Παρασκευή 18 Σεπτεμβρίου 2020

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Ἰφιγένεια ἡ ἐν Αὐλίδι (253-302)

Βοιωτῶν δ᾽ ὅπλισμα πόντιον [στρ. γ] πεντήκοντα νῆας εἰδόμαν
255 σημείοισιν ἐστολισμένας·
τοῖς δὲ Κάδμος ἦν
χρύσεον δράκοντ᾽ ἔχων
ἀμφὶ ναῶν κόρυμβα·
Λήιτος δ᾽ ὁ γηγενὴς
260 ἆρχε ναΐου στρατοῦ·
Φωκίδος δ᾽ ἀπὸ χθονὸς
Λοκρὰς δὲ τοῖσδ᾽ ἴσας ἄγων
ναῦς ‹ἦλθ᾽› Οἰλέως τόκος κλυτὰν
Θρονιάδ᾽ ἐκλιπὼν πόλιν.

Μυκήνας δὲ τᾶς Κυκλωπίας [ἀντ. γ]
266 παῖς Ἀτρέως ἔπεμπε ναυβάτας
ναῶν ἑκατὸν ἠθροϊσμένους·
σὺν δ᾽ Ἄδραστος ἦν
ταγός, ὡς φίλος φίλῳ,
270 τᾶς φυγούσας μέλαθρα
βαρβάρων χάριν γάμων
πρᾶξιν Ἑλλὰς ὡς λάβοι.
ἐκ Πύλου δὲ Νέστορος
Γερηνίου κατειδόμαν
275 πρύμνας σῆμα ταυρόπουν ὁρᾶν,
τὸν πάροικον Ἀλφεόν.

Αἰνιάνων δὲ δωδεκάστολοι [στρ. δ]
νᾶες ἦσαν, ὧν ἄναξ
Γουνεὺς ἆρχε· τῶνδε δ᾽ αὖ πέλας
280 Ἤλιδος δυνάστορες,
οὓς Ἐπειοὺς ὠνόμαζε πᾶς λεώς·
Εὔρυτος δ᾽ ἄνασσε τῶνδε,
λευκήρετμον δ᾽ Ἄρη
Τάφιον ἦγεν, ὧν Μέγης ἄνασσε,
285 Φυλέως λόχευμα,
τὰς Ἐχίνας λιπὼν
νήσους ναυβάταις ἀπροσφόρους.

Αἴας δ᾽ ὁ Σαλαμῖνος ἔντροφος [ἀντ. δ]
290 δεξιὸν κέρας †πρὸς τὸ λαιὸν ξυνᾶγε†,
τῶν ἆσσον ὥρμει πλάταισιν
ἐσχάταισι συμπλέκων
δώδεκ᾽ εὐστροφωτάταισι ναυσίν· ὡς
ἄιον καὶ ναυβάταν
295 εἰδόμαν λεών·
ᾧ τις εἰ προσαρμόσει
βαρβάρους βάριδας,
νόστον οὐκ ἀποίσεται,
ἐνθάδ᾽ οἷον εἰδόμαν
300 νάιον πόρευμα,
τὰ δὲ κατ᾽ οἴκους κλύουσα συγκλήτου
μνήμην σώζομαι στρατεύματος.

***
Κι είδα των Βοιωτών το στόλο·
πλεούμενα ήτανε πενήντα,
στολισμένα με σημάδια·
είχανε τον Κάδμο πάνω
στ᾽ ακροστόλια, εκεί στις πρύμες,
με χρυσό στα χέρια φίδι·
της γης φύτρο ο Λήιτος, ήταν
260 αρχηγός αυτού του στόλου·
κι απ᾽ το Θρόνιο, πολιτεία
ξακουσμένη, ο γιος του Οιλέα
ήρθε με άλλα τόσα πλοία,
φωκικά και λοκρικά.

Κι από την κυκλώπεια ήρθε
τη Μυκήνα ο γιος του Ατρέα·
κείθε οι άντρες στα εκατό του
πλοία· κι ο Άδραστος μαζί του
ήταν αρχηγός, σα φίλος,
γδικιωμό να λάβ᾽ η Ελλάδα
270 για μια που ᾽φυγε απ᾽ το σπίτι
βάρβαρο ακλουθώντας άντρα.
Απ᾽ την Πύλο ήρθ᾽ ο Γερήνιος
Νέστορας· στου πλοίου την πρύμη
είχε σήμα —με όψη ταύρου—
το γειτονικό Αλφειό.

Δώδεκα ήταν των Αινιάνων τα καράβια,
κι ο Γουνέας, ο βασιλιάς τους, αρχηγός·
280 και της Ήλιδας κοντά τους οι αφεντάδες,
που Επειούς τους έκραζε όλος ο λαός,
και τον Εύρυτο είχαν τούτοι βασιλιά·
των Ταφίων των πολεμόχαρων το στόλο
—άσπρα πλοία— τον κυβερνούσε ο βασιλιάς τους,
του Φυλέα ο γιος, ο Μέγης,
που ήρθε από τις Εχινάδες,
για τους ναύτες κακοζύγωτα νησιά.
Αραγμένος πιο κοντά στο αριστερό,
ένωνε την άκρη αυτή
290 με την άλλη, τη δεξιά,
ο Αίας, παιδί της Σαλαμίνας,
με τα δώδεκα που αφέντευε καράβια,
γοργοκίνητα σκαριά.

Τέτοιος είναι ο στόλος που είδα,
που τον είχα και πρωτύτερ᾽ ακουστά·
αν κανείς σ᾽ αυτόν αντίκρυ,
τέτοια που είδα πελαγόδρομα καράβια,
των βαρβάρων παρατάξει τα σκαφίδια,
δε θα δει πατρίδα πια.
300 Για το σύσμιχτο στρατό
κι άλλα μου είπανε σαν ήμουν στην πατρίδα
και στη μνήμη μου όλα τώρα τα κρατώ.

Η Αρχαία Ελληνική Τέχνη και η Ακτινοβολία της, Η τέχνη του 4ου αιώνα π.Χ.: Η τέχνη της ελληνιστικής εποχής

8.2.2. Ο Ερμογένης και οι ψευδοδίπτεροι ναοί

Στην ελληνιστική εποχή είναι εμφανής η προτίμηση για τον ιωνικό (και για τον συγγενή του κορινθιακό) ρυθμό στην κατασκευή των ναών ενώ εμφανίζονται και κάποιες ενδιαφέρουσες καινοτομίες. Στο σύγγραμμά του Περί αρχιτεκτονικής ο Ρωμαίος αρχιτέκτονας Βιτρούβιος, που έζησε στα χρόνια του αυτοκράτορα Αυγούστου, γράφει ότι ο Ερμογένης είχε επινοήσει έναν νέο τύπο ιωνικού ναού, τον ψευδοδίπτερο (Βιτρούβιος, De architectura 3.2.6):

«Ο ψευδοδίπτερος ναός κατασκευάζεται έτσι, ώστε να έχει από 8 κίονες στην μπροστινή και την πίσω πλευρά και από 15, μαζί με τους γωνιαίους, στις διαμήκεις πλευρές. Οι τοίχοι του σηκού όμως στην μπροστινή και την πίσω πλευρά πρέπει να αντιστοιχούν στους 4 μεσαίους κίονες. Έτσι δημιουργείται, περιμετρικά γύρω από τους τοίχους ως το άκρο των κιονοστοιχιών, ενδιάμεσος χώρος με πλάτος ίσο με δύο μετακιόνια, αυξημένο κατά το πάχος του κίονα. Παράδειγμα ψευδοδίπτερου ναού δεν υπάρχει στη Ρώμη, στη Μαγνησία όμως υπάρχει ο ναός της Αρτέμιδος Λευκοφρυηνής που οικοδόμησε ο Ερμογένης, και στα Αλάβανδα ο ναός του Απόλλωνος που οικοδόμησε ο Μενεσθεύς.» (Μτφρ. Π. Λέφας)

Λίγο πιο κάτω ο Βιτρούβιος επανέρχεται στα επιτεύγματα του Ερμογένη με αφορμή τις αναλογίες του εὐστύλου ναοῦ και τον επαινεί ως αρχιτέκτονα για την επινοητικότητά του (De architectura 3.3.8-9):

«Παράδειγμα τέτοιου ναού [ευστύλου] δεν έχουμε στη Ρώμη, στην Ασία όμως υπάρχει ο εξάστυλος ναός του Διονύσου στην Τέω. Τις αναλογίες αυτές τις καθόρισε ο Ερμογένης.

Ο Ερμογένης ήταν αυτός που πρώτος επινόησε τον οκτάστυλο ψευδοδίπτερο ναό· αφαίρεσε από τον σύμμετρο δίπτερο ναό τις εσωτερικές κιονοστοιχίες, που περιλαμβάνουν τριάντα οκτώ κίονες, και περιόρισε τη δαπάνη και την απαιτούμενη εργασία. Δημιούργησε με έξοχο τρόπο έναν ευρύχωρο περίπατο δίπλα στο κτήριο, γύρω από τον σηκό. Διαφύλαξε με την κατανομή αυτή το μεγαλείο του όλου έργου και αυτό χωρίς να μειωθεί το κάλλος της όψης και χωρίς να προκαλείται επιθυμία διατήρησης του περιττού που αφαιρέθηκε.

Η επινόηση του τρόπου αυτού διόρθωσης του πτερώματος και διάταξης των κιόνων στην περίμετρο του κτηρίου έγιναν έτσι, ώστε τα μετακιόνια να αποκτήσουν, με την αδρότητά τους [δηλαδή την έντονη φωτοσκίαση], εντυπωσιακή εμφάνιση και το πλήθος, που ενδέχεται να αιφνιδιαστεί και να αποκλειστεί στον ναό από κάποια νεροποντή, να μπορεί να παραμείνει με άνεση στον χώρο γύρω από τον σηκό. Η διάταξη του ψευδοδίπτερου ναού παρουσιάζει αυτά τα πλεονεκτήματα. Ο Ερμογένης πραγματοποίησε τα έργα με οξύνοια και μεγάλη ικανότητα και μας άφησε γραπτά κείμενα, ώστε να μπορούν οι μεταγενέστεροι να αντλούν διδαχές για την τέχνη τους.».

Ο Ερμογένης έζησε στο τέλος του 3ου και στις αρχές του 2ου αιώνα π.Χ. Ο ψευδοδίπτερος ναός της Αρτέμιδος Λευκοφρυηνής στη Μαγνησία του Μαιάνδρου, τον οποίο κατασκεύασε ο ίδιος σύμφωνα με τη μαρτυρία του Βιτρουβίου, δείχνει τις σημαντικές καινοτομίες που εισήγαγε στον τρόπο σχεδίασης των ιωνικών ναών.

Ομολογουμένως υπάρχουν και τ’ ανομολόγητα αισθήματα

Ανομολόγητοι έρωτες· οι έρωτες που ποτέ δεν μπόρεσαν να χωρέσουν στις κατάλληλες λέξεις επιλέγοντας την ασφάλεια της αφάνειας. «Ο έρωτας άπαξ κι έρθει είναι για να εκφράζεται και να δείχνεται» άκουσα να υποστηρίζει ένθερμα μια φίλη τις προάλλες.

Ομολογουμένως όμως υπάρχουν και οι ανομολόγητοι έρωτες. Εκείνοι οι έρωτες που ακόμη κι ο ίδιοι οι «παθόντες» δεν έχουν τολμήσει να ομολογήσουν ούτε καν στον ίδιο τους τον εαυτό. Από φόβο πως δε θα τα καταφέρουν; Από τη δική τους ανασφάλεια πως ίσως δεν καλύπτουν το άλλο άτομο στον βαθμό που θα επιθυμούσαν; Από χαζομάρα ίσως, μιας και όλα τα προηγούμενα μπορεί να είναι απλά εικασίες δίχως ίχνος βάσης; To θέμα πάντως είναι πως δεν τους εξέφρασαν, δεν μπήκαν ποτέ στη διαδικασία του να φανταστούν τον εαυτό τους να κάνει την πολυπόθητη κίνηση.

Όχι, δεν είναι οι ανεκπλήρωτοι έρωτες, αυτό είναι άλλο, κάτι διαφορετικό. Οι ανομολόγητοι έρωτες είναι μακράν πιο επίπονοι από τους ανεκπλήρωτους. Κι αυτό επειδή στην ουσία επιλεκτικά και κατά συνείδηση δε θα δουν ποτέ το φως της ημέρας, δε θα βγουν από τα συρτάρια και δε θα συναντήσουν ποτέ ένα φιλί ή ένα χάδι. Δεν είναι ότι «δεν έκατσε» ή «δεν έτυχε». Οι ανομολόγητοι έρωτες αυτοκαταδικάζονται σε ισόβια κάθειρξη σιωπής και μαζί τους κάθε προοπτική από πλευράς του ενδιαφερόμενου για να αποκαλυφθούν.

Δεν μπορεί κανείς να αμφισβητήσει το ρομαντικό στοιχείο που αιωρείται στην ατμόσφαιρα ενός ανομολόγητου έρωτα. Είναι πολλές οι ιστορίες των ανθρώπων που δεν κατάφεραν να ψελλίσουν ένα «σ’ αγαπώ» σε εκείνους για τους οποίους νοιάζονται. Πιθανότατα να το έχεις βιώσει και να γνωρίζεις από πρώτο χέρι το βάσανο του να ζεις μια τέτοια κατάσταση.

Υπάρχουν άνθρωποι που ζουν καθημερινά κοντά σε εκείνα τα άτομα που έχουν ερωτευθεί και παρ’ όλα αυτά δεν έχουν πει τίποτε. Υπάρχουν άνθρωποι που με τον τρόπο τους συνέβαλλαν στον να προχωρήσει στη ζωή εκείνο το άτομο που αγαπούν δίχως να αποκαλύψουν το παραμικρό για τη δική τους συναισθηματική κατάσταση. Πολλές φορές έχει να κάνει με τον απεριόριστο σεβασμό προς τον άνθρωπο που αγαπάμε και τις δικές του ανάγκες που βλακωδώς θεωρούμε πως δε φτάνουμε ή δεν καλύπτουμε.

Το να ομολογήσεις τον έρωτα που νιώθεις με το ρίσκο του να χάσεις ίσως για πάντα αυτόν τον άνθρωπο είναι ο βασικότερος λόγος που οι ανομολόγητοι έρωτες δε βλέπουν φως. Είναι αυτή η εσωτερική ανασφάλεια που θα νικήσει οποιαδήποτε ακόρεστη επιθυμία και έλξη. Είναι η παράλογη λογική που θα ακυρώσει οποιοδήποτε αυθορμητισμό για να κατακτηθεί το όνειρο. Κι έτσι όλα, συναισθήματα και ανάγκες, μένουν στην αφάνεια. Είναι η ανόητη παραδοχή του «είναι για το καλό όλων μας» που δε θα αφήσει έναν ανομολόγητο έρωτα να δραπετεύσει από τα δεσμά του ήδη φιξαρισμένου μυαλού εκείνου που αγαπά με αυτόν τον τρόπο.

Και πού πάνε οι ανομολόγητοι έρωτες τελικά; Πού καταλήγουν και πώς λήγουν; Η ψυχολογική φθορά μιας τέτοιας κατάστασης μπορεί να προκαλέσει απωθημένα. Όλα εξαρτώνται από το πώς το χειρίζεσαι, από την απόσταση που θα επιλέξεις να έχεις κι από το πόσο συνειδητό τελικά ήταν όλο αυτό σαν απόφαση. Όμως πάντα στο μυαλό θα υπάρχει και θα αιωρείται εκείνο το «αν» που θα πλάθει σενάρια για το πώς θα μπορούσε να εξελιχθεί ένας έρωτας αν είχε εκφραστεί και ομολογηθεί. Και θα πέφτουν βροχή οι ατάκες στο μυαλό και θα πλάθονται οι εικόνες αυτόματα. Γιατί εκείνος που δεν ομολόγησε ποτέ στον άλλον για το πόσο τον αγαπά, έχει ήδη ζήσει στο δικό του μυαλό τον έρωτα με αυτόν που νοιάζεται.

Αν ποτέ γνωρίσεις κάποιον άνθρωπο που έχει ζήσει κάτι ανάλογο θα σου πει πως «οι συνθήκες» δεν το επέτρεψαν. Θα δεις πως έχει πείσει τον εαυτό του για αυτό που δεν τόλμησε να κάνει. Θα ανακαλύψεις πως θεωρεί ακόμη και μετά από χρόνια πως έπραξε σωστά. Κι ίσως να έπραξε σωστά. Κανείς δεν μπορεί να προβλέψει την πορεία ενός συναισθήματος άπαξ και μπει σε τροχιά. Ή θα σε απογειώσει ή θα σε προσγειώσει απότομα.

Οι ανομολόγητοι έρωτες είναι η αιώνια πάλη ανάμεσα στη λογική, του παραλόγου και τον πόθο. Είναι οι έρωτες που μοιάζουν να βγήκαν από κάποιο μυθιστόρημα με δακρύβρεχτο τίτλο. Είναι το απόλυτο «θέλω». Κι αν ποτέ ρωτήσεις κάποιον που το έζησε αν το μετάνιωσε, ίσως και να παραδεχθεί αυτό που για χρόνια απέφευγε, πως τον έρωτα τελικά πρέπει να τον ομολογείς.

Αφιερωμένο σε κάθε «αγαπώ» που δεν έφτασε στο δικό του «σε».

Νοημοσύνη στο παιδί

Όλοι οι γονείς τείνουν να βλέπουν με μια θετική ματιά τα παιδιά τους – για κάθε γονιό το παιδί του είναι το ‘εξυπνότερο’. Ταυτόχρονα, όλοι μπορούμε να παρατηρήσουμε πως κάποια παιδιά είναι ιδιαίτερα ‘ξύπνια’. Πότε μπορούμε να χαρακτηρίσουμε ένα παιδί ως ‘έξυπνο’; Γιατί κάτι τέτοιο είναι ιδιαίτερης σημασίας;

Αρχικά η εξυπνάδα χαρακτηρίζεται ανάλογα με την ηλικία και τις προσδοκίες της εκάστοτε φάσης ζωής. Συχνά όμως τείνουμε να μπερδεύουμε την εξυπνάδα με την νοημοσύνη. Η νοημοσύνη, ή αλλιώς το γνωστό σε όλους μας IQ, είναι η λεκτική ή μαθηματική δεξιότητα. Όταν ένα παιδί επιδεικνύει έντονη ανάπτυξη και κατανόηση γλωσσικά ή αριθμητικά χαρακτηρίζεται ως ‘έξυπνο’ ή ως παιδί με υψηλό δείκτη IQ.

Εάν ένα παιδί όμως δεν τα πηγαίνει καλά στην έκφραση ή την αριθμητική, είναι ‘ανόητο’; Παρότι κάτι τέτοιο μπορεί με μια πρώτη ματιά να τρομάξει τους γονείς ή τους εκπαιδευτικούς, η αλήθεια είναι πως δεν αντικατοπτρίζει την πραγματικότητα.

Η ‘ΕΞΥΠΝΑΔΑ’ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΕΜΦΑΝΙΣΤΕΙ ΜΕ ΠΟΛΛΟΥΣ ΤΡΟΠΟΥΣ.

Παρότι η νοημοσύνη οριζόταν ως το IQ, πλέον αναγνωρίζεται πως υπάρχουν πολλά είδη νοημοσύνης. Κατά τον Gardner, υπάρχουν εννέα διαφορετικές κατηγορίες νοημοσύνης. Συμπεριλαμβάνει τις τυπικές κατηγορίες, όπως λογικομαθηματική νοημοσύνη, και γλωσσική, προσθέτει όμως και νέες, όπως χωροταξική, κιναισθητική, μουσική/ ρυθμική, διαπροσωπική, ενδοπροσωπική, υπαρξιακή και νατουραλιστική. Ένα παιδί δηλαδή, μπορεί να έχει αναπτυγμένη μία κατηγορία νοημοσύνης από τις προαναφερθείσες, και να διαπρέπει σε κάποιον από τους τομείς.

Πιο συγκεκριμένα: η λογικομαθηματική κατηγορία αναφέρεται στις μαθηματικές και αριθμητικές δεξιότητες, η γλωσσική στις λεκτικές, η χωροταξική στην ικανότητα αντίληψης του χώρου σε τρισδιάστατο επίπεδο, η κιναισθητική αναφέρεται στην ικανότητα αντίληψης και παραγωγής κινήσεων (ιδιαίτερα συστηματοποιημένων), η μουσική είναι η δεξιότητα αντίληψης του ρυθμού και η εσωτερική μουσικότητα, η διαπροσωπική αναφέρεται στην δεξιότητα κατανόησης και αλληλεπίδρασης των άλλων, η ενδοπροσωπική στην δεξιότητα κατανόησης και διαχείρισης του εαυτού, η υπαρξιακή στην αντίληψη υπαρξιακών εννοιών σε βαθύτερο επίπεδο, και η νατουραλιστική στην ικανότητα αντίληψης των ‘νόμων’ που διέπουν την φυσική πραγματικότητα.

Οι κατηγορίες της νοημοσύνης δείχνουν πως η πνευματική ανάπτυξη δεν περιορίζεται στην μαθηματική ή γλωσσική ικανότητα. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό να αναγνωριστεί τόσο από γονείς όσο και από εκπαιδευτικούς. Εάν ένα παιδί δεν επιδεικνύει το τυπικό IQ, δεν σημαίνει πως δεν είναι ‘έξυπνο’ – ίσως σημαίνει ότι δεν έχει ανακαλύψει ακόμα τον τομέα νοημοσύνης στον οποίο διαπρέπει. Η αναγνώριση των διαφορετικών τομέων νοημοσύνης επιτρέπουν στους γονείς και στους εκπαιδευτικούς να μην ‘χαρακτηρίζουν’ τα παιδιά, και να μην ‘βιάζονται να εγκαταλείψουν’ αυτά.

Τόσο οι γονείς όσο και οι εκπαιδευτικοί θα μπορούσαν να διερευνούν περισσότερο τις πολύπλευρες ικανότητες κάθε παιδιού, ώστε να αναδείξουν τα ισχυρά του σημεία, και να μην το περιορίζουν.

Κάθε είδος νοημοσύνης είναι εξίσου σημαντικό, και πρακτικό, και μπορεί να χαρακτηρίσει ένα παιδί ως ‘έξυπνο’. Καταληκτικά, η νοημοσύνη, ή η ‘εξυπνάδα’ είναι η ανεπτυγμένη δεξιότητα αντίληψης κάποιας πτυχής του κόσμου. Οι πολλές κατηγορίες αυτής αντικατοπτρίζουν την πολύπλευρη φύση του ανθρώπου, και τις διαφορετικές μα εξίσου σημαντικές δεξιότητες που το άτομο μπορεί να αναπτύξει.

Είτε είμαστε γονείς, είτε εκπαιδευτικοί, είτε επαγγελματίες ψυχικής υγείας, ας μην ξεχνούμε πως το κάθε παιδί είναι μοναδικό, και πως κάθε ένα έχει το δικό του ‘προτέρημα’. Ας μην βιαζόμαστε να χαρακτηρίσουμε ή να κατηγοριοποιήσουμε – αντ’ αυτού ας εξερευνήσουμε πολύπλευρα τις ικανότητες κάθε παιδιού, χαρίζοντάς του την δυνατότητα να τις ανακαλύψει και να τις εξελίξει.

Η αγάπη ανάβει περισσότερες φωτιές απ’ όσες σβήνει το μίσος

«Και σταθείτε ο ένας πλάι στον άλλο, αλλά όχι υπερβολικά κοντά διότι οι κολόνες τον ναού στέκουν χωριστές, και η βελανιδιά με το κυπαρίσσι δε φυτρώνουν το ένα στη σκιά τον άλλου.» -Kahlil Gibran

Ο απόλυτος έλεγχος πάνω σε ένα άλλο ανθρώπινο πλάσμα δεν είναι ούτε εφικτός ούτε επιθυμητός. Και είναι πάντα καταστροφικός.

Ένας από τους μεγαλύτερους μύθους που αφορούν την αγάπη θέλει δυο ανθρώπους που αγαπιούνται αληθινά να είναι συνέχεια μαζί, να ακολουθούν το ίδιο μονοπάτι, να έχουν τους ίδιους στό­χους και τα ίδια ενδιαφέροντα, οι ζωές τους είναι αιώνια συνυφασμένες και η κάθε στιγμή του ενός μακριά από τον άλλο να μοιάζει με αιωνιότητα. Ακόμα κι αν αυτό ήταν δυνατό, εμένα μου φαίνεται τρομερά ανιαρό.

Είναι πολύ φυσικό να θέλουμε να μοιραζόμαστε πράγματα ή τη ζωή μας με το/τη σύντροφό μας, να θέλουμε να νιώθουμε δε­μένοι και προστατευμένοι. Αυτό γίνεται πρόβλημα μόνο όταν η αγάπη μετατρέπεται σε πλήρη και αποκλειστική απασχόληση. Όσοι επικεντρώνουν την αγάπη τους σε ένα μόνο πρόσωπο έχουν πρόβλημα σχέσεων γενικά.

Θα έπρεπε να είναι αvακoύφιση μάλλον παρά απειλή το να ανακαλύπτουμε πως εκείνοι που αγαπάμε έχουν την ικανότητα να αγαπούν κι άλλους ανθρώπους και να αγαπιούνται. Θα έπρεπε να είμαστε ευγνώμονες που έχουν ενδιαφέροντα πέρα από εμάς, που είναι αυτάρκεις και αυτοδύναμοι.

Είμαστε πραγματικά ικανοί να αγαπάμε πολλούς ανθρώπους ταυτόχρονα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι μειώνεται εκείνο που έχουμε να δώσουμε. Στην πραγματικότητα, όσο περισσότερες εμπειρίες αγάπης έχουμε, είτε στο παρελθόν είτε στο παρόν, τόσο περισσότερα κομίζουμε στην προσωπική μας σχέση. Η αγάπη δεν ξεθωριάζει όταν μοιράζεται μάλλον γίνεται πιο φωτεινή και σίγουρα βελτιώνεται με την πείρα.

Το παράδοξο του να πληγώνουμε αυτούς που αγαπάμε.

Αποτελεί ένα από τα παράδοξα της αγάπης το ότι συχνά πληγώνουμε περισσότερο αυτούς που αγαπάμε περισσότερο. Επισημαίνουμε συνεχώς τα λάθη τους, επικρίνουμε τις αποφάσεις τους, αμφισβητούμε τα συμπεράσματά τους. Κάποιες φορές, βάζουμε σ’ εκείνους πιο υψηλά στάνταρ απ’ ό,τι στον εαυτό μας. Δεν είναι κακό να θέλουμε τα πρόσωπα που αγαπάμε να κάνουν το καλλίτερο που μπορούν, αλλά αυτό δε θα το πετύχουμε ποτέ με τις επικρίσεις και τα αρνητικά σχόλια.

Μερικά χρόνια πριν, μια καθηγήτρια στη διάρκεια του μαθήματος, προκειμένου να αναλύσουμε την αλληλεπίδραση ανάμεσα στην ίδια και τους μαθητές. Μελετώντας τα αποτελέσματα, ανακαλύψαμε, προς μεγάλη έκπληξη της εκπαιδευτικού, ότι, μολονότι ενδιαφερόταν πάρα πολύ για τους μαθητές της, η συμπεριφορά της απέναντι τους ήταν σχεδόν εντελώς αρνητική – ένας ολόκληρος κατάλογος με «Απαγορεύεται» κο­σμούσε την αίθουσα, γραπτά επιστρέφονταν γεμάτα κοκκινίλες και τα προφορικά σχόλιά της επισήμαιναν σχεδόν πάντα τις αδυναμίες των παιδιών.

Η κριτική είναι μια σύνθετη και δύσκολη τέχνη, που δεν πρέπει να γίνεται με ελαφριά καρδιά. Μπορεί να είναι εποικοδομητική, αλλά μπορεί να είναι και ισοπεδωτική.

Την επόμενη φορά που θα μπούμε στον πειρασμό να πούμε «Το πρόβλημα με σένα είναι ότι…» θα πρέπει ίσως να το ξανασκεφτούμε και να αναρωτηθούμε γιατί το κάνουμε!

Το σχόλιό μας θα έχει πραγματικά κάποιο θετικό αποτέλεσμα ή μήπως είναι καλύτερα να σωπάσουμε; Θα ωφελήσει αν μιλήσουμε ή θα μειώσουμε ένα ανθρώπινο πλάσμα ή μήπως θα χάσουμε ένα αγαπημένο μας πρόσωπο;

Η αγάπη ανάβει περισσότερες φωτιές απ’ όσες σβήνει το μίσος.

Ο Λόγος του Ηράκλειτου

«Εξερεύνησα τον εαυτό μου», λέει ο Ηράκλειτος, ο οποίος δεν υπήρξε μαθητής κανενός. Αναζήτησε την αλήθεια για τη ζωή βαθιά μέσα στο μυαλό του, εξέτασε προσεκτικά τα δεδομένα που του έδωσαν οι πέντε αισθήσεις του και κατέγραψε τις διαπιστώσεις του, με τον δικό του ιδιαίτερο τρόπο που δεν θυμίζει κανέναν άλλον.

«Εκείνα που αποκαλύπτει ο Λόγος δεν τα κατανοούν όταν κατά τύχη τα συναντήσουν, ούτε τα μαθαίνουν όταν τους τα διδάξει κάποιος, νομίζουν όμως πως τα γνωρίζουν»

Σύμφωνα με τον Ηράκλειτο, υπάρχει ένας ρυθμιστικός παράγοντας του κόσμου, ένα κοινό διανοητικό μονοπάτι στο οποίο βαδίζουμε όλοι, παρά τις ιδιαιτερότητές μας και τους διαφορετικούς προορισμούς μας. Αν αγνοούμε την ύπαρξή του, βαδίζουμε έξω από τον δρόμο, κάνουμε κύκλους γύρω από τον εαυτό μας χωρίς ποτέ να πηγαίνουμε κάπου. Αυτή η, ας την πούμε, διανοητική Αρχή είναι η ίδια για όλους τους ανθρώπους, όπου και όπως και αν ζουν και ονομάζεται Λόγος.

Ο Ηράκλειτος δεν συνήθιζε να δίνει ορισμούς, κι έτσι δεν μας δίνει μία αναλυτική περιγραφή του Λόγου. Μας δίνει όμως σημάδια και μας καθοδηγεί στην αναζήτηση. Πριν δούμε αυτά τα σημάδια, μπορούμε να μάθουμε πολλά από την ίδια τη λέξη που χρησιμοποιεί για να ονομάσει αυτή την Αρχή. Διότι, ο Λόγος είναι μία λέξη που φέρει πολλές σημασίες. Και όταν ενώνεται με άλλες λέξεις, οι σημασίες αυτές πολλαπλασιάζονται.

Άκου, μίλα, κρίνε και σκέψου

Λόγος είναι τα λόγια, αυτό που λέμε και αυτό που γράφουμε για να επικοινωνήσουμε με τους άλλους. Και όταν μιλώ με κάποιον άλλον κάνω διάλογο, ενώ σε κάθε τι που λέω υπάρχει αντίλογος. Ανακαλύπτουμε λοιπόν τους κανόνες του κοινού Λόγου συζητώντας και ακούγοντας ή διαβάζοντας.

Λόγος είναι και ο υπολογισμός, αυτό που σήμερα ονομάζουμε αναλογία. Η αναλογία μού επιτρέπει να συγκρίνω δύο απόψεις ή δύο καταστάσεις, να βρω ομοιότητες και διαφορές, κι έτσι να κάνω μία εκτίμηση, να κρίνω. Αυτή η διαδικασία με αναγκάζει να συλλογίζομαι.

Λόγος επίσης ονομάζεται η αιτία. Όταν λέμε «για ποιον λόγο μου μίλησε έτσι;» αναρωτιόμαστε για την αιτία. Η αναζήτηση της αιτίας πίσω από τα γεγονότα και τις προθέσεις, μας βοηθά να έχουμε μία καθαρή εικόνα για ό, τι συμβαίνει γύρω μας, και φυσικά αποτελεί μέρος της προηγούμενης διαδικασίας, του συλλογισμού.

Λόγος λέγεται και η λογική, η οποία τελικά είναι το ζητούμενο. Ο σκοπός είναι να αναγνωρίσουμε την λογική σύνδεση των πραγμάτων, ώστε να μην παραδέρνουμε μέσα σε φαντασιοπληξίες που δεν ωφελούν σε τίποτα. Όταν ο Ηράκλειτος μας παροτρύνει να συμβαδίσουμε με τον παγκόσμιο Λόγο, μας προτρέπει να γίνουμε λογικοί. Να μην αφήνουμε να μας κατευθύνει το παράλογο, αλλά να σχηματίζουμε τεκμηριωμένη άποψη.

Πώς μπορεί κάποιος να μάθει τι ακριβώς αποκαλύπτει ο Λόγος;

Ο Ηράκλειτος λέει πως, δυνητικά, όλοι έχουμε πρόσβαση σε αυτόν. Όμως στη συνέχεια, στην πραγματικότητα μπορούν να τον ανακαλύψουν μόνο εκείνοι που έχουν διάθεση να εξερευνήσουν τον εαυτό τους και το περιβάλλον τους. Οι άνθρωποι δεν καταλαβαίνουν τον Λόγο επειδή «ο καθένας ζει σαν να έχει δική του άποψη», αδιαφορώντας για το σύνολο μέσα στο οποίο ανήκει. Εκείνος όμως που είναι διατεθειμένος να κάνει αυτή την εξερεύνηση (γιατί μόνο έτσι μαθαίνεται ο Λόγος), θα πρέπει να αποδεχτεί ορισμένες αλήθειες, τις οποίες συχνά προτιμάμε να μην σκεφτόμαστε.

O Κθούλου και η Θεωρεία-Μ

Ο Κθούλου είναι πιθανόν η πιο γνωστή θεότητα που έχει εμφανιστεί στην Μυθολογία του H.P.Lovecraft, περιγράφοντάς τον με μεγάλη λεπτομέρεια τοποθετώντας επίσης και σχέδιο ενός μικρού αγάλματος που ανακαλύφθηκε στις ακτές της Λουϊζιάνα. Εκατοντάδες, αν όχι χιλιάδες καλλιτέχνες έχουν σχεδιάζει ή απεικονίσει σε γλυπτά την δική τους εκδοχή της μορφής του Μοχθηρού Θεού Κθούλου.

Στα κείμενα του Συγγραφέα κυρίως ο Κθούλου παρουσιάζεται ως ένα συνονθύλευμα χταποδιού, ανθρώπου, νυχτερίδας και Δράκου. Σημαντικότερα η περιγραφή της εμπειρίας των ναυτικών κατά την αναμέτρησή τους με τον θεό αναφέρει περισσότερα στοιχεία από το γλυπτό: Όταν άνοιξε το πέρασμα για τον Ναό του Κθούλου ο Johansen ανέφερε πως « η ζοφερότητα» ήταν ένα συναίσθημα που κυριαρχούσε» Υπάρχουν τρεις αποσαφηνισμοί για την αγγλική λέξη «tenebrous» που αποδίδει την ζοφερότητα, και οι τρεις αντικατοπτρίζονται μέσα στην περιγραφή: Η Πρώτη σημαίνει «αποκοπή από το φως». Όντως ο Johansen αναφέρει πως οι εσωτερικοί τοίχοι του ναού καλύπτοντας από το απόλυτο σκότος και πως όταν το πλάσμα βγήκε από το ναό του Σκοτείνιασε ο Ήλιος. Ο Δεύτερος αποσαφηνισμός δείχνει πως η λέξη σημαίνει «ακατανόητο». Όπως περιγράφεται αργότερα, ο Κθούλου δεν υπακούει τους Γνωστούς Φυσικούς Νόμους της Γης, στοιχείο που τον κάνει ακατανόητο στα μάτια των ανθρώπων.

O Κθούλου και Θεωρεία-Μ

O H.P Lovecraft έχει αναφέρει αρκετές φορές πως Ο Κθούλου και ο γόνος του δεν είναι κάτοικοι του δικού μας χωρο-χρόνου όπως ο Πρεσβύτεροι Θεοί, τα Shoggoth, η Μεγάλη Φυλή αλλά και οι άνθρωποι. Για παράδειγμα στο “Κάλεσμα του Κθούλου” ένας από τους φυλακισμένους αναφέρει πως οι Μεγάλοι Παλαιοί δεν έχουν σάρκα και αίμα και ενώ σχηματίζονται δεν σχηματίζονται από καθαρή ύλη.

Στο Διήγημα «Στα Βουνά της Τρέλας» αναφέρεται πως ο Γόνος του Κθούλου σχηματίζεται από μία ύλη πολύ διαφορετική από εκείνη που γνωρίζουμε πως είναι η ουσία από την οποία αποτελούνται οι Μεγάλοι Παλαιοί. Ήταν ικανός να μεταμορφώνεται τόσο χαρακτηριστικά και με τρόπο αδύνατο για τους ομοίους του, κάτι που υποδεικνύει πως προέρχεται από τα μεγαλύτερα βάθη του Κοσμικού Σύμπαντος.

Βασιζόμενοι στις αναφορές αυτές αλλά και σε άλλες περιγραφές που έγιναν από τον Lovecraft, ο Κθούλου και ο γόνος του δεν είναι από τον δικό μας χωροχρόνο. Αυτό εξηγεί τους λόγους για τους οποίους αυτές οι τρομερές οντότητες λειτουργούν εντελώς πέρα από τους περιορισμούς των δικών μας Φυσικών Νόμων, διαθέτοντας ρευστή κίνηση και πλασματική υπόσταση. Ίσως μάλιστα η μελέτη των περιγραφών της θεότητας του Κθουλου να επιβεβαιώνει την Θεωρία-M

H Θεωρία-M, που είναι κατά βάση ένα δίκτυο θεωριών αναφέρει πως κάθε στοιχείο ή ατομική θεωρία περιγράφει ένα φυσικό φαινόμενο με μία συγκεκριμένη κλίμακα. Όταν αυτές οι κλίμακες αλλάξουν, το φαινόμενο «μεταφέρεται» σε άλλες θεωρίες. Η Θεωρία-M επιτρέπει την ύπαρξη διαφορετικών Συμπάντων με εντελώς διαφορετικούς Φυσικούς Νόμους. Όλα αυτά εξαρτώνται από το πόσος εσωτερικός χώρος σχηματίζεται και μεταμορφώνεται ( The Grand Design από τους Stephen Hawking & Leonard Mlodinow 2010). Όπως περιεγράφηκε στο «The Music of Eric Zann», περισσότερα από ένα Σύμπαντα υπάρχουν όμως το δικό μας έχει τις ιδανικότερες συνθήκες ύπαρξης ζωής.

Όμως η Θεωρία-Μ περιγράφει μία πραγματικότητα στην οποία υπάρχουν δονούμενες χορδές, παράξενα σωματίδια, δισδιάστατες μεμβράνες, τρισδιάστατες μάζες και άλλα πολυ-διαστατικά αντικείμενα που δεν είναι δυνατόν να αντιληφθούμε με τις αισθήσεις μας (Hawking & Leonard Mlodinow 2010). Για την ακρίβεια η θεωρία-M επιτρέπει την ύπαρξη πολλών εσώτερων διαστημάτων – μέχρι και 10500 διαφορετικά Σύμπαντα, με κάθε ένα από αυτά να διαθέτει το δικό του δίκτυο Φυσικών Νόμων. Αξίζει άραγε να αναρωτηθούμε αν οι οντότητες σαν τον Κθούλου προέρχονται από τέτοιες διαστάσεις ύπαρξης; Υπάρχουν οι ρωγμές για να είναι ικανές τέτοιες οντότητες να περνούν στην δική μας πραγματικότητα; Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να εξηγήσει τον αποπροσανατολισμό και την σύγχυση που προέρχεται όταν ένας άνθρωπος αντιμετωπίζει έννοιες όπως ο Κθούλου και η Ρ’λύε.

Ο Κθούλου φαίνεται πως δεν προέρχεται από κάποια ανώτερη διάσταση, αλλά μάλλον από ένα άλλο σύμπαν με νόμους πολύ διαφορετικούς από το δικό μας. Είναι πιθανό όμως τέτοιες οντότητες να χρησιμοποιούν αυτές τις ανώτερες, αναδιπλωμένες διαστάσεις για να εισέλθουν στον δικό μας χωροχρόνο. Και για να μπορέσει κάτι να ταξιδέψει μέσα από αυτές τις διαστάσεις σε ένα άλλο σύμπαν απαιτείται μία τεράστια ποσότητα ενέργειας.

Τα συμβατικά Χημικά εκρηκτικά μετατρέπουν μονάχα ένα μέρος από το ένα δις Ύλης σε ενέργεια με διεργασίες που εμπλέκουν τα ηλεκτρόνια στις εξωτερικές στρώσεις των ατόμων, Οι Πυρηνικές αντιδράσεις μπορούν να απελευθερώσουν περίπου το 1% από την παγιδευμένη ενέργεια που προέρχεται από την ύλη. Οι Αντιδράσεις της Αντι-ύλης με την ύλη θα μπορούσαν να απελευθερώσουν ένα κατά πολύ μεγαλύτερο ποσοστό ενέργειας, όμως το πρόβλημα εδώ είναι πως δεν υπάρχει ένας σταθερός αριθμός Αντι-ύλης στο Σύμπαν μας. Αυτό σημαίνει πως θα χρειαζόταν να δημιουργήσουμε αντι-σωματίδια ως πηγή αντι-ύλης, διαδικασία που είναι ανεπαρκής (Antimatter – του Frank Close, 2010). Ενώ η διαδικασία αυτή για την ανθρωπότητα είναι ένα δύσκολο αίνιγμα, ίσως επιτρέπει στις οντότητες που βρίσκονται έξω από τον χωροχρόνο μας να «ταξιδεύουν» από το ένα σύμπαν στο άλλο, μέσα από ανώτερες, αθέατες διαστάσεις.

Η Παράξενη Βιολογία του Κθούλου αλλά και άλλων σκοτεινών οντοτήτων ίσως οφείλεται στην καταβολή τους, που είναι από Σύμπαντα στα οποία οι Φυσικοί Νόμοι διαφέρουν από τους δικούς μας. Η παρουσία τέτοιων πλασμάτων στο δικό μας Σύμπαν ίσως οφείλεται στην δυνατότητά τους να χρησιμοποιούν τις ποσότητες Αντι-ύλης από ένα άλλο Σύμπαν για να δημιουργήσουν το «μονοπάτι» μέσα από τις Ανώτερες διαστάσεις. Από μία θεωρητική σκοπιά αυτά τα υπερ-διαστατικά ταξίδια σε άλλα Σύμπαντα μπορεί να είναι πιθανά ακόμη και για εμάς, αρκεί να βρεθεί η απαραίτητη ποσότητα ενέργειας για να δημιουργηθεί η «ρωγμή» και το άνοιγμα προς αυτές τις διαστάσεις. Αυτό το εμπόδιο όμως δεν υπάρχει για αυτές τις οντότητες, που ίσως εισέρχονται στο δικό μας σύμπαν, αποκαλύπτοντας τις κρυφές πτυχές τους που υπό άλλες συνθήκες δεν θα μπορούσαμε να ανακαλύψουμε.

Όταν αποδεχόμαστε τις ατέλειές μας, γινόμαστε πιο ανθεκτικοί στις δυσκολίες

Η αδιάλλακτη τελειομανία έχει μια σιδερένια λαβή που μας αναγκάζει να θέτουμε σχεδόν πάντα μη ρεαλιστικούς στόχους, να προσπαθούμε υπερβολικά πολύ και να εστιάζουμε πάντα στα λάθη μας. Μας τυφλώνει από το να βλέπουμε τα δυνατά μας σημεία, να εργαζόμαστε με ακεραιότητα και να δημιουργούμε.

Ας παραδεχτούμε τις ατέλειές μας

Πάει κόντρα στη διαίσθησή μας, αλλά η αποδοχή των ατελειών μας, αντί να μας δημιουργεί εμμονή με την τελειότητα, μπορεί πραγματικά να βελτιώσει την απόδοσή μας και σχεδόν οτιδήποτε αναλαμβάνουμε. Σε αντίθεση με ό,τι έχετε πείσει τον εαυτό σας να πιστεύει, οι περισσότεροι άνθρωποι δεν περιμένουν να είστε τέλειοι. Οι λανθασμένες αντιλήψεις μας είναι αυτές που μας οδηγούν στην εμμονή – στο να δίνουμε πολλά περισσότερα από αυτό που περιμένουν φίλοι, αγαπημένοι και οι εργοδότες.

Μερικές φορές αυτό που θεωρείτε επαρκή προσπάθεια για τους άλλους είναι το «τέλειο». Ίσως ήρθε η ώρα να αναρωτηθείτε τι μπορείτε να κάνετε για να δείτε τις δυνατότητές σας με πιο ρεαλιστικό τρόπο και να θέτετε πιο προσιτούς στόχους.

Μαθαίνοντας από τα στραβοπατήματά μας

Τα στραβοπατήματα είναι οι πιο σοφοί μας δάσκαλοι. Όταν αποφεύγουμε τον πόνο της ανθρώπινης αποτυχίας, αποφεύγουμε αυτόματα την ανάπτυξή μας. Θα κάνετε λάθη, θα πείτε πράγματα που θα μετανιώσετε και θα πληγώσετε. Είναι αναπόφευκτο. Το κλειδί είναι το τι κάνετε μετά.

Το δύσκολο μέρος της διαδικασίας είναι να παραδεχτούμε ένα μας μειονέκτημα και να ζήσουμε με τις συνέπειες, αλλά οι καρποί που θα συλλέξουμε θα είναι πολλοί. Ίσως η δουλειά σας να σας απομακρύνει από φίλους ή να σας έχει κάνει να παραμελείτε την ίδια σας την οικογένεια.

Ή ίσως έχετε αναπτύξει το στοιχείο του αυταρχισμού και έτσι οι συνεργάτες σας αποφεύγουν και δεν θέλουν να εργαστούν μαζί σας ομαδικά. Η αναγνώριση των ατελειών σας σας επιτρέπει να συγχωρήσετε τον εαυτό σας. Ακόμη και το να μοιράζεστε ένα λάθος ή μια αποτυχία (με αυτοπεποίθηση, όχι αυτομαστίγωμα) με έναν στενό φίλο, μια ομάδα υποστήριξης αντανακλά τη δύναμη, την ειλικρίνεια και την ακεραιότητα, όχι την αδυναμία.

Ξεκλειδώνοντας την πλήρη δυναμική μας

Δεν χρειάζεται να αφήσετε την υπερηφάνεια να καλύψει τα στραβοπατήματα σας. Όταν ανοίξετε την καρδιά σας και αποδεχτείτε την ευαλωτότητά σας, μπορείτε να είστε ρεαλιστικοί με τους στόχους σας και να ξεκλειδώσετε όλες τις δυνατότητές σας.

Το παράδοξο είναι ότι αυτή η προσέγγιση μπορεί να σας κάνει έναν καλύτερο σύντροφο, πατέρα, μητέρα, γιο ή κόρη και καλύτερο εργαζόμενο για την εταιρία ή την επιχείρησή σας. Η παραδοχή των ατελειών μας χαρίζει ψυχική ανθεκτικότητα, μας επιτρέπει να επικεντρωθούμε στη λύση αντί για το πρόβλημα, να αναζητήσουμε τη θετική πλευρά μιας μειονεκτικής κατάστασης, να εντοπίσουμε την ευκαιρία σε μια δυσκολία, να «κονταροχτυπηθούμε» με μια δύσκολη κατάσταση αντί να αφήσουμε τον φόβο της αποτυχίας να μας κρατά πίσω.

Προσωπικός στόχος: Κάθε βήμα που κάνουμε προς αυτόν και μια απάντηση σε ό,τι μας κρατάει πίσω

Καθημερινά βρισκόμαστε μπροστά σε δεκάδες αντιπαραθέσεις. Επαγγελματικές, οικογενειακές, κοινωνικές, αθλητικές είναι μόνο μερικές από αυτές.

Έτσι βρισκόμαστε συχνά μπροστά σε ένα πέλαγος προκλήσεων που δεν ξέρουμε αν πρέπει να απαντήσουμε, πώς να απαντήσουμε και αν τελικά χρειάζεται να απαντήσουμε.

Πολλές προκλήσεις είναι δικαιολογημένες αλλά πολλές αδικαιολόγητες, με τις δεύτερες κυρίως να προκαλούνται από ανθρώπους που η έριδα είναι το μοναδικό κίνητρο ώστε να λειτουργήσουν και να προσπαθήσουν να αποδείξουν τουλάχιστον στον εαυτό τους και πιθανός σε ελάχιστους τριγύρω τους, ότι διαθέτουν κάποια αξία, απλά και μόνο επειδή έθεσαν κάποια άποψη απέναντι από την δική σου.

Μπροστά σε αυτό το πρόβλημα ή και δίλλημα συνήθως βρίσκονται άνθρωποι που είναι θετικά δημιουργικοί με έντονη τάση να πραγματοποιούν όσα οραματίζονται τόσο για τους ίδιους όσο και για το κοινωνικό σύνολο.

Μάλιστα οι προκλήσεις πολλές φορές δεν είναι εύκολο να αντιμετωπιστούν γιατί συνήθως πίσω από αυτές βρίσκονται άνθρωποι που ανά πέντε λεπτά αναπροσαρμόζουν τον στόχο τους, απλά και μόνο για να αισθάνονται οι ίδιοι «νικητές» ικανοποιώντας ένα υπέρμετρο Εγώ αλλά και τον ναρκισσισμό τους.

Η λύση σε τέτοιες συμπεριφορές κρύβεται πίσω από την λέξη προσωπικός στόχος ή στόχοι!

Ο κάθε άνθρωπος ξεχωριστά είναι σε θέση να γνωρίζει ποιες είναι οι προσωπικές, επαγγελματικές αλλά και κοινωνικές του ανάγκες. Ανάγκες που όταν ικανοποιηθούν μπορούν να προσφέρουν το επιθυμητό αποτέλεσμα ευζωίας ή και ευδαιμονίας.

Η ιεράρχηση των στόχων – συνήθως ο κάθε άνθρωπος έχει πολλαπλούς – είναι μια πολύ σπουδαία υπόθεση και πρέπει να γίνεται πολύ προσεκτικά ώστε να είναι σταθεροί και σπάνια να χρειάζονται ήπια τροποποίηση ή προσαρμογή!

Με αυτό τον τρόπο λοιπόν, κάθε φορά που δεχόμαστε επίθεση από ανταγωνιστή ή ακόμα και αναπροσδιοριζόμενο αντίπαλο, ο προσωπικός μας στόχος είναι εκείνος που θα απαντήσει στο εάν και στο πως θα συμπεριφερθούμε.

Είναι γεγονός ότι η δημιουργία στόχων, δεν είναι εύκολη υπόθεση σε σε δυναμικά μεταβαλλόμενο περιβάλλον, αλλά αξίζει τον κόπο και την προσπάθεια γιατί θα λειτουργήσει σαν ασπίδα απέναντι σε κάθε πρόκληση, χαρίζοντας έτσι μια πιο καθαρή και ήρεμη σκέψη απέναντι στις καθημερινές δυσκολίες.

Διχοτομία: Τελικά η κίνηση είναι ψευδαίσθηση;

Η Διχοτομία, ένα από τα τέσσερα παράδοξα του Ζήνωνα, διατυπώνεται πολύ απλά ως εξής:

Για να φτάσουμε στον προορισμό μας πρέπει πρώτα να διανύσουμε το μισό της απόστασης που μας χωρίζει από αυτόν, αλλά για να διανύσουμε τη μισή απόσταση πρέπει πρώτα να καλύπτουμε το ένα τέταρτο της απόστασης, και για να καλύψουμε το ένα τέταρτο της απόστασης πρέπει να διανύσουμε το ένα όγδοο της απόστασης, και ούτω καθεξής. Αν μπορούμε να υποδιπλασιάζουμε επ’ άπειρον τις αποστάσεις, τότε δεν φτάνουμε ποτέ ούτε καν στην πρώτη υποδιαίρεση της απόστασης, συνεπώς, στην πραγματικότητα, δεν ξεκινάμε ποτέ το ταξίδι. Επιπλέον, τούτη η ατέρμονη ακολουθία ολοένα μικρότερων αποστάσεων είναι άπειρη. Επομένως, η ολοκλήρωση του ταξιδιού απαιτεί την ολοκλήρωση ενός άπειρου αριθμού διαδοχικών στόχων. Συνεπώς, δεν θα μπορούσαμε ποτέ να το τελειώσουμε. Αν δεν μπορούμε να ξεκινήσουμε το ταξίδι, που έτσι κι αλλιώς δεν θα ολοκληρώναμε, η κίνηση καθαυτή είναι αδύνατη.

Μάθαμε για το παράδοξο αυτό από τον Αριστοτέλη, ο οποίος αναζήτησε το λογικό επιχείρημα με το οποίο θα μπορούσε να το ανατρέψει οριστικά. Εξάλλου, είναι προφανές ότι η κίνηση αποτελεί μια πραγματικότητα. Ωστόσο, ο Ζήνων εφάρμοζε μια μορφή επιχειρηματολογίας γνωστή ως εις άτοπον απαγωγή, κατά την οποία μια ιδέα υποβάλλεται σε συνεχή πίεση έως ότου οδηγήσει σ’ ένα παράλογο συμπέρασμα. Πρέπει, επίσης, να θυμόμαστε ότι ο Ζήνων δεν ήταν μαθηματικός. Τα επιχειρήματά του στηρίζονταν αποκλειστικά στην καθαρή λογική – και αυτό, συχνά, δεν αρκεί. Για να διαψεύσουν τα επιχειρήματα του Ζήνωνα, ο οποίος υποστήριζε την ψευδαίσθηση της κίνησης, άλλοι Έλληνες φιλόσοφοι κατέφυγαν σε μια πιο άμεση και πραγματιστική προσέγγιση. Ένας από αυτούς ήταν ο Διογένης ο Κυνικός.

Ο Διογένης άπλωσε τα διδάγματα του Κυνισμού στα λογικά άκρα τους. Απ’ ό,τι φαίνεται, αναγόρευσε τη φτώχεια του σε αρετή και έζησε μερικά χρόνια σ’ ένα πιθάρι, στην αγορά της Αθήνας. Έγινε γνωστός για την … κυνική στάση του απέναντι σε όλα τα πράγματα, ιδίως στις φιλοσοφικές διδαχές της εποχής του, ακόμα και περίφημων φιλοσόφων όπως ο Σωκράτης και ο Πλάτων, και τα παράδοξά του. Όταν άκουσε το παράδοξο της Διχοτομίας για την ψευδαίσθηση της κίνησης, απλώς σηκώθηκε όρθιος και περπάτησε, δείχνοντας έτσι τον παραλογισμό των συμπερασμάτων του Ζήνωνα.

Παρ’ ότι, ίσως, θα χειροκροτούσαμε τον Διογένη για την πρακτική προσέγγισή του, πρέπει να εξετάσουμε λίγο πιο προσεκτικά το σημείο στο οποίο καταρρέει η λογική του Ζήνωνα. Κι αυτό δεν αποδεικνύεται τόσο δύσκολο – εξάλλου, είχαμε πάνω από δύο χιλιάδες-χρονιά για να το σκεφτούμε. Σε κάθε περίπτωση, μπορεί να θεωρήσετε ότι για να απορρίψουμε το παράδοξο του Ζήνωνα αρκεί η καθαρή, απλή λογική – η οποία, όμως, για μένα δεν είναι αρκετή. Μια και ανάλωσα το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου εργαζόμενος -και, κυρίως, σκεπτόμενος- ως φυσικός, δεν με ικανοποιούν τα φιλοσοφικά ή λογικά επιχειρήματα που στηρίζονται στην κοινή λογική για να «γκρεμίσουν» τη Διχοτομία. Χρειάζομαι αδιάσειστη Φυσική – η οποία, κατά τη γνώμη μου, κάνει μια πολύ πιο πειστική δουλειά.

Αυτό που πρέπει να κάνουμε, είναι να μετατρέψουμε το επιχείρημα του Ζήνωνα για την απόσταση, σε ένα επιχείρημα για τον χρόνο. Υποθέστε ότι τη στιγμή που βρίσκεστε στην αφετηρία της απόστασης η οποία πρέπει να διανυθεί, κινείστε ήδη με σταθερή ταχύτητα. Η ιδέα της ταχύτητας, που ο Ζήνων μάλλον δεν είχε κατανοήσει καλά, δηλώνει την κάλυψη μιας συγκεκριμένης απόστασης μέσα σε πεπερασμένο χρονικό διάστημα. Όσο μικρότερη απόσταση πρέπει να καλύψουμε, τόσο μικρότερο χρονικό διάστημα απαιτείται αλλά όποτε διαιρούμε την πρώτη με το δεύτερο, παίρνουμε πάντα το ίδιο μέγεθος: την ταχύτητα. Αν εστιάσουμε στις ολοένα μικρότερες αποστάσεις που πρέπει να καλυφθούν για να ξεκινήσουμε το ταξίδι μας, πρέπει επίσης να εστιάσουμε και στα όλο και πιο μικρά αντίστοιχα χρονικά διαστήματα. Ωστόσο, ο χρόνος κυλάει, ανεξαρτήτως του πώς θέλουμε εμείς να τον χωρίσουμε τεχνητά σε χρονικές περιόδους που μειώνονται συνεχώς. Έχουμε κάθε δικαίωμα να εκλαμβάνουμε τον χρόνο, και όχι τον χώρο, σαν μια στατική γραμμή που μπορεί να υποδιαιρεθεί επ’ αόριστον (και, στην πραγματικότητα, όταν λύνουμε προβλήματα Φυσικής, κατ’ αυτόν, ακριβώς, τον τρόπο τον εκλαμβάνουμε), έχοντας πάντα κατά νου πως η αντίληψή μας για τον χρόνο ως στατικής γραμμής, διαφέρει από το πως αντιλαμβανόμαστε πραγματικά μια γραμμή στον χοίρο. Δεν μπορούμε να βγούμε από τη ροή του χρόνου. Ο χρόνος προχωράει ούτως ή άλλως – συνεπώς, κινούμαστε.

Αν εξετάσουμε την κατάσταση από τη σκοπιά κάποιου που δεν κινείται ήδη, πρέπει να λάβουμε υπόψη μας έναν ακόμη παράγοντα της Φυσικής. Πρόκειται για κάτι που όλοι μαθαίνουμε στο σχολείο (και οι περισσότεροι, σχεδόν σίγουρα, ξεχνάμε). Ονομάζεται δεύτερος νόμος του Νεύτωνα, σύμφωνα με τον οποίο για ν’ αρχίσει να κινείται ένα αντικείμενο, πρέπει να δεχτεί δύναμη. Η δύναμη θα προκαλέσει την επιτάχυνσή του – θα μεταβάλει την κατάστασή του από την ηρεμία στην κίνηση. Αλλά από τη στιγμή που κινείται, ισχύει το ίδιο επιχείρημα: ότι, δηλαδή, καθώς ξετυλίγεται ο χρόνος, οι αποστάσεις που διανύονται εξαρτώνται από την ταχύτητα του κινούμενου αντικειμένου η οποία, φυσικά, δεν χρειάζεται να είναι σταθερή. Στην περίπτωση αυτή, το επιχείρημα της Διχοτομίας ανάγεται σε μια αφηρημένη ασάφεια, που δεν έχει τίποτε να μας πει, όσον αφορά την πραγματική κίνηση, στον φυσικό κόσμο.

Επιτρέψτε μου ένα τελικό σχόλιο πριν προχωρήσουμε. Η θεωρία της σχετικότητας του Άλμπερτ Αϊνστάιν μάς διδάσκει ότι, ίσως, δεν θα ‘πρεπε να απορρίπτουμε με τόση βεβαιότητα το παράδοξο της Διχοτομίας. Σύμφωνα με τον Αϊνστάιν, ο χρόνος μπορεί να εκληφθεί όπως και ο χώρος – μάλιστα, ο ίδιος, όταν αναφέρεται στον χρόνο, μιλάει για τον τέταρτο άξονα, ή την τέταρτη διάσταση, του επονομαζόμενου χωροχρόνου. Αυτό δείχνει πως η ροή του χρόνου μπορεί να είναι, τελικά, μια ψευδαίσθηση – και αν συμβαίνει αυτό, τότε το ίδιο θα ισχύει και για την κίνηση. Ωστόσο, παρά την επιτυχία της θεωρίας της σχετικότητας, διατηρώ την άποψη ότι το παραπάνω συμπέρασμα μας απομακρύνει από τη Φυσική και μας οδηγεί στα θολά νερά της μεταφυσικής – σε αφηρημένες ιδέες που δεν έχουν τη συμπαγή υποστήριξη της εμπειρικής επιστήμης.

Σε καμιά περίπτωση δεν ισχυρίζομαι πως η θεωρία της σχετικότητας του Αϊνστάιν είναι εσφαλμένη. Απλώς, οι ιδέες του Aϊνστάιν αποκτούν υπόσταση μόνο όταν τα πράγματα κινούνται πολύ γρήγορα – σχεδόν με την ταχύτητα του φωτός. Στις φυσιολογικές καθημερινές ταχύτητες, έχουμε κάθε δικαίωμα να αγνοούμε αυτά τα «σχετικιστικά» φαινόμενα και να αντιλαμβανόμαστε τον χώρο και τον χρόνο σύμφωνα με την οικεία, κοινή λογική μας. Εντέλει, αν ωθήσουμε το επιχείρημα του Ζήνωνα στο λογικό άκρο του, τότε σφάλλουμε όταν ισχυριζόμαστε ότι ο χώρος και ο χρόνος μπορούν να διαιρεθούν απείρως σε ολοένα μικρότερα, αλλά πάντα διακριτά χρονικά διαστήματα και αποστάσεις. Σε κάποιο σημείο τα πράγματα γίνονται τόσο μικρά ώστε, αναγκαστικά, έρχεται στο προσκήνιο η κβαντική φυσική, όπου ο χρόνος και ο χώρος γίνονται ασαφείς και αόριστοι και ο τεμαχισμός τους σε μικρότερα κομμάτια παύει πια να έχει νόημα. Πράγματι, αυτή καθαυτή η κίνηση στην κβαντική επικράτεια των ατόμων και των υπο-ατομικών σωματιδίων είναι, κατά κάποιον τρόπο, μια ψευδαίσθηση. Αλλά ο Ζήνων δεν είχε αυτό κατά νου.

Το φιλοσοφικό πρόβλημα της ειρήνης

«Αν θες ειρήνη, προετοίμασε τη δικαιοσύνη» (Si vis pacem, para justitiam)

Η πραγματεία «για τη διαρκή ειρήνη» γράφτηκε από τον Kant με αφορμή τη λεγόμενη συνθήκη ειρήνης της Βασιλείας του 1795 ανάμεσα στην Πρωσία και τη Γαλλία.

Η λέξη «ειρήνη» του τίτλου της καντιανής πραγματείας φαίνεται κατ’ αρχήν να παραπέμπει σ’ ένα επιμέρους θέμα της πολιτικής στο μέτρο που η τελευταία αναλαμβάνει να πραγματώσει την ειρήνη με τα δικά της μέσα.

Το επίθετο «αιώνια», αν και θυμίζει την «αιώνια ειρήνη» («aeterna pax») του Αυγουστίνου, μια ειρήνη δηλαδή που πραγματώνεται στην άλλη ζωή, ωστόσο δεν παραπέμπει ούτε σ’ έναν άλλο κόσμο ούτε πάλι υποδηλώνει μια χίμαιρα ή μια ουτοπία, αλλά υποδηλώνει ένα ιδεώδες του δικαίου που έργο μας έχουμε να πραγματώσουμε στον κόσμο τούτο.

Διακόσια χρόνια μετά την πρώτη της δημοσίευση, που βρήκε τεράστια απήχηση, η πραγματεία του Kant εξακολουθεί να αποτελεί ένα ορόσημο της θεωρίας του διεθνούς δικαίου και των διεθνών σχέσεων. Πρόκειται για μια πολιτική στο βάθος πραγματεία, η οποία έχει έναν κοσμοπολίτικο και συνάμα «προφητικό» για την πολιτική πραγματικότητα του παρόντος χαρακτήρα.

Για τον Kant η αιώνια ειρήνη ανάμεσα στους λαούς αποτελεί από τη μία μεριά αίτημα του δικαίου κι από την άλλη τον έσχατο σκοπό του ανθρώπινου γένους.

Από τη σκοπιά αυτή η ειρήνη ξεπερνά τα στενά όρια της εκάστοτε πολιτικής που στοχεύει σε μια προσωρινή ειρήνη (στην προσωρινή δηλαδή κατάπαυση των εχθροπραξιών) και γίνεται θεμελιώδης φιλοσοφική έννοια. Το πρόβλημα του Kant δεν είναι η προσωρινή αλλά η αιώνια ειρήνη, η μετάβαση δηλαδή από τη φυσική κατάσταση («status naturalis»), που είναι μια κατάσταση πολέμου, στην κατάσταση της διαρκούς ειρήνης ανάμεσα στους λαούς. Το ερώτημα, με άλλα λόγια, του Kant αφορά τους όρους της δυνατότητας μιας διαρκούς ειρήνης σε διεθνές επίπεδο. Στόχος του είναι η θεμελίωση της αιώνιας ειρήνης ως ιδέας του δικαίου.

Η ειρήνη δεν είναι η συνέχιση της ως τώρα πολιτικής, αλλά η δημιουργία μιας νέας εποχής στην πολιτική σκέψη και πράξη που συνδέεται άμεσα με μια ριζική αλλαγή του τρόπου τού σκέπτεσθαι, μια αλλαγή που αποτελεί αποφασιστική καμπή στην ιστορική εξέλιξη της ανθρώπινης φύσης και χαρακτηρίζεται από την έξοδο του ανθρώπου από την ανωριμότητά του.

Η έξοδος αυτή ονομάζεται από τον Kant «διαφωτισμός». Στον αιώνα του διαφωτισμού όλες οι αξιώσεις της επιστήμης, της θρησκείας και της πολιτικής εξουσίας υποβάλλονται σε ελεύθερο και ανοιχτό έλεγχο από τον λόγο. Ο Kant ονομάζει την ιστορική αυτή καμπή, με αναφορά προπάντων στη θεωρητική του φιλοσοφία και «κριτική». Στην πρακτική φιλοσοφία η κριτική καμπή στην εξέλιξη της ανθρώπινης ιστορίας δηλώνεται με τον όρο «αυτονομία». Αυτό σημαίνει ότι στην εποχή του διαφωτισμού ή της κριτικής η ηθική φιλοσοφία πρέπει να θεμελιωθεί στην έννοια της αυτονομίας, που σημαίνει ότι όλα τα έλλογα όντα οφείλουν να συμμορφώνονται μόνο στους νόμους που υπαγορεύει ο λόγος. Στο πλαίσιο αυτό μπορούμε να καταλάβουμε πως η αιώνια ειρήνη αποτελεί ως αίτημα του λόγου ηθικό χρέος στο μέτρο που μονάχα αυτή διασφαλίζει την ανάπτυξη και τελειοποίηση όλων των ικανοτήτων και καταβολών του ανθρώπου και συνάμα τα ανθρώπινα δικαιώματα σε διεθνές επίπεδο. Η τύχη της ειρήνης εξαρτάται έτσι από μια αρμονική σχέση ηθικής (με την ευρύτερη καντιανή έννοια) και πολιτικής, όπου οι αρχές της ορθής πολιτικής πράξης θα συμφωνούν με την ιδέα του δικαίου.

Ο Kant ασφαλώς γνωρίζει ότι η πραγματική πορεία της ιστορίας καθορίζεται από οικονομικά κυρίως συμφέροντα και ότι οι άνθρωποι δεν πράττουν συνήθως αυτό που επιβάλλει το ηθικό χρέος. Η σύγκρουση συμφερόντων είναι κατά κάποιο τρόπο μια φυσική κατάσταση. Αλλά τότε πώς μπορεί να διασφαλιστεί η αιώνια ειρήνη;

Η οπτική του Kant είναι στο σημείο αυτό ιστορικοφιλοσοφική. Ο Kant βλέπει τη διασφάλιση της ειρήνης σε μια τελεολογία της ανθρώπινης φύσης ή της ιστορίας. Αν η φυσική κατάσταση, που είναι μια κατάσταση πολέμου, απειλεί την ανάπτυξη των φυσικών μας ικανοτήτων, η ίδια ωστόσο η φύση εγγυάται την αιώνια ειρήνη μέσα από μηχανισμούς των εγωιστικών τάσεων του ανθρώπου που θα μπορούσε να ονομάσει κανείς, προκαταλαμβάνοντας τον Hegel, «δόλο της φύσης». Η φύση δηλαδή έχει προνοήσει από ίδιο συμφέρον κατά τέτοιο τρόπο ώστε η σύγκρουση των συμφερόντων ανάμεσα στα άτομα και τα κράτη να ωθεί αναγκαστικά προς εγκαθίδρυση των θεσμών εκείνων που θα οδηγήσουν προοδευτικά προς την υλοποίηση της αιώνιας ειρήνης. Τελεολογία της ιστορίας (η αιώνια ειρήνη ως προϊόν ενός φυσικού μηχανισμού) και ηθική φιλοσοφία (η αιώνια ειρήνη ως ιδέα του πρακτικού λόγου) αποτελούν στον Kant δύο συμπληρωματικές ­ αν και όχι ισότιμες ­ απόψεις του προβλήματος.

Η αιώνια ειρήνη στο στάδιο του διαφωτισμού ή της κριτικής είναι το τελευταίο και μεγάλο πρόβλημα της ανθρωπότητας που πρέπει να λύσει ο λόγος χάριν του σκοπού της φύσης, που δεν είναι άλλος από την ανάπτυξη όλων των ικανοτήτων και καταβολών του ανθρώπου, μια ανάπτυξη που δεν μπορεί ωστόσο να επιτευχθεί, αν οι άνθρωποι ελεύθεροι δεν προχωρήσουν στην υλοποίηση της ιδέας μιας παγκόσμιας τάξης δικαίου. Αντίθετα με τις αντιλήψεις της παλιότερης πολιτικής φιλοσοφίας και του κλασικού διεθνούς δικαίου ο Kant έδειξε ότι η ηθική έχει την ίδια εγκυρότητα στις σχέσεις μεταξύ των λαών και των κρατών που έχει στις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων. Τα κράτη δεν έχουν δικαίωμα στις μεταξύ τους σχέσεις που κινούνται από την επιδίωξη μόνο των συμφερόντων τους, αλλά θα πρέπει να συμμορφώνονται προς το αίτημα του πρακτικού λόγου, ο οποίος κατηγορηματικά επιτάσσει την αποφυγή του πολέμου και την επιδίωξη της ειρήνης. Ολα τα κράτη έχουν το ηθικό χρέος να ξεπεράσουν τη φυσική κατάσταση και να προχωρήσουν σε μια οικουμενική τάξη δικαίου η οποία διασφαλίζει την ελευθερία όλων των λαών. Αυτή η διεθνής τάξη δικαίου, που δεν μπορούν να εγγυηθούν ούτε εκκλήσεις ηθικού χαρακτήρα ούτε τα ίδια συμφέροντα των κρατών, απαιτεί όχι μόνο σεβασμό ορισμένων κανόνων συμπεριφοράς αλλά απαιτεί προπάντων μια μη δεσποτική, δημοκρατική μορφή διακυβέρνησης όπου η πολιτική εξουσία ασκείται σύμφωνα με τη γενική βούληση των πολιτών. Γιατί, στο μέτρο που οι πόλεμοι θα χρειάζονταν την έλλογη συγκατάθεση των πολιτών που θα εμπλέκονταν σ’ αυτούς, σπάνια θα διεξάγονταν.

Η εποχή του Kant δεν είναι ασφαλώς η δική μας. Το «φιλοσοφικό του σχεδίασμα» για την αιώνια ειρήνη, που διακρίνεται για τον ιστορικό οπτιμισμό του και την εμπιστοσύνη στον ανθρώπινο λόγο, αντιμετωπίστηκε συχνά με σκεπτικισμό. Ωστόσο η πραγματεία του Kant θα παραμένει επίκαιρη όσο ο πόλεμος απειλεί να γίνει μέσο της πολιτικής, όπως ακριβώς και στην εποχή του.

Γιατί αποφεύγεις να δεις τον εαυτό σου;

Ο κινηματογράφος, το ραδιόφωνο, η τηλεόραση είναι τρόποι για να ξεφεύγει κανείς από τον εαυτό του. Ο άνθρωπος έχει γίνει τόσο νευρικός. Αναζητά συνεχώς τη διασκέδαση. Κάνεις κάθε είδους πράγμα για να ξεχάσεις τον εαυτό σου για λίγο, επειδή μέσα σου η κατά­σταση χειροτερεύει. 

Σε ολόκληρο τον κόσμο, μαζί με την ανάπτυξη του πολιτισμού, αυξάνεται και η χρήση ναρκωτικών. Και η αναζήτηση αξιόπιστου μέσου για να ξεχάσει ο άνθρωπος τον εαυτό του συνεχίζεται. Ποια είναι η αιτία πίσω από όλα αυτά; Γιατί θέλεις να ξεχάσεις τον εαυτό σου;

Η προσπάθεια να ασχοληθείς με οτιδήποτε έξω από τον εαυτό σου είναι κατά βάθος μια προσπάθεια να ξεφύγεις από τον εαυτό σου. Αυτό δείχνει ότι η κατάσταση μέσα σου χειροτερεύει κι εσύ χάνεις το κουράγιο ακόμα και να γυρίσεις να κοιτάξεις μέσα σου. Φοβάσαι ακόμα και να κοιτάξεις προς αυτή την κατεύθυνση. Φέρεσαι σαν τη στρουθοκάμηλο. Όταν η στρουθοκά­μηλος βλέπει έναν εχθρό, κρύβει το κεφάλι της στην άμμο, επειδή νομίζει πως είναι επικίνδυνο να κοιτάξει τον εχθρό. Επειδή ο εχθρός δεν φαίνεται, νομίζει πως δεν υπάρχει και πως η ίδια είναι ασφαλής. Αυτή η λο­γική όμως είναι λάθος. Η στρουθοκάμηλος μπορεί να συγχωρεθεί, ο άνθρωπος όμως όχι. Επειδή κάτι δεν φαί­νεται, δεν σημαίνει πως δεν υπάρχει. Αν ένα πράγμα φαίνεται, μπορεί να γίνει κάτι γι’ αυτό, αν όμως δεν φαίνεται, δεν υπάρχει καμία πιθανότητα να κάνεις τί­ποτα.

Εσύ θέλεις να ξεχάσεις την κατάσταση που υπάρχει μέσα σου, δεν θέλεις να τη βλέπεις. Είναι πιθανό να πεί­θεις το νου σου ότι αυτό που δεν φαίνεται δεν υπάρχει, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι πραγματικά δεν υπάρχει. Αν κάτι φαίνεται, τότε μπορεί να έχεις τη δυνατότητα να το αλλάξεις. Αν όμως δεν φαίνεται, τότε δεν είναι εφικτό να το αλλάξεις. Θα εξακολουθεί να μεγαλώνει μέσα σου σαν πληγή που την κρύβεις και δεν θέλεις ούτε να γυρίσεις να την κοιτάξεις.

Ο νους έχει γίνει πληγή. Αυτά που κρύβουν εκεί μέσα οι άνθρωποι είναι πολύ διαφορετικά από αυτά που λένε απ’ έξω. Αυτό που βλέ­πεις στο πρόσωπό τους είναι εντελώς διαφορετικό από αυτό που συμβαίνει μέσα τους. Είναι πιθανό να μιλάνε για αγάπη, αλλά μέσα τους να είναι γεμάτοι μίσος. Αν υπήρχαν παράθυρα για να κοιτάξουμε μέσα στα κε­φάλια των ανθρώπων, θα μπαίναμε σε μεγάλους μπε­λάδες. Η ζωή θα γινόταν αφόρητη.

Το πρόσωπο που φοράς όταν βρίσκεσαι μέσα στον κόσμο είναι τεχνητό, είναι φτιαχτό. Κατά βάθος, είσαι ένας εντελώς διαφορετικός άνθρωπος. Μπορεί να έχεις καταφέρει να κρύβεις πράγματα, κολλώντας σε μια καλή σκέψη στην επιφάνεια, μέσα σου όμως καίει η φωτιά των σκέψεων. Στην επιφάνεια, μπορεί να φαίνεσαι απολύτως σιω­πηλός και υγιής, μέσα σου όμως το κάθε τι είναι ανθυγιεινό και ταραγμένο. Στην επιφάνεια, δείχνεις να χαμογελάς, είναι πιθανό όμως αυτό το χαμόγελο να καλύπτει έναν ωκεανό από δάκρυα. Στην πραγματικότη­τα, χαμογελάς για να κρύψεις τα δάκρυα μέσα σου. Αυ­τό κάνουν συνήθως οι άνθρωποι.

Εκείνος που έχει σώμα που βρομάει, χρειάζεται να το ψεκάζει με αρώματα. Εκείνος που έχει άσχημο σώμα, κάνει προσπάθειες για να το δείχνει όμορφο. Εκείνος που είναι λυπημένος μέσα του, έχει μάθει να γελάει και εκείνος που είναι γεμάτος δάκρυα μέσα του, χαμογελάει συνεχώς απ’ έξω. Εκείνος που είναι γεμά­τος αγκάθια μέσα του, πρέπει να κρατάει λουλούδια απ' έξω.

Ο άνθρωπος δεν είναι καθόλου αυτό που δείχνει. Εί­ναι ακριβώς το αντίθετο. Και δεν έχει καμία σημασία αν οι άλλοι εξαπατώνται από αυτό που βλέπουν απ’ έξω. Το πρόβλημα είναι ότι εξαπατάσαι κι εσύ ο ίδιος. Εξαπατάσαι επειδή θεωρείς αληθινή την εικόνα που βλέπουν οι άλλοι. Κοιτάζεις τον εαυτό σου μέσα από τα μάτια των άλλων. Δεν βλέπεις ποτέ τον εαυτό σου κατευθείαν, έτσι όπως είσαι, έτσι όπως είσαι στην πραγματικότητα. Η εικόνα που έχει σχηματιστεί στα μάτια των άλλων σε εξαπατά και φοβάσαι να κοιτάξεις μέσα σου. Θέλεις να δεις την εικόνα που έχουν οι άλλοι για σένα, όχι την πραγματικότητά σου.

Τι λένε οι άνθρωποι; Ενδιαφέρεσαι πολύ να μάθεις τι λένε οι άλλοι για σένα. Πίσω από αυτή την περιέργεια δεν υπάρχει τίποτε άλλο, εκτός από το ότι νομίζεις ότι μπορείς να αναγνωρίσεις τον εαυτό σου μέσα από την εικόνα που έχουν σχηματίσει τα μάτια των άλλων. Αυτό είναι στ’ αλήθεια εκπληκτικό. Ακόμα και για να γνωρίσεις τον ίδιο σου τον εαυτό πρέπει να κοιτάξεις μέσα στα μάτια των άλλων.

Οι άνθρωποι φοβούνται ότι οι άλλοι μπορεί να λένε κάτι κακό yι’ αυτούς. Νιώθουν χαρούμενοι αν oι άνθρωποι λένε κάτι καλό γι’ αυτούς, επειδή η γνώση για τον εαυτό τους εξαρτάται από τη γνώμη των άλλων. Δεν έχουν άμεση γνώση του εαυτού τους. Δεν έχουν κανένα άμεσο βίωμα από τη γνώση του εαυτού τους. Αυτό το βίωμα θα μπορούσε να έχει συμβεί, μα δεν συμβαίνει επειδή εσύ προσπαθείς να ξεφύγεις από τον εαυτό σου.

Το πρώτο πράγμα στην αντιμετώπιση του νου είναι το να μη σκοτίζεσαι για το τι λένε οι άλλοι ή για το πώς φαίνεσαι στους άλλους. Αντίθετα, πρέπει να έχεις μια άμεση αντιμετώπιση αυ­τού που είσαι στην ουσία. Μέσα στη μοναχικότητά σου, πρέπει να ανοίξεις εντελώς το νου σου και να δεις τι βρίσκεται εκεί. Αυτή είναι μια θαρραλέα πράξη. Είναι μια πράξη τρομερού θάρρους το να αποφασίσεις να μπεις μέσα σ’ αυτή την κόλαση, που είναι κρυμμένη μέσα σου. Είναι μια πράξη μεγάλου θάρρους το να δεις τον εαυτό σου μέσα στη γύμνια σου. Χρειάζεται μεγάλο θάρρος..

Μεγάλη ανακάλυψη: Ανθρώπινα ίχνη 120.000 χρόνων βρέθηκαν στην Σαουδική Αραβία

Μια μικρή ομάδα Homo sapiens πριν από περίπου 120.000 χρόνια, σταμάτησε για να φάει και να πιει νερό στη σημερινή βόρεια Σαουδική Αραβία.

Οι άνθρωποι μπορεί να κυνηγούσαν τα μεγάλα θηλαστικά, αλλά δεν έμειναν πολύ, χρησιμοποιώντας τον λάκκο νερού ως σημείο της διαδρομής για ένα μεγαλύτερο ταξίδι.

Αυτή, λοιπόν, η λεπτομερείς σκηνή που περιγράψαμε παραπάνω, ανακατασκευάστηκε από ερευνητές σε μια νέα μελέτη που δημοσιεύθηκε στο Science Advances την Τετάρτη (16/9), μετά την ανακάλυψη από ίχνη αρχαίων ανθρώπων και ζώων στην έρημο Νεφούντ στη Σαουδική Αραβία που ρίχνουν φως στις διαδρομές που έκαναν οι αρχαίοι πρόγονοί μας καθώς εξαπλώθηκαν από την Αφρική.

Σήμερα, η αραβική χερσόνησος χαρακτηρίζεται από τεράστιες, άνυδρες ερήμους που θα ήταν αφιλόξενες για τους πρώτους ανθρώπους και τα ζώα που κυνηγούσαν.

Αλλά η έρευνα την τελευταία δεκαετία έδειξε ότι αυτό δεν συνέβαινε πάντα - λόγω της φυσικής κλιματικής διακύμανσης, αντιμετώπισε πολύ πιο πράσινες και πιο υγρές συνθήκες σε μια περίοδο γνωστή ως η τελευταία μεσοπαγωτινική περίοδος. Η Αραβία εκείνη την εποχή έμοιαζε περισσότερο με τη σύγχρονη αφρικανική σαβάνα.

Ο πρώτος συγγραφέας της εφημερίδας Μάθιου Στίουαρτ του Ινστιτούτου Χημικής Οικολογίας του «Μαξ Πλανκ», δήλωσε στο AFP ότι τα ίχνη ανακαλύφθηκαν κατά τη διάρκεια της διδακτορικής του εργασίας το 2017 μετά τη διάβρωση των υπερκείμενων ιζημάτων σε μια αρχαία λίμνη με το όνομα «Alathar» (που σημαίνει «το ίχνος»). στα αραβικά.

«Τα ίχνη είναι μια μοναδική μορφή απολιθωμένων αποδείξεων που παρέχουν στιγμιότυπα, που συνήθως αντιπροσωπεύουν μερικές ώρες ή ημέρες, μια ανάλυση που δεν λαμβάνουμε από άλλες καταγραφές. Γνωρίζουμε ότι οι άνθρωποι επισκέπτονταν αυτή τη λίμνη ταυτόχρονα αυτά τα ζώα και, το ασυνήθιστο για την περιοχή είναι ότι δεν υπάρχουν πέτρινα εργαλεία» είπε ο Μάθιου Στίουαρτ.

Συνολικά, επτά από τις εκατοντάδες αποτυπώματα που ανακαλύφθηκαν αναγνωρίστηκαν ως ανθρώπινα, συμπεριλαμβανομένων τεσσάρων που, σύμφωνα με τον προσανατολισμό, τις αποστάσεις και την διαφορά στο μέγεθος ερμηνεύθηκαν ότι προέρχονται από δύο ή τρία άτομα που ταξιδεύαν μαζί.

80 έτη φωτός μακριά βρέθηκε ο πρώτος γιγάντιος εξωπλανήτης γύρω από ένα λευκό νάνο άστρο

Μία διεθνής ομάδα αστρονόμων ανακάλυψε βάσιμες ενδείξεις για την ύπαρξη ενός άθικτου γιγάντιου εξωπλανήτη γύρω από ένα λευκό νάνο, κάτι που συμβαίνει για πρώτη φορά. Ο πλανήτης με την ονομασία WD 1856b, που έχει θερμοκρασία έως 17 βαθμών Κελσίου (περίπου η μέση θερμοκρασία στη Γη), εκτιμάται ότι έχει μέγεθος μεγαλύτερο ακόμη και από τον Δία, τον μεγαλύτερο πλανήτη του δικού μας ηλιακού συστήματος, ενώ ευρίσκεται σε απόσταση 80 ετών φωτός από τη Γη, στο βόρειο αστερισμό του Δράκοντα.

Η ιδιομορφία εδώ είναι ότι το γέρικο μητρικό άστρο του, ένας λευκός νάνος ηλικίας σχεδόν έξι δισεκατομμυρίων ετών, δεν είναι μεγαλύτερο από τη Γη, αν και διαθέτει συμπυκνωμένη τη μισή μάζα του Ήλιου. Συνεπώς ο πλανήτης -πιθανότατα αέριος όπως ο Δίας- είναι πολύ μεγαλύτερος από το ίδιο το άστρο του, κάτι ιδιαίτερα ασυνήθιστο.

Οι επιστήμονες του Πανεπιστημίου του Ουισκόνσιν-Μάντισον, οι οποίοι έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό «Nature», πραγματοποίησαν την ανακάλυψη με τη βοήθεια του αμερικανικού διαστημικού τηλεσκοπίου TESS (Transiting Exoplanet Survey Satellite) της NASA και δύο επίγειων τηλεσκοπίων στα Κανάρια Νησιά.

Ένας λευκός νάνος είναι ο μεγάλης πυκνότητας πυρήνας ενός άστρου σαν τον Ήλιο, που έχει απομείνει μετά τη βαρυτική κατάρρευση του άστρου και τη διαρροή της ατμόσφαιρας του στο διάστημα. Οι περισσότεροι εξωπλανήτες που έχουν βρεθεί μέχρι σήμερα, κινούνται πέριξ άστρων που κάποια στιγμή θα μετατραπούν σε λευκούς νάνους. Αφού καταναλώσουν τα αποθέματα του υδρογόνου τους, θα διογκωθούν σε ερυθρούς γίγαντες, «καταπίνοντας» τους γύρω πλανήτες τους (αυτή αναμένεται να είναι και η τύχη της Γης μετά από περίπου πέντε δισεκατομμύρια χρόνια), ώσπου σε επόμενο στάδιο τελικά να σμικρύνουν σε λευκούς νάνους.

Από την όλη διαδικασία, είναι απίθανο να επιζήσει κάποιος πλανήτης γύρω από ένα λευκό νάνο. Έως τώρα δεν είχε βρεθεί κανένας που να μην είναι απλώς συντρίμμια σε τροχιά γύρω από το απομεινάρι του μητρικού άστρου του. Τώρα όμως φαίνεται πως ανακαλύφθηκε ο πρώτος άθικτος εξωπλανήτης κινούμενος πολύ κοντά γύρω από ένα λευκό νάνο, διαγράφοντας μια πλήρη τροχιά κάθε 34 ώρες (η πολύ σύντομη διάρκεια του έτους του).

Παραμένει ασαφές πώς ο εξωπλανήτης κατάφερε να επιβιώσει από την κατακλυσμική δημιουργία ενός λευκού νάνου και μάλιστα να βρεθεί τόσο κοντά στο άστρο του (20 φορές πιο κοντά από ό,τι ο Ερμής στον Ήλιο). Πιθανώς βρέθηκε σε αυτή τη θέση λόγω βαρυτικών αλληλεπιδράσεων με άλλους -άγνωστους μέχρι στιγμής- εξωπλανήτες του ίδιου συστήματος.

«Επιβεβαιώσαμε ότι οι λευκοί νάνοι μπορούν να έχουν πλανήτες, κάτι που πριν δεν το ξέραμε. Μερικοί τέτοιοι πλανήτες μπορεί να είναι φιλόξενοι για ζωή. Στο μέλλον ίσως βρούμε ακόμη μικρότερους πλανήτες γύρω από λευκούς νάνους», δήλωσε ο επίκουρος καθηγητής αστρονομίας Ίαν Κρόσφιλντ του Πανεπιστημίου του Κάνσας.

M. Heidegger: Είναι και Χρόνος (9)

Μάρτιν Χάιντεγκερ: 1889-1976

Είναι και Χρόνος: § 40

Αγωνία και ανεστιότητα

Ι. Η έννοια της ανεστιότητας αποκτά στον Χάιντεγκερ μια πολύπλευρη φιλοσοφική σημασία, που αφήνει πίσω της κάθε απόπειρα περιορισμού της στα ασφυκτικά πλαίσια μιας γεωγραφικής οριοθέτησης ή μιας α-νοηματικής λέξης των ποικίλων ιδεολογισμών. Μια αυθεντικά ουσιώδη πραγμάτευση της εν λόγω έννοιας επιχειρεί, πρωτίστως, ο κορυφαίος Γερμανός φιλόσοφος στο Είναι και Χρόνος. Πιο ειδικά, τη συνυφαίνει με την ανάλυση της αγωνίας. Το ανθρώπινο Dasein, ενόσω αναζητεί την πραγμάτωση του Είναι (του) μέσα στον κόσμο, αποκτά τον χαρακτήρα, κατά ένα τρόπο, ενός μέσα-στον-κόσμο-Είναι (In-der-Welt-sein). Πρόκειται για έναν ενδοκοσμικό/εγκόσμιο χαρακτήρα της ανθρώπινης ύπαρξης, δυνάμει του οποίου το ανθρώπινο Dasein, από την υπαρκτική του σκοπιά, δηλαδή τη σκοπιά του τρόπου του Είναι του, του υπαρκτικού τρόπου για Είναι, βιώνει την παρ-ουσία του μέσα στον κόσμο ως πτώση/έκπτωση/κατάπτωση, καθώς ρίχνεται μοιραία μέσα στην εξ- ουσία των πολλών. Βρίσκεται πάντα μπροστά στον κίνδυνο να χάνει τον εαυτό του, ως ολότητα, μέσα στον κόσμο και στην πρό-χειρη παρ-ουσία του σ’ αυτόν.

ΙΙ. Έτσι, αυτό που μας κάνει να αγωνιούμε, κατανοώντας το «μας» ως το εκάστοτε ενικό/εξατομικευμένο Dasein και όχι ως κοινότητα ανθρώπων, είναι η ίδια η εύρεσή μας μέσα στον κόσμο και με όρους του Χάιντεγκερ: το ίδιο το μέσα-στον-κόσμο-Είναι:

«Αυτό για το οποίο αγωνιούμε, αποκαλύπτεται πως είναι το ίδιο με αυτό, μπρος στο οποίο αγωνιούμε: το μέσα-στον-κόσμο-Είναι… το διανοίγειν ταυτίζεται υπαρκτικά με τα διανοιγόμενα, κατά τρόπο μάλιστα, ώστε μέσα σ’ αυτά να διανοίγεται ο κόσμος ως κόσμος, το Εν-είναι [=το εντός καθορισμένου από άλλους χώρου Είναι του ανθρώπινου όντος] ως δυνατότητα για εξατομικευμένο, καθαρό, ριγμένο Είναι…» (Είναι και Χρόνος, τ. Ι, σ. 304).

Η αγωνία ως εκ τούτου ωθεί εγγενώς το εν λόγω εξατομικευμένο Dasein, αυτή τούτη την καθέκαστη ανθρώπινη ύπαρξη, να εκδιπλώνεται, να διανοίγεται δηλαδή, μέσα στον κόσμο ως solus ipsus (=μόνος αυτός). Η κατάπτωση και συνάμα η διανοικτότητά του στον περιβάλλοντα κόσμο και μέσα στην ανωνυμία των πολλών μπορεί να ιδωθεί ως μια κίνηση φυγής προ του εαυτού του. Με την κατάπτωση, συνακόλουθα, το Dasein απωθείται όλο και πιο πολύ από τόν αυθεντικό Εαυτό. Αυτή η απώθηση αποτελεί ένα τρόπο αντιμετώπισης του εαυτού του ‒και όχι απλώς εγκατάλειψης‒ προς την κατεύθυνση της διανοικτότητας.

ΙΙΙ. Εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα υπαρκτικό/υπαρξιακό σολιψισμό, που δεν πρέπει να νοείται ως εκτόπιση, απομόνωση ενός υποκειμένου από τον κόσμο, παρά ως οδήγηση του Dasein, μια οδήγηση-πεπρωμένο για το τελευταίο, μπρος στον κόσμο, ως τον κόσμο του, αλλά και μπρος στον εαυτό του, ως ευρισκόμενο μέσα στον κόσμο, δηλαδή ως μέσα-στον-κόσμο-Είναι. Η αγωνία, υπ’ αυτή την έννοια, είναι ανεστιότητα: άγει το Dasein μέσα σε έναν κόσμο, μια εγκοσμιότητα, που δεν του επιτρέπει να αισθάνεται πως βρήκε τη γαλήνη του, την ιδιάζουσα σε αυτό διαμονή, την προσδοκώμενη υπαρκτικο-οντολογική του πραγμάτωση. Αυτή η ανεστιότητα όμως δεν αποτελεί κατάρα για το Dasein, αλλά υπό μια έννοια λύτρωση, καθώς είναι η μόνη δυνατότητά του να μεριμνά διαρκώς για να αποφεύγει την κατάπτωση: να αφυπνίζεται, να συνειδητοποιεί τη μοναχικότητά/μοναδικότητά/ενικότητά του μέσα στη βοή των πολλών, να βρίσκεται σε εγρήγορση, να κινείται μέσα στην ανηλεή ένταση της ζωής/του κόσμου, αλλά πάντα με την περίσκεψη και τη νηφαλιότητα που απαιτεί η αυθεντική μέριμνα και αγωνία.

ΠΛΑΤΩΝ: Πολιτεία (401a-402c)

[401a] Ἔστιν δέ γέ που πλήρης μὲν γραφικὴ αὐτῶν καὶ πᾶσα ἡ τοιαύτη δημιουργία, πλήρης δὲ ὑφαντικὴ καὶ ποικιλία καὶ οἰκοδομία καὶ πᾶσα αὖ ἡ τῶν ἄλλων σκευῶν ἐργασία, ἔτι δὲ ἡ τῶν σωμάτων φύσις καὶ ἡ τῶν ἄλλων φυτῶν· ἐν πᾶσι γὰρ τούτοις ἔνεστιν εὐσχημοσύνη ἢ ἀσχημοσύνη. καὶ ἡ μὲν ἀσχημοσύνη καὶ ἀρρυθμία καὶ ἀναρμοστία κακολογίας καὶ κακοηθείας ἀδελφά, τὰ δ᾽ ἐναντία τοῦ ἐναντίου, σώφρονός τε καὶ ἀγαθοῦ ἤθους, ἀδελφά τε καὶ μιμήματα.
Παντελῶς μὲν οὖν, ἔφη.
[401b] Ἆρ᾽ οὖν τοῖς ποιηταῖς ἡμῖν μόνον ἐπιστατητέον καὶ προσαναγκαστέον τὴν τοῦ ἀγαθοῦ εἰκόνα ἤθους ἐμποιεῖν τοῖς ποιήμασιν ἢ μὴ παρ᾽ ἡμῖν ποιεῖν, ἢ καὶ τοῖς ἄλλοις δημιουργοῖς ἐπιστατητέον καὶ διακωλυτέον τὸ κακόηθες τοῦτο καὶ ἀκόλαστον καὶ ἀνελεύθερον καὶ ἄσχημον μήτε ἐν εἰκόσι ζῴων μήτε ἐν οἰκοδομήμασι μήτε ἐν ἄλλῳ μηδενὶ δημιουργουμένῳ ἐμποιεῖν, ἢ ὁ μὴ οἷός τε ὢν οὐκ ἐατέος παρ᾽ ἡμῖν δημιουργεῖν, ἵνα μὴ ἐν κακίας εἰκόσι τρεφόμενοι ἡμῖν οἱ [401c] φύλακες ὥσπερ ἐν κακῇ βοτάνῃ, πολλὰ ἑκάστης ἡμέρας κατὰ σμικρὸν ἀπὸ πολλῶν δρεπόμενοί τε καὶ νεμόμενοι, ἕν τι συνιστάντες λανθάνωσιν κακὸν μέγα ἐν τῇ αὑτῶν ψυχῇ, ἀλλ᾽ ἐκείνους ζητητέον τοὺς δημιουργοὺς τοὺς εὐφυῶς δυναμένους ἰχνεύειν τὴν τοῦ καλοῦ τε καὶ εὐσχήμονος φύσιν, ἵνα ὥσπερ ἐν ὑγιεινῷ τόπῳ οἰκοῦντες οἱ νέοι ἀπὸ παντὸς ὠφελῶνται, ὁπόθεν ἂν αὐτοῖς ἀπὸ τῶν καλῶν ἔργων ἢ πρὸς ὄψιν ἢ πρὸς ἀκοήν τι προσβάλῃ, ὥσπερ αὔρα φέρουσα ἀπὸ [401d] χρηστῶν τόπων ὑγίειαν, καὶ εὐθὺς ἐκ παίδων λανθάνῃ εἰς ὁμοιότητά τε καὶ φιλίαν καὶ συμφωνίαν τῷ καλῷ λόγῳ ἄγουσα;
Πολὺ γὰρ ἄν, ἔφη, κάλλιστα οὕτω τραφεῖεν.
Ἆρ᾽ οὖν, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὦ Γλαύκων, τούτων ἕνεκα κυριωτάτη ἐν μουσικῇ τροφή, ὅτι μάλιστα καταδύεται εἰς τὸ ἐντὸς τῆς ψυχῆς ὅ τε ῥυθμὸς καὶ ἁρμονία, καὶ ἐρρωμενέστατα ἅπτεται αὐτῆς φέροντα τὴν εὐσχημοσύνην, καὶ ποιεῖ εὐσχήμονα, [401e] ἐάν τις ὀρθῶς τραφῇ, εἰ δὲ μή, τοὐναντίον; καὶ ὅτι αὖ τῶν παραλειπομένων καὶ μὴ καλῶς δημιουργηθέντων ἢ μὴ καλῶς φύντων ὀξύτατ᾽ ἂν αἰσθάνοιτο ὁ ἐκεῖ τραφεὶς ὡς ἔδει, καὶ ὀρθῶς δὴ δυσχεραίνων τὰ μὲν καλὰ ἐπαινοῖ καὶ χαίρων καὶ καταδεχόμενος εἰς τὴν ψυχὴν τρέφοιτ᾽ ἂν ἀπ᾽ αὐτῶν καὶ [402a] γίγνοιτο καλός τε κἀγαθός, τὰ δ᾽ αἰσχρὰ ψέγοι τ᾽ ἂν ὀρθῶς καὶ μισοῖ ἔτι νέος ὤν, πρὶν λόγον δυνατὸς εἶναι λαβεῖν, ἐλθόντος δὲ τοῦ λόγου ἀσπάζοιτ᾽ ἂν αὐτὸν γνωρίζων δι᾽ οἰκειότητα μάλιστα ὁ οὕτω τραφείς;
Ἐμοὶ γοῦν δοκεῖ, ἔφη, τῶν τοιούτων ἕνεκα ἐν μουσικῇ εἶναι ἡ τροφή.
Ὥσπερ ἄρα, ἦν δ᾽ ἐγώ, γραμμάτων πέρι τότε ἱκανῶς εἴχομεν, ὅτε τὰ στοιχεῖα μὴ λανθάνοι ἡμᾶς ὀλίγα ὄντα ἐν ἅπασιν οἷς ἔστιν περιφερόμενα, καὶ οὔτ᾽ ἐν σμικρῷ οὔτ᾽ ἐν [402b] μεγάλῳ ἠτιμάζομεν αὐτά, ὡς οὐ δέοι αἰσθάνεσθαι, ἀλλὰ πανταχοῦ προυθυμούμεθα διαγιγνώσκειν, ὡς οὐ πρότερον ἐσόμενοι γραμματικοὶ πρὶν οὕτως ἔχοιμεν—
Ἀληθῆ.
Οὐκοῦν καὶ εἰκόνας γραμμάτων, εἴ που ἢ ἐν ὕδασιν ἢ ἐν κατόπτροις ἐμφαίνοιντο, οὐ πρότερον γνωσόμεθα, πρὶν ἂν αὐτὰ γνῶμεν, ἀλλ᾽ ἔστιν τῆς αὐτῆς τέχνης τε καὶ μελέτης;
Παντάπασι μὲν οὖν.
Ἆρ᾽ οὖν, ὃ λέγω, πρὸς θεῶν, οὕτως οὐδὲ μουσικοὶ [402c] πρότερον ἐσόμεθα, οὔτε αὐτοὶ οὔτε οὕς φαμεν ἡμῖν παιδευτέον εἶναι τοὺς φύλακας, πρὶν ἂν τὰ τῆς σωφροσύνης εἴδη καὶ ἀνδρείας καὶ ἐλευθεριότητος καὶ μεγαλοπρεπείας καὶ ὅσα τούτων ἀδελφὰ καὶ τὰ τούτων αὖ ἐναντία πανταχοῦ περιφερόμενα γνωρίζωμεν καὶ ἐνόντα ἐν οἷς ἔνεστιν αἰσθανώμεθα καὶ αὐτὰ καὶ εἰκόνας αὐτῶν, καὶ μήτε ἐν σμικροῖς μήτε ἐν μεγάλοις ἀτιμάζωμεν, ἀλλὰ τῆς αὐτῆς οἰώμεθα τέχνης εἶναι καὶ μελέτης;
Πολλὴ ἀνάγκη, ἔφη.

***
[401a] Κι απ᾽ αυτά δεν βλέπομε ακόμη πως είναι γεμάτη κι η ζωγραφική και όλες οι συγγενικές της τέχνες, γεμάτη κι η υφαντική και η ποικιλτική και η οικοδομική και όλα γενικώς τα προϊόντα της βιομηχανίας, ακόμα ως και τα σώματα της φύσεως και τα φυτά; Γιατί σ᾽ όλ᾽ αυτά υπάρχει ομορφιά ή ασχήμια. Η ασχήμια κι η αρρυθμία και η δυσαρμονία πάνε ταίρι με του λόγου και του ήθους την ασχήμια· ενώ τα εναντία των είναι ταίρι και μίμηση του εναντίου, δηλαδή του καλού και χρηστού ήθους.
Έχεις απόλυτο δίκιο.
[401b] Και μόνο τάχα τους ποιητάς πρέπει να επιβλέπομε και να τους αναγκάζομε να βάζουν στα ποιήματά τους την εικόνα του χρηστού ήθους, ειδεμή να μην κάνουν τον ποιητή στην πολιτεία μας; Ή δεν θα έπρεπε το ίδιο να κάνομε και για τους άλλους τεχνίτες και να τους εμποδίζομε ν᾽ αποτυπώνουν είτε στις εικόνες, είτε στα οικοδομήματα είτε σ᾽ οποιοδήποτε άλλο κατασκεύασμά τους, τον χαρακτήρα εκείνο του άσχημου, του ακόλαστου, του ανελεύθερου, του πρόστυχου, και εκείνος που δεν θα ήταν ικανός να συμμορφωθεί να μην του επιτρέπομε να μένει στην πόλη μας, από φόβο μήπως [401c] οι πολεμισταί μας, μεγαλώνοντας μέσα σε εικόνες της ασχήμιας, σαν μέσα σε κακό χορτάρι, και πολλά από τα πολλά, λίγο λίγο κάθε μέρα, κορφολογώντας και βόσκοντας, καταντήσει στο τέλος, δίχως να το νιώσουν, να φορτώσουν την ψυχή τους μ᾽ ένα μεγάλο και φοβερό κακό; Ή δεν θα ᾽πρεπε απεναντίας να ζητούμε να ᾽βρομε τεχνίτες που από φυσικού τους να ᾽ναι ικανοί να εξιχνιάζουν τη φύση του καλού και του ωραίου, ώστε οι νέοι μας, ζώντας σα μέσα σ᾽ ένα τόπο υγιεινό, να ωφελούνται από το καθετί με το να δέχονται και με τα μάτια και με την ακοή εντυπώσεις από έμορφα πάντα έργα, όπως [401d] από τους υγιεινούς τόπους την αύρα της υγείας, και έτσι ευθύς από την παιδική ηλικία να οδηγούνται ανεπαίσθητα στην αγάπη και τη μίμηση του καλού και στην τέλεια αφομοίωση μαζί του;
Αυτός πραγματικώς θα ήταν ο καλύτερος τρόπος της ανατροφής των.
Γι᾽ αυτούς λοιπόν τους λόγους, δεν είναι, αγαπητέ μου Γλαύκων, το κυριότερο μέρος της ανατροφής η μουσική, επειδή ο ρυθμός και η αρμονία διαπερνούν ως τα τρίσβαθα την ψυχή και την καταεξουσιάζουν μ᾽ όλη τους τη δύναμη, και φέρνουν μαζί τους την εμορφιά και την κάνουν έμορφη, [401e] αν είναι ορθός ο τρόπος της ανατροφής, ειδεμή το εναντίο; Και για το λόγο ακόμη πως εκείνος που ανατραφεί καθώς πρέπει με τη μουσική θα είναι σε θέση να αισθάνεται με όλη τη λεπτότητα τις ελλείψεις και τις ατέλειες που θα ᾽χουν τα δημιουργήματα της τέχνης ή και της φύσεως και να δοκιμάζει όλη του τη δυσαρέσκεια απ᾽ αυτές, και γι᾽ αυτό θα εγκρίνει όλα τα ωραία και με ευχαρίστηση θα τα δέχεται στην ψυχή του και μ᾽ αυτά θα τρέφεται και μ᾽ αυτά [402a] θα τελειοποιείται σε κάθε αρετή, ενώ απεναντίας θα ψέγει και θ᾽ αποστρέφεται με τα όλα του καθετί άσχημο από νέο παιδί ακόμα, πριν να μπορεί να εξηγήσει την αποστροφή του με τον ορθό λόγο, που όταν κατόπι ερθεί, αυτός ο ορθός λόγος θα τον αγκαλιαστεί σαν παλιός γνώριμος και σχετικός που του ήταν από τη μουσική του μόρφωση;
Γι᾽ αυτούς τους λόγους μού φαίνεται και μένα πως γίνεται η μόρφωση με τη μουσική.
Ώστε ακριβώς λοιπόν όπως συμβαίνει και με τα γράμματα και την ανάγνωση, που τότε μόνο θα είμαστε τέλεια καταρτισμένοι, όταν δεν θα μας ξέφευγε κανένα από τα λίγα που είναι ψηφία σε όλους τους συνδυασμούς, χωρίς κανένα είτε μικρό είτε [402b] μεγάλο να περιφρονούσαμε, πως τάχα δεν ήταν ανάγκη να το γνωρίζαμε, αλλ᾽ απεναντίας βάζαμε όλα τα δυνατά μας να τα ξεχωρίζαμε παντού. Γιατί αλλιώς ποτέ δεν θα γενόμαστε καλοί γραμματικοί, πριν να το κατορθώναμε αυτό.
Αλήθεια.
Ώστε κι αν τύχαινε να δούμε είτε απάνω στην επιφάνεια του νερού, είτε μέσα σε καθρέφτη τις εικόνες των γραμμάτων, θα μπορούσαμε ποτέ να τα αναγνωρίσομε, αν δεν ξέραμε αυτά τα ίδια γράμματα, αφού και στη μια και στην άλλη περίσταση η ίδια επιστήμη και σπουδή χρειάζεται;
Και βέβαια δεν θα μπορούσαμε.
Το ίδιο, για όνομα του θεού, δεν θα μπορούσα λοιπόν να πω και για τη μουσική μόρφωση, πως δηλαδή ποτέ [402c] δεν θα γινόμαστε καλοί μουσικοί, ούτε εμείς οι ίδιοι, ούτε εκείνοι που λέμε πως τους ανατρέφομε για φρουρούς μας, αν πριν δεν γνωρίσομε κατά βάθος τις ιδέες της εγκρατείας και της ανδρείας και της ελευθεριότητος και της μεγαλοψυχίας και όλες τις συγγενείς μ᾽ αυτές αρετές, καθώς ακόμη και τις ενάντιες κακίες, κι αν δεν τις διακρίναμε με την πρώτη τη ματιά παντού όπου παρουσιάζουνται και αυτές οι ίδιες και οι εικόνες των, είτε σε μικρό είτε σε μεγάλο, χωρίς τίποτε να παραβλέπομε, αλλά να νομίζομε πως η ίδια επιστήμη και μελέτη χρειάζεται για όλες τις μορφές των;
Δεν μπορεί παρά έτσι να είναι.