Κυριακή 31 Δεκεμβρίου 2023

Ευχές δια το Νέον έτος

Όσοι είναι οι σπόροι ενός ροδιού τόσες και άλλες τόσες είναι οι ευχές μου για την καινούργια Χρονιά!

Σπάζοντας ένα ρόδι νοερά σε κάθε Ελληνικό σπίτι εύχομαι ο κρότος που θα ακουστεί να διώξει κάθε κακό και κάθε σπόρος να σκορπιστεί σε κάθε γωνιά σπέρνοντας αγάπη και τα νάματα του Ελληνισμού.

Κάθε σπόρος να φέρει στον καθένα ότι η ψυχή του βαθιά λαχταρά.

Χρόνια Πολλά Ελλάδα μου, Ευτυχισμένος ο καινούργιος Χρόνος!!!

Ας κυλίσει ευνοϊκά για όλη την ανθρωπότητα και ας φέρει υγεία, ευτυχία και πολλή δύναμη σε κάθε ψυχή!




Με πολλές ευχές,

ΕΡΕΒΟΚΤΟΝΟΣ
Φῶς καὶ Φωνὴ Ἐξυπνισμοῦ ἐν τῷ Αἰῶνι τῆς Νυκτός!

O Σχηματισμός των λέξεων στην Αρχαία Ελληνική γλώσσα

ΙΙΙ. Από τον Απολλώνιο το Δύσκολο (2ος αι. μ.Χ.)


Περὶ συντάξεως βιβλίο IV (Grammatici GraeciII 2 [σ. 434 και σσ. 462-463])

Τὰ πλεῖστα τῶν μερῶν τοῦ λόγου διὰ τῆς ἑνώσεως τοῦ τόνου τὸ μοναδικὸν τῆς λέξεως ὑπαγορεύει, τουτέστι τὸ ἕν μέρος λόγου εἶναι, ἢ διὰ τῆς μονῆς τῆς καθ' ἕκαστον μόριον τὸ δισσόν ἐμφαίνει τῶν λέξεων. Τὸ γὰρ Διὸς κόρος παροξυνόμενον μὲν τὴν γενικὴν ἔχει ἰδίᾳ νοουμένην, ὅμοιον τῷ Διὸς υἱός, προπαροξυνόμενον δὲ ὅμοιόν ἐστιν τῷ Διόγνητος, Διόδοτος

Μετάφραση

Τα περισσότερα μέρη του λόγου δείχνουν με τη συνένωση του τόνου την ενότητα της λέξης, ότι είναι δηλαδή ένα μέρος του λόγου, ή με τη διατήρηση του τόνου στα επιμέρους τμήματα ότι πρόκειται για δύο λέξεις. Το Διὸς κόρος με οξεία στην παραλήγουσα περιέχει μια γενική που νοείται μόνη της και είναι όμοια με το Διὸς υἱός, αντίθετα με οξεία στην προπαραλήγουσα είναι παρόμοιο με τα Διόγνητος, Διόδοτος …

Τὰ ὁπωσδήποτε συντεθέντα τῶν μερῶν τοῦ λόγου, καθ' ὅ ἥνωται, ἀμετάθετά ἐστιν… καὶ πρόδηλα μὲν τὰ ἀπὸ λειπούσης φωνῆς συντεθειμένα, ὡς ἔχει τὸ λεοντόφωνος, Μηνόδωρος, κυνόδηκτος, χειρογραφῶ, παιδαγωγῶ· οὐ γὰρ δὴ γε ἐπὶ τούτων κατὰ τὰς διαφόρους κλίσεις τὰ τῆς συναφείας τῶν λέξεών ποτε μετατίθεται. ἀλλὰ καὶ ἔτι τὰ ἐκ τελείων φωνῶν συντεθειμένα μετὰ τῆς συνούσης τάσεως καὶ < με > τὰ τῆς μὴ μεταπιπτούσης λέξεως πρόδηλον ἴσχει τὴν σύνθεσιν, ὡς ἔχει τὸ κερασφόρος, ἑωσφόρος, Ἀστυάναξ, τερα[το]σκόπος, Διόσκορος. Τά γε μὴν ἐν παραθέσει ὄντα ἔχει τὸ καὶ μετατίθεσθαι, ὡς τὸ Νέα πόλις - Νέας πόλεως, ἀγαθοῦ δαίμονος, Ἀρείου πάγου, συνεπισχύοντος καὶ τοῦ δὶς παραλαμβανομένου τόνου.

Μετάφραση

Όλα τα μέρη του λόγου που έχουν συντεθεί κάπως είναι αμετάβλητα ως προς τον τόπο συνένωσής τους. Και βέβαια είναι σαφή όσα έχουν συντεθεί με κάποια ημιτελή λέξη, όπως το λεοντό-φωνος κτλ., διότι στις διάφορες κλίσεις δεν αλλάζει ποτέ ο συνθετικός αρμός. Αλλά επίσης και όσα αποτελούνται από ολοκληρωμένες λέξεις δείχνουν καθαρά με τον ιδιαίτερο τόνο τους και με το αμετάβλητο της (πρώτης) λέξης το χαρακτήρα της σύνθεσης· π.χ. κερασ-φόρος κτλ. Αντίθετα όσα απλώς παρατίθενται το ένα δίπλα στο άλλο διατηρούν επίσης τη δυνατότητα μεταβολής, π.χ. Νέα πόλις - Νέας πόλεως κτλ., κι εδώ έρχεται να προστεθεί ο διπλός τόνος.

Η Ελληνική Αρχαιότητα: Πόλεμος - Πολιτική - Πολιτισμός 6. Η έλευση των Ρωμαίων

6.8. Εγώ είμαι η βασίλισσα του κόσμου


Δίπλα στη λατρεία των μοναρχών που εξυπηρετούσε πολιτικές σκοπιμότητες και ικανοποιούσε ταυτόχρονα την απαίτηση των μαζών για απτή φανέρωση του θείου, αναπτύχθηκαν και ορισμένες νέες λατρείες, με χαρακτηριστικότερη αυτή του Σάραπη (ή Σέραπη) στην Αλεξάνδρεια. Ο θεός αυτός, που τον επινόησαν ως προστάτη της νέας αιγυπτιακής πόλης, ήταν -όπως φαινόταν και από το όνομά του- ένα ιδιότυπο αμάλγαμα του Όσιρη, θεού του θανάτου και της αναγέννησης, και του ιερού ταύρου Άπη, που λατρευόταν στη Μέμφιδα. Υποτίθεται ότι ένας Αιγύπτιος ιερέας και ένας Αθηναίος γνώστης των Ελευσίνιων μυστηρίων προέτρεψαν τον Πτολεμαίο Α' να ιδρύσει τη λατρεία του. Εικονογραφικά και λειτουργικά, ο Σάραπις έμοιαζε με τον ελληνικό Πλούτωνα, θεό του κάτω κόσμου, αλλά διέθετε επίσης, με σύμβολο τον αετό, την κοσμοκρατορική δύναμη του Δία και τις θεραπευτικές ιδιότητες του Ασκληπιού. Η λατρεία του διαδόθηκε γρήγορα εκτός των ορίων της Αιγύπτου και απέκτησε ιδιαίτερη φήμη. Ο ναός του στην Αλεξάνδρεια, μεγαλοπρεπής και επιβλητικός, κατόρθωσε να προσελκύει πολλούς προσκυνητές από διάφορα σημεία της οικουμένης. Η απήχηση της λατρείας αφορούσε περισσότερο τους εξελληνισμένους πληθυσμούς της Μεσογείου παρά τους γηγενείς Αιγυπτίους. Ο Σάραπις αποτελεί καλό δείκτη των νέων ωσμωτικών εξελίξεων στον χώρο της θρησκείας.

Η κυρίαρχη έννοια στις μυστηριακές λατρείες που αναπτύχθηκαν ταχύρρυθμα κατά την ελληνιστική εποχή ήταν αυτή της σωτηρίας. Ανάλογα με τις περιστάσεις, η επιδιωκόμενη σωτηρία μπορούσε να σημαίνει γιατρειά από κάποια ασθένεια του σώματος, απελευθέρωση από ένα τυραννικό πάθος, αποκατάσταση της ψυχικής ισορροπίας ύστερα από μακρά περίοδο έντονης κρίσης, ανακούφιση από τη συσσωρευμένη ένταση του βίου, ακόμη και λύτρωση από τον φόβο του θανάτου. Ανεξάρτητα από το είδος του προβλήματος, προϋπόθεση της μύησης ήταν η ατομική επιλογή. Το γεγονός αυτό, γνωστό ήδη στις μυστηριακές λατρείες της αρχαϊκής εποχής, δημιουργούσε μια προσωπική σχέση ανάμεσα στον μύστη και τη θεότητα, η οποία γινόταν όλο και πιο στενή και έντονη όσο η μύηση απέδιδε τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Αντίθετα με τις πολιτικές θρησκευτικές τελετουργίες που τόνιζαν τις σχέσεις της κοινότητας συνολικά με τους θεούς, οι μυστηριακές τελετές αποτελούσαν μορφές προσωπικής θρησκευτικότητας.

Οι λατρείες της αιγυπτιακής Ίσιδας και της φρυγικής Κυβέλης ή Μεγάλης Μητέρας των Θεών αποτελούν δύο εξέχουσες περιπτώσεις μυστηριακών θεοτήτων, οι οποίες απέκτησαν τεράστια διάδοση κατά την ελληνιστική εποχή και ιερά σε ολόκληρη την ανατολική Μεσόγειο, έως τη συντηρητική Ρώμη. Ωστόσο, δεν ήταν οι μόνες. Υπήρχαν και άλλες μυστηριακές λατρείες με μικρότερη εμβέλεια και περισσότερο τοπικό χαρακτήρα.

Ένα κοινό μοτίβο διατρέχει τη μυθική φυσιογνωμία και τον τύπο σωτηρίας που υπόσχονταν τα μυστήρια της Ίσιδας και της Κυβέλης: δίπλα σε μια μεγάλη θεά ένας αρσενικός πάρεδρος, που βρίσκεται σε υποδεέστερη θέση αλλά συνδέεται μαζί της ως συγγενής ή εραστής, υποφέρει σωματικά και τελικά πεθαίνει. (Στην περίπτωση της Ίσιδας πάρεδρος είναι ο αδελφός της Όσιρις, στην περίπτωση της Κυβέλης ο Άττις, ένας νεαρός βοσκός από την Ίδη.) Όμως, η μεγάλη θεά κινεί γη και ουρανό, παρακαλεί τους άλλους θεούς, και τελικά κατορθώνει να αναστήσει τον αγαπημένο της.

Απέναντι στην αμεριμνησία των ουράνιων θεών, με τους οποίους ο θνητός μπορούσε να ταυτιστεί μόνο στο απόγειο της ψυχοσωματικής ακμής του, ο πάσχων και τελικά θνήσκων αγαπημένος της θεάς αποτελεί αρχετυπική εικόνα πάθους και αδυναμίας. Ο μύστης περνούσε από αντίστοιχες δοκιμασίες ταυτιζόμενος με τον Όσιρη ή τον Άττη και πέθαινε συμβολικά μαζί του, για να αναστηθεί καθαρμένος και απαλλαγμένος από το βάρος. Ορισμένες φορές οι τελετουργίες ήταν ιδιαίτερα επαχθείς και ψυχικά επώδυνες. Ενδεικτική είναι η περίπτωση του ταυροβολίου, της βασικής τελετουργίας μύησης στα μυστήρια της Κυβέλης. Ο μυούμενος, τοποθετημένος σε βαθιά τάφρο, κυριολεκτικά λουζόταν με το αίμα ταύρου που ο ιερέας θυσίαζε ακριβώς από πάνω του.

Στόχος των μυστηριακών τελετών ήταν η πρόκληση μιας έντονης ψυχικής ρωγμής που να επιτρέπει τη διείσδυση της θείας διάστασης στη ζωή του μύστη και να τον λυτρώνει από την αίσθηση εγκατάλειψης. Τα γνωστά μυστηριακά κέντρα της Ελλάδας, ιδίως στην Ελευσίνα και τη Σαμοθράκη, αλλά και τα διάσημα ιερά που θεράπευαν με τη μέθοδο της εγκοίμησης, όπως ήταν το Ασκληπιείο της Επιδαύρου, γνώρισαν επίσης μεγάλη ακμή.

Η επικοινωνία των λαών και των πολιτισμών έθεσε εκ νέου, και σε μεγάλη πλέον κλίμακα, το πρόβλημα της σχέσης των θεών μεταξύ τους. Παρά τα διακριτά ονόματά τους, οι εθνικοί θεοί θεωρήθηκαν διαφορετικές εκφάνσεις των ίδιων δυνάμεων που διέπουν τη φύση και το σύμπαν. Ο αναπτυσσόμενος θρησκευτικός συγκρητισμός ξεκινούσε από την τάση να βρεθούν κοινές λειτουργίες μεταξύ των εθνικών θεών, προχωρούσε στην αναγνώριση των τύπων τους και μπορούσε να φτάσει μέχρι του σημείου της ολοσχερούς ταύτισής τους. Σε αυτή την περίπτωση, η συγκεκριμένη μορφή με την οποία τιμούσε κάποιος τη θεότητα μπορούσε να εξυψωθεί ως άριστη. Ένας Αιγύπτιος ιερέας έγραφε τα εξής για να υμνήσει την Ίσιδα:

Οι Σύριοι σε ονομάζουν Αστάρτη, Άρτεμη, Αναία, και οι φυλές των Λυκίων σε αποκαλούν βασίλισσα Λητώ. Βέβαια, Μητέρα των Θεών σε λένε οι άνθρωποι της Θράκης, ενώ οι Έλληνες Ήρα μεγαλόθρονη και Αφροδίτη και αγαθή Εστία και Ρέα και Δήμητρα. Όμως οι Αιγύπτιοι σε λένε Θιούν [το αιγυπτιακό όνομα της Ίσιδας], επειδή μόνο εσύ είσαι πραγματικά όλες μαζί οι διάφορες θεές που προσφωνούν τα έθνη.

Μια τάση πνευματική, αυτή που θέλει να βρει κοινά στοιχεία ανάμεσα στους εθνικούς θεούς, είναι τόσο παλαιά όσο και ο Ηρόδοτος - αν όχι παλαιότερη. Διαφορετική όμως είναι η διάθεση να εξυψωθεί ένας θεός τόσο πάνω από τις άλλες θεότητες του ίδιου πανθέου, ώστε ο πολυθεϊσμός να μετατραπεί σε πυραμιδωτή ιεραρχία - σαν της μοναρχικής κοινωνίας. Και τούτη η τάση είναι παλαιά. Φαίνεται όμως ότι βρήκε ιδιαίτερη απήχηση στα νέα περιβάλλοντα. Την ονομάζουμε «ενοθεϊσμό», για να τη διακρίνουμε τόσο από τον πολυκεντρικό πολυθεϊσμό όσο και από τον μονοθεϊσμό, που αναγνωρίζει αποκλειστικά έναν θεό. Η ενοθεϊστική ροπή συνδέθηκε συχνά με μια μυστηριακή θεότητα, όπως με την Ίσιδα στο παρακάτω απόσπασμα, αλλά δεν αποτελεί αναγκαία συνέπεια των μυστηριακών τελετών:

Εγώ, η Ίσις, η μόνη είμαι βασίλισσα της ζωής και του κόσμου,
και της θαλάσσης και της γης τα όρια επιβλέπω,
και τα επιβλέπω έχοντας σκήπτρο και όντας μία.
Οι πάντες με ονομάζουν ύψιστη θεά,
απ᾽ όλους τους ουράνιους θεούς τη μεγαλύτερη.
Και δεν συμβαίνει τίποτε ποτέ δίχως εμένα:
ούτε τ᾽ αστέρια βαίνουν στην πορεία τους τη γνωστή,
αν πριν δεν λάβουν εντολή από μένα,
ούτε η γη θα φέρει την άνοιξη καρπούς,
εγώ αν δεν συμφωνήσω, τα πάντα αυξάνοντας σωστά.
Ποιος θα μπορούσε να καταστείλει την ισχύ μου,
ή ποιος ν᾽ αντισταθεί στων έργων μου τη δύναμη;


Στις εξελίξεις της θρησκευτικότητας κατά την ελληνιστική εποχή πρέπει να αναφερθεί και η διάδοση που γνώρισε η θεά Τύχη. Άλλοτε προσωποποιώντας τη θεϊκή διοίκηση του κόσμου και άλλοτε εκφράζοντας απλώς την ανθρώπινη άγνοια έναντι του μέλλοντος και της συγκυρίας, η Τύχη τιμήθηκε με ναούς και ιερά, αγάλματα και θυσίες, τόσο από πόλεις όσο και από ιδιώτες. Τη δυνατότητα θεοποίησης αφηρημένων εννοιών την είχε αξιοποιήσει ποιητικά ήδη ο Ησίοδος. Παρόμοιες λατρείες αφηρημένων θεών ανθούσαν κατά τόπους στην αρχαϊκή και κλασική Ελλάδα. Η αίγλη της Τύχης, όμως, αυξήθηκε θεαματικά. Στο σημείο αυτό, όπως και σε τόσα άλλα, η ελληνιστική εποχή αποτελούσε τροποποιημένη συνέχεια ενός παλαιού τρόπου αντίληψης των πραγμάτων.

Στα ύστερα ελληνιστικά χρόνια το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα ανάμειξης των πολιτισμών, όσον αφορά την έλλογη κατανόηση του κόσμου και τη θέση του ανθρώπου μέσα στο σύμπαν, είναι η περίπτωση του Ιουδαίου Φίλωνα, που έζησε στην Αλεξάνδρεια ανάμεσα στον 1ο π.Χ. και τον 1ο μ.Χ. αιώνα.

Ο Φίλων μάλλον δεν γνώριζε εβραϊκά. Την Πεντάτευχο τη διάβαζε από τη μετάφραση των Εβδομήκοντα. Αλλά η γνώση της ελληνικής φιλοσοφίας που διέθετε ήταν αξιοθαύμαστη. Ακολουθώντας το παράδειγμα των στωικών, που είχαν διαπρέψει στις αλληγορικές ερμηνείες των μύθων, ο Φίλων ερμήνευσε την Πεντάτευχο με τρόπο αλληγορικό. Κάποιες αλληγορίες αφορούσαν τον εξωτερικό κόσμο, άλλες τον εσωτερικό κόσμο της ανθρώπινης ψυχής. Στόχος του ήταν να δείξει ότι ανάμεσα στη διήγηση της Γενέσεως για τη δημιουργία του κόσμου και την πορεία του ανθρώπου πάνω στη γη, αφενός, και τα κοσμολογικά και ανθρωπολογικά διδάγματα της ελληνικής φιλοσοφίας, αφετέρου, υπήρχε ουσιώδης συμφωνία. Κατά τη γνώμη του Φίλωνα, η γνώση που διέθετε ο Μωυσής, ο κατά παράδοση αποδεκτός συγγραφέας της Πεντατεύχου, ήταν πλήρης, αλλά σταδιακά παρήκμασε, όταν μεταβιβάστηκε στην Ελλάδα και μεθερμηνεύτηκε από τους φιλοσόφους με τρόπο μερικό και αποσπασματικό.

Ο Φίλων ήταν ένας εκλεκτικός συγγραφέας. Μπορούσε να επιλέγει από την ελληνική φιλοσοφική παρακαταθήκη και να χρησιμοποιεί οτιδήποτε συμφωνούσε με τις δικές του προτάσεις ερμηνείας βιβλικών χωρίων. Από την προσπάθειά του όμως δεν έλειπε ούτε ο γνήσιος στοχασμός ούτε η συνέπεια, ούτε η ιστορική συνείδηση των διαφορών. Με βασικά όργανα τον Πλάτωνα (ιδίως τον κοσμογονικό μύθο του Τίμαιου) και τη στωική θεωρία για τον Λόγο, ο Φίλων κατανοούσε τα ιερά κείμενα του ιουδαϊσμού σύμφωνα με τον ορθό λόγο - ή τουλάχιστον με τρόπο που να μην αντιβαίνει στις επιταγές της λογικής. Η επιθυμία αυτή, άγνωστη στον παραδοσιακό ιουδαϊσμό που δεν ενδιαφερόταν για τη λογική κατανόηση, αλλά εστίαζε την προσοχή του στην τήρηση των ιερών κανόνων, δείχνει τον βαθμό εξελληνισμού διαφόρων ανθρώπων από την επαφή τους με τον ελληνικό τρόπο σκέψης. Δείχνει, όμως, και την πλαστικότητα που διέθετε ο ελληνικός ορθολογισμός.

Ένα νέο λογοτεχνικό είδος, το πεζό μυθιστόρημα που πρωτοεμφανίστηκε κατά την ύστερη ελληνιστική περίοδο και ήκμασε κατά τη ρωμαϊκή, αποτυπώνει καθαρά, αν και εξωραϊσμένα, τη νέα αντίληψη που διαμορφώθηκε αυτή την περίοδο για τη σχέση ανδρών και γυναικών.

Τα μυθιστορήματα αποτέλεσαν ίσως τα πρώτα λαϊκά αναγνώσματα της αρχαιότητας. Θεματικός πυρήνας τους ήταν οι φανταστικές περιπέτειες ενός ζεύγους ερωτευμένων νέων που προσπαθούσαν να ξεφύγουν από τις αντιξοότητες της τύχης και του κοινωνικού περιβάλλοντος προκειμένου να ενωθούν με τα δεσμά του γάμου. Το μυθικό μοτίβο του ήρωα που αγωνίζεται να αποδείξει την αξία του μέσα από την επιτυχή υπέρβαση εμποδίων απέκτησε εδώ τη μορφή ενός αγώνα που κινητοποιείται από προσωπικό έρωτα για μια όμορφη κόρη. Αλλά αντίθετα από την παλαιά αντίληψη που ήθελε τον άνδρα να παίρνει τη γυναίκα ως έπαθλο, στην πλοκή των μυθιστορημάτων η κινητοποίηση συνέβαινε και από τις δύο πλευρές. Η κόρη παρουσιαζόταν συχνά τόσο ηρωική όσο και ο αγαπημένος της. Κάποιας μορφής ισοδυναμία των φύλων, τουλάχιστον ως προς τον αγώνα συνύπαρξης, άρχιζε να διαφαίνεται.

Παράλληλα, διαγραφόταν προβληματισμός σχετικά με τη θέση και τη νομιμότητα του έρωτα ανάμεσα σε άτομα του ίδιου φύλου. Σχέσεις τέτοιου τύπου ποτέ δεν έπαψαν να υπάρχουν. Ασκώντας όμως κριτική στην ηθική της κοινωνίας, κάποιοι συγγραφείς άρχισαν να καταδικάζουν τις σχέσεις αυτές ως αφύσικες παρεκτροπές ή ως αποτέλεσμα υπερβολικής λαγνείας - άποψη που είχε ήδη προεξαγγείλει ο Πλάτων.

Μόνο Αντίληψη Υπάρχει

Η Μόνη Πραγματικότητα που μπορεί να συλλάβει η Αντίληψη είναι η Στιγμή που Ρέει, το Περιεχόμενο της Αντίληψης που μεταβάλλεται συνεχώς, η ροή των φαινομένων, η διαρκής αλλαγή. Συνεπώς η πραγματικότητα είναι το ίδιο το φαινόμενο της ροής, η Διαρκής Ροή, όχι τα φαινόμενα που έρχονται και φεύγουν. Αλλά πίσω από την ίδια τη Ροή είναι Αυτός που Αντιλαμβάνεται. Αυτός που αντιλαμβάνεται, η ροή των φαινομένων, τα φαινόμενα, δεν είναι κάτι διαφορετικό: Είναι μονάχα Δραστηριότητα της Αντίληψης.

Η Ηρεμία (η Απουσία Κίνησης, εξέλιξης, φαινομένων) κι η Δραστηριότητα Εδράζονται στην Αντίληψη, είναι Αντίληψη, δεν είναι κάτι διαφορετικό. Η Ίδια η Αντίληψη, Ελεύθερη, Ανεμπόδιστη, Έξω από τη Ροή της Δημιουργίας, ή μέσα στη ροή των φαινομένων, είναι Πέρα από όλα αυτά, πέρα από τον χρόνο, στην Αιωνιότητα που Ρέει έξω από τον χρόνο, αφού περιλαμβάνει τα πάντα, το πριν το τώρα, το μετά… έξω από το όνειρο μιας ξεχωριστής, «αντικειμενικής» δημιουργίας.

Μια Αντίληψη που Υψώθηκε πάνω από το όνειρο, είναι Μια Απεριόριστη Αντίληψη, Μια Αντίληψη που Είναι, αλλά ούτε έρχεται, ούτε πηγαίνει, γιατί είναι παντού, πάντα.

Αυτή η Αντίληψη είναι η ίδια η Δική σου Αντίληψη. Εσύ είσαι ο Απόλυτος Κυρίαρχος της Δράσης σου. Μπορείς να Ελευθερωθείς από όλες τις περιοριστικές δραστηριότητες, ή να καθυστερείς, ή να χάνεσαι σε αυτές τις δραστηριότητες. Οι Επιλογές είναι δικές σου. Κανένας δεν μπορεί να σου σταθεί εμπόδιο. Αλλά και κανένας δεν μπορεί να σε απαλλάξει από τις συνέπειες των επιλογών σου.

Μόνο αντίληψη Υπάρχει. Όλα είναι Αντίληψη. Όλοι είναι Αυτή η Αντίληψη… κανένα ονειρικό εγώ δεν μπορεί να ορθωθεί σε πραγματικότητα… αργά ή γρήγορα θα καταρρεύσει.

Αν η Φύση της Συνείδησης Είναι Άπειρη, Ελεύθερη κι Αιώνια τότε έχουν δίκηο οι Σοφοί που μας το λένε από χρόνια…Αν η Αφύπνιση, η Φώτιση είναι Έμφυτη Δυνατότητα που Πηγάζει από τη Φύση μας τότε, αργά ή γρήγορα θα εκδηλωθεί… Αν είναι έτσι, τότε αυτό που μας εμποδίζει από το σκοτάδι να Αναδυθούμε στο Φως, είναι μονάχα η άγνοια, που υψώνει τείχη ή λοξοδρομεί από τον Δρόμο της Φύσης χαράζοντας δύσβατα μονοπάτια στην ερημιά της ύπαρξης, μόνο και μόνο γιατί πιστεύει πως αυτό είναι ελευθερία…

Αν είναι αλήθεια όλα αυτά τότε η Αποδοχή της Φύσης μας, που ανθίζει μόνη της και χαράζει το δικό της δρόμο είναι Σοφία κι όχι μοίρα…Αν η Ταπεινότητα μας δείχνει την πορεία στο δρόμο που ανοίγει μόνος του τότε είναι Αληθινή Δράση κι όχι δουλικότητα…Αν η Βεβαιότητα ότι Βαδίζουμε το Δρόμο μας Ενώνει με Όλο το Σύμπαν, τότε είναι Εμπειρία κι όχι τυφλή πίστη…

Αν Βαδίζουμε το Δρόμο τότε έχουμε Φτάσει ήδη, οι Ορίζοντες είναι ανοιχτοί και τα μάτια μας αναπαύονται στην Απεραντοσύνη…

Η Φύση Αποκατεστημένη

Η ΦΥΣΗ είναι Αγνή Διαδικασία Ύπαρξης, Χωρίς Ιδιότητες (στην Υπερβατική Προσέγγισή της) ή με Διάφορες Ιδιότητες που συνιστούν ακριβώς τον «Χαρακτήρα», τον Τρόπο Ύπαρξης, σαν διαδικασίες, λειτουργίες, εμπειρίες ζωής. Προπάντων: Η ΦΥΣΗ δεν είναι Ουσία!

Έτσι, η ΦΥΣΗ Εκφράζεται σαν Αντίληψη, Βασική Γνωστική Διαδικασία, κι είναι Ακριβώς αυτή η Βασική Διαδικασία που Αποτελεί το Υπόστρωμα, το Πραγματικό Περιεχόμενο και την Ύστατη «Ουσία» κάθε «Διαφοροποιημένης» Διαδικασίας.

Η ΦΥΣΗ, η Αντίληψη, Εκδηλώνεται έτσι, σαν Αντίληψη (στην Πρωταρχική Αγνή της Εκδήλωση), Σκέψη, Συναίσθηση, Αίσθηση, Σωματική Εμπειρία και Δραστηριότητα.

Η ΦΥΣΗ είναι Εξ’ Αρχής και για Πάντα Αγνή Διαδικασία κι όλες οι «επιμέρους» διαδικασίες που «αναγνωρίζονται», Αντίληψη, Σκέψη, Αίσθηση, κλπ., είναι το ίδιο Αγνές.

Συχνά λέγεται, από πνευματικούς ανθρώπους, ότι η σκέψη, ή η αίσθηση, παραπλανά, δεν αποκαλύπτει την Πραγματικότητα. Η Αλήθεια είναι ότι δεν είναι οι λειτουργίες (η σκέψη, η αίσθηση, κλπ.) που παραπλανούν αλλά ο τρόπος που τις χρησιμοποιούμε (εμείς οι άνθρωποι).

Ακόμα και Μεγάλοι Διδάσκαλοι λένε συχνά πως πρέπει να ξεπεραστεί η σκέψη, η μνήμη, όλη η διαδικασία, που «διαχωρίζει» και προκαλεί σύγχυση, που μας κρατά δεσμευμένους σε μια πλαστή πραγματικότητα. Πιο σωστό θα ήταν να διατυπωθεί αυτό διαφορετικά γιατί οι άνθρωποι συχνά δεν κατανοούν ακριβώς αυτό που λέγεται και παρεξηγούν. Πρέπει να ξεπερασθεί όχι η σκέψη, σαν λειτουργία, που είναι μια τελείως αγνή και χρήσιμη διαδικασία, αλλά ένας συγκεκριμένος τρόπος σκέψης, που οι άνθρωποι εφαρμόζουν χιλιετηρίδες τώρα και που τους οδηγεί τελικά σε αδιέξοδο.

Η Αντίληψη (όπως κι οι επιμέρους λειτουργίες, σκέψη, αίσθηση, υλική εμπειρία…) πρέπει να είναι Ελεύθερες – δηλαδή Διαδικασίες που ανιχνεύουν διαδικασίες, το γίγνεσθαι, το πανόραμα των φαινομένων της ύπαρξης.

Η Αντίληψη δεν μπορεί να Ανυψωθεί, να Πετάξει στο Απεριόριστο, όταν κλείνεται σε περιορισμούς, ή σε «οπτικές».

Η Σκέψη δεν μπορεί να παρακολουθήσει το γίγνεσθαι όταν απολιθώνεται σε ιδέες – και φτιάχνει ένα φανταστικό τεχνητό κόσμο.

Η Αίσθηση δεν μπορεί να γνωρίσει και να «απολαύσει» τον κόσμο όταν παγιδεύεται σε εμμονές, τεχνητές επαναλήψεις αναγκών, ή λανθασμένες δραστηριότητες.

Θέλουμε να πούμε πως δεν είναι η ΦΥΣΗ, η ΦΥΣΗ ΜΑΣ, που μας παραπλανά ή μας οδηγεί λάθος αλλά η λανθασμένη χρήση των δυνάμεων (με τις οποίες μας «προίκισε» η ΦΥΣΗ) είναι που μας οδηγεί στην σύγχυση και στο «χάος».

Η Απελευθέρωση, όπως γίνεται αντιληπτή από όλους τους Μεγάλους Διδασκάλους, τους Διδασκάλους των Ουπανισάδ, τον Λάο Τσε, τον Βούδα, τον Ορφέα, τον Ιησού, δεν είναι απελευθέρωση από την ΦΥΣΗ αλλά από τους λανθασμένους τρόπους χρήσης της ΦΥΣΗΣ. Είναι Αποκατάσταση της ΦΥΣΗΣ, είναι Επιστροφή στην Φυσική Λειτουργία μας. Είναι, με άλλα λόγια, το ξεπέρασμα των διεστραμμένων τρόπων του ανθρώπου.

Ολόκληρος ο ανθρώπινος πολιτισμός στηρίζεται σε λανθασμένους τρόπους αντίληψης, στηρίζεται σε απαρχαιωμένους τρόπους σκέψης, σε απολιθωμένες δράσεις.

Οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται λανθασμένα.

Σκέπτονται λανθασμένα.

Δρουν λανθασμένα.

Η κοινωνία τους στηρίζεται σε αυτές τις λανθασμένες ενέργειες. Το πολιτικό σύστημά τους είναι εξ’ αρχής λανθασμένο γιατί στηρίζεται όχι στην ζωντανή πραγματικότητα αλλά σε παγιωμένες αντιλήψεις περί εγώ, συμφέροντος, ιδιοκτησίας, συναλλαγής, κλπ… Το οικονομικό σύστημά τους δεν είναι το φυσικό σύστημα παραγωγής-κατανάλωσης αλλά ένα τεχνητό σύστημα με εικονικές αξίες, μη ελεγχόμενη ιδιοκτησία, ιδιοτελή και ύποπτα συμφέροντα, διαμάχες, συγκρούσεις, κλπ…Όλα είναι λάθος!

Ασφαλώς, Αυτός που Αντιλαμβάνεται Πέρα από αυτούς τους περιορισμένους τρόπους των ανθρώπων, Βιώνει Μια Ευρύτερη Πραγματικότητα.

Αντιλαμβάνεται το Βάθος της Ύπαρξης που είναι πέρα από τα φαινόμενα. Στηρίζει την Ζωή του στην Ίδια την Αγνή Παρουσία (στο Χώρο της Ύπαρξης) κι όχι στα φαινόμενα. Ζει σε ένα Ήσυχο, Ειρηνικό κι Ανέγγιχτο από τους ανθρώπους, Κόσμο.Ζει στην Πραγματικότητα, δεν ζει στον φανταστικό κόσμο των ανθρώπων.

Αυτό όμως το ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ, της ΑΓΝΗΣ ΚΙ ΥΓΙΟΥΣ ΦΥΣΗΣ, δεν είναι κάτι που θέλουν (ή ίσως δεν μπορούν να γνωρίζουν και να θέλουν) οι άνθρωποι. Οι άνθρωποι προτιμούν να ζουν στην σκοτεινή σπηλιά των σκιών της σκέψης τους.

Εμείς όμως Ζούμε στο Φως, Χαιρόμαστε το Φως κι η Συμπόνια μας για τους ανθρώπους έχει την Ουσία της Αγάπης κι όχι του εγωιστικού συναισθηματισμού της ψευτοανωτερότητας, ή της «φιλανθρωπίας». Όλοι παιδιά της ΦΥΣΗΣ είναι. Όλοι. Κι υποκλινόμαστε ταπεινά στις επιλογές των ανθρώπων. Ακόμα κι όταν τους οδηγούν στην απώλεια. Είναι δικές τους επιλογές. Μόνο σεβασμό οφείλουμε. Και να είμαστε Εδώ, Παρόντες.

Η Συνειδητότητα στο βάθος του όντος

Η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ, η ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΤΗΤΑ, η ΕΠΙΓΝΩΣΗ, (αυτά τα Τρία είναι Ένα), είναι το Κοινό Στοιχείο όσων υπάρχουν (σε παγκόσμιο και σε ατομικό επίπεδο). Είναι το Απλό Υπόβαθρο όλων όσων «φανερώνονται», λειτουργούν κι εξελίσσονται. Είναι το Ένα και Μοναδικό Υποστήριγμα κάθε εκδήλωσης.

Εξ’ αιτίας της Απλής και Κενής Φύσης της, η ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΤΗΤΑ δεν γίνεται αντιληπτή αφού «προβάλλεται» το «περιεχόμενο», το «δευτερεύον φαινόμενο». Αυτό συμβαίνει τόσο στο επίπεδο της δημιουργίας όπου το Υποστήριγμα δεν γίνεται αντιληπτό αλλά «προβάλλεται» η δημιουργία, η γέννηση, η εξέλιξη, το φαινόμενο, όσο και στο επίπεδο του ατομικού όντος όπου το Υποστήριγμα δεν γίνεται αντιληπτό αλλά «προβάλλεται» η ύπαρξη, η σκέψη, η αντίληψη, το φαινόμενο, το σώμα στην προκειμένη περίπτωση, κι η αντίληψη του εξωτερικού κόσμου.

Αν καθίσουμε και στοχαστούμε (ο καθένας μας), η ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΤΗΤΑ είναι Αυτό που Υπάρχει πίσω από όλα: έχουμε επίγνωση της ύπαρξής μας, έχουμε επίγνωση της σκέψης μας, έχουμε επίγνωση του σώματός μας κι όσων αντιλαμβανόμαστε κι αισθανόμαστε από τον εξωτερικό κόσμο. Η ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΤΗΤΑ είναι που τα Υποστηρίζει όλα αυτά, που τα κάνει «φανερά».

Η Ίδια η ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΤΗΤΑ δεν έχει δικό της περιεχόμενο από την Φύση της, στην Φύση της, Είναι Κενή: Φωτίζει όμως την «Κίνηση», την ύπαρξη, την σκέψη, το φαινόμενο.

Τα όντα, το κάθε ον, δεν δίνει σημασία σε «Αυτό που Είναι το Υποστήριγμα ( σε Αυτό που Υποστηρίζει)», που «Φανερώνει ό,τι συμβαίνει», αλλά σε «αυτό που συμβαίνει»: Όταν το ον αντιλαμβάνεται και κατανοεί ότι «υπάρχει κάτι» προσβλέπει πάντα σε «αυτό που συμβαίνει»: Ταυτίζει την ύπαρξη με το «γίγνεσθαι», με το «φαινόμενο». Αυτό όμως είναι, στην κυριολεξία, μία «αντιστροφή της πραγματικότητας».

Η ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΤΗΤΑ Αποτελεί την Πηγή και την Ουσία του «φαινομένου». «Εξ’ Αυτής, Δι’ Αυτής και Εις Αυτήν γίνονται τα πάντα». Η ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΤΗΤΑ δεν αποτελεί απλά μία εγγενή ιδιότητα των φαινομένων, δεν αποτελεί ένα απλό κατηγόρημα του φαινομένου, όπως αντιλαμβάνεται η ανθρώπινη σκέψη και διατυπώνει ο ανθρώπινος λόγος.Η ύπαρξη είναι συνειδητή, η σκέψη είναι συνειδητή, το σώμα κι οι διεργασίες του, κι αίσθηση του εξωτερικού κόσμου, είναι συνειδητά, κλπ.

Η ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΤΗΤΑ λόγω της Φύσης της Είναι Παντού, Διαπερνά τα πάντα, είναι Παρούσα στα πάντα (άλλοτε φανερά, άλλοτε «υποκρυπτόμενη»). Είναι Καθαρή Επίγνωση, Κενή Περιεχομένου, αλλά δίνει ουσία και υπόσταση σε κάθε εκδήλωση, σε κάθε φαινόμενο. Είναι Πάντα, σε όλα τα πεδία (σε όλους τους κόσμους) το Βάθος του όντος, η ουσία του, η «ψυχή» του.

Εξ’ αιτίας ακριβώς της (Κενής) Φύσης της και της Λανθάνουσας Παρουσίας της δεν γίνεται άμεσα αντιληπτή από τα συνειδητά όντα που ταυτίζουν την ύπαρξη με την «ατομική παρουσία» τους, τις ατομικές διαδικασίες τους και δραστηριότητές τους.

Η ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΤΗΤΑ πάντα αποτελεί την Πηγή, το Υποστήριγμα, την Ουσία, το Βάθος, την «Ψυχή», της «ατομικής παρουσίας». Είναι απλά Εδώ, Παρούσα, Τώρα, δεν έχει άλλες ιδιότητες. Αποτελεί όμως (σε σύγκριση με την ατομική οντότητα) την Υπέρβαση των ορίων του εγώ, την Ελευθερία, την Απεραντοσύνη της Αντίληψης, το Άχρονο, το Παν. Είναι Αυτή η Υπερβατική, Πλήρης, Πανταχού Παρούσα (σε χρόνο και χώρο), Αντίληψη που οι άνθρωποι ονομάζουν Θεό: Είναι ο Εντός μας Θεός.

Δεν μπορούμε να βρούμε, να βιώσουμε, να συνειδητοποιήσουμε Αυτή την Εσώτερη Φύση μας, την Αληθινή Ουσία μας, λειτουργώντας σε εξωτερικές δραστηριότητες… δεν είναι ύπαρξη, δεν συλλαμβάνεται με την σκέψη, ούτε είναι αντικείμενο των αισθήσεών μας.

Ασφαλώς για ένα ον που προσανατολίζεται στην εξωτερική ύπαρξη (που θεωρεί ύπαρξη μόνο την ύπαρξη μέσα στην δημιουργία, την σκέψη, τις αισθήσεις, την ζωή στον εξωτερικό κόσμο) δεν γίνεται κατανοητό πως η Αληθινή Ύπαρξη είναι πέρα και πάνω από όλα τα «φαινόμενα». Και το να μιλάς σε τέτοια όντα είναι άδικος κόπος.

Μπορεί να Κατανοήσει την Αλήθεια μόνο κάποιο ον που Αναζητά την Πηγή των φαινομένων, την Ουσία του γίγνεσθαι, την Αληθινή Ύπαρξη. Ας μην κοροϊδευόμαστε, όλοι οι Μεγάλοι Διδάσκαλοι, σαν τον Λάο Τσε, τον Βούδα, τον Ιησού, μιλούσαν για μια Εσωτερική Πραγματικότητα που μπορούμε να Προσεγγίσουμε ξεπερνώντας όλες τις επιφανειακές δραστηριότητες, μιλούσαν για το Εσωτερικό Βασίλειο της Απόλυτης Σιγής, της Αληθινής Ύπαρξης, της Αληθινής Ζωής.

Η Βίωση της Εσωτερικής Πραγματικότητας είναι η Ολοκληρωμένη Ύπαρξη που Συμπεριλαμβάνει τόσο την ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΤΗΤΑ όσο και το «Περιεχόμενο» (το «φαινόμενο»). Με καμία έννοια η Καθαρή Επίγνωση δεν είναι το «αντίθετο» της ύπαρξης μέσα στην δημιουργία (όπως νομίζουν όσοι είναι απορροφημένοι στην φαινομενική ύπαρξη).

Όποιος Βιώνει την Απόλυτη Κατάσταση Είναι Πλήρης Συνειδητότητα που Αγκαλιάζει το σύνολο των φαινομένων. Η Βίωση του Απολύτου δεν είναι απομόνωση σε κάποια άλλη, υπερβατική, ξέχωρη από την δημιουργία, κατάσταση. Η Πραγματικότητα είναι Μία, Αξεχώριστη, και τα Συμπεριλαμβάνει όλα. Δεν είναι μόνο ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΤΗΤΑ, ούτε μόνο φαινομενική ύπαρξη. Είναι και τα Δύο. Φώτιση και φαινομενική ύπαρξη δεν είναι ξεχωριστά. Όμως μία Συνείδηση μπορεί να έχει πλήρη αντίληψη της Πραγματικότητας, ή να έχει μερική αντίληψη της Πραγματικότητας. Είναι διαφορετικό όμως να Βιώνεις με Πλήρη Συνειδητότητα την φαινομενική ύπαρξη (που έτσι αποτελεί ένα επιφαινόμενο, δεν σε παραπλανά, και δεν σε δεσμεύει), κι είναι τελείως διαφορετικό (ενώ είσαι ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΤΗΤΑ) να απορροφιέσαι στην φαινομενική ύπαρξη σαν να είναι η πλήρης, αληθινή, και μοναδική ύπαρξη.

Κι αν μιλάμε για το Έσω, το Βάθος, την Φώτιση, σε σχέση με την αφώτιστη κατάσταση, αναφερόμαστε στο Όλο (την Φωτισμένη Κατάσταση) σε σχέση με το μερικό (την αφώτιστη κατάσταση), όχι σαν αντίθετα.

Ο Φωτισμένος σε τι διαφέρει από τον αφώτιστο; Ο Φωτισμένος Ζει Συνειδητά, Εδώ, Τώρα. Δεν έρχεται, δεν πηγαίνει, δεν εξελίσσεται, δεν πραγματοποιεί. Είναι Ήδη. Βιώνει το Είναι (που αγκαλιάζει το φαινόμενο). Ο αφώτιστος είναι (ατομική) ύπαρξη, είναι σκέψη, είναι αίσθηση, είναι σώμα, (δηλαδή μισή ύπαρξη).

Η Φώτιση είναι Συνειδητοποίηση της Αληθινής Φύσης μας (που είναι ΚΑΘΑΡΗ ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΤΗΤΑ που αγκαλιάζει τα πάντα), δεν είναι πραγματοποίηση, δεν συμβαίνει με διαδικασίες, δεν συμβαίνει στο χρόνο, δεν υφίσταται μέσα στον χρόνο. Η Φώτιση έρχεται ξαφνικά όταν συνειδητοποιείς ότι είσαι (μόνο) ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΤΗΤΑ που αγκαλιάζει το φαινόμενο, όχι σκέτο φαινόμενο, μόνο το φαινόμενο.

Η Φώτιση είναι Πλήρης Ζωή, Αληθινή Ζωή, Αιώνια Ζωή, που αγκαλιάζει τα πάντα. Δεν είναι Ζωή η ζωή της δημιουργίας, (αυτή είναι μισή ζωή). Γι’ αυτό ο Ιησούς συνήθιζε να λέει «ος γαρ αν θέλει την ψυχὴν αυτού σώσαι, απολέσει αυτήν· ος δ᾿ αν απολέσει την εαυτού ψυχὴν ένεκεν εμού και του ευαγγελίου ούτος σώσει αυτήν». («Όποιος θέλει να σώσει την ψυχή του, την ζωή του στον κόσμο, θα την χάσει. Όποιος όμως χάσει την ψυχή του, την ζωή του στον κόσμο, για μένα και το ευαγγέλιο αυτός θα κερδίσει την αληθινή, την αιώνια ζωή»). Και για τον Ιησού Αληθινή, Αιώνια Ζωή, είναι ακριβώς, η εν Θεώ Ζωή, η Πλήρης Ζωή κι εδώ στη γη, και «μετά την γη», μια Ζωή που Βρίσκουμε Μέσα μας, κατά τα «λεγόμενα» του Ιησού.

Η Αληθινή Φύση μας, η Αληθινή Ζωή, είναι Αυτό που Είμαστε πραγματικά (πέρα από την φαινομενική ύπαρξη και την εξωτερική δραστηριότητα). Χρειάζεται μόνο να το «συνειδητοποιήσουμε». Δεν υπάρχει εξωτερικός δρόμος να φτάσεις Εδώ, δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί (με εξωτερικά μέσα), δεν ανήκει στο χρόνο. Το Βασίλειο αυτό δεν είναι εκ του κόσμου, αλλά αγκαλιάζει τον κόσμο.

Η Πλήρως Αφυπνισμένη Κατάσταση είναι η Πραγματική Ολοκληρωμένη Ύπαρξη, η Αληθινή Ζωή. Κι αυτό είναι η Ουσία όλων, του κάθε όντος, του καθενός, όσο ταπεινό, ή «διεστραμμένο» κι αν είναι. Υπάρχουν μόνο «αφώτιστα όντα», όχι «κακά όντα».

Η Πραγματικότητα είναι Αλήθεια, είναι Γνώση, είναι Αρετή, είναι Δικαιοσύνη, και Ισότητα, απέναντι σε όλους κι όλα. Αυτός είναι ο Πρώτος και Μοναδικός Κανόνας της Πραγματικής Ζωής. Άλλη Ζωή δεν υπάρχει.

Η Συνείδηση Είναι Ελεύθερη, Εδώ, Τώρα

Η Πραγματικότητα, ο Θεός, η Συνείδηση, (όλα αυτά είναι το ίδιο), Είναι Εδώ, Τώρα, (από την αρχή του χρόνου, και για πάντα).

Υπάρχουν διάφορες βαθμίδες Αντίληψης της Πραγματικότητας, όχι ξεχωριστοί κόσμοι. Κι όλα αυτά βρίσκονται μέσα στην Μία Πραγματικότητα.

Δεν υπάρχει Έσω, έξω, εσωτερικοί κόσμοι κι εξωτερικός κόσμος. Οι «εσωτερικοί κόσμοι» είναι αντιληπτικές καταστάσεις (Καταστάσεις της Συνείδησης), όχι «χώροι». Η μόνη αντιληπτική κατάσταση που υφίσταται σαν χώρος είναι ο κόσμος των μορφών, ο υλικός κόσμος.

Η Συνείδηση Είναι Εδώ, Τώρα, (Πάντα). Η Συνείδηση Είναι από την Φύση της, Άπειρη, Ελεύθερη, αλλά μπορεί να αποροφιέται σε ιδιαίτερες καταστάσεις, αντιληπτικές καταστάσεις, ή στον κόσμο των μορφών. Στους «Εσωτερικούς Κόσμους» (που είναι μόνο αντιληπτικές καταστάσεις) η Συνείδηση δεν Εκδηλώνεται με κάποιο «φορέα» αλλά με «αντιληπτικούς περιορισμούς». Στον Κόσμο των Μορφών η Συνείδηση εκδηλώνεται με ένα ψυχοσωματικό φορέα, κι ενώ έχει την δυνατότητα να βιώσει κι «εσωτερικές αντιληπτικές καταστάσεις» συνήθως είναι απορροφημένη (μέσω των ψυχοσωματικών λειτουργιών) στον εξωτερικό κόσμο.

Η Βίωση της Πραγματικότητας, η Φώτιση, η Ελευθερωμένη Συνείδηση είναι Συνειδητοποίηση της Αληθινής Φύσης της Συνείδησης. Πρόκειται για μια Διεύρυνση της Συνείδησης, για Διεύρυνση της Αντιληπτικότητας (που είναι εσωτερική κατάσταση και λειτουργία), όταν «στρέφεται» προς την ίδια την λειτουργία της, και δεν έχει καμία σχέση ούτε με τις ψυχοσωματικές λειτουργίες, ούτε με την νόηση, ούτε με τις αισθήσεις, ούτε με τον εξωτερικό κόσμο.

Η Αντίληψη της Πραγματικότητας μας οδηγεί στην Αντίληψη της Μίας Πραγματικότητας που συμπεριλαμβάνει τα πάντα (και την εξωτερική εμπειρία), κι όχι «έξω» από τον κόσμο. Αυτό που «αλλάζει» είναι ο τρόπος που «αντιλαμβανόμαστε» το Εδώ, το Τώρα, την Ζωή, τον κόσμο... δεν μεταφερόμαστε κάπου αλλού.

Η Αντίληψη της Πραγματικότητας μπορεί να εστιάζεται είτε στην Ίδια την Φύση της Συνείδησης (χωρίς αντίληψη του εξωτερικού κόσμου), είτε να δραστηριοποιείται και στον κόσμο των μορφών.

Στην πραγματικότητα η Συνείδηση Είναι Πάντα Ελεύθερη: Παρούσα σαν Συνείδηση, αλλά απούσα σαν εγώ, χωρίς να εμπλέκεται στην κίνηση του νου, στην λειτουργία του ψυχισμού, και στην ψυχοσωματική δραστηριότητα. Υπάρχει Εδώ, Τώρα, χωρίς προσπάθεια, χωρίς επιδιώξεις, σε απόλυτη μακαριότητα, στο «μάτι του κυκλώνα των μορφών» που στροβιλίζεται και κουτρουβαλάει στην δυνατότητα και στο ενδεχόμενο, και στην τυχαιότητα...

Οι περισσότερες συνειδήσεις είναι εγκλωβισμένες στην ψυχοσωματική λειτουργία και χρησιμοποιούν την νόηση για να φτιάξει μια εικόνα για τον κόσμο και να προσανατολιστεί στην δραστηριότητα, στην ζωή και στον κόσμο. Όλα αυτά είναι μόνο «εικόνες του μυαλού». Φαντάζονται ότι ο Θεός είναι κάτι εξωτερικό (από τον Εαυτό τους, απέναντι, ένα «είδωλο» στην πραγματικότητα). Φαντάζονται ότι υπάρχουν άλλοι κόσμοι, πραγματικοί κόσμοι, «χώροι», ότι υπάρχει κάποιος παράδεισος, ή κάποια κόλαση, κι άλλες τέτοιες ανοησίες. Στην πραγματικότητα το μόνο που υπάρχει είναι η Συνείδηση (η δική τους συνείδηση, η κάθε συνείδηση), Εδώ, Τώρα. Η Συνείδηση μπορεί να Ελευθερωθεί, να Διευρυνθεί, να Βιώσει τις εσωτερικές αντιληπτικές καταστάσεις... ή να φαντάζεται πλήθος ανοησίες (μέχρι να αφυπνισθεί). Αν η Συνείδηση δεν Αφυπνισθεί για να Βιώσει τις εσωτερικές αντιληπτικές καταστάσεις, και να «παραμείνει» εκεί, αναγκαστικά θα ξαναεκδηλωθεί στον κόσμο των μορφών, ξανά και ξανά.

Η Συνείδηση Είναι Ελεύθερη. Είναι δική της επιλογή να είναι ελεύθερη από τα ψεύτικα δεσμά (που κατασκευάζουν οι ψυχοσωματικές δραστηριότητες, ο νους, οι αισθήσεις, οι σωματικές εμπειρίες, τα εξωτερικά συμβάντα και αντικείμενα), ή αν θα απορροφηθεί σε όλες αυτές τις ψυχοσωματικές δραστηριότητες που την κρατούν σκλαβωμένη στον κόσμο των μορφών. Κανένας Θεός δεν επιβάλλει σε κανέναν τίποτα. Κανένας Θεός δεν αμείβει και δεν τιμωρεί κανέναν. Όλα είναι Φυσικές Διαδικασίες. Όποιος θέλει να Ακολουθήσει τον Δρόμο της Ελευθερίας μπορεί να το κάνει. Όποιος επιλέγει τον δρόμο της σκιάς, απλά είναι υποχρεωμένος να υποστεί τις συνέπειες της επιλογής του.

Η Ίδια η Συνείδηση (η κάθε συνείδηση, εγώ, εσύ, αυτός) είναι η Πύλη προς την Αυτογνωσία και την Γνώση, την Αλήθεια, και την Μακαριότητα. Κι η Ίδια η Συνείδηση είναι το βάραθρο, η καταστροφή, κι η δυστυχία. Όλα Γίνονται Εδώ, Τώρα (για Πάντα). Το Εδώ και το Τώρα είναι το «Σπίτι» μας. Το Φωτίζουμε, το Καθαρίζουμε, και Ζούμε μέσα σε αυτό, ή το αφήνουμε στο σκοτάδι, να πιάσει αράχνες. Στο Φως βλέπεις κι είσαι ήσυχος και χαρούμενος, ό,τι κι αν γίνει. Το σκοτάδι μόνο φόβους φέρνει κι ανατριχίλα βαθιά μέσα μας. Αλλά όλα εξαρτώνται από εμάς τους ίδιους, κι ας πορεύονται οι συνάνθρωποί μας στο χάος, κι ας φτιάχνουν κοινωνίες της αδικίας και της εκμετάλλευσης, κι ας έχει γεμίσει ο τόπος άδικους, ανέντιμους, υποκριτές, ψεύτες, και κλέφτες, και κάθε είδους παράσιτο. Πρέπει να είμαστε έξω από όλα αυτά. Πρέπει να είμαστε μέσα στον κόσμο, αλλά χωρίς να αναμειγνυόμαστε στην βρωμιά του. Ένας, δύο, τρεις, κάποια στιγμή χιλιάδες...

Leo Tolstoy: Ο πόλεμος είναι πάντα ολέθριος, ακόμη κι όταν είναι επιτυχής

Ο μακροχρόνιος Πελοποννησιακός πόλεμος όχι μόνο θανάτωσε πλήθη ανθρώπων και χτύπησε την αρχαία Ελλάδα με αφάνταστες υλικές καταστροφές, αλλά το πιο χειρότερο, την έριξε και σε χάος ηθικών αλλοιώσεων. Ίσως σε κάθε πόλεμο, για να πετύχουν οι αντίπαλοι τους σκοπούς τους, χρησιμοποιούν απάνθρωπα μέσα, ξεχνούν την ανθρωπιά. Αλλά με τον Πελοποννησιακό πόλεμο φανερώθηκε μια εξαιρετική αγριότητα.

Στον πόλεμο αυτόν δεν πολέμησαν μόνον δύο αντίπαλα κράτη, αλλά και δυο αντίθετες πολιτικές αρχές, η δημοκρατία και η ολιγαρχία. Σχεδόν σε κάθε πόλη της αθηναϊκής κυριαρχίας υπήρχαν άτομα που ήταν δυσαρεστημένα με το πολίτευμα που τους είχαν επιβάλει οι Αθηναίοι και ανυπόμονα περίμεναν να τους βοηθήσουν οι Σπαρτιάτες, για να σφάξουν το δημοκρατικό όχλο, να αλλάξουν το πολίτευμα και να ενωθούν με τη Σπάρτη, για να διατηρούν την εξουσία. Αλλά και σε πάρα πολλές πόλεις της σφαίρας της σπαρτιάτικης επιρροής υπήρχαν πλήθη από φτωχούς που νόμιζαν ότι δε θα μπορούσαν να δουν καλή μέρα, αν δεν έσφαζαν τους ολιγαρχικούς. Και ήταν πρόθυμοι να δεχτούν ή να ζητήσουν τη βοήθεια των Αθηναίων, που υποστήριζαν τα δημοκρατικά κόμματα.

Οι Σπαρτιάτες λοιπόν υποστήριζαν τους ολιγαρχικούς και οι Αθηναίοι τους δημοκρατικούς, κι έτσι μέσα στον γενικό πόλεμο των Αθηναίων με τους Σπαρτιάτες παρουσιάζεται σχεδόν σε κάθε ελληνική πόλη και από μία πολιτειακή πάλη. Αλλά επειδή δεν έλειπε και η εξωτερική ένοπλη βοήθεια των δημοκρατικών από τους Αθηναίους και των ολιγαρχικών από τους Σπαρτιάτες, πάψανε πια οι αντίπαλοι να επιβάλονται με ειρηνικά και νόμιμα συνταγματικά μέσα και έφτασαν σε εμφύλιους πολέμους, που είναι το πιο φρικτό κακό για μια χώρα.

Οι Αθηναίοι κατάλαβαν ότι, με τη μεταφορά του πολέμου μέσα στα σπλάχνα των υπηκόων ή των συμμάχων πόλεων, κινδύνευε η ηγεμονία τους και τους έπιανε και ένας ανίκητος και ίσως όχι παράλογος φόβος και για την ίδια ακόμα τη ζωή τους. Και γι’ αυτό χρησιμοποίησαν στον πόλεμο χωρίς κανένα δισταγμό κάθε άγριο μέσο που αιτιολογείται μόνον από την ηθική αλλοίωση κι από τη φοβία που είχε απλώσει σε όλη την Ελλάδα ο πόλεμος από το 431 π.Χ.

Το 422 εξανδραπόδισαν τις γυναίκες και τα παιδιά της Τορώνης και έφεραν όλους τους άνδρες αιχμάλωτους στην Αθήνα (Θουκυδίδης Ε’ 3,3). Για το 421, μας εξιστορεί ο Θουκυδίδης (Ε’ 32,1) ότι οι Αθηναίοι ανέβηκαν ένα σκαλί ακόμα πιο ψηλά: «Οι Αθηναίοι αφού κατέλαβαν μετά από πολιορκία την πόλη των Σκιωναίων, σκότωσαν τους άνδρες και εξανδραπόδισαν τις γυναίκες και τα παιδιά».

Από το βήμα της εκκλησίας του δήμου ακούγονται βέβαια συνετοί και μετριοπαθείς λόγοι, αλλά ο δήμος δεν τους προσέχει. Η ψυχή του είναι πλημμυρισμένη από τρομακτικούς εφιάλτες. Η αθηναϊκή πολιτεία, όπως την είχε συλλάβει στο πνεύμα του ο Περικλής, θα είχε για στήριγμά της την πλειοψηφία ενός λαού που είχε δημιουργήσει και καλλιεργούσε έναν ανώτερο πολιτισμό και είχε κάνει την πιο λαμπρή πόλη του κόσμου σχολείο της Ελλάδας. Απαλλαγμένος αυτός ο λαός από ταπεινωτικά ελαττώματα και αποκρουστικές φοβίες θα είχε απεριόριστη πεποίθηση στην αρετή του και θα ήταν όχι μόνον ατρόμητος υπερασπιστής της δικής του ελευθερίας, αλλά σύμφωνα με την παλιά αττική παράδοση θα έπρεπε να είναι και αδιάλλακτος υπερασπιστής και όλων των αδικημένων και όλων των ελεύθερων, που με την ευεργετική φιλία του θα τους έκανε δικούς του.

Αλλά όταν πέθανε ο Περικλής, οι πολιτικοί που ήρθαν μετά από αυτόν, άφησαν την κατεύθυνση που είχε χαράξει ο πολιτικός αυτός για τη διαπαιδαγώγηση του δήμου. Δεν οδηγούν το δήμο προς τα πάνω, αλλά αντίθετα σέρνονται από το δήμο, που του κολακεύουν τις κατώτερες ορμές. Εκείνο που είπε ο Ηράκλειτος για άλλους, εφαρμόζεται και σ’ αυτούς: «Τον όχλο έχουν για οδηγό τους» (απ.104).

Την ίδια εποχή εμφανίζονται και οι σοφιστές που με τη διδασκαλία τους ξεθεμελιώνουν τους παλαιούς κανόνες της διαγωγής των ανθρώπων και παρέχουν επιχειρήματα σ’ εκείνους που δε θα ήθελαν να αντιστέκονται στους πειρασμούς που εμφανίζει η ζωή στην ηθική αντοχή μας. Κι ο καθένας ξέρει ότι δεν είναι λίγοι εκείνοι που είναι πρόθυμοι να δεχτούν τη λογικότητα αυτών των επιχειρημάτων. Το δίκαιο του δυνατού πρέπει να ρυθμίζει τη ζωή των ανθρώπων, διακηρύττει ο Καλλικλής, πρόδρομος του υπεράνθρωπου, στον «Γοργία» του Πλάτωνα. Κι έγιναν κάτι τέτοια διδάγματα «δόγματα των πολλών», χωρίς όμως να πέσει και στις ψυχές τους μια φωτεινή ακτίνα και από τα διδάγματα του διαφωτισμού των χρόνων εκείνων.

Ποτισμένος ο δήμος με την ιδέα του δικαίου του ισχυρού, παρασύρθηκε σε μια «ύβρη» τον χειμώνα του 416-415. Τιμώρησε τη Μήλο με το να σφάξει τους άνδρες και να εξανδραποδίσει τις γυναίκες, γιατί είχε διαπράξει το προκλητικό ανοσιούργημα να είναι μικρή και άκακη και γιατί, σαν να μην έφτανε αυτό, είχε την αφόρητη επιθυμία να διατηρήσει την ουδετερότητά της μέσα στην κοσμοχαλασιά του Πελοποννησιακού πολέμου και γιατί είχε ακόμα και την πρωτάκουστη θρασύτητα να μη θέλει να υποταχθεί στους Αθηναίους, που δεν είχαν καμιά όρεξη να επιτρέψουν να υπάρχουν νησιά ανεξάρτητα και αυτόνομα, μια και κυριαρχούσαν αυτοί στη θάλασσα.

Αλλά η όρεξη έρχεται τρώγοντας, και γι’ αυτό τον ίδιο χειμώνα οι Αθηναίοι ετοιμάζονται να εκστρατεύσουν στη Σικελία.

Πώς αντιμετωπίζει ο Ευριπίδης το μεγάλο έγκλημα των συμπατριωτών του κατά των κατοίκων της Μήλου και την εκστρατεία, την αλαζονική, την άδικη αλλά και επικίνδυνη, που ετοιμάζουν για τη Σικελία, καταλαβαίνουμε από το ότι την άνοιξη του 415 ελέγχει την πολιτική του δήμου με τη διδασκαλία των «Τρωάδων», όπου μια σειρά από παθητικές εικόνες φρίκης δείχνει το φοβερό δράμα των γυναικών των Τρώων, όταν πάρθηκε το Ίλιο από τους Αχαιούς.

Όταν μιλάμε για μια κατάκτηση ή για μια άλωση, φέρνουμε στο νου μας την έξαψη της μάχης, τη χαρά των νικητών. Ποιος συλλογίζεται τον πόνο του νικημένου; Οι κραυγές της νίκης δεν αφήνουν να ακουστεί το κλάμα των νικημένων.

Ο Ευριπίδης όμως παρουσιάζει άλλη εικόνα. Από το πλήθος των αιχμαλωτισμένων Τρωάδων, που πνίγονται στους στεναγμούς, ξεχωρίζει και φέρνει πιο κοντά στο θεατή τον πόνο της χαροκαμένης Εκάβης, την έκσταση της Κασσάνδρας, που η άστοργη φιλία του Φοίβου της είχε χαρίσει το πικρό προνόμιο να βλέπει στα σκοτεινά βάθη του μέλλοντος όλες τις συμφορές που οδεύανε προς την πατρίδα και το πατρικό της σπίτι. Την Ανδρομάχη, που οι θεατές της τραγωδίας την είχαν συμπαθήσει στα Μ. Παναθήναια, όταν είχαν ακούσει την τόσο συγκινητική με τον Έκτορα συνάντησή της, μας την παρουσιάζει με όλο τον πόνο της γυναίκας που έχασε τον άνδρα της και της μάνας που της άρπαξαν το παιδί για να το σκοτώσουν, σε μια σκηνή από τις πιο συγκλονιστικές των δραμάτων του Ευριπίδη.

Τη μεγάλη νίκη των παλληκαριών, που πήδησαν μια νύχτα από την κοιλιά του Δούρειου ίππου και που οι Αθηναίοι την είχαν για δόξα και των δικών τους προγόνων, ακατάληπτη από το χρόνο, ο Ευριπίδης την απογυμνώνει από τη λάμψη που της είχαν δώσει ο θρύλος και το έπος, και την παρουσιάζει μπρος στους κατάπληκτους Αθηναίους, που είχαν κυριεύσει ένα νησί και από τώρα μελετούσαν άλλη κατάκτηση, σαν μια ιστορία ληστείας, γεμάτη από ωμότητες, άγριες σφαγές και εμπρησμούς. Είναι σαν να λέει: «Να τι είναι μια κυρίευση! Να τι κάνατε στη Μήλο! Νιώθετε ήσυχη τη συνείδησή σας; Να τι μελετάτε να κάνετε στη Σικελία!» Ο ποιητής βροντοφώναξε την καταδικαστική του γνώμη στην κόγχη του Διονυσιακού θεάτρου κατά τα Μ. Διονύσια του 415 π.Χ. προς τους Αθηναίους και τους έδειξε ότι μέρα με την ημέρα ξεστράτιζαν από το δρόμο της ιστορικής τους αποστολής που ήταν να ελευθερώνουν κι όχι να υποδουλώνουν, να προστατεύουν και όχι να καταστρέφουν.

Leo Tolstoy, Εισαγωγή στις Τρωάδες

Ποιο είναι το τελευταίο όνομα της Ελληνικής μυθολογίας;

Μέσα στα τόσα και τόσα (δεκάδες, εκατοντάδες, ίσως και χιλιάδες) ονόματα που υπάρχουν μέσα στην Ελληνική Μυθολογία θα μπορούσαμε να φανταστούμε ότι τελευταίο στη σειρά έρχεται ο Ώτος;

Ας θυμηθούμε ότι η Ιφιμέδεια, που είχε ερωτευτεί τον Ποσειδώνα, συνήθιζε να περπατάει στην ακροθαλασσιά και να παίρνει με τα χέρια της κύματα και να τα ρίχνει στο στήθος της. Στο τέ­λος ο Ποσειδώνας υποχώρησε στον ερωτά της και της χάρισε δυο γιους, τον Ώτο και τον Εφιάλτη, οι οποίοι ήταν Γίγαντες!..

Είναι γεγονός ότι στις διάφορες Ελληνικές εγκυκλοπαίδειες ή στα διάφορα εγκυκλοπαιδικά λεξικά, αν αναζητήσουμε το λήμμα «Αλωάδες» θα διαβάσουμε για τον Ώτο τα εξής:

Αλωάδες (Άλωάδαι, ων). Το όνομα Αλωάδες δίνεται στους γιους που ο Ποσειδώνας απέκτησε από την Ιφιμέδεια, την κόρη του Τριόπα. Η Ιφιμέδεια ήταν παντρεμένη με τον Αλωέα, που ήταν γιος του Ποσειδώνα και της Κανάκης από το γένος του Δευκαλίωνα. Η Ιφιμέδεια, που είχε ερωτευτεί τον Ποσειδώνα, συνήθιζε να περπατάει στην ακροθαλασσιά και να παίρνει με τα χέρια της κύματα και να τα ρίχνει στο στήθος της.

Στο τέλος ο Ποσειδώνας υποχώρησε στον ερωτά της Ιφιμέδειας και της χάρισε δυο γιους, τον Ώτο και τον Εφιάλτη, οι οποίοι ήταν Γίγαντες. Κάθε χρόνο τα δυο παιδιά μεγάλωναν έναν πήχυ σε πλάτος και μια οργιά σε ύψος. Όταν έγιναν εννιά χρονών – είχαν πλάτος εννιά πήχεις (τέσσερα μέτρα περίπου) και ύψος εννιά οργιές (δεκαεπτά μέτρα) – αποφάσισαν να πολεμήσουν με τους θεούς.

Γι’ αυτό έβαλαν την Όσσα επάνω στον Όλυμπο και το Πήλιο (πρώτη εικόνα) επάνω στα δυο αυτά βουνά απειλώντας να φτάσουν ως τον ουρανό. Έπειτα είπαν πως θα γέμιζαν τη θάλασσα με βουνά, για να την αποξηράνουν και πως θα έβαζαν τη θάλασσα εκεί που ως τότε ήταν στεριά. Τέλος εξομολογήθηκαν τον ερωτά τους στις θεές- ο Εφιάλτης ήταν ερωτευμένος με την Ήρα, ο Ώτος με την Άρτεμη.

Εξοργισμένοι εναντίον του Άρη, ο οποίος είχε προκαλέσει το θάνατο του Άδωνη στο κυνήγι, φυλάκισαν το θεό μέσα σε ένα χάλκινο βάζο, αφού πιο πριν τον είχαν αλυσοδέσει. Τον άφησαν έτσι δεκατρείς μήνες, ως την ώρα που ο Ερμής κατάφερε επιτέλους να τον απελευθερώσει σε κατάσταση έσχατης εξάντλησης. Όλα αυτά τα αφύσικα κατορθώματα είχαν ως αποτέλεσμα να επισύρουν την τιμωρία των θεών επάνω στους δύο αδελφούς.

Άλλοτε διηγούνταν πως ο Δίας τους κεραυνοβόλησε και άλλοτε πως η Άρτεμη μεταμορφώθηκε σε ελάφι και μια μέρα, καθώς κυνηγούσαν στη Νάξο, ρίχτηκε ανάμεσα τους. Μέσα στη βία τους να χτυπήσουν το ελάφι σκότωσαν ο ένας τον άλλον (δεύτερη εικόνα). Στον Άδη η τιμωρία τους εξακολούθησε. Τους έδεσαν με φίδια επάνω σε ένα στύλο, όπου ερχό­ταν να τους βασανίζει μια κουκουβάγια, που έκραζε αδιάκοπα.

Τους αποδίδουν την ίδρυση διάφορων πόλεων, του Αλωίου στη Θράκη, της Άσκρας στον Ελικώνα, όπου αυτοί καθιέρωσαν λατρεία στις Μούσες. Η παρουσία τους στη Νάξο την εποχή του θανάτου τους εξηγείται από μια αποστολή, η οποία τους είχε ανατεθεί από το θετό τους πατέρα, τον Αλωέα, και που σκοπό είχε την αναζήτηση της μητέρας τους και της αδελφής τους Παγκράτιδας, που είχαν αρπάξει ο Σκέλλις και ο Κασσαμενός.

Τα λάθη που κάνουμε στην αγάπη

Όχι πως οι άνθρωποι πιστεύουν ότι η αγάπη δεν είναι κάτι σημαντικό. Διψούν για αυτήν, παρακολουθούν αμέτρητες ταινίες με θέμα ευτυχισμένες ή ατυχείς ιστορίες αγάπης, ακούν εκατοντάδες ανόητα τραγούδια που μιλούν για αγάπη – κι όμως ελάχιστοι είναι αυτοί που υποψιάζονται ότι ίσως υπάρχει κάτι το οποίο θα πρέπει να μάθουν σχετικά με την αγάπη. Αυτή η παράξενη στάση απέναντι στο ζήτημα, βασίζεται σε κάποιες υποθέσεις οι οποίες, είτε καθεμία ξεχωριστά είτε σε συνδυασμό μεταξύ τους, τείνουν να την στηρίζουν.

Πρώτον, οι περισσότεροι άνθρωποι βλέπουν το ζήτημα της αγάπης κυρίως ως πρόβλημα τού πώς να αγαπηθούν παρά τού πώς να αγαπήσουν και αν είναι ικανοί να αγαπήσουν. Κι έτσι, το πρόβλημα τους είναι πως να κάνουν τους άλλους να τους αγαπήσουν, πως να γίνουν αξιαγάπητοι. Για την επιδίωξη αυτού του σκοπού, ακολουθούν πολλά και διάφορα μονοπάτια.

ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΧΕΔΟΝ ΚΑΜΙΑ ΑΛΛΗ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΔΡΑΣΗ, ΚΑΝΕΝΑ ΑΛΛΟ ΤΟΛΜΗΜΑ, ΠΟΥ ΝΑ ΑΡΧΙΖΕΙ ΜΕ ΤΟΣΟ ΤΕΡΑΣΤΙΕΣ ΕΛΠΙΔΕΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΔΟΚΙΕΣ ΚΙ ΟΜΩΣ ΝΑ ΑΠΟΤΥΓΧΑΝΕΙ ΤΟΣΟ ΣΥΧΝΑ ΟΣΟ Ο ΕΡΩΤΑΣ.

Μια δεύτερη υπόθεση, που κρύβεται πίσω από την άποψη πως δεν υπάρχει τίποτα το οποίο θα πρέπει να μάθουμε σχετικά με την αγάπη, είναι ότι το ζήτημα της αγάπης έχει να κάνει με ένα αντικείμενο και όχι με μία ικανότητα. Οι άνθρωποι πιστεύουν πως το να αγαπάς είναι απλό και ότι το δύσκολο είναι να βρεις το σωστό άτομο για να αγαπήσεις – ή για να αγαπηθείς από αυτό. Αυτή η αντίληψη, έχει πολλές από τις αιτίες της ριζωμένες στην εξέλιξη της σύγχρονης κοινωνίας μας.

Το τρίτο σφάλμα, το οποίο οδηγεί στην υπόθεση ότι δεν υπάρχει τίποτα που να πρέπει να μάθουμε σχετικά με την αγάπη, έγκειται στο ότι συγχέουμε την πρωταρχική εμπειρία του «ερωτεύομαι» με τη μόνιμη κατάσταση του «είμαι ερωτευμένος», ή όπως θα λέγαμε με μεγαλύτερη ακρίβεια, του «παραμένω ερωτευμένος»… Στην πραγματικότητα, εκλαμβάνουμε την ένταση του ερωτικού μας ξεμυαλίσματος, αυτή την «τρέλα» που νιώθει ο ένας για τον άλλο, ως απόδειξη της δύναμης της αγάπης μας, ενώ στην πραγματικότητα όλα αυτά ίσως δεν αποδεικνύουν παρά το βάθος της μοναξιάς που νιώθαμε προηγουμένως και τίποτα περισσότερο.

Αυτή η αντίληψη – ότι δηλαδή τίποτα δεν είναι πιο εύκολο από το αν αγαπάς – εξακολουθεί να είναι κυρίαρχη, παρά τις συντριπτικές αποδείξεις που υπάρχουν για το αντίθετο. Δεν υπάρχει σχεδόν καμία άλλη ανθρώπινη δράση, κανένα άλλο τόλμημα, που να αρχίζει με τόσο τεράστιες ελπίδες και προσδοκίες κι όμως να αποτυγχάνει τόσο συχνά όσο ο έρωτας.

Να μη φοβάσαι το καινούριο

Οι αλλαγές έρχονται – συνηθέστερα – χωρίς προειδοποιήσεις. Aπρόσμενα. Ξαφνικά. Εισβάλλουν στη ζωή και την αλλάζουν μονομιάς. Είτε καλές είτε κακές, οι αλλαγές είναι εδώ για να βγάλουν τον παλιακό μανδύα από πάνω μας και να αποκαλύψουν έναν καινούριο εαυτό. Έναν εαυτό που θα αντέχει στην πίεση, θα αγαπάει περισσότερο και θα δίνεται ολοκληρωτικά.

Ο Χένρι Μίλερ (συγγραφέας) έχει πει χαρακτηριστικά: «Το καινούριο εμπεριέχει πάντα μια αίσθηση παραβίασης και ιεροσυλίας. Ό,τι είναι νεκρό, θεωρείται ιερό. Ό,τι είναι καινούριο, δηλαδή διαφορετικό θεωρείται διαβολικό επικίνδυνο ή ανατρεπτικό». Νομίζω πως δεν γίνεται παρά να συμφωνήσεις μαζί του, αφού βρισκόμαστε σε έναν κόσμο που οτιδήποτε μοιάζει διαφορετικό, καταπνίγεται. Προβάλλεται έντονα ο μιμητισμός με αποτέλεσμα ο κόσμος να μην είναι πλέον ο εαυτός του. Και αυτό φαίνεται. Παντού.

Το διαφορετικό, το καινούριο και το αλλιώτικο χώνονται πρόχειρα σε σκονισμένα κουτιά και μπαίνουν στο πατάρι των συνειδήσεων. Δεν συμφέρουν κανέναν. Μόνο ό,τι πουλάει, μόνο ό,τι φωτίζεται. Αλλά ξέρεις, εκείνο το ψεύτικο φως, το τεχνητό. Το φως με τους προβολείς. Μη τυχόν και βρεθεί κάτι αυτόφωτο. Αμέσως παραγκωνίζεται και καταδιώκεται μέχρι να αποδεχθεί την ήττα του. Μέχρι να αποδεχθεί ότι είναι αδύναμο για να τα βάλει με τα «θηρία».

Εσύ δεν πρέπει να είσαι σε καμία κατηγορία από τις δύο. Όχι, δεν πρέπει. Ούτε με εκείνους που λάμπουν ετερόφωτα, αλλά ούτε και με εκείνους που λάμπουν αυτόφωτα όμως δέχονται την ήττα ως αποτέλεσμα. Η ήττα δεν είναι μια από τις επιλογές σου. Ο κόσμος ολάκερος σε καταδέχθηκε όταν γεννήθηκες για να προσφέρεις σε αυτό τον κόσμο «αυτό το κάτι διαφορετικό».

Αν ήταν να προσφέρουμε όλοι το ίδιο πράγμα, τότε η ζωή θα πρέπει να ήταν πολύ μονότονη, δε νομίζεις; Δες μέσα σου, διάλεξε ό,τι λάμπει αυτόφωτα, ανέδειξε την διαφορετικότητά σου και τότε να είσαι σίγουρος ότι τίποτα δεν μπορεί να πάει στραβά.

Πήγαινε κόντρα στο ρεύμα και πίστεψε πως μπορείς να κάνεις το αδύνατο. Ο Ρόμπερτ Φ. Κένεντι (πολιτικός) είχε πει εύστοχα: «Η πρόοδος είναι μια όμορφη λέξη. Όμως, αρχή της προόδου είναι η αλλαγή και η αλλαγή έχει πολλούς εχθρούς». Φρόντισε να τους εξαλείψεις για να μπορέσεις να φτάσεις στο καινούριο που τόσο λαχταράει η ψυχή σου.

Φρόντισε να μην γίνεις σαν τους άλλους. Να ξεχωρίζεις. Να σέβεσαι. Να μην φοβάσαι το καινούριο. Αγκάλιασε την αλλαγή και γίνε και εσύ καινούριος!

Αρχαίοι Έλληνες Μουσικοί

Αγάθων. (5ος αι. π.Χ) Αθηναίος τραγικός ποιητής. Το έργο του έχει χαθεί εκτός από ελάχιστα αποσπάσματα. Πληροφορίες για τον ίδιο και το έργο του έχουμε από τον Αριστοφάνη (στις θεσμοφοριάζουσες) και τον Πλάτωνα (στον Πρωταγόρα και το Συμπόσιο). Σ' αποδίδονται η εισαγωγή του «χρωματικού γένους» στη μουσική της τραγωδίας, ένα είδος αύλησης γνωστό ως «αγαθώνειος αύλησης» καθώς και «εμβόλιμα». Πήρε το πρώτο βραβείο στα Λήναια το 416/7, πρώτη φορά που έπαιρνε μέρος σε δραματικούς αγώνες.

Αθηναίος. (3ος-2ος αι. π.Χ) Αρχαίος σοφιστής και γραμματικός, γεννημένος στην Αίγυπτο. Το μόνο έργο του που σώζεται είναι οι «Δειπνοσοφισταί». Αποτελούνταν αρχικά από 15 βιβλία, από τα οποία όσα σώζονται δίνουν ενδιαφέρουσες πληροφορίες για την αρχαία ελληνική μουσική (όργανα, χοροί, γένη, αρμονίες).

Αισχύλος. (Ελευσίνα 525 π.Χ - Γέλα Σικελίας 456 π.Χ) Ο πρώτος από τους τρεις μεγάλους τραγικούς της κλασσικής Αθήνας. Πολύ σημαντική υπήρξε η συμβολή του στην αναγωγή της τραγωδίας από χορική, και μάλιστα στατική, μουσική απαγγελία σε πλήρως ανεπτυγμένο δράμα, σε δράση, δηλαδή, που αναπαρίσταται. Η μουσική του, απλή , αυστηρή και μεγαλόπρεπη, συγκεντρωνόταν στα χορικά μέρη των δραμάτων του. Απέφευγε το χρωματικό γένος μένοντας σταθερός στο διατονικό. Οι μελωδίες του διακρίνονταν για την καθαρότητα και τον λυρικό παλμό τους. Από τα 90 έργα του, σώζονται μόνο 7 τραγωδίες : Πέρσες, Επτά επί Θήβας, Ικέτιδες, Προμηθέας Δεσμώτης, και η τριλογία Ορέστεια (Αγαμέμνων, Χοηφόροι, Ευμενίδες). Δυστυχώς όμως, δεν μπορούμε παρά μόνο υποθετικά να προσδιορίσουμε το χαρακτήρα του μέλους του, βασισμένοι στην μεγαλόπνοη ρυθμοποιία του.

Αλκαίος . (τέλος 7ου - αρχές 6ου αι. π.Χ) Λυρικός ποιητής από την Λέσβο, γνωστός σε όλη την αρχαία Ελλάδα. Έγραψε επαναστατικά, πολιτικά έργα - για τις ιδέες που εξέφραζε σ΄ αυτά πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του εξόριστος από τους τυράννους της πατρίδας του - πολεμικά και ερωτικά τραγούδια, ύμνους και σκόλια. Ελάχιστα αποσπάσματα σώζονται από το έργο του αρκετά όμως για να μας δώσουν μια χαρακτηριστική εικόνα της τέχνης του.

Αλκμαν. (7ος αι. π.Χ) Λυρικός ποιητής. Δεν είναι βέβαιο αν γεννήθηκε στις Σάρδεις ή στη Σπάρτη όπου έζησε και δημιούργησε. Ο Αλκμαν θεωρείται ο πατέρας της Σπαρτιατικής κλασσικής χορικής μουσικής. Ο ίδιος έγραφε τα κείμενα και την μουσική των έργων του ύμνων, υμεναίων, παρθενίων, υπορχημάτων, παιάνων και σκολίων. Αντιλαμβανόταν το ποιητικό κείμενο, τη μουσική και το χορό ως μία άρρηκτη ενότητα. Στους αυλωδικούς νόμους του χρησιμοποιούσε τρεις αυλητές. Ο Αλκμαν έγραφε στην λακωνική διάλεκτο της εποχής του, χρησιμοποιώντας και επικούς τύπους (κυρίως αιολικά και όχι ιωνικά στοιχεία). Αρκετοί στίχοι των ποιητικών του κειμένων έχουν σωθεί.

Αλύπιος. (4ος ή 3ος αι. π.Χ) Έλληνας θεωρητικός της μουσικής, ο οποίος έγινε γνωστός από το μόνο σωζόμενο έργο του, την «Εισαγωγή μουσικής», κείμενο που θεωρείται η πιο έγκυρη περιγραφή της αρχαίας ελληνικής μουσικής σημειογραφίας.

Αμφίων. Μυθικός κιθαρωδός της αρχαιότητας, γιος του Δία και της Αντιόπης, που κατά την παράδοση διδάχθηκε την μουσική από τον Ερμή. Στον Αμφίωνα αποδίδεται η επινόηση της κιθαρωδίας. Σύμφωνα με έναν, ο Αμφίων, με τη δύναμη της μουσικής του, βοήθησε να χτιστούν τα τείχη της Θήβας, συναρμόζοντας τους ογκώδεις λίθους με τους ήχους της λύρας.

Ανακρέων. (περ. 570 - 485 π.Χ) Λυρικός ποιητής που γεννήθηκε στην ιωνική πόλη Τέω. Μετανάστευσε, κατά χρονική σειρά, στην Θράκη, Σάμο, Αθήνα, Θεσσαλία, όπου έπαιζε και τραγουδούσε στις αυλές των αρχόντων. Στα ποιήματά του διακρίνεται μια ολοφάνερη χαρά για τις απολαύσεις της ζωής, το κρασί, τον έρωτα. Ο Ανακρέοντας χρησιμοποιεί την ιωνική γλώσσα και τα ιωνικά μέτρα σε ανακλαστικό σχήμα. Την επίδρασή του στους μεταγενέστερους αποδεικνύει ο όρος «Ανακρεόντεια», που δόθηκε στα διαμορφωμένα με πρότυπο την ποίηση του ποιήματα.

Αντιγενίδας. (τέλη 5ου - αρχές 4ου αι. π.Χ) Ονομαστός Θηβαίος αυλητής και συνθέτης. Θεωρήθηκε αρχηγός της αυλητικής σχολής των Θηβών. Εκπροσωπούσε, σε αντίθεση με το Δωρίονα, τις νέες τάσεις της μουσικής.

Αριστείδης Κοιντιλιανός. (1ος/3ος μ.Χ. αι.) θεωρητικός της μουσικής. Συνέγραψε το σύγγραμμα «Περί μουσικής» το οποίο αποτελεί την πιο σπουδαία πηγή για τη γνώση της αρχαίας διδασκαλίας της μουσικής.

Αριστόξενος. (375 - 360 π.Χ) Ο σημαντικότερος θεωρητικός της μουσικής της αρχαίας Ελλάδας. Μαθητής του Αριστοτέλη, διαφοροποιήθηκε απ΄ αυτόν λόγω του συγκεκριμένου χαρακτήρα και της συστηματικότητας της μουσικής διδασκαλίας του. Από τον τεράστιο αριθμό των έργων που αναφέρονται στη Σούδα ως δικά του και τα οποία, όπως φαίνεται, διαπραγματεύονταν ποικίλα θέματα (φιλοσοφία, ιστορία κλπ) σώζονται σε μας μόνο κάποια «μουσικολογικά» κείμενα : «Περί αρμονικής» (ή «Αρμονικά στοιχεία» 'η «Αρμονικών στοιχείων βιβλία τρία») και «Ρυθμικά στοιχεία». Οι τίτλοι 12 μουσικών έργων του έχουν διασωθεί σε δικά του ή άλλων συγγραφέων σωζόμενα κείμενα.

Αριστοτέλης. (384 - 322 π.Χ) Ο μεγάλος Σταγειρίτης είχε πολλές - θεωρητικές και πρακτικές γνώσεις και στον τομέα της μουσικής, πράγμα που φαίνεται στις τόσο συχνές αναφορές του στο θέμα αυτό στα περισσότερα έργα του. Είναι ίσως παράξενο το ότι δεν συνέγραψε ειδικό έργο πάνω στη μουσική. Ο Αριστοτέλης υποστηρίζει την ηθική και παιδευτική αξία της μουσικής. Σύμφωνα μ΄ αυτόν, η μουσική πρέπει να διδάσκεται στους νέους γιατί παρέχει ψυχαγωγία και ξεκούραση, γιατί είναι ιδιαίτερα ευεργετική στη διαμόρφωση του χαρακτήρα καθώς και γιατί συμβάλλει στη διανοητική και αισθητική απόλαυση και καλλιέργεια. Τα «Προβλήματα» - έργο σχετικό με τη μουσική αποδόθηκαν αρχικά στον Αριστοτέλη. Η αυθεντικότητά τους όμως είναι αμφίβολη. Πραγματεύονται θέματα ακουστικής, συμφωνιών, φιλοσοφίας, αισθητικής κλπ.

Αριστοφάνης. (450 - 385 π.Χ) Για τη μουσική του σημαντικότερου από τους εκπροσώπους της αρχαίας αττικής κωμωδίας δε γνωρίζουμε πολλά πράγματα. Πάντως, αυτό που συμπεραίνουμε από τη ρυθμοποιία και τη γλώσσα του είναι ότι επεξεργάστηκε τις φόρμες της παραδοσιακής μουσικής. Αυτό πιστοποιείται κι από το γεγονός ότι σατιρίζει τις καινοτομίες του Ευριπίδη και γενικά τους μουσικούς που επιχειρούσαν να ανανεώσουν τη μουσική παράδοση. Η κωμωδία του «Βάκχες» είναι η πιο μουσική.

Αρίων. (7ος - 6ος αι. π.Χ) Λυρικός ποιητής από τη Λέσβο. Έζησε τον πιο πολύ καιρό στην Κόρινθο, επί τυραννίας του Περίανδρου, όπου ονόμασε και δίδαξε το διθύραμβο. Θεωρούνταν ο καλύτερος κιθαρωδός της εποχής του. Ως ποιητής και συνθέτης, έγραψε άσματα και «προοίμια». Δεν μας σώθηκε όμως ούτε ένας στίχος. Θεωρείται επίσης ο ευρετής της χρήσης του τραγικού τρόπου. Στην Κόρινθο, παρουσίασε, με σατυρικούς χορούς, τραγικούς διθυράμβους αφετηρία για τη μελλοντική εξέλιξη της τραγωδίας. Με τον Αρίωνα συνδέεται ο γνωστός μύθος, σύμφωνα με τον οποίο, όταν ο ποιητής, επιστρέφοντας από την Σικελία, ληστεύθηκε και ρίχτηκε στη θάλασσα, τον έσωσε ένα δελφίνι που τον έβγαλε στο Ταίναρο.

Αρχίλοχος (8ος - 7ος αι. π.Χ.) Γεννήθηκε στην Πάρο και ακολούθησε τη ζωή του μισθοφόρου. Σκοτώθηκε σε μάχη εναντίον των Ναξίων. Κορυφαίος εκπρόσωπος της ιαμβικής ποίησης και καυστικότατος σατυρικός για τα δεδομένα της εποχής. Εισήγαγε μεταρρυθμίσεις στο μέτρο χρησιμοποιώντας εναλλακτικά ανόμοια μέτρα. Εφεύρε τις επωδούς και θεωρείται ως ο επινοητής της λυρικής απαγγελίας και της ελεύθερης συνοδείας των τραγουδιών από κιθάρα. Έγραψε και ελεγείες.

Αρχύτας (τέλος 5ου - αρχές 4ου αι. π.Χ.) Μαθηματικός, πυθαγόρειος φιλόσοφος, πολιτικός και στρατηγός. Κυβέρνησε την πόλη του Τάραντα για αρκετά χρόνια. Σύγχρονος του Πλάτωνα συνδέθηκε στενά μαζί του. Ασχολήθηκε και με ζητήματα ακουστικής και ανακάλυψε ότι το ύψος του τόνου του ήχου εξαρτάται από την ταχύτητα των δονήσεων του αέρα και καθόρισε αριθμητικά τις σχέσεις των τόνων και στα τρία τονικά γένη.

Βάκχειος ο Γέρων. (3ος - 4ος αι. μ.Χ) Θεωρητικός της μουσικής γνωστός για το βιβλίο του «Εισαγωγή Τέχνης Μουσικής», για τη ζωή του οποίου τίποτα δεν παραδίδεται.

Βακχυλίδης. (6ος - 5ος αι. π.Χ) Ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές της χορικής λυρικής ποίησης, λίγο νεότερος από τον Πίνδαρο και ανεψιός του Σιμωνίδη, γεννήθηκε στην Κέα. Έζησε για αρκετό καιρό στην αυλή του Ιέρωνα, τυράννου των Συρακουσών. Έχει συνθέσει παιάνες, ύμνους, παρθένια, διθυράμβους αλλά και επινίκια και ερωτικά τραγούδια.

Γαυδέντιος (2ος - 3ος αι. π.Χ) Θεωρητικός της μουσικής. Έγινε γνωστός για το βιβλίο του «Αρμονική Εισαγωγή», στο οποίο ασχολείται με τα διαστήματα, τα γένη κλπ.

Δάμων (5ος αι. π.Χ) Φιλόσοφος και θεωρητικός της μουσικής από τον αττικό δήμο της Όας. Μαθητής του Πρόδικου και, στη μουσική, του Αγαθοκλή και του Λαμπροκλή και δάσκαλος μουσικής του Περικλή, του οποίου υπήρξε και πολιτικός σύμβουλος. Έχοντας συλλάβει σε βάθος το πρόβλημα της επίδρασης της μουσικής στον ανθρώπινο χαρακτήρα, πίστευε τόσο θερμά στην παιδευτική αξία της μουσικής, ώστε υποστήριζε ότι μεταβολές στον τομέα αυτόν θα κλόνιζαν ολόκληρη την πολιτειακή συγκρότηση ενός κράτους. Υποστηρικτής της λύρας κατά τον παλιό ανταγωνισμό των οργάνων, απέρριπτε τον αυλό. Η επίδρασή του είναι ολοφάνερη στον Πλάτωνα ο οποίος τον αναφέρει με ξεχωριστή εκτίμηση.

Δράκων (τέλη 5ου - αρχές 4ου αι. π.Χ) Μουσικός, μαθητής του Δάμωνα. Έζησε στην Αθήνα και ήταν δάσκαλος μουσικής του Πλάτωνα.

Ερατοκλής (5ος αι. π.Χ) Θεωρητικός της μουσικής. Από τον Αριστόξενο, ο οποίος αποκρούει τις απόψεις του Ερατοκλή και της σχολής του, μαθαίνουμε ότι ήταν ένας από τους αρμονικούς και μεγάλος δάσκαλος της μουσικής.

Ευμολπος. Μυθικός επικός ποιητής και μουσικός, ιδρυτής ή αναμορφωτής των Ελευσίνιων Μυστηρίων. Σύμφωνα με τη Σούδα, καταγόταν από την Ελευσίνα, ήταν μαθητής του Ορφέα και είχε κερδίσει με τη λύρα του ένα βραβείο στα Πύθια. Έγραψε τελετουργικά τραγούδια για τη Δήμητρα. Σύμφωνα με άλλη παράδοση, υπήρξε ο πρώτος Ιεροφάντης των Ελευσίνιων μυστηρίων.

Εύνομος Κιθαρωδός από τους Επιξεφύριους Λοκρούς της Ιταλίας. Έγινε γνωστός από έναν μύθο, σύμφωνα με τον οποίο ένας τζίτζικας τραγούδησε τη νότα που έλειπε, όταν έσπασε μια χορδή της κιθάρας του τη στιγμή που διαγωνιζόταν στους Δελφούς με τον Αριστίωνα.

Ευριπίδης (Σαλαμίνα περ. 480 - Μακεδονία 406 π.Χ) Ο νεότερος από τους τρεις μεγάλους τραγικούς, πατέρας του νεότερου δράματος. Από την μουσική του Ευριπίδη σώζονται μόνο δύο μικρά αποσπάσματα : ένα μέρος από την «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» και ένα απόσπασμα από το πρώτο στάσιμο του «Ορέστη». Τα χορικά του δεν μπορούν να χαρακτηριστούν στολίδια, άσχετα με την δράση (οι «Βάκχες» δείχνουν αυτή τη στενή σχέση του χορού με τα γεγονότα της σκηνής). Υπάρχει όμως στο έργο του και μια ολόκληρη σειρά τραγουδιών αυτόνομων, σαν λυρικές παραλογές. Ο Αριστοφάνης παρέδωσε το είδος. Ξέρουμε ότι η μουσική του νεοαττικού διθυράμβου, παραφορτωμένη και ανήσυχη, ήταν εκείνη που επηρέαζε εδώ τον Ευριπίδη. Παρά τις χλευαστικές κριτικές του Αριστοφάνη, η μουσική του Ευριπίδη ήταν δημοφιλής. Έγραψε 92 δράματα, από τα οποία διασώθηκαν πλήρη μόνο τα 19. τα πιο πολυπαιγμένα είναι : «Μήδεια», «Ιππόλυτος», «Εκάβη», «Ικέτιδες», «Ανδρομάχη», «Ηλέκτρα», «Τρωάδες», «Ιφιγένεια εν Ταύροις», «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» και «Βάκχαι».

Ηρακλείδης ο Ποντικός (4ος αι. π.Χ) Έλληνας φιλόσοφος και πολυγραφότατος συγγραφέας από την Ηράκλεια του Πόντου. Σε νεαρή ηλικία ήρθε στην Αθήνα. Ήταν οπαδός του Πλάτωνα κι αργότερα του Αριστοτέλη. Τα έργα του δεν αναφέρονται μόνο σε φιλοσοφικά ζητήματα, αλλά και στη λογοτεχνία και τη μουσική. Απ΄ αυτά, τα μουσικά είναι : «Περί των παρ΄ Ευριπίδη και Σοφοκλή», «Περί μουσικής» και»Περί ποιητικής και ποιητών».

Ησύχιος ο Αλεξανδεύς. (5ος αι. π.Χ) Έλληνας γραμματικός και λεξικογράφος. Έγραψε το «Λεξικόν Ησυχίου», από τα πιο πλούσια και σπουδαία, σημαντική καταγραφή της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, αλλά και πολύτιμη πηγή για την εξήγηση αρχαίων μουσικών όρων και οργάνων.

Θαλήτας (7ος αι.π.Χ) Αοιδός και μελοποιός από τη Γόρτυνα της Κρήτης, σύγχρονος του Λυκούργου. Μελοποίησε σε κρητικούς ρυθμούς παιάνες και επιχώριες ωδές. Θεωρείται μία από τις σημαντικότερες μορφές της 2ης μουσικής σχολής της Σπάρτης και εισηγητής, μαζί με τους Ξενόκριτο, Ξενόδαμο, Πολύμηνστο και Σακάδα, των γυμνοπαιδιών στην πόλη αυτή. Σύμφωνα μ΄ ένα μύθο, κλήθηκε στη Λακεδαίμονα ύστερα από χρησμό του Μαντείου των Δελφών και έσωσε με την μουσική του την πόλη από λοιμό. Τότε πιθανώς εισήγαγε εκεί τους παιάνες προς τιμή του Απόλλωνα και τις ένοπλες πυρρίχιες ορχήσεις.

Θέογνις ( 6ος αι. π.Χ) Ελεγειακός ποιητής από τα Μέγαρα της Αττικής. Επειδή ανήκε στην αριστοκρατική τάξη, αναγκάστηκε να φύγει από την πατρίδα του. Τα ποιήματά του όχι μόνο τραγουδιόνταν για πολλά χρόνια στα συμπόσια, αλλά και αποτελούσαν μέρος του εκπαιδευτικού προγράμματος των δημοκρατικών Αθηναίων, εξαιτίας του συμβουλευτικού και του παιδαγωγικού χαρακτήρα.

Ίβυκος (6ος αι. π.Χ) Έλληνας λυρικός ποιητής, που γεννήθηκε στο Ρήγιο της κάτω Ιταλίας. Κατά τη διαμονή του στην αυλή του Πολυκράτη της Σάμου, στράφηκε προς μία ερωτικά χρωματισμένη χορική ποίηση, που αντικατέστησε τις μυθικές διηηγήσεις της πρώτης δημιουργικής του περιόδου. Στον Ίβυκο αποδίδεται η εφεύρεση της σαμβύκης. Από τα τραγούδια του σπουδαιότερα είναι τα ερωτικά, που διακρίνονται για το θερμό αίσθημά τους.

Ιέραξ (7ος αι. π.Χ) Μουσικός και αυλητής από το Άργος, μαθητής του Όλυμπου του νεώτερου. Ο πιθανός εφευρέτης του ιεράκειου νόμου και του ιεράκειου μέλους.

Κτήσιβος. Σημαντικότατος αρχαίος μηχανικός του 3ου αι. π.Χ, από την Αλεξάνδρεια, στον οποίο αποδίδεται η εφεύρεση της υδραύλεως.

Κινησίας (5ος αι. π.Χ)Συνθέτης διθυράμβων, γιος του κιθαρωδού Μέλη. Έζησε στην Αθήνα, όπου και θεωρούνταν από τους πιο ασεβείς και κακούς ποιητές της εποχής του. Εισήγαγε νέα χορευτικά σχήματα και μάλιστα κατήργησε το χορό στην κωμωδία.

Κλωνάς (7ος αι. π.Χ) Αυλητής και ποιητής από την Τεγέα ή τη Θήβα που έγραψε ελεγείες και τραγούδια. Αναφέρεται και σαν ο επινοητής του αυλωδικού νόμου.

Κορρίνα. Λυρική ποιήτρια από τη Βοιωτία που φέρεται να ήταν δασκάλα του Πίνδαρου τον οποίο νίκησε πέντε φορές σε λυρικούς αγώνες. Έγραφε σε κοινή ελληνική γλώσσα με σαφείς επιδράσεις της βοιωτικής διαλέκτου. Η μετρική της ήταν απλή και τα ποιήματά της ασχολούνταν κυρίως με βοιωτικούς θρύλους.

Λαμπροκλής (αρχές 5ου αι. π.Χ) Μουσικός και συνθέτης διθυράμβων, που έζησε στην Αθήνα κι έγινε γνωστός από μια ωδή στην Αθηνά, της οποίας σώθηκε η αρχή. Υπήρξε μαθητής του Αγαθοκλή και ίσως δάσκαλος του Δάμωνα. Μερικοί τον ταυτίζουν με τον Λάμπρο.

Λάμπρος μουσικός και ποιητής. Αναφέρεται ως δάσκαλος του Σοφοκλή, έτσι τοποθετείται στο τέλος του 6ου - αρχές 5ου αι. π.Χ. Κατά τον Αριστόξενο, ανήκει στους φημισμένους ποιητές, μαζί με τον Πίνδαρο και τον Πρατίνα.

Λάσος ο Ερμιονεύς (δεύτερο μισό του 6ου αι. π.Χ) Λυρικός ποιητής και σοφιστής, που έδρασε στην Αθήνα, στην αυλή του τυράννου Ίππαρχου. Μετά από πρόταση του θεσπίστηκε διαγωνισμός διθυράμβων, υπήρξε δάσκαλος του Πινδάρου. Ο Λάσος θεωρείται ο μεγαλύτερος μεταρρυθμιστής του διθυράμβου μετά τον Αρίωνα, γιατί με σημαντικές καινοτομίες προχώρησε το διονυσιακό χορικό τραγούδι. Ευαίσθητος σε προβλήματα ακουστικής (απέφευγε το γράμμα Σ, επειδή πίστευε ότι προκαλούσε τραχύ ήχο) αντιμετώπισε επίσης θεωρητικά διάφορα μουσικά προβλήματα και είτε υπήρξε ο πρώτος που συνέγραψε θεωρητικό βιβλίο για τη μουσική είτε όχι, αναγνωρίζεται σαν ιδρυτής της μουσικής επιστήμης στην αρχαία Ελλάδα.

Λίνος Μυθικός αοιδός και ποιητής, γιος του Απόλλωνα και της Καλλιόπης (ή της Τερψιχόρης ή της Ευτέρπης). Σύμφωνα μ΄ ένα μύθο ήταν ο πρώτος που τραγούδησε στους ανθρώπους χάρισμα που του έδωσαν οι θεοί. Υπήρξε συνθέτης θρηνητικών τραγουδιών και θεωρείται ο πιθανός επινοητής της τρίχορδης λύρας. Μυθολογείται ότι σκοτώθηκε από τον Απόλλωνα, γιατί καυχήθηκε ότι στην τέχνη της μουσικής ήταν ίσος μ΄ αυτόν, και ότι για τον θάνατό του οι Μούσες θρηνούσαν καθημερινά.

Λύσανδρος ο Σικυώνιος. (6ος αι. π.Χ) Μουσικός και κιθαριστής. Σ΄ αυτόν αποδίδονται η καθιέρωση της ψιλοκιθαριστικής (σόλο κιθάρα) και της «έναυλης κιθάρισης» (κιθάρα με συνοδεία αυλού)

Μαρσύας. Μυθικός αοιδός και μουσικός. Στους αρχαιότερους μύθους αναφέρεται ως Σειληνός, ενώ στους μεταγενέστερους ως Σάτυρος. Θεωρείται ο επινοητής της αυλητικής τέχνης. Κατά τον μύθο, τον αυλό εφεύρε η Αθηνά, η οποία όμως, βλέποντας, καθώς έπαιζε, την εικόνα της παραμορφωμένη στα νερά του ποταμού Μαιάνδρου, τον πέταξε μακριά για να τον βρει ο Μαρσύας.

Μελανιππίδης (5ος αι. π.Χ) Κιθαρωδός και συνθέτης διθυράμβων από τη Μήλο. Του αποδίδεται η αύξηση του αριθμού των χορδών της λύρας σε 12. Εξάλλου, εισήγαγε πολλές καινοτομίες στη μουσική του διθυράμβου, πιο σημαντική ήταν αυτή της αναβολής, που κατήργησε τις στροφές και αντιστροφές. Από τα έργα του σώθηκαν λίγοι μόνο στίχοι.

Μίμνερμος (τέλη 7ου αι. π.Χ) Ελεγειακός ποιητής από την Κολοφώνα ή τη Σμύρνη, γνωστός και ως έξοχος αυλητής. Θεωρείται ο πατέρας της ερωτικής ελεγείας και έγινε διάσημος για το γλυκό, ερωτικό και μελαγχολικό χαρακτήρα των τραγουδιών του. Το σύνολο του έργου του είχε αργότερα συγκεντρωθεί σε δύο βιβλία (το πρώτο με τίτλο «Ναννώ», όνομα μιας αγαπημένης του αυλήτριας).

Μουσαίος Επικός ποιητής, αοιδός και αστρονόμος, που έζησε στην Αθήνα, καταγόταν από την Ελευσίνα ή τη Θράκη. Διάφορα ορφικά χωρία μαρτυρούν τη στενή του σχέση με τον Ορφέα. Σύμφωνα με μια μυθική παράδοση, οι μούσες παρέδωσαν τη λύρα του Ορφέα στο Μουσαίο ως κληρονόμο του μεγάλου ποιητή. Κατ΄ άλλη παράδοση, δίδαξε τη μύηση που γινόταν στο ναό της Δήμητρας, στα Ελευσίνια Μυστήρια. Του αποδίδονται μια «Θεογονία», ύμνοι, ποιήματα και χρησμοί.

Μούσες. Θεότητες, προστάτιδες της πνευματικής γενικά δημιουργίας στην αρχαία Ελλάδα, αλλά κυρίως της μουσικής και της ποίησης. Ήταν εννέα και καθεμιά είχε υπό την προστασία της μία εκδήλωση της πνευματικής δημιουργίας. Η Κλειώ την ιστορία, η Ευτέρπη την αυλητική τέχνη, η Θάλεια την κωμωδία και την βουκολική ποίηση, η Μελπομένη τη μουσική και την τραγωδία, η Τερψιχόρη τη λυρική ποίηση, η Πολυμνία τη μιμητική τέχνη και τους ύμνους προς τους θεούς, η Ουρανία την αστρονομία και η Καλλιόπη την επική ποίηση και τη ρητορική.

Μυρτίς (6ος αι. π.Χ) Ποιήτρια. Κατά τη Σούδα, υπήρξε δασκάλα του Πινδάρου και της Κόριννας. Ο Πλούταρχος την ονομάζει ποιήτρια μελών, χαρακτηρισμός που θα μπορούσε να σημαίνει ποιήτρια μονωδικών ποιημάτων.

Νικόμαχος ο Γερασηνός. (2ος αι. π.Χ) Νεοπυθαγόρειος φιλόσοφος και θεωρητικός της μουσικής. Έγραψε κι ένα «εγχειρίδιο αρμονικής» (σε δύο βιβλία), στο οποίο εκθέτει με σαφήνεια τις πυθαγόρειες αρχές για τη μουσική.

Ξενόκριτος (7ος αι. π.Χ) Μουσικός από τους Λοκρούς της Ιταλίας, που έζησε στη Σπάρτη. Θεωρείται, μαζί με άλλους σημαντικούς μουσικούς, εισηγητής των γυμνοπαιδιών στη Σπάρτη. Συνέθεσε χορικά άσματα με θέματα επικά και ίσως ήταν πρόδρομος του Στησιχόρου.

Όλυμπος ο αρχαίος. Προομηρικός μυθικός αυλητής, ραψωδός και ποιητής από τη Φρυγία. Σ΄ αυτόν αποδίδεται η επινόηση και η διάδοση της αυλητικής.

Όλυμπος ο νεότερος. (7ος αι. π.Χ). Εισήγαγε την οργανική μουσική στην Ελλάδα. Σ΄ αυτόν αποδίδονται η τελειοποίηση της αυλητικής τέχνης και μια σειρά από επινοήσεις, όπως ο πολυκέφαλος νόμος, το εναρμόνιο γένος κ.α. θεωρείται από τις σημαντικότερες μορφές στην ιστορία της αρχαίας ελληνικής μουσικής.

Ορφεύς. Φημισμένος εξαίρετος μουσικός της αρχαιότητας που συγκινούσε με τη λύρα και τη φωνή του όχι μόνο τους ανθρώπους αλλά και τα ζώα. Ήδη από το τέλος του 6ου αιώνα π.Χ. ήταν γνωστός ο θρύλος ότι οι αργοναύτες τον πήραν μαζί τους, γιατί η μουσική του ασκούσε μαγική επίδραση ακόμα και στις πέτρες και στα δέντρα. Λεγόταν ότι μητέρα του ήταν η Μούσα Καλλιόπη και πατέρας του ο άρχοντας της Θράκης Οίαγρος (ή ο Θράξ Πιέρος ή ο Απόλλων). Ο θάνατός του κατά μια εκδοχή οφείλεται σε εξέγερση των γυναικών της Θράκης, οι οποίες τον κατακρεούργησαν γιατί δεν τις είχε δεχθεί στη θρησκεία του. Οι Μούσες, ωστόσο, μάζεψαν τα μέλη του και τα έθαψαν. Οι μύθοι για τον Ορφέα πλουτίστηκαν πολύ από την εποχή που η θρησκευτική αίρεση των Ορφικών τον τίμησε ως αρχηγό και του απέδωσε τη μουσική διδασκαλία για την διπλή φύση του ανθρώπου (θεϊκή και τιτανική), η οποία ήρθε σε αντίθεση με τις δοξασίες του Διόνυσου. Επειδή ο Ορφέας με την κάθοδό του στον Άδη εισήγαγε Μυστήρια που υπόσχονταν ευδαίμονα μεταθανάτια ζωή, λεγόταν ότι ο θάνατός του οφειλόταν σε εκδίκηση του Δία.

Πίνδαρος. (522-446 π.Χ) Ο κορυφαίος της χορικής ποίησης και ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές της αρχαίας Ελλάδας. Γεννήθηκε στις Κυνός Κεφαλές κοντά στη Θήβα και πήρε τα πρώτα μαθήματα ποιητικής και αυλητικής από το θείο του, Σκοπελίνο. Έγραψε ύμνους, παιάνες, διθυράμβους, εγκώμια. Ως προς το χαρακτήρα του έργου του, έμεινε πιστός στην παράδοση και με το απλό, σεμνό και μεγαλόπρεπο ύφος του κέρδισε το σεβασμό των Ελλήνων. Σ΄ αυτόν αποδίδεται, αν και πολλοί το αμφισβητούν, ένα από τα ελάχιστα σωζόμενα δείγματα ελληνικής μουσικής. Πρόκειται για ένα αντίγραφο χαμένου χειρογράφου που περιέχει την αρχή του πρώτου Πυθιόνικου.

Πλούταρχος. (46-120 μ.Χ) Ο πολυγραφότατος συγγραφέας, βιογράφος και φιλόσοφος από τη Χαιρώνεια της Βοιωτίας, μας παρέχει σημαντικές πληροφορίες για την αρχαία ελληνική μουσική στα έργα του «Βίοι παράλληλοι» και «Ηθικά», αλλά προπάντων στις ειδικές πραγματείες του «Περί της εν Τιμαίω ψυχογονίας» και «Περί μουσικής».

Πολυδεύκης Ιούλιος (2ος αι. μ.Χ) Λεξικογράφος, από τη Ναυκράτη της Αιγύπτου. Οφείλει τη φήμη του στο έργο «Ονομαστικόν», ένα λεξικό αποτελούμενο απ΄ο10 βιβλία. Το τέταρτο από αυτά αποτελεί σημαντική πηγή πληροφοριών για την αρχαία ελληνική μουσική και το θέατρο.

Πολύμνηστος (τέλος 7ου - αρχές 6ου αι. π.Χ) Κολοφώνιος ποιητής και μουσικός, γιος του Μέλη. Τελειοποίησε την αυλωδία του Κλωνά και έγραψε «άσεμνα» τραγούδια με συνοδεία αυλού. Αναφέρεται ως μέλος της 2ης μουσικής σχολής στη Σπάρτη.

Πρατίνας ο Φλειάσιος. (τέλος 6ου - αρχές 5ου αι. π.Χ) Δραματικός ποιητής από τη Φλειούντα της Αργολίδας, που έζησε στην Αθήνα. Έγραψε τραγωδίες, αλλά περισσότερο ασχολήθηκε με το σατυρικό δράμα. Εκτός από δραματικά έργα, έγραψε λυρικά ποιήματα και υποχορχήματα, από τα οποία σώθηκαν σημαντικά αποσπάσματα.

Προνόμος (5ος αι. π.Χ). Θηβαίος αυλητής. Ήταν ο πρώτος που έπαιξε όλες τις αρμονίες πάνω στον ίδιο αυλό και απόκτησε μεγάλη φήμη για την εκφραστικότητα που χαρακτήριζε τις εκτελέσεις του.

Πυθαγόρας. (570 - 496 π.Χ) Ο μεγάλος αυτός φιλόσοφος και μαθηματικός ήταν ο πρώτος που θεμελίωσε επιστημονικά τη θεωρία της μουσικής. Η μαθηματική του σκέψη αποτελεί μια νέα κατεύθυνση στην ελληνική φιλοσοφία. Κατευθυντήριος άξονας για την ερμηνεία του κόσμου ήταν για τους Πυθαγόρειους η πίστη ότι τα πάντα είναι ουσιαστικά αριθμοί. Έτσι και τα ακουστικά φαινόμενα, οι σχέσεις των τόνων και των αρμονιών, προσεγγίζονται με βάση την πίστη αυτή. Στη μουσική ανακάλυψε τους αριθμητικούς λόγους των συμφωνιών : α) της 5ης (3/2 για πέντε), β) της 4ης (4/3 δια τεσσάρων), γ) της 8ης (2/1 δια πασών) και ακόμα ταξινόμησε τις επτά αρμονίες. Στη σχολή του οφείλεται η πιο σημαντική ερμηνεία για τη θεωρία της μουσικής στην αρχαία Ελλάδα.

Πυθοκλείδης (535 - 472 π.χ) Αυλητής από την Κέω, που εισήγαγε τη μιξολυδική αρμονία στην τραγωδία. Υπήρξε δάσκαλος του Περικλή και αναφέρεται από τον Πλάτωνα ως σοφιστής.

Σακάδας (τέλη 7ου - αρχές 6ου αι. π.Χ) Αυλητής από το Άργος, ο οποίος έγινε διάσημος γιατί επινόησε τον «πυθικό νόμο», τον πιο σημαντικό αυλητικό νόμο, που περιέγραφε τον αγώνα του Απόλλωνα με το δράκοντα Πύθωνα. Νίκησε τρεις φορές σε αγώνες αυλητικής στα Πύθια. Ήταν μέλος της δεύτερης μουσικής σχολής της Σπάρτης. Του αποδίδεται (μαζί με τους Θαλήτα, Πολύμνηστο, Ξενόδαμο και Ξενόκριτο) η εισαγωγή των γυμνοπαιδιών στη Σπάρτη, σε μια φιλελεύθερη για την πόλη εποχή.

Σαπφώ. (περ. 630-570 π.Χ) Η αρχαία ελληνίδα ποιήτρια με τη μεγαλύτερη φήμη και τα πλουσιότερα ποιητική χαρίσματα. Έζησε στη Μυτιλήνη, όπου είχε ιδρύσει σχολή λυρικής ποίησης, στην οποία φοιτούσαν νέες κοπέλες. Το όνομά της εμφανίζεται στα λείψανα των αρχαίων κειμένων με τον τύπο Ψάπφα (αιολική διάλεκτος). Από το πλούσιο έργο της έχει σωθεί μικρό μέρος, αρκετό όμως για να δικαιολογήσει το χαρακτηρισμό της ως δέκατης Μούσας. Έγραψε ύμνους, επιθαλάμια, επιγράμματα, τραγούδια ερωτικά κ.α. Σ΄ αυτήν αποδίδεται η επινόηση της μιξολυδικής αρμονίας. Η τέχνη της ξεχωρίζει χάρη στην αμεσότητά της.

Σείκιλος Έλληνας ποιητής των ρωμαϊκών χρόνων. Επιτύμβια πλάκα που βρέθηκε το 1982 στις Τράλλεις της Μ. Ασίας διασώζει ποίημά του - είδος σκόλιου - πάνω από το οποίο σημειώνεται με φθογγόσημα η μουσική του.

Σιμωνίδης ο Κείος (556 - 468 π.Χ.) Επιφανής λυρικός ποιητής της αρχαιότητας. Τα περισσότερα χρόνια της ζωής του τα πέρασε στις αυλές τυράννων και βασιλιάδων, διαφόρων ελληνικών πόλεων, συνθέτοντας λυρικά ποιήματα έναντι αμοιβής. Έγραψε ύμνους, εγκώμια, θρήνους, επινίκια, τις περίφημες ελεγείες του, επιγράμματα κ.λ.π. Σε αυτόν αποδίδεται η προσθήκη της 8ης χορδής στη λύρα. Ασχολήθηκε πολύ με τη χορική ποίηση. Ο Πλάτωνας τον κατατάσσει ανάμεσα στους επτά σοφούς της αρχαιότητας.

Σοφοκλής (496-406 π.Χ) Μεγάλος τραγικός ποιητής. Πήρε σπουδαία μόρφωση. Διδάχθηκε μουσική και όρχηση πιθανότατα από το διάσημο μουσικό Λάμπρο. Έγραψε 123 δράματα από τα οποία 18 σατυρικά και νίκησε 24 φορές σε δραματικούς αγώνες. Απ΄ αυτά διασώθηκαν 7 ακέραια («Αντιγόνη», «Ηλέκτρα», «Τραχίνιαι», Οιδίπους επί Κολωνό», «Οιδίπους Τύραννος», «Αίας», «Φιλοκτήτης»). Από την μουσική του τίποτα δεν έχει διασωθεί. Τα χορικά του πάντως είναι υψηλά δείγματα λυρισμού κι ενός στοχασμού ήρεμου, μεστά από μεγαλοπρέπεια και χάρη. Έγραψε επίσης ελεγείες και παιάνες.

Στησίχορος. (632-556 π.Χ) Χορικολυρικός ποιητής και κιθαρωδός, που άκμασε στην Ιμέρα της Σικελίας. Η ποίησή του είναι κοντά στο έπος. Κατά τη Σούδα αντικατέστησε τη νομοστροφική ωδή με τη φόρμα : στροφή - αντιστροφή - επωδός.

Τελέσιλλα. (3ος αι. π.Χ) Λυρική ποιήτρια από το Άργος που διακρίθηκε για τα παρθένια και τα άσματά της σε ιωνικά δίμετρα.

Τελέστης. (420-345 π.Χ) Λυρικός ποιητής από τη Σελινούντα της Σικελίας. Πασίγνωστος διθυραμβοποιός, νικητής σε σχετικούς αγώνες στην Αθήνα και φορέας αλλαγών στη σύνθεση, για τις οποίες επικρίθηκε από τους συντηρητικούς. Σώζονται ελάχιστα αποσπάσματα από τα έργα του «Αργώ», «Ασκληπιός» και «Διθυραμβικός Υμέναιος»

Τέρπανδος (8ος αι. π.Χ) Λέσβιος ποιητής και μουσικός. Νίκησε δύο φορές στους αγώνες των Κάρνειων στη Σπάρτη και ακόμα πολλές φορές στα Πύθια. Ταξίδεψε πολύ και έζησε στη Σπάρτη, όπου συνετέλεσε τόσο στην πολιτική σταθερότητα, όσο και στη μουσική ανάπτυξη της πόλης. Απαράμιλλος κιθαριστής, θεωρείται ο θεμελιωτής της ελληνικής λυρικής ποίησης, με την εφεύρεση του βαρβίτου, την προσθήκη 8ης χορδής στην επτάχορδη λύρα και άλλες σημαντικές καινοτομίες. Ακόμα σ΄ αυτόν αποδίδεται η παγίωση των κιθαρωδικών νόμων και ο Τερπάνδρειος νόμος.

Τιμόθεος ο Μιλήσιος. (450-360 π.Χ) Διθυραμβοποιός από τη Μίλητο. Η προσθήκη της 11ης χορδής στη λύρα και η ανάπτυξη της μονωδίας είναι μέρος από την προσφορά του. Οι καινοτομίες αυτές προκάλεσαν ζωηρές αντιδράσεις. Παρά τη μεγάλη φήμη του, έχουν σωθεί αποσπάσματα μόνο από τα έργα του : «Κύκλωπας», «Νιόβη», «Πέρσαι», «Σκύλλα», «Ελπήνωρ».

Τυρταίος (7ος αι. π.Χ) Ελεγειακός ποιητής και μουσικός από τη Σπάρτη. Κατ΄ άλλους καταγόταν από την Αθήνα. Οι ελεγείες του και τα πολεμικά του άσματα ενέπνευσαν σε τέτοιο βαθμό τους Σπαρτιάτες στον πόλεμο με τους Μεσσήνιους, ώστε του έδωσαν το δικαίωμα του πολίτη της Σπάρτης και όρισαν να τραγουδιούνται αυτά πριν από τις εκστρατείες τους. Χαρακτηριστικά του ύφους του, που είναι επικό με πολλά δωρικά στοιχεία, είναι τα σωζόμενα έργα του «Ευνομία», «Πολιτεία», «Ελεγεία» κ.α.

Υάγνις. Αρχαιότατος μυθικός μουσικός από τις Κελαινές της Φρυγίας, μαθητής του Μαριανδυνού (εφευρέτη της θρηνητικής αυλωδίας ). Θεωρούνταν εφευρέτης του μονού και του διπλού αυλού, του διατονικού γένους και του τρίχορδου.

Φρύνις (5ος αι. π.Χ) Μουσικός καταγόμενος από τη Μυτιλήνη. Κέρδισε το πρώτο βραβείο κιθαρωδίας στα Παναθήναια το 446 π.Χ. Ανάμεσα σε πολλές καινοτομίες του, για τις οποίες σατιρίστηκε από τους κωμικούς της εποχής, ήταν και η χρήση εννεάχορδης κιθάρας.

Ἡ Θεὰ Σελήνη εἰς τὴν μυθολογίαν

Ὁ εὐαστὴρ τῆς Σελήνης ἔλαβε τὴν ὀνομασίαν του ἐκ τῆς ὁμωνύμου προσωνυμίας τῆς Θεᾶς. Τὸ ὄνομα ἐτυμολογείται ἀπὸ τὸ "σέλας", δηλαδὴ τὸ φέγγος ποὺ κοσμεῖ τὴν νύκταν, διὸ καὶ ἡ Θεὰ καλεῖται 'νυκτός ἂγαλμα'.

Θεία δ’ ᾿Ηέλιόν τε μέγαν λαμπράν τε Σελήνην
᾿Ηῶ θ’, ἣ πάντεσσιν ἐπιχθονίοισι φαείνει
ἀθανάτοις τε θεοῖσι τοὶ οὐρανὸν εὐρὺν ἔχουσι,
γείναθ’ ὑποδμηθεῖσ’ ῾Υπερίονος ἐν φιλότητι.
[Ἡσιόδου Θεογονία, 371-374]

Ὁ ὁμηρικὸς ὕμνος περιγράφει τὴν λάμψιν ποὺ ἐκπορεύεται ἐκ τῆς ἀθανάτου κεφαλῆς της, καὶ ποὺ περιελίσσεται εἰς ὅλην τὴν γῆν. "Πολλὰ κοσμήματα πηγάζουν ἀπὸ τὸ λαμπερὸν της φέγγος καὶ ὁ ἀλαμπὴς ἀὴρ ἀστράπτει ἀπὸ τὴν χρυσὴν της κορώνα, αἱ δὲ ἀκτῖνες της φωτίζουσιν τὴν ὕπαιθρον. Κὶ ὅταν τὸ ὡραῖο της σῶμα ἔχει λούσει ἀπὸ Ὠκεανοῦ ἀναδυόμενη καὶ ἐνδυθεῖ τὸ λαμπρὸν της ἔνδυμα, ζεύοντας τοὺς ἀστραφτεροὺς της ἵππους μὲ τοὺς δυνατοὺς λαιμούς, γοργὰ θὰ ὁδηγήσει τοὺς καλλίτριχους ἵππους πρὸς τὴν ἐσπερινὴν πανσέληνον. Κὶ ὅταν ἡ μεγάλη τροχιὰ της πληρωθεῖ, τότε λαμπρόταται γίνονται αἱ ἀκτῖνες της σὰν αὐξηθεῖ, εἰς οὐρανὸν καὶ για τοὺς θνητοὺς τεκμήριον καὶ σημεῖον τίκτουσιν".

Ἄλλαι περιγραφαὶ θέλουσιν τὸ ἅρμα τῆς νὰ σύρεται ἀπὸ βοῦς, καὶ ἡ ἠμισέληνος κορώνα της νὰ συσχετίζεται μὲ τὰ κέρατα τοῦ ταύρου. Ἡ Σελήνη μέγας τροφὸς ἐστὶ κάθε τὶ φυόμενου διὰ τῆς ζωογόνου θείας Δρόσου της (Ἔρσης), ἄλλοτε καλουμένης Πανδείας, ποὺ ἀποκτᾷ ἐκ τῆς μίξεώς της μετὰ τοῦ Διός.

Κατόπιν τῆς δύσεως, ἡ ῥοδοδάκτυλος Σελήνη ὑπερέχει πάντων τῶν ἄστρων καὶ τὸ φῶς της ὁμοῖως ἐξαπλώνεται εἰς τὴν ἀλμυρὴν θάλασσαν καὶ τοὺς πολυάνθιμους ἀγρούς, ἡ δὲ δρόσος ὄμορφα χύνεται κὶ ἀνθίζουσιν τὰ ῥόδα καὶ ὁ τρυφερὸς ἄνθρυσκος καὶ ὁ πολυανθὴς μελίλωτος.
[Σαπφὼ, ἀπόσπ. 96]

Οἱ ἔρωτες τῆς Σελήνης

Ἡ Σελήνη θεωρεῖται ἐρωτικὴ θεά, ἰδίως ὠς πρὸς τὴν ὀνειρικὴν πλευρά τοῦ Ἔρωτος καὶ τῶν ἐρωτικῶν πόθων, καὶ συχνῶς ἀναφέρεται εἰς ἐρωτικὴν ποίησιν.

εἶχε δὲ τὴν πέτραν ἐκείνην (σεληνόπετρα) ποὺ τοὺς ἄνδρας εἰς πόθον ἕλκει, τὸ φωτεινὸν ὄνομα φέρουσα τῆς ποθοβόλου Σελήνης
[Νόννος, Διονυσιακά, 32, 22]

Εἰς τοὺς μύθους φέρεται ὠς ἀγαπημένη τοῦ Διὸς καὶ τοῦ Πανός. Ἀπὸ τὴν ἐρωτικὴν της μῖξιν μὲ τὸν Δία ἀποκτᾷ τὴν Πανδείαν (παν+θεῖα), κόρην ἐξέχοντος κάλλους μεταξὺ τῶν θεῶν.

Ἡ Πανδεία φέρει τὴν ἰδιότητα τῆς Ἔρσης, τῆς ζωογόνου δρόσου τῆς Σελήνης καὶ πιθανῶς νὰ εἶναι ἡ ἴδια ποὺ προσωνυμείται Νεμέα, ἡ προστάτιδα κόρη τῆς ὁμωνύμου περιοχῆς καὶ πόλεως. Ἡ Σελήνη ἐμφανίζεται καὶ ὠς ἡ τροφὸς τοῦ Λέοντος τῆς Νεμέας.

…λέγουσιν πὼς καὶ ὁ Νεμαῖος λέων ἔπεσε ἀπὸ τὴν Σελήνην. Ἀλλὰ καὶ τὰ ἔπη τοῦ Ἐπιμενίδου ἀναφέρουσιν:
διότι ἐγὼ γένος εἶμαι τῆς καλλικόμου Σελήνης,
ποὺ τρέμοντας ἀπὸ δέος ἀπέσεισε τὸν θηριώδη λέοντα
ἐν Νεμέᾳ, ἀνάγουσα αὐτὸν κατὰ τὸ θέλημα τῆς πότνιας Ἥρης.
[Αιλιανός, Περί ζώων, 12.7]

Εἰς ἀρκαδικὴν παράδοσιν, ὁ Πᾶν φέρεται ὠς ἐραστὴς τῆς Σελήνης, ὁ ὁποῖος τῆς δωρίζει ἀγέλη λευκῶν βοῶν. Ἡ πλέον γνωστὴ ἱστορία εἶναι ἡ περὶ τῶν ἐρώτων της μὲ τὸν Ἐνδυμίωνα. Ὁ Ἐνδυμίων, νέος ἀπαραμίλλου κάλλους, φέρεται ὠς υἱὸς τῆς Καλύκης καὶ τοῦ Ἀεθλίου, υἱοῦ τοῦ Διός. Ὁδήγησε τοὺς Αἰολεὶς τῆς Θεσσαλίας ἐς Ἠλείαν ὅπου καὶ ἐβασίλευσε. Οἱ μῦθοι τὸν περιγράφουσιν ὠς νέον ποιμένα, πάγκαλον, ὃς ἐμπνέει ἔρωτα σφοδρὸν εἰς τὴν Σελήνην. Ἐκείνη μίγεται μαζὶ του καὶ μετὰ ἀπὸ παράκλησιν της ὁ Δίας ὑπόσχεται εἰς Ἐνδυμίωνα τὴν πραγματοποίησιν μιᾶς εὐχῆς του.

Ὁ νέος διαλέγει νὰ μείνει ἀθάνατος καὶ ἀγέραστος διὰ αἰωνίου ὕπνου. Ὁ μῦθος τοποθετείται ἄλλοτε εἰς Πελοπόννησον καὶ ἄλλοτε εἰς τὸ ὄρος Λάτμος τῆς Καρίας περιοχῆς, ἐγγύος τῆς Μιλήτου.

Τὸ ὄρος (Λάτμος) εὑρίσκεται πάνω ἀπὸ τὴν Ἡράκλεια. Σὲ μικρὴν ἀπόστασιν, διαβαίνοντας ποταμίσκον πρὸς Λάτμῳ, δείκνυται τάφος Ἐνδυμίωνος ἔντος σπηλαίου τινός.
[Στράβων, Γεωγραφικά, 14.1.8]

Συμφώνως πρὸς ἔτερην ἐκδοχὴν τοῦ μύθου, ἡ Σελήνη ἐρωτεύεται τὸν Ἐνδυμίωνα τῇ διαρκείᾳ τοῦ ἀγεράστου ὕπνου, δικαίωμα ποὺ τοῦ εἶχε παραχωρηθεῖ ἐκ τοῦ Διός. Ἡ ἐρωτευμένη Σελήνη ἔρχεται τὴν νύκταν, μιγεῖσα ἐν φιλότητι μὲ τὸν νέον, ἀΐδωτη ἀπ' ὅλους, διο καὶ οὐδεὶς ἀρχαῖος ποιητὴς περιγράφει τὴν ἐρωτικὴν πρᾶξιν. Ἐκ τῶν ἐρώτων τῆς Σελήνης καὶ τοῦ Ἐνδυμίωνως γεννῶνται πενήντα κόραι.

Σελήνη καὶ Ψυχή

Ἡ Σελήνη σχετίζεται μὲ τὸν κόσμον τῶν ψυχῶν. Τῆς ἀποδίδεται ἡ συνδετική, ἡ συνεκτικὴ ἰδιότης, ἰδίᾳ ἐννοίᾳ ποὺ ἡ Ψυχή, κατὰ Πλάτωνα, ὁ συνεκτικὸς κρίκος ἐστὶ μεταξὺ τοῦ σώματος καὶ τοῦ νοῦ, τοῦ καθάριου πυρὸς τοῦ προερχόμενου ἐκ τῶν ἀστέρων. Συμφώνως πρὸς τὸν Πλούταρχον, ὁ Ἥλιος προσφέρει τὸ θεῖον πῦρ, ἡ Σελήνη τὴν ψυχὴν καὶ ἡ Γῆ τὸ σῶμα. Μετὰ τὸν θάνατον αἱ ψυχαὶ περιπλανώνται τῇ ὑποσελήνιᾳ περιοχῇ κὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἀνέρχονται εἰς Σελήνην, ὅπου σταδιακῶς ἀποβάλλουσιν τὴν βαρύτερην ὕλην καὶ κεκαθαρμέναι δύνανται νὰ ἐπαναγεννηθοῦν ἢ νὰ διαλυθοῦν ὠς ψυχαὶ καθὼς ὁ νοῦς ἐπιστρέφει εἰς Ἥλιον.

Ἐπὶ τούτου παραθέτουμε τὸ ἀκόλουθον ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸν Πλούταρχο, ὅπου ἀναφέρονται τὰ περὶ Στυγὸς καὶ ἡ σχέση τῆς μὲ τὸν Ἅδην καὶ τὴν Σελήνην, σχετικῶς μὲ τὰς ψυχάς. Ἡ Στὺξ συσχετίζεται καὶ μὲ τὸν κῶνον τῆς σκιᾶς τῆς γῆς· ὅταν δὲ προσπίπτει τῇ Σελήνῃ ἐπιφέροντας ἔκλειψιν, αἱ περιπλανώμεναι ψυχαὶ τοῦ ἐπιχθονίου χώρου ὁδηγούνται πρὸς Ἅδην καὶ δύνανται νὰ ἀνέλθουν ἀπὸ τὸν ὑποσελήνιον χώρον.

Ἐρωτηθεὶς ποία ἡ Στυξ, "ὁδὸς εἰς Ἅδην", ἀπάντησε, "ἔρχεται ἀπὸ ἔναντι καὶ ἡ ἴδια ἡ κορυφὴ της σχίζει στα δύο τὸ φῶς. Ὄπως βλέπεις, καθὼς ἀνεβαίνει ἐκ τοῦ Ἅδου, τὸ σημεῖον τῆς διαδρομῆς της ὅπου ἀγγίζει τὸ φῶς σχηματίζει τὸ ὅριον τῆς ἐσχάτης μερίδας τῶν ὅλων. Τέσσαρες δὲ εἰσὶ αἱ ἀρχαὶ τῶν πάντων, τῆς ζωῆς ἡ πρώτη, τῆς κινήσεως ἡ δεύτερη, τῆς γενέσεως ἡ τρίτη καὶ τῆς φθορᾶς ἡ τελευταία. Τὴν πρώτην συνδέει μὲ τὴν δεύτερην ἡ Μονάς, κατὰ τὸ ἀόρατον, τὴν δεύτερην μὲ τὴν τρίτην ὁ Νοῦς κατὰ τὸν ἥλιον, τὴν τρίτην μὲ τὴν τέταρτην ἡ Φύσις κατὰ τὴν σελήνην. Σὲ κάθε σύνδεσμον κάθεται Μοῖρα κλειδοῦχος, τῆς Ἀνάγκης θυγάτηρ. Ἐπὶ τοῦ πρώτου ἡ Ἄτροπος, ἐπὶ τοῦ δευτέρου ἡ Κλωθώ, καὶ ἐπὶ ἐκείνου τῆς σελήνης ἡ Λάχεσις καὶ γύρω ἀπὸ ἐκείνην (ἵσταται) ἡ καμπὴ τῆς γενέσεως.

Αἱ ἄλλαι νῆσοι κατέχονται ἀπὸ θεούς, ἐνῶ ἡ Σελήνη ὄντας τῶν ἐπιχθονίων δαιμόνων ἀποφεύγει τὴν Στύγα, περνώντας ἐλαφρῶς ἀπὸ πάνω τῆς καὶ πιάνεται ἀπὸ ἐκείνην μόνον μίαν φορὰν ἀνὰ ἑκατὸν ἐβδομήντα ἑπτὰ δεύτερα μέτρα. [177 ἡμέραι ἀποτελοῦσιν 6 σεληνιακοὺς μῆνας, ἐδῶ ἀναφέρονται αἱ σεληνιακαὶ ἐκλείψεις]

Ὅταν ἡ Στὺξ πλησιάζει, αἱ ψυχαὶ βοώσιν ἀπὸ δέος, διότι ὁ Ἅδης ἁρπάζει πολλὰς ποὺ ὀλισθαίνουσιν καὶ ἄλλας ἀνακομίζει ἀπὸ κάτω ἡ Σελήνη, καθὼς τὴν πλησιάζουσιν κολυμπώντας, ὅσων τὸ τέλος τῆς γενέσεως συνέπεσε τὸν κατάλληλον καιρόν. Ἐκτὸς ἀπὸ ὅσας μιαρὰς καὶ ἀκαθάρτους, ταύτας ἡ Σελήνη ἀστράπτουσα καὶ βρυχώμενη φοβερὰ δὲν ἀφήνει νὰ πλησιάσουν, ἀλλὰ θρηνώντας τὴν δικὴν των μοῖρα ἀπογοητευμέναι φέρονται κάτω πάλιν πρὸς ἄλλην γένεσιν, ὠς βλέπεις".

"Μὰ τίποτε δὲν βλέπω", εἶπε ὁ Τίμαρχος, "παρὰ μόνον ἀστέρας πολλοὺς γύρω ἀπὸ τὸ χάσμα παλλόμενους, ἄλλους νὰ βυθίζονται εἰς αὐτὸ κὶ ἄλλους νὰ ἐκτοξεύονται ἀπὸ κάτω".

"Βλέπεις ἑπομένως, τοὺς ἰδίους τοὺς δαίμονας, ἀλλὰ τὸ ἀγνοεῖς. Τὸ πρᾶγμα ἔχει ὠς ἑξῆς:

Πᾶσα ψυχὴ μετέχει τοῦ νοῦ καὶ δὲν εἶναι οὔτε ἄλογος οὔτε ἄνους, ἀλλὰ ὄσο μέρος της μίγεται μὲ τὴν σάρκα καὶ τὰ πάθη ἀλλοιούμενον τρέπεται πρὸς ἡδονὰς καὶ ὀδύνας εἰς τὸ ἄλογον. Κάθε ψυχὴ δέ, δὲν μίγεται μὲ τὸν ἴδιον τρόπον. Ἄλλαι κατεδύθησαν ὅλαι εἰς σῶμα καί, καθὼς ἀναταράσσονται ὁλόκληραι, κλυδωνίζονται ἀπὸ τὰ πάθη κατὰ τὸν βίον. Ἄλλων ἡ κρᾶσις ἐστὶ μερική, ἀφήνοντας ἔξω τὸ καθαρώτατον μέρος των, ποὺ δὲν παρασύρεται ἀλλὰ ἐπιπλέει ἐπάνω καὶ ἀγγίζει τὴν κεφαλὴν τοῦ ἀνθρώπου, ὄπως ἓν ἀντικείμενον, κρεμασμένο ἀπὸ τὴν κορυφήν, ποὺ τὸ κάτω μέρος του βυθιζεται ἐν ὕδατι. Ὀρθούμενη γύρω του ἡ ψυχὴ συγκρατεῖται ὅσον τὸ ὑπακούει καὶ δὲν κυριαρχεῖται ἀπὸ τὰ πάθη. Αὐτὸ λοιπόν, ποὺ κινεῖται ὑποβρύχια ἐν τῷ σώματι λέγεται ψυχή, ἐνὼ ἐκεῖνο ποὺ παραμένει ἐκτὸς φθορὰς οἱ πολλοὶ ἄνθρωποι καλοῦσιν νοῦν, νομίζοντας πως εὑρίσκεται ἐντὸς των, ὄπως ἀκριβὼς ἡ ἀντανάκλασις τῶν ἀντικειμένων φαίνεται ἐντὸς τῶν κατόπτρων. Ἐκεῖνοι ὅμως οἱ ἔχοντες ὀρθὴν ἀντίληψιν θεωροῦσιν πως βρίσκεται ἐκτὸς καὶ δαίμονα τὸ προσαγορεύουσιν.

Εἰς τοὺς ἀστέρας λοιπόν, ποὺ σοῦ φαίνονται πὼς σβήνουν, Τίμαρχε, νὰ γνωρίζεις πὼς βλέπεις τὰς ψυχὰς τὰς καταδυθεῖσας ἐξ ὁλοκλήρου ἐν σώμασι, ἐνὼ σὲ ἐκεῖνα ποὺ σοῦ φαίνονται ἀναλάμποντα καὶ ἀναφαινόμενα ἀπὸ κάτω, τινάζοντας ἀπὸ ἐπάνω των τὴν ἀχλὺν καὶ τὸν ζόφον σὰν νὰ ἦσαν πηλός, τὰς ἐξερχομένας ἐκ τῶν σωμάτων ψυχὰς τὰς ἐπαναπλεούσας μετὰ τὸν θάνατον. Ὄσο για ἐκεῖνα ποὺ κατευθύνονται πρὸς τὰ ἐπάνω εἰσὶν οἱ δαίμονες τῶν ἀνθρώπων, ποὺ λέγεται πὼς ἔχουσιν νοῦν. Δοκίμασε νὰ διακρίνεις τοῦ καθενὸς τὸν σύνδεσμον ποὺ τὸν ἐνώνει ἐν εἴδει συμφύσεως μὲ τὴν ψυχήν".

Ἀκούγοντας αὐτά, ὁ Τίμαρχος κοίταξε μὲ μεγαλύτερη προσοχὴ καὶ εἶδε ὅτι ἀπὸ τοὺς ἀστέρας ἄλλοι σάλευαν λιγότερο καὶ ἄλλοι περισσότερο, ὄπως βλέπουμε νὰ κινοῦνται ἐν τῇ θαλάσσῃ οἱ φελλοί, ποὺ σημαδεύουν τὰ δίχτυα τῶν ἁλιέων: ὁρισμένοι διαγράφουν ἕλικα τεταραγμένην καὶ ἀνώμαλον, ὁμοῖως μὲ τὰ κλωθούμενα ἀδράχτια, μὴ δυνάμενοι νὰ καταστήσουν τὴν κίνησιν των εὐθεῖαν. Ἔμαθε ἐπίσης, πὼς οἱ ἀστέρες ποὺ παρουσίαζαν εὐθεῖαν καὶ εὔτακτον κίνησιν εἴχαν ψυχὰς εὐάγωγας ἐξ αἰτίας τῆς ἀνατροφῆς καὶ τῆς παιδείας των, μὲ ἀποτέλεσμα τὸ ἄλογον μέρος των νὰ μὴν εἶναι ὑπερβολικὰ σκληρὸν καὶ ἄγριον. Ὅσοι πάλι παρέκκλιναν ἐπανειλημμένα καὶ πρὸς τὰ ἐπάνω καὶ πρὸς τὰ κάτω ἀνωμάλως καὶ τεταραγμένως, σπαράζοντας ὡσὰν νὰ ἦσαν δεμένοι, μάχονται μὲ τὰ ἠνία νὰ συγκρατήσουν ψυχὰς δύσπειθας καὶ ἀναγώγους ἐξ αἰτίας τῆς ἀπαιδευσίας. Καὶ ἄλλοτε ἐπικρατώντας, ἔφεραν ταύτας ἐπὶ τοῦ σωστοῦ δρόμου, ἄλλοτε ἐκεῖναι λυγίζοντας ἀπὸ τὰ πάθη, τοὺς συμπαρέσυραν σὲ σφάλματα, ὁπότε κὶ ἐκεῖνοι ἀντιστεκόμενοι ἐπιβαλλόταν διὰ τῆς βίας.

Τὸν σύνδεσμον ποὺ ὡσὰν χαλινὸς ἐστὶ τοποθετημένος τῷ ἀλόγῳ μέρει τῆς ψυχῆς, ὅταν τραβήξει πρὸς τὰ πίσω (ὁ δαίμων) προκαλεῖ τὴν λεγόμενην μεταμέλεια διὰ τὰ σφάλματα καὶ τὴν αἰσχύνην για ὅσας ἡδονὰς εἰσὶ παράνομαι καὶ ἀσυγκράτηται. Αὐτὴ ὁμοιάζει μὲ ὀδυνηρὸν ἐσωτερικὸν κτύπημα τῆς ψυχῆς, ἡ ὁποία εὑρίσκεται ὑπὸ τὸν χαλινὸν τοῦ κυρίαρχου καὶ καθοδηγητικοῦ μέρους, μέχρις ὅτου διὰ τέτοιων καθαρμῶν γίνει πειθήνια καὶ φιλικὴ ὠς πρᾶον θρέμμα καὶ αἰσθάνεται ἐντόνως τὸν δαίμονα μὲ σύμβολα καὶ σημεῖα, δίχως πληγὰς καὶ πόνους.

"Αὖται λοιπὸν ὄψιμα καὶ βραδέως ὁδηγούνται φθάνοντας ἐκεῖ ποὺ πρέπει. Ἀπὸ τὰς εὐάγωγας δὲ ψυχάς, ποὺ εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς καὶ ἅμα τῇ γεννήσῃ των ὑπακούωσιν τὸν δαίμονά των, προέρχεται τὸ μαντικὸν καὶ θεόπνευστον γένος. Μία ἐξ αὐτῶν, ὄπως ἔχεις βέβαια ἀκούσει, καὶ ἡ ψυχὴ τοῦ Ἐρμόδωρου τοῦ Κλαζομενιου, ποὺ ἐγκατέλειπε ὁλόκληρον τὸ σῶμα, νύκτα καὶ ἡμέρα, καὶ ἐπλανᾶτο σὲ πολλοὺς τόπους, ἔπειτα πάλι ἐπέστρεφε, ἔχοντας συναντήσει καὶ παρευρεθεῖ σὲ πολλὰ ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἐλέγοντο καὶ ἐγίνοντο μακριά. Μέχρις ὅτου τὸ σῶμα ἀπὸ προδοσία γυναικός, παρέλαβαν οἱ ἐχθροὶ του ἔρημον ψυχῆς καὶ τὸ ἔκαψαν ἐντὸς οἰκίας.

Τοῦτο ἴσως δὲν εἶναι ἀληθὲς διότι δὲν ἔβγαινε ἡ ψυχὴ ἐκ τοῦ σώματος ἀλλὰ ὑπακούοντας τῷ δαίμονι καὶ χαλαρώνοντας τὸν σύνδεσμον, ἔδινε σ' αὐτὸν τὴν δυνατότητα νὰ ταξιδεύσει καὶ νὰ περιπλανηθεῖ, ὥστε βλέποντας καὶ ἀκούοντας πολλὰ ἀπὸ ὅσα γίνονται ἐκτός, νὰ τῆς τὰ ἀναγγέλλει. Ὄσο για ἐκείνους ποὺ ἀφάνισαν τὸ σῶμα του ἐνὼ κοιμόταν, μέχρι καὶ σήμερα τιμωροῦνται τῷ Ταρτάρῳ. Τούτα θὰ τὰ μάθεις καλύτερα τὸν τρίτο μῆνα, νεαρὲ μου," εἶπε ἡ φωνή, "τώρα πήγαινε."
[Πλούταρχος, Περὶ τοῦ Σωκράτους Δαιμονίου]

Σελήνη, Ἄρτεμις, Ἑκάτη

Εἶναι γνωστὸς ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα ὁ συσχετισμὸς τῆς Σελήνης μὲ τὴν Ἑκάτην καὶ τὴν Ἄρτεμιν. Δὲν πρόκειται ὅμως διὰ τάυτισιν, ὠς συχνῶς ἀναφέρεται ἀλλὰ διὰ φώτισιν διαφορετικῶν πλευρῶν ποὺ δηλοῦσιν ἰδιότητας. Ἡ σχέσις Ἑκάτης καὶ Ἀρτέμιδος εἶναι περίπου ἡ ἑξῆς. Ἡ Ἑκάτη ὠς τρίμορφος (πολύμορφος) καὶ μεγάλη θεά, ἵσταται καὶ εἰς τοὺς τρεῖς κόσμους, ἰδίως δὲ κινεῖται ἐπὶ τῶν μετακοσμίων.

Ὅταν συγκεκριμενοποιεῖται καὶ λαμβάνει καθορισμένην μορφὴν ἐπὶ ἑνὸς κόσμου, δηλώνεται καὶ φαένεται, τὸ δεδηλωμένον δὲ μέρος αὐτῆς καλεῖται Ἄρτεμις. Δηλαδὴ ἡ δεδηλωμένη ἐκπεφρασμένη Ἑκάτη ἐστὶ ἡ Ἄρτεμις. Δὲν ταυτίζονται ἀκριβῶς ἀλλὰ ἡ μία ἀποτελεῖ συγκεκριμένην ἔκφρασιν τῆς ἄλλης, τὰ δὲ ὀνόματά των παραμένουσιν διαφορετικὰ ἀφοῦ ἀναφέρονται καὶ περιγράφουσιν διαφορετικὰς καταστάσεις.

Ὁ συνθετικὸς Λόγος τῆς Θεᾶς, λαμβάνει ἔκφρασιν μέσῳ τῆς Σελήνης, εἰς τὰ περὶ ψυχῆς συστάσεως καὶ κράσεως ἄρα καὶ εἰς τὰ περὶ τῶν εἰδῶν καὶ γενῶν ζῴων καὶ φυτῶν ποὺ γεννῶνται ἐπὶ γῆς, τὰ ὁποῖα καὶ ἡ Θεὰ θρέφει διὰ τῶν ἀπορροιῶν τῆς Σελήνης.

Ὁ ἀστὴρ τῆς Σελήνης ἀποτελεῖ ἐλλόγιμη συμπύκνωσις ποὺ ἀντανακλᾷ τὰς Ἰδέας τῆς Θεᾶς, ὢς ὁ Ἥλιος ὁμοῖως τοῦ Ἀπόλλωνος. Ἡ Θεὰ εἴτε ὠς Ἑκάτη εἴτε διὰ τῆς ἐκπεφρασμένης της μορφῆς, ὢς Ἄρτεμις ἐφορεύει τὸν συνθετικὸν Λόγον εἰς ψυχὰς καὶ εἰς εἴδη ζῴων, ἑπομένως σχετίζεται μὲ τὴν συμπαθητικὴν δύναμιν μεταξὺ τῶν μερῶν τοῦ Κόσμου, τὸν κοσμικὸν μαγνητισμὸν τῶν ὁμοειδῶν (ὁ νόμος τῆς ἐφελκύσεως τοῦ ὁμοίου ἀπὸ τὸ ὅμοιον) ποὺ οἱ παλαιοὶ ἱερεῖς ἀποκάλεσαν Μαγεία καὶ ποὺ ἀποτελεῖ μέρος τῆς Ἱερατικῆς Τέχνης, ὠς ἀναφέρει καὶ ὁ Πρόκλος.

Σελήνη καὶ Μένος

Ἡ Σελήνη συχνὰ προσωνυμεῖται Μήνη ἐκ τῆς ἰδιότητος της νὰ φέρει ἐν ἰδιαίτερον εἶδος μανίας, τοῦ ὁποίου ἡ συχνότερη ἔκφρασις ἐστὶ τὸ μένος. Ἐτοῦτο τὸ ἰδιαίτερον εἶδος μανίας μαγνητίζει τὸν ἄνθρωπον καὶ δύναται νὰ τὸν φέρει σὲ ἐπαφὴ μὲ τὴν ὀνειρικὴν διάστασιν καὶ νὰ ὁδηγήσει τὴν ψυχὴν του σὲ ὁράματα μαντικὰ καὶ φάσματα μυστηριακά. Ἡ λαϊκὴ δοξασία πὼς αἱ μάγισσαι "ἐφελκύουσιν πρὸς τὰ κάτω τὴν Σελήνην" ἢ ἀκόμη καὶ πὼς τὴν "ἐξαφανίζουσιν" (κατὰ τὴν φάσιν τῆς νέας σελήνης) πιθανῶς νὰ ἔχει νὰ κάνει μὲ τὸν συντονισμὸν κάποιων γυναικῶν μὲ ἐτοῦτο τὸ ἰδιαίτερον εἶδος τοῦ σεληνιακοῦ μαγνητισμοῦ. Συχνὰ ἡ λαϊκὴ δοξασία περιγράφει μάγισσας νὰ ἔρχονται εἰς κατάστασιν ἐκστάσεως κατὰ τὴν διάρκειαν καποίων νυκτῶν τοῦ μηνός.

Ἡ συχνότερη ἔκφρασις ὅμως ἐστὶ τὸ μένος, ἐκεῖνο τὸ ἰδιαίτερο εἶδος παραφροσύνης ποὺ ὁδηγεὶ καποίους ἀνθρώπους σὲ ἀλλοπρόσαλας πράξεις, καθὼς τὰ πάθη ἐντὸς τῆς ψυχῆς των ἐντείνονται καὶ ἀναδεύονται ἀνεξέλεγκτα. Οἱ ἀρχαῖοι ἐπίστευαν πὼς ἐπρόκειτο διὰ τὴν Μήνην, τὴν ὀργὴν τῆς θεᾶς ἐναντίον καποίων ἀσεβῶν, ἀδίκων, βεβήλων καὶ πὼς μὲ ἐτοῦτον τὸν τρόπον ἡ θεά τοὺς τιμωροῦσε. Γεμάτοι πάθη καὶ ἐλαττώματα, ὑπὸ τὴν ἰδιαίτερον ἐπίδρασην τῆς Μήνης, ἐκεῖνα αὐξάνονται ἀνεξέλεγκτα ἐντὸς των παρασύροντάς τους σὲ ἀκόμη χειροτέρας πράξεις, καθιστώντας ἔκδηλον τὴν κακίαν των τοῖς πᾶσι, καὶ καταλήγοντας νὰ ἐπιφέρουν τὴν τιμωρίαν των. Ὁ σεληνιασμὸς ἐτοῦτος (lunacy) συχνὰ εἶχε νὰ κάνει καὶ μὲ ἀλλοπρόσαλα ὁράματα καὶ φάσματα ποὺ ἔκαναν κάποιον προσωρινῶς νὰ παραφρονήσει.Εἰς τοὺς μύθους ἡ Σελήνη ἐμφανίζεται νὰ βοηθεῖ τὸν Διόνυσον νὰ τιμωρήσει τὸν Πενθέα, ὠθώντας τον σὲ παραπλανητικὰς ἀντιλήψεις καὶ παραλόγας πράξεις.

Ἡ Σελήνη ἐμφανίζεται καὶ εἰς Γιγαντομαχίαν νὰ μάχεται ἐναντίον τοῦ Τυφῶνος. Ἀπὸ τὴν μάχην ἐτούτην σημαδεύεται ἡ ἐπιφάνεια τοῦ σεληνιακοῦ δίσκου.

Νυκτίφωτε Διόνυσε, φυτηκόμε, σύνδρομε Μήνης,
σὺ φρόντισε τοὺς στάφυλους, κὶ εἶναι μέλημα δικό μου
τὰ ὄργια τοῦ Βάκχου, διότι ἡ γῆ τὰ φυτὰ σου γεννᾷ καὶ ὠριμάζει,
σα δέχεται τὴν ἀστραφτερὴ δρόσον τῆς ἀκοιμήτου Σελήνης.
Σὺ Βάχκε χορευτῆ τὸν θύρσο σου ὕψωσε
καὶ φρόντισε τὰ γεννήματα σου· μὴν τρομάζεις ἀπὸ τὴν γενιὰ
τῶν ἀσήμαντων ἀνθρώπων, ποὺ κούφιος ἐστὶ ὁ νοῦς των, καὶ ποὺ τὰς
ἀπειλὰς των ἡ δύναμις τῶν μάστιγων τῶν Εὐμενίδων καταστέλλει.
Μαζὶ σου θὰ ἐπιτεθῶ εἰς τοὺς ἐχθρούς. Ἰσόποσα με τὸν Βάκχον
κυβερνῶ τὴν ἐτερόφρονον μανίαν. Εἶμαι ἡ Μήνη Βακχιάς,
ὄχι μόνον ἐπειδὴ ἐν αἰθέρι τοὺς μῆνας ἑλίσσω,
ἀλλὰ διότι καὶ τῆς μανίας ἄρχω καὶ τὴν λύσσαν ἐγείρω.
Δὲν θὰ ἀφήσω ἐγὼ τὴν χθονίαν ὕβριν ἐναντίον σου δίχως ποινή.
[Νόννος, Διονυσιακά, 44, 218-230]

Τὰ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικὰ που ἀποδίδουσιν μυθολογικῶς οἱ Ἕλληνες εἰς Σελήνην

Ἡ Σελήνη εἶναι ἡ κατεξοχὴν τροφὸς τῶν ψυχῶν καὶ ὠς τέτοια ἐφορεύει τὴν ἀναπτυξιακὴν διαδικασίαν τῆς φύσεως, τῆς ἰδιότητος δηλαδὴ τοῦ φύεσθαι (αὐξάνειν καὶ ἀνθίζειν, Blumenkraft) ἰδιότητα ποὺ φέρει κάθε ὑγιὴς ὀργανισμός. Συσχετίζεται μὲ τὴν γονιμότητα τῶν φυτῶν καὶ τὸν πλοῦτον τῶν ἀγρῶν ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν ἀνάπτυξιν κάθε ἐμβίου ὀργανισμοῦ. Εἰς τὴν μινωικὴν Κρήτην ἐτιμᾶτο μὲ τὰ σύμβολα θηλυκοῦ βοός, τῆς ὁποίας τὸ θεϊκὸν γάλα ἀποτελεῖ τροφὴν διὰ τὰς ψυχὰς τῶν ἐμβίων καὶ για κάθε τὶ τὸ φυόμενον.Θεωρεῖται προστάτις τῶν "μήλων" καὶ ὁδηγὸς αὐτῶν, εἴτε κυριολεκτικὼς τῶν ἀγελῶν τῶν ζῴων εἴτε τῶν μυθολογικῶν "μήλων", ἔννοια ποὺ σχετίζεται μὲ τὰς ἀκτινοβόλας ψυχάς.

Ἡ πορεία τῆς Σελήνης ἐμφανίζει ἐπίσης κάποιο εἶδος χειμερινῆς καὶ θερινῆς τροπῆς. Τὰ ῥεύματα τῶν ἀπορροῶν της παρέχουσιν τοῖς ζῴοις τροφὴν καὶ διεγείρουσιν τὴν ἀνάπτυξίν των καὶ εἰς τὰ φυτὰ φέρουσιν ἄνθισιν καὶ ὠρίμανσιν τῶν καρπῶν.
Cicero, De Natura Deorum 2.14

Αἱ διάφοραι φάσεις της φέρουσιν καὶ διαφορετικὰ δῶρα. Ὅταν αὐξάνει, φέρει ἀύξησιν πρὸς κάθε τὶ ποὺ ἐπηρεάζει, θρέφοντας καὶ ἀναπτύσσοντας (=φέρω κοντά). Κατὰ τὴν πανσέληνον φέρει ὠρίμανσιν καὶ ὁλοκλήρωσιν (=ἐξαίρω, ἔξαρσις), ἐνὼ ἔχει παρατηρηθεῖ πὼς διευκολύνει τὸν τοκετὸν ἀνθρώπων καὶ ζῴων. Κατὰ τὴν μείωσιν, ἡ δρᾶσις της ἐστὶ ἀποτρεπτικὴ (=ἀπομακρύνω), ἐφορεύει δὲ τὴν σταδιακὴν ἀπόσυρσιν μιᾶς ψυχῆς ἢ τὴν φάσιν μαρασμοῦ ἑνὸς φυτοῦ.

Αἱ φάσεις τῆς Σελήνης θεωροῦνται ἰδιαιτέρως σημαντικαὶ διὰ τὴν σπορὰν καὶ τὴν κοπὴν φυτῶν, καὶ ἐλαμβάνοντο ὑπ' ὄψιν ἐκ τῶν ἀρχαίων ἰατρῶν κατὰ τὴν συλλογὴν βοτανῶν πρὸς παρασκευὴν φίλτρων καὶ φαρμάκων. Θεωρεῖται ἐπίσης πὼς ἐπηρεάζει τὰ γυναικεῖα ἔμμηνα, τὰ ὁποῖα καὶ ἔλαβαν τὴν ὀνομασίαν των εἴτε ἀπευθείας ἐκ τῆς σεληνιακῆς προσωνυμίας Μήνης, εἴτε ἐμμέσως ἐκ τοῦ μηνὸς ὁ ὁποῖος ἐπίσης λαμβάνει τὴν ὀνομασίαν του ἐκ τῆς ἰδίας προσωνυμίας. Ὁ Πλούταρχος γράφει πὼς ἡ Σελήνη θρέφει τοὺς ἀνθρώπους στέλνοντας κάθε μέρα ἀμβροσίαν, για αὐτὸ καὶ ὀνομάζεται ἐπίσης Ἀθηνᾶ, συμβολίζοντας τὴν βοηθητικὴν καὶ ὠφέλιμον ἐπίδρασίν της τοῖς ἀνθρώποις.

Τὸ στοιχεῖο ποὺ ἀποδίδεται περισσότερο εἰς Σελήνην ἐστὶ τὸ ὕδωρ καὶ ἡ ἐπίδρασίς της θεωρεῖται ὑγραντικὴ καὶ ποιότητος θηλυκῆς (γόνιμος, δεκτική). Ἡ αὔξησις τῶν φυτῶν, ἡ σῆψις τῶν κρεάτων, ἡ ἀλλοίωσις καὶ ἡ ὄξυνσις τοῦ οἴνου, ἡ μαλακότητα τῶν ξύλων καὶ ἡ εὐτοκία τῶν γυναικῶν ἀποδίδονται τῇ δράσει τῆς Σελήνης.

Ὁ ἀὴρ ἐπίσης θεωρεῖται πὼς ὑγραίνεται ἀπὸ τὴν ἐπίδρασιν τῆς Σελήνης καὶ πλεῖστα ἄλλα φαινόμενα ὄπως ἡ διόγκωσις τῶν θαλασσῶν καὶ οἱ ἄνεμοι προέρχονται ἀπὸ αὐτήν. Οἱ ναυτικοὶ τῆς ἀποδίδουσιν μεγάλην σημασίαν κατὰ τὴν διάρκειαν τῶν θαλασσίων ταξιδιῶν διότι θεωροῦσιν πὼς ἐπηρεάζει τὸν καιρὸ σὲ θαλασσίας περιοχάς. Γνωστὴ τέλος ἐστὶ ἡ σχέσις της μὲ τὸ φαινόμενο τῆς ἀμπώτεως καὶ τῆς παλλίροιας.

Συνδέεται φυσικὰ μὲ τὰ ὄνειρα, τὰ ὁποῖα βλέπει ἡ ψυχή, κατὰ τὴν κατάστασιν τοῦ ὕπνου, ὅταν ὁ σύνδεσμός της μὲ τὸ σῶμα χαλαρώνει. Ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν ὀνειρικὴν ὕλην, διότι τὰ ὄνειρα φέρουσιν εἰς τὴν ἐπιφάνειαν τὰς προαντιλήψεις τῆς ψυχῆς καὶ τὴν ὁδηγούσιν πρὸς τὴν ἐνθύμισιν τῶν γνώσεών της βοηθώντας νὰ ἐπιτελέσει καλύτερα τὸν τοῦ βίου της σκοπόν.

Εἴμασθε ἀπὸ τὴν ἰδίαν ὕλην ποὺ ἀποτελούνται τὰ ὄνειρα
W. Shakespeare

Αἱ ἀπεικονίσεις της χαρακτηρίζονται ἀπὸ τὴν παρουσίαν κεράτων ποὺ παραπέμπουσιν συμβολικῶς εἰς βόας καὶ εἰς τὰς ἠμισελήνους τῶν φάσεων αὐξήσεως καὶ μειώσεως. Ὁδηγεῖ ἅρμα ποὺ ἄλλοτε ἄγεται ὑπὸ ἵππων μελανῶν καὶ λευκῶν καὶ ἄλλοτε ὑπὸ βοῶν. Τὸ πρόσωπο της ἀπεικόνιζεται συνήθως ὁλόλαμπρον, ἄλλοτε δὲ ὑπὸ πέπλου κεκαλυμμένο φαίνεται κατὰ τὸ ἤμισι. Αἱ συχνότεραι προσωνυμίαι τῆς Σελήνης εἶναι:

Αἴγλη λαμπρή, αἴγλην ἔχουσα
Πασιφάη ὁλόφωτη
Μήνη μαινόμενη
Φοίβη φωτεινὴ

Ζῷα ἀφιερωθέντα εἰς Σελήνην εἶναι ὁ θῆλυς βοῦς διὰ τὴν γονιμότηταν καὶ τὴν ἀφθονίαν αὐτοῦ καὶ ὁ κύων διὰ τὸ κυεὶν καὶ τὰ προτερήματα τοῦ πιστοῦ φίλου καὶ δικαίου φρουροῦ. Φυτὰ καὶ λίθοι προερχόμενοι ἐκ τῶν ἀπορροιῶν τῆς θεὰς θεωροῦνται ὁ νυκτανθός, ἡ μαργαρίτα, ἡ καρυδιά, ὁ σάπφειρος λίθος, ὁ μαργαρίτης, τὸ μάρμαρον κ.ἄ.