Η μικρή σιδερένια ή μπρούτζινη μαύρη φιγούρα σε οκλαδόν στάση παρίστανε τον Βούδα ως ζητιάνο, καθήμενο με τον ασιατικό τρόπο, με μάτια κλειστά, το δεξί χέρι ριγμένο πάνω απ’ το δεξί γόνατο και το αριστερό χέρι μπροστά απ’ το στήθος, με ανοιχτή την παλάμη για να δέχεται δώρα. Ο Σοπενχάουερ ανέφερε πως αυτός ήταν ο αυστηρά παραδοσιακός τρόπος αναπαράστασης του Βούδα. Κι όταν τον ρώτησα γιατί ο Βούδας εικονίζεται επαίτης, άρχισε να μου αφηγείται τον μύθο του μ’ έναν τρόπο που δεν θα ξεχάσω ποτέ.
“Πράγματι” είπε με συγκίνηση στη φωνή, “ο Βούδας ζητιανεύει, επειδή είναι ζητιάνος. Και τι ωραίος ο μύθος για το πώς βρίσκει λύτρωση! Ένας πρίγκιπας από βασιλικό οίκο, μεγαλωμένος σε χαρέμι λαμπρό, όλο λούσα και πλούτη, που σαν γίνηκε είκοσι χρονών, εγκατέλειψε για πρώτη φορά το παλάτι και βγήκε με τη συνοδεία του στην υπέροχη ινδική φύση, η οποία απλωνόταν εμπρός του σ’ όλο της το μεγαλείο.
Έμεινε να χαζεύει κατάπληκτος και χαρούμενος την ομορφιά της. Προσέξτε όμως! Πέρασε τότε κάποιος (εδώ ο Σοπενχάουερ, με έντονη ζωηράδα, παρίστανε τον ηλικιωμένο που κουνάει το κεφάλι του), ο οποίος φαίνεται να είπε: “Κοίταξέ με! Όλ’ αυτά δεν σημαίνουν τίποτα!”
Άναυδος ο πρίγκιπας, ρώτησε έναν απ’ τους συνοδούς του τι ήταν αυτά που τσαμπουνούσε ο γέροντας.
“Τα γηρατειά, πρίγκιπα! Μια μέρα θα γίνουμε όλοι σαν του λόγου του” τού αποκρίθηκε.
Η συνοδεία συνέχισε και στον δρόμο συνάντησαν έναν άρρωστο που σερνόταν απ’ τον πόνο. “- Ποιος είν’ αυτός;” “- Ένας καχεκτικός”. “- Κι αυτό μπορούμε όλοι μας να το πάθουμε;” “- Φυσικά, αγαπητέ πρίγκιπα”.
Πιο κάτω, πάλι, είδαν να μεταφέρουν έναν νεκρό. Ο Βούδας τον κοίταξε έντρομος. Δεν είχε ξαναδεί άνθρωπο σε τέτοια κατάσταση και ρώτησε ταραγμένος αν όλοι οι άνθρωποι θα ‘χουν την ίδια κατάληξη.
Ο συνοδός του σήκωσε τους ώμους και είπε: “Πρίγκιπα, έτσι έχουν τα πράγματα, κανείς δεν γλιτώνει απ’ τον θάνατο”.
“Αν είναι λοιπόν όπως τα λέτε” απάντησε εκείνος “και η ύπαρξή μας οδηγεί στα γηρατειά, την αρρώστια και τον θάνατο, αλίμονο τότε, τι να την κάνω τη ζωή μου! Να φύγω θέλω μακριά σας, να πάω στην έρημο και να διαλογιστώ!”
Οι άνθρωποι απ’ το κοντινό περιβάλλον του Βούδα εναντιώθηκαν σ’ αυτή του την απόφαση και τον ξανάκλεισαν στο παλάτι, μέχρι που εκείνος κατάφερε να δραπετεύσει και να φύγει μακριά μ’ έναν υπηρέτη. Φτάνοντας στην έρημο, απάλλαξε τον υπηρέτη του κι άφησε το άλογο να τρέξει μακριά, φωνάζοντας τότε γεμάτος συγκίνηση και αγάπη, μερικά αποχαιρετιστήρια λόγια: ” Ακόμα κι εσύ πρέπει κάποτε να λυτρωθείς!”
Αντάλλαξε ρούχα μ’ έναν ζητιάνο που αντάμωσε, κι έκτοτε περνούσε τις μέρες του με περισυλλογή κι εγκράτεια, τρώγοντας χάρη στην αγαθοεργεία των άλλων.
Schopenhauer, ΣΥΝΟΜΙΛΙΕΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου