[193] Οἶμαι τοίνυν αὐτὸν οὐδὲ τοῦ δήμου κατηγορεῖν ὀκνήσειν οὐδὲ τῆς ἐκκλησίας, ἀλλ᾽ ἅπερ τότ᾽ ἐτόλμα λέγειν ὅτ᾽ ἦν ἡ προβολή, ταῦτα καὶ νῦν ἐρεῖν, ὡς ὅσοι δέον ἐξιέναι κατέμενον καὶ ὅσοι τὰ φρούρι᾽ ἦσαν ἔρημα λελοιπότες, ἐξεκλησίασαν, καὶ χορευταὶ καὶ ξένοι καὶ τοιοῦτοί τινες ἦσαν οἳ κατεχειροτόνησαν αὐτοῦ.
[194] εἰς γὰρ τοῦτο θράσους καὶ ἀναιδείας τότ᾽ ἀφίκετ᾽, ὦ ἄνδρες δικασταί, ὡς ἴσασιν ὅσοι παρῆσαν ὑμῶν, ὥστε κακῶς λέγων καὶ ἀπειλῶν καὶ βλέπων εἰς τὸν ἀεὶ θορυβοῦντα τόπον τῆς ἐκκλησίας καταπλήξειν ᾤετο τὸν δῆμον ἅπαντα. ᾗ καὶ γελοῖ᾽ εἶναι τὰ νῦν, οἶμαι, δάκρυ᾽ εἰκότως ἂν αὐτοῦ δοκοίη.
[195] τί λέγεις, ὦ μιαρὰ κεφαλή; σὺ τὰ σαυτοῦ παιδί᾽ ἀξιώσεις ἐλεεῖν ἢ σὲ τούσδε, ἢ σπουδάζειν εἰς τὰ σά, τοὺς ὑπὸ σοῦ δημοσίᾳ προπεπηλακισμένους; σὺ μόνος τῶν ὄντων ἀνθρώπων ἐπὶ μὲν τοῦ βίου τοσαύτης ὑπερηφανίας πλήρης ὢν [πάντων ἀνθρώπων] ἔσει φανερώτατος, ὥστε καὶ πρὸς οὓς μηδέν ἐστί σοι πρᾶγμα, λυπεῖσθαι τὴν σὴν θρασύτητα καὶ φωνὴν καὶ [τὸ] σχῆμα καὶ τοὺς σοὺς ἀκολούθους καὶ πλοῦτον καὶ ὕβριν θεωροῦντας, ἐν δὲ τῷ κρίνεσθαι παραχρῆμ᾽ ἐλεηθήσει;
[196] μεγάλην μέντἂν ἀρχήν, μᾶλλον δὲ τέχνην, εἴης εὑρηκώς, εἰ δύο τἀναντιώταθ᾽ ἑαυτοῖς ἐν οὕτω βραχεῖ χρόνῳ περὶ σαυτὸν δύναιο ποιεῖσθαι, φθόνον ἐξ ὧν ζῇς, καὶ ἐφ᾽ οἷς ἐξαπατᾷς ἔλεον. οὐκ ἔστιν οὐδαμόθεν σοι προσήκων ἔλεος οὐδὲ καθ᾽ ἕν, ἀλλὰ τοὐναντίον μῖσος καὶ φθόνος καὶ ὀργή· τούτων γὰρ ἄξια ποιεῖς. ἀλλ᾽ ἐπ᾽ ἐκεῖν᾽ ἐπάνειμι, ὅτι τοῦ δήμου κατηγορήσει καὶ τῆς ἐκκλησίας.
[197] ὅταν οὖν τοῦτο ποιῇ, ἐνθυμεῖσθε παρ᾽ ὑμῖν αὐτοῖς, ἄνδρες δικασταί, ὅτι οὗτος τῶν μεθ᾽ ἑαυτοῦ στρατευσαμένων ἱππέων, ὅτ᾽ εἰς Ὄλυνθον διέβησαν, ἐλθὼν πρὸς ὑμᾶς εἰς τὴν ἐκκλησίαν κατηγόρει. πάλιν νῦν μείνας πρὸς τοὺς ἐξεληλυθότας τοῦ δήμου κατηγορήσει. πότερον οὖν ὑμεῖς, ἐάν τε μένητε ἐάν τ᾽ ἐξίητε, ὁμολογήσετ᾽ εἶναι τοιοῦτοι οἵους Μειδίας ὑμᾶς ἀποφαίνει, ἢ τοὐναντίον τοῦτον ἀεὶ καὶ πανταχοῦ θεοῖς ἐχθρὸν καὶ βδελυρόν; ἐγὼ μὲν οἶμαι τοῦτον τοιοῦτον· ὃν γὰρ οὐχ ἱππεῖς, οὐ συνάρχοντες, οὐ φίλοι δύνανται φέρειν, τί τοῦτον εἴπῃ τις;
[198] ἐμοὶ μὲν νὴ τὸν Δία καὶ τὸν Ἀπόλλω καὶ τὴν Ἀθηνᾶν (εἰρήσεται γάρ, εἴτ᾽ ἄμεινον εἴτε μή,) ὅθ᾽ οὗτος ὡς ἀπήλλαγμαι περιιὼν ἐλογοποίει, ἔνδηλοί τινες ἦσαν ἀχθόμενοι τῶν πάνυ τούτῳ λαλούντων ἡδέως. καὶ νὴ Δί᾽ αὐτοῖς πολλὴ συγγνώμη· οὐ γάρ ἐστι φορητὸς ἅνθρωπος, ἀλλὰ καὶ πλουτεῖ μόνος καὶ λέγειν δύναται μόνος, καὶ πάντες εἰσὶ τούτῳ καθάρματα καὶ πτωχοὶ καὶ οὐδ᾽ ἄνθρωποι.
[199] τὸν οὖν ἐπὶ ταύτης τῆς ὑπερηφανίας ὄντα, νῦν ἐὰν ἀποφύγῃ, τί ποιήσειν οἴεσθε; ἐξ ὅτου δὲ τοῦτ᾽ ἂν εἰδείητ᾽ ἐγὼ φράσω· εἰ τοῖς μετὰ τὴν χειροτονίαν τεκμηρίοις θεωρήσαιτε. τίς γάρ ἐστιν ὅστις καταχειροτονηθὲν αὐτοῦ, καὶ ταῦτ᾽ ἀσεβεῖν περὶ τὴν ἑορτήν, εἰ καὶ μηδεὶς ἄλλος ἐπῆν ἀγὼν ἔτι μηδὲ κίνδυνος, οὐκ ἂν ἐπ᾽ αὐτῷ τούτῳ κατέδυ καὶ μέτριον παρέσχεν ἑαυτὸν τόν γε δὴ μέχρι τῆς κρίσεως χρόνον, εἰ καὶ μὴ πάντα; οὐδεὶς ὅστις οὐκ ἄν.
[200] ἀλλ᾽ οὐ Μειδίας, ἀλλ᾽ ἀπὸ τῆς ἡμέρας ταύτης λέγει, λοιδορεῖται, βοᾷ. χειροτονεῖταί τις· Μειδίας Ἀναγυράσιος προβέβληται. Πλουτάρχου προξενεῖ, τἀπόρρητ᾽ οἶδεν, ἡ πόλις αὐτὸν οὐ χωρεῖ. καὶ ταῦτα πάντα ποιεῖ δῆλον ὅτι οὐδὲν ἄλλ᾽ ἐνδεικνύμενος ἢ ὅτι «ἐγὼ οὐδὲν πέπονθ᾽ ὑπὸ τῆς καταχειροτονίας, οὐδὲ δέδοικ᾽ οὐδὲ φοβοῦμαι τὸν μέλλοντ᾽ ἀγῶνα».
[201] ὃς οὖν, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, τὸ μὲν ὑμᾶς δεδιέναι δοκεῖν αἰσχρὸν ἡγεῖται, τὸ δὲ μηδὲν φροντίζειν ὑμῶν νεανικόν, τοῦτον οὐκ ἀπολωλέναι δεκάκις προσήκει; οὐδὲ γὰρ ἕξειν ὑμᾶς ὅ τι χρήσεσθ᾽ αὐτῷ νομίζει. πλούσιος, θρασύς, μέγα φρονῶν, μέγα φθεγγόμενος, βίαιος, ἀναιδής, — ποῦ ληφθήσεται, νῦν ἐὰν διακρούσηται;
[202] Ἀλλ᾽ ἔγωγε, εἰ μηδενὸς εἵνεκα τῶν ἄλλων, τῶν γε δημηγοριῶν ὧν ἑκάστοτε δημηγορεῖ, καὶ ἐν οἷς καιροῖς, τὴν μεγίστην ἂν αὐτὸν δικαίως οἶμαι δίκην δοῦναι. ἴστε γὰρ δήπου τοῦθ᾽ ὅτι, ἂν μέν τι τῶν δεόντων ἀπαγγελθῇ τῇ πόλει καὶ τοιοῦτον οἷον εὐφρᾶναι πάντας, οὐδαμοῦ πώποτε Μειδίας τῶν συνηδομένων οὐδὲ τῶν συγχαιρόντων ἐξητάσθη τῷ δήμῳ,
[203] ἂν δέ τι φλαῦρον, ὃ μηδεὶς ἂν βούλοιτο τῶν ἄλλων, πρῶτος ἀνέστηκεν εὐθέως καὶ δημηγορεῖ, ἐπεμβαίνων τῷ καιρῷ καὶ τῆς σιωπῆς ἀπολαύων ἣν ἐπὶ τῷ περὶ τῶν συμβεβηκότων ἄχθεσθαι ποιεῖσθ᾽ ὑμεῖς· «τοιοῦτοι γάρ ἐστ᾽, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι· οὐ γὰρ ἐξέρχεσθε, οὐδ᾽ οἴεσθε δεῖν χρήματ᾽ εἰσφέρειν. εἶτα θαυμάζετ᾽ εἰ κακῶς τὰ πράγμαθ᾽ ὑμῖν ἔχει; ἔμ᾽ οἴεσθ᾽ ὑμῖν εἰσοίσειν, ὑμεῖς δὲ νεμεῖσθαι; ἔμ᾽ οἴεσθε τριηραρχήσειν, ὑμεῖς δ᾽ οὐκ ἐμβήσεσθαι;»
[204] τοιαῦθ᾽ ὑβρίζων καὶ τὴν ἀπὸ τῆς ψυχῆς πικρίαν καὶ κακόνοιαν, ἣν κατὰ τῶν πολλῶν ὑμῶν ἔχων ἀφανῆ παρ᾽ ἑαυτῷ περιέρχεται, φανερὰν ἐπὶ τοῦ καιροῦ καθιστάς. δεῖ τοίνυν, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, καὶ ὑμᾶς οὕτω νῦν, ὅταν ἐξαπατῶν καὶ φενακίζων ὀδύρηται καὶ κλάῃ καὶ δέηται, ταῦθ᾽ ὑποβάλλειν αὐτῷ· «τοιοῦτος γὰρ εἶ, Μειδία· ὑβριστὴς γὰρ εἶ, οὐκ ἐθέλεις ἔχειν παρὰ σεαυτῷ τὼ χεῖρε. εἶτα θαυμάζεις εἰ κακὸς κακῶς ἀπολεῖ; ἀλλὰ νομίζεις ἡμᾶς μὲν ἀνέξεσθαί σου, αὐτὸς δὲ τυπτήσειν; καὶ ἡμᾶς μὲν ἀποψηφιεῖσθαί σου, σὺ δ᾽ οὐ παύσεσθαι;»
***
[193] Πιστεύω ότι δεν θα διαστάσει να κατηγορήσει και τον λαό και την εκκλησία του δήμου και θα επαναλάβει και τώρα όσα τόλμησε να πει όταν έγινε η προβολή: ότι τάχα την Εκκλησία αποτελούσαν εκείνοι οι οποίοι παρέμεναν στα σπίτια τους, ενώ έπρεπε να εκστρατεύουν, και όσοι είχαν εγκαταλείψει αφρούρητες τις οχυρές θέσεις· ότι όσοι τον καταψήφισαν ήταν χορευτές, ξένοι και άλλοι τέτοιοι.
[194] Όπως ξέρουν όσοι από σας ήταν παρόντες, κύριοι δικαστές, ήταν τότε τόσο μεγάλο το θράσος και η αναίδειά του ώστε νόμιζε ότι, με τις κακολογίες, τις απειλές και τα αγριωπά βλέμματα προς όσα μέρη της Εκκλησίας θορυβούσαν, θα τρομοκρατούσε όλον τον λαό. Γι᾽ αυτό νομίζω ότι τα σημερινά του δάκρυα δικαιολογημένα θα φαίνονται γελοία.
[195] Τί λες, άθλιε άνθρωπε; Θα απαιτήσεις οίκτο για σένα και τα παιδιά σου ή θερμό ενδιαφέρον για τις υποθέσεις σου από τους ανθρώπους αυτούς, τους οποίους δημοσία έχεις εξευτελίσει; Συ μόνος από όλον τον κόσμο θα είσαι ολοφάνερα γεμάτος τόσο μεγάλη αλαζονεία στην καθημερινή σου ζωή ώστε και άνθρωποι με τους οποίους δεν έχεις καμία διαφορά να ενοχλούνται βλέποντας το θράσος σου, τη φωνή, την εμφάνιση, τους ακολούθους, τα πλούτη και την αναίδειά σου! Και όταν τώρα δικασθείς, θα σε ευσπλαχνισθούν;
[196] Θα είχες επινοήσει μία σπουδαία μέθοδο ή μάλλον τέχνασμα, αν μπορούσες σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα να εξασφαλίσεις για τον εαυτό σου δύο εντελώς αντίθετα συναισθήματα: την οργή για τον τρόπο της ζωής σου και την ευσπλαχνία για τα απατηλά σου δάκρυα. Δεν σου πρέπει να συναντήσεις πουθενά οίκτο για καμιά σου πράξη, αλλά αντίθετα μίσος, δυσαρέσκεια και οργή· αυτά αξίζουν στη διαγωγή σου. Επανέρχομαι όμως στο σημείο εκείνο, ότι θα κατηγορήσει τον λαό και την εκκλησία του δήμου.
[197] Όταν λοιπόν επιχειρεί αυτά, αναλογισθείτε, κύριοι δικαστές, ότι ο άνθρωπος αυτός παρουσιάσθηκε μπροστά σας στην Εκκλησία και κατηγόρησε τους ιππείς, με τους οποίους είχε εκστρατεύσει, όταν αυτοί είχαν αποπλεύσει για την Όλυνθο. Τώρα για μιαν ακόμη φορά, αν και έμεινε εδώ, θα κατηγορήσει τον λαό μπροστά σε όσους είχαν λάβει μέρος στην εκστρατεία. Θα παραδεχθείτε λοιπόν ότι, είτε παραμένετε εδώ είτε εκστρατεύετε, είσθε τέτοιοι, όπως σας παρουσιάζει ο Μειδίας, ή αντίθετα θα αναγνωρίσετε ότι ο άνθρωπος αυτός είναι παντού και πάντοτε ασεβής και αδιάντροπος; Τέτοια είναι η γνώμη μου γι᾽ αυτόν· πώς πράγματι μπορεί να χαρακτηρισθεί ένας άνθρωπος, τον οποίο ούτε οι ιππείς ούτε οι συνάδελφοί του αξιωματικοί ούτε οι φίλοι του μπορούν να ανεχθούν;
[198] Ορκίζομαι, στο όνομα του Δία, του Απόλλωνα και της Αθηνάς —γιατί θα το πω, είτε βγει σε καλό μου είτε όχι— ότι, όταν αυτός περιερχόταν και διέδιδε φήμες ότι τάχα εγκατέλειψα τη δίωξή του, είδα ορισμένους από τους πιο θερμούς υποστηρικτές του να εξοργίζονται εναντίον του. Μά τον Δία, τους αξίζει να συγχωρηθούν, γιατί ο άνθρωπος αυτός δεν υποφέρεται· είναι ο μόνος πλούσιος, ο μόνος ικανός να μιλάει· όλοι οι άλλοι είναι γι᾽ αυτόν απόβλητοι της κοινωνίας, φτωχοί και ούτε καν άνθρωποι!
[199] Τί νομίζετε λοιπόν ότι θα κάμει αυτός ο τόσο αλαζονικός χαρακτήρας, αν σήμερα αθωωθεί; Θα σας πω πώς να το μάθετε: δεν έχετε παρά να παρατηρήσετε σημεία της διαγωγής του μετά την ψηφοφορία στην Εκκλησία. Ποιός πράγματι, αν καταδικαζόταν και μάλιστα για βεβήλωση της εορτής, ακόμη και αν δεν υπήρχε πια άλλος δικαστικός αγώνας ούτε κίνδυνος, δεν θα ήταν μαζεμένος και δεν θα φερόταν συγκρατημένα, αν όχι για πάντοτε, τουλάχιστον μέχρι να γίνει η δίκη; Καθένας έτσι θα έκαμε.
[200] Όχι όμως και ο Μειδίας! Από την ημέρα της καταδίκης του μιλάει, βρίζει, ξεφωνίζει! Γίνεται μία εκλογή· ο Μειδίας από τον Αναγυρούντα είναι υποψήφιος. Γίνεται πρόξενος του Πλουτάρχου, γνωρίζει τα απόρρητα της πόλης, η πόλη δεν τον χωράει! Και όλα αυτά τα κάνει με φανερή πρόθεση να διακηρύξει αυτό και μόνο: «Δεν έπαθα τίποτε από την καταδίκη, δεν φοβάμαι ούτε ανησυχώ για τη μελλοντική δίκη».
[201] Δεν πρέπει επομένως, Αθηναίοι, να έχει καταδικασθεί δέκα φορές σε θάνατο εκείνος που θεωρεί εξευτελιστικό το να φαίνεται ότι σας σέβεται και παλληκαριά το να σας περιφρονεί; Πιστεύει πράγματι ότι δεν θα μπορέσετε να του κάμετε τίποτε. Είναι πλούσιος, θρασύς, αλαζονικός, καυχησιάρης, βίαιος, αναιδής — πού θα συλληφθεί, αν τώρα ξεφύγει;
[202] Κατά τη γνώμη μου όμως, αν όχι για τίποτε άλλο, τουλάχιστον για τους λόγους τους οποίους κάθε φορά εκφωνεί δημοσία και για τις περιστάσεις στις οποίες τους εκφωνεί, θα του άξιζε η αυστηρότερη ποινή. Γνωρίζετε ασφαλώς ότι όσες φορές διαδίδεται στην πόλη μας κάποια ευχάριστη είδηση, τέτοια που να ευχαριστεί όλους, ποτέ μέχρι σήμερα ο Μειδίας δεν φάνηκε ανάμεσα σε εκείνους που συμμερίζονται την ικανοποίηση και τη χαρά του λαού·
[203] αντίθετα, αν αναγγελθεί κάτι δυσάρεστο που κανένας άλλος δεν θα ήθελε να ακούσει, αμέσως σηκώνεται πρώτος, επωφελείται από την ευκαιρία και, ενώ απολαμβάνει τη σιωπή που σας επιβάλλει η λύπη για τα γεγονότα, λέει: «Αυτή είναι η ιδιοσυγκρασία σας, Αθηναίοι! Ούτε εκστρατεύετε ούτε θεωρείτε αναγκαίο να καταβάλλετε φορολογία. Έπειτα απορείτε γιατί οι υποθέσεις σας δεν πηγαίνουν καλά; Νομίζετε ότι θα πληρώσω εγώ τους φόρους για σας και ότι σεις θα μοιρασθείτε τα χρήματα; Πιστεύετε ότι θα αναλάβω εγώ τις δαπάνες της τριηραρχίας, ενώ σεις θα αρνηθείτε να επιβιβασθείτε;»
[204] Τέτοια προσβλητικά λόγια σάς απευθύνει και σε κάθε ευκαιρία αποκαλύπτει την πικρία και το μίσος που κρύβει στην ψυχή του για σας, τον λαό, καθώς κυκλοφορεί ανάμεσά σας. Πρέπει λοιπόν και σεις τώρα, Αθηναίοι, όταν κλαίει, οδύρεται και σας παρακαλεί για να σας εξαπατήσει και να σας παραπλανήσει, να του απαντάτε έτσι: «Τέτοιος άνθρωπος είσαι Μειδία· είσαι βίαιος, δεν θέλεις να κρατήσεις μαζεμένα τα χέρια σου! Έπειτα απορείς γιατί, αφού είσαι κακός, θα έχεις κακό τέλος; Νομίζεις όμως ότι εμείς θα σε ανεχόμαστε, ενώ συ θα μας κτυπάς; Και ότι εμείς θα σε αθωώσουμε, ενώ συ θα συνεχίζεις;
[194] εἰς γὰρ τοῦτο θράσους καὶ ἀναιδείας τότ᾽ ἀφίκετ᾽, ὦ ἄνδρες δικασταί, ὡς ἴσασιν ὅσοι παρῆσαν ὑμῶν, ὥστε κακῶς λέγων καὶ ἀπειλῶν καὶ βλέπων εἰς τὸν ἀεὶ θορυβοῦντα τόπον τῆς ἐκκλησίας καταπλήξειν ᾤετο τὸν δῆμον ἅπαντα. ᾗ καὶ γελοῖ᾽ εἶναι τὰ νῦν, οἶμαι, δάκρυ᾽ εἰκότως ἂν αὐτοῦ δοκοίη.
[195] τί λέγεις, ὦ μιαρὰ κεφαλή; σὺ τὰ σαυτοῦ παιδί᾽ ἀξιώσεις ἐλεεῖν ἢ σὲ τούσδε, ἢ σπουδάζειν εἰς τὰ σά, τοὺς ὑπὸ σοῦ δημοσίᾳ προπεπηλακισμένους; σὺ μόνος τῶν ὄντων ἀνθρώπων ἐπὶ μὲν τοῦ βίου τοσαύτης ὑπερηφανίας πλήρης ὢν [πάντων ἀνθρώπων] ἔσει φανερώτατος, ὥστε καὶ πρὸς οὓς μηδέν ἐστί σοι πρᾶγμα, λυπεῖσθαι τὴν σὴν θρασύτητα καὶ φωνὴν καὶ [τὸ] σχῆμα καὶ τοὺς σοὺς ἀκολούθους καὶ πλοῦτον καὶ ὕβριν θεωροῦντας, ἐν δὲ τῷ κρίνεσθαι παραχρῆμ᾽ ἐλεηθήσει;
[196] μεγάλην μέντἂν ἀρχήν, μᾶλλον δὲ τέχνην, εἴης εὑρηκώς, εἰ δύο τἀναντιώταθ᾽ ἑαυτοῖς ἐν οὕτω βραχεῖ χρόνῳ περὶ σαυτὸν δύναιο ποιεῖσθαι, φθόνον ἐξ ὧν ζῇς, καὶ ἐφ᾽ οἷς ἐξαπατᾷς ἔλεον. οὐκ ἔστιν οὐδαμόθεν σοι προσήκων ἔλεος οὐδὲ καθ᾽ ἕν, ἀλλὰ τοὐναντίον μῖσος καὶ φθόνος καὶ ὀργή· τούτων γὰρ ἄξια ποιεῖς. ἀλλ᾽ ἐπ᾽ ἐκεῖν᾽ ἐπάνειμι, ὅτι τοῦ δήμου κατηγορήσει καὶ τῆς ἐκκλησίας.
[197] ὅταν οὖν τοῦτο ποιῇ, ἐνθυμεῖσθε παρ᾽ ὑμῖν αὐτοῖς, ἄνδρες δικασταί, ὅτι οὗτος τῶν μεθ᾽ ἑαυτοῦ στρατευσαμένων ἱππέων, ὅτ᾽ εἰς Ὄλυνθον διέβησαν, ἐλθὼν πρὸς ὑμᾶς εἰς τὴν ἐκκλησίαν κατηγόρει. πάλιν νῦν μείνας πρὸς τοὺς ἐξεληλυθότας τοῦ δήμου κατηγορήσει. πότερον οὖν ὑμεῖς, ἐάν τε μένητε ἐάν τ᾽ ἐξίητε, ὁμολογήσετ᾽ εἶναι τοιοῦτοι οἵους Μειδίας ὑμᾶς ἀποφαίνει, ἢ τοὐναντίον τοῦτον ἀεὶ καὶ πανταχοῦ θεοῖς ἐχθρὸν καὶ βδελυρόν; ἐγὼ μὲν οἶμαι τοῦτον τοιοῦτον· ὃν γὰρ οὐχ ἱππεῖς, οὐ συνάρχοντες, οὐ φίλοι δύνανται φέρειν, τί τοῦτον εἴπῃ τις;
[198] ἐμοὶ μὲν νὴ τὸν Δία καὶ τὸν Ἀπόλλω καὶ τὴν Ἀθηνᾶν (εἰρήσεται γάρ, εἴτ᾽ ἄμεινον εἴτε μή,) ὅθ᾽ οὗτος ὡς ἀπήλλαγμαι περιιὼν ἐλογοποίει, ἔνδηλοί τινες ἦσαν ἀχθόμενοι τῶν πάνυ τούτῳ λαλούντων ἡδέως. καὶ νὴ Δί᾽ αὐτοῖς πολλὴ συγγνώμη· οὐ γάρ ἐστι φορητὸς ἅνθρωπος, ἀλλὰ καὶ πλουτεῖ μόνος καὶ λέγειν δύναται μόνος, καὶ πάντες εἰσὶ τούτῳ καθάρματα καὶ πτωχοὶ καὶ οὐδ᾽ ἄνθρωποι.
[199] τὸν οὖν ἐπὶ ταύτης τῆς ὑπερηφανίας ὄντα, νῦν ἐὰν ἀποφύγῃ, τί ποιήσειν οἴεσθε; ἐξ ὅτου δὲ τοῦτ᾽ ἂν εἰδείητ᾽ ἐγὼ φράσω· εἰ τοῖς μετὰ τὴν χειροτονίαν τεκμηρίοις θεωρήσαιτε. τίς γάρ ἐστιν ὅστις καταχειροτονηθὲν αὐτοῦ, καὶ ταῦτ᾽ ἀσεβεῖν περὶ τὴν ἑορτήν, εἰ καὶ μηδεὶς ἄλλος ἐπῆν ἀγὼν ἔτι μηδὲ κίνδυνος, οὐκ ἂν ἐπ᾽ αὐτῷ τούτῳ κατέδυ καὶ μέτριον παρέσχεν ἑαυτὸν τόν γε δὴ μέχρι τῆς κρίσεως χρόνον, εἰ καὶ μὴ πάντα; οὐδεὶς ὅστις οὐκ ἄν.
[200] ἀλλ᾽ οὐ Μειδίας, ἀλλ᾽ ἀπὸ τῆς ἡμέρας ταύτης λέγει, λοιδορεῖται, βοᾷ. χειροτονεῖταί τις· Μειδίας Ἀναγυράσιος προβέβληται. Πλουτάρχου προξενεῖ, τἀπόρρητ᾽ οἶδεν, ἡ πόλις αὐτὸν οὐ χωρεῖ. καὶ ταῦτα πάντα ποιεῖ δῆλον ὅτι οὐδὲν ἄλλ᾽ ἐνδεικνύμενος ἢ ὅτι «ἐγὼ οὐδὲν πέπονθ᾽ ὑπὸ τῆς καταχειροτονίας, οὐδὲ δέδοικ᾽ οὐδὲ φοβοῦμαι τὸν μέλλοντ᾽ ἀγῶνα».
[201] ὃς οὖν, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, τὸ μὲν ὑμᾶς δεδιέναι δοκεῖν αἰσχρὸν ἡγεῖται, τὸ δὲ μηδὲν φροντίζειν ὑμῶν νεανικόν, τοῦτον οὐκ ἀπολωλέναι δεκάκις προσήκει; οὐδὲ γὰρ ἕξειν ὑμᾶς ὅ τι χρήσεσθ᾽ αὐτῷ νομίζει. πλούσιος, θρασύς, μέγα φρονῶν, μέγα φθεγγόμενος, βίαιος, ἀναιδής, — ποῦ ληφθήσεται, νῦν ἐὰν διακρούσηται;
[202] Ἀλλ᾽ ἔγωγε, εἰ μηδενὸς εἵνεκα τῶν ἄλλων, τῶν γε δημηγοριῶν ὧν ἑκάστοτε δημηγορεῖ, καὶ ἐν οἷς καιροῖς, τὴν μεγίστην ἂν αὐτὸν δικαίως οἶμαι δίκην δοῦναι. ἴστε γὰρ δήπου τοῦθ᾽ ὅτι, ἂν μέν τι τῶν δεόντων ἀπαγγελθῇ τῇ πόλει καὶ τοιοῦτον οἷον εὐφρᾶναι πάντας, οὐδαμοῦ πώποτε Μειδίας τῶν συνηδομένων οὐδὲ τῶν συγχαιρόντων ἐξητάσθη τῷ δήμῳ,
[203] ἂν δέ τι φλαῦρον, ὃ μηδεὶς ἂν βούλοιτο τῶν ἄλλων, πρῶτος ἀνέστηκεν εὐθέως καὶ δημηγορεῖ, ἐπεμβαίνων τῷ καιρῷ καὶ τῆς σιωπῆς ἀπολαύων ἣν ἐπὶ τῷ περὶ τῶν συμβεβηκότων ἄχθεσθαι ποιεῖσθ᾽ ὑμεῖς· «τοιοῦτοι γάρ ἐστ᾽, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι· οὐ γὰρ ἐξέρχεσθε, οὐδ᾽ οἴεσθε δεῖν χρήματ᾽ εἰσφέρειν. εἶτα θαυμάζετ᾽ εἰ κακῶς τὰ πράγμαθ᾽ ὑμῖν ἔχει; ἔμ᾽ οἴεσθ᾽ ὑμῖν εἰσοίσειν, ὑμεῖς δὲ νεμεῖσθαι; ἔμ᾽ οἴεσθε τριηραρχήσειν, ὑμεῖς δ᾽ οὐκ ἐμβήσεσθαι;»
[204] τοιαῦθ᾽ ὑβρίζων καὶ τὴν ἀπὸ τῆς ψυχῆς πικρίαν καὶ κακόνοιαν, ἣν κατὰ τῶν πολλῶν ὑμῶν ἔχων ἀφανῆ παρ᾽ ἑαυτῷ περιέρχεται, φανερὰν ἐπὶ τοῦ καιροῦ καθιστάς. δεῖ τοίνυν, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, καὶ ὑμᾶς οὕτω νῦν, ὅταν ἐξαπατῶν καὶ φενακίζων ὀδύρηται καὶ κλάῃ καὶ δέηται, ταῦθ᾽ ὑποβάλλειν αὐτῷ· «τοιοῦτος γὰρ εἶ, Μειδία· ὑβριστὴς γὰρ εἶ, οὐκ ἐθέλεις ἔχειν παρὰ σεαυτῷ τὼ χεῖρε. εἶτα θαυμάζεις εἰ κακὸς κακῶς ἀπολεῖ; ἀλλὰ νομίζεις ἡμᾶς μὲν ἀνέξεσθαί σου, αὐτὸς δὲ τυπτήσειν; καὶ ἡμᾶς μὲν ἀποψηφιεῖσθαί σου, σὺ δ᾽ οὐ παύσεσθαι;»
***
[193] Πιστεύω ότι δεν θα διαστάσει να κατηγορήσει και τον λαό και την εκκλησία του δήμου και θα επαναλάβει και τώρα όσα τόλμησε να πει όταν έγινε η προβολή: ότι τάχα την Εκκλησία αποτελούσαν εκείνοι οι οποίοι παρέμεναν στα σπίτια τους, ενώ έπρεπε να εκστρατεύουν, και όσοι είχαν εγκαταλείψει αφρούρητες τις οχυρές θέσεις· ότι όσοι τον καταψήφισαν ήταν χορευτές, ξένοι και άλλοι τέτοιοι.
[194] Όπως ξέρουν όσοι από σας ήταν παρόντες, κύριοι δικαστές, ήταν τότε τόσο μεγάλο το θράσος και η αναίδειά του ώστε νόμιζε ότι, με τις κακολογίες, τις απειλές και τα αγριωπά βλέμματα προς όσα μέρη της Εκκλησίας θορυβούσαν, θα τρομοκρατούσε όλον τον λαό. Γι᾽ αυτό νομίζω ότι τα σημερινά του δάκρυα δικαιολογημένα θα φαίνονται γελοία.
[195] Τί λες, άθλιε άνθρωπε; Θα απαιτήσεις οίκτο για σένα και τα παιδιά σου ή θερμό ενδιαφέρον για τις υποθέσεις σου από τους ανθρώπους αυτούς, τους οποίους δημοσία έχεις εξευτελίσει; Συ μόνος από όλον τον κόσμο θα είσαι ολοφάνερα γεμάτος τόσο μεγάλη αλαζονεία στην καθημερινή σου ζωή ώστε και άνθρωποι με τους οποίους δεν έχεις καμία διαφορά να ενοχλούνται βλέποντας το θράσος σου, τη φωνή, την εμφάνιση, τους ακολούθους, τα πλούτη και την αναίδειά σου! Και όταν τώρα δικασθείς, θα σε ευσπλαχνισθούν;
[196] Θα είχες επινοήσει μία σπουδαία μέθοδο ή μάλλον τέχνασμα, αν μπορούσες σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα να εξασφαλίσεις για τον εαυτό σου δύο εντελώς αντίθετα συναισθήματα: την οργή για τον τρόπο της ζωής σου και την ευσπλαχνία για τα απατηλά σου δάκρυα. Δεν σου πρέπει να συναντήσεις πουθενά οίκτο για καμιά σου πράξη, αλλά αντίθετα μίσος, δυσαρέσκεια και οργή· αυτά αξίζουν στη διαγωγή σου. Επανέρχομαι όμως στο σημείο εκείνο, ότι θα κατηγορήσει τον λαό και την εκκλησία του δήμου.
[197] Όταν λοιπόν επιχειρεί αυτά, αναλογισθείτε, κύριοι δικαστές, ότι ο άνθρωπος αυτός παρουσιάσθηκε μπροστά σας στην Εκκλησία και κατηγόρησε τους ιππείς, με τους οποίους είχε εκστρατεύσει, όταν αυτοί είχαν αποπλεύσει για την Όλυνθο. Τώρα για μιαν ακόμη φορά, αν και έμεινε εδώ, θα κατηγορήσει τον λαό μπροστά σε όσους είχαν λάβει μέρος στην εκστρατεία. Θα παραδεχθείτε λοιπόν ότι, είτε παραμένετε εδώ είτε εκστρατεύετε, είσθε τέτοιοι, όπως σας παρουσιάζει ο Μειδίας, ή αντίθετα θα αναγνωρίσετε ότι ο άνθρωπος αυτός είναι παντού και πάντοτε ασεβής και αδιάντροπος; Τέτοια είναι η γνώμη μου γι᾽ αυτόν· πώς πράγματι μπορεί να χαρακτηρισθεί ένας άνθρωπος, τον οποίο ούτε οι ιππείς ούτε οι συνάδελφοί του αξιωματικοί ούτε οι φίλοι του μπορούν να ανεχθούν;
[198] Ορκίζομαι, στο όνομα του Δία, του Απόλλωνα και της Αθηνάς —γιατί θα το πω, είτε βγει σε καλό μου είτε όχι— ότι, όταν αυτός περιερχόταν και διέδιδε φήμες ότι τάχα εγκατέλειψα τη δίωξή του, είδα ορισμένους από τους πιο θερμούς υποστηρικτές του να εξοργίζονται εναντίον του. Μά τον Δία, τους αξίζει να συγχωρηθούν, γιατί ο άνθρωπος αυτός δεν υποφέρεται· είναι ο μόνος πλούσιος, ο μόνος ικανός να μιλάει· όλοι οι άλλοι είναι γι᾽ αυτόν απόβλητοι της κοινωνίας, φτωχοί και ούτε καν άνθρωποι!
[199] Τί νομίζετε λοιπόν ότι θα κάμει αυτός ο τόσο αλαζονικός χαρακτήρας, αν σήμερα αθωωθεί; Θα σας πω πώς να το μάθετε: δεν έχετε παρά να παρατηρήσετε σημεία της διαγωγής του μετά την ψηφοφορία στην Εκκλησία. Ποιός πράγματι, αν καταδικαζόταν και μάλιστα για βεβήλωση της εορτής, ακόμη και αν δεν υπήρχε πια άλλος δικαστικός αγώνας ούτε κίνδυνος, δεν θα ήταν μαζεμένος και δεν θα φερόταν συγκρατημένα, αν όχι για πάντοτε, τουλάχιστον μέχρι να γίνει η δίκη; Καθένας έτσι θα έκαμε.
[200] Όχι όμως και ο Μειδίας! Από την ημέρα της καταδίκης του μιλάει, βρίζει, ξεφωνίζει! Γίνεται μία εκλογή· ο Μειδίας από τον Αναγυρούντα είναι υποψήφιος. Γίνεται πρόξενος του Πλουτάρχου, γνωρίζει τα απόρρητα της πόλης, η πόλη δεν τον χωράει! Και όλα αυτά τα κάνει με φανερή πρόθεση να διακηρύξει αυτό και μόνο: «Δεν έπαθα τίποτε από την καταδίκη, δεν φοβάμαι ούτε ανησυχώ για τη μελλοντική δίκη».
[201] Δεν πρέπει επομένως, Αθηναίοι, να έχει καταδικασθεί δέκα φορές σε θάνατο εκείνος που θεωρεί εξευτελιστικό το να φαίνεται ότι σας σέβεται και παλληκαριά το να σας περιφρονεί; Πιστεύει πράγματι ότι δεν θα μπορέσετε να του κάμετε τίποτε. Είναι πλούσιος, θρασύς, αλαζονικός, καυχησιάρης, βίαιος, αναιδής — πού θα συλληφθεί, αν τώρα ξεφύγει;
[202] Κατά τη γνώμη μου όμως, αν όχι για τίποτε άλλο, τουλάχιστον για τους λόγους τους οποίους κάθε φορά εκφωνεί δημοσία και για τις περιστάσεις στις οποίες τους εκφωνεί, θα του άξιζε η αυστηρότερη ποινή. Γνωρίζετε ασφαλώς ότι όσες φορές διαδίδεται στην πόλη μας κάποια ευχάριστη είδηση, τέτοια που να ευχαριστεί όλους, ποτέ μέχρι σήμερα ο Μειδίας δεν φάνηκε ανάμεσα σε εκείνους που συμμερίζονται την ικανοποίηση και τη χαρά του λαού·
[203] αντίθετα, αν αναγγελθεί κάτι δυσάρεστο που κανένας άλλος δεν θα ήθελε να ακούσει, αμέσως σηκώνεται πρώτος, επωφελείται από την ευκαιρία και, ενώ απολαμβάνει τη σιωπή που σας επιβάλλει η λύπη για τα γεγονότα, λέει: «Αυτή είναι η ιδιοσυγκρασία σας, Αθηναίοι! Ούτε εκστρατεύετε ούτε θεωρείτε αναγκαίο να καταβάλλετε φορολογία. Έπειτα απορείτε γιατί οι υποθέσεις σας δεν πηγαίνουν καλά; Νομίζετε ότι θα πληρώσω εγώ τους φόρους για σας και ότι σεις θα μοιρασθείτε τα χρήματα; Πιστεύετε ότι θα αναλάβω εγώ τις δαπάνες της τριηραρχίας, ενώ σεις θα αρνηθείτε να επιβιβασθείτε;»
[204] Τέτοια προσβλητικά λόγια σάς απευθύνει και σε κάθε ευκαιρία αποκαλύπτει την πικρία και το μίσος που κρύβει στην ψυχή του για σας, τον λαό, καθώς κυκλοφορεί ανάμεσά σας. Πρέπει λοιπόν και σεις τώρα, Αθηναίοι, όταν κλαίει, οδύρεται και σας παρακαλεί για να σας εξαπατήσει και να σας παραπλανήσει, να του απαντάτε έτσι: «Τέτοιος άνθρωπος είσαι Μειδία· είσαι βίαιος, δεν θέλεις να κρατήσεις μαζεμένα τα χέρια σου! Έπειτα απορείς γιατί, αφού είσαι κακός, θα έχεις κακό τέλος; Νομίζεις όμως ότι εμείς θα σε ανεχόμαστε, ενώ συ θα μας κτυπάς; Και ότι εμείς θα σε αθωώσουμε, ενώ συ θα συνεχίζεις;