ναὸς Ἀργοῦς, μή τινα λειπόμενον [στρ. θ]
τὰν ἀκίνδυνον παρὰ ματρὶ μένειν αἰ-
ῶνα πέσσοντ᾽, ἀλλ᾽ ἐπὶ καὶ θανάτῳ
φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅ-
λιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις.
ἐς δ᾽ Ἰαολκὸν ἐπεὶ κατέβα ναυτᾶν ἄωτος,
λέξατο πάντας ἐπαινήσαις Ἰάσων. καί ῥά οἱ
190 μάντις ὀρνίχεσσι καὶ κλά-
ροισι θεοπροπέων ἱεροῖς
Μόψος ἄμβασε στρατὸν πρόφρων· ἐπεὶ δ᾽ ἐμβόλου
κρέμασαν ἀγκύρας ὕπερθεν,
χρυσέαν χείρεσσι λαβὼν φιάλαν [αντ. θ]
ἀρχὸς ἐν πρύμνᾳ πατέρ᾽ Οὐρανιδᾶν ἐγ-
χεικέραυνον Ζῆνα, καὶ ὠκυπόρους
195 κυμάτων ῥιπὰς ἀνέμους τ᾽ ἐκάλει νύ-
κτας τε καὶ πόντου κελεύθους
ἄματά τ᾽ εὔφρονα καὶ φιλίαν νόστοιο μοῖραν·
ἐκ νεφέων δέ οἱ ἀντάυσε βροντᾶς αἴσιον
φθέγμα· λαμπραὶ δ᾽ ἦλθον ἀκτῖ-
νες στεροπᾶς ἀπορηγνύμεναι.
ἀμπνοὰν δ᾽ ἥρωες ἔστασαν θεοῦ σάμασιν
200 πιθόμενοι· κάρυξε δ᾽ αὐτοῖς
ἐμβαλεῖν κώπαισι τερασκόπος ἁδεί- [επωδ. θ]
ας ἐνίπτων ἐλπίδας·
εἰρεσία δ᾽ ὑπεχώρη-
σεν ταχειᾶν ἐκ παλαμᾶν ἄκορος.
σὺν Νότου δ᾽ αὔραις ἐπ᾽ Ἀξείνου στόμα πεμπόμενοι
ἤλυθον· ἔνθ᾽ ἁγνὸν Ποσειδάωνος ἕσ-
σαντ᾽ ἐνναλίου τέμενος,
205 φοίνισσα δὲ Θρηϊκίων ἀγέλα ταύρων ὑπᾶρχεν,
καὶ νεόκτιστον λίθων βωμοῖο θέναρ.
ἐς δὲ κίνδυνον βαθὺν ἰέμενοι
δεσπόταν λίσσοντο ναῶν,
***
για το καράβι την Αργώ, ώστε κανείς πίσω να μην απομείνει [στρ. θ]
στης μάνας του το πλάι καθισμένοςκι ακίνδυνα τη ζωή του να περνάει,αλλ᾽ ο καθένας να βρει με τ᾽ άλλα παλικάρια αντάμα,ακόμα κι αν αυτό στοίχιζε τη ζωή του,τον τρόπο τον λαμπρότερο να δείξει την αντρειά του.Όταν κατέβη στην Ιωλκό των ναυτικών το άνθος,ο Ιάσονας τους μέτρησε και τους επαίνεσε όλους.190Και τότε ο μάντης που έδινε χρησμούςαπ᾽ τα πουλιά και τους ιερούς κλήρους, ο Μόψος,πρόθυμα ανέβασα τους άντρες στο καράβι.Κι όταν επάνω απ᾽ το έμβολο τις άγκυρες κρεμάσαν,
παίρνοντας το χρυσό κύπελλο στα χέρια, [αντ. θ]εστάθηκε στην πρύμη ο αρχηγόςκαι στον πατέρα δεήθηκε των Ουρανιδών,τον Δία τον λογχοκέραυνο, και για των κυμάτων την ορμή,195και για τους ανέμους να είναι γρήγοροι, και για τις νύχτες,και για τις στράτες του πελάγου, και για τις μέρεςνα είναι πρόσχαρες, και για ωραίο γυρισμό.Και από τα σύννεφα η βροντή μ᾽ αίσια λαλιά απεκρίθη,κι οι λαμπερές ξεχύθηκαν της αστραπής αχτίδες,κι οι ήρωες πήραν βαθιά ανάσα δίνοντας πίστη στα θεϊκά σημάδια.
200Τότε να πιάσουν τα κουπιά τούς πρότρεψε ο μάντης [επωδ. θ]μιλώντας για γλυκές ελπίδες,κι αρχίσανε οι γοργές παλάμες τους ακούραστα να λάμνουν.Με του Νοτιά το φύσημα αρμενίζοντας,εφτάσανε στο στόμα του Αφιλόξενου του Πόντου,όπου έστησαν τέμενος ιερό του θαλάσσιου Ποσειδώνα.205Εκεί βρήκαν κι ένα κοπάδι πυρότριχο ταύρων της Θράκηςκαι κοίλωμα βωμού νεόχτιστο με πέτρες.Και σαν θα ξεκινούσανε για τον μεγάλο κίνδυνο,στον δέσποτα των καραβιών δεηθήκαν
τὰν ἀκίνδυνον παρὰ ματρὶ μένειν αἰ-
ῶνα πέσσοντ᾽, ἀλλ᾽ ἐπὶ καὶ θανάτῳ
φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅ-
λιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις.
ἐς δ᾽ Ἰαολκὸν ἐπεὶ κατέβα ναυτᾶν ἄωτος,
λέξατο πάντας ἐπαινήσαις Ἰάσων. καί ῥά οἱ
190 μάντις ὀρνίχεσσι καὶ κλά-
ροισι θεοπροπέων ἱεροῖς
Μόψος ἄμβασε στρατὸν πρόφρων· ἐπεὶ δ᾽ ἐμβόλου
κρέμασαν ἀγκύρας ὕπερθεν,
χρυσέαν χείρεσσι λαβὼν φιάλαν [αντ. θ]
ἀρχὸς ἐν πρύμνᾳ πατέρ᾽ Οὐρανιδᾶν ἐγ-
χεικέραυνον Ζῆνα, καὶ ὠκυπόρους
195 κυμάτων ῥιπὰς ἀνέμους τ᾽ ἐκάλει νύ-
κτας τε καὶ πόντου κελεύθους
ἄματά τ᾽ εὔφρονα καὶ φιλίαν νόστοιο μοῖραν·
ἐκ νεφέων δέ οἱ ἀντάυσε βροντᾶς αἴσιον
φθέγμα· λαμπραὶ δ᾽ ἦλθον ἀκτῖ-
νες στεροπᾶς ἀπορηγνύμεναι.
ἀμπνοὰν δ᾽ ἥρωες ἔστασαν θεοῦ σάμασιν
200 πιθόμενοι· κάρυξε δ᾽ αὐτοῖς
ἐμβαλεῖν κώπαισι τερασκόπος ἁδεί- [επωδ. θ]
ας ἐνίπτων ἐλπίδας·
εἰρεσία δ᾽ ὑπεχώρη-
σεν ταχειᾶν ἐκ παλαμᾶν ἄκορος.
σὺν Νότου δ᾽ αὔραις ἐπ᾽ Ἀξείνου στόμα πεμπόμενοι
ἤλυθον· ἔνθ᾽ ἁγνὸν Ποσειδάωνος ἕσ-
σαντ᾽ ἐνναλίου τέμενος,
205 φοίνισσα δὲ Θρηϊκίων ἀγέλα ταύρων ὑπᾶρχεν,
καὶ νεόκτιστον λίθων βωμοῖο θέναρ.
ἐς δὲ κίνδυνον βαθὺν ἰέμενοι
δεσπόταν λίσσοντο ναῶν,
***
για το καράβι την Αργώ, ώστε κανείς πίσω να μην απομείνει [στρ. θ]
στης μάνας του το πλάι καθισμένοςκι ακίνδυνα τη ζωή του να περνάει,αλλ᾽ ο καθένας να βρει με τ᾽ άλλα παλικάρια αντάμα,ακόμα κι αν αυτό στοίχιζε τη ζωή του,τον τρόπο τον λαμπρότερο να δείξει την αντρειά του.Όταν κατέβη στην Ιωλκό των ναυτικών το άνθος,ο Ιάσονας τους μέτρησε και τους επαίνεσε όλους.190Και τότε ο μάντης που έδινε χρησμούςαπ᾽ τα πουλιά και τους ιερούς κλήρους, ο Μόψος,πρόθυμα ανέβασα τους άντρες στο καράβι.Κι όταν επάνω απ᾽ το έμβολο τις άγκυρες κρεμάσαν,
παίρνοντας το χρυσό κύπελλο στα χέρια, [αντ. θ]εστάθηκε στην πρύμη ο αρχηγόςκαι στον πατέρα δεήθηκε των Ουρανιδών,τον Δία τον λογχοκέραυνο, και για των κυμάτων την ορμή,195και για τους ανέμους να είναι γρήγοροι, και για τις νύχτες,και για τις στράτες του πελάγου, και για τις μέρεςνα είναι πρόσχαρες, και για ωραίο γυρισμό.Και από τα σύννεφα η βροντή μ᾽ αίσια λαλιά απεκρίθη,κι οι λαμπερές ξεχύθηκαν της αστραπής αχτίδες,κι οι ήρωες πήραν βαθιά ανάσα δίνοντας πίστη στα θεϊκά σημάδια.
200Τότε να πιάσουν τα κουπιά τούς πρότρεψε ο μάντης [επωδ. θ]μιλώντας για γλυκές ελπίδες,κι αρχίσανε οι γοργές παλάμες τους ακούραστα να λάμνουν.Με του Νοτιά το φύσημα αρμενίζοντας,εφτάσανε στο στόμα του Αφιλόξενου του Πόντου,όπου έστησαν τέμενος ιερό του θαλάσσιου Ποσειδώνα.205Εκεί βρήκαν κι ένα κοπάδι πυρότριχο ταύρων της Θράκηςκαι κοίλωμα βωμού νεόχτιστο με πέτρες.Και σαν θα ξεκινούσανε για τον μεγάλο κίνδυνο,στον δέσποτα των καραβιών δεηθήκαν
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου