Ένα χρέος του Χριστιανισμού προς την Αρχαία Ελλάδα
ΜΕΡΟΣ Α'
Ο Χριστός ως Ορφέας
Πολλές φορές γύρω στα Χριστούγεννα οι χριστιανοί έχουν την τάση να επαναπροσεγγίζουν τις αρχές της θρησκείας τους. Ένα – ευαίσθητο – θέμα που δεν αγγίζεται είναι αυτό της σχέσης του Χριστιανισμού με τις λεγόμενες πολυθεϊστικές θρησκείες, ζήτημα που ούτε οι άλλες μονοθεϊστικές θρησκείες (Ιουδαϊσμός, Μωαμεθανισμός) προσεγγίζουν συχνά.
Ο Χριστιανισμός δεν επικράτησε επειδή ήταν μια μονοθεϊστική θρησκεία, αλλά διαμορφώθηκε ως τέτοια για να συμπορευτεί με το ρεύμα της ελληνιστικής εποχής, κατά την οποία υπήρχε ήδη η τάση για την ανάπτυξη του μονοθεϊσμού, από τους φιλοσόφους και διανοούμενους της εποχής.
Η απομάκρυνση από τον Ελληνικό πολυθεϊσμό – όπως π.χ. παρουσιάζεται στα ομηρικά έπη – είχε ήδη ξεκινήσει μερικούς αιώνες πριν με την ανάπτυξη της ελληνικής κλασικής Φιλοσοφίας. Πρώτοι οι προσωκρατικοί είχαν κάνει το πρώτο βήμα, αποπροσωποποιώντας τους πολυάριθμους θεούς των Ελλήνων. Δημιούργησαν έτσι την έννοια του «θείου», το οποίο ο Αναξίμανδρος σχεδόν ταύτισε με το «Άπειρο», στο οποίο απέφυγε να δώσει ανθρωπομορφικά χαρακτηριστικά. Ο Ξενοφάνης ανέπτυξε την ιδέα του «Ενός Θεού» που ξεχωρίζει – σαν επίπεδο – από «τους υπόλοιπους θεούς και τους ανθρώπους» (όπως ο ίδιος έγραψε).Αργότερα, στην εποχή της Κλασικής Φιλοσοφίας, ο Αριστοτέλης μίλησε για έναν μία «Πρωταρχικό Κινούν».
Ακόμα και στην Παλαιά Διαθήκη, ο Ιεχωβάς, παρουσιάζεται στον Μωυσή σαν «ο θεός των πατέρων του και του λέει ότι «δεν υπάρχουν άλλοι θεοί εκτός από Εμένα». Κάποιοι ερευνητές, όπως ο καθηγητής John Dillon, κάνουν διάκριση ανάμεσα σ’ ένα «αυστηρό μονοθεϊσμό» που παρουσιάζεται στον Ιουδαϊσμό και τον Μωαμεθανισμό, ο οποίος δεν επιτρέπει την ύπαρξη άλλων θείων οντοτήτων πέραν του Ενός και Μοναδικού Θεού, εκτός ίσως από κάποιους αγγέλους και ενός πιο “soft” μονοθεϊσμού που έχει προκύψει από μια διανοουμενίστικη εκλέπτυνση της αρχαιοελληνικής παράδοσης. Ο Dillon τοποθετεί τον Χριστιανισμό ανάμεσα στις δύο αυτές τάσεις, υποστηρίζοντας ότι έχει πάρει στοιχεία και από την ζηλοτυπική αποκλειστικότητα του Θεού των Ιουδαίων, αλλά έχει επηρεαστεί και από τον Νεοπλατωνισμό. Ουσιαστικά, ο Χριστιανισμός βρήκε έδαφος ανάπτυξης σε μια εποχή όπου κυριαρχούσαν η πλατωνική μεταφυσική, η Ηθική των Στωικών και η αριστοτέλεια λογική.
Ήδη από τον 4ο αι. π.Χ. ο Πλάτωνας στο έργο του «Τίμαιος» παρουσιάζει έναν Δημιουργό, ο οποίος δίνει μορφή στην αδρανή ύλη μέσων των «νοητικών μορφών» (Αρχετύπων). Αργότερα, τον 3ο αι. π.Χ., ο Πλωτίνος μιλάει για το «Ένα», μια μη υλική, απρόσωπη δύναμη σαν το Υπέρτατο Ον. Με τον ίδιο όρο («Ένα») είχε αποκαλέσει την υπέρτατη Θεότητα και ο Παρμενίδης τον 6ο αι. π.Χ. Μάλιστα ο Πλωτίνος διέκρινε μια Απόλυτη Θεότητα (σαν την Πρώτη Αρχή) που ήταν απλά «νοητικής φύσης» και μια Δημιουργική διμερή Θεία Διάνοια που γεννάει τις μορφές («αρχέτυπα»). Γι’ αυτό οι συνεχιστές στον Νεοπλατωνισμό μίλησαν για «τρεις διαφορετικές υποστάσεις του Ενός Θεού», μια προσέγγιση που ταιριάζει πολύ με την χριστιανική Αγία Τριάδα (Πατήρ, Υιός και Άγιο Πνεύμα).
Απ’ την άλλη, ο Αριστοτέλης στα «Μεταφυσικά» του – όχι τόσο μεταφυσικός όσο ο δάσκαλός του Πλάτωνας – απορρίπτει την ιδέα των «αρχετύπων» και μιλάει για έναν κυκλικό χρόνο που βρίσκεται σε κίνηση, δίχως αρχή και τέλος, καθώς και για ένα «Πρωταρχικό Κινούν», το οποίο όμως δεν υπόκειται σ’ αυτήν την ατέρμονη πορεία, αλλά είναι η Αιτία της. Αυτός είναι ο «Θεός» του Αριστοτέλη, που παρουσιάζεται σαν μια Αρχή και όχι προσωποποιημένος (αν και τον παρομοιάζει με έναν στρατηγό που κατευθύνει τον στρατό του).
Ο Αριστοτέλης δίδασκε ότι ο άνθρωπος μπορεί να προσεγγίσει το «θείο» με λογικές διαδικασίες, μέσω των ερεθισμάτων που συλλαμβάνει με τις αισθήσεις του. Μάλιστα τόνιζε ότι αυτό θα μπορούσε να επιτευχθεί μέσα από κοινωνική δομή της οποίας οι νόμοι θα ενσωμάτωναν τους «συμπαντικούς» νόμους της κοσμικής τάξης. Την εποχή του Χριστού, η κυρίαρχη πολιτική άποψη ήθελε να επικρατεί το μοντέλο της Ρώμης που τόνιζε την επέκταση μια λογικής τάξης σ’ όλη την έκταση της Αυτοκρατορίας της. Το μοντέλο αυτό είχε γίνει αποδεκτό από τους Χριστιανούς.
Σύμφωνα μάλιστα με τον Κικέρωνα, ο οποίος όριζε την ελευθερία σαν την υποταγή στο φυσικό («θείο») νόμο, το πλήθος των θεών ήταν κάτι το περιττό και γι’ αυτό δεν θα ήταν κακό να επιτρέπονταν η λατρεία όλων των θρησκειών όσο αυτές δεν εμπλέκονταν σε θέματα διοίκησης. Μάλιστα ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Αλέξανδρος Σεβήρος, λάτρευε μαζί με άλλους θεούς και τον Χριστό.
Έτσι ο ρωμαϊκός κόσμος ήταν δεκτικός σε μια νέα μονοθεϊστική θρησκεία που βασίζονταν στην ενότητα μεταξύ των ανθρώπων και υπόσχονταν τη σωτηρία πέρα από διαφορές φυλής, προέλευσης, φύλου ή κοινωνικής τάξης. Έτσι ο Χριστιανισμός στήριξε την εξάπλωσή του πάνω στις ιδέες αυτές, εξάπλωση που βοηθήθηκε από την διάδοση της ελληνικής γλώσσας στα παράλια της Μεσογείου. Απ’ τη στιγμή που τα Ευαγγέλια γράφτηκαν στα Ελληνικά, μπορούσαν να διαβαστούν απ’ την πλειοψηφία των μορφωμένων ανθρώπων.
Οι «Επιστολές του Παύλου» (γραμμένες το 49 ή το 50 μ.Χ.), τα Ευαγγέλια (το τελευταίο ήταν του Ιωάννη που γράφτηκε μεταξύ 90 και 100 μ.Χ.), οι «Πράξεις των Αποστόλων» και η «Αποκάλυψη» γράφτηκαν όλα στα Ελληνικά. Ακόμα και το πρώτο Ευαγγέλιο, αυτό του Ματθαίου, που είχε γραφεί στα αραμαϊκά γύρω στο 40 μ.Χ., μεταφράστηκε στα Ελληνικά. Όσο για τον Ιησού, αυτός δεν άφησε κανένα γραπτό κείμενο, ενώ δίδασκε στα αραμαϊκά. Έτσι ο Χριστιανισμός εκφράστηκε μέσα από μια γλώσσα που περιείχε τις έννοιες της οικουμενικότητας, την οποία διέδιδε σαν ιδέα την ίδια εποχή και η Στωική φιλοσοφία.
Επιπλέον, η διάδοση της χριστιανικής ηθικής βρήκε έτοιμο έδαφος διαμορφωμένο από την ηθική των Στωικών. Ο ιδρυτής της Στωικής Φιλοσοφίας, ο Ζήνων (4ος αι. π.Χ.) δίδασκε την αταραξία της ψυχής από πάθη όπως ο φόβος, η απληστία, η λύπη ή η χαρά, ώστε η ψυχή να μπορεί να ατενίσει ανεμπόδιστη τα υψηλότερα πνευματικά ιδανικά. Οι Στωικοί, δήλωναν ότι ακόμα και οι σκλάβοι θα μπορούσαν να φτάσουν στην ευτυχία αν ζούσαν «σύμφωνα με τη φύση». Οι Χριστιανοί έπρεπε απλά να το αλλάξουν σε «σύμφωνα με το θέλημα του Θεού» και είχαν αμέσως έτοιμο ένα μεγάλο ακροατήριο, ήδη διαμορφωμένο μέσα από τις αρχές της στωικής ηθικής. Έτσι χρησιμοποίησαν έννοιες των Στωικών όπως τον ασκητισμό, την ταπεινοφροσύνη, την αρμονία και την αδελφοσύνη.
Οι Χριστιανοί επιδίωξαν επίσης μια ταύτιση με όρους και έννοιες της αρχαίας Ελληνικής φιλοσοφίας. Έτσι στον πρόλογο των Ευαγγελίων και σύμφωνα με τον Ιωάννη, ο Ιησούς παρουσιάζεται ως ο «Λόγος», όρος που στα ελληνικά μεταφράζεται σαν «αιτία» και «ομιλία». Στα αγγλικά μεταφράστηκε σαν «λέξη». Με τον τρόπο αυτό, οι πλατωνιστές των πρώτων χριστιανικών χρόνων βρήκαν μπροστά τους μια οικεία έννοια που συμφωνούσε με την Δημιουργική Αρχή που παρεμβάλλεται ανάμεσα στον Υπέρτατο Θεό και στην δημιουργημένο κόσμο. Για τους πρώτους χριστιανούς Πατέρες ο «Λόγος» σαν έννοια υπήρχε σε κάθε θρησκεία («Λόγος σπερματικός»), αλλά έβρισκε την τελείωσή της στον Χριστό. Είναι χαρακτηριστικό ότι, σε αρχαίες χριστιανικές εικόνες βλέπουμε τον Χριστό να οδηγεί – λυτρωμένους - τον Πλάτωνα και τον Σωκράτη, μετά την νίκη κατά του Άδη.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Φίλωνα του Αλεξανδρινού (30 π.Χ. – 50 μ.Χ.), μέλους μιας Ελληνόφωνης ιουδαϊκής κοινότητας, ο οποίος προσπάθησε να συνδυάσει τον Πλάτωνα με τον Ιουδαϊσμό και τον Στωικισμό. Ο Φίλωνας ταύτισε τη στωική έννοια του «Λόγου» με οντότητες ενδιάμεσες μεταξύ του Θεού και του ανθρώπου όπως τους αγγέλους, τον Μωυσή, τον Αβραάμ, ακόμα και τους υψηλόβαθμους ιερείς των Ιουδαίων. Γι’ αυτόν τα πλατωνικά «αρχέτυπα» ήταν αντανακλάσεις της διάνοιας του Θεού. Ο Φίλων δεν δεχόταν την ενσάρκωση του Λόγου στον Ιησού, ούτε επίσης μια πλήρη ανθρώπινη φύση του Ιησού με τις ανθρώπινες αδυναμίες που αυτή συνεπάγεται.
Παράλληλα, κάποιοι απ’ τους πρώτους ηγέτες του Χριστιανισμού, απέτρεπαν τους οπαδούς του Χριστού από την ανάγνωση παγανιστικών βιβλίων, ώστε να μην έχουν κακές επιρροές. Τη στάση κατέκριναν κάποιοι Πατέρες της Εκκλησίας όπως ο Κλήμης ο Αλεξανδρινός (2ος αι. μ.Χ.) για τον οποίο ο Ιησούς ήταν η ενσάρκωση του Αιώνιου Λόγου, αυτής της θείας Αρχής που – για τον Κλήμη - μπορούσε να εμπνεύσει Ιουδαίους και μη. Γι’ αυτόν η έννοια του Λόγου έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη σύνδεση του Χριστιανισμού με την Ελληνική φιλοσοφία και σκέψη. Με τον τρόπο αυτό οι Χριστιανοί συνέδεσαν την «αληθινή θρησκεία» τους με κάθε έννοια «φυσικής θρησκείας» που επικρατούσε πριν την εποχή του Χριστού.
Ο Ωριγένης (184 - 254 μ.Χ.) από την Αλεξάνδρεια ήταν ένας απ’ τους δασκάλους στην «Κατηχητική Σχολή της Αλεξάνδρειας» που ο Κλήμης είχε ιδρύσει και μάλιστα τον διαδέχτηκε στη διεύθυνση της Σχολής το 203 μ.Χ. Αν και αναγνωρίστηκε σαν ένας εξέχων δάσκαλος του Χριστιανισμού, δέχτηκε απ’ την άλλη πολλές επιθέσεις από Χριστιανούς με την κατηγορία ότι αλλοίωνε το νόημα των Ευαγγελίων εισάγοντας παγανιστικές διδασκαλίες. Ο Ωριγένης διέδιδε ότι με τις λογικές διεργασίες των Ελλήνων φιλοσόφων μπορούσε κάποιος να προσεγγίσει την αλήθεια των Γραφών, διαδικασία στην οποία ο Θεός είχε βάλει σκόπιμα εμπόδια, πέπλα για να αναγκάσει τον άνθρωπο να χρησιμοποιήσει τη λογική του. Τέλος, η άρνησή του να δεχτεί την σαρκική «ανάσταση εκ νεκρών» του Χριστού, οδήγησε στην μετά θάνατον καταδίκη του από τη Σύνοδο της Κωνσταντινούπολης το 553 μ.Χ. Ίσως τελικά ο Κλήμης να μην χαρακτηρίστηκε άγιος, εξαιτίας της σχέσης του με τον Ωριγένη.
Όμως δεν ήταν όλοι οι πρώτοι Χριστιανοί «ελληνιστές». Για παράδειγμα ο Τερτυλλιανός (160-240 μ.Χ.), ο πρώτος χριστιανός που έγραψε στα λατινικά, αντιμετώπιζε την Ελλάδα σαν εχθρό του Χριστιανισμού, μη βρίσκοντας κάποιο κοινό σημείο στις διδασκαλίες τους.
Η Ελληνική επιρροή στον Χριστιανισμό ήταν καταλυτική, τόσο στο δόγμα και την ηθική του, όσο και στα τελετουργικά τυπικά - για τα οποία δανείστηκε πολλά στοιχεία από την ελληνιστική μυστηριακή θρησκεία. – τα έθιμα (π.χ. το καρναβάλι), την αρχιτεκτονική, την εκκλησιαστική τέχνη, τον συμβολισμό και την εικονογραφία. Το γεγονός αυτό όμως δεν απέτρεψε, ούτε μείωσε τους διωγμούς κατά των Χριστιανών που εξαπέλυσαν οι Ρωμαίοι, επειδή οι Χριστιανοί δεν δέχονταν τη θεία φύση του Αυτοκράτορα και αρνούνταν να αποδώσουν τις καθορισμένες από το νόμο θυσίες. Πολλοί μαρτύρησαν πιστεύοντας στην μετά θάνατον δικαίωση που τους υπόσχονταν οι ιερείς τους.
Αναμένοντας την επερχόμενη «Βασιλεία του Θεού», οι πρώτοι Χριστιανοί απέφευγαν το κρέας (σαν ειδωλολατρική προσφορά), το θέατρο (λόγω της σχέσης του με την παγανιστική μυθολογία), την παγανιστική τέχνη και φιλολογία, την υπηρεσία στο στρατό (που ήταν συνδεδεμένη με τη λατρεία στον Αυτοκράτορα), τις αθλητικές εκδηλώσεις (σαν παγανιστική συνήθεια), την όλη σεξουαλική παιδεία των παγανιστών (όπως τη σεξουαλική εκμετάλλευση των γυναικών σκλάβων στη Ρώμη), τον ιππόδρομο με τα πορνογραφικά θεάματά του και τις μονομαχίες, τους λάγνους χορούς, τη χρήση ναρκωτικών, την πολυγαμία, το διαζύγιο, τη λαιμαργία, την ακολασία, την πολυτέλεια στο ντύσιμο και κάθε είδους υπερβολή του ρωμαϊκού τρόπου ζωής.
Όταν τελικά έπαψαν οι διωγμοί με το διάταγμα του Μιλάνου το 313 μ.Χ. που συντάχθηκε από τον Λικίνιο και των Κωνσταντίνο, η Εκκλησία απέρριψε τους πρωταρχικούς ισχυρούς δεσμούς της με τη φιλοσοφία, γεγονός που την έκανε τρωτή στην εμφάνιση αιρέσεων και σχισμάτων.
ΜΕΡΟΣ Β'
Ο Χριστός ως Ορφέας
Πολλές φορές γύρω στα Χριστούγεννα οι χριστιανοί έχουν την τάση να επαναπροσεγγίζουν τις αρχές της θρησκείας τους. Ένα – ευαίσθητο – θέμα που δεν αγγίζεται είναι αυτό της σχέσης του Χριστιανισμού με τις λεγόμενες πολυθεϊστικές θρησκείες, ζήτημα που ούτε οι άλλες μονοθεϊστικές θρησκείες (Ιουδαϊσμός, Μωαμεθανισμός) προσεγγίζουν συχνά.
Ο Χριστιανισμός δεν επικράτησε επειδή ήταν μια μονοθεϊστική θρησκεία, αλλά διαμορφώθηκε ως τέτοια για να συμπορευτεί με το ρεύμα της ελληνιστικής εποχής, κατά την οποία υπήρχε ήδη η τάση για την ανάπτυξη του μονοθεϊσμού, από τους φιλοσόφους και διανοούμενους της εποχής.
Η απομάκρυνση από τον Ελληνικό πολυθεϊσμό – όπως π.χ. παρουσιάζεται στα ομηρικά έπη – είχε ήδη ξεκινήσει μερικούς αιώνες πριν με την ανάπτυξη της ελληνικής κλασικής Φιλοσοφίας. Πρώτοι οι προσωκρατικοί είχαν κάνει το πρώτο βήμα, αποπροσωποποιώντας τους πολυάριθμους θεούς των Ελλήνων. Δημιούργησαν έτσι την έννοια του «θείου», το οποίο ο Αναξίμανδρος σχεδόν ταύτισε με το «Άπειρο», στο οποίο απέφυγε να δώσει ανθρωπομορφικά χαρακτηριστικά. Ο Ξενοφάνης ανέπτυξε την ιδέα του «Ενός Θεού» που ξεχωρίζει – σαν επίπεδο – από «τους υπόλοιπους θεούς και τους ανθρώπους» (όπως ο ίδιος έγραψε).Αργότερα, στην εποχή της Κλασικής Φιλοσοφίας, ο Αριστοτέλης μίλησε για έναν μία «Πρωταρχικό Κινούν».
Ακόμα και στην Παλαιά Διαθήκη, ο Ιεχωβάς, παρουσιάζεται στον Μωυσή σαν «ο θεός των πατέρων του και του λέει ότι «δεν υπάρχουν άλλοι θεοί εκτός από Εμένα». Κάποιοι ερευνητές, όπως ο καθηγητής John Dillon, κάνουν διάκριση ανάμεσα σ’ ένα «αυστηρό μονοθεϊσμό» που παρουσιάζεται στον Ιουδαϊσμό και τον Μωαμεθανισμό, ο οποίος δεν επιτρέπει την ύπαρξη άλλων θείων οντοτήτων πέραν του Ενός και Μοναδικού Θεού, εκτός ίσως από κάποιους αγγέλους και ενός πιο “soft” μονοθεϊσμού που έχει προκύψει από μια διανοουμενίστικη εκλέπτυνση της αρχαιοελληνικής παράδοσης. Ο Dillon τοποθετεί τον Χριστιανισμό ανάμεσα στις δύο αυτές τάσεις, υποστηρίζοντας ότι έχει πάρει στοιχεία και από την ζηλοτυπική αποκλειστικότητα του Θεού των Ιουδαίων, αλλά έχει επηρεαστεί και από τον Νεοπλατωνισμό. Ουσιαστικά, ο Χριστιανισμός βρήκε έδαφος ανάπτυξης σε μια εποχή όπου κυριαρχούσαν η πλατωνική μεταφυσική, η Ηθική των Στωικών και η αριστοτέλεια λογική.
Ήδη από τον 4ο αι. π.Χ. ο Πλάτωνας στο έργο του «Τίμαιος» παρουσιάζει έναν Δημιουργό, ο οποίος δίνει μορφή στην αδρανή ύλη μέσων των «νοητικών μορφών» (Αρχετύπων). Αργότερα, τον 3ο αι. π.Χ., ο Πλωτίνος μιλάει για το «Ένα», μια μη υλική, απρόσωπη δύναμη σαν το Υπέρτατο Ον. Με τον ίδιο όρο («Ένα») είχε αποκαλέσει την υπέρτατη Θεότητα και ο Παρμενίδης τον 6ο αι. π.Χ. Μάλιστα ο Πλωτίνος διέκρινε μια Απόλυτη Θεότητα (σαν την Πρώτη Αρχή) που ήταν απλά «νοητικής φύσης» και μια Δημιουργική διμερή Θεία Διάνοια που γεννάει τις μορφές («αρχέτυπα»). Γι’ αυτό οι συνεχιστές στον Νεοπλατωνισμό μίλησαν για «τρεις διαφορετικές υποστάσεις του Ενός Θεού», μια προσέγγιση που ταιριάζει πολύ με την χριστιανική Αγία Τριάδα (Πατήρ, Υιός και Άγιο Πνεύμα).
Απ’ την άλλη, ο Αριστοτέλης στα «Μεταφυσικά» του – όχι τόσο μεταφυσικός όσο ο δάσκαλός του Πλάτωνας – απορρίπτει την ιδέα των «αρχετύπων» και μιλάει για έναν κυκλικό χρόνο που βρίσκεται σε κίνηση, δίχως αρχή και τέλος, καθώς και για ένα «Πρωταρχικό Κινούν», το οποίο όμως δεν υπόκειται σ’ αυτήν την ατέρμονη πορεία, αλλά είναι η Αιτία της. Αυτός είναι ο «Θεός» του Αριστοτέλη, που παρουσιάζεται σαν μια Αρχή και όχι προσωποποιημένος (αν και τον παρομοιάζει με έναν στρατηγό που κατευθύνει τον στρατό του).
Ο Αριστοτέλης δίδασκε ότι ο άνθρωπος μπορεί να προσεγγίσει το «θείο» με λογικές διαδικασίες, μέσω των ερεθισμάτων που συλλαμβάνει με τις αισθήσεις του. Μάλιστα τόνιζε ότι αυτό θα μπορούσε να επιτευχθεί μέσα από κοινωνική δομή της οποίας οι νόμοι θα ενσωμάτωναν τους «συμπαντικούς» νόμους της κοσμικής τάξης. Την εποχή του Χριστού, η κυρίαρχη πολιτική άποψη ήθελε να επικρατεί το μοντέλο της Ρώμης που τόνιζε την επέκταση μια λογικής τάξης σ’ όλη την έκταση της Αυτοκρατορίας της. Το μοντέλο αυτό είχε γίνει αποδεκτό από τους Χριστιανούς.
Σύμφωνα μάλιστα με τον Κικέρωνα, ο οποίος όριζε την ελευθερία σαν την υποταγή στο φυσικό («θείο») νόμο, το πλήθος των θεών ήταν κάτι το περιττό και γι’ αυτό δεν θα ήταν κακό να επιτρέπονταν η λατρεία όλων των θρησκειών όσο αυτές δεν εμπλέκονταν σε θέματα διοίκησης. Μάλιστα ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Αλέξανδρος Σεβήρος, λάτρευε μαζί με άλλους θεούς και τον Χριστό.
Έτσι ο ρωμαϊκός κόσμος ήταν δεκτικός σε μια νέα μονοθεϊστική θρησκεία που βασίζονταν στην ενότητα μεταξύ των ανθρώπων και υπόσχονταν τη σωτηρία πέρα από διαφορές φυλής, προέλευσης, φύλου ή κοινωνικής τάξης. Έτσι ο Χριστιανισμός στήριξε την εξάπλωσή του πάνω στις ιδέες αυτές, εξάπλωση που βοηθήθηκε από την διάδοση της ελληνικής γλώσσας στα παράλια της Μεσογείου. Απ’ τη στιγμή που τα Ευαγγέλια γράφτηκαν στα Ελληνικά, μπορούσαν να διαβαστούν απ’ την πλειοψηφία των μορφωμένων ανθρώπων.
Οι «Επιστολές του Παύλου» (γραμμένες το 49 ή το 50 μ.Χ.), τα Ευαγγέλια (το τελευταίο ήταν του Ιωάννη που γράφτηκε μεταξύ 90 και 100 μ.Χ.), οι «Πράξεις των Αποστόλων» και η «Αποκάλυψη» γράφτηκαν όλα στα Ελληνικά. Ακόμα και το πρώτο Ευαγγέλιο, αυτό του Ματθαίου, που είχε γραφεί στα αραμαϊκά γύρω στο 40 μ.Χ., μεταφράστηκε στα Ελληνικά. Όσο για τον Ιησού, αυτός δεν άφησε κανένα γραπτό κείμενο, ενώ δίδασκε στα αραμαϊκά. Έτσι ο Χριστιανισμός εκφράστηκε μέσα από μια γλώσσα που περιείχε τις έννοιες της οικουμενικότητας, την οποία διέδιδε σαν ιδέα την ίδια εποχή και η Στωική φιλοσοφία.
Επιπλέον, η διάδοση της χριστιανικής ηθικής βρήκε έτοιμο έδαφος διαμορφωμένο από την ηθική των Στωικών. Ο ιδρυτής της Στωικής Φιλοσοφίας, ο Ζήνων (4ος αι. π.Χ.) δίδασκε την αταραξία της ψυχής από πάθη όπως ο φόβος, η απληστία, η λύπη ή η χαρά, ώστε η ψυχή να μπορεί να ατενίσει ανεμπόδιστη τα υψηλότερα πνευματικά ιδανικά. Οι Στωικοί, δήλωναν ότι ακόμα και οι σκλάβοι θα μπορούσαν να φτάσουν στην ευτυχία αν ζούσαν «σύμφωνα με τη φύση». Οι Χριστιανοί έπρεπε απλά να το αλλάξουν σε «σύμφωνα με το θέλημα του Θεού» και είχαν αμέσως έτοιμο ένα μεγάλο ακροατήριο, ήδη διαμορφωμένο μέσα από τις αρχές της στωικής ηθικής. Έτσι χρησιμοποίησαν έννοιες των Στωικών όπως τον ασκητισμό, την ταπεινοφροσύνη, την αρμονία και την αδελφοσύνη.
Οι Χριστιανοί επιδίωξαν επίσης μια ταύτιση με όρους και έννοιες της αρχαίας Ελληνικής φιλοσοφίας. Έτσι στον πρόλογο των Ευαγγελίων και σύμφωνα με τον Ιωάννη, ο Ιησούς παρουσιάζεται ως ο «Λόγος», όρος που στα ελληνικά μεταφράζεται σαν «αιτία» και «ομιλία». Στα αγγλικά μεταφράστηκε σαν «λέξη». Με τον τρόπο αυτό, οι πλατωνιστές των πρώτων χριστιανικών χρόνων βρήκαν μπροστά τους μια οικεία έννοια που συμφωνούσε με την Δημιουργική Αρχή που παρεμβάλλεται ανάμεσα στον Υπέρτατο Θεό και στην δημιουργημένο κόσμο. Για τους πρώτους χριστιανούς Πατέρες ο «Λόγος» σαν έννοια υπήρχε σε κάθε θρησκεία («Λόγος σπερματικός»), αλλά έβρισκε την τελείωσή της στον Χριστό. Είναι χαρακτηριστικό ότι, σε αρχαίες χριστιανικές εικόνες βλέπουμε τον Χριστό να οδηγεί – λυτρωμένους - τον Πλάτωνα και τον Σωκράτη, μετά την νίκη κατά του Άδη.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Φίλωνα του Αλεξανδρινού (30 π.Χ. – 50 μ.Χ.), μέλους μιας Ελληνόφωνης ιουδαϊκής κοινότητας, ο οποίος προσπάθησε να συνδυάσει τον Πλάτωνα με τον Ιουδαϊσμό και τον Στωικισμό. Ο Φίλωνας ταύτισε τη στωική έννοια του «Λόγου» με οντότητες ενδιάμεσες μεταξύ του Θεού και του ανθρώπου όπως τους αγγέλους, τον Μωυσή, τον Αβραάμ, ακόμα και τους υψηλόβαθμους ιερείς των Ιουδαίων. Γι’ αυτόν τα πλατωνικά «αρχέτυπα» ήταν αντανακλάσεις της διάνοιας του Θεού. Ο Φίλων δεν δεχόταν την ενσάρκωση του Λόγου στον Ιησού, ούτε επίσης μια πλήρη ανθρώπινη φύση του Ιησού με τις ανθρώπινες αδυναμίες που αυτή συνεπάγεται.
Παράλληλα, κάποιοι απ’ τους πρώτους ηγέτες του Χριστιανισμού, απέτρεπαν τους οπαδούς του Χριστού από την ανάγνωση παγανιστικών βιβλίων, ώστε να μην έχουν κακές επιρροές. Τη στάση κατέκριναν κάποιοι Πατέρες της Εκκλησίας όπως ο Κλήμης ο Αλεξανδρινός (2ος αι. μ.Χ.) για τον οποίο ο Ιησούς ήταν η ενσάρκωση του Αιώνιου Λόγου, αυτής της θείας Αρχής που – για τον Κλήμη - μπορούσε να εμπνεύσει Ιουδαίους και μη. Γι’ αυτόν η έννοια του Λόγου έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη σύνδεση του Χριστιανισμού με την Ελληνική φιλοσοφία και σκέψη. Με τον τρόπο αυτό οι Χριστιανοί συνέδεσαν την «αληθινή θρησκεία» τους με κάθε έννοια «φυσικής θρησκείας» που επικρατούσε πριν την εποχή του Χριστού.
Ο Ωριγένης (184 - 254 μ.Χ.) από την Αλεξάνδρεια ήταν ένας απ’ τους δασκάλους στην «Κατηχητική Σχολή της Αλεξάνδρειας» που ο Κλήμης είχε ιδρύσει και μάλιστα τον διαδέχτηκε στη διεύθυνση της Σχολής το 203 μ.Χ. Αν και αναγνωρίστηκε σαν ένας εξέχων δάσκαλος του Χριστιανισμού, δέχτηκε απ’ την άλλη πολλές επιθέσεις από Χριστιανούς με την κατηγορία ότι αλλοίωνε το νόημα των Ευαγγελίων εισάγοντας παγανιστικές διδασκαλίες. Ο Ωριγένης διέδιδε ότι με τις λογικές διεργασίες των Ελλήνων φιλοσόφων μπορούσε κάποιος να προσεγγίσει την αλήθεια των Γραφών, διαδικασία στην οποία ο Θεός είχε βάλει σκόπιμα εμπόδια, πέπλα για να αναγκάσει τον άνθρωπο να χρησιμοποιήσει τη λογική του. Τέλος, η άρνησή του να δεχτεί την σαρκική «ανάσταση εκ νεκρών» του Χριστού, οδήγησε στην μετά θάνατον καταδίκη του από τη Σύνοδο της Κωνσταντινούπολης το 553 μ.Χ. Ίσως τελικά ο Κλήμης να μην χαρακτηρίστηκε άγιος, εξαιτίας της σχέσης του με τον Ωριγένη.
Όμως δεν ήταν όλοι οι πρώτοι Χριστιανοί «ελληνιστές». Για παράδειγμα ο Τερτυλλιανός (160-240 μ.Χ.), ο πρώτος χριστιανός που έγραψε στα λατινικά, αντιμετώπιζε την Ελλάδα σαν εχθρό του Χριστιανισμού, μη βρίσκοντας κάποιο κοινό σημείο στις διδασκαλίες τους.
Η Ελληνική επιρροή στον Χριστιανισμό ήταν καταλυτική, τόσο στο δόγμα και την ηθική του, όσο και στα τελετουργικά τυπικά - για τα οποία δανείστηκε πολλά στοιχεία από την ελληνιστική μυστηριακή θρησκεία. – τα έθιμα (π.χ. το καρναβάλι), την αρχιτεκτονική, την εκκλησιαστική τέχνη, τον συμβολισμό και την εικονογραφία. Το γεγονός αυτό όμως δεν απέτρεψε, ούτε μείωσε τους διωγμούς κατά των Χριστιανών που εξαπέλυσαν οι Ρωμαίοι, επειδή οι Χριστιανοί δεν δέχονταν τη θεία φύση του Αυτοκράτορα και αρνούνταν να αποδώσουν τις καθορισμένες από το νόμο θυσίες. Πολλοί μαρτύρησαν πιστεύοντας στην μετά θάνατον δικαίωση που τους υπόσχονταν οι ιερείς τους.
Αναμένοντας την επερχόμενη «Βασιλεία του Θεού», οι πρώτοι Χριστιανοί απέφευγαν το κρέας (σαν ειδωλολατρική προσφορά), το θέατρο (λόγω της σχέσης του με την παγανιστική μυθολογία), την παγανιστική τέχνη και φιλολογία, την υπηρεσία στο στρατό (που ήταν συνδεδεμένη με τη λατρεία στον Αυτοκράτορα), τις αθλητικές εκδηλώσεις (σαν παγανιστική συνήθεια), την όλη σεξουαλική παιδεία των παγανιστών (όπως τη σεξουαλική εκμετάλλευση των γυναικών σκλάβων στη Ρώμη), τον ιππόδρομο με τα πορνογραφικά θεάματά του και τις μονομαχίες, τους λάγνους χορούς, τη χρήση ναρκωτικών, την πολυγαμία, το διαζύγιο, τη λαιμαργία, την ακολασία, την πολυτέλεια στο ντύσιμο και κάθε είδους υπερβολή του ρωμαϊκού τρόπου ζωής.
Όταν τελικά έπαψαν οι διωγμοί με το διάταγμα του Μιλάνου το 313 μ.Χ. που συντάχθηκε από τον Λικίνιο και των Κωνσταντίνο, η Εκκλησία απέρριψε τους πρωταρχικούς ισχυρούς δεσμούς της με τη φιλοσοφία, γεγονός που την έκανε τρωτή στην εμφάνιση αιρέσεων και σχισμάτων.
ΜΕΡΟΣ Β'
ΠΟΙΟΙ ΕΙΔΩΛΟΛΑΤΡΕΣ;
Δυστυχώς σ' αυτόν τόν τόπο καί σ' αυτούς τούς αναξιόπιστους, αντιστρεπτικούς καιρούς, δέν είσαι μόνο ό,τι δηλώσεις (κατά τόν γνωστό καί εύγλωττο Γιάννη Τσαρούχη), αλλά καί ό,τι δηλώνεις μπορεί νά καθιερώση ένα ασύστολο ψέμα σάν ευρέως αποδεκτή αλήθεια, αν βέβαια οι σκοποί σου είναι αρκούντως δόλιοι ή απευθύνεσαι σέ αγνοούντες που παριστάνουν τούς γνωρίζοντες, που είναι άλλωστε καί τό σύνηθες. Από 'κεί καί πέρα η καραμέλα πιπιλίζεται σέ ανιστόρητα ή μισαλλόδοξα, εν προκειμένω, χείλη καί άντε ν' αποδείξης ότι δέν είσαι... ελέφαντας! Συκοφαντείτε λοιπόν, συκοφαντείτε... στό τέλος κάτι μένει! Αν μάλιστα έχετε τό προνόμιο νά είστε χρισμένοι "πνευματικοί" ή "θρησκευτικοί" ταγοί, η επιτυχία είναι σίγουρη, καί ποιά αλήθεια καί ποιά αποστομωτική βιβλιογραφία καί πρός ποιούς, θά αμφισβητήσει τά μαργαριτάρια τής αυθεντίας σας!
Έτσι οι τυπολάτρες καί δογματολήπτες βάφτισαν "ειδωλολάτρες" τούς ευσεβείς τού Πνεύματος καί τής Συμπαντικής Αρμονίας.
Οι εφευρέτες καί νονοί τού Σατανά και προσκυνητές του φιδιού είπαν σκοταδιστές τούς λατρεύοντες τό Ερεβοκτόνο Φώς.
Οι μισαλλόδοξοι, μέ τούς τόσους θρησκευτικούς πολέμους, ονόμασαν θηριώδεις αυτούς που δέν έκαναν ούτε έναν, γιά τέτοια αιτία.
Αυτοί, που τή σχέση Θείου καί Ανθρώπου τήν υποβίβασαν σέ σχέση δουλείας καί φόβου, αφώρισαν εκείνους που τήν ανήγαγαν σέ Φιλότητα καί Φυσική, καθημερινή Επαφή καί Συμβουλή (Χρησμοί) καί Νοητική, Κοσμική προσέγγιση.
Αυτοί που μόνο θεωρητικά ομολογούν "πίστιν ελπιζομένων υπόστασιν καί πραγμάτων έλεγχον, ου βλεπομένων", ενώ στήν πράξη έχουν ανάγκη ασπασμού χρυσοστόλιστων εικόνων (άφθονο αίμα χύθηκε γιά τήν εδραίωση αυτής τής εικονολατρίας!), αφώρισαν αυτούς πού είπαν: "τό Θείον μέν χαλεπόν νοείν, φράσαι δε αδύνατον" (Ερμού εκ τού πρός Τάτ). Η υλο-προσήλωση αυτοκλήθηκε Πνεύμα καί βάφτισε τό Πνεύμα, ύλη!
Η Ελληνική Γραμματεία (όση διασώθηκε από τούς εμπρησμούς) φωνάζει, μέ πάμπολλες φωνές τήν διαστρεβλωμένη Αλήθεια, αλλ' η αλήθεια αυτή δύσκολα φτάνει στ' αυτιά τών σημερινών Ελλήνων, που κουφάθηκαν από Βυζαντινές (στήν ουσία Νεο-Ρωμαϊκές) δογματικές, ανθελληνικές μεθοδεύσεις κι από σκόπιμα παραπλανητική ή ανύπαρκτη, σημερινή Παιδεία.
Οι φωνές όμως αυτές τών "ειδωλολατρών", υπάρχουν καί όστις έχει ώτα, ακουέτω!
Δυστυχώς σ' αυτόν τόν τόπο καί σ' αυτούς τούς αναξιόπιστους, αντιστρεπτικούς καιρούς, δέν είσαι μόνο ό,τι δηλώσεις (κατά τόν γνωστό καί εύγλωττο Γιάννη Τσαρούχη), αλλά καί ό,τι δηλώνεις μπορεί νά καθιερώση ένα ασύστολο ψέμα σάν ευρέως αποδεκτή αλήθεια, αν βέβαια οι σκοποί σου είναι αρκούντως δόλιοι ή απευθύνεσαι σέ αγνοούντες που παριστάνουν τούς γνωρίζοντες, που είναι άλλωστε καί τό σύνηθες. Από 'κεί καί πέρα η καραμέλα πιπιλίζεται σέ ανιστόρητα ή μισαλλόδοξα, εν προκειμένω, χείλη καί άντε ν' αποδείξης ότι δέν είσαι... ελέφαντας! Συκοφαντείτε λοιπόν, συκοφαντείτε... στό τέλος κάτι μένει! Αν μάλιστα έχετε τό προνόμιο νά είστε χρισμένοι "πνευματικοί" ή "θρησκευτικοί" ταγοί, η επιτυχία είναι σίγουρη, καί ποιά αλήθεια καί ποιά αποστομωτική βιβλιογραφία καί πρός ποιούς, θά αμφισβητήσει τά μαργαριτάρια τής αυθεντίας σας!
Έτσι οι τυπολάτρες καί δογματολήπτες βάφτισαν "ειδωλολάτρες" τούς ευσεβείς τού Πνεύματος καί τής Συμπαντικής Αρμονίας.
Οι εφευρέτες καί νονοί τού Σατανά και προσκυνητές του φιδιού είπαν σκοταδιστές τούς λατρεύοντες τό Ερεβοκτόνο Φώς.
Οι μισαλλόδοξοι, μέ τούς τόσους θρησκευτικούς πολέμους, ονόμασαν θηριώδεις αυτούς που δέν έκαναν ούτε έναν, γιά τέτοια αιτία.
Αυτοί, που τή σχέση Θείου καί Ανθρώπου τήν υποβίβασαν σέ σχέση δουλείας καί φόβου, αφώρισαν εκείνους που τήν ανήγαγαν σέ Φιλότητα καί Φυσική, καθημερινή Επαφή καί Συμβουλή (Χρησμοί) καί Νοητική, Κοσμική προσέγγιση.
Αυτοί που μόνο θεωρητικά ομολογούν "πίστιν ελπιζομένων υπόστασιν καί πραγμάτων έλεγχον, ου βλεπομένων", ενώ στήν πράξη έχουν ανάγκη ασπασμού χρυσοστόλιστων εικόνων (άφθονο αίμα χύθηκε γιά τήν εδραίωση αυτής τής εικονολατρίας!), αφώρισαν αυτούς πού είπαν: "τό Θείον μέν χαλεπόν νοείν, φράσαι δε αδύνατον" (Ερμού εκ τού πρός Τάτ). Η υλο-προσήλωση αυτοκλήθηκε Πνεύμα καί βάφτισε τό Πνεύμα, ύλη!
Η Ελληνική Γραμματεία (όση διασώθηκε από τούς εμπρησμούς) φωνάζει, μέ πάμπολλες φωνές τήν διαστρεβλωμένη Αλήθεια, αλλ' η αλήθεια αυτή δύσκολα φτάνει στ' αυτιά τών σημερινών Ελλήνων, που κουφάθηκαν από Βυζαντινές (στήν ουσία Νεο-Ρωμαϊκές) δογματικές, ανθελληνικές μεθοδεύσεις κι από σκόπιμα παραπλανητική ή ανύπαρκτη, σημερινή Παιδεία.
Οι φωνές όμως αυτές τών "ειδωλολατρών", υπάρχουν καί όστις έχει ώτα, ακουέτω!
Να μερικές από αυτές:
1. ...μούνον δ' εσόρα κόσμοιο άνακτα είς έστ', αυτογενής, ενός πάντα τέκτυται, εν δ' αυτοίς αυτός περινίσσεται, ουδέ τις αυτόν εισοράα θνητών, αυτός δέ γε πάντας οράται. Ουδέ τις έσθ' έτερος χωρίς μεγάλου βασιλήος.
(Ορφέως, Αποσπασμάτια -fragmenta-αρ. 1)
...παρατήρει τόν μόνον Ανακτα τού Κόσμου Ένας υπάρχει, αυτογέννητος, τά πάντα είναι γεννήματα αυτού τού Ενός, κι Αυτός περιφέρεται μέσα σ' αυτά, κανείς από τούς θνητούς δέν Τόν βλέπει. Αυτός όμως βλέπει τούς πάντες. Ούτε υπάρχει κανείς άλλος, χωριστά από τόν Μεγάλο Βασιλέα
2. Είς Ζεύς, είς Αΐδης, είς Ηλιος, είςΔιόνυσος, είς Θεός εν πάντεσι, τί σοι δίχα ταύτ' αγορεύω;
(Ορφέως, Αποσπασμάτια αρ. 4)
'Ενας ο Ζεύς, ένας ο Αδης, ένας ο 'Ηλιος (Απόλλων), ένας ο Διόνυσος. 'Ενας ο Θεός στά πάντα, γιατί σού τά λέω αυτά χωριστά;
3. Νύμφαι-ύδωρ, πύρ-Ηφαιστος, σίτος-Δημήτηρ, η δέ θάλασσα-Ποσειδάων μέγας ηδ' Ενοσίχθων, ...Ηλιος όν καλέουσιν Απόλλωνα κλυτότοξον, ...ιητήρα νόσων, Ασκληπιόν. Εν τάδε πάντα.
(Ορφέως, Αποσπασμάτια αρ.28)
Οι Νύμφες είναι τό νερό, η φωτιά, ο Ήφαιστος, ο σίτος, η Δήμητρα, η δε θάλασσα ο μέγας Ποσειδών που σείει τή γή, ..ο ήλιος που ονομάζουν Απόλλωνα μέ τό ξακουστό τόξο, ...ιατρό τών νόσων, τόν Ασκληπιό. Ένα είναι όλα αυτά.
4. Πάνα καλώ κρατερόν, νόμιον, κόσμοιο τό Σύμπαν, ουρανόν ηδέ θάλασσαν ιδέ χθόνα παμβασίλειαν καί πύρ αθάνατον, τάδε γάρ μέλη εστί τά Πανός.
(Ορφικός Υμνος, αρ. 11, πρός Πάνα)
Προσκαλώ τόν δυνατό Πάνα, τόν ποιμένα, τού Σύμπαντος Κόσμου, τόν ουρανό καί τήν θάλασσα, τήν παμβασίλισσα γή καί τό πύρ τό αθάνατο, γιατί όλα αυτά είναι μέλη τού Πανός.
5. Εκ τών πάντων Εν καί εξ Ενός τά πάντα.
(Αριστοτέλους, περί Κόσμου 5, 396b, 20)
6. Ουκ εμού, αλλά τού Λόγου ακούσαντες ομολογείν σοφόν εστί Εν πάντα είναι.
(Ηράκλειτος, Λόγος περί τού Παντός, δ.)
1. ...μούνον δ' εσόρα κόσμοιο άνακτα είς έστ', αυτογενής, ενός πάντα τέκτυται, εν δ' αυτοίς αυτός περινίσσεται, ουδέ τις αυτόν εισοράα θνητών, αυτός δέ γε πάντας οράται. Ουδέ τις έσθ' έτερος χωρίς μεγάλου βασιλήος.
(Ορφέως, Αποσπασμάτια -fragmenta-αρ. 1)
...παρατήρει τόν μόνον Ανακτα τού Κόσμου Ένας υπάρχει, αυτογέννητος, τά πάντα είναι γεννήματα αυτού τού Ενός, κι Αυτός περιφέρεται μέσα σ' αυτά, κανείς από τούς θνητούς δέν Τόν βλέπει. Αυτός όμως βλέπει τούς πάντες. Ούτε υπάρχει κανείς άλλος, χωριστά από τόν Μεγάλο Βασιλέα
2. Είς Ζεύς, είς Αΐδης, είς Ηλιος, είςΔιόνυσος, είς Θεός εν πάντεσι, τί σοι δίχα ταύτ' αγορεύω;
(Ορφέως, Αποσπασμάτια αρ. 4)
'Ενας ο Ζεύς, ένας ο Αδης, ένας ο 'Ηλιος (Απόλλων), ένας ο Διόνυσος. 'Ενας ο Θεός στά πάντα, γιατί σού τά λέω αυτά χωριστά;
3. Νύμφαι-ύδωρ, πύρ-Ηφαιστος, σίτος-Δημήτηρ, η δέ θάλασσα-Ποσειδάων μέγας ηδ' Ενοσίχθων, ...Ηλιος όν καλέουσιν Απόλλωνα κλυτότοξον, ...ιητήρα νόσων, Ασκληπιόν. Εν τάδε πάντα.
(Ορφέως, Αποσπασμάτια αρ.28)
Οι Νύμφες είναι τό νερό, η φωτιά, ο Ήφαιστος, ο σίτος, η Δήμητρα, η δε θάλασσα ο μέγας Ποσειδών που σείει τή γή, ..ο ήλιος που ονομάζουν Απόλλωνα μέ τό ξακουστό τόξο, ...ιατρό τών νόσων, τόν Ασκληπιό. Ένα είναι όλα αυτά.
4. Πάνα καλώ κρατερόν, νόμιον, κόσμοιο τό Σύμπαν, ουρανόν ηδέ θάλασσαν ιδέ χθόνα παμβασίλειαν καί πύρ αθάνατον, τάδε γάρ μέλη εστί τά Πανός.
(Ορφικός Υμνος, αρ. 11, πρός Πάνα)
Προσκαλώ τόν δυνατό Πάνα, τόν ποιμένα, τού Σύμπαντος Κόσμου, τόν ουρανό καί τήν θάλασσα, τήν παμβασίλισσα γή καί τό πύρ τό αθάνατο, γιατί όλα αυτά είναι μέλη τού Πανός.
5. Εκ τών πάντων Εν καί εξ Ενός τά πάντα.
(Αριστοτέλους, περί Κόσμου 5, 396b, 20)
6. Ουκ εμού, αλλά τού Λόγου ακούσαντες ομολογείν σοφόν εστί Εν πάντα είναι.
(Ηράκλειτος, Λόγος περί τού Παντός, δ.)
Όχι εμένα, αλλά τόν Λόγο αν ακούσετε, είναι σοφό νά πιστεύετε ότι τά Πάντα είναι Εν.
7. Εν τό σοφόν μούνον, λέγεσθαι εθέλει καί ουκ εθέλει Ζηνός όνομα.
7. Εν τό σοφόν μούνον, λέγεσθαι εθέλει καί ουκ εθέλει Ζηνός όνομα.
(Ηράκλειτος, Λόγος Θεολογικός)
Τό Εν καί μοναδικόν Σοφόν θέλει καί δέν θέλει νά έχη τό όνομα τού Διός.
8. Εν τό σοφόν: Επίστασθαι γνώμην, οτέη εκυβέρνησε πάντα διά πάντων.
8. Εν τό σοφόν: Επίστασθαι γνώμην, οτέη εκυβέρνησε πάντα διά πάντων.
(Ηράκλειτος, Λόγος περί Παντός) Μία είναι η σοφία:
Νά κατέχη κανείς τήν Γνώση Αυτού που κυβερνά τά πάντα μέσω πάντων.
9. Ο Θεός ημέρη ευφρόνη, χειμών-θέρος, πόλεμος-ειρήνη, κόρος-λιμός, αλλοιούται δέ όκωσπερ οίνος, οπόταν συμμιγή θυώμασιν, ονομάζεται δέ καθ' ηδονήν εκάστου.
9. Ο Θεός ημέρη ευφρόνη, χειμών-θέρος, πόλεμος-ειρήνη, κόρος-λιμός, αλλοιούται δέ όκωσπερ οίνος, οπόταν συμμιγή θυώμασιν, ονομάζεται δέ καθ' ηδονήν εκάστου.
(Ηράκλειτος, Λόγος Θεολογικός)
Ο Θεός είναι ημέρα καί νύχτα, χειμώνας καί θέρος, πόλεμος κι ειρήνη, χορτασμός καί πείνα, αλλάζει όμως όπως ο οίνος, όταν ανακατευθή μέ μυρωδικά καί τότε παίρνει όνομα ανάλογα μέ τού καθενός τήν ευχαρίστηση.
10. Κόσμον τόνδε, τόν αυτών απάντων, ούτε τις Θεών ούτε ανθρώπων εποίησεν, αλλ' ήν αεί καί έστι καί έσται πύρ αείζωον απτόμενον μέτρα καί αποσβεννύμενον μέτρα.
Ο Θεός είναι ημέρα καί νύχτα, χειμώνας καί θέρος, πόλεμος κι ειρήνη, χορτασμός καί πείνα, αλλάζει όμως όπως ο οίνος, όταν ανακατευθή μέ μυρωδικά καί τότε παίρνει όνομα ανάλογα μέ τού καθενός τήν ευχαρίστηση.
10. Κόσμον τόνδε, τόν αυτών απάντων, ούτε τις Θεών ούτε ανθρώπων εποίησεν, αλλ' ήν αεί καί έστι καί έσται πύρ αείζωον απτόμενον μέτρα καί αποσβεννύμενον μέτρα.
(Ηράκλειτος, Λόγος Θεολογικός)
Αυτόν τόν Κόσμο, που είναι ίδιος γιά όλους, ούτε και κάποιος από τούς Θεούς ούτε από τούς ανθρώπους εδημιούργησε, αλλ' ήταν πάντα καί είναι καί θά είναι αιώνια, ζών πύρ, που μέ νόμους ανάβει καί μέ νόμους σβύνει.
11. Εν αρχά πάντων.
Αυτόν τόν Κόσμο, που είναι ίδιος γιά όλους, ούτε και κάποιος από τούς Θεούς ούτε από τούς ανθρώπους εδημιούργησε, αλλ' ήταν πάντα καί είναι καί θά είναι αιώνια, ζών πύρ, που μέ νόμους ανάβει καί μέ νόμους σβύνει.
11. Εν αρχά πάντων.
(Φιλόλαος - Πυθαγόρειοι)
12. Εστιν ηγεμών καί άρχων απάντων Θεός, είς αεί εών, μόνιμος, ακίνητος, αυτός εαυτώ όμοιος, έτερος τών άλλων.
12. Εστιν ηγεμών καί άρχων απάντων Θεός, είς αεί εών, μόνιμος, ακίνητος, αυτός εαυτώ όμοιος, έτερος τών άλλων.
(Φιλόλαος-Πυθαγόρειοι)
Ηγεμών καί 'Αρχων υπάρχει τών πάντων ο Θεός, Ενας, αιώνιος, μόνιμος, ακίνητος, όμοιος μόνο μέ τόν εαυτό του, διαφορετικός από κάθε τι άλλο.
13. Πότερον ουν ορθώς Εναν ουρανόν προσειρήκαμεν, ή πολλούς καί απείρους λέγειν είναι τό ορθότερον; Ενα, είπερ, κατά τό παράδειγμα δεδημιουργημένος έσται.
Ηγεμών καί 'Αρχων υπάρχει τών πάντων ο Θεός, Ενας, αιώνιος, μόνιμος, ακίνητος, όμοιος μόνο μέ τόν εαυτό του, διαφορετικός από κάθε τι άλλο.
13. Πότερον ουν ορθώς Εναν ουρανόν προσειρήκαμεν, ή πολλούς καί απείρους λέγειν είναι τό ορθότερον; Ενα, είπερ, κατά τό παράδειγμα δεδημιουργημένος έσται.
(Πλάτων, Τίμαιος 31α)
Ορθά λοιπόν είπαμε πρίν ότι υπάρχει ένας ουρανός, ή πρέπει νά λέγουμε ορθότερα ότι υπάρχουν πολλοί καί άπειροι; Ενας βέβαια, αν έχει δημιουργηθή κατά τό πρότυπό (τού Ενός Δημιουργού)
14. Τόν μέν ουν ποιητήν καί πατέρα τούδε τού παντός ευρείν τε έργον καί ευρόντα εις πάντας αδύνατον λέγειν
(Πλάτων, Τίμαιος 28c )
Τό νά βρή λοιπόν κανείς τόν Δημιουργό καί Πατέρα τού Σύμπαντος αυτού, είναι δύσκολο κι αν Τόν βρή είναι αδύνατον νά τό εκφράση λεκτικά σέ όλους τούς άλλους.
15. Τόνδε τόν κόσμον ζώον έμψυχον έννουν τε τή αληθεία διά τήν τού Θεού γενέσθαι πρόνοιαν.
(Πλάτων, Τίμαιος 30b)
Ο Κόσμος αυτός, που είναι αληθινά όν ένζωον καί εμψυχον καί έχων νούν, εγεννήθη διά τής Πρόνοιας τού Θεού.
16.Εις Θεός εν τε Θεοίσι καί ανθρώποιςμέγιστος ούτε δέμας θνητοίσιν ομοίϊος ουδέ νόημα.
Ορθά λοιπόν είπαμε πρίν ότι υπάρχει ένας ουρανός, ή πρέπει νά λέγουμε ορθότερα ότι υπάρχουν πολλοί καί άπειροι; Ενας βέβαια, αν έχει δημιουργηθή κατά τό πρότυπό (τού Ενός Δημιουργού)
14. Τόν μέν ουν ποιητήν καί πατέρα τούδε τού παντός ευρείν τε έργον καί ευρόντα εις πάντας αδύνατον λέγειν
(Πλάτων, Τίμαιος 28c )
Τό νά βρή λοιπόν κανείς τόν Δημιουργό καί Πατέρα τού Σύμπαντος αυτού, είναι δύσκολο κι αν Τόν βρή είναι αδύνατον νά τό εκφράση λεκτικά σέ όλους τούς άλλους.
15. Τόνδε τόν κόσμον ζώον έμψυχον έννουν τε τή αληθεία διά τήν τού Θεού γενέσθαι πρόνοιαν.
(Πλάτων, Τίμαιος 30b)
Ο Κόσμος αυτός, που είναι αληθινά όν ένζωον καί εμψυχον καί έχων νούν, εγεννήθη διά τής Πρόνοιας τού Θεού.
16.Εις Θεός εν τε Θεοίσι καί ανθρώποιςμέγιστος ούτε δέμας θνητοίσιν ομοίϊος ουδέ νόημα.
(Ξενοφάνης, 23)
Ενας Θεός μέγιστος σέ Θεούς κι ανθρώπους, ούτε ως πρός τό σώμα όμοιος μέ τούς θνητούς, ούτε ως πρός τόν νού.
17. Εν τό Πάν.
Ενας Θεός μέγιστος σέ Θεούς κι ανθρώπους, ούτε ως πρός τό σώμα όμοιος μέ τούς θνητούς, ούτε ως πρός τόν νού.
17. Εν τό Πάν.
(Παρμενίδης)
18..Διός, ον καλούσιν οι Βαβηλώνιοι, βήλον.
18..Διός, ον καλούσιν οι Βαβηλώνιοι, βήλον.
(Διόδωρος Σικελιώτης, Β, 8,7)
Τού Διός, τόν οποίο οι Βαβηλώνιοι ονομάζουν Βήλον (Βαάλ).
19. Θεούς ενομίσαμεν, ουχ ετέρους παρ' ετέροις, ουδέ βαρβάρους καί Ελληνας, ουδέ νοτίους καί βορείους, αλλ' ώσπερ ήλιος καί σελήνη καί ουρανός καί γή καί θάλασσα κοινά πάσιν, ονομάζεται δ' άλλως υπ' άλλων, ούτως ενός λόγου τούτ' αύτα κοσμούντος καί μίας προνοίας επιτροπευούσης καί δυνάμεων υπουργών επί πάντα τεταγμένων, έτεροι παρ' ετέροις κατά νόμους γεγόνασι τιμαί καί προσηγορίαι.
(Πλούταρχος, Περί Ισιδος & Οσίριδος, 378α)
Θεούς θεωρήσαμε, όχι διαφορετικούς από άλλους (λαούς), ούτε από βαρβάρους ή από Ελληνες, ούτε από νότιους ή βόρειους, αλλά ακριβώς όπως ο ήλιος καί η σελήνη κι ο ουρανός καί η γή καί η θάλασσα είναι κοινά σέ όλους, ονομάζονται όμως διαφορετικά από τόν κάθε λαό, έτσι ενώ Ενας Λόγος συγκροτεί όλα αυτά καί μία (Θεία) πρόνοια τά διευθύνει καί γιά τήν λειτουργία τών πάντων έχουν ορισθή (Θείες) δυνάμεις, εντούτοις διαφορετικές από τούς διαφόρους (λαούς) ορίσθηκαν τιμές κι επωνυμίες, σύμφωνα μέ τούς νόμους (έθιμα) τους.
20. Η δέ κρείττων καί Θειοτέρα φύσις εκ τριών εστι, τού νοητού καί τής ύλης καί τού εκ τούτων, όν κόσμον Ελληνες ονομάζουσιν.
(Πλούταρχος, περί Ισιδος καί Οσιριδος,373F)
Η δέ καλύτερη καί περισσότερο αρμόζουσα στό Θείον φύσις (υπόσταση) συνίσταται από τρία στοιχεία, από τό Νοητόν (τό προσεγγίσημο διά τής Νόησης), τό Υλικόν (τό προσεγγίσημο διά τής αντί-λήψεως) κι απ' αυτό πού προκύπτει από τήν σύνθεση αυτών καί πού οι Ελληνες ονομάζουν Κόσμον.
21. Εν δ' ούν τω παρόντι χρή γένη διανοηθήναι τριττά, τό μέν γιγνόμενον, τό δ' εν ώ γίγνεται, τό δ' όθεν αφομοιούμενον φύεται τό γιγνόμενον καί δή καί προεικάσαι πρέπει τό μέν δεχόμενον μητρί, τό δ' όθεν πατρί, τήν δέ μεταξύ τούτων φύσιν εκγόνω.
(Πλάτων, Τίμαιος, 18d(50))
Κατά τό παρόν λοιπόν πρέπει νά έχουμε υπ' όψιν Τρία γένη, εκείνο που γεννάται, εκείνο μέσα στό οποίο αυτό γεννάται καί εκείνο, κατ' απομίμηση τού οποίου γεννάται τό γεννώμενον καί ακριβώς τό μέν δεχόμενον αρμόζει νά παρομοιάσουμε μέ Μητέρα, εκείνο από τό οποίο έρχεται η γέννησις μέ Πατέρα καί τήν μεταξύ αυτών φύσιν (τό γεννώμενον) μέ Υιόν.
22. Θεός εστιν ο πάντων τών όντων Λόγος.
(Κελσος εκ τού Ωριγένους:κατά Κέλσου V,10)
23. Θαλής ερωτηθείς, τί πρεσβύτατον τών όντων; απεκρίνατο: Θεός, αγέννητον γάρ. Σωκράτης ερωτηθείς, τί Θεός; είπεν: Τό αθάνατον καί αΐδιον. Ερμής ερωτηθείς, τί Θεός; είπεν: Ο τών όλων δημιουργός, σοφώτατος Νούς καί αΐδιος.
(Στοβαίος, 1.1.29α)
24. Πρώτον μέν τόν Θεόν ζώον άφθαρτον καί μακάριον νομίζων, ως η κοινή τού Θεού νόησις υπεγράφη, μηθέν μήτε τής αφθαρσίας αλλότριον μήτε τής μακαριότητος ανοίκιον αυτώ πρόσαπτε.
(Επίκουρος, πρός Μενοικέα)
Πρώτα απ' όλα θεωρώντας τόν Θεό ζώντα, άφθαρτο καί μακάριο, όπως έχει καθιερωθεί περί τού Θεού νά νοούμε, μήν Τόν συσχετίζεις μέ οτιδήποτε δέν ταιριάζει στήν αφθαρσία καί τήν μακαριότητά Του.
19. Θεούς ενομίσαμεν, ουχ ετέρους παρ' ετέροις, ουδέ βαρβάρους καί Ελληνας, ουδέ νοτίους καί βορείους, αλλ' ώσπερ ήλιος καί σελήνη καί ουρανός καί γή καί θάλασσα κοινά πάσιν, ονομάζεται δ' άλλως υπ' άλλων, ούτως ενός λόγου τούτ' αύτα κοσμούντος καί μίας προνοίας επιτροπευούσης καί δυνάμεων υπουργών επί πάντα τεταγμένων, έτεροι παρ' ετέροις κατά νόμους γεγόνασι τιμαί καί προσηγορίαι.
(Πλούταρχος, Περί Ισιδος & Οσίριδος, 378α)
Θεούς θεωρήσαμε, όχι διαφορετικούς από άλλους (λαούς), ούτε από βαρβάρους ή από Ελληνες, ούτε από νότιους ή βόρειους, αλλά ακριβώς όπως ο ήλιος καί η σελήνη κι ο ουρανός καί η γή καί η θάλασσα είναι κοινά σέ όλους, ονομάζονται όμως διαφορετικά από τόν κάθε λαό, έτσι ενώ Ενας Λόγος συγκροτεί όλα αυτά καί μία (Θεία) πρόνοια τά διευθύνει καί γιά τήν λειτουργία τών πάντων έχουν ορισθή (Θείες) δυνάμεις, εντούτοις διαφορετικές από τούς διαφόρους (λαούς) ορίσθηκαν τιμές κι επωνυμίες, σύμφωνα μέ τούς νόμους (έθιμα) τους.
20. Η δέ κρείττων καί Θειοτέρα φύσις εκ τριών εστι, τού νοητού καί τής ύλης καί τού εκ τούτων, όν κόσμον Ελληνες ονομάζουσιν.
(Πλούταρχος, περί Ισιδος καί Οσιριδος,373F)
Η δέ καλύτερη καί περισσότερο αρμόζουσα στό Θείον φύσις (υπόσταση) συνίσταται από τρία στοιχεία, από τό Νοητόν (τό προσεγγίσημο διά τής Νόησης), τό Υλικόν (τό προσεγγίσημο διά τής αντί-λήψεως) κι απ' αυτό πού προκύπτει από τήν σύνθεση αυτών καί πού οι Ελληνες ονομάζουν Κόσμον.
21. Εν δ' ούν τω παρόντι χρή γένη διανοηθήναι τριττά, τό μέν γιγνόμενον, τό δ' εν ώ γίγνεται, τό δ' όθεν αφομοιούμενον φύεται τό γιγνόμενον καί δή καί προεικάσαι πρέπει τό μέν δεχόμενον μητρί, τό δ' όθεν πατρί, τήν δέ μεταξύ τούτων φύσιν εκγόνω.
(Πλάτων, Τίμαιος, 18d(50))
Κατά τό παρόν λοιπόν πρέπει νά έχουμε υπ' όψιν Τρία γένη, εκείνο που γεννάται, εκείνο μέσα στό οποίο αυτό γεννάται καί εκείνο, κατ' απομίμηση τού οποίου γεννάται τό γεννώμενον καί ακριβώς τό μέν δεχόμενον αρμόζει νά παρομοιάσουμε μέ Μητέρα, εκείνο από τό οποίο έρχεται η γέννησις μέ Πατέρα καί τήν μεταξύ αυτών φύσιν (τό γεννώμενον) μέ Υιόν.
22. Θεός εστιν ο πάντων τών όντων Λόγος.
(Κελσος εκ τού Ωριγένους:κατά Κέλσου V,10)
23. Θαλής ερωτηθείς, τί πρεσβύτατον τών όντων; απεκρίνατο: Θεός, αγέννητον γάρ. Σωκράτης ερωτηθείς, τί Θεός; είπεν: Τό αθάνατον καί αΐδιον. Ερμής ερωτηθείς, τί Θεός; είπεν: Ο τών όλων δημιουργός, σοφώτατος Νούς καί αΐδιος.
(Στοβαίος, 1.1.29α)
24. Πρώτον μέν τόν Θεόν ζώον άφθαρτον καί μακάριον νομίζων, ως η κοινή τού Θεού νόησις υπεγράφη, μηθέν μήτε τής αφθαρσίας αλλότριον μήτε τής μακαριότητος ανοίκιον αυτώ πρόσαπτε.
(Επίκουρος, πρός Μενοικέα)
Πρώτα απ' όλα θεωρώντας τόν Θεό ζώντα, άφθαρτο καί μακάριο, όπως έχει καθιερωθεί περί τού Θεού νά νοούμε, μήν Τόν συσχετίζεις μέ οτιδήποτε δέν ταιριάζει στήν αφθαρσία καί τήν μακαριότητά Του.
...Και πάρα πολλές ακόμα!
Δέν θά χρειάζονταν, στά παραπάνω ανθολογήματα τής Ελληνικής Φιλοσοφικής σκέψης, νά κάνη κανείς κανενός είδους σχόλια. Είναι από μόνα τους σαφέστατα. Θεωρώ σκόπιμο όμως νά σημειώσω 5 γενικές παρατηρήσεις.
1ον. Είναι σαφής ο πρωτοφανής καί μοναδικός Νοητικός χαρακτήρας τής προσέγγισης τού Ανορίζοντος Θείου. Καμιά δογματική Θρησκεία δέν μπόρεσε ποτέ νά κάνη κάτι τέτοιο. Τά δόγματα αρνούνται ελεύθερες ερμηνείες ("πίστευε καί μή ερεύνα*" ή επί τό υποκριτικότερον "πίστευε καί ερεύνα, αλλά μόνον τάς Γραφάς") [ΔΕΣ: ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η «ΠΙΣΤΗ»;] χαράζουν κανόνες, απαγορεύσεις, απειλές τιμωρίας καί στήν καλύτερη περίπτωση τάζουν Παραδείσους. Κινούνται πάντα σέ αντιληπτικά γήϊνα πεδία. Κι όταν ακόμη μιλούν γιά Ουρανούς, τούς δίνουν γήϊνα όρια καί αξίες. Η Νοητική προσέγγιση Κοσμικών εννοιών καί η λατρεία άψυχων ειδώλων, είναι δύο τελείως αντιφατικά κι αλληλο-καταργούμενα πράγματα, Από καμιά ιστορική πηγή δέν αναφέρεται τέτοια λατρεία γιά τούς Έλληνες. Αντίθετα τό τελευταίο απόσπασμα 24, (τού Επίκουρου) είναι ένα ρητό καί σαφές παράδειγμα τής Ελληνικής θέσης γιά τήν μή συσχέτιση τού Θεού μέ οτιδήποτε φθαρτό, δηλαδή υλικό καί κατ' επέκτασιν είδωλο.
2ον. Στά αποσπάσματα 20 καί 21 φαίνεται καθαρά η θεώρηση τού Τρισυπόστατου Θείου. Θεώρηση που δέν είναι αποκλειστικότητα καί πρωτιά τής Χριστιανικής Θρησκείας καί που καί άλλοι λαοί είχαν προσεγγίσει. Οπως οι Αιγύπτιοι μέ τήν τριάδα Οσιρις-Ισις-Ωρος (διδασκαλία Ερμή) ή οι Ινδοί μέ τήν τριάδα Μπράχμα-Βισνού-Σίβα (πιθανώς διδασκαλία Διονύσου). Τήν θεώρηση αυτή είχα υποστηρίξει στόν συμβολισμό τού Δελφικού "Ε" (βλ. Τετρακτύς τ.3).
3ον. Γιά τήν Ελληνική Φιλοσοφική σκέψη δέν υπάρχει διάσταση μεταξύ "Μονοθεϊσμού" (ενός Κοσμικού όμως Μονοθεϊσμού κι όχι ενός εξ αποκαλύψεως) καί Πολυθεϊσμού ή ειδικότερα Δωδεκαθέου. Είναι οι δύο όψεις τού ιδίου νομίσματος. Στά αποσπάσματα 2, 3, 4, 5, 6, 7 φαίνεται καθαρά πώς οι διάφοροι Θεοί δέν είναι παρά μέλη τού "Ενός" καί "μοναδικού" Σύμπαντος Θείου. Αυτό διδάσκονταν οι Μύστες τών Ιερών Μυστηρίων (Ελευσίνια, Δελφικά, Πυθαγόρεια, Καβείρια) όπως αναφέρει ο Παυσανίας (Αττικά, 47, 4): "όστις δέ ήδη τελετήν Ελευσίνα είδεν η τά καλούμενα Ορφικά επελέξαντο, οίδεν ο λέγω". Καί φυσικά "οι Έλληνες Θεοί δέν είναι πρόσωπα, είναι Κοσμικές Δυνάμεις καί Ενέργειες . Είναι εκφάνσεις τού διαχεόμενου Κοσμικού Θείου, μέσα στίς αναρίθμητες συμπαντικές λειτουργίες Του" (Βλ.Ρασσιά: "Υπέρ τής τών Ελλήνων Νόσου", σ.22). Εχοντας όμως πολυδιάστατη Νοητική προσέγγιση τού Κοσμικού Λόγου καί τών αναλογικών εκδηλώσεών Του στά διάφορα Συμπαντικά πεδία τού Μακρόκοσμου καί τού Μικρόκοσμου, σημειοθετούνται καί σάν Αστέρες-Πλανήτες, αλλά καί σάν προκατακλυσμιαίοι Βασιλείς-Εθνογεννήτορες (Ευήμερος-Διόδωρος Σικελιώτης 5, 42). Ούτε εδώ έχει θέση λατρεία ειδώλων.
4ον. Είναι φανερή, κυρίως στά αποσπάσματα 9,18,19, η παντελής έλλειψις μισαλλοδοξίας καί Θρησκευτικού φανατισμού. Κατά τούς πολέμους θεωρούσαν αδιανόητη γιά Έλληνες τήν καταστροφή ξένων Ιερών ή τήν θανάτωση Ιερέων καί πίστευαν ότι οι Θεοί τιμωρούσαν κάθε τέτοια πράξη σάν ιερόσυλη, αφού κατά τήν Ελληνική σκέψη, όλοι οι άνθρωποι τόν ίδιο Θεό λατρεύουν, μέ διαφορετικά όμως ονόματα καί τρόπους. 'Οποιος καλόπιστα θέλει νά κάνη συγκρίσεις, ας κοιτάξει: Εξοδος 20, 1-5, Βασιλειών Γ' ΙΗ 40, Ζαχαρία, Θ, 13,Αμώς Α, 7-8, Ιεζεκήλ, ΚΕ, 16-17, κτλ. Μπορεί επίσης νά διαβάση καί Νεο-Ρωμαϊκή ιστορία τού 4ου καί 5ου αιώνα μ.Χ..
5ον. Η Ελληνική Φιλοσοφική θεώρηση τού Κόσμου είναι πλήρως συμβατή (σέ αντίθεση μέ όλες τίς γνωστές Θρησκείες όπου η αντίφαση παρουσιάζεται πάντα σάν αλληγορία) μέ τίς νεότερες θεωρίες καί πληροφορίες τής επιστήμης. Η Υποατομική Φυσική - μέ τίς ασύλληπτες ταχύτητες τών Σωματιδίων, τά οποία αδυνατεί νά παρακολουθήση η Νευτώνια Φυσική αφού χαρακτηρίζονται ότι δέν είναι, αλλ' έχουν τήν τάση νά είναι - καταφεύγει, σύμφωνα μέ τούς ίδιους τούς επιστήμονες, στήν Ελληνική Φιλοσοφία γιά τήν κατανόηση συγχρόνων θεωριών, όπως αυτή τού Χάους (βλ. J.Gleich; Χάος, εκδ. Κάτοπτρο), ή τού Κβαντικού σύμπαντος (βλ. T.Hey & P.Walters; Τό Κβαντικό Σύμπαν, εκδ. Κάτοπτρο), τού "απτόμενου μέτρα καί αποσβεννύμενου μέτρα", ή τήν πιό πρόσφατη θεωρεία τών Υπερχορδών (βλ. P.Davies & J.Brown: Υπερχορδές, η θεωρία τών Πάντων, εκδ. Κάτοπτρο), όπου "εκ τών πάντων Εν καί εξ Ενός τά πάντα"!
Αυτόν τόν τεράστιο Πνευματικό πλούτο, οι μισαλλόδοξοι τών Δογμάτων τόν στέρησαν καί τόν στερούν από τούς φυσικούς κληρονόμους του αλλά κι απ' όλη τήν Ανθρωπότητα. Οσα δέν κατέστρεψαν οι φανατικοί, τά καλύπτει μιά Ανθελληνική Παιδεία καί οι δήθεν Πνευματικοί φορείς καί άνθρωποι (αγνοούντες, απάτριδες, ανόητοι ή ανίκανοι;) μέ τήν σφραγίδα τού "ειδωλολάτρη" καί κόβουν έτσι τόν ομφάλιο λώρο τών σημερινών Ελλήνων μέ τίς τροφοδότες αξίες καί αρετές τών προγόνων καί τού Φωτοδότη Πολιτισμού τους καί Πολιτισμού μας. Λαοί χωρίς Ιστορία καί Πολιτισμό, γαντζώνονται στό παραμικρό πού έχουν, ή κλέβουν από άλλους (κυρίως από εμάς). Εμείς αρνούμαστε ή αγνοούμε τήν πάμπλουτη κληρονομιά μας. Εξ ού καί μύρια κακά έπονται!
Δέν θά χρειάζονταν, στά παραπάνω ανθολογήματα τής Ελληνικής Φιλοσοφικής σκέψης, νά κάνη κανείς κανενός είδους σχόλια. Είναι από μόνα τους σαφέστατα. Θεωρώ σκόπιμο όμως νά σημειώσω 5 γενικές παρατηρήσεις.
1ον. Είναι σαφής ο πρωτοφανής καί μοναδικός Νοητικός χαρακτήρας τής προσέγγισης τού Ανορίζοντος Θείου. Καμιά δογματική Θρησκεία δέν μπόρεσε ποτέ νά κάνη κάτι τέτοιο. Τά δόγματα αρνούνται ελεύθερες ερμηνείες ("πίστευε καί μή ερεύνα*" ή επί τό υποκριτικότερον "πίστευε καί ερεύνα, αλλά μόνον τάς Γραφάς") [ΔΕΣ: ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η «ΠΙΣΤΗ»;] χαράζουν κανόνες, απαγορεύσεις, απειλές τιμωρίας καί στήν καλύτερη περίπτωση τάζουν Παραδείσους. Κινούνται πάντα σέ αντιληπτικά γήϊνα πεδία. Κι όταν ακόμη μιλούν γιά Ουρανούς, τούς δίνουν γήϊνα όρια καί αξίες. Η Νοητική προσέγγιση Κοσμικών εννοιών καί η λατρεία άψυχων ειδώλων, είναι δύο τελείως αντιφατικά κι αλληλο-καταργούμενα πράγματα, Από καμιά ιστορική πηγή δέν αναφέρεται τέτοια λατρεία γιά τούς Έλληνες. Αντίθετα τό τελευταίο απόσπασμα 24, (τού Επίκουρου) είναι ένα ρητό καί σαφές παράδειγμα τής Ελληνικής θέσης γιά τήν μή συσχέτιση τού Θεού μέ οτιδήποτε φθαρτό, δηλαδή υλικό καί κατ' επέκτασιν είδωλο.
2ον. Στά αποσπάσματα 20 καί 21 φαίνεται καθαρά η θεώρηση τού Τρισυπόστατου Θείου. Θεώρηση που δέν είναι αποκλειστικότητα καί πρωτιά τής Χριστιανικής Θρησκείας καί που καί άλλοι λαοί είχαν προσεγγίσει. Οπως οι Αιγύπτιοι μέ τήν τριάδα Οσιρις-Ισις-Ωρος (διδασκαλία Ερμή) ή οι Ινδοί μέ τήν τριάδα Μπράχμα-Βισνού-Σίβα (πιθανώς διδασκαλία Διονύσου). Τήν θεώρηση αυτή είχα υποστηρίξει στόν συμβολισμό τού Δελφικού "Ε" (βλ. Τετρακτύς τ.3).
3ον. Γιά τήν Ελληνική Φιλοσοφική σκέψη δέν υπάρχει διάσταση μεταξύ "Μονοθεϊσμού" (ενός Κοσμικού όμως Μονοθεϊσμού κι όχι ενός εξ αποκαλύψεως) καί Πολυθεϊσμού ή ειδικότερα Δωδεκαθέου. Είναι οι δύο όψεις τού ιδίου νομίσματος. Στά αποσπάσματα 2, 3, 4, 5, 6, 7 φαίνεται καθαρά πώς οι διάφοροι Θεοί δέν είναι παρά μέλη τού "Ενός" καί "μοναδικού" Σύμπαντος Θείου. Αυτό διδάσκονταν οι Μύστες τών Ιερών Μυστηρίων (Ελευσίνια, Δελφικά, Πυθαγόρεια, Καβείρια) όπως αναφέρει ο Παυσανίας (Αττικά, 47, 4): "όστις δέ ήδη τελετήν Ελευσίνα είδεν η τά καλούμενα Ορφικά επελέξαντο, οίδεν ο λέγω". Καί φυσικά "οι Έλληνες Θεοί δέν είναι πρόσωπα, είναι Κοσμικές Δυνάμεις καί Ενέργειες . Είναι εκφάνσεις τού διαχεόμενου Κοσμικού Θείου, μέσα στίς αναρίθμητες συμπαντικές λειτουργίες Του" (Βλ.Ρασσιά: "Υπέρ τής τών Ελλήνων Νόσου", σ.22). Εχοντας όμως πολυδιάστατη Νοητική προσέγγιση τού Κοσμικού Λόγου καί τών αναλογικών εκδηλώσεών Του στά διάφορα Συμπαντικά πεδία τού Μακρόκοσμου καί τού Μικρόκοσμου, σημειοθετούνται καί σάν Αστέρες-Πλανήτες, αλλά καί σάν προκατακλυσμιαίοι Βασιλείς-Εθνογεννήτορες (Ευήμερος-Διόδωρος Σικελιώτης 5, 42). Ούτε εδώ έχει θέση λατρεία ειδώλων.
4ον. Είναι φανερή, κυρίως στά αποσπάσματα 9,18,19, η παντελής έλλειψις μισαλλοδοξίας καί Θρησκευτικού φανατισμού. Κατά τούς πολέμους θεωρούσαν αδιανόητη γιά Έλληνες τήν καταστροφή ξένων Ιερών ή τήν θανάτωση Ιερέων καί πίστευαν ότι οι Θεοί τιμωρούσαν κάθε τέτοια πράξη σάν ιερόσυλη, αφού κατά τήν Ελληνική σκέψη, όλοι οι άνθρωποι τόν ίδιο Θεό λατρεύουν, μέ διαφορετικά όμως ονόματα καί τρόπους. 'Οποιος καλόπιστα θέλει νά κάνη συγκρίσεις, ας κοιτάξει: Εξοδος 20, 1-5, Βασιλειών Γ' ΙΗ 40, Ζαχαρία, Θ, 13,Αμώς Α, 7-8, Ιεζεκήλ, ΚΕ, 16-17, κτλ. Μπορεί επίσης νά διαβάση καί Νεο-Ρωμαϊκή ιστορία τού 4ου καί 5ου αιώνα μ.Χ..
5ον. Η Ελληνική Φιλοσοφική θεώρηση τού Κόσμου είναι πλήρως συμβατή (σέ αντίθεση μέ όλες τίς γνωστές Θρησκείες όπου η αντίφαση παρουσιάζεται πάντα σάν αλληγορία) μέ τίς νεότερες θεωρίες καί πληροφορίες τής επιστήμης. Η Υποατομική Φυσική - μέ τίς ασύλληπτες ταχύτητες τών Σωματιδίων, τά οποία αδυνατεί νά παρακολουθήση η Νευτώνια Φυσική αφού χαρακτηρίζονται ότι δέν είναι, αλλ' έχουν τήν τάση νά είναι - καταφεύγει, σύμφωνα μέ τούς ίδιους τούς επιστήμονες, στήν Ελληνική Φιλοσοφία γιά τήν κατανόηση συγχρόνων θεωριών, όπως αυτή τού Χάους (βλ. J.Gleich; Χάος, εκδ. Κάτοπτρο), ή τού Κβαντικού σύμπαντος (βλ. T.Hey & P.Walters; Τό Κβαντικό Σύμπαν, εκδ. Κάτοπτρο), τού "απτόμενου μέτρα καί αποσβεννύμενου μέτρα", ή τήν πιό πρόσφατη θεωρεία τών Υπερχορδών (βλ. P.Davies & J.Brown: Υπερχορδές, η θεωρία τών Πάντων, εκδ. Κάτοπτρο), όπου "εκ τών πάντων Εν καί εξ Ενός τά πάντα"!
Αυτόν τόν τεράστιο Πνευματικό πλούτο, οι μισαλλόδοξοι τών Δογμάτων τόν στέρησαν καί τόν στερούν από τούς φυσικούς κληρονόμους του αλλά κι απ' όλη τήν Ανθρωπότητα. Οσα δέν κατέστρεψαν οι φανατικοί, τά καλύπτει μιά Ανθελληνική Παιδεία καί οι δήθεν Πνευματικοί φορείς καί άνθρωποι (αγνοούντες, απάτριδες, ανόητοι ή ανίκανοι;) μέ τήν σφραγίδα τού "ειδωλολάτρη" καί κόβουν έτσι τόν ομφάλιο λώρο τών σημερινών Ελλήνων μέ τίς τροφοδότες αξίες καί αρετές τών προγόνων καί τού Φωτοδότη Πολιτισμού τους καί Πολιτισμού μας. Λαοί χωρίς Ιστορία καί Πολιτισμό, γαντζώνονται στό παραμικρό πού έχουν, ή κλέβουν από άλλους (κυρίως από εμάς). Εμείς αρνούμαστε ή αγνοούμε τήν πάμπλουτη κληρονομιά μας. Εξ ού καί μύρια κακά έπονται!
ΔΕΣ:
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου