Δεν γνωρίζουμε την εποχή κατά την οποία έζησε ο Αισχύλος από την Αλεξάνδρεια, εκτός και αν ταυτίζεται με τον Αισχύλο ἀπὸ τῶν τεχνιτῶν (=καλλιτέχνες) που αναφέρεται στην επιγραφή 457.4 σε σχέση με τον Ισθμό και τη Νεμέα, γύρω στα 211 π.Χ. Άλλοι τον τοποθετούν στην αυτοκρατορική εποχή. Ίσως να είναι ο ίδιος Αισχύλος που έγραψε βιβλίο Περί παροιμιών, χωρίο του οποίου διασώζει ο Ζηνόβιος 5.85. Έγραψε Μεσσηνιακά (δε σώζεται τίποτα από το έργο) και ένα ποίημα με τον τίτλο Αμφιτρύων που πρέπει να είχε ως πιθανό θέμα τη γέννηση του Ηρακλή και την ιστορία του Δία, της Αλκμήνης και του Αμφιτρύωνα.
1.Αμφιτρύων-Μεσσηνιακά
(Αθήν. 13.599 Ε:)
Ποια η ανάγκη να δυστυχείς με συντροφιά,
όταν μπορείς να σιωπάς και να κρύβεις τις συμφορές σου ετούτες στο σκοτάδι;
είπε ο Αισχύλος ο Αλεξανδρινός στον Αμφιτρύωνα. Αυτός είναι ο Αισχύλος που συνέθεσε και τα Μεσσηνιακά έπη, άνδρας πολύ μορφωμένος.
2.Περί παροιμιών
(Ζηνόβιος 5.85:)
Σαρδόνιο γέλιο. Ο Αισχύλος στο έργο του Περί παροιμιών μιλά ως εξής γι’ αυτή τη φράση: «Οι κάτοικοι της Σαρδηνίας, άποικοι των Καρχηδονίων, όσους ξεπερνούσαν τα εβδομήντα χρόνια τούς θυσίαζαν στον Κρόνο, γελώντας και αγκαλιάζοντας ο ένας τον άλλο. Γιατί θεωρούσαν αισχρό το να δακρύζουν και να θρηνούν. Το προσποιητό γέλιο, λοιπόν, ονομάστηκε Σαρδόνιο».
Εδώ φαίνεται ότι έχουμε να κάνουμε με μια παρετυμολογία. Ήδη στην αρχαιότητα το επίθετο σαρδόνιος ως προσδιορισμός του γέλιου συνδεόταν πιθανώς σωστά με το ρήμα σέσηρα, σεσηρώς, σεσαρυῖα, το οποίο είχε τη σημασία «τραβώ τα χείλη μου για να τα ανοίξω» και επομένως «δείχνω τα δόντια μου με τη σημασία του θυμού, της αγανάκτησης, της πρόθεσης για ύβρη ή για χλευαστικό γέλιο». Με το ίδιο ρήμα συνδέονταν πιθανώς οι λέξεις σάρων (αιδοίο) και σάραβος (αιδοίο) με αρχική σημασία «αυτό που είναι ανοιχτό». Πβ. επίσης πιθανώς σάρμα = χάσμα και σῆραγξ= σήραγγα, ανοιχτή δίοδος. Πρέπει να σημειωθεί ότι η αρχική μορφή της λέξης ήταν σαρδάνιος και ότι μόνο αργότερα από την επίδραση της σύνδεσης με τη Σαρδηνία έγινε σαρδόνιος (με ο ή ω). Ο παρακείμενος σέσηρα πρέπει να αντιστοιχούσε κάποτε σε ενεστώτα *σαίρω (διαφορετικό από το ομόηχο ρήμα που σημαίνει «σαρώνω, καθαρίζω» και έχει ξέχωρη ετυμολογική καταγωγή από ρίζα *twyo > saryosayrosairo > σαίρω). Ο ενεστώτας δεν σώζεται, αλλά από αυτόν πρέπει να είχε δημιουργηθεί μία υποθετική λέξη *σαρδών = τράβηγμα των χειλιών (για το σχηματισμό πβ. σπαδών, τυφεδών), της οποίας παράγωγο θα ήταν το σωζόμενο σαρδάνιος.
1.Αμφιτρύων-Μεσσηνιακά
(Αθήν. 13.599 Ε:)
τίς δ΄ ἔστ΄ ἀνάγκη δυστυχεῖν ἐν πλείοσιν͵
ἐξὸν σιωπᾶν κἀν σκότῳ κρύπτειν τάδε;
Αἰσχύλος ἔφη ὁ Ἀλεξανδρεὺς ἐν Ἀμφιτρύωνι. οὗτος δέ ἐστιν Αἰσχύλος ὁ καὶ τὰ Μεσσηνιακὰ ἔπη συνθείς͵ ἀνὴρ εὐπαίδευτος.
2.Περί παροιμιών
(Ζηνόβιος 5.85:)
Σαρδόνιος γέλως. Αἰσχύλος ἐν τοῖς Περὶ παροιμιῶν περὶ τούτου φησὶν οὕτως· «Οἱ τὴν Σαρδὼ κατοικοῦντες͵ Καρχηδονίων ὄντες ἄποικοι͵ τοὺς ὑπὲρ τὰ ἑβδομήκοντα ἔτη γεγονότας τῷ Κρόνῳ ἔθυον γελῶντες καὶ ἀσπαζόμενοι ἀλλήλους· αἰσχρὸν γὰρ ἡγοῦντο δακρύειν καὶ θρηνεῖν. Τὸν οὖν προσποίητον γέλωτα Σαρδόνιον κληθῆναι».
1.Αμφιτρύων-Μεσσηνιακά
(Αθήν. 13.599 Ε:)
Ποια η ανάγκη να δυστυχείς με συντροφιά,
όταν μπορείς να σιωπάς και να κρύβεις τις συμφορές σου ετούτες στο σκοτάδι;
είπε ο Αισχύλος ο Αλεξανδρινός στον Αμφιτρύωνα. Αυτός είναι ο Αισχύλος που συνέθεσε και τα Μεσσηνιακά έπη, άνδρας πολύ μορφωμένος.
2.Περί παροιμιών
(Ζηνόβιος 5.85:)
Σαρδόνιο γέλιο. Ο Αισχύλος στο έργο του Περί παροιμιών μιλά ως εξής γι’ αυτή τη φράση: «Οι κάτοικοι της Σαρδηνίας, άποικοι των Καρχηδονίων, όσους ξεπερνούσαν τα εβδομήντα χρόνια τούς θυσίαζαν στον Κρόνο, γελώντας και αγκαλιάζοντας ο ένας τον άλλο. Γιατί θεωρούσαν αισχρό το να δακρύζουν και να θρηνούν. Το προσποιητό γέλιο, λοιπόν, ονομάστηκε Σαρδόνιο».
Εδώ φαίνεται ότι έχουμε να κάνουμε με μια παρετυμολογία. Ήδη στην αρχαιότητα το επίθετο σαρδόνιος ως προσδιορισμός του γέλιου συνδεόταν πιθανώς σωστά με το ρήμα σέσηρα, σεσηρώς, σεσαρυῖα, το οποίο είχε τη σημασία «τραβώ τα χείλη μου για να τα ανοίξω» και επομένως «δείχνω τα δόντια μου με τη σημασία του θυμού, της αγανάκτησης, της πρόθεσης για ύβρη ή για χλευαστικό γέλιο». Με το ίδιο ρήμα συνδέονταν πιθανώς οι λέξεις σάρων (αιδοίο) και σάραβος (αιδοίο) με αρχική σημασία «αυτό που είναι ανοιχτό». Πβ. επίσης πιθανώς σάρμα = χάσμα και σῆραγξ= σήραγγα, ανοιχτή δίοδος. Πρέπει να σημειωθεί ότι η αρχική μορφή της λέξης ήταν σαρδάνιος και ότι μόνο αργότερα από την επίδραση της σύνδεσης με τη Σαρδηνία έγινε σαρδόνιος (με ο ή ω). Ο παρακείμενος σέσηρα πρέπει να αντιστοιχούσε κάποτε σε ενεστώτα *σαίρω (διαφορετικό από το ομόηχο ρήμα που σημαίνει «σαρώνω, καθαρίζω» και έχει ξέχωρη ετυμολογική καταγωγή από ρίζα *twyo > saryosayrosairo > σαίρω). Ο ενεστώτας δεν σώζεται, αλλά από αυτόν πρέπει να είχε δημιουργηθεί μία υποθετική λέξη *σαρδών = τράβηγμα των χειλιών (για το σχηματισμό πβ. σπαδών, τυφεδών), της οποίας παράγωγο θα ήταν το σωζόμενο σαρδάνιος.
1.Αμφιτρύων-Μεσσηνιακά
(Αθήν. 13.599 Ε:)
τίς δ΄ ἔστ΄ ἀνάγκη δυστυχεῖν ἐν πλείοσιν͵
ἐξὸν σιωπᾶν κἀν σκότῳ κρύπτειν τάδε;
Αἰσχύλος ἔφη ὁ Ἀλεξανδρεὺς ἐν Ἀμφιτρύωνι. οὗτος δέ ἐστιν Αἰσχύλος ὁ καὶ τὰ Μεσσηνιακὰ ἔπη συνθείς͵ ἀνὴρ εὐπαίδευτος.
2.Περί παροιμιών
(Ζηνόβιος 5.85:)
Σαρδόνιος γέλως. Αἰσχύλος ἐν τοῖς Περὶ παροιμιῶν περὶ τούτου φησὶν οὕτως· «Οἱ τὴν Σαρδὼ κατοικοῦντες͵ Καρχηδονίων ὄντες ἄποικοι͵ τοὺς ὑπὲρ τὰ ἑβδομήκοντα ἔτη γεγονότας τῷ Κρόνῳ ἔθυον γελῶντες καὶ ἀσπαζόμενοι ἀλλήλους· αἰσχρὸν γὰρ ἡγοῦντο δακρύειν καὶ θρηνεῖν. Τὸν οὖν προσποίητον γέλωτα Σαρδόνιον κληθῆναι».
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου