Το Συμπόσιο του Πλάτωνα γράφτηκε μεταξύ 385 και 370 π.Χ.. Διαδραματίζεται το 416 π.Χ., χρονιά που ο τραγικός ποιητής Αγάθων κέρδισε τον διαγωνισμό των Λήναιων. Καλεί λοιπόν φίλους στο σπίτι του, όπου σε ατμόσφαιρα ευθυμίας και πίνοντας κρασί, ο ένας μετά τον άλλο πλέκουν το εγκώμιο του έρωτα.
Το κείμενο έχει έντονο λογοτεχνικό χαρακτήρα, και υπάρχει πολύ μικρή αμφιβολία για το αν το περιεχόμενο είναι επινόηση του Πλάτωνα. Τα πρόσωπα που μιλάνε είναι οχτώ (ο αριστοκράτης Φαίδρος, ο ειδικός στα νομικά Παυσανίας, ο γιατρός Ερυξίμαχος, ο κωμικός ποιητής Αριστοφάνης, ο τραγικός ποιητής Αγάθων, ο φιλόσοφος Σωκράτης, η φιλόσοφος και μάντισσα Διοτίμα και ο πολιτικός, ρήτορας και στρατηγός Αλκιβιάδης), η επαγγελματική ιδιότητα των οποίων συχνά συνάδει με το περιεχόμενο των λόγων τους. Δεδομένου ότι συμμετέχει ο Αλκιβιάδης, αξίζει να σημειωθεί ότι η καταστροφική Σικελική Εκστρατεία που αυτός ηγήθηκε έλαβε χώρα έναν χρόνο μετά το εν λόγω συμπόσιο. Παρόλα αυτά, το κείμενο γράφτηκε αργότερα, και μάλιστα μετά την καταδίκη σε θάνατο του Σωκράτη, η οποία αποδίδεται εν μέρει στην κακοφημία που είχε εξαιτίας της σχέσης του με τον Αλκιβιάδη και με άλλους. Το δικό του εγκώμιο λοιπόν, όπου αφηγείται περιστατικά που έζησε με τον Σωκράτη, χρησιμοποιείται από τον Πλάτωνα (που δεν ήταν παρόν στο γλέντι) για να δείξει, άλλη μια φορά, ότι ο Σωκράτης δεν ευθύνεται για τον κακό χαρακτήρα του πολιτικού, καθώς τον παρουσιάζει να προσπαθεί να βελτιώσει τη συμπεριφορά του Αλκιβιάδη και να απέχει από τις δικές του υπερβολές.
Όλοι οι εγκωμιαστές χρησιμοποιούν το μύθο στον λόγο τους (ο Ερυξίμαχος λιγότερο από όλους), είτε για να αποφανθούν ότι οι «προφανείς» αρετές του θεού Έρωτα αποδίδονται και στον έρωτα όπως τον βιώνουν οι άνθρωποι στη ζωή τους είτε για να «αποδείξουν» όσα υποστηρίζουν για τα χαρακτηριστικά και τις αρετές του έρωτα, με το να τα παρουσιάσουν σαν αναγκαίες εκφάνσεις του μυθικού Έρωτα (κυρίως ο Αριστοφάνης).
Ανάμεσα στα εγκώμια, ο Πλάτωνας παραθέτει σύντομους διαλόγους μεταξύ των συμποτών, που στόχο έχουν να ελαφρύνουν τη διάθεση και να παρουσιάσουν την ευτράπελη και φιλική ατμόσφαιρα των ομιλητών που μαζεύτηκαν για να γιορτάσουν τη νίκη του Αγάθωνα. Όταν, για παράδειγμα, έρχεται η σειρά του Αριστοφάνη να πλέξει το δικό του εγκώμιο, του παίρνει το λόγο ο Ερυξίμαχος, καθώς τον Αριστοφάνη τον πιάνει λόξυγκας και δεν μπορεί να μιλήσει. Ο γιατρός Ερυξίμαχος λοιπόν του δίνει συμβουλές για να ξεπεράσει τη δυσκολία (να κρατήσει την αναπνοή του όσο μπορεί, να κάνει γαργάρες με νερό ή να ερεθίσει τη μύτη του για να φταρνιστεί) μέχρι να τελειώσει πρώτα αυτός. Το περιστατικό αυτό, όπως και το γεγονός ότι ο Πλάτωνας διάλεξε τον Αριστοφάνη για να πει αυτά που τον παρουσιάζει να λέει, και δεδομένου ότι το περιεχόμενο του εγκώμιού του αναφέρεται εκτεταμένα στην ομοφυλοφιλία (και όχι μόνο το δικό του), έδωσε την αφορμή σε διάφορους μελετητές ανά καιρούς, για παράδειγμα στον καταξιωμένο A.E. Taylor (που θεωρείται ακόμα σημείο αναφοράς στη μελέτη του Πλάτωνα), να αγνοήσουν αυτά που λέει σαν αστεία, ειρωνείες ή προφανώς λανθασμένα, ως τις γελοιότητες ενός ρηχού γελωτοποιού. Ειδικότερα, η διάθεση εκχριστιανισμού του Πλάτωνα, έχει οδηγήσει πολλούς αναλυτές να διαβάζουν το Συμπόσιο με παρωπίδες ή να προχωρήσουν σε εκλογικεύσεις, και να αναφέρονται στον λεγόμενο «πλατωνικό έρωτα» εννοώντας την πνευματική σχέση μεταξύ δύο ερωτευμένων που ποτέ δεν εκφράζεται σωματικά, μια έννοια που, τουλάχιστον στο Συμπόσιο, δεν παρουσιάζεται με αυτόν τον τρόπο.
Κατά καιρούς το Συμπόσιο έχει ερμηνευτεί υπό διάφορες οπτικές, ακολουθώντας τα ήθη της εποχής. Ο ίδιος ο Taylor (που γράφει τη δεκαετία του 1920) κατηγορεί με τη σειρά του την δική του και την προηγούμενη γενιά, αυτούς που ονομάζει «δακρύβρεχτους ρομαντικούς» οι οποίοι «με το δηλητήριο του ρομαντισμού στις φλέβες τους» παρερμήνευσαν το κείμενο κατά το δοκούν, ιδιαίτερα αναφερόμενος στα λεγόμενα του Παυσανία, που υποστηρίζει πως ο σώφρον νέος οφείλει να βάζει σε δοκιμασίες και να αποτρέπει τον επίδοξο εραστή, ώστε να καταλάβει, με το πέρασμα του χρόνου και την επίδειξη επιμονής του, αν είναι όντως άξιος του έρωτά του. Σε αυτούς τους ρομαντικούς αποδίδει ο Taylor και την εφεύρεση του όρου «πλατωνικός έρωτας*» που δεν υπάρχει πουθενά στο έργο του φιλοσόφου, ούτε στο Συμπόσιο ούτε αλλού. Συνεχίζει όμως κατακεραυνώνοντας τον λόγο του Αριστοφάνη, με το επιχείρημα πως «το γεγονός και μόνο ότι ο περίφημος αυτός λόγος ‘απονέμεται’ στον μεγάλο γελωτοποιό» αρκεί για να αποδείξει στον «κάθε νοήμονα αναγνώστη» ότι ο μύθος που περιγράφει ο Αριστοφάνης, και άρα ό,τι συνεπάγεται αυτός, είναι γελοιότητες (χρησιμοποιεί τον όρο «πανταγκρουελισμός»). Αδυνατώ να εντοπίσω σοβαρότητα σε αυτό το σχόλιο˙ αν μη τι άλλο θα έπρεπε να είναι προφανές πως αν το γεγονός και μόνο ότι κάτι γράφτηκε από τον Αριστοφάνη είναι αρκετό για να θεωρηθεί αυτό γελοίο, πρέπει ως γελοία να θεωρηθούν και όλα του τα έργα. Ο Αριστοφάνης όμως δεν ήταν ούτε «γελοίος» ούτε «γελωτοποιός». Σατιρικός ποιητής ήτανε, που έγραφε βέβαια κωμικά έργα, τα οποία όμως αντιμετώπιζαν σημαντικά ζητήματα της ανθρώπινης κατάστασης και της σύγχρονής του κοινωνίας. Κάποιοι επίσης θεώρησαν ύποπτη την επιλογή του Αριστοφάνη να παρίσταται σε συμπόσιο μαζί με τον Σωκράτη, δεδομένης της αντιπαλότητάς τους (οι Νεφέλες είναι χτύπημα στην εικόνα του φιλοσόφου), όμως η αλήθεια είναι (όπως υποστηρίζει και ο Συκουτρής) ότι ο κωμικός ανήκε στον κύκλο των συμποτών και είχε κάθε λόγο να επιλεγεί από τον Πλάτωνα να μιλήσει για τον Έρωτα, δεδομένων όσων ξέρουμε για τον βίο και το έργο του.
Εδώ, και στα κείμενα που ακολουθούν, επιχειρήτε μια πιο ψύχραιμη ανάγνωση του Συμποσίου, και συσχέτιση των ιδεών των συμποτών με τον σημερινό προβληματισμό.
Πρώτος παίρνει το λόγο ο Φαίδρος (τον ξέρουμε και από άλλον, ομότιτλο, πλατωνικό διάλογο). Το δικό του εγκώμιο χρησιμοποιείται πιο πολύ εισαγωγικά. Είναι σύντομο, πεζό, και στερείται βάθους και διαλεκτικής ή λογοτεχνικής αξίας, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι όσα λέγονται στερούνται περιεχομένου ή το δικαίωμα μιας σοβαρής αντιμετώπισης. Στον λόγο του, η μυθολογική αρχαιότητα του θεού Έρωτα συναντά τη χρησιμότητα του ερωτικού αισθήματος, σαν προτερήματά του. Πιστεύει πως ο Έρωτας είναι ο καλύτερος από τους θεούς, και τρανταχτή απόδειξη γι’ αυτό θεωρεί το ότι είναι ο αρχαιότερος από αυτούς. Γονείς του «ούτε υπήρξαν ούτε μνημονεύονται από κάποιον ποιητή ή πεζογράφο»σελ.107. Ο Ησίοδος, ο Ακουσίλαος κι ο Παρμενίδης συμφωνούν ότι η δημιουργία του Έρωτα προηγήθηκε των θεών. Συγκεκριμένα, στην Θεογονία του Ησίοδου περιγράφεται πως, μέσα στη «Νύχτα», δημιουργήθηκε το Χάος, μετά η Γαία, ο Τάρταρος, και τέταρτος ο Έρως. Από αυτούς προήλθαν οι υπόλοιποι θεοί της μυθολογίας. Έτσι, ο Έρως είναι πιο ψηλά στην ιεραρχία από τους θεούς, και άρα ανώτερος και καλύτερος. Να σημειωθεί πως η αρχαιότητα ενός θεού σαν ένδειξη ανωτερότητάς του και προτίμησης στη λατρεία του, δεν ήταν κοινή αντίληψη των αρχαίων Ελλήνων.
Την αρχαιότητά του θεωρεί ο Φαίδρος την αιτία των μεγάλων ευεργεσιών του προς τους ανθρώπους. «Προσωπικά εγώ δε θα μπορούσα να αναφέρω πολυτιμότερο αγαθό για ένα νέο από έναν αξιόλογο εραστή, και για τον εραστή άλλο από το αγαπημένο αγόρι. Διότι, για όποιον θέλει να διαγράψει μια επίγεια διαδρομή ανώτερη, εκείνο που πρέπει να κατευθύνει τη ζωή του ολόκληρη, ούτε οι διακεκριμένοι συγγενικοί δεσμοί μπορούν να το καλλιεργήσουν μέσα του αποτελεσματικά, ούτε οι τιμές, ούτε ο πλούτος, ούτε οτιδήποτε άλλο, μόνο ο Έρωτας»σελ.109.
Αν μπορούσε, λέει ο Φαίδρος, να συγκροτηθεί στρατός φτιαγμένος από εραστές, θα μπορούσε να νικήσει όλους τους στρατούς του κόσμου. Γιατί «για τον εραστή τίποτα δεν θα ήταν πιο ντροπιαστικό από το να λιποτακτήσει ή να πετάξει τα όπλα μπροστά στα μάτια του αγαπημένου αγοριού». Τους άλλους θα τους ντρεπόταν πολύ λιγότερο και θα ήταν πιο εύκολο να εγκαταλείψει τη μάχη ή να προδώσει την πατρίδα, ενώ μπροστά στον εραστή θα προτιμούσε να πεθάνει χίλιες φορές. «Κι όσο για να εγκαταλείψει ο εραστής τον αγαπημένο του ή να του αρνηθεί τη συμπαράσταση την ώρα του κινδύνου, κανείς δεν είναι τόσο δειλός που ούτε ο Έρωτας να μην μπορεί να του εμπνεύσει θεϊκή ορμή και ανδρεία, ώστε να εξομοιωθεί με αυτόν που είναι γεννημένος παλικάρι». Είναι αναγνωρισμένη και αξιοποιείται μέχρι και σήμερα η χρησιμότητα της συντροφικότητας των στρατιωτών. Στο πεδίο της μάχης, τα ιδανικά συχνά εξαφανίζονται, και το μόνο που μένει είναι ο φόβος και η φιλία, οπότε και οι στρατιώτες θεωρείται πως δεν πολεμούν ούτε για την πατρίδα ούτε για την ελευθερία (ή για όποιον άλλο σκοπό του εκάστοτε πολέμου) ούτε τυφλά υπακούοντας στις εντολές των ανωτέρων τους, αλλά για τους διπλανούς τους. Για τους συμπολεμιστές είναι που θα θυσιαστεί ένας ήρωας, και για χάρη τους δεν θα ενδώσει στον τρόμο αυτός που είναι έτοιμος να παραδοθεί. Είναι ένα φαινόμενο που αναγνωρίζουν και οι αξιωματικοί για τους στρατιώτες τους αλλά και οι εκπαιδευτές, οι οποίοι, στον βαθμό και κατά περίπτωση που τους συμφέρει, ενθαρρύνουν τη σύσφιξη σχέσεων μεταξύ τους, είτε φανερά είτε κρυφά (σε αυτό το φαινόμενο οφείλεται και η φράση «Κανένας πεζοναύτης δεν εγκαταλείπεται πίσω»/«no marine left behind» που έχει μετατραπεί σε σλόγκαν του αμερικάνικου στρατού, χρησιμοθηρικά εκμεταλλευόμενος τα ισχυρά αισθήματα φιλίας που αναπτύσσονται ήδη από την περίοδο εκπαίδευσης – ακόμα και στον Ελληνικό Στρατό κατά τη διάρκεια της θητείας στρατιωτών που δεν πρόκειται να βιώσουν ποτέ τον πόλεμο).
Για τον Φαίδρο όμως, ο έρωτας στέκεται πιο ψηλά ακόμα και από αυτήν την συντροφικότητα των συμπολεμιστών, όπως και από την αγάπη για την πόλη ή τους άμαχους συμπολίτες τους στα μετόπισθεν. Έτσι, το μόνο που κάνει ο Φαίδρος είναι να υπερβάλλει τα υπαρκτά οφέλη ενός πραγματικού φαινομένου, που οι αρχαίοι Έλληνες σίγουρα ήξεραν πολύ καλά (χωρίς όμως να φτάνει και στην εξιδανίκευση του μετέπειτα λόγου του Σωκράτη). Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η Αθήνα ήταν μια κοινωνία που, όπως έλεγε ο Καστοριάδης, «εκτιμούσε πάνω απ’ όλα τη στρατιωτική δόξα», και ότι το συμπόσιο έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου. Οι Αθηναίοι θεωρούσαν πως για να κερδηθεί ένας πόλεμος έπρεπε εξασφαλιστεί η εύνοια των θεών και η αφοσίωση των στρατιωτών στην πατρίδα τους. Και τι μας παρουσιάζει ο Φαίδρος; Τον Έρωτα σαν τον ανώτερο θεό που κυριαρχεί σε όλους τους υπόλοιπους, και που εμπνέει στους στρατιώτες το απόλυτο αίσθημα τιμής και αυτοθυσίας. Αυτό δηλαδή που οι Αθηναίοι πρέπει να εκτιμούν πάνω απ’ όλα, αφού αυτό θα οδηγήσει στη νίκη την πόλη, και στη δόξα τους πολεμιστές.
Στον πόλεμο αλλά και στην ειρήνη, σε προσωπικό επίπεδο αλλά και στο κοινωνικό σύνολο, «ντροπή για κάθε τι πρόστυχο, φιλοτιμία για κάθε τι ωραίο», αυτά τα δύο χαρακτηριστικά είναι οι αναγκαίες προϋποθέσεις για τα άτομα και τις πόλεις να κάνουν σπουδαία και ωραία έργα. Η ντροπή που σε σταματάει από το να κάνεις κάτι που δεν θα άρεσε στον εραστή και η φιλοτιμία που σε ωθεί σε ωραίες πράξεις, εμπνευσμένες από τον Έρωτα.
Γι’ αυτό οι θεοί αντάμειψαν τον Αχιλλέα οδηγώντας τον στις Νήσους των Μακάρων**, επειδή έτρεξε να βοηθήσει τον εραστή του, Πάτροκλο, εκδικούμενος τον χαμό του με κίνδυνο να πεθάνει και με αποτέλεσμα να τον ακολουθήσει στον τάφο. Και για τον ίδιο λόγο αντάμειψαν την Άλκηστη που προθυμοποιήθηκε να πάρει τη θέση του άντρα της στον Άδη, και της χάρισαν τη ζωή ώστε να επιστρέψει από τον Άδη στη ζωή. Ο άντρας της ο Άδμητος είχε και μάνα και πατέρα, αλλά αυτή που προσφέρθηκε ήταν η γυναίκα του, εμπνευσμένη από τον Έρωτα. Ο Ορφέας από την άλλη, που προσπάθησε να γλιτώσει τη γυναίκα του με τέχνασμα, και όχι με πραγματική αυτοθυσία (δεν προσφέρθηκε να πάρει τη θέση της αλλά επιχείρησε να τη φέρει πίσω από τον Άδη με τα μάγια της λύρας του), όχι μόνο δεν τον αντάμειψαν, αλλά τα κανόνισαν έτσι ώστε να βρει αργότερα τον θάνατο, και μάλιστα από γυναίκα.
«Είναι αλήθεια πως οι θεοί τιμούν κατεξοχήν την αρετή των ερωτευμένων˙ όμως θαυμάζουν ιδιαίτερα και ανταμείβουν πλουσιοπάροχα την αφοσίωση του ερωμένου προς τον εραστή και λιγότερο του εραστή προς τον ερωμένο. Κι αυτό γιατί ο εραστής είναι πιο κοντά στους θεούς από τον αγαπημένο του, είναι ένας μικρός θεός.»σελ.111. Η Άλκηστης εξάλλου (που προφανώς θεωρείται από τον Φαίδρο πως παίζει το ρόλο του εραστή) ανταμείφθηκε μόνο με επιστροφή στη ζωή, ενώ ο Αχιλλέας (ερωμένος του Πάτροκλου) στάλθηκε στις Νήσους των Μακάρων, ένα πολύ μεγαλύτερο δώρο.
Ο Φαίδρος λοιπόν, για να επαινέσει τον έρωτα κάνει χρήση, μυθικών και μη, παραδειγμάτων, μετά από μια πολύ σύντομη αναφορά στην μυθολογική προέλευση του θεού Έρωτα. Το ότι κάνει εκτενή αναφορά στα οφέλη που θα προσέφερε ένας στρατός από εραστές δεν πρέπει να μας οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι επιχειρεί τον εγκωμιασμό του ομοφυλοφιλικού έρωτα συγκεκριμένα˙ εξάλλου αναφέρεται και στα ζεύγη Ορφέα-Ευρυδίκης και Άλκηστης-Άδμητου. Εγκωμιάζει αδιάκριτα τον έρωτα, χωρίς να κάνει ποιοτική διαφοροποίηση μεταξύ ομοφυλοφιλικού και ετεροφυλοφιλικού. Ο έρωτας είναι διαθέσιμος σε όλους, και μπορεί όλους να μας ωφελήσει, αρκεί να τον δεχτούμε γι’ αυτό που είναι. Μένει στο άτομο η ευθύνη να τηρήσει τους όρους του – να μην κοροϊδέψει ώστε με τεχνάσματα να κερδίσει τα οφέλη του – αλλά ειλικρινά να τον ακολουθήσει μέχρι και την υπέρτατη θυσία, και τα οφέλη του θα είναι τα μέγιστα δυνατά.
«Ο Έρως είναι ο αρχαιότερος των θεών, ο πιο αξιοσέβαστος, αυτός που εξασφαλίζει στους ανθρώπους την προσωπική αξία και την ευτυχία, σε τούτη τη ζωή και στη μεταθανάτια»σελ.111.
---------------
* Κάποιοι αποδίδουν την ιδέα του «πλατωνικού έρωτα» στον William Davenant, με το βιβλίο του The Platonic Lovers (1635), ενώ άλλοι στον Marsilio Ficino με το βιβλίο De Amore (1484).
** Σύμφωνα με τον Ησίοδο, οι Νήσοι των Μακάρων βρίσκονταν στην άκρη του κόσμου, και εκεί πήγαιναν οι ήρωες, οι οποίοι δεν πέθαιναν ποτέ, αλλά ζούσαν παντοτινά εκεί, όπου δεν υπήρχε χειμώνας, και τα εδάφη ήταν πολύ γόνιμα. Άλλοι λέγανε ότι εκεί μετέβαινε όποιος μετεμψυχωνόταν σε τρεις ζωές και κατάφερνε να αποδειχθεί ιδιαιτέρως αγνός και τις τρεις φορές.
--------------
Χρησιμοποιήθηκε η μετάφραση του Δημήτρη Κοσμά από το:
Πλάτωνος Συμπόσιον (εκδ. Γνώση, 2011)
Για ιστορικά και μυθολογικά στοιχεία χρησιμοποιήθηκαν:
Δημήτρης Σαραντάκος – Τι μας έμαθαν επιτέλους οι αρχαίοι Έλληνες; (εκδ. Γνώση, 2010)
Alfred-Edward Taylor – Πλάτων, ο Άνθρωπος και το Έργο του (εκδ. ΜΙΕΤ, 2009)
Ησίοδος – Θεογονία
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου