ΑΔ. χαῖρ᾽, ὦ Διὸς παῖ Περσέως τ᾽ ἀφ᾽ αἵματος.
510 ΗΡ. Ἄδμητε, καὶ σὺ χαῖρε, Θεσσαλῶν ἄναξ.
ΑΔ. θέλοιμ᾽ ἄν· εὔνουν δ᾽ ὄντα σ᾽ ἐξεπίσταμαι.
ΗΡ. τί χρῆμα κουρᾷ τῇδε πενθίμῳ πρέπεις;
ΑΔ. θάπτειν τιν᾽ ἐν τῇδ᾽ ἡμέρᾳ μέλλω νεκρόν.
ΗΡ. ἀπ᾽ οὖν τέκνων σῶν πημονὴν εἴργοι θεός.
515 ΑΔ. ζῶσιν κατ᾽ οἴκους παῖδες οὓς ἔφυσ᾽ ἐγώ.
ΗΡ. πατήρ γε μὴν ὡραῖος, εἴπερ οἴχεται.
ΑΔ. κἀκεῖνος ἔστι χἡ τεκοῦσά μ᾽, Ἡράκλεις.
ΗΡ. οὐ μὴν γυνή γ᾽ ὄλωλεν Ἄλκηστις σέθεν;
ΑΔ. διπλοῦς ἐπ᾽ αὐτῇ μῦθος ἔστι μοι λέγειν.
520 ΗΡ. πότερα θανούσης εἶπας ἢ ζώσης ἔτι;
ΑΔ. ἔστιν τε κοὐκέτ᾽ ἔστιν, ἀλγύνει δ᾽ ἐμέ.
ΗΡ. οὐδέν τι μᾶλλον οἶδ᾽· ἄσημα γὰρ λέγεις.
ΑΔ. οὐκ οἶσθα μοίρας ἧς τυχεῖν αὐτὴν χρεών;
ΗΡ. οἶδ᾽, ἀντὶ σοῦ γε κατθανεῖν ὑφειμένην.
525 ΑΔ. πῶς οὖν ἔτ᾽ ἔστιν, εἴπερ ᾔνεσεν τάδε;
ΗΡ. ἆ, μὴ πρόκλαι᾽ ἄκοιτιν, εἰς τόδ᾽ ἀμβαλοῦ.
ΑΔ. τέθνηχ᾽ ὁ μέλλων, κοὐκέτ᾽ ἔσθ᾽ ὁ κατθανών.
ΗΡ. χωρὶς τό τ᾽ εἶναι καὶ τὸ μὴ νομίζεται.
ΑΔ. σὺ τῇδε κρίνεις, Ἡράκλεις, κείνῃ δ᾽ ἐγώ.
530 ΗΡ. τί δῆτα κλαίεις; τίς φίλων ὁ κατθανών;
ΑΔ. γυνή· γυναικὸς ἀρτίως μεμνήμεθα.
ΗΡ. ὀθνεῖος ἢ σοὶ συγγενὴς γεγῶσά τις;
ΑΔ. ὀθνεῖος, ἄλλως δ᾽ ἦν ἀναγκαία δόμοις.
ΗΡ. πῶς οὖν ἐν οἴκοις σοῖσιν ὤλεσεν βίον;
535ΑΔ. πατρὸς θανόντος ἐνθάδ᾽ ὠρφανεύετο.
ΗΡ. φεῦ.
εἴθ᾽ ηὕρομέν σ᾽, Ἄδμητε, μὴ λυπούμενον.
ΑΔ. ὡς δὴ τί δράσων τόνδ᾽ ὑπορράπτεις λόγον;
ΗΡ. ξένων πρὸς ἄλλων ἑστίαν πορεύσομαι.
ΑΔ. οὐκ ἔστιν, ὦναξ· μὴ τοσόνδ᾽ ἔλθοι κακόν.
540 ΗΡ. λυπουμένοις ὀχληρός, εἰ μόλοι, ξένος.
ΑΔ. τεθνᾶσιν οἱ θανόντες· ἀλλ᾽ ἴθ᾽ ἐς δόμους.
ΗΡ. αἰσχρόν παρὰ κλαίουσι θοινᾶσθαι φίλοις.
ΑΔ. χωρὶς ξενῶνές εἰσιν οἷ σ᾽ ἐσάξομεν.
ΗΡ. μέθες με, καί σοι μυρίαν ἕξω χάριν.
545 ΑΔ. οὐκ ἔστιν ἄλλου σ᾽ ἀνδρὸς ἑστίαν μολεῖν.
ἡγοῦ σὺ τῷδε δωμάτων ἐξωπίους
ξενῶνας οἴξας, τοῖς τ᾽ ἐφεστῶσιν φράσον
σίτων παρεῖναι πλῆθος· εὖ δὲ κλῄσατε
θύρας μεσαύλους· οὐ πρέπει θοινωμένους
550 κλύειν στεναγμῶν οὐδὲ λυπεῖσθαι ξένους.
ΧΟ. τί δρᾷς; τοιαύτης συμφορᾶς προσκειμένης,
Ἄδμητε, τολμᾷς ξενοδοκεῖν; τί μῶρος εἶ;
ΑΔ. ἀλλ᾽ εἰ δόμων σφε καὶ πόλεως ἀπήλασα
ξένον μολόντα, μᾶλλον ἄν μ᾽ ἐπῄνεσας;
555 οὐ δῆτ᾽, ἐπεί μοι συμφορὰ μὲν οὐδὲν ἂν
μείων ἐγίγνετ᾽, ἀξενώτερος δ᾽ ἐγώ.
καὶ πρὸς κακοῖσιν ἄλλο τοῦτ᾽ ἂν ἦν κακόν,
δόμους καλεῖσθαι τοὺς ἐμοὺς ἐχθροξένους.
αὐτὸς δ᾽ ἀρίστου τοῦδε τυγχάνω ξένου,
560 ὅταν ποτ᾽ Ἄργους διψίαν ἔλθω χθόνα.
ΧΟ. πῶς οὖν ἔκρυπτες τὸν παρόντα δαίμονα,
φίλου μολόντος ἀνδρός, ὡς αὐτὸς λέγεις;
ΑΔ. οὐκ ἄν ποτ᾽ ἠθέλησεν εἰσελθεῖν δόμους,
εἰ τῶν ἐμῶν τι πημάτων ἐγνώρισε.
565 καὶ τῷ μέν, οἶμαι, δρῶν τάδ᾽ οὐ φρονεῖν δοκῶ,
οὐδ᾽ αἰνέσει με· τἀμὰ δ᾽ οὐκ ἐπίσταται
μέλαθρ᾽ ἀπωθεῖν οὐδ᾽ ἀτιμάζειν ξένους.
***
Βγαίνει ο Άδμητος μαυροφορεμένος και με ξυρισμένο κεφάλι· τον ακολουθούν υπηρέτες.
ΑΔΜ. Χαίρε, αίμα του Περσέα και γιε του Δία.
510 ΗΡΑ. Των Θεσσαλών ρηγάρχη, Άδμητε, χαίρε.
ΑΔΜ. Θα το ᾽θελα· το ξέρω ότι είσαι φίλος.
ΗΡΑ. Βλέπω μαλλιά κομμένα. Τί; Έχεις πένθος;
ΑΔΜ. Ναι, σήμερα έχω μια κηδεία να κάμω.
ΗΡΑ. Μακριά τέτοιο κακό απ᾽ τα παιδιά σου.
ΑΔΜ. Ζουν τα παιδιά μου· μες στο σπίτι τα έχω.
ΗΡΑ. Αν πέθανε ο πατέρας σου, ώρα του ήταν.
ΑΔΜ. Ζουν, Ηρακλή, κι η μάνα μου κι εκείνος.
ΗΡΑ. Δε χάθηκε, πιστεύω, η Άλκηστή σου.
ΑΔΜ. Κι όχι και ναι μπορώ να πω για κείνη.
520 ΗΡΑ. Δηλαδή; Ζωντανή ᾽ναι ή πεθαμένη;
ΑΔΜ. Και υπάρχει και όχι, και με τρώει ο πόνος.
ΗΡΑ. Δε μιλείς καθαρά, και δε σε νιώθω.
ΑΔΜ. Δεν το ξέρεις ποιά μοίρα την προσμένει;
ΗΡΑ. Πως δέχτηκε για σένα να πεθάνει.
ΑΔΜ. Αφού έχει τάξει αυτό, τί ζωντανή ᾽ναι;
ΗΡΑ. Α, μην την κλαις, πριν το κακό να γίνει.
ΑΔΜ. Έγινε πες, αφού είναι για να γίνει.
ΗΡΑ. Να ζεις και να μη ζεις δεν είναι το ίδιο.
ΑΔΜ. Αλλιώς εσύ, κι αλλιώς εγώ το κρίνω.
530 ΗΡΑ. Μα ποιόν θρηνείς; Ποιός πέθανε δικός σου;
ΑΔΜ. Γυναίκα· για γυναίκα είπα και πρώτα.
ΗΡΑ. Ήταν απ᾽ τη γενιά σου ή ήταν ξένη;
ΑΔΜ. Ξένη, μα είχε δεσμούς μ᾽ αυτό το σπίτι.
ΗΡΑ. Πώς πέθανε εδώ μέσα; ΑΔΜ. Είχε ορφανέψει
από πατέρα κι έμενε μαζί μας.
ΗΡΑ. Κακό.
Άμποτε να μη σ᾽ έβρισκα σε πένθος.
Ετοιμάζεται να φύγει.
ΑΔΜ. Γιατί το λες; Τί σκέφτεσαι να κάμεις;
ΗΡΑ. Θα πάω να βρω άλλον φίλο εδώ στην πόλη.
ΑΔΜ. Αυτό ποτέ· πολύ θα με πειράξει.
540 ΗΡΑ. Όταν πενθείς, ενόχληση είν᾽ ο ξένος.
ΑΔΜ. Νεκροί οι νεκροί· εσύ πέρασε στο σπίτι.
ΗΡΑ. Ο άλλος να κλαίει, κι εγώ να τρωγοπίνω;
ΑΔΜ. Έχω δωμάτια ξέχωρα για ξένους.
ΗΡΑ. Χάρη πολλή θα σου χρωστώ αν μ᾽ αφήσεις.
ΑΔΜ. Δε γίνεται να πας αλλού να μείνεις.
Σ᾽ έναν από τους ακολούθους του.
Πήγαινε μπρος, ν᾽ ανοίξεις το δωμάτιο
των ξένων που ᾽ναι απέξω απ᾽ το παλάτι.
Και στους αρμόδιους πες να στρώσουν πλούσιο
τραπέζι· η πόρτα ανάμεσα να κλείσει·
δεν πρέπει οι ξένοι, όταν δειπνούν, ν᾽ ακούνε
550 θρήνους και να λυπούνται.
Ο Ηρακλής ακολουθώντας το δούλο μπαίνει στο παλάτι.
ΚΟΡ. Βασιλιά μου,
τέτοιο κακό να σ᾽ έχει βρει, και ξένους
να δέχεσαι στο σπίτι! Αυτό είναι τρέλα.
ΑΔΜ. Θα ᾽τανε, λες, καλύτερο να διώξω
ένα φίλο απ᾽ το σπίτι κι απ᾽ την πόλη;
Θα ᾽μουν πολύ αφιλόξενος, νομίζω,
κι η συμφορά δε θα λιγόστευε έτσι.
Στ᾽ άλλα δεινά θα πρόσθετα και τούτο,
να πουν το σπίτι αυτό εχθρικό στους ξένους.
Την πιο θερμήν υποδοχή μου κάνει
560 εκείνος, σαν πηγαίνω στο άνυδρο Άργος.
ΚΟΡ. Γιατί όμως, αφού λες πως είναι φίλος,
του κράτησες κρυφή τη συμφορά σου;
ΑΔΜ. Αν μάθαινε το τί έπαθα, ποτέ
στο σπίτι μου να μπει δε θα δεχόταν.
Το φέρσιμό μου κάποιοι ίσως το κρίνουν
για ανόητο· μα το σπίτι μου δεν ξέρει
τους ξένους να προσβάλλει και να διώχνει.
Ξαναμπαίνει στο παλάτι.
510 ΗΡ. Ἄδμητε, καὶ σὺ χαῖρε, Θεσσαλῶν ἄναξ.
ΑΔ. θέλοιμ᾽ ἄν· εὔνουν δ᾽ ὄντα σ᾽ ἐξεπίσταμαι.
ΗΡ. τί χρῆμα κουρᾷ τῇδε πενθίμῳ πρέπεις;
ΑΔ. θάπτειν τιν᾽ ἐν τῇδ᾽ ἡμέρᾳ μέλλω νεκρόν.
ΗΡ. ἀπ᾽ οὖν τέκνων σῶν πημονὴν εἴργοι θεός.
515 ΑΔ. ζῶσιν κατ᾽ οἴκους παῖδες οὓς ἔφυσ᾽ ἐγώ.
ΗΡ. πατήρ γε μὴν ὡραῖος, εἴπερ οἴχεται.
ΑΔ. κἀκεῖνος ἔστι χἡ τεκοῦσά μ᾽, Ἡράκλεις.
ΗΡ. οὐ μὴν γυνή γ᾽ ὄλωλεν Ἄλκηστις σέθεν;
ΑΔ. διπλοῦς ἐπ᾽ αὐτῇ μῦθος ἔστι μοι λέγειν.
520 ΗΡ. πότερα θανούσης εἶπας ἢ ζώσης ἔτι;
ΑΔ. ἔστιν τε κοὐκέτ᾽ ἔστιν, ἀλγύνει δ᾽ ἐμέ.
ΗΡ. οὐδέν τι μᾶλλον οἶδ᾽· ἄσημα γὰρ λέγεις.
ΑΔ. οὐκ οἶσθα μοίρας ἧς τυχεῖν αὐτὴν χρεών;
ΗΡ. οἶδ᾽, ἀντὶ σοῦ γε κατθανεῖν ὑφειμένην.
525 ΑΔ. πῶς οὖν ἔτ᾽ ἔστιν, εἴπερ ᾔνεσεν τάδε;
ΗΡ. ἆ, μὴ πρόκλαι᾽ ἄκοιτιν, εἰς τόδ᾽ ἀμβαλοῦ.
ΑΔ. τέθνηχ᾽ ὁ μέλλων, κοὐκέτ᾽ ἔσθ᾽ ὁ κατθανών.
ΗΡ. χωρὶς τό τ᾽ εἶναι καὶ τὸ μὴ νομίζεται.
ΑΔ. σὺ τῇδε κρίνεις, Ἡράκλεις, κείνῃ δ᾽ ἐγώ.
530 ΗΡ. τί δῆτα κλαίεις; τίς φίλων ὁ κατθανών;
ΑΔ. γυνή· γυναικὸς ἀρτίως μεμνήμεθα.
ΗΡ. ὀθνεῖος ἢ σοὶ συγγενὴς γεγῶσά τις;
ΑΔ. ὀθνεῖος, ἄλλως δ᾽ ἦν ἀναγκαία δόμοις.
ΗΡ. πῶς οὖν ἐν οἴκοις σοῖσιν ὤλεσεν βίον;
535ΑΔ. πατρὸς θανόντος ἐνθάδ᾽ ὠρφανεύετο.
ΗΡ. φεῦ.
εἴθ᾽ ηὕρομέν σ᾽, Ἄδμητε, μὴ λυπούμενον.
ΑΔ. ὡς δὴ τί δράσων τόνδ᾽ ὑπορράπτεις λόγον;
ΗΡ. ξένων πρὸς ἄλλων ἑστίαν πορεύσομαι.
ΑΔ. οὐκ ἔστιν, ὦναξ· μὴ τοσόνδ᾽ ἔλθοι κακόν.
540 ΗΡ. λυπουμένοις ὀχληρός, εἰ μόλοι, ξένος.
ΑΔ. τεθνᾶσιν οἱ θανόντες· ἀλλ᾽ ἴθ᾽ ἐς δόμους.
ΗΡ. αἰσχρόν παρὰ κλαίουσι θοινᾶσθαι φίλοις.
ΑΔ. χωρὶς ξενῶνές εἰσιν οἷ σ᾽ ἐσάξομεν.
ΗΡ. μέθες με, καί σοι μυρίαν ἕξω χάριν.
545 ΑΔ. οὐκ ἔστιν ἄλλου σ᾽ ἀνδρὸς ἑστίαν μολεῖν.
ἡγοῦ σὺ τῷδε δωμάτων ἐξωπίους
ξενῶνας οἴξας, τοῖς τ᾽ ἐφεστῶσιν φράσον
σίτων παρεῖναι πλῆθος· εὖ δὲ κλῄσατε
θύρας μεσαύλους· οὐ πρέπει θοινωμένους
550 κλύειν στεναγμῶν οὐδὲ λυπεῖσθαι ξένους.
ΧΟ. τί δρᾷς; τοιαύτης συμφορᾶς προσκειμένης,
Ἄδμητε, τολμᾷς ξενοδοκεῖν; τί μῶρος εἶ;
ΑΔ. ἀλλ᾽ εἰ δόμων σφε καὶ πόλεως ἀπήλασα
ξένον μολόντα, μᾶλλον ἄν μ᾽ ἐπῄνεσας;
555 οὐ δῆτ᾽, ἐπεί μοι συμφορὰ μὲν οὐδὲν ἂν
μείων ἐγίγνετ᾽, ἀξενώτερος δ᾽ ἐγώ.
καὶ πρὸς κακοῖσιν ἄλλο τοῦτ᾽ ἂν ἦν κακόν,
δόμους καλεῖσθαι τοὺς ἐμοὺς ἐχθροξένους.
αὐτὸς δ᾽ ἀρίστου τοῦδε τυγχάνω ξένου,
560 ὅταν ποτ᾽ Ἄργους διψίαν ἔλθω χθόνα.
ΧΟ. πῶς οὖν ἔκρυπτες τὸν παρόντα δαίμονα,
φίλου μολόντος ἀνδρός, ὡς αὐτὸς λέγεις;
ΑΔ. οὐκ ἄν ποτ᾽ ἠθέλησεν εἰσελθεῖν δόμους,
εἰ τῶν ἐμῶν τι πημάτων ἐγνώρισε.
565 καὶ τῷ μέν, οἶμαι, δρῶν τάδ᾽ οὐ φρονεῖν δοκῶ,
οὐδ᾽ αἰνέσει με· τἀμὰ δ᾽ οὐκ ἐπίσταται
μέλαθρ᾽ ἀπωθεῖν οὐδ᾽ ἀτιμάζειν ξένους.
***
Βγαίνει ο Άδμητος μαυροφορεμένος και με ξυρισμένο κεφάλι· τον ακολουθούν υπηρέτες.
ΑΔΜ. Χαίρε, αίμα του Περσέα και γιε του Δία.
510 ΗΡΑ. Των Θεσσαλών ρηγάρχη, Άδμητε, χαίρε.
ΑΔΜ. Θα το ᾽θελα· το ξέρω ότι είσαι φίλος.
ΗΡΑ. Βλέπω μαλλιά κομμένα. Τί; Έχεις πένθος;
ΑΔΜ. Ναι, σήμερα έχω μια κηδεία να κάμω.
ΗΡΑ. Μακριά τέτοιο κακό απ᾽ τα παιδιά σου.
ΑΔΜ. Ζουν τα παιδιά μου· μες στο σπίτι τα έχω.
ΗΡΑ. Αν πέθανε ο πατέρας σου, ώρα του ήταν.
ΑΔΜ. Ζουν, Ηρακλή, κι η μάνα μου κι εκείνος.
ΗΡΑ. Δε χάθηκε, πιστεύω, η Άλκηστή σου.
ΑΔΜ. Κι όχι και ναι μπορώ να πω για κείνη.
520 ΗΡΑ. Δηλαδή; Ζωντανή ᾽ναι ή πεθαμένη;
ΑΔΜ. Και υπάρχει και όχι, και με τρώει ο πόνος.
ΗΡΑ. Δε μιλείς καθαρά, και δε σε νιώθω.
ΑΔΜ. Δεν το ξέρεις ποιά μοίρα την προσμένει;
ΗΡΑ. Πως δέχτηκε για σένα να πεθάνει.
ΑΔΜ. Αφού έχει τάξει αυτό, τί ζωντανή ᾽ναι;
ΗΡΑ. Α, μην την κλαις, πριν το κακό να γίνει.
ΑΔΜ. Έγινε πες, αφού είναι για να γίνει.
ΗΡΑ. Να ζεις και να μη ζεις δεν είναι το ίδιο.
ΑΔΜ. Αλλιώς εσύ, κι αλλιώς εγώ το κρίνω.
530 ΗΡΑ. Μα ποιόν θρηνείς; Ποιός πέθανε δικός σου;
ΑΔΜ. Γυναίκα· για γυναίκα είπα και πρώτα.
ΗΡΑ. Ήταν απ᾽ τη γενιά σου ή ήταν ξένη;
ΑΔΜ. Ξένη, μα είχε δεσμούς μ᾽ αυτό το σπίτι.
ΗΡΑ. Πώς πέθανε εδώ μέσα; ΑΔΜ. Είχε ορφανέψει
από πατέρα κι έμενε μαζί μας.
ΗΡΑ. Κακό.
Άμποτε να μη σ᾽ έβρισκα σε πένθος.
Ετοιμάζεται να φύγει.
ΑΔΜ. Γιατί το λες; Τί σκέφτεσαι να κάμεις;
ΗΡΑ. Θα πάω να βρω άλλον φίλο εδώ στην πόλη.
ΑΔΜ. Αυτό ποτέ· πολύ θα με πειράξει.
540 ΗΡΑ. Όταν πενθείς, ενόχληση είν᾽ ο ξένος.
ΑΔΜ. Νεκροί οι νεκροί· εσύ πέρασε στο σπίτι.
ΗΡΑ. Ο άλλος να κλαίει, κι εγώ να τρωγοπίνω;
ΑΔΜ. Έχω δωμάτια ξέχωρα για ξένους.
ΗΡΑ. Χάρη πολλή θα σου χρωστώ αν μ᾽ αφήσεις.
ΑΔΜ. Δε γίνεται να πας αλλού να μείνεις.
Σ᾽ έναν από τους ακολούθους του.
Πήγαινε μπρος, ν᾽ ανοίξεις το δωμάτιο
των ξένων που ᾽ναι απέξω απ᾽ το παλάτι.
Και στους αρμόδιους πες να στρώσουν πλούσιο
τραπέζι· η πόρτα ανάμεσα να κλείσει·
δεν πρέπει οι ξένοι, όταν δειπνούν, ν᾽ ακούνε
550 θρήνους και να λυπούνται.
Ο Ηρακλής ακολουθώντας το δούλο μπαίνει στο παλάτι.
ΚΟΡ. Βασιλιά μου,
τέτοιο κακό να σ᾽ έχει βρει, και ξένους
να δέχεσαι στο σπίτι! Αυτό είναι τρέλα.
ΑΔΜ. Θα ᾽τανε, λες, καλύτερο να διώξω
ένα φίλο απ᾽ το σπίτι κι απ᾽ την πόλη;
Θα ᾽μουν πολύ αφιλόξενος, νομίζω,
κι η συμφορά δε θα λιγόστευε έτσι.
Στ᾽ άλλα δεινά θα πρόσθετα και τούτο,
να πουν το σπίτι αυτό εχθρικό στους ξένους.
Την πιο θερμήν υποδοχή μου κάνει
560 εκείνος, σαν πηγαίνω στο άνυδρο Άργος.
ΚΟΡ. Γιατί όμως, αφού λες πως είναι φίλος,
του κράτησες κρυφή τη συμφορά σου;
ΑΔΜ. Αν μάθαινε το τί έπαθα, ποτέ
στο σπίτι μου να μπει δε θα δεχόταν.
Το φέρσιμό μου κάποιοι ίσως το κρίνουν
για ανόητο· μα το σπίτι μου δεν ξέρει
τους ξένους να προσβάλλει και να διώχνει.
Ξαναμπαίνει στο παλάτι.