1942 ο Τεραούτσι έστειλε στο στρατηγείο του Γιαμασίτα τον επιτελάρχη του, αντιστράτηγο Οσάμου Τσουκάντα, μαζί με πολυσέλιδα σχέδια και οδηγίες σχετικά με το πώς έπρεπε να κυριεύσει τη Σιγκαπούρη. Ο Γιαμασίτα έσκισε προκλητικά αυτά τα σχέδια και έγραψε: «Όποτε υπάρχουν δύο εναλλακτικές λύσεις, η Νότια Στρατιά Περιοχής πάντα προτείνει τη λανθασμένη».

Στις 31 Ιανουαρίου 1942 οι Ιάπωνες είχαν φθάσει πια στα στενά της Ιοχόρης. Από το παλαιό αυτοκρατορικό ανάκτορο του σουλτάνου της Ιοχόρης, όπου είχε εγκαταστήσει το στρατηγείο του, ο Γιαμασίτα παρακολούθησε τους άνδρες του να διασχίζουν τα στενά το πρωί της 8ης Φεβρουαρίου και να αποβιβάζονται στη Σιγκαπούρη. Στη μέση της μάχης ο διοικητής της 2ης Μεραρχίας Αυτοκρατορικών Φρουρών δίστασε να προχωρήσει, ισχυριζόμενος ότι έβλεπε φλόγες στην επιφάνεια του νερού και φοβόταν μήπως πέσει σε κάποια καταστρεπτική παγίδα του εχθρού.

Ο Γιαμασίτα απάντησε απλώς: «Η Μεραρχία Αυτοκρατορικών Φρουρών μπορεί να ενεργήσει όπως επιθυμεί σε αυτή τη μάχη» και το μήνυμα αυτό ήταν αρκετό για να θίξει τον εγωισμό και την υπερηφάνεια των επίλεκτων στρατιωτών και να τους ωθήσει να επιτεθούν αμέσως.

Στις 9 Φεβρουαρίου ήταν φανερό ότι η 25η Στρατιά είχε μείνει από καύσιμα και πυρομαχικά, πληρώνοντας το τίμημα για την ταχύτατη προέλασή της. Μια μακρά πολιορκία της Σιγκαπούρης ήταν αδύνατη, καθώς το σύστημα διοικητικής μέριμνας του Γιαμασίτα κόντευε να καταρρεύσει.

Η Νότια Στρατιά Περιοχής δεν ανταποκρινόταν στα αιτήματά του για χορήγηση πυρομαχικών και μονάδων μηχανικού κι έτσι ο Γιαμασίτα δεν είχε άλλη λύση από το να καταφύγει στην μπλόφα για να κερδίσει αυτή τη μάχη. «Είχα 30.000 άνδρες», ομολογούσε αργότερα, «και υστερούσα αριθμητικά σε αναλογία μεγαλύτερη από τρία προς ένα. Γνώριζα πως αν αναγκαζόμουν να πολεμήσω για πολύ χρόνο για τη Σιγκαπούρη στο τέλος θα έχανα. Γι’ αυτό έπρεπε να υπάρξει αμέσως παράδοση του φρουρίου. Φοβόμουν διαρκώς μήπως οι Βρετανοί ανακαλύψουν την αριθμητική αδυναμία μας και την έλλειψη εφοδίων και με υποχρεώσουν να διεξαγάγω καταστροφικές οδομαχίες μέσα στην πόλη».

Στις 10 του μήνα ο Γιαμασίτα έριξε με αεροπλάνα στους Βρετανούς το αίτημά του να παραδοθούν. Τρεις ημέρες αργότερα οι Ιάπωνες κατόρθωσαν να αποκόψουν τη Σιγκαπούρη από το δίκτυο υδροδότησής της. Το πρωί της 15ης Φεβρουαρίου ο Πέρσιβαλ περπάτησε μέχρι το εργοστάσιο της Ford στο Μπουκίτ Τιμάχ, ακολουθώντας τις οδηγίες που είχε ρίξει αεροπορικώς ο Γιαμασίτα και φέροντας υψωμένη μια λευκή σημαία. Ο Γιαμασίτα έδωσε στον Βρετανό αξιωματικό το έγγραφο της παράδοσης που είχε ετοιμάσει και ο Πέρσιβαλ ζήτησε πίστωση μιας ημέρας για να το μελετήσει. «Αν δεν υπογράψετε τώρα, θα συνεχιστεί η μάχη», απείλησε σε έντονο ύφος ο Γιαμασίτα. «Το μόνο που θέλω να γνωρίζω είναι αν παραδίδεστε άνευ όρων. Ναι ή όχι;».

Μπροστά σε αυτή την επίδειξη ισχύος και αποφασιστικότητας ο Πέρσιβαλ χλόμιασε και είπε απλώς «Ναι». Το τολμηρό αυτό ψυχολογικό παιχνίδι υπήρξε για τον Γιαμασίτα το επιστέγασμα μιας απίστευτης εκστρατείας θριάμβου, η οποία κατέληξε να αποτελέσει τη μεγαλύτερη νίκη στην ιστορία του Ιαπωνικού Στρατού. Με κόστος 3.000 νεκρών, οι Ιάπωνες είχαν αιχμαλωτίσει 80.000 άνδρες και είχαν κυριεύσει σε χρόνο-ρεκόρ το δήθεν απόρθητο φρούριο της Βρετανικής Αυτοκρατορίας στην Ασία.

Η πτώση της Σιγκαπούρης υπήρξε ένα πραγματικό σοκ για τον βρετανικό λαό. Ο πρωθυπουργός Ουίνστον Τσώρτσιλ είπε προς τους λαούς της αυτοκρατορίας σε μια ραδιοφωνική ομιλία του: «Απευθύνομαι σε σας κάτω από τη σκιά μιας βαριάς ήττας. Είναι μια ήττα για τη Μεγάλη Βρετανία και την Αυτοκρατορία. Η Σιγκαπούρη έπεσε. Ολόκληρη η Μαλαϊκή χερσόνησος κατελήφθη. Νέοι κίνδυνοι μας κυκλώνουν και κανένας από όσους αντιμετωπίσαμε έως σήμερα με επιτυχία στα μητροπολιτικά εδάφη και στην Ανατολή δεν έχει μειωθεί».

Η εκστρατεία εκείνη ακολουθήθηκε από εγκλήματα πολέμου εκ μέρους των Ιαπώνων σε βάρος των πολυάριθμων αιχμαλώτων Συμμάχων, καθώς και πολιτών. Το κατά πόσο είχε ευθύνη ο Γιαμασίτα για τις πορείες θανάτου στις οποίες υποβλήθηκαν οι αιχμάλωτοι και για τις αποτρόπαιες σφαγές στο νοσοκομείο «AIexandra» και στο Σουκ Κινγκ, παραμένει ένα αμφιλεγόμενο ζήτημα. Κάποιοι ισχυρίζονται ότι δεν έπραξε τίποτα για να σταματήσει αυτές τις ωμότητες, αν και διέταξε την εκτέλεση ενός αξιωματικού που έλαβε μέρος σε μια σφαγή, καθώς και στρατιωτών οι οποίοι συνελήφθησαν να λεηλατούν περιουσίες. Η αλήθεια είναι ότι ο Γιαμασίτα απαίτησε να υπάρξει ανθρώπινη μεταχείριση των αιχμαλώτων και να τους χορηγούνται οι ίδιες μερίδες τροφής με τους Ιάπωνες στρατιώτες. Τα πράγματα χειροτέρεψαν πολύ για τους κρατούμενους όταν έφθασε αργότερα μια διαταγή του Τότζο η οποία έλεγε πως για να τραφεί ένας αιχμάλωτος έπρεπε να εργάζεται.

Δυσμενής μετάθεση

Στην Ιαπωνία ο Γιαμασίτα, που υπηρετούσε ως Στρατιωτικός Διοικητής Μαλαισίας και Σουμάτρας, ήταν πια εθνικός ήρωας και είχε κερδίσει από φίλους και εχθρούς το προσωνύμιο «Τίγρης της Μαλαισίας». Ο ίδιος υπέβαλε ένα ακόμη πιο τολμηρό σχέδιο στην ανώτατη διοίκηση, ισχυριζόμενος ότι με δύο μεραρχίες πεζικού θα μπορούσε να αποβιβαστεί σε κάποια αφύλακτη ακτή της Αυστραλίας και να σπείρει τον τρόμο στο νησί, από το Ντάργουιν προς την Αδελαΐδα και τη Μελβούρνη στον έναν άξονα και προς το Σύδνεϋ στον άλλο άξονα. Αν οι Ιάπωνες στρατιώτες είχαν ανταποκριθεί τόσο καλά στις ζούγκλες της Μαλαισίας, δεν υπήρχε λόγος αμφιβολίας για την επιτυχία τους στο πιο υγιεινό περιβάλλον της Αυστραλίας.

Ο Τότζο, ωστόσο, δεν έδειχνε να συμμερίζεται τον γενικό ενθουσιασμό, ούτε τα φιλόδοξα σχέδια του κατακτητή της Σιγκαπούρης. Αντί να αναθέσει στον θριαμβευτή αντιστράτηγο έναν πιο κεντρικό ρόλο στην πολεμική προσπάθεια κατά των ΗΠΑ και της Βρετανίας, η οποία είχε μόλις αρχίσει, τον μετέθεσε στις 17 Ιουλίου 1942, πριν προλάβει να εκφωνήσει τον νικητήριο λόγο του ενώπιον του αυτοκράτορα (όπως συνηθιζόταν), στο κράτος-μαριονέτα του Μαντσουκουό, το οποίο είχε δημιουργήσει η Ιαπωνία στη Μαντζουρία, ώστε να μην του επιτρέψει να δρέψει άλλες δάφνες. Για τον Γιαμασίτα, που περίμενε τουλάχιστον να του επιτρέψουν να ηγηθεί της εκστρατείας για την κατάκτηση της Βιρμανίας και της Ινδίας, αυτός ο διορισμός αποτέλεσε μια ανώμαλη προσγείωση στην πραγματικότητα.

Το πιο κοντινό σημείο στην Ιαπωνία από όπου πέρασε ο Γιαμασίτα ευρισκόμενος καθ’ οδόν για τη Μαντζουρία ήταν η Ταϊβάν, όπου η τοπική στρατιωτική διοίκηση σκέφθηκε να τον τιμήσει θέτοντας στη διάθεσή του τρεις όμορφες γκέισες. Εκείνος αρνήθηκε ευγενικά να δεχθεί το «δώρο». Στη Μαντζουρία ανέλαβε τη διοίκηση της 1ης Στρατιάς Περιοχής, με το στρατηγείο του στο Μουτακιάνγκ, στη σιβηρική μεθόριο, και πέρασε τα επόμενα τρία χρόνια με τον άχαρο ρόλο της εκπαίδευσης στρατευμάτων και της ενημέρωσης του Που Γι (του τελευταίου αυτοκράτορα της Κίνας) για την πρόοδο του πολέμου.

Λέγεται ότι ο Τότζο δικαιολόγησε αυτή τη δυσμενή μετάθεση επικαλούμενος μια ατυχή ομιλία που είχε εκφωνήσει ο Γιαμασίτα στις αρχές του 1942 ενώπιον πολιτικών ηγετών της Σιγκαπούρης, κατά την οποία αποκάλεσε τον τοπικό πληθυσμό «Πολίτες της Ιαπωνικής Αυτοκρατορίας». Αυτό θεωρήθηκε ότι έφερε σε δύσκολη θέση την ιαπωνική κυβέρνηση, η οποία δεν θεωρούσε σε καμία περίπτωση ότι οι κάτοικοι των κατακτημένων περιοχών θα μπορούσαν ποτέ να έχουν ίσα δικαιώματα με τους Ιάπωνες πολίτες.

Ο Γιαμασίτα εξέφρασε τη δυσαρέσκειά του εξαφανιζόμενος σχεδόν ολοκληρωτικά από το προσκήνιο για όσο διάστημα υπηρέτησε στη Μαντζουρία. Δεν εθεάθη ποτέ σε κάποιο εστιατόριο, κοινωνική εκδήλωση ή δημόσιο θέαμα και αποτραβήχτηκε στα καθήκοντά του με την προσήλωση του ερημίτη και με μόνη συντροφιά τη σύζυγό του, η οποία τον ακολούθησε στην ιδιότυπη «εξορία». Η μόνη στιγμή που τον είδαν πραγματικά ευχαριστημένο, ήταν όταν επτά μήνες μετά την άφιξή του στη Μαντζουρία και ενώ βρισκόταν σε μια σύσκεψη με διοικητές μεραρχιών, έφθασε ένα σήμα για την προαγωγή του σε στρατηγό.

Ενώ ο Γιαμασίτα βρισκόταν έξω από την κεντρική σκηνή των στρατιωτικών επιχειρήσεων, τα πολεμικά πράγματα έλαβαν σταδιακά πολύ άσχημη τροπή για την Ιαπωνία. Η επεκτατική ορμή της τελευταίας σταμάτησε το 1942 με την αεροναυμαχία στο Μίντγουεϊ και την πολύμηνη μάχη στο Γκουανταλκανάλ και από εκεί και πέρα άρχισε η στρατηγική συρρίκνωση, καθώς η επιθετική πρωτοβουλία περιήλθε σταθερά στα χέρια των Συμμάχων. Ολόκληρο εκείνο το διάστημα ο Γιαμασίτα απέφευγε επιμελώς να εμπλακεί σε συζητήσεις για τη γενικότερη πορεία του πολέμου. Στα σχόλια των επιτελών του απαντούσε σταθερά: «Έργο μας είναι να κοιτάμε προς Βορρά, προς τους Ρώσους».

Τον Ιούλιο του 1944 οι Αμερικανοί κατέλαβαν τη νήσο Σαϊπάν στο σύμπλεγμα των Μαριάννων Νήσων και τα βαριά βομβαρδιστικά αεροσκάφη τους βρίσκονταν πλέον σε κατάλληλη θέση για να αρχίσουν να σφυροκοπούν τα ιαπωνικά μητροπολιτικά νησιά. Κάτω από το συντριπτικό βάρος της ήττας στον κεντρικό και στον δυτικό Ειρηνικό, η κυβέρνηση Τότζο έπεσε.

Η νέα κυβέρνηση που σχηματίστηκε υπό τον στρατηγό Κοΐσο Κουνιάκι, έσπευσε να αναθέσει πιο ενεργό ρόλο στον καλύτερο ίσως στρατηγό που διέθετε τότε η Ιαπωνία και ο Γιαμασίτα κλήθηκε στις 25 Σεπτεμβρίου 1944 να παρουσιαστεί στο Αυτοκρατορικό Γενικό Επιτελείο Στρατού στο Τόκιο. Η πρώτη αντίδρασή του λαμβάνοντας αυτό το σήμα, ήταν να πει σε έναν επιτελή του: «Ήλθε η σειρά μου να πεθάνω, έτσι;». Στο Τόκιο του ανατέθηκε η διοίκηση της 14ης Στρατιάς Περιοχής, τομέας ευθύνης της οποίας ήταν οι Φιλιππίνες, με το στρατηγείο της εγκατεστημένο στη Μανίλα, επί της νήσου Λουζόν.

Ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού, στρατηγός Γιοσιτζίρο Ουμέζου, έκρινε πως η κρίσιμη μάχη που θα διεξαγόταν σύντομα στις Φιλιππίνες θα ήταν ένας τιτάνιος αγώνας μέχρις εσχάτων, ο οποίος δεν θα είχε τόσο ως στόχο να αποκρούσει τον εχθρό, όσο να τον «ματώσει» σε τέτοιο βαθμό ώστε να τον κάνει να πιστέψει πως η κατάκτηση της Ιαπωνίας ήταν αδύνατη. Γι’ αυτό ο Ουμέζου έκρινε πως ο προηγούμενος διοικητής της 14ης Στρατιάς Περιοχής, στρατηγός Σιγκενόρι Κουρόντα, δεν ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος για μια τέτοια αποστολή αυτοκτονίας.

Αφού ενημερώθηκε για την αποστολή του, ο Γιαμασίτα αντελήφθη πλήρως ότι εκείνη θα ήταν η τελευταία μάχη του. Έγινε δεκτός από τον αυτοκράτορα και κατόπιν προσευχήθηκε στον ναό Γιασουκούνι του Τόκιο, όπου οι Ιάπωνες πιστεύουν ότι κατοικούν οι ψυχές των πεσόντων πολεμιστών του έθνους. Στη συνέχεια ήταν πια έτοιμος να βαδίσει προς τον θάνατό του, όπως οι σαμουράι του παρελθόντος.

Απεγνωσμένη άμυνα στις Φιλιππίνες

Οι Φιλιππίνες ήταν ο στόχος του Αμερικανού στρατηγού Ντάγκλας Μακάρθουρ, ο οποίος συντόνιζε την προέλασή του από τον νοτιοδυτικό Ειρηνικό με εκείνη των αεροναυτικών δυνάμεων και των πεζοναυτών του ναυάρχου Νίμιτς βορειότερα. Η επιστροφή στις Φιλιππίνες ήταν για τον Μακάρθουρ ζήτημα τιμής, αφού είχε υπηρετήσει εκεί επί χρόνια σε ανώτατα στρατιωτικά αξιώματα και είχε πληγωθεί βαθιά όταν υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει τον φιλιππινέζικο λαό στη μοίρα του το 1942.

Ο Γιαμασίτα έφθασε στη Μανίλα 10 ημέρες πριν πατήσουν το πόδι τους στις ακτές του Λέυτε τα στρατεύματα του Μακάρθουρ. Η κατάσταση που βρήκε ο Ιάπωνας στρατηγός στις Φιλιππίνες ήταν χαοτική. Στα νησιά αυτά στάθμευαν περισσότεροι από 300.000 Ιάπωνες στρατιώτες αλλά ο Γιαμασίτα διοικούσε μόνο 120.000 από αυτούς. Οι υπόλοιποι, κυρίως προσωπικό του Αυτοκρατορικού Ναυτικού, ήταν υπόλογοι σε διαφορετική αλυσίδα διοίκησης, γεγονός που περιέπλεκε αφάνταστα τα πράγματα και δυσχέραινε την όποια προσπάθεια προβολής συντονισμένης άμυνας. Η ιαπωνική αεροπορική και ναυτική ισχύς ήταν σχεδόν ανύπαρκτη και το χειρότερο ήταν πως ο Γιαμασίτα ήταν υποχρεωμένος να έχει ως άμεσο προϊστάμενό του έναν παλαιό εχθρό του, τον κόμη Τεραούτσι, που στο μεταξύ είχε προαχθεί σε στρατάρχη και είχε επίσης το στρατηγείο του στη Μανίλα.

Στη Λουζόν στάθμευαν πέντε ιαπωνικές μεραρχίες. Στον Γιαμασίτα υπαγόταν επίσης η 35η Στρατιά του αντιστράτηγου Σοσάκου Σουζούκι, η οποία διέθετε τη 16η Μεραρχία στη νήσο Λέυτε, την 30ή και την 100 Μεραρχία στη νήσο Μιντανάο και την 102 Μεραρχία κατανεμημένη σε άλλα νησιά στα δυτικά. Ο Γιαμασίτα διαπίστωσε ότι πολλά από τα στρατεύματά του ήταν ανεκπαίδευτα, η ηγεσία τους δεν ήταν προσαρμοσμένη στα σύγχρονα δόγματα, τα καύσιμα και τα πυρομαχικά υπήρχαν σε περιορισμένες ποσότητες και οι συγκοινωνίες βρίσκονταν στο έλεος των ντόπιων ανταρτών. Ακόμη και αν είχε αναλάβει τη διοίκηση της 14ης Στρατιάς Περιοχής έναν χρόνο νωρίτερα, δύσκολα θα προλάβαινε να την προετοιμάσει για τη θύελλα που πλησίαζε – πόσο μάλλον τη στιγμή που ανέλαβε τα ηνία της μερικές ημέρες πριν από τη μάχη. Ο ηθικός κώδικας των σαμουράι όμως υπαγορεύει ότι ένας πολεμιστής δέχεται αδιαμαρτύρητα την αποστολή η οποία του ανατίθεται και δεν εγκαταλείπει ποτέ τον αγώνα, όσο απελπιστική κι αν είναι η κατάσταση.

Αφού επιθεώρησε τις δυνάμεις του και ενημερώθηκε επί τόπου για τα προβλήματα από τους διοικητές των μεραρχιών, ο Γιαμασίτα έδωσε συνέντευξη σε ξένους δημοσιογράφους. Όταν ερωτήθηκε για τη στάση που θα τηρούσε απέναντι στους Φιλιππινέζους αντάρτες, οι οποίοι ήταν πολύ δραστήριοι εκείνη την περίοδο, απάντησε: «Όποιος μάχεται κατά της Ιαπωνίας είναι εχθρός μας, ακόμη κι αν είναι Φιλιππινέζος. Στον πόλεμο είτε θα φάμε, είτε θα μας φάνε. Αν δεν λιώσουμε τους αντάρτες, σίγουρα θα μας φάνε αυτοί».

Η περίοδος της αναμονής για τη μεγάλη μάχη έληξε στις 20 Οκτωβρίου 1944, όταν οι αμερικανικές δυνάμεις αποβιβάστηκαν στο Λέυτε. Επρόκειτο για τη μεγαλύτερη επιχείρηση που είχε διεξαγάγει ο Μακάρθουρ μέχρι εκείνη τη στιγμή, αφού συμμετείχε ολόκληρος ο 7ος Στόλος των ΗΠΑ, ενώ ο 3ος Στόλος των ΗΠΑ είχε αναλάβει την άμυνα έναντι του ιαπωνικού στόλου, μια τρομερή αρμάδα με 47 μικρά και μεγάλα αεροπλανοφόρα, 10 θωρηκτά, 31 καταδρομικά, 176 αντιτορπιλικά και δεκάδες οπλιταγωγά και αρματαγωγά σκάφη.

Τα ιαπωνικά αεροσκάφη και πλοία που επιχείρησαν να παρέμβουν βάσει του σχεδίου «SHO», δέχθηκαν σφοδρά πλήγματα και αποδεκατίστηκαν σε μια από τις μεγαλύτερες αεροναυμαχίες όλων των εποχών. Από τον Γιαμασίτα ζητήθηκε να στείλει στο Λέυτε όσες περισσότερες δυνάμεις μπορούσε. Προέβαλε αντιρρήσεις σε αυτή τη διαταγή, λέγοντας ότι χωρίς αεροπορική κάλυψη η μεγάλης κλίμακας μεταφορά ενισχύσεων στο Λέυτε θα αντιμετώπιζε σοβαρό κίνδυνο.

Ο Γιαμασίτα ήλπιζε ότι θα κατόρθωνε να διαφυλάξει τις δυνάμεις του για την αποφασιστική μάχη στη Λουζόν, που ήταν σίγουρος ότι δεν θα αργούσε. Είχε ενημερωθεί για τον στρατηγό Μακάρθουρ και τον σεβόταν απεριόριστα ως αντίπαλο. Έστειλε μάλιστα στις 7 Νοεμβρίου τον επιτελάρχη του, αντιστράτηγο Ακίρα Μούτο, να εκφράσει αυτοπροσώπως τις απόψεις αυτές στον επιτελάρχη του Τεραούτσι, αντιστράτηγο Τζο Ιιμούρα. Ο Ιιμούρα όμως ήταν ανένδοτος, με βάση τις οδηγίες του Τεραούτσι, και υποχρέωσε τον Γιαμασίτα να αναλώσει τις εφεδρείες του στην ούτως ή άλλως χαμένη μάχη του Λέυτε. Δέκα ημέρες αργότερα ο κόμης Τεραούτσι και το επιτελείο του αναχώρησαν αεροπορικώς από τη Μανίλα για τη Σαϊγκόν, ίσως επειδή διαισθάνονταν ότι η μάχη σύντομα θα έφθανε εκεί.

Ο Γιαμασίτα έστειλε 50.000 άνδρες στο Λέυτε υπό καταρρακτώδη βροχή και με τον κίνδυνο να εντοπισθούν τα οπλιταγωγά από τα περιπολούντα αμερικανικά αεροσκάφη. Τελικά μόνο 13.000 από αυτούς τους στρατιώτες, οι οποίοι ανήκαν στην 1η και στην 26η Μεραρχία, έφθασαν στον προορισμό τους. Σύντομα οι Αμερικανοί κατέλαβαν το λιμάνι Ορμόκ και όλες οι προσπάθειες των Ιαπώνων να διατηρήσουν υπό τον έλεγχό τους τα αεροδρόμια του νησιού απέτυχαν. Στις 7 Δεκεμβρίου ο Γιαμασίτα γνώριζε πολύ καλά ότι το Λέυτε είχε χαθεί αλλά ο Τεραούτσι επέμενε να εκδίδει διαταγές για την εκτόξευση αντεπιθέσεων. Ο Γιαμασίτα προσπάθησε να αντεπιτεθεί αλλά, όπως ήταν επόμενο, η κίνηση αυτή κατέληξε σε μια αιματηρή αποτυχία η οποία στοίχισε 6.500 νεκρούς. Στις 13 Δεκεμβρίου οι Αμερικανοί αποβιβάστηκαν στη νήσο Μιντόρο και λίγο αργότερα στη γειτονική νήσο Σαμάρ και το εγχείρημά τους σημείωσε απόλυτη επιτυχία.

Τα Χριστούγεννα του 1944 ο Τεραούτσι πείσθηκε (επιτέλους) ότι το Λέυτε ήταν μια χαμένη υπόθεση, όμως η ζημιά είχε γίνει. Ο Γιαμασίτα δεν διέθετε πια αρκετούς άνδρες και υλικό για να κρατήσει τη Λουζόν. Συνέχισε να «βομβαρδίζει» το Τόκιο με απεγνωσμένες εκκλήσεις για ενισχύσεις αλλά οι μόνες που έλαβε ήταν 30.000 άνδρες από το επίγειο προσωπικό της αεροπορίας. Στις 22 Δεκεμβρίου κατέφθασαν στη Μανίλα ο Ιιμούρα και ο επικεφαλής του Επιτελείου Επιχειρήσεων από το Τόκιο, αντιστράτηγος Σουίτσι Μιγιαζάκι, κομίζοντας οδηγίες για την άμυνα του Μιντόρο.

Ο Γιαμασίτα εξοργίστηκε και αποφάσισε να θέσει τέρμα στις παρεμβάσεις, λέγοντας ότι μόνον ο τοπικός διοικητής ήταν σε θέση να αντιλαμβάνεται πλήρως την κατάσταση και να αντιδρά αναλόγως από μέρα σε μέρα. Έπειτα από αυτή την έκρηξη, ο Ιιμούρα και ο Μιγιαζάκι αναχώρησαν και δεν επέστρεψαν στις Φιλιππίνες.

Οι επιχειρησιακές επιλογές που είχε πλέον ο Γιαμασίτα ήταν εξαιρετικά περιορισμένες και ο ίδιος έγραψε σχετικά: «Αποφάσισα να καταφύγω σε επιβραδυντικές ενέργειες για να καθηλώσω τις αμερικανικές δυνάμεις στη Λουζόν και να τις εμποδίσω να επιτεθούν στην Ιαπωνία. Συνειδητοποίησα ότι οι αμερικανικές αεροπορικές δυνάμεις και το ναυτικό ήταν ασύγκριτα ανώτερα από τα δικά μας και πολύ ευκίνητα. Έτσι γνώριζα ότι δεν θα μπορούσα να πραγματοποιήσω πόλεμο σε αναπεπταμένο έδαφος και αποφάσισα να ενεργήσω επιβραδυντικά στις ορεινές περιοχές».

Για να πετύχει αυτόν τον στόχο, ο Γιαμασίτα διαίρεσε τις δυνάμεις του σε τρία μεγάλα συγκροτήματα. Το Συγκρότημα «Σόμπου» με 152.000 άνδρες και πέντε μεραρχίες (τρεις από αυτές είχαν χάσει το ένα τρίτο του προσωπικού τους και το μισό υλικό τους από τις αμερικανικές αεροπορικές επιθέσεις ενώ μεταφέρονταν στη Λουζόν) παρέμεινε υπό τον άμεσο έλεγχό του και, αφού αποσύρθηκε από τη Μανίλα, μετακίνησε στις 2 Ιανουαρίου 1945 το στρατηγείο του στο Μπαγκούιο, νοτίως του οδικού κόμβου Μποντόκ. Το Συγκρότημα «Κέμπου», υπό τον υποστράτηγο Ρικίτσι Τσουκάντα, στο κέντρο διέθετε 30.000 άνδρες και το Συγκρότημα «Σίμπου», που είχε ως πυρήνα τη νεοσυγκροτηθείσα 41η Στρατιά υπό τον αντιστράτηγο Σιζούο Γιοκογιάμα, παρέμεινε στον Νότο με δύο μεραρχίες και 80.000 άνδρες.

Στο μεταξύ η κατάσταση του εφοδιασμού επιδεινωνόταν συνεχώς. Ολόκληρο τον Δεκέμβριο του 1944 δεν έφθασε στη Λουζόν ούτε ένα φορτίο ρυζιού. Άρχισαν επίσης να εξαντλούνται οι μπαταρίες και τα υλικά μηχανικού. Στις 25 Δεκεμβρίου ο Γιαμασίτα έστειλε στο στρατηγείο της 35ης Στρατιάς του Σουζούκι το ακόλουθο μήνυμα: «…Λένε πως είναι δυσκολότερο να ζεις από το να πεθάνεις. Εσείς, αξιωματικοί και οπλίτες, έχετε υπομονή για να αντέξετε τις κακουχίες της ζωής, βοηθήστε στο να περιφρουρηθεί και να διατηρηθεί η ευημερία του Αυτοκρατορικού Θρόνου μέσω της αδιάκοπης αντίστασης στον εχθρό και ετοιμαστείτε να συναντήσετε με ηρεμία τον θάνατο για την αγαπημένη μας χώρα».

Η στιγμή της αλήθειας ήλθε τελικά στις 9 Ιανουαρίου 1945, όταν η 6η Στρατιά των ΗΠΑ, του αντιστράτηγου Ουώλτερ Κρούγκερ, αποβιβάστηκε με 280.000 άνδρες στον κόλπο του Λινγκαγιέν, στη βορειοδυτική πλευρά του νησιού, και πέτυχε να δημιουργήσει αμέσως ένα ευρύ προγεφύρωμα. Ο Γιαμασίτα αντεπιτέθηκε με την 2η Τεθωρακισμένη Μεραρχία και την 23η Μεραρχία Πεζικού αλλά δεν κατόρθωσε να αποτρέψει τον εχθρό από το να διεισδύσει νοτιότερα.

Ο Μακάρθουρ γνώριζε πολύ καλά τη Λουζόν και η πείρα του τον οδήγησε να τοποθετήσει το ισχυρότερο τμήμα του στρατού του στην αριστερή πλευρά, όπου ο χώρος ήταν πιο ανοικτός. Η 6η Στρατιά προχώρησε κατά μήκος του ποταμού Άγκνο έως τη Μανίλα, κατέλαβε το αεροδρόμιο Κλαρκ και απέκοψε την πόλη στα τέλη Ιανουαρίου. Επειδή η ιαπωνική αντίσταση ήταν ακόμα ισχυρή, ο Μακάρθουρ αποφάσισε να ανοίξει περισσότερα μέτωπα ώστε να κρατήσει διεσπαρμένες τις εχθρικές δυνάμεις. Έτσι ένα αμερικανικό αποβατικό σώμα εμφανίστηκε στον κόλπο Σούμπικ και με ταχεία προέλαση προς τα ανατολικά διέλυσε το Συγκρότημα «Κέμπου», απέκοψε τη χερσόνησο Μπαταάν και απείλησε το δεξιό πλευρό των Ιαπώνων. Δύο ημέρες αργότερα διενεργήθηκε μια άλλη απόβαση στο Ναουγκπού, νοτίως της Μανίλα.

Στο μεταξύ στις 17 Ιανουαρίου ο υποστράτηγος Κιότζι Τομινάγκα, που διοικούσε την ιαπωνική 4η Αεροπορική Στρατιά στη Λουζόν, έφυγε αεροπορικώς για την Ταϊβάν παίρνοντας μαζί του τα περισσότερα αξιόμαχα αεροσκάφη και τους πιλότους τους και αφήνοντας πίσω του το προσωπικό εδάφους να αντιμετωπίσει την κατάσταση μόνο του. Οργισμένος ο Γιαμασίτα ζήτησε από το Τόκιο να περάσει ο Τομινάγκα από στρατοδικείο, αλλά τελικά εκείνος απλώς καθαιρέθηκε.

Με τους Αμερικανούς να έχουν φθάσει στις πύλες της Μανίλα, ο Γιαμασίτα δήλωσε στους πολεμικούς ανταποκριτές ότι δεν είχε την πρόθεση να πολεμήσει μέσα στην πόλη. Ο παράγοντας που δεν είχαν υπολογίσει ούτε ο Μακάρθουρ ούτε ο Γιαμασίτα, ήταν οι 16.000 Ιάπωνες ναύτες και πεζοναύτες του υποναυάρχου Σέντζι Ιβαμπούτσι, οι οποίοι δεν υπάγονταν άμεσα στη διοικητική αλυσίδα του Στρατού. Οι ανώτεροι του Ιβαμπούτσι τον διέταξαν να καταστρέψει τις εγκαταστάσεις της Μανίλα και να πολεμήσει εκεί μέχρις εσχάτων.

Εκείνος εφάρμοσε κατά γράμμα τη διαταγή, επιστρατεύοντας μάλιστα γι’ αυτό τον σκοπό και 3.750 στρατιώτες των τμημάτων ασφαλείας που είχαν αποκοπεί μέσα στην πόλη. Έτσι η θριαμβευτική είσοδος που είχε σχεδιάσει ο Μακάρθουρ για τη Μανίλα μετατράπηκε σε έναν λυσσώδη αγώνα οδομαχιών ο οποίος προκάλεσε εκατόμβη νεκρών.

Το φάντασμα της Μανίλα

Οι Αμερικανοί επιτέθηκαν στην πόλη στις 4 Φεβρουαρίου 1945 με τρεις μεραρχίες και έπρεπε να καταλάβουν κάθε δρόμο με σκληρή μάχη. Χρειάστηκαν δύο ημέρες μέχρι να εκκαθαρίσουν από την εχθρική παρουσία τη συνοικία Ιντραμούρος, που είχαν κατασκευάσει οι Ισπανοί τον 16ο αιώνα. Στο αεροδρόμιο Νίκολς, 3.000 επιζώντες από το ναυάγιο του θωρηκτού «Musashi» πέθαναν εκτελώντας απεγνωσμένες εφόδους με την ξιφολόγχη. Αυτό ώθησε έναν Αμερικανό διοικητή λόχου να σχολιάσει δηκτικά: «Πείτε στον ναύαρχο Χόλσεϋ να σταματήσει να ερευνά για τον ιαπωνικό στόλο. Πεθαίνει στο αεροδρόμιο Νίκολς».

Η μάχη για τη Μανίλα έληξε στις 4 Μαρτίου 1945 και στοίχισε τη ζωή σε 1.000 Αμερικανούς, 100.000 Φιλιππινέζους αμάχους και το σύνολο των αμυνομένων Ιαπώνων. Όταν τελείωσαν οι εχθροπραξίες, το 75% των εργοστασίων και το 70% των σπιτιών είχε μετατραπεί σε ερείπια.

Ο Γιαμασίτα δεν είχε ιδέα για όσα συνέβαιναν στη Μανίλα. Βρισκόταν στο Μπαγκούιο διευθύνοντας από εκεί την υποχώρηση των τμημάτων του προς τα ορεινά τους καταφύγια και πάσχιζε απεγνωσμένα να διατηρήσει τον έλεγχο της κοιλάδας Καγκαγιάν, για να έχει τρόφιμα για τον στρατό του. Οι συχνές αεροπορικές επιδρομές που δεχόταν το στρατηγείο του, τον είχαν αναγκάσει να το μεταφέρει σε ένα υπόγειο καταφύγιο, όπου οι επιτελείς του τον έβλεπαν συχνά να διαβάζει αποσπάσματα από το βιβλίο «Σεϊχογκάνζο» το οποίο είχε γράψει ένας Βουδιστής ιερέας.

Όταν ο Μακάρθουρ επιθεώρησε οργισμένος τις τρομερές ζημιές που υπέστη η Μανίλα, διέταξε τα στρατεύματα του Κρούγκερ να στραφούν αμέσως προς Βορρά και να καταδιώξουν τον Γιαμασίτα. Ο τελευταίος απωθήθηκε στα βουνά με 65.000 άνδρες που βρίσκονταν στα πρόθυρα του υποσιτισμού. Είχε οχυρωθεί για ολόπλευρη άμυνα με το Απόσπασμα «Χαγιάσι», την 58η Ανεξάρτητη Μικτή Ταξιαρχία, την 23η και τη 10η Μεραρχία Πεζικού προς Νότο, τα υπολείμματα της 2ης Τεθωρακισμένης Μεραρχίας και της 103 Μεραρχίας Πεζικού στο κέντρο και τη 19η Μεραρχία Πεζικού βορειότερα. Έπειτα από την κατάληψη του Μπαγκούιο, στις 15 Απριλίου 1945, ο Γιαμασίτα μετέφερε το στρατηγείο του αρχικά στο χωριό Μπαμπάνγκ και κατόπιν στα βουνά Σιέρα Μάντρε στο Κιανγκάν, ενώ άρχιζε η περίοδος των βροχών. Προετοιμαζόμενος για την τελευταία πράξη του δράματος, αποδέσμευσε με σήματά του από την άμεση διοίκησή του τους υφισταμένους του που βρίσκονταν σε διάφορα άλλα μακρινά νησιά των Φιλιππίνων και διέταξε τους επιζώντες του Συγκροτήματος «Σόμπου» να αντέξουν.

Παρ’ όλο που στις 5 Ιουλίου 1945 ο Μακάρθουρ ανακοίνωσε ότι «ολόκληρη η περιοχή των Φιλιππίνων είναι επιτέλους ελεύθερη», ισχυροί ιαπωνικοί θύλακες εξακολουθούσαν να υφίστανται στις πιο δυσπρόσιτες ορεινές περιοχές. Ακόμη και την εποχή που ερρίφθησαν οι ατομικές βόμβες στη Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι, οι 50.000 αποσκελετωμένοι επιζώντες του Συγκροτήματος «Σόμπου» εξακολουθούσαν να κρατούν καθηλωμένες τέσσερις αμερικανικές μεραρχίες!

Όταν ο Γιαμασίτα, που βρισκόταν από τον Ιούνιο στο νέο στρατηγείο του στο όρος Προγκ, πληροφορήθηκε την παράδοση της Ιαπωνίας από τον ραδιοφωνικό σταθμό του Σαν Φρανσίσκο στις 14 Αυγούστου, φάνηκε στους επιτελείς του σαν να είχε γεράσει κατά 10 χρόνια. Διατηρώντας την ψυχραιμία του είπε στους αξιωματικούς του ότι δεν θα πραγματοποιούσε «σεπούκου», όπως προέβλεπαν τα ιαπωνικά στρατιωτικά έθιμα, επειδή θεωρούσε ως καθήκον του να φροντίσει για να επιστρέψουν όλοι οι επιζήσαντες στρατιώτες του στις εστίες τους στην Ιαπωνία.

Αργότερα είπε, ερωτώμενος για τους λόγους που τον απέτρεψαν από την αυτοκτονία: «Ακόμη και αν έπραττα κάτι τέτοιο, κάποιος άλλος θα έπαιρνε πάνω του την ευθύνη για όλους αυτούς τους θανάτους που έχω προκαλέσει στις Φιλιππίνες».

Οι Αμερικανοί εντόπισαν το σημείο όπου είχε καταφύγει ο «Τίγρης της Μαλαισίας» και σκόρπισαν φυλλάδια με τα οποία του ζητούσαν να παραδοθεί. Ο Γιαμασίτα έστειλε στον εχθρό έναν υπασπιστή του για να πει ότι είχε διατάξει τους άνδρες του να πάψουν να μάχονται από τις 19 Αυγούστου αλλά ότι δεν μπορούσε να παραδοθεί αν δεν λάμβανε σχετική εντολή από την κυβέρνησή του. Έπειτα από περαιτέρω διαπραγματεύσεις και αφού οργάνωσε μια κηδεία για τους πεσόντες της εκστρατείας των Φιλιππίνων στις 24 Αυγούστου, συμφώνησε να κατέβει από τα βουνά στις 2 Σεπτεμβρίου 1945. Οι Αμερικανοί τον είδαν βουρκωμένο. ενώ αρκετοί από τους επιτελείς του έκλαιγαν σαν μικρά παιδιά. Η μάχη που είχε διεξάγει στις Φιλιππίνες, είχε στοιχίσει στους Αμερικανούς 60.628 νεκρούς, τραυματίες και αγνοούμενους, για τους οποίους σύντομα θα έπαιρναν την εκδίκησή τους.

Την επομένη εισήλθε σε ένα περίτεχνα διακοσμημένο δωμάτιο στο παλαιό σπίτι του Αμερικανού πρεσβευτή στις Φιλιππίνες, στο Μπαγκούιο, φορώντας μια ζαρωμένη στολή και στηριζόμενος σε ένα χοντρό ραβδί. Εκεί εμφανίστηκε και ο σερ Πέρσιβαλ, ο ηττημένος της μάχης της Σιγκαπούρης, ο οποίος είχε μόλις απελευθερωθεί από την ιαπωνική αιχμαλωσία. Όταν ο Πέρσιβαλ αρνήθηκε να ανταλλάξει χειραψία μαζί του εξαιτίας των τακτικών εξόντωσης που είχαν υιοθετήσει τα ιαπωνικά στρατεύματα κατά των αιχμαλώτων τους, λέγεται ότι δάκρυσε. Στη συνέχεια παρέδωσε τα υπολείμματα της 14ης Στρατιάς Περιοχής και ενεχείρισε το ξίφος του στον υποστράτηγο Τζιλ, διοικητή της 32ης Μεραρχίας Πεζικού των ΗΠΑ.

Το ατιμωτικό τέλος μιας λαμπρής σταδιοδρομίας

Οι προσωπικές περιπέτειες του Γιαμασίτα δεν τελείωσαν μαζί με το τέλος της σύρραξης στον Ειρηνικό. Αφού μεταφέρθηκε στις φυλακές Μπίλιμπιντ, κοντά στη Μανίλα, πληροφορήθηκε ότι οι Αμερικανοί είχαν απαγγείλει σε βάρος του κατηγορίες για εγκλήματα πολέμου, στις 25 Σεπτεμβρίου 1945. Σύμφωνα με τις κατηγορίες αυτές, οι οποίες ήταν πρωτοφανείς στην ιστορία των σύγχρονων πολέμων, ο Γιαμασίτα «απέτυχε να εκπληρώσει το καθήκον του ως διοικητής και να ελέγξει τις επιχειρήσεις των μελών της διοίκησής του, επιτρέποντάς τους να προβούν σε ωμότητες στη Μανίλα».

Η δίκη του Γιαμασίτα άρχισε στις 29 Οκτωβρίου 1945 στο τεράστιο ανάκτορο Μαλακανάγκ της Μανίλα, ενώπιον πέντε Αμερικανών στρατηγών. Το σύνολο των κατηγοριών που βάραιναν τον Ιάπωνα στρατηγό ήταν 123 και αφορούσε βαρύτατες ευθύνες για τους φόνους 57.000 ανθρώπων. Από την αρχή η δίκη έδινε την εντύπωση παρωδίας η οποία είχε ενορχηστρωθεί από τον Μακάρθουρ.

Οι κατήγοροι προσέθεσαν άλλες 59 υποθέσεις στο κατηγορητήριο δύο ημέρες πριν αρχίσει η δίκη, ενώ ο συνήγορος υπεράσπισης, συνταγματάρχης Χάρυ Κλαρκ, δεν έλαβε τον απαραίτητο χρόνο για να προετοιμαστεί. Οι μάρτυρες που εμφανίστηκαν κατά τη διαδικασία εξιστόρησαν φρικτά περιστατικά δολοφονιών, βιασμών και αχρείαστης καταστροφής τα οποία σημειώθηκαν στη Μανίλα.

Η υπεράσπιση υπογράμμισε ότι οι ωμότητες αυτές διαπράχθηκαν από τους ναύτες και τους πεζοναύτες του Ιβαμπούτσι και, συνεπώς, η ευθύνη δεν θα μπορούσε να βαρύνει τον Γιαμασίτα, ο οποίος δεν ασκούσε άμεσο έλεγχο πάνω τους. «Βρισκόμουν κάτω από ασταμάτητες επιθέσεις των αμερικανικών δυνάμεων και ήμουν υπό πίεση ημέρα και νύκτα. Σε καμία περίπτωση δεν διέταξα να γίνουν σφαγές, ούτε έλαβα διαταγή για κάτι τέτοιο από οποιαδήποτε ανώτερη αρχή, ούτε επέτρεψα ποτέ να συμβούν τέτοια πράγματα. Αν γνώριζα τα γεγονότα, δεν θα τα είχα συγχωρήσει και ορκίζομαι στον ουρανό και στη γη γι’ αυτό», κατέθεσε ο Γιαμασίτα.

Η ηρεμία και η αξιοπρέπεια με τις οποίες αντιμετώπισε ο Γιαμασίτα τη δίκη του, προκάλεσαν δέος στους παρισταμένους. Ο συνταγματάρχης Μηκ, ένας από τους κατηγόρους, είπε μάλιστα θυμωμένος: «Με τρελαίνει το ότι τον βλέπω στο εδώλιο του κατηγορουμένου ένστολο. Κλέβει την παράσταση, δεσπόζει στην αίθουσα του δικαστηρίου.

Αν ήταν στο χέρι μου θα του φορούσα ρούχα καταδίκου και θα τον έδενα με αλυσίδες». Οι δημοσιογράφοι που κάλυπταν τη δίκη εντυπωσιάστηκαν επίσης από τη διαγωγή του Ιάπωνα στρατηγού και στην ψηφοφορία που έκαναν μεταξύ τους τον αθώωσαν με 12 ψήφους υπέρ και καμία κατά. Οι δικαστές, όμως, που εξέδωσαν την ετυμηγορία τους στις 7 Δεκεμβρίου 1945, τέταρτη επέτειο της επίθεσης στο Περλ Χάρμπορ, έκριναν τον Γιαμασίτα ένοχο. Ο Κλαρκ άσκησε έφεση στο Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ, το οποίο με ψήφους 7 έναντι 2 επικύρωσε την ετυμηγορία.

Οι δύο δικαστές που μειοψήφησαν, ο Φρανκ Μέρφυ και ο Γουάιλεϊ Μπλάουντ, συνέταξαν μάλιστα μια αναφορά με πολύ ισχυρά επιχειρήματα για να στηρίξουν την άποψή τους. Ο Μακάρθουρ ήταν ο τελευταίος που θα μπορούσε να σώσει τον Γιαμασίτα από τον ατιμωτικό θάνατο αλλά αρνήθηκε να του δώσει χάρη. Ο Αμερικανός πρόεδρος Χάρυ Τρούμαν αρνήθηκε επίσης να εμπλακεί στο ζήτημα.

Το βράδυ της 22ας Φεβρουαρίου 1946 ο Γιαμασίτα δείπνησε για τελευταία φορά στις φυλακές Μπίλιμπιντ με σπαράγγια, ψωμί και μπύρα και είπε στον αντισυνταγματάρχη Λούντμαν, επικεφαλής των δεσμοφυλάκων του, να τον ξυπνήσει το επόμενο πρωί στις 05:00, μια ώρα πριν από την προγραμματισμένη εκτέλεσή του. Εκείνος όμως όταν πήγε στο κελί την καθορισμένη ώρα, βρήκε τον στρατηγό να είναι ακόμα σε βαθύ ύπνο κι έτσι τον άφησε.

Είκοσι λεπτά αργότερα ο Γιαμασίτα ξύπνησε μόνος του και, αφού επέπληξε τον Λούντμαν για τη μη τήρηση της εντολής του, στάθηκε τα ξημερώματα της 23ης Φεβρουαρίου 1946 μπροστά στην αγχόνη. Ήταν 61 ετών. Με δεμένα μάτια και τα χέρια πίσω από την πλάτη, πραγματοποίησε μια τελευταία υπόκλιση προς την κατεύθυνση του Τόκιο και το αυτοκρατορικό ανάκτορο.

Τα τελευταία λόγια του στωικού στρατηγού, που συνέδεσε το όνομά του με τον μεγαλύτερο θρίαμβο των ιαπωνικών όπλων στην ξηρά, ήταν: «Θα προσεύχομαι πάντα για τη μακροζωία του αυτοκράτορα και την ευημερία του». Είχε ήδη ευχαριστήσει θερμά τους Αμερικανούς αξιωματικούς για την εξαιρετική στάση τους απέναντί του κατά τους μήνες της κράτησής του και είχε δηλώσει: «Δεν θα ντρέπομαι μπροστά στους θεούς για ό,τι έχω κάνει όταν θα πεθάνω». Όταν του διάβασαν την ποινή της εκτέλεσης, είπε μέσω του διερμηνέα: «Ενώπιον του Θεού μου, έχω πει την αλήθεια. Δεν πιστεύω ότι έχω αμαρτήσει. Νομίζω ότι ψυχή μου θα ζει για πάντα».

Ο Γιαμασίτα έμεινε κρεμασμένος για 25 λεπτά, με το κορμί του να λικνίζεται πέρα ​​δώθε στο πρωινό αεράκι. Το πιστοποιητικό του θανάτου του έγραφε: «Ο Γιαμασίτα, γενικός διοικητής του Αυτοκρατορικού ιαπωνικού στρατού στα νησιά των Φιλιππίνων, κρεμάστηκε από το λαιμό μέχρι να πεθάνει».

Αξίζει να σημειωθεί ότι τον Δεκέμβριο του 1948 εκτελέστηκε και ο επιτελάρχης του Γιαμασίτα στις Φιλιππίνες, Ακίρα Μούτο, επειδή κρίθηκε ένοχος για εγκλήματα πολέμου.

Ο Γιαμασίτα εξακολουθεί κατά καιρούς να προκαλεί πολιτικές τριβές μέχρι σήμερα. Η τέφρα του, όπως και χιλιάδων άλλων Ιαπώνων αξιωματικών και στρατιωτών, εναποτέθηκε στον ναό Γιασουκούνι στο Τόκιο, υπό τη φροντίδα των θεών Κάμι.

Οι κατά καιρούς επισκέψεις Ιαπώνων πρωθυπουργών εκεί, γίνονται αφορμή για έντονες διαμαρτυρίες εκ μέρους της Κίνας και της Νότιας Κορέας, επειδή θεωρούν ότι με τον τρόπο αυτό αποτίεται φόρος τιμής και στους εγκληματίες πολέμου.

Για τους Ιάπωνες, όμως, ο Γιαμασίτα και οι υπόλοιποι στρατιωτικοί που αγωνίστηκαν κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, παρά τα λάθη τους, έπραξαν στο ακέραιο το καθήκον τους με υποδειγματική αυτοθυσία και προσέφεραν αδιαμαρτύρητα τη ζωή τους για τη δόξα του αυτοκράτορα.

Δυτικός εσωτερισμός

«Η Μεγαλύτερη Μύηση είναι η Ζωή».

«Κάθε πράξη που γίνεται προέρχεται από μια Διάθεση… ανοίγει ή κλείνει ένα δρόμο».

«Κάθε ψυχή είναι αιχμάλωτη των πράξεών της».

« Η Μύηση είναι Αληθινή μονάχα όταν ο Μυούμενος εξέρχεται Φωτισμένος από τον Ιερό Χώρο, κι όχι εν δυνάμει φωτισμένος».

«Η Αληθινή Μύηση Είναι Μία, Διαπερνά Όλα τα Υπαρξιακά Επίπεδα, κι είναι Τελειωτική… δεν υπάρχουν βαθμοί κι εξελίξεις κι όλα αυτά που φαντάζονται οι άνθρωποι».

1. Ο ΑΛΗΘΙΝΟΣ ΕΣΩΤΕΡΙΣΜΟΣ

Ο Αληθινός Εσωτερισμός είναι Βίωση μιας Ανώτερης Χωρίς Περιορισμούς Συνείδησης, Είσοδος σε ένα Βιωματικό Χώρο Χωρίς Ιδιότητες, που δεν μπορεί να κατανοηθεί, να περιγραφεί, να μεταδοθεί… γιατί απλά το ζεις, δεν το σκέφτεσαι. Η Αληθινή Ζωή που μας Αποκαλύπτεται (και την Ζούμε) δεν αφήνει ίχνη. Δεν μπορεί να γίνει Διδασκαλία, Θεωρία, λόγος.

Όσοι επιχειρούν να προσδιορίσουν το Ζωντανό Ακατανόητο, να περιγράψουν το Χωρίς Όρια, να μιλήσουν για το Πέραν της σκέψης και του λόγου, απλά φτιάχνουν σχήματα στον αέρα, φαντασίες που θέλουν να θεωρούν πραγματικότητες.

Δεν υπάρχει μεγαλύτερη ανοησία κι απάτη από την «ιστορία του εσωτερισμού». Μπορούν να εξιστορήσουν τις φανταστικές θεωρίες των ανθρώπων, την δράση τους, τα έργα τους, κείμενα ή πράξεις, κλπ… Αλλά όλα αυτά δεν είναι εσωτερισμός. Είναι όσα θεωρούν οι άνθρωποι εσωτερισμό, ή έχουν πει για τον εσωτερισμό. Ο Εσωτερισμός είναι πάνω από όλα, πέρα από όλα, Ζωντανή Εμπειρία του Αιώνιου.

Έτσι φαντάζει, το λιγότερο, ανοησία η ακαδημαϊκή σπουδή του εσωτερισμού, όπως γίνεται τα τελευταία χρόνια στα πανεπιστήμια του «πολιτισμένου κόσμου». Αλήθεια! Την βεβαίωση σπουδών ποιος την υπογράφει; Ο Θεός; Ή ο ανόητος που παριστάνει τον δάσκαλο και θεωρεί την αμάθειά του «γνώση», άξια να την μεταδώσει, σε εξίσου ανόητους;… κι όλα αυτά υπό την προστασία του «κράτους» που χειραγωγεί την πανεπιστημιακή αμάθεια.

Αν θέλεις (ο καθένας) πραγματικά να δεις τι είναι Εσωτερισμός πρέπει να «μπεις» σε ένα πραγματικό Μυητικό Τάγμα και να αναζητήσεις μέσα από την Βιωματική Προσέγγιση την Ανέκφραστη Αλήθεια, την Ζωή (την Αληθινή Ζωή).

Εισερχόμενος όμως κάποιος σε κάποιο πραγματικό παραδοσιακό τάγμα κι όχι στις διάφορες ψευτοεσωτερικές ενώσεις των ανθρώπων (που δηλώνουν παραδοσιακά τάγματα και) που αποτελούν μια «παρωδία» εσωτερισμού… βρίσκεται, εφόσον ήδη είναι «ενήμερος» ( δηλαδή έχει ήδη κάποια «εμπειρία» και δεν είναι τελείως αμαθής), μπροστά σε κάποιες Βασικές Διαπιστώσεις.

Καταρχήν, η αντίληψη, η εικόνα που σχηματίζουμε από έξω (και βασίζεται σε εξωτερικές πληροφορίες) δεν έχει καμία σχέση με αυτό που συναντάμε μέσα, με αυτό που αρχίζουμε να ζούμε. Από τον χώρο της εξωτερικής διανοητικής σύλληψης (των πληροφοριών) περνάμε στον Εσωτερικό Χώρο της Εμπειρίας. Κι είναι ακριβώς εδώ, που αναδύονται οι Διαπιστώσεις.

1. Αυτό που ζούμε είναι δική μας, προσωπική, εμπειρία, όχι κάτι που έρχεται από άλλους, από πληροφορίες, ή εξωτερική καθοδήγηση.

2. Αυτό που αντιλαμβανόμαστε σαν Χώρο Ύπαρξης, πέρα από τον «εαυτό», είναι Αυτό, η Ίδια Πραγματικότητα, για την Οποία μιλούν όλες οι Παραδόσεις, σε Ανατολή και Δύση, Αυτό που Υπάρχει (όχι «αυτό» που φαντάζονται οι άνθρωποι μέσα στα διανοήματά τους).

3, Υπάρχει ένας μοναδικός τρόπος να ψηλαφίσουμε, να Αγγίξουμε Αυτό που Υπάρχει, εγκαταλείποντας κάθε διαδικασία σύλληψης του Πραγματικού… μόνο τότε Ανατέλλει η Γνώση.

Έτσι, αυτό που μεταδίδονταν, από την Αρχαιότητα μέχρι σήμερα, στις διάφορες Μυητικές Ομάδες, ήταν ακριβώς η Ζωή, η Αληθινή Ζωή, πέραν της σκέψης, των θεωριών, του λόγου. Η Ζωή δεν έχει μέθοδο να μεταδοθεί. Όλοι οι δρόμοι, οι προσπάθειες εγκαταλείπονται όταν αρχίσουμε να ζούμε. Η Ζωή μεταδίδεται μόνο από την Ζωή, σαν Ζωή, όχι σαν διδασκαλία, ή πράξη…

Αν στα Μυστήρια επέβαλαν την «σιωπή» είναι γιατί την Ζωή την Ζούμε, δεν την περιγράφουμε. Δεν υπάρχει τίποτα να ειπωθεί… κάθε λέξη είναι πλεονασμός. Ο μόνος τρόπος να μιλήσεις για τα Μυστήρια της Ζωής είναι να τα υποδείξεις, ή καλύτερα να υποδείξεις τα εμπόδια που σε εμποδίζουν να δεις (τις λειτουργίες μέσα σου που σε εμποδίζουν να δεις)… η να μιλήσεις συμβολικά για όλα αυτά (στοχεύοντας στην ταυτόχρονη εμπειρία, στην ταυτόχρονη κατανόηση αυτού που ακούει… αλλιώς το σύμβολο είναι άδειο από περιεχόμενο)… Και στις δυο περιπτώσεις ο άνθρωπος καλείται να υπερβεί την συνηθισμένη κατάσταση και να ζήσει με άλλο τρόπο, να γνωρίσει με ένα άλλο τρόπο, διαφορετικό από αυτόν της σκέψης.

Αν θες να ακούσεις πρέπει να σωπάσεις.

Αν δεν γνωρίζεις δεν πρέπει να «μιλάς».

Όταν γνωρίσεις θα κατανοήσεις ότι Μπορείς να Ζεις αλλά δεν έχεις τίποτα να πεις, γιατί η Ζωή είναι Βίωμα κι όχι φαινόμενο να το περιγράφεις σαν «παρατηρητής».

Πρέπει να Διασχίσεις αυτές τις Τρεις Σιωπές για να Αγγίξεις το Αιώνιο, που Αποτελεί την Ουσία όλων των Παραδόσεων.

Ο Εσωτερισμός είναι πέρα από όλες τις θρησκείες, αλλά ταυτόχρονα είναι η ουσία όλων των θρησκειών. Ο Εσωτερισμός σε Οδηγεί Πέραν. Στις θρησκείες μόνο η εσωτερική ουσία τους (κι όχι τα εξωτερικά δόγματα κι οι εξωτερικές δραστηριότητες και τελετουργίες) οδηγούν πέραν… η ίδια η θρησκεία αποτελεί μια θεώρηση, μια διδασκαλία, εξωτερικές δραστηριότητες και πράξεις.

Το Ακλόνητο Θεμέλιο του Εσωτερισμού είναι ότι ο Άνθρωπος, από την Φύση του, Έχει Κάτι Αιώνιο, κι είναι ακριβώς Αυτό το Αιώνιο, που Αποκαλύπτεται μέσω της Δράσης, του Διαλογισμού, της Μύησης.

2. ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ

Όταν, κατά την Πραγματική Μύηση, (κι όχι σε απομιμήσεις μύησης που δίνονται σε ψευτοτάγματα, όπως θα εξηγήσουμε και θα τεκμηριώσουμε, πιο κάτω) Εισέρχεσαι στον Χώρο του Ιερού Βιώματος, νοιώθεις ότι υπάρχεις και δραστηριοποιείσαι Ταυτόχρονα σε Τρία Κοσμικά (Πεδία ή) Επίπεδα Ύπαρξης.

1. Σε ένα Κοσμικό Επίπεδο (Όλο το Σύμπαν, Αόρατο και Ορατό, είναι ο Ιερός Χώρος του Θεού) Όπου Είσαι Μέσα.

2. Στον Ιερό Χώρο του Ναού όπου Τελείται η Μύηση.

3. Στο Σώμα σου, μέσα στο σώμα σου.

Υπάρχει Συσχετισμός κι Αλληλεξάρτηση σε αυτά τα Τρία Επίπεδα και Κάθε «Δράση» Τελείται και στα Τρία Επίπεδα Ταυτόχρονα.

Όταν Προχωράς στην Μυητική Πράξη, ταυτόχρονα, «Υψώνεσαι» μέσα στο σώμα σου (στα διάφορα κέντρα ενέργειας και συνειδητότητας, επίγνωσης), «Βαδίζεις» στον Ιερό Χώρο του Ναού (που είναι κατάλληλα διαμορφωμένος σε επίπεδα και σε αντιστοιχία με το Σύμπαν και το Σώμα), και Αφυπνίζεσαι στα Ανώτερα Πεδία (στις Ανώτερες Κοσμικές Περιοχές Επίγνωσης, στου Ανώτερους Κόσμους).

Το Υλικό Σώμα είναι η Συγκεκριμένη (Απτή) Ύπαρξη στην οποία εκδηλώνεσαι αυτή την στιγμή.

Ο Ιερός Ναός όπου Τελείται η Μύηση είναι ταυτόχρονα ο ψυχολογικός χώρος (ο μεταφυσικός ενδιάμεσος χώρος) μέσα στον οποίο αναπτύσσεται η συνειδητότητα.

Το Κοσμικό είναι ο Πνευματικός Χώρος μέσα στον Οποίο Επεκτείνεται Χωρίς Όρια η Αντίληψη για να Βιώσει το Απόλυτο.

Η Μύηση, που Συμβαίνει Εδώ, Τώρα, στο Παρόν, πέρα από τον χρόνο, στην Αιώνια Στιγμή που Ρέει, είναι η Αληθινή Μετάβαση προς το Υπερβατικό Όλον, πέρα από το Σώμα, πέρα από την Ψυχολογική Ύπαρξη, στο Άχρονο Πνεύμα. Είναι Κάτι που Συμβαίνει, Εδώ, Τώρα, με την βοήθεια της Τελετουργίας… αλλιώς η Μύηση δεν είναι πραγματική, αυθεντική, αλλά ένα θέατρο, μια «παράσταση».

3. Η ΜΥΗΣΗ

Η Τελετουργική Μύηση δεν είναι μια συνηθισμένη πράξη.

Η Συμβολική Πράξη (να «Βαδίσεις» στον Ιερό Χώρο του Ναού, στα διάφορα «επίπεδα» του Ναού) αυστηρά καθορισμένη, είναι έξω από τον χρόνο, απογυμνωμένη από τον χρόνο, ίδια πάντα. Τελείται πάντα Εδώ, Τώρα, στο Παρόν, στο Αιώνιο Παρόν που Ρέει, κι οδηγεί, με την Εκτέλεσή της, έξω από τον χρόνο, έξω από την ίδια την δράση, στην Αληθινή Συνειδησιακή Μετατόπιση Μέσα μας που είναι ταυτόχρονα Βίωση των Ανώτερων Κοσμικών Πεδίων Ύπαρξης… είναι η Αληθινή Μετάβαση στην Απεραντοσύνη της Αρχικής Φυσικής Κατάστασης της Ύπαρξης.

Η Μύηση έχει Σκοπό να μας Οδηγήσει, την Ώρα που Εκτελείται (Εδώ, Τώρα) σε μια Εσωτερική Πραγματοποίηση, σε μια Μετατόπιση της Συνείδησης, από την συνηθισμένη κατάσταση (του συνηθισμένου ανθρώπου) σε Ευρύτερα Πεδία Επίγνωσης.

Έτσι η Μύηση, ούτε δίνεται από κάποιον, ούτε πραγματοποιείται μαγικά από την Τελετουργία, αλλά Κατακτιέται σαν Κατανόηση (σαν Διεύρυνση της Συνείδησης) σαν προσωπική επίτευξη από τον Μυούμενο.

Ούτε ο Μυητής, που ασφαλώς παίζει «ρόλο», ούτε η Μύηση, που ασφαλώς έχει την χρησιμότητά της, είναι το Ουσιαστικό, αλλά το Έργο της Μετάβασης που Συντελείται κατά την Μύηση, του Μυούμενου σε μια Ευρύτερη Συνειδητότητα, η Προσωπική Βίωση του Απεριόριστου, του Απολύτου.

Στην πραγματικότητα, ο Μυητής (εφόσον είναι πραγματικός Μυητής και δεν έχει τυπικά το αξίωμα του «δασκάλου») μεταδίδει την Αρχική Ώθηση, που χάνεται στα Βάθη της Αρχαιότητας, και περνά από Μυητή σε Μυούμενο… για την πραγματοποίηση της Μετάβασης σε μια Ευρύτερη Συνείδηση (από τον Μυούμενο).

Το ίδιο το Τελετουργικό Τυπικό είναι Δράσεις που Φωτίζουν και Ωθούν την Συνείδηση σε Κατανόηση (που είναι Ουσιαστική Δράση), Εδώ, Τώρα, σε μια Συνειδησιακή Μετατόπιση.

4. ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΑΛΗΘΙΝΗΣ ΜΥΗΣΗΣ

(ο Χώρος, ο Χρόνος, η Ιερή Πράξη)

Η Μύηση Πραγματοποιείται Μέσα στον Ίδιο τον Άνθρωπο, όταν η Συνειδητότητα Συντονίζεται με τον Ιερό Χώρο του Ναού, κι «Ανυψώνεται» (στα διάφορα συνειδησιακά-ενεργειακά κέντρα μέσα στο Σώμα καθώς «Βαδίζουμε» στα επίπεδα του Ναού κι Αντίληψη Βιώνει τις Ανώτερες Πνευματικές Καταστάσεις κι Επεκτείνεται στον Απεριόριστο Χώρο του Πνεύματος.

Η Μύηση Συμβαίνει Πάντα στο Παρόν (Εδώ, Τώρα). Αν δεν συμβεί, αν δεν πραγματοποιηθεί η Μετατόπιση της Συνείδησης, στα ανώτερα κέντρα μέσα στο Σώμα, την ώρα που βρισκόμαστε στα αντίστοιχα επίπεδα μέσα στον Ιερό Χώρο του Ναού και δεν Βιωθούν οι Πνευματικές Καταστάσεις στον Ευρύτερο Χώρο του Πνεύματος… απλά δεν υπάρχει Μύηση αλλά μια αποτυχημένη πράξη.

Ο Μυούμενος, εφόσον αυτός ο ίδιος καλείται να Πραγματοποιήσει το Έργο της Μετάβασης, πρέπει να είναι Έτοιμος, Ενεργός και Δραστήριος και να Τελέσει την Μετάβαση… Εννοείται ότι πρέπει να είναι προετοιμασμένος για αυτό, να μην έχει εξωτερικές προσκολλήσεις, να έχει απαλλαγεί από επιθυμίες και πάθη, να έχει καθαρό νου (από όλα τα «διανοητικά σκουπίδια» του εξωτερικού ανθρώπινου πολιτισμού) για να μπορέσει, μέσα στον Ιερό Χώρο του Άμεσου Βιώματος στο Οποίο Συμμετέχει, Εδώ, Τώρα… να Συγκεντρωθεί στην Τελετουργική Πράξη (που Συντελείται Ταυτόχρονα, στο Σώμα, στον Ιερό Χώρο του Ναού Και στον Ευρύτερο Χώρο της Κοσμικής Ύπαρξης)… και να Πραγματοποιήσει, την Στιγμή που Τελείται η Ιερουργία, Εδώ, Τώρα, την Μετατόπιση της Συνείδησης.

Η Πραγματική Μύηση, εφόσον έχει Στόχο να μας Οδηγήσει στο Απεριόριστο, δεν έχει Θεωρητική Διδασκαλία. Κι εφόσον μας Οδηγεί Άμεσα δεν έχει «διαδικασία»… Πραγματοποιείται Εδώ, Τώρα, πέρα από τον χρόνο… Μια τέτοια όμως «Μετάδοση» (από τον Μυητή στον Μυούμενο… όπως ένα αναμμένο κερί ανάβει ένα άλλο κερί) είναι ουσιαστικά πολύ δύσκολη, αν όχι αδύνατη, ακόμα και για ανθρώπους που ασχολούνται χρόνια με τον Εσωτερισμό. Έτσι Προτιμάται ο Δρόμος της Τελετουργικής Πράξης… Μέσα στους Τρεις Αλληλεξαρτώμενους Υπαρξιακούς Χώρους (Κοσμικός Χώρος, Ιερός Ναός, Σώμα), υπάρχουν Αλληλεξαρτώμενες Δράσεις («Ανύψωση» στο Σώμα, «Βάδισμα» στον Ιερό Χώρο, «Επίγνωση» στον Πνευματικό Χώρο), που Οδηγούν κατά την Πρόοδό τους στην «Μεγάλη Έξοδο» στο Αιώνιο… Υπαρξιακά Σύμβολα, Συγκεκριμένες Δράσεις, και Μετατόπιση της Συνείδησης, όλα λειτουργούν ταυτόχρονα για να Βιώσουμε το Απόλυτο… Κι όλα οδηγούν πέρα από κάθε διαδικασία στην Αιώνια Αναλλοίωτη Πραγματικότητα, όπου δεν υπάρχει πλέον «εξωτερική κίνηση»… Όλα Είναι Ένα.

5. Η ΑΡΧΑΙΑ ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΔΥΤΙΚΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΣΜΟΥ

Μιλώντας για την ιστορία πρέπει να αναρωτηθούμε για «ποια ιστορία» μιλάμε… Αυτή που προσπαθεί να ανιχνεύσει τι συνέβη πραγματικά στο παρελθόν, ή την επίσημη «κατασκευασμένη ιστορία» που διδάσκουν στους ανθρώπους… Μέσα στην Ελληνική Θρησκευτικότητα ο Ορφέας υπήρξε το Αληθινό Πρόσωπο του Διονύσου, Αυτός που Αποκάλυψε το Άγνωστο Θείο στους Έλληνες. Τα Ορφικά Μυστήρια (που μεταμόρφωσαν βαθιά τα Ελευσίνια Μυστήρια και διαμόρφωσαν την Δελφική Λατρεία), όπως τα βίωναν στους Ορφικούς Θιάσους (καθώς και τους Διονυσιακούς Θιάσους) οδηγούσαν τον άνθρωπο στη Βίωση του Θείου… Μέσα στην Κοσμική Αντίληψη του Ορφέα (του Ανθρώπου, του μύστη) και μέσω της Ιερής Πράξης αποκάλυπταν μέσα στον άνθρωπο (που συμμετείχε) το Θείο, την Θεία Φύση του, την Πραγματικότητα, την Λύτρωση… Έτσι η Μύηση μέσα στα Μυστήρια είχε μια Τριπλή Διάσταση: Αντίληψη του Κοσμικού Θείου Χώρου, Ιερή Πράξη (θρησκευτική τελετουργία), και Προσωπική Βίωση (προσωπική συμμετοχή στη θεία πραγματικότητα)… Αυτά είναι, από τότε τα τρία στοιχεία κάθε Μύησης.

Από την Καρδιά του Ορφισμού προερχόμενος ο Πυθαγόρας μετατόπισε την Αντίληψη της Πραγματικότητας από την Θρησκευτική Σύλληψη στην Φιλοσοφική Κατανόηση κι Έκφραση, διδάσκοντας στον Πυθαγόρειο Σύλλογο (και στους μετέπειτα πυθαγόρειους συλλόγους) την Μύηση μέσω «πειθαρχίας», την Βίωση του Όντος… Στην γραμμή αυτή κινήθηκαν όλοι οι Μεγάλοι Φιλόσοφοι, ο Παρμενίδης, ο Ηράκλειτος, ο Πλάτωνας… μέχρι τους Νεοπλατωνικούς… Έτσι η Μύηση μέσα στην Φιλοσοφία είχε μια αντίστοιχη (αλλά διαφοροποιημένη από την θρησκευτική) Τριπλή Διάσταση: Αντίληψη της Κοσμικής Πραγματικότητας, Φιλοσοφική «Πειθαρχία» (όπως την ορίζει ο Πλάτωνας στον «Φαίδωνα, 67,d», «λύσις και χωρισμός ψυχής από σώματος»), και Βίωση του Αληθινού Όντος.

Ήδη από τις αρχές του 1ου π.Χ. αιώνα, την ιστορική περίοδο που κατέρρεαν οι Ελληνιστικές Μοναρχίες (που είχαν δημιουργηθεί από την Αυτοκρατορία του Αλέξανδρου) κι Αναδυόταν η Κοσμοκρατορία της Ρώμης είχε διαδοθεί παντού στον Ελληνιστικό Κόσμο μια Νέα Αντίληψη της Πραγματικότητας, η «Γνώσις». Πηγάζοντας μέσα από τα Ελληνικά Μυστήρια, Έχοντας αφομοιώσει Ολόκληρη την Ελληνική Φιλοσοφία των προηγούμενων αιώνων, η «Γνώσις» δίδασκε τα Εσωτερικά Μυστήρια, μια Ολοκληρωμένη Σύλληψη της Κοσμικής Πραγματικότητας, μια «Συμβολική Τελετουργία» (τα Μυστήρια), που Οδηγούσε στην Αληθινή Γνώση, δηλαδή στην Άμεση Υπερδιανοητική Επαφή με την Πραγματικότητα, στο Θεό… Θα μιλήσουμε αλλού για την «Γνώση», για να αποκαταστήσουμε την Αλήθεια… Δυστυχώς όσα λέγονται για την «Γνώση» δεν αναφέρονται στο Γνήσιο Γνωστικό Ρεύμα, που αναπτύχθηκε κατά κύριο λόγο στην Αλεξάνδρεια, και που δημιούργησε τον 2ο , 3ο αιώνα μ.Χ. τον Ερμητισμό… Ο «Ποιμάνδρης» ή «Ο της αυθεντίας νους», περιέχει όλη την Κοσμική Αντίληψη των Γνωστικών (Πρώτος Νους - Δεύτερος Νους Δημιουργός «διακεχυμένος εν πάσει τη φύσει», ή Λόγος, ή «Τόπος», ή Ήλιος Νοητός, ή Ουράνιος Άνθρωπος - Φωτιά ή νους - Ύδωρ ή ψυχή - Πνεύμα ή ενέργεια - Ύλη ή σώμα… κλπ.)… Από τον 4ο μ.Χ. αιώνα ο Γνωστικισμός διαδόθηκε σε όλη την Δύση μέσω των Μυστικών Μυητικών Ταγμάτων… Όσα όμως λέγονται «επίσημα» για τον Γνωστικισμό αναφέρονται στο τμήμα εκείνο του Γνωστικισμού που ανέμιξε χριστιανικές αντιλήψεις (δηλαδή στον γνωστικό χριστιανισμό που εκλήφθηκε από τους χριστιανούς σαν χριστιανικός γνωστικισμός) και καταδιώχθηκε και κατασυκοφαντήθηκε σαν χριστιανική αίρεση κι απομονώθηκε τελικά από την επίσημη χριστιανική εκκλησία… έτσι η αντίληψη που επικρατεί για τον Γνωστικισμό είναι τελείως εσφαλμένη.

Από αυτόν τον Αρχαίο Γνωστικισμό προήλθαν όλα τα Εσωτερικά μυητικά Τάγματα της Δύσης, είτε μένοντας μέσα στο Αρχαίο Ρεύμα, είτε αναμιγνύοντας καμπαλιστικές, ή χριστιανικές αντιλήψεις… Οι Αρχαίοι, οι Ερμητιστές του Μεσαίωνα, οι Καθαροί, οι Ροδόσταυροι, οι Τέκτονες…

Οι Αρχαίοι Γνωστικοί είχαν την πιο Ολοκληρωμένη ίσως Αντίληψη της Πραγματικότητας στον Αρχαίο Κόσμο, κι είχαν μια Απλή Καθαρή Μύηση μέσα από συμβολικά βαπτίσματα, στο πνεύμα (την λεπτή ενέργεια που υποστηρίζει την ύλη), στο ψυχικό ύδωρ, στη νοητική φωτιά, στον Νοητικό Αιθέρα (του Δεύτερου Νου), και που Οδηγούσαν στην Γνώση του Πρώτου Νου.

Ο Μυούμενος, αφού είχε προετοιμαστεί επαρκώς οδηγούνταν στον Συμβολικό Γνωστικό Ναό και περνούσε μέσα από τις δοκιμασίες (βαπτίσματα… βάπτισμα του «πνεύματος, βάπτισμα του ύδατος, βάπτισμα της φωτιάς) για να φτάσει στο Άδυτο όπου λάμβανε την Τελική Μύηση (το Βάπτισμα του Αιθέρα, του Δεύτερου Νου) που θα τον Οδηγούσε στην Έξοδο στο Θεό (στην Είσοδο στη Θεία Πραγματικότητα)… Στην Διάρκεια την Μυητικής Διαδικασίας Βίωνε Πραγματικά την Μετατόπιση από τα κατώτερα εσωτερικά κέντρα λειτουργίας προς το Ανώτερο Νοητικό και Πραγματοποιούσε την Απελευθέρωση στην Απεραντοσύνη του Πρώτου Νου.

Ο Χώρος, ο Ναός, η Πράξη, η Ιερή λέξη, μετέδιδαν την Αρχέγονη Ώθηση που Οδηγούσε Πίσω στην Πηγή, στο Απεριόριστο Ένα, στο Χωρίς Ιδιότητες.

(«Αρχή των όντων ο Θεός, και νου και φύσεως και ύλης».

«Πάντα δε μόρια του Θεού έστιν. Ει δε πάντα μόρια, πάντα άρα Θεός».

«Και ούτω πάντα τε και πάντες από του Θεού είσιν ηρτημένοι».

«Και ο μεν Θεός περί πάντα και δια πάντων, ο δε νους περί την ψυχήν, η δε ψυχή περί τον αέρα, ο δε αήρ περί την ύλην».

«Ο μεν Θεός εν τω νω, ο δε νους εν τη ψυχή, η δε ψυχή εν τη ύλη».

«Η Γνώσις βαθεία σιωπή έστι και καταργία των αισθήσεων».

«Τούτο το τέλος τοις Γνώσιν εσχηκόσι θεωθήναι».

«Περιλάμψαν δε τον νουν, την όλην ψυχήν αναλαμβάνει και ανέλκει δια του σώματος και όλον αυτός εις ουσίαν μεταβάλλει. Αδύνατον γαρ ψυχήν αποθεωθήναι εν σώματι ανθρώπου μένουσαν».

«Εάν μη σεαυτόν εξισάσης τω Θεώ, τον Θεόν νοήσαι ου δύνασαι· το γαρ όμοιον τω ομοίω νοητόν. Παντός σώματος εκπηδήσας συναύξησον σεαυτόν τω αμετρήτω μεγέθει και πάντα χρόνον υπεράρας αιώνιος γενού, και νοήσεις τον Θεόν».

«Πάτερ, το παν ορώ εμαυτόν όντα, εν τω νοΐ ορών. Εν ουρανώ ειμί, εν γη, εν ύδατι· εν αέρι· εν ζώοις ειμί, εν φυτοίς· εν γαστρί, προ γαστρός· μετά γαστέρα· πανταχού πάρειμι».

«Έγνωκας, ω τέκνον, της παλιγγενεσίας τον τρόπον».

Ερμητικά, Βιβλία I, X, XVI)

Αυτό το Κύμα Εσωτερισμού επηρέασε και τον Δυτικό Χριστιανισμό… όχι τόσο την επίσημη εκκλησία όσου αυτούς που στους κόλπους της εκκλησίας αναζητούσαν το Βαθύτερο Νόημα της Παράδοσης… Ο Δυτικός Εσωτερικός Χριστιανισμός απέκτησε έτσι ένα καθαρά Μυητικό Χαρακτήρα, που πραγματοποιούνταν σε Μυστικούς Ναούς… Ενώ ο Ανατολικός Εσωτερικός Χριστιανισμός… πηγάζοντας από τον Ιωάννη και επεκτεινόμενος από τον Ωριγένη, τον Ευάγριο, τον Διονύσιο, τον Μάξιμο, και τους άλλους μυστικούς πατέρες βρήκε καταφύγιο (και τον αληθινό χώρο του) στην «Έρημο» (είτε πραγματική είτε συμβολική).

Σιγά σιγά όμως τα Αρχαία Πραγματικά Μυητικά Τάγματα τείνουν να εκλείψουν. Οι Αναβιώσεις, και του 1717 στην Αγγλία, και άλλων προσπαθειών, συνήθως είναι «πλαστές», γιατί δεν Παρέχουν Αληθινή Μύηση, που να Οδηγεί στην Τελείωση μέσα στο Θεό (κατά την Διάρκεια της Μύησης), αλλά απομιμήσεις μύησης που δίνουν το χρίσμα, χρίουν «εν δυνάμει» φωτισμένους, που θα πρέπει μετά, εκ των υστέρων, με προσπάθειες, να πραγματοποιήσουν το Έργο της Μετάβασης της Συνείδησης από το περιορισμένο στο Απεριόριστο… πράγμα που δεν πετυχαίνει σχεδόν κανείς… Έτσι είναι τυπικά μυημένοι, τυπικά κατέχουν βαθμούς κι αξιώματα, και όλη η ζωή τους είναι μια διαρκής προσπάθεια να πραγματοποιήσουν «Αυτό που θα έπρεπε να Είχαν Λάβει κατά την Διάρκεια της Μύησής τους».

Η μύηση (οι μυήσεις, μυήσεις βαθμών, κλπ.) που παρουσιάζουν σαν «ιστορικά αυθεντική» όλα αυτά τα μυητικά τάγματα, δεν είναι παρά μια συμβολική αναπαράσταση μιας Αληθινής Μύησης που δεν Γνωρίζουν (ούτε τι είναι, ούτε πως γίνεται), φορτωμένη με άσχετα σύμβολα, με χωρίς πραγματικό νόημα, πράξεις, μέσα σε ένα αυθαίρετο σκηνικό… μια θεατρική παράσταση, μια κακή θεατρική παράσταση… Κι επιμένουμε να το λέμε αυτό για τον απλούστατο λόγο, ότι σε αυτές τις «μυήσεις» δεν πραγματοποιείται Αληθινή Μετάβαση του μυούμενου Πέραν… Το «δικαιολογούν» (τελείως ανόητα για όποιον Γνωρίζει) ότι η μύηση είναι «εν δυνάμει»… το δυστύχημα είναι ότι μένει «εν δυνάμει» μέχρι την μέρα που φεύγουν από την ζωή, ακόμα και μύστες του 33ου και του 333333ου βαθμού…

Η Αληθινή Μύηση σου Αποκαλύπτει Αυτό που Είσαι, Εδώ που Είσαι, Τώρα, Πέρα από τον χρόνο… Η ψευτομύηση σε «καλεί» να πραγματοποιήσεις ένα φανταστικό έργο τελειοποίησης… Αλλά δεν μπορείς να γίνεις «αυτό που Είσαι», ούτε μπορείς να πας «στην θέση που Είσαι»… πρόκειται απλά για παρεξήγηση, για μη κατανόηση της Πραγματικότητας.

Η Αληθινή Μύηση είναι Γνώση, Μετάδοση Γνώσης… Η ψευτομύηση είναι διαδικασία τελείωσης (μόνο που εξελίσσεται στην φαντασία των ανθρώπων).

Η Αληθινή Μύηση Αποκαλύπτει το Αναλλοίωτο Της Φύσης και την αυταπάτη κάθε προσωπικής εξέλιξης… Η ψευτομύηση εκλαμβάνει το μη αληθινό σαν αληθινό κι οδηγείται σε ένα αδιέξοδο ταξίδι.

Μέσα στα πλαστά μυητικά τάγματα δεν έφτασε ποτέ κανείς στην Αλήθεια… εκτός, ίσως, με την φαντασία του.

Είναι γραμμένο: «Ό,τι είναι Εδώ είναι κι εκεί κι ό,τι δεν είναι Εδώ δεν είναι πουθενά».

6. Η ΑΡΧΗ ΚΑΙ ΤΟ ΤΕΛΟΣ

Ο Άνθρωπος, σαν Ύπαρξη, σαν Συνείδηση μέσα στο Σώμα, είναι « ο Θεός Μέσα στο Σώμα».

Το Ανθρώπινο Σώμα είναι ο Αληθινός Ναός του Θεού.

Ο Ιερός Χώρος (του Ναού) μας μεταφέρει, όταν Εισερχόμαστε Σωστά, στα Ανώτερα Επίπεδα (τα ψυχολογικά, μεταφυσικά) της Ύπαρξης.

Ο Ελεύθερος Χώρος, ο Χωρίς Όρια Χώρος, μας Ενώνει με το Απεριόριστο, το Άχρονο, το Αληθινό.

Το Απεριόριστο, το Ακοσμικό, το Πέρα από τον χρόνο, είναι ο Αληθινός Παράδεισος του Ανθρώπου… από την Επίγνωση του Οποίου «έπεσε» μέσα στο περιορισμένο εγώ και στο υλικό σώμα.

Αναπαράσταση του Απεριόριστου είναι Κάθε Ιερός Χώρος, Εντός του Οποίου Συναντάται το Άχρονο με τον Τόπο και τον Χρόνο.

Κατ’ Εικόνα του Αληθινού είναι ο Άνθρωπος, μέσα στο Σώμα του οποίου «γίνονται» όλα.

Το Απεριόριστο, είναι το Μυθικό Βασίλειο του Ουρανού, η Άνω Γη, η Αληθινή Κατοικία των Όντων, η Πνευματική Ιθάκη μέσα στην θάλασσα της αυταπάτης.

Η Βίωση, Μέσα μας, του Απεριόριστου, είναι στην πραγματικότητα η Επιστροφή Πίσω στην Αρχική Κατάσταση, Εκεί Όπου Όλα Ενοποιούνται Μέσα στην Αναλλοίωτη Αιωνιότητα.

7. 1980. ΟΙ «ΑΡΧΑΙΟΙ». ΤΟ ΤΑΓΜΑ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ

«Την Αληθινή Μύηση την Πραγματοποιεί ο Μυούμενος… ενώ την ψευτομύηση την υφίσταται (ο μυούμενος) παθητικά, σαν θεατής».

Το 1980, σε ηλικία 25 χρόνων, και με την «μεσολάβηση» κάποιων πολύ Αγαπημένων Διδασκάλων και Φίλων και Αδελφών (όπως συνειδητοποίησα αργότερα) ήρθα σε «επαφή με μια Ομάδα Ανθρώπων που ήταν γνωστοί (στους κύκλους της εσωτερικής κοινωνίας) κι «άγνωστοι» (στην ευρύτερη κοινωνία) σαν «οι Αρχαίοι», «το Τάγμα των Αρχαίων».

Ομολογώ πως έγινα «δεκτός» λόγω γνωριμιών κι είχα προνομιακή μεταχείριση… αλλά το άξιζα, όπως νόμιζα τότε, μέσα στον «πνευματικό εγωισμό» μου, την ανοησία μου… Αργότερα κατάλαβα πως μου γινόταν «χάρη»… και προσγειώθηκα στην πλήρη ανθρώπινη ταπεινότητα… για να ακούσω τι είχαν να μου «πουν» οι άνθρωποι… Ακόμα σήμερα, μετά από τόσα χρόνια, νοιώθω ντροπή για την ανοησία μου… Ευτυχώς γρήγορα κατάλαβα… υποκλίθηκα… και περίμενα πολύ καιρό, μέχρι να «αποφασίσουν» να με κοιτάξουν… όμως δεν παραπονιέμαι, διδάχτηκα… διδασκόμουν κάθε στιγμή… νοιώθω απέραντη ευγνωμοσύνη για αυτούς τους ανθρώπους… όπως και για τους Αγαπημένους μου στο Παλιό Φάληρο, οι πιο πολλοί από τους οποίους έχουν «φύγει» πια από τον κόσμο.

Ήταν ένα «Αγρόκτημα», έξω από την Πόλη, στην Νοτιοανατολική Αττική, κάμποσα στρέμματα, περιφραγμένο. Στο Βορεινό μέρος υπήρχε ένα διώροφο σπίτι και κάποια μικρότερα σπιτάκια σκόρπια στο χώρο… υπήρχαν αίθρια σε διάφορα σημεία… Κινιόσουν σε χαραγμένα μονοπάτια ανάμεσα σε λιγοστά δένδρα και λουλούδια… Στο κέντρο της περιοχής ήταν κτισμένος ο «Ναός», λίγο πιο ψηλά από το έδαφος, με ένα ευρύχωρο περίβολο γύρω-γύρω. Είχε προσανατολισμό (όπως μου εξήγησαν τότε) από την Δύση στην Ανατολή ακριβώς πάνω στον άξονα, στην τροχιά, που ακολουθούσε ο Ήλιος στις 21 Μαρτίου, που είναι η Εαρινή Ισημερία. Ήταν μια Απλή Γυμνή Αίθουσα, χωρίς τίποτα μέσα (όπως διαπίστωσα όταν μπήκα), αλλά χωρισμένη σε «περιοχές».

Έμπαινες μέσα στο Ναό από την Δύση, περνώντας από ένα στεγασμένο ευρύχωρο διάδρομο, αρκετά μέτρα μακρύ. Στην μέση του διαδρόμου υπήρχε μια Πύλη. Αν έμπαινες Εκεί (όπως μου εξήγησαν) δεν είχε «επιστροφή» γιατί η Πύλη Κλείδωνε πίσω σου. Στο τέλος του Διαδρόμου υπήρχε μια άλλη Πύλη. Βόρεια και Νότια του Διαδρόμου υπήρχαν επίσης δυο πόρτες, πολύ χαμηλές, μέχρι ένα μέτρο ύψος, ανοιχτές, κρυμμένες πίσω από παραπετάσματα, κι έπρεπε να «σκύψεις» για να βρεθείς έξω από τον Ναό.

Περνώντας την Δεύτερη Πύλη (αφού λάβαινες την προειδοποίηση ότι «υπάρχει μόνον ένας τρόπος να μπεις, αλλά δύο τρόποι να φτάσεις στην έξοδο»), βρισκόσουν σε μια μεγάλη περιοχή του Ναού, ένα Πρόναο. Απέναντι Ανατολική υπήρχε μια Τρίτη Πύλη, ενώ Βόρεια και Νότια υπήρχαν επίσης χαμηλές πόρτες, όπως και στον Διάδρομο, που οδηγούσαν έξω από τον Ναό.

Περνώντας την Τρίτη Πύλη βρισκόσουν στον Κυρίως Ναό, που είχε επίσης Βόρεια και Νότια δυο χαμηλές πόρτες. Ο Κυρίως Ναός ήταν αρκετά μεγάλος και σκοτεινός, ακόμα και στην διάρκεια της Ημέρας… ήταν μια τελείως γυμνή αίθουσα. Απέναντι Ανατολικά Υπήρχε μια Τέταρτη Πύλη, που δεν φαινόταν (από τον Κυρίως Ναό) που Οδηγεί.

Περνώντας την Τέταρτη Πύλη βρισκόσουν σε μια Πολύ Καλά Φωτισμένη Αίθουσα, ακόμα και στην διάρκεια της Νύχτας από το φως του περιβάλλοντος. Κι εδώ υπήρχε Ανατολικά μια Πέμπτη Πύλη, που οδηγούσε Έξω, στην Ανατολή, και Βόρεια και Νότια υπήρχαν επίσης δυο χαμηλές πόρτες.

Αν αποφάσιζες να Μπεις στο Ναό, να Μυηθείς, (και βεβαίως αν «κρινόσουν» κατάλληλος), έπρεπε να «μπεις» από την Δυτική Πύλη, με την Δύση του Ήλιου και να «βγεις» από την Ανατολική Πύλη, με την Ανατολή του Ήλιου… εκτός κι αν αποφάσιζες να βγεις νωρίτερα από κάποια Βόρεια ή Νότια χαμηλή πόρτα… εξαρτιόταν από σένα.

Όταν «Έμπαινες» στον Ναό για να Μυηθείς, σε κάθε περιοχή, σου ανοιγόταν η Πύλη (για να μπεις στην επόμενη περιοχή) από τον Μυητή που σου Έδινε την «Αντίστοιχη Οδηγία» και μετά αποσυρόταν. Έπρεπε μόνος σου να βρεις τον τρόπο να προχωρήσεις.

Για παράδειγμα, όταν ήσουν στον Διάδρομο Εισόδου για να μπεις στον Πρόναο σου έλεγε ο Μυητής ότι «Αν έχεις προσκολλήσεις δεν μπορείς να προχωρήσεις, αν δεν έχεις καμία προσκόλληση, πάλι δεν μπορείς να προχωρήσεις». Έπρεπε, μόνος σου, μέσα σε απόλυτη ειλικρίνεια να αποφασίσεις αν θα Προχωρήσεις Ανατολικά ή αν θα αποχωρήσεις από την Βόρεια ή Νότια πόρτα….

Όταν βρισκόσουν στον Πρόναο ο Μυητής σε προειδοποιούσε να «εγκαταλείψεις όλες τις επιθυμίες, εκτός από την τελευταία επιθυμία σου»… Και πάλι έπρεπε μόνος σου να αποφασίσεις τι θα κάνεις… Αν δεν ήσουν ειλικρινής, θα έβρισκες, αργότερα, μπροστά σου Κλειστές Πόρτες (γιατί θα «ελεγχόσουν» και δεν θα μπορούσες να «κρυφτείς»)…

Όταν βρισκόσουν στον Κυρίως Ναό, τελείως σκοτεινό μέσα στην Νύχτα, ο Μυητής σε καλούσε να «δεις με τα μάτια σου τις σκέψεις σου»… Κι έπρεπε να κατανοήσεις τι σημαίνει αυτό και να δώσεις (όταν θα σε «έλεγχαν») την σωστή απάντηση… Μόνο τότε μπορούσες να περάσεις την Τέταρτη Πύλη.

Όταν έμπαινες στον Ιερό Χώρο Περνώντας την Τέταρτη Πύλη σου δινόταν επίσης μια «Μυστική Οδηγία» κι έπρεπε, μέχρι την Ανατολή του Ήλιου να έχεις Βρει την Απάντηση, να έχεις Δώσει την Λύση… Αν Έδινες την Λύση η Ανατολική Πύλη Άνοιγε Ακριβώς στην Ανατολή του Ήλιου κι Έβγαινες στον κόσμο, ο Ίδιος και Τελείως Διαφορετικός ταυτόχρονα… διαφορετικά με ευγενικό τρόπο σου υπεδείκνυαν να βγεις από την Βόρεια ή την Νότια πόρτα.

Η Μύηση στην πραγματικότητα γινόταν στην διάρκεια της Νύχτας. Διέσχιζες Μέσα σου και στο Ναό και στην Ύπαρξη όλες τις Κοσμικές Περιοχές για να Φτάσεις στο Αληθινό Φως, που μόνο ένα φτωχό σύμβολό του είναι η Ανατολή του Ηλίου. Σε αυτή την Μύηση πραγματοποιούνταν, μια δια παντός, η Μύηση, όλοι οι βαθμοί της Μύησης, Ολοκληρωτικά και Τελειωτικά.

Έπρεπε, Μπαίνοντας από την Δυτική Πύλη, και μέχρι να Βγεις από την Ανατολική, να έχεις Ανυψωθεί Μέσα σου, να Βαδίσεις τις Περιοχές του Ναού και να Κατακτήσεις τις Αντίστοιχες Πνευματικές Καταστάσεις… διαφορετικά έπρεπε να αποσυρθείς… κι αν δεν το έκανες μόνος σου, θα σου το υπεδείκνυαν.

Αν όμως κατάφερνες να Βγεις από την Ανατολική Πύλη Ήσουν Πλέον Ένας από τους «Αρχαίους Αδελφούς», ένας Φωτισμένος, που είχε Δει την Αληθινή Πνευματική Ανατολή, το Φως το Αληθινό.

Μυητικά Τάγματα υπάρχουν πολλά… Τα πραγματικά δεν τα γνωρίζει ο κόσμος… Αν κάποιος ενδιαφέρεται για την Αληθινή Μύηση, πρέπει να βρει ένα πραγματικό μυητικό τάγμα, και να μην «παραμυθιάζεται» από θεατρίνους, ούτε να ξεγελιέται από «θεατρικές παραστάσεις».

Βέβαια, δεν μπορούμε εδώ, να αναπαραστήσουμε με ακρίβεια όλη την Δράση, τα Συμβαίνοντα, τους Συμβολισμούς, ούτε τις Εσωτερικές Καταστάσεις που Βίωνε ο Μυούμενος, ή το Βάθος της Κατανόησής του που Χανόταν στο Απεριόριστο… Να σημειώσουμε μόνο ότι η «ύπαρξη» κι η «χρήση» του Ναού, δεν έχει καμιά σχέση με τους Ναούς των θρησκειών… Υπάρχουν ακόμα και αρχιτεκτονικές διαφορές… Οι Ναοί των θρησκειών είναι ελλιπείς κι η χρήση τους, συνήθως, εξωτερική και μη αποτελεσματική.

Δεν έχω καμιά πρόθεση, ούτε και «υποχρέωση» άλλωστε, να απολογηθώ για την αλήθεια των λεγομένων μου… λόγο έχω να δώσω μόνο στον Θεό και στην συνείδησή μου, ότι μίλησα για την Αληθινή Μύηση, όπως (με εύνοια) μου «δόθηκε» από κάποιος ανθρώπους. Ούτε μπορώ να πω σε κάποιον που θα «βρει» τους «Αρχαίους», το «Τάγμα των Αρχαίων»… άλλωστε κι αυτοί δεν ενδιαφέρονται για κάτι τέτοιο… Όταν κάποιος έχει ανάγκη και πρέπει να τους «βρει», θα τους «βρει».

Η αλήθεια των λόγων μου αποδεικνύεται από αυτό που υποδεικνύουν, δηλαδή την Αληθινή Μετάβαση σε μια Ενοποιημένη Αντίληψη της Ύπαρξης, την Βίωση του Αιώνιου. Αν κάποιοι το θεωρούν ψεύδος ή αδύνατο, απλά αποκλείουν τον εαυτό τους από την Εμπειρία, τίποτα άλλο… Το Σύμπαν Κυλάει Ειρηνικά, άσχετα από τις αντιλήψεις και τις δραστηριότητες των ανθρώπων.

Όποιος Αγαπά το Φως, Βαδίζει στο Φως, Ανυψώνεται στο Φως και Περνά Πέραν, στην Αληθινή Ζωή, πέρα από τον χρόνο… Οι άνθρωποι της Σκιάς, ασχολούνται παλεύουν και νικούν μόνο σκιές… χωρίς να υποψιάζονται ότι όλα αυτά δεν είναι αληθινά.

Πάντως, πρέπει να το πούμε ότι η Μύηση, τελικά, είναι Μια, σε Ανατολή και Δύση… Και η Πραγματοποίηση του Έργου της Μετάβασης από την συνηθισμένη συνείδηση (του συνηθισμένου ανθρώπου) στην Παγκόσμια Συνείδηση, και στο Απόλυτο, είναι Κάτι που πρέπει να Βιώσουμε εμείς οι ίδιοι, είτε ακολουθούμε τον Ανατολικό Δρόμο του Διαλογισμού (ή Μη-Διαλογισμού, πιο σωστά) είτε ακολουθούμε τον Δυτικό Δρόμο της Τελετουργικής Μύησης (σε ένα αληθινό Μυητικό Τάγμα, κι όχι στις απομιμήσεις του Αληθινού, που είναι προσβολή και προς την Παράδοση, και προς τον άνθρωπο, προς την ανθρωπότητα.