Δευτέρα 1 Ιουλίου 2024

Το λάθε βιώσας του Επίκουρου

Την πολιτική θέση του ο Επίκουρος, που δεν αποτελεί μία προσέγγιση μόνο της εποχής του, αλλά και του καιρού μας, τη συμπύκνωσε σε μία αποφθεγματικού χαρακτήρα φράση: Λάθε βιώσας. Το βασικό αυτό αξίωμα του Επίκουρου, δηλαδή να απέχει κανείς από τις δημόσιες υποθέσεις και τα αξιώματα της εποχής του, δεν ερμηνεύθηκε και δεν ερμηνεύεται με το κοινωνικό είναι της εποχής εκείνης. Η μη ενεργός συμμετοχή του Επίκουρου στα πολιτικά δρώμενα δεν αποτελεί μία πράξη πολιτικής απραγμοσύνης, διότι δεν είναι ο Επίκουρος, ο οποίος αδιαφορεί για τα της πόλεως, αλλά η πόλις είναι αυτή, η οποία με το να σήπονται[1] οι δημοκρατικοί της νόμοι, απεμπολεί την ιδιότητα του ατόμου ως πολίτη.[2] Ισχυρίζονται πολλοί μελετητές ότι ο επικουρισμός κατέτεινε προς τον ατομικισμό, ο οποίος προσδίδει μεγαλύτερη σημασία στα κεκτημένα δικαιώματα του ατόμου παρά στο γενικό καλό. Η ανωτέρω άποψη τείνει, πολλές φορές, να συμπλεύσει με την υπερλαϊκευμένη αντίληψη ότι σε περιόδους κοινωνικής σήψης το ατομικό συμφέρον[3] υπερακοντίζει την κοινωνική χειραφέτηση του ανθρώπου. [4]

Είναι γεγονός ότι, όταν υφίσταται κοινωνική παρακμή, δεν είναι δυνατόν να μεταβληθεί το κοινωνικό γίγνεσθαι, επειδή λείπουν οι κοινωνικές εκείνες δυνάμεις, οι οποίες δυνάμει θα μεταβάλλουν τις παραγωγικές σχέσεις. Κατά συνέπεια, δεν έχει σχηματισθεί το μαζικό κίνημα το οποίο βρίσκεται σε επαναστατική διαδικασία. Σ' αυτές τις κοινωνικές συνθήκες αυτοί που προκάλεσαν την κρίση τάσσονται υπέρ του ατομικισμού. Κι αυτό είναι ερμηνεύσιμο, διότι ο ατομικισμός δεν υιοθετεί την ύπαρξη αντικειμενικών δυνάμεων της ιστορικής νομοτελειακής εξέλιξης και κυρίως καταγίνεται με τη «σωτηρία της ψυχής» και όχι με την αντιμετώπιση των κοινωνικών προβλημάτων. Αποτελεί φυγή από το πραγματικό. Αποτελεί, στην ουσία, υιοθέτηση ενός ισχύοντος αρνητικού πραγματικού.[5]

Ο Επίκουρος, όταν δίδασκε ότι ορθόν και σώφρον εί­ναι να μην αναμειγνύεται[6] κανείς στις δημόσιες υποθέσεις και να μην ταυτίζεται με το απαθές και αλλοτριωμένο πλήθος, δεν το έπραττε από ατομικιστική διάθεση, αλλά από βαθιά πεποίθηση ότι ο αγώνας για τη ελευθερία αποσκοπεί στη δημιουργία αδιάφθορων ανθρώπων. Είναι γνωστόν ότι σε εποχές κοινωνικής παρακμής η κυρίαρχη δημόσια εξουσία διαφθείρει τα πάντα και τους πάντες, διότι το πλήθος δεν έχει αποκτήσει κοινωνική, αλλά ούτε και ατομική συνείδηση. Παράλληλα, ο Επίκουρος με τη διαφωτιστική αποστολή του, στόχευε ώστε το πολιτικό του μήνυμα, αν ήταν δυνατόν, να διεισδύσει στις ανθρώπινες μάζες. Και τούτο διότι ο διαφωτισμός εκφράζεται ad hominem, στη συνέχεια είναι δυνατό να γίνει κτήμα των μαζών και να μεταβληθεί σε υλική δυναμική για τη μετάβαση σ' ένα κόσμο καλύτερο, σε μία συγκεκριμένη ιστορική στιγμή, όταν δηλαδή θα είναι ώριμες οι αντικειμενικές συνθήκες. Μέσα σε συνθήκες, όπου η πόλις εσήπετο, πιο επαναστατική πολιτική πράξη δεν υπάρχει. Γι αυτό και ο Κήπος του Επίκουρου έγινε προπύργιο για την ελευθερία και την κοινωνική αλλαγή και πρόοδο.

H μαχητική αυτή στάση του Επίκουρου δεν κατανοήθηκε, αλλά τουναντίον παρανοήθηκε σκανδαλωδώς.[7] Πρέπει να υπογραμμισθεί[8] ότι η στάση του Επίκουρου προς την εποχή του δεν ήταν μία στάση ευπειθής. Αυτή η συνειδητή συμπεριφορά του προσδιόριζε και την εν γένει θέση του προς την κοινωνία: ήταν απορριπτική, γι' αυτό και καταπολεμήθηκε.[9] Πολλοί πολέμιοί του έγραφαν εις βάρος του κατάπτυστα κείμενα.[10] Μάλιστα έφθασαν στο σημείο να γράφουν επιστολές με διαστρεβλωτικό χαρακτήρα και να τις διακινούν ως έργα του στον κόσμο.[11] Με μένος κατέστρεψαν τό συγγραφικό του έργο, και αυτό είχε ως αποτέλεσμα να μην έχουν διασωθεί τα έργα του Περί Αιρέσεων και Φυγών και Περί Βίων, στα οποία ο Επίκουρος ανέπτυξε διεξοδικά την πολιτική του θεωρία.

Οι επικούρειοι πρότασσαν τη φιλοσοφία του, την ίδια τη δομή του Κήπου και κυρίως τη κοινωνική συμπεριφορά τους. Όλα αυτά υπαγορεύουν ένα εναλλακτικό πρότυπο κοινωνικής και πολιτικής οργάνωσης, στις δεδομένες κοινωνικο-πολιτικές συνθήκες της παρηκμασμένης εκείνης εποχής, το οποίο εμπνέει τον κόσμο και την πολιτική ζωή. μίας οργάνωσης, που στηρίζει τις αξίες -κοινωνικοποίηση, δικαιοσύνη, φιλία και αποβλέπει στην επανασύσταση της communitas μεταξύ των ανθρώπων (την πόλιν εν πόλει), η οποία θα προσδώσει ανθρωπολογικό νόημα στην αναζή­τηση της ευδαιμονίας.[12] Η μέγιστη άσκηση της συνειδητής ελεύθερης βούλησης, η οποία καθορίζει τον τόπο της ανθρώπινης ελευθερίας, πραγματώνεται και αντικειμενοποιείται στο δεσμό της φιλίας που συνδέει το ένα άτομο με το άλλο. Η φιλία, η πράξη αυτή ελευθερίας αποτελεί την πιο νοηματοδοτημένη ανθρώπινη παρέγκλισιν. Η σχολή του Επίκουρου θεωρείται ως μία συλλογική παρέγκλισις, η οποία στοχεύει να ανασυντάξει την κοινωνική και πολιτική διάσταση της ανθρώπινης ζωής[13] σε όλους τους τομείς, κοι­νωνικούς και πολιτικούς, που στο εσωτερικό της πραγματώνονται οι ανάγκες της. Καταφαίνεται, λοιπόν, ότι ο επικουρισμός ασκούσε μία ριζοσπαστική αλλά και εκλεκτικιστική κριτική της πολιτικής ζωής. Η δε κριτική του στάση απέναντι στις δημόσιες πολιτικές θέσεις αποτελεί μία γενναία πολιτική θέση την εποχή εκείνη και τούτο, διότι οι επικούρειοι δεν υιοθετούσαν μία απολιτική στάση απέναντι στα πολιτικά πράγματα, όπως συχνά τους καταλογίζεται. Και αυτό είναι προφανές, εφόσον οι επικούρειοι δεν αμφισβητούσαν κοινωνικούς θεσμούς και συμβάσεις.

Ως υλιστής, όμως, γνωρίζει ότι η συνείδηση εξαρτάται από εξωτερικά αίτια. Κατά αυτόν τον τρόπο πιστεύει ότι οι εξωτερικοί εχθροί με τη δεδομένη πολιτειακή μορφή της εποχής εκείνης πρέπει να καταστραφούν.[14] Η προσπάθεια αυτή της αποδόμησης αποτελεί ύψιστη επαναστατικά πολιτική πράξη, και η επικούρεια καταδίκη της κοινωνίας απλώνεται εξ ολοκλήρου στην πόλιν του 3ου π. X αιώνα:[15] Υπάρχουν περίοδοι της ιστορίας, όπου η κοινωνική και πολιτική ζωή έχουν τόσο ευτελισθεί, προκαλώντας πάρα πολλά δεινά, ώστε αυτή η εκτροπή φαίνεται ότι είναι μία συνεχής κατάσταση της συλλογικής ζωής. Αν η πολιτική-κοινωνική ζωή αποτελεί το μόνο φυσικό νόμο για τον άνθρωπο, τότε ο άνθρωπος δε συμπλέει με τους νόμους της φύσης. Αλλά, αν αυτή αποτελεί μία σύμβαση, ο άνθρωπος μπορεί να εξακολουθήσει μέσα από τον Κήπο εκ νέου τη φύση, την οποία αποδήμησε η υπάρχουσα πολιτική ζωή, πιστεύοντας ότι μέσα από την κοινότητα μπορεί να αναδυθεί μία συλλογική ευδαιμονία με κοινωνικο-πολιτικές προεκτάσεις που θα μπορούσε να επεκταθεί και να αποκτήσει έναν οικουμενικό χαρακτήρα.

Πολλοί μελετητές[16] ισχυρίζονται ότι αυτή η στάση του Επίκουρου να ζει ο σοφός λάθρα μακράν των δημοσίων υποθέσεων, εκπορευόταν από τον πολιτικό κάματο της εποχής του. Αυτό είναι δυνατόν να θεωρηθεί εν μέρει ορθό, ο ίδιος, όμως, είχε διίδει ότι το πολιτικώς διάγειν της εποχής του συνιστούσε αποφατική δράση, αποτελούσε αιτία για τον εκμαυλισμό των ανθρώπων, και εξαιτίας της συγκεκριμένης παρηκμασμένης πολιτικής δράσης o λαός μετατρεπόταν σε ένα απρόσωπο, χωρίς βούληση και ταυτότητα πλήθος. Συναφώς, η πολιτική θέση δεν αποτελούσε μία παθητική απολιτική στάση, αλλά μία συνεπή πολιτική θέ­ση-πρόταση, που ανέπτυσσε μία συγκεκριμένη στρατηγική[17] απέναντι στο πολιτικό γίγνεσθαι της εποχής του. Δεν επιζητούσε την αποχή, τη φυγή, αλλά μετά παρρησίας λάμβανε θαρραλέα θέση στο πιο καίριο πρόβλημα της εποχής του, το πρόβλημα των δούλων. Η μη αποδοχή του θεσμού της δουλείας αποτελεί μία πρωτοποριακά διαφωτιστική πολιτική πράξη. Για τον Επίκουρο, οι δούλοι ήταν άνθρωποι,[18] και όχι πράγμα ή εργαλείο.[19]

Είναι δυνατόν να εμφανισθεί -ίσως τεθεί το ερώτημα-ο επικούρειος διαφωτισμός, σε μία εποχή, κατά την οποία μέσα στο κοινωνικό γίγνεσθαι εξέλιπε κάθε δυνάμει επαναστατική πράξη;[20] Το ζήτημα του επικούρειου διαφωτισμού άπτεται του προβλήματος της σχέσης που υφίσταται ανάμεσα στο κοινωνικό είναι και τη συνείδηση. Ο διαλεκτικός υλισμός[21] αυτή τη σχέση την είδε ως σχέση αλληλεξάρτησης και αλληλεπίδρασης. Οι δε απόψεις μίας ιστορικά δεδομένης κοινωνίας αποτελούν την έκφραση των αντιθέσεων που εγκλείει το κοινωνικό[22] είναι το οποίο είναι απότοκο της σύγκρουσης μεταξύ των κοινωνικών παραγωγικών δυνάμεων και των παραγωγικών σχέσεων κάθε ιστορικής εποχής. Η δυναμική πολυπλοκότητα των σχέσεων μεταξύ κοινωνικού είναι και συνείδησης, πέραν της πρωταρχικότατες του κοινωνικού είναι, διαμορφώνει το πραγματικό.[23] (Βέβαια, ο Επίκουρος, δεν προχώρησε σε κά­ποια κοινωνιολογική ανάλυση για τη σχέση μεταξύ κοινωνικού είναι και συνείδησης).

Ο επικούρειος διαφωτισμός, συνεπώς, καταδεικνύει ότι ο άνθρωπος πρέπει να προτρέξει της εποχής του. Ο διαφωτισμός συμπλέει με την ιστορική πράξη της οιονεί κίνησης για τη γένεση του νέου, βελτίονος και πιο ελεύθερου από το παλαιό.[24] Η πράξη αυτή αποτελεί ύψιστη πολιτική πράξη, επαναστατική πράξη. Ο Επίκουρος έχει αντι­ληφθεί ότι η πόλις νοσεί και δεν είναι δυνατόν να ιαθεί με τις υπάρχουσες απόψεις πολιτικών και φιλοσόφων. Καμία ουτοπιστική πολιτεία (κυνική, πλατωνική, στωική) δε δύναται να ανασύρει την πόλιν από τα ερείπειά της. Η επικούρεια θέση σ' αυτό το σημείο είναι κατηγορηματική. Μάλιστα στο επίπεδο της ενυπόστατης αυτοσυνειδησίας, η στάση του Επίκουρου έναντι της πολιτικής, μπορεί να κατανοηθεί και ως μία αντανακλαστική αντίδραση προς τις πολιτικές θέσεις των φιλοσόφων από τον Πυθαγόρα ως τον Αριστοτέλη.[25] Με την αυστηρή του κριτική για τα πά­ντα και τη συνεχή προσπάθεια για την ορθή γνώση της φύσης και της κοινωνίας, ο Επίκουρος οδηγείται από την ανελευθερία στην ελευθερία, από την στείρα υποτέλεια του ατόμου στην υπάρχουσα κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα, την ελευθερία.[26] Οι παράγοντες, οι οποίοι συνέβαλαν στη διαμόρφωση της πολιτικής στάσης του Επίκουρου εντοπίζονται στην ταξική διάρθρωση της εποχής εκείνης, η οποία καθόριζε τον κόσμο, αυτόν στον οποίο γεννήθηκε και έδρασε ο Επίκουρος. Ο φιλόσοφος, αγωνιζόταν για τη δημιουργία μίας οικουμενικότητας, που θα στηριζόταν στη κοινωνική ισότητα και δικαιοσύνη και στη ο­ποία ο Άνθρωπος θα αποτελούσε το επίκεντρο του ενδιαφέροντος.

Ο σύγχρονος άνθρωπος, και συγκεκριμένα αυτός που ακολουθεί την επαναστατική τάση της εποχής του, δύναται ορθώς να αξιολογήσει τη φιλοσοφική προσφορά του Επίκουρου σ' αυτό τον τομέα. Όταν ένα κοινωνικό σύστημα βρίσκεται σε γενική κρίση, η συμμετοχή στη δημόσια ζωή αποτελεί μία μη πολιτική πράξη. Γι αυτό και ο Επίκουρος, ο οποίος έζησε σε μία ανάλογη ιστορική περίοδο, υιοθέτησε την απόρριψη της συμμετοχής στην υπάρχουσα δημόσια ζωή.[27] Παράλληλα, προέτρεπε τη μη ταύτιση και την αποχή από το άβουλο πλήθος που αποτελεί την κύρια δύναμη για την ανάπτυξη της δημόσιας ζωής σε ιστορικές περιόδους κοινωνικής παρακμής.[28] Ευλόγως, μπορεί κάποιος να αναρωτηθεί, αν είναι δυνατόν να υπάρξει επαναστατικά πολιτική πράξη, έξω και πέραν των πλαισίων της δημόσιας ζωής και των πολιτικών σχέσεων. Και όμως είναι δυνατόν να υπάρξει, διότι, αν δεν υπήρχε, θα οδηγούμαστε σε κοινωνική αποτελμάτωση. Στο ιστορικό γίγνεσθαι δεν επέρχεται καμία κοινωνική αλλαγή μέσα στο πλαίσιο της διεφθαρμένης δημόσιας ζωής. Αντιθέτως, αυτή επέρχεται με την κάθετη αντίσταση και ρήξη.

Αναμφισβήτητα, οι πολιτικές θέσεις του Επίκουρου δεν απευθύνονται στην υπάρχουσα κυρίαρχη ιδεολογία. Απευθύνονται στις εκάστοτε δυνάμει επαναστατικές δυνάμεις της κοινωνίας, σε εκείνες τις δυνάμεις, οι οποίες συνειδητά αγωνίζονται για την έλευση της ιστορικής εκείνης εποχής, κατά την οποία δε θα υπάρχει κοινωνική αδικία.[29]

«Οι άνθρωποι, όντας κοινωνικοποιημένοι, θα γίνουν κύριοι της φύσης, του εαυτού τους, ελεύθεροι».[30]

Με το λάθε βιώσας, ο Επίκουρος δεν αποσυρόταν από την πολιτική ζωή, αλλά στρεφόταν εναντίον της ιδιότητας του ατόμου-πολίτη. Διότι, οι άνθρωποι συνδέονται μεταξύ τους με την πολιτειακή και όχι την πολιτική ζωή. Δεν είναι το σύνολο των ατόμων-πολιτών που συντηρούν την πολιτεία, αλλά η πολιτεία η οποία διατηρεί τη ζωή των πολιτών. Γι' αυτό και ο φιλόσοφος δε συνιστούσε μία ζωή ανέμελη, αλλά μία ζωή πολιτική δράσης, συνεπώς μία ζωή έξω από το πλαίσιο του συγκεκριμένου πολίτη, που ακλούθησε την κατάπτωση της Αθήνας, της αποτυχίας της ως πόλεως.

Και στην προκείμενη περίπτωση ο Επίκουρος προπορεύθηκε της εποχής του.[31] Διότι η εποχή της κοινωνίας, στην οποία τα άτομα θα είναι ελεύθεροι άνθρωποι και ο συνδετικός κρίκος μεταξύ τους θα είναι η ελεύθερη πολιτική ζωή, εξακολουθεί να είναι υπόθεση του παρόντος και του μέλλοντος. Κι αυτό που εφάρμοσε μέσα στον Κήπο του ο Επίκουρος προϋπέθετε ανεπτυγμένη κοινωνική-πολιτική συνείδηση για την πορεία του ανθρώπου και στόχευε στην απελευθέρωσή του από τα συγκεκριμένα πολιτικά δεσμά, τα οποία τον κρατούν μέσα στην ανελευθερία. Διότι η ευδαιμονία, το ύψιστο τέλος της ανθρώπινης ζωής συμπλέει με την αυτονομία και την ελευθερία του ανθρώπου. Το λάθε βιώσας, επομένως, δικαιώνεται στον Επίκουρο ως έλλογη επίθεση κατά της αλλοτρίωσης, κοινωνικής και πολιτικής, στην Αθήνα του τέλους του 4ου αιώνος.[32] Και επιβάλλεται να επαναληφθεί και να υπογραμμισθεί μετά το τέλος ενός αιώνος, ο οποίος εβίωσε τις διαβρωτικές συνέπειες του πελοποννησιακού πολέμου και της απώλειας της πολιτικής και πολιτισμικής πρωτοβουλίας. [33]

Σήμερα, στην εποχή της κοινωνικής σήψης, της πολιτικής διαφθοράς και οικονομικής κατάρρευσης, απαιτείται μία αναδόμηση του κοινωνικού είναι, μία πολιτική ουσιαστικής αντίστασης, μία επικούρεια κριτική και αμφισβήτηση των πάντων. Απαιτείται να σταματήσουμε τα σχέδια εκείνων που μας έθιξαν την εθνική μας ανεξαρτησία και μας οδήγησαν στα όρια της φτώχειας. Είναι μύθος ότι, όπως στην εποχή του Επίκουρου έτσι και σήμερα, εφησυχάζουμε, ιδιωτεύουμε. Πρέπει αποτελεσματικά να αντιμετωπίσουμε τα σημερινά προβλήματα και αυτό θα το πετύ­χουμε με την άμεση στροφή προς ένα νέο τρόπο πολιτικής σκέψης και δράσης, έξω από τις υπάρχουσες πολιτικές δομές, που να αξιοποιεί τις ικανότητες, τις γνώσεις και τις δεξιότητες όλων μας, για να υπηρετήσει το σύνολο, για να δημιουργηθεί μια κοινωνία ισότητας και δικαιοσύνης. Είναι απαραίτητο να οργανώσουμε ένα συνασπισμό αλληλεγγύης, αλληλοβοήθειας, και ενεργού λήψης αποφάσεων σε κάθε γειτονιά και κάθε περιοχή που να είναι σε θέση να αντιμετωπίσει τα υπάρχοντα προβλήματα της κοινωνικής οπισθοδρόμησης. Πρέπει ο σημερινός φιλόσοφος να μην περιορίζεται στην ακαδημαϊκή του απομόνωση, αλλά να αναλάβει ένα πρωτοποριακό-κοινωνικό πολιτικό ρόλο, που θα αποσκοπεί στην αφύπνιση της κοινωνικής συνείδησης, ώστε ο άνθρωπος να αποτελέσει ενεργό υποκείμενο και να εξέλθει, κατά την καντιανή ρήση, από την ανωριμότητά του, για την οποία ο ίδιος είναι υπεύθυνος.

Είναι προφανές ότι σήμερα είναι αδύνατον να δοθεί οποιαδήποτε λύση από τα υπάρχοντα πολιτικά κόμματα, τα οποία για να μπορέσουν να συμβάλλουν στην επίλυση των κοινωνικών προβλημάτων, πρέπει να ανασυγκροτηθούν σε άλλη πολιτική βάση και με προοπτική το όφελος του λαού. Στη σημερινή εποχή, είναι αναγκαία η δημιουργία ενός φορέα που θα αποτελούν, κυρίως οι φιλόσοφοι και οι άνθρωποι των γραμμάτων εν γένει, οι αγανακτισμένοι, οι αδικημένοι, και οι νέοι με αποφασιστικότητα και θα αποσκοπεί στην έξοδο της χώρας μας από την κοινωνική κρίση. Κάθε Έλληνας πολίτης με κριτήρια ήθους, εργατικότητας, αφιλοκερδούς κοινωνικής προσφοράς και υψηλής πολιτικής διορατικότητας και με γνώμονα το γενικό καλό, πρέπει να επιφέρει καίριο πλήγμα στη διαφθορά του πολι­τικού συστήματος, γιατί δεν αντέχουμε η Ελλάδα να μας πληγώνει άλλο.
----------------------------------------
[1] Ψυρούκης, Ν., Ο Επίκουρος και η Εποχή μας, Eπικαιρότητα/ Αθήνα 1984, σσ. 33 - 34.

[2] Bailey, C., The Greek Atomists and Epicurus, Clarendon Press, Oxford 1928, σ. 138.

[3] Seneca, De Otio, 30, 2, στο Επίκουρος, Ηθική, εισ. - μτφρ. - σχόλ. Ζωγραφίδης, Γ., Εξάντας, Αθήνα 1992, σ. 176.

[4] Sharpies, R. W., Στωικοί, Επικούρειοι και Σκεπτικοί, μτφρ. Μ. Λυπουρλή, Μ. - Αβραμίδης, Γ., Θύραθεν, Θεσσαλονίκη 2002, σσ. 137 - 138.

[5] Ψυρούκης, Ν., όπ.π., σ. 35.

[6] Plutarchus, Uit. Pyrri 20, στον H. Usener, όπ. π., σ. 327.

[7] Όπ.π., 31, σ. 1125 c, στον H. Usener, όπ. π., σ. 554.

[8] Horatius, Epist., 1,17,10, στον H. Usener, όπ. π., σ. 327,17.

[9] Ouidius, Trist., III, 4, 25, στον H. Usener, όπ. π., σ. 327, 18.

[10] Philostratus, Uit. Apolonii, VIII, 28, σ. 368, στον H. Usener, όπ.π., σ. 327, 11.

[11] Gassendi, P., Diogenii Laertii, Cum Nova Interpretatione et Notis στα Opera Omnia, Lyon 11658, Stuttgart 1964. Χ, 3.

[12] Gassendi, P., όπ. π., Χ, 3.

[13] Κοέν, Α., Η Φιλοσοφία του Επίκουρου: Άτομα, Ηδονή, Αρετή, μτφρ. Δημόπουλος, Στ., Θύραθεν, Θεσσαλονίκη 2005, σσ. 177-178.

[14] Επικούρου Προσφώνησις, όπ.π., 11.

[15] Επικούρου Προσφώνησις, όπ.π, 51.

[16] Ψυρούκης, Ν., όπ.π., σ. 55. Και Purinton, J., "Epicurus on the Nature of the Gods", Oxford Studies in Ancient Philosophy, τ. 21 (2001), σσ. 181 - 223.

[17] Ψυρούκης, Ν., όπ. π., σ. 56 - 57 και C. Ruijgh, "A Propos de Lathe Biosas: La Valeur de L' Imperatif Aotiste", Hyperboreus, τ. 6 (2000), σσ. 325 - 348.

[18] Steckel, H., "Epicuros", Paulys Real: Encyclopadie der Classischen Alter-tums Wissenschaft, τ. 6 (1968), σσ. 579 - 652.

[19] Konstan, D., Some Aspects of Epicurean Psychology, E. G. Brill, Leiden 1973 (Philosophia Antiqua, 25), σ. 39.

[20] Ψυρούκης, Ν., όπ.π., σ. 40-41.

[21] Όπ.π., σ. 23.

[22] Όπ.π., σ. 65.

[23] Όπ.π., σ. 64.

[24] Όπ.π., σ. 45.

[25] Fisher, B., The Sculpted Word: Epicureanism and Philosophical Recruit­ment in Ancient Greece, University of California Press, Berkeley 1982, σ. 33.

[26] Α. Β. Ράνοβιτς, Ο Ελληνισμός και ο Ιστορικός του Ρόλος, Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ, Ινστιτούτο Ιστορίας, Ο Σύγχρονος, Αθήνα 1954, σ. 22.

[27] Sinclair, T. Α., Η Ιστορία της Ελληνικής Πολιτικής Σκέψης, Παπαζήσης, Αθήναι 1969, σ. 373.

[28] Gassendi, P., Diogenii Laertii, όπ.π., Χ, 4 κ.ε.

[29] Επικούρου Προσφώνησις, ό.π.π., 66, μτφρ. Ψυρούκης, Ν., όπ.π.

[30] Κατά παράθεση Ψυρούκη, Ν., όπ.π., σ. 57.

[31] Όπ.π., σ. 56.

[32] Όπ.π., σσ. 57 - 58.

[33] Όπ.π., σσ. 58 - 59.

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΠΛΑΤΩΝ, ΦΑΙΔΩΝ
ΠΛ Φαιδ 112e–115a

(ΠΛ Φαιδ 110b–115a: Ο κοσμολογικός–εσχατολογικός μύθος του "Φαίδωνα") Πού οδηγούνται οι ψυχές μετά το θάνατό τους – Η διαδικασία της κρίσεως των ψυχών

Τὰ μὲν οὖν δὴ ἄλλα πολλά τε καὶ μεγάλα καὶ παντοδαπὰ
ῥεύματά ἐστι· τυγχάνει δ’ ἄρα ὄντα ἐν τούτοις τοῖς πολλοῖς
τέτταρ’ ἄττα ῥεύματα, ὧν τὸ μὲν μέγιστον καὶ ἐξωτάτω ῥέον
περὶ κύκλῳ ὁ καλούμενος Ὠκεανός ἐστιν, τούτου δὲ καταν-
τικρὺ καὶ ἐναντίως ῥέων Ἀχέρων, ὃς δι’ ἐρήμων τε τόπων
[113a] ῥεῖ ἄλλων καὶ δὴ καὶ ὑπὸ γῆν ῥέων εἰς τὴν λίμνην ἀφικνεῖται
τὴν Ἀχερουσιάδα, οὗ αἱ τῶν τετελευτηκότων ψυχαὶ τῶν
πολλῶν ἀφικνοῦνται καί τινας εἱμαρμένους χρόνους μείνασαι,
αἱ μὲν μακροτέρους, αἱ δὲ βραχυτέρους, πάλιν ἐκπέμπονται
εἰς τὰς τῶν ζῴων γενέσεις. τρίτος δὲ ποταμὸς τούτων κατὰ
μέσον ἐκβάλλει, καὶ ἐγγὺς τῆς ἐκβολῆς ἐκπίπτει εἰς τόπον
μέγαν πυρὶ πολλῷ καόμενον, καὶ λίμνην ποιεῖ μείζω τῆς
παρ’ ἡμῖν θαλάττης, ζέουσαν ὕδατος καὶ πηλοῦ· ἐντεῦθεν δὲ
[113b] χωρεῖ κύκλῳ θολερὸς καὶ πηλώδης, περιελιττόμενος δὲ τῇ
γῇ ἄλλοσέ τε ἀφικνεῖται καὶ παρ’ ἔσχατα τῆς Ἀχερουσιάδος
λίμνης, οὐ συμμειγνύμενος τῷ ὕδατι· περιελιχθεὶς δὲ πολλάκις
ὑπὸ γῆς ἐμβάλλει κατωτέρω τοῦ Ταρτάρου· οὗτος δ’ ἐστὶν
ὃν ἐπονομάζουσιν Πυριφλεγέθοντα, οὗ καὶ οἱ ῥύακες ἀπο-
σπάσματα ἀναφυσῶσιν ὅπῃ ἂν τύχωσι τῆς γῆς. τούτου δὲ
αὖ καταντικρὺ ὁ τέταρτος ἐκπίπτει εἰς τόπον πρῶτον δεινόν
τε καὶ ἄγριον, ὡς λέγεται, χρῶμα δ’ ἔχοντα ὅλον οἷον ὁ
[113c] κυανός, ὃν δὴ ἐπονομάζουσι Στύγιον, καὶ τὴν λίμνην ἣν
ποιεῖ ὁ ποταμὸς ἐμβάλλων, Στύγα· ὁ δ’ ἐμπεσὼν ἐνταῦθα
καὶ δεινὰς δυνάμεις λαβὼν ἐν τῷ ὕδατι, δὺς κατὰ τῆς γῆς,
περιελιττόμενος χωρεῖ ἐναντίος τῷ Πυριφλεγέθοντι καὶ
ἀπαντᾷ ἐν τῇ Ἀχερουσιάδι λίμνῃ ἐξ ἐναντίας· καὶ οὐδὲ τὸ
τούτου ὕδωρ οὐδενὶ μείγνυται, ἀλλὰ καὶ οὗτος κύκλῳ περιελ-
θὼν ἐμβάλλει εἰς τὸν Τάρταρον ἐναντίος τῷ Πυριφλεγέθοντι·
ὄνομα δὲ τούτῳ ἐστίν, ὡς οἱ ποιηταὶ λέγουσιν, Κωκυτός.

[113d] Τούτων δὲ οὕτως πεφυκότων, ἐπειδὰν ἀφίκωνται οἱ τετε-
λευτηκότες εἰς τὸν τόπον οἷ ὁ δαίμων ἕκαστον κομίζει,
πρῶτον μὲν διεδικάσαντο οἵ τε καλῶς καὶ ὁσίως βιώσαντες
καὶ οἱ μή. καὶ οἳ μὲν ἂν δόξωσι μέσως βεβιωκέναι, πορευ-
θέντες ἐπὶ τὸν Ἀχέροντα, ἀναβάντες ἃ δὴ αὐτοῖς ὀχήματά
ἐστιν, ἐπὶ τούτων ἀφικνοῦνται εἰς τὴν λίμνην, καὶ ἐκεῖ
οἰκοῦσί τε καὶ καθαιρόμενοι τῶν τε ἀδικημάτων διδόντες
δίκας ἀπολύονται, εἴ τίς τι ἠδίκηκεν, τῶν τε εὐεργεσιῶν
[113e] τιμὰς φέρονται κατὰ τὴν ἀξίαν ἕκαστος· οἳ δ’ ἂν δόξωσιν
ἀνιάτως ἔχειν διὰ τὰ μεγέθη τῶν ἁμαρτημάτων, ἢ ἱερο-
συλίας πολλὰς καὶ μεγάλας ἢ φόνους ἀδίκους καὶ παρανόμους
πολλοὺς ἐξειργασμένοι ἢ ἄλλα ὅσα τοιαῦτα τυγχάνει ὄντα,
τούτους δὲ ἡ προσήκουσα μοῖρα ῥίπτει εἰς τὸν Τάρταρον,
ὅθεν οὔποτε ἐκβαίνουσιν. οἳ δ’ ἂν ἰάσιμα μὲν μεγάλα δὲ
δόξωσιν ἡμαρτηκέναι ἁμαρτήματα, οἷον πρὸς πατέρα ἢ μη-
[114a] τέρα ὑπ’ ὀργῆς βίαιόν τι πράξαντες, καὶ μεταμέλον αὐτοῖς
τὸν ἄλλον βίον βιῶσιν, ἢ ἀνδροφόνοι τοιούτῳ τινὶ ἄλλῳ
τρόπῳ γένωνται, τούτους δὲ ἐμπεσεῖν μὲν εἰς τὸν Τάρταρον
ἀνάγκη, ἐμπεσόντας δὲ αὐτοὺς καὶ ἐνιαυτὸν ἐκεῖ γενομένους
ἐκβάλλει τὸ κῦμα, τοὺς μὲν ἀνδροφόνους κατὰ τὸν Κωκυτόν,
τοὺς δὲ πατραλοίας καὶ μητραλοίας κατὰ τὸν Πυριφλε-
γέθοντα· ἐπειδὰν δὲ φερόμενοι γένωνται κατὰ τὴν λίμνην τὴν
Ἀχερουσιάδα, ἐνταῦθα βοῶσί τε καὶ καλοῦσιν, οἱ μὲν οὓς
ἀπέκτειναν, οἱ δὲ οὓς ὕβρισαν, καλέσαντες δ’ ἱκετεύουσι
[114b] καὶ δέονται ἐᾶσαι σφᾶς ἐκβῆναι εἰς τὴν λίμνην καὶ δέξασθαι,
καὶ ἐὰν μὲν πείσωσιν, ἐκβαίνουσί τε καὶ λήγουσι τῶν
κακῶν, εἰ δὲ μή, φέρονται αὖθις εἰς τὸν Τάρταρον καὶ
ἐκεῖθεν πάλιν εἰς τοὺς ποταμούς, καὶ ταῦτα πάσχοντες οὐ
πρότερον παύονται πρὶν ἂν πείσωσιν οὓς ἠδίκησαν· αὕτη γὰρ
ἡ δίκη ὑπὸ τῶν δικαστῶν αὐτοῖς ἐτάχθη. οἳ δὲ δὴ ἂν δόξωσι
διαφερόντως πρὸς τὸ ὁσίως βιῶναι, οὗτοί εἰσιν οἱ τῶνδε μὲν
τῶν τόπων τῶν ἐν τῇ γῇ ἐλευθερούμενοί τε καὶ ἀπαλλαττό-
[114c] μενοι ὥσπερ δεσμωτηρίων, ἄνω δὲ εἰς τὴν καθαρὰν οἴκησιν
ἀφικνούμενοι καὶ ἐπὶ γῆς οἰκιζόμενοι. τούτων δὲ αὐτῶν οἱ
φιλοσοφίᾳ ἱκανῶς καθηράμενοι ἄνευ τε σωμάτων ζῶσι τὸ
παράπαν εἰς τὸν ἔπειτα χρόνον, καὶ εἰς οἰκήσεις ἔτι τούτων
καλλίους ἀφικνοῦνται, ἃς οὔτε ῥᾴδιον δηλῶσαι οὔτε ὁ χρόνος
ἱκανὸς ἐν τῷ παρόντι. ἀλλὰ τούτων δὴ ἕνεκα χρὴ ὧν διεληλύ-
θαμεν, ὦ Σιμμία, πᾶν ποιεῖν ὥστε ἀρετῆς καὶ φρονήσεως ἐν
τῷ βίῳ μετασχεῖν· καλὸν γὰρ τὸ ἆθλον καὶ ἡ ἐλπὶς μεγάλη.

[114d] Τὸ μὲν οὖν ταῦτα διισχυρίσασθαι οὕτως ἔχειν ὡς ἐγὼ
διελήλυθα, οὐ πρέπει νοῦν ἔχοντι ἀνδρί· ὅτι μέντοι ἢ ταῦτ’
ἐστὶν ἢ τοιαῦτ’ ἄττα περὶ τὰς ψυχὰς ἡμῶν καὶ τὰς οἰκήσεις,
ἐπείπερ ἀθάνατόν γε ἡ ψυχὴ φαίνεται οὖσα, τοῦτο καὶ
πρέπειν μοι δοκεῖ καὶ ἄξιον κινδυνεῦσαι οἰομένῳ οὕτως
ἔχειν ―καλὸς γὰρ ὁ κίνδυνος― καὶ χρὴ τὰ τοιαῦτα ὥσπερ
ἐπᾴδειν ἑαυτῷ, διὸ δὴ ἔγωγε καὶ πάλαι μηκύνω τὸν μῦθον.
ἀλλὰ τούτων δὴ ἕνεκα θαρρεῖν χρὴ περὶ τῇ ἑαυτοῦ ψυχῇ
[114e] ἄνδρα ὅστις ἐν τῷ βίῳ τὰς μὲν ἄλλας ἡδονὰς τὰς περὶ τὸ
σῶμα καὶ τοὺς κόσμους εἴασε χαίρειν, ὡς ἀλλοτρίους τε
ὄντας, καὶ πλέον θἄτερον ἡγησάμενος ἀπεργάζεσθαι, τὰς δὲ
περὶ τὸ μανθάνειν ἐσπούδασέ τε καὶ κοσμήσας τὴν ψυχὴν
οὐκ ἀλλοτρίῳ ἀλλὰ τῷ αὐτῆς κόσμῳ, σωφροσύνῃ τε καὶ
[115a] δικαιοσύνῃ καὶ ἀνδρείᾳ καὶ ἐλευθερίᾳ καὶ ἀληθείᾳ, οὕτω
περιμένει τὴν εἰς Ἅιδου πορείαν [ὡς πορευσόμενος ὅταν ἡ
εἱμαρμένη καλῇ]. ὑμεῖς μὲν οὖν, ἔφη, ὦ Σιμμία τε καὶ
Κέβης καὶ οἱ ἄλλοι, εἰς αὖθις ἔν τινι χρόνῳ ἕκαστοι πορεύ-
σεσθε· ἐμὲ δὲ νῦν ἤδη καλεῖ, φαίη ἂν ἀνὴρ τραγικός, ἡ
εἱμαρμένη, καὶ σχεδόν τί μοι ὥρα τραπέσθαι πρὸς τὸ λουτρόν·
δοκεῖ γὰρ δὴ βέλτιον εἶναι λουσάμενον πιεῖν τὸ φάρμακον
καὶ μὴ πράγματα ταῖς γυναιξὶ παρέχειν νεκρὸν λούειν.

***
Βεβαίως υπάρχουν άλλα πολλά και μεγάλα και κάθε λογής ρεύματα· μεταξύ όμως τούτων των πολλών διακρίνονται τέσσαρα ρεύματα· εκ τούτων εκείνο το οποίον είναι το μεγαλύτερον όλων και του οποίου η ροή διαγράφει τον πλέον εξωτερικόν κύκλον, είναι ο καλούμενος Ωκεανός. Απέναντι αυτού και με αντίθετον διεύθυνσιν ροής είναι ο Αχέρων, ο οποίος και άλλους ερήμους τόπους διασχίζει και ρέων υπό την γην φθάνει εις την λίμνην Αχερουσιάδα, όπου έρχονται αι ψυχαί του μεγάλου πλήθους των αποθαμένων και αφού παραμείνουν επί τόσον χρόνον, όσος έχει ορισθή εις αυτάς από την Μοίραν, άλλαι περισσότερον και άλλαι ολιγώτερον, στέλλονται οπίσω πάλιν εις την ζωήν υπό την μορφήν ζώων. Ένας τρίτος ποταμός πηγάζει εις το μέσον τούτων των δύο και πλησίον του σημείου, όπου πηγάζει, χύνεται μέσα εις ένα εκτεταμένον τόπον καιόμενον από πολύ πυρ καί σχηματίζει λίμνην μεγαλυτέραν της ιδικής μας θαλάσσης, όπου ύδωρ και πηλός βράζουν∙ απ' εκεί καθώς προχωρεί θολός και λασπερός, διαγράφει κύκλον από την γην, περιελισσόμενος δε και αλλού φθάνει και εις το άκρον της Αχερουσιάδος λίμνης χωρίς να ανακατεύεται με τα ύδατά της· αφού δε κάμη πολλά στριφογυρίσματα υπό την γην χύνεται χαμηλότερα από τόν Τάρταρον∙ αυτός είναι ο ποταμός, τον οποίον ονομάζουν Πυριφλεγέθοντα και του οποίου οι ρύακες εις όσα σημεία εγγίζουν την επιφάνειαν της γης εκβράζουν πύρινον πηλόν. Απέναντι πάλιν τούτου ο τέταρτος ποταμός χύνεται κατ' αρχάς εις τόπον, ο οποίος, καθώς λέγεται, είναι φοβερός και άγριος, έχει δε ολόκληρος χρώμα σαν το κυανούν περίπου και ονομάζεται Στύγιος· ο ποταμός αυτός σχηματίζει και την λίμνην Στύγα, όπου εκβάλλει· μόλις πέση εδώ, τα ύδατά του αποκτούν φοβεράς ιδιότητας και τότε αφού εισδύση εις το εσωτερικόν της γης, προχωρεί με στριφογυρίσματα κατ' αντίθετον προς τον Πυριφλεγέθοντα διεύθυνσιν και έρχονται προς συνάντησίν του παρά την Αχερουσιάδα λίμνην από το αντίθετον μέρος· ούτε του ποταμού τούτου τα ύδατα ανακατεύονται με άλλα, αλλά και αυτός, αφού διαγράψη με την ροήν του κύκλον, χύνεται εις τον Τάρταρον από το αντίθετον προς τον Πυριφλεγέθοντα μέρος· το όνομα του ποταμού τούτου είναι, καθώς λέγουν οι ποιηταί, Κωκυτός.

Αυτή είναι η φυσική σύστασις και πορεία των ποταμών τούτων. Οι αποθαμένοι τώρα, όταν φθάσουν εις τον τόπον, όπου τον καθένα οδηγεί ο δαίμων του, κατ' αρχάς μεν δικάζονται και όσοι έζησαν ζωήν ωραίαν και αγίαν και όσοι όχι. Και εκείνοι μεν, διά τους οποίους θα αποδειχθή ότι η ζωή των υπήρξε μέση, πορεύονται προς τον Αχέροντα και αφού αναβούν επί των οχημάτων, τα οποία είναι προωρισμένα δι' αυτούς, φθάνουν επ' αυτών εις την λίμνην∙ εκεί κατοικούν και υποβάλλονται εις κάθαρσιν∙ απολύονται δηλ. των αδικημάτων, τα οποία τυχόν έχουν διαπράξει, αφού εκτίσουν τας σχετικάς ποινάς, και απολαμβάνουν τιμάς, έκαστος κατά την αξίαν του διά τας καλάς των πράξεις. Όσοι φανούν ότι διά το μέγεθος των αμαρτημάτων των είναι ανίατοι, διότι έχουν διαπράξει πολλάς και μεγάλας ιεροσυλίας ή πολλούς αδίκους και παρανόμους φόνους ή άλλα παρόμοια εγκλήματα, αυτοί ευρίσκουν την τύχην που τους αρμόζει: Ρίπτονται εις τον Τάρταρον και απ' εκεί ουδέποτε εξέρχονται. Εκείνοι πάλιν διά τους οποίους θα αποδειχθή ότι έχουν διαπράξει ιάσιμα μεν, αλλά μεγάλα αμαρτήματα, π.χ. εβιαιοπράγησαν υπό το κράτος της οργής κατά του πατρός ή της μητρός των και έζησαν τον υπόλοιπον βίον των μετανοούντες διά τας πράξεις των, ή έγιναν ανθρωποκτόνοι κατ' άλλον τινά παρόμοιον τρόπον, αυτοί, είναι μεν ανάγκη να ριφθούν εις τον Τάρταρον· αφού όμως πέσουν εκεί μέσα και παραμείνουν επί τινα χρόνον, το κύμα τους βγάζει έξω, τους μεν ανθρωποκτόνους προς τον Κωκυτόν, τους δε πατραλοίας και μητραλοίας προς τον Πυριφλεγέθοντα· καθώς δε φέρονται από το ρεύμα, όταν φθάσουν εις την Αχερουσιάδα λίμνην, εκεί καλούν με μεγάλας κραυγάς, οι μεν όσους εφόνευσαν, οι δε εκείνους, κατά των οποίων εβιαιοπράγησαν, και με ικεσίας και με παρακλήσεις ζητούν να τους αφήσουν να περάσουν εις την λίμνην και να τους δεχθούν∙ και εάν μεν τους πείσουν, περνούν εις την λίμνην και τελειώνουν τα δεινά των· ει δε μη, φέρονται οπίσω εις τον Τάρταρον και απ' εκεί πάλιν εις τους ποταμούς και δεν παύουν τα βάσανά τους αυτά πριν πείσουν όσους ηδίκησαν∙ διότι αυτήν την ποινήν τους έχουν επιβάλει οι δικασταί. Εκείνοι τέλος διά τους οποίους θα άποδειχθή, ότι έζησαν με μεγάλην αγιότητα, αυτοί είναι που ελευθερώνονται και απαλλάσσονται από τούτους τους τόπους, που ευρίσκονται εις τα έγκατα της γης, σαν να εξέρχωνται από δεσμωτήρια, ανέρχονται δε επάνω εις τον καθαρόν τόπον διαμονής και κατοικούν εις την επιφάνειαν της γης. Εκ τούτων όσοι διά της φιλοσοφίας εκαθαρίσθησαν επαρκώς τον έπειτα χρόνον ζουν τελείως άνευ σωμάτων και έρχονται εις ακόμα ωραιοτέρους απ' αυτούς τόπους διαμονής, τους οποίους να περιγράψωμεν ούτε εύκολον είναι, ούτε ο χρόνος, τον οποίον έχομεν τώρα εις την διάθεσίν μας, επαρκεί.

Δι' όλα λοιπόν αυτά, τα οποία λεπτομερώς επραγματεύθημεν, πρέπει, Σιμμία, να κάμωμεν το παν, ώστε εις την παρούσαν ζωήν μας να γίνωμεν μέτοχοι της αρετής και της φρονήσεως, διότι είναι ωραίον το βραβείον και η ελπίς μεγάλη. Βεβαίως δεν αρμόζει εις νουνεχή άνθρωπον να ισχυρισθώ, ότι αυτά έχουν έτσι, καθώς εγώ τα εξέθεσα· ότι όμως τα περί τας ψυχάς μας και τους τόπους διαμονής των μετά θάνατον είναι αυτά ή περίπου αυτά, αφού βέβαια είναι φανερόν ότι η ψυχή είναι κάτι αθάνατον, μου φαίνεται ότι και πρέπει και αξίζει κανείς να διακινδυνεύση να πιστεύση, ότι τούτο ούτως έχει. Διότι είναι ωραίος ο κίνδυνος και πρέπει να τα ψάλλη κανείς σαν εξορκισμόν εις τον ίδιον τον εαυτόν του· δι' αυτό δα και εγώ από πολλήν ώραν μακραίνω αυτόν τον μύθον. Να! λοιπόν διά ποίους λόγους πρέπει να έχη εμπιστοσύνην διά την τύχην της ψυχής του ένας άνθρωπος, ο οποίος εις την ζωήν του τας μεν άλλας ηδονάς του σώματος και ιδίως τους στολισμούς τους περιεφρόνησε, διότι τους εθεώρησε ξένους και ενόμισεν ότι μάλλον φέρουν το αντίθετον αποτέλεσμα· διά δε τας ηδονάς της μαθήσεως εφρόντισε με επιμέλειαν και, αφού προσεπάθησε να στολίση την ψυχήν του όχι με ξένα, αλλά με τα ιδικά της στολίσματα, δηλαδή με σωφροσύνην καί δικαιοσύνην και ανδρείαν και ελευθερίαν και αλήθειαν, περιμένει τώρα να πορευθή εις τον Άδην έτοιμος να ξεκινήση, όταν η ειμαρμένη τον φωνάξη. Και σεις μεν, είπε, Σιμμία και Κέβη και οι άλλοι, θα ξεκινήσετε κάποτε, αργότερα, δια την πορείαν αυτήν, έκαστος διά λογαριασμών του· εμέ όμως, όπως θα έλεγεν ένας ήρως τραγωδίας, τώρα κι' όλας η ειμαρμένη με καλεί. Πλησιάζει, θαρρώ, η ώρα να διευθυνθώ προς το λουτρόν· διότι, μου φαίνεται, είναι καλύτερον να πίω το φάρμακον, αφού πρώτα λουσθώ και έτσι να μη βάλω εις ενόχλησιν τας γυναίκας να λούσουν ένα νεκρόν».