Η δημοκρατία είναι, χωρίς αμφιβολία, ένα ιδιοφυές σύστημα διακυβέρνησης που στοχάστηκε ο αρχαίος Ελληνικός πολιτισμός, με διαχρονική και παγκόσμια αξία. Σύμφωνα μ’ αυτήν, οι «πολλοί» κυβερνούν και οι «ολίγοι» ελέγχουν. Κύριο χαρακτηριστικό της είναι η ελευθερία. Μια ελευθερία όμως όχι ανεξέλεγκτη (αυτή σίγουρα οδηγεί στη δουλεία και την τυραννίδα), αλλά ελεγχόμενη από νόμους, έτσι ώστε να διασφαλίζονται τα αγαθά της, που είναι η «ἰσονομία», δηλαδή η ισότητα όλων απέναντι στους νόμους, η «παρρησία», δηλαδή η δυνατότητα να μιλούν ελεύθερα για όλα, και η «ἰσηγορία», δηλαδή να έχουν όλοι ίσο δικαίωμα στο λόγο.
Η δημοκρατία γεννήθηκε στην Αθήνα στα
τέλη του 6ου αι. π.Χ., αμέσως μετά την πτώση της τυραννίας. Είχε προηγηθεί, το
514 π.Χ., η δολοφονία του Πεισιστρατίδη Ιππάρχου από τους Αρμόδιο και
Αριστογείτονα, ενώ το 510 π.Χ. ακολούθησε η αναγκαστική φυγή του Ιππία, του
άλλου Πεισιστρατίδη και τελευταίου τυράννου. Ιδρυτής της δημοκρατίας θεωρείται
ο Κλεισθένης, από το γνωστό επιφανές γένος των Αλκμαιωνιδών, ο οποίος το
508/507 π.Χ., με μια σειρά μέτρων που πήρε, ενίσχυσε το Δήμο, τους «πολλούς»,
και τον κατέστησε ρυθμιστικό παράγοντα του πολιτειακού βίου. Για να το
κατορθώσει αυτό, περιόρισε τις αντιδράσεις των κοινωνικών εκείνων τάξεων που
θίγονταν από το νέο τρόπο διακυβέρνησης, δηλαδή των ευγενών, των «ολίγων»,
εμποδίζοντας την πολιτική τους ένωση. Μοίρασε έτσι την Αττική σε δήμους, σε
μικρές κοινότητες, ο καθένας από τους οποίους είχε τη δική του διοίκηση. Ο κάθε
πολίτης ήταν εγγεγραμμένος στους καταλόγους ενός δήμου. Το όνομα του δήμου
του, μαζί με το ατομικό του όνομα, επιβεβαίωνε την ιδιότητά του ως Αθηναίου πολίτη.
Όλοι οι δήμοι μοιράστηκαν σε δέκα φυλές. Μ’ αυτόν τον τρόπο η συγκρότηση των
φυλών έπαψε να βασίζεται στη συγγένεια αίματος. Για να αποτρέψει ταραχές που
τυχόν θα προκαλούνταν ανάμεσα σε γειτονικές φυλές ή για να εμποδίσει τη σύναψη
επικίνδυνων συμμαχιών ανάμεσα τους, σκέφτηκε έναν πολύ έξυπνο τρόπο. Χώρισε την
Αττική σε τρεις περιοχές και πιο συγκεκριμένα στο Άστυ, στην Παραλία και στη Μεσογαία,
και καθεμιά απ’ αυτές σε δέκα μικρότερα τμήματα, τις λεγάμενες τριττύες. Μ' αυτήν
την κατάτμηση η κάθε φυλή δεν είχε γεωγραφική συνοχή, αφού συγκροτούνταν από
τρεις διαφορετικής προέλευσης τριττύες: μία από το Άστυ, μία από την Παραλία
και μία από τη Μεσογαία. Επομένως, σε κάθε φυλή υπήρχαν πολίτες που έμεναν σε
διαφορετικά μέρη και συγχρόνως ήταν ποικίλης ενασχόλησης και κοινωνικής διαστρωμάτωσης.
Μέσα απ’ αυτόν τον κατακερματισμό δημιουργήθηκε μια φυλετική συνείδηση που δεν
βασιζόταν σε κοινούς δεσμούς αίματος ούτε σε οικονομικούς ή τοπικούς
παράγοντες.
Δεν υπήρχε εκδήλωση της πολιτικής,
στρατιωτικής και θρησκευτικής ζωής στην αρχαία Αθήνα στην οποία οι πολίτες να
μην έπαιρναν μέρος κατά φυλές. Π.χ., κατά φυλές συμμετείχαν στις συνεδριάσεις
της Βουλής οι βουλευτές, κατά φυλές πολεμούσαν οι οπλίτες και κατά φυλές
θάβονταν μετά το πέρας των πολεμικών συγκρούσεων. Ακόμη, στα ομαδικά αγωνίσματα
κατά τη διάρκεια μεγάλων γιορτών, όπως ήταν, π.χ., τα Παναθήναια, οι ομάδες
διαγωνίζονταν κατά φυλές. Έτσι, σε παραστάσεις που διακοσμούν αττικά αγγεία
από τα τέλη του 5ου αι. π.Χ. έχουμε αθλητές της Αντιοχίδας φυλής να
διαγωνίζονται στο αγώνισμα της λαμπαδηδρομίας, όπως μας πληροφορούν επιγραφές
που διακοσμούν τις ιδιόρρυθμες επιστέψεις των κεφαλιών τους. Στην αθηναϊκή
Αγορά, στο λεγόμενο μνημείο των Επωνύμων Ηρώων, όπου είχαμε τα αγάλματα των
δέκα μυθικών ηρώων που έδωσαν το όνομά τους στις δέκα αθηναϊκές φυλές, κάτω
από την εικόνα π.χ. του Αντιόχου, του Ακάμαντα, του Αίαντα, του Ερεχθέα κτλ.,
είχαμε αναρτημένες ανακοινώσεις που, ως επί το πλείστον, αφορούσαν τις
αντίστοιχες φυλές, π.χ. την Αντιοχίδα, την Ακαμαντίδα, την Αιαντίδα, την
Ερεχθηίδα κτλ., και διαβάζονταν από τα μέλη τους. Κάθε φυλή, ύστερα από
κλήρωση, έδινε κάθε χρόνο πενήντα βουλευτές. Όλοι αυτοί συγκροτούσαν τη Βουλή
των Πεντακοσίων, που συνεδρίαζε μέχρι τα τέλη του 5ου αι. π.Χ. στο παλιό
Βουλευτήριο και μετά στο νέο Βουλευτήριο. Και τα δύο βρίσκονταν, πολύ κοντά το
ένα στο άλλο, στη ΝΔ γωνία της Αγοράς. Για το ένα δέκατο του έτους, και πιο
συγκεκριμένα για 35 ή 36 μέρες, η κάθε φυλή ήταν πρυτανεύουσα, αποτελούσε
δηλαδή μια μόνιμη επιτροπή με ειδικά καθήκοντα, ένα είδος σημερινής κυβέρνησης.
Κατά τη διάρκεια της πρυτανείας μιας φυλής, οι βουλευτές της ονομάζονταν
«πρύτανεις»- διέμεναν και σιτίζονταν, καθ’ όλο το διάστημα της
υπηρεσίας τους, σ’ ένα κυκλικό οικοδόμημα, τη Θόλο, που βρισκόταν κοντά στο Βουλευτήριο.
Για μία μέρα ένας από τους πενήντα πρυτάνεις-βουλευτές κληρωνόταν Επιστάτης
των Πρυτάνεων, ένα αξίωμα που αντίστοιχό του σήμερα θα μπορούσε να θεωρηθεί
αυτό του πρωθυπουργού ή του Προέδρου της Δημοκρατίας. Αυτός ήταν που κρατούσε
τη σφραγίδα του κράτους, τα κλειδιά των ιερών όπου φυλάσσονταν τα
θησαυροφυλάκια της πόλης, καθώς και αυτά των δημόσιων αρχείων. Είναι
χαρακτηριστικό ότι στο αξίωμα αυτό δεν μπορούσε να εκλεγεί κάποιος για δεύτερη
φορά. Ένα από τα βασικά καθήκοντα της Βουλής ήταν να επεξεργάζεται όλα τα
θέματα, καθώς και τους νόμους, που επρόκειτο να συζητηθούν στην Εκκλησία του
Δήμου.
Στην Εκκλησία του Δήμου, που ήταν το
κυρίαρχο όργανο της αθηναϊκής δημοκρατίας, έπαιρναν μέρος όλοι οι Αθηναίοι
πολίτες που είχαν συμπληρώσει το 20ό έτος της ηλικίας τους. Η Εκκλησία του
Δήμου ήταν αυτή που διαμόρφωνε την εξωτερική πολιτική, αποφάσιζε για σύναψη
ειρήνης ή κήρυξη πολέμου, εξέδιδε νόμους, επέβλεπε τη δικαιοσύνη και ήλεγ- χε
την εκτελεστική εξουσία, αφού είχε την επίβλεψη των αρχόντων, όπως του Επωνύμου
Άρχοντα, του Άρχοντα-Βασιλέα, του Πολεμάρχου, των έξι Θεσμοθετών και του
Γραμματέα τους. Η επιλογή των αρχόντων γινόταν με κλήρωση (π.χ., για το αξίωμα
του Επωνύμου Άρχοντα) ή με εκλογή (π.χ., για το αξίωμα του Στρατηγού, το οποίο
και απέκτησε ιδιαίτερη σημασία και κύρος). Όλες οι αποφάσεις του αθηναϊκού
κράτους αρχίζουν με τη φράση «Ἔδοξεν τῇ βουλῇ καί τῷ Δήμῳ» («αποφάσισε η
Βουλή και ο Δήμος»). Τόπος συνεδριάσεων της Εκκλησίας του Δήμου ήταν η
κεντρική πλατεία της Αγοράς, το διονυσιακό θέατρο και -κατά την Κλασική εποχή-
συνήθως ο λόφος της Πνύκας, όπου είχε διαμορφωθεί κατάλληλος αμφιθεατρικός
χώρος, ενώ το βήμα για τους ομιλητές ήταν σκαλισμένο σε βράχο. Κανονικά η
Εκκλησία του Δήμου συνερχόταν σε τέσσερις τακτικές συνεδριάσεις στη διάρκεια
κάθε πρυτανείας, επομένως σαράντα φορές μέσα σε ένα έτος. Στις συνελεύσεις της
μπορούσαν να μιλήσουν όλοι οι πολίτες. Η φωνή του κήρυκα «τίς ἀγορεύειν
βούλεται»
τους προέτρεπε γι’ αυτό. Το δικαίωμα του λόγου, ωστόσο, δεν ήταν απεριόριστο.
Ειδικές κατασκευές, οι κλεψύδρες, καθόριζαν τη διάρκεια των αγορεύσεων, όπως
δύο δοχεία της Αντιοχίδας φυλής που βρέθηκαν κατά τις ανασκαφές της αθηναϊκής
Αγοράς. Το ένα ήταν γεμάτο νερό και, ώσπου να αδειάσει αυτό από μια μικρή οπή
που υπάρχει στο κάτω μέρος και να γεμίσει το άλλο, θα έπρεπε ο ομιλητής να έχει
ολοκληρώσει την αγόρευσή του. Ακόμη, οι αγορητές θα έπρεπε να σέβονται τους
πάτριους νόμους και να μην προτείνουν κάτι που θα ήταν αντίθετο προς αυτούς ή
θα έβλαπτε τα συμφέροντα του κράτους. Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, κινδύνευαν να
καταδικαστούν, με πιθανή απώλεια των πολιτικών τους δικαιωμάτων.
Η δημοκρατία και η ελευθερία είναι
έννοιες συγγενικές. Ωστόσο, η κύρια αρετή του δημοκρατικού πολιτεύματος,
δηλαδή η ελευθερία για όλους, αποτελεί συγχρόνως και την αχίλλειο πτέρνα του.
Γιατί με το δικαίωμα αυτό η δημοκρατία δίνει τη δυνατότητα ακόμη και στους
εχθρούς της να την καταπολεμούν, εν ονόματι αυτής ακριβώς της ελευθερίας. Ήταν
λοιπόν ανάγκη να αντιμετωπιστούν οι κάθε λογής αντιδημοκρατικοί, «μισόδημοι», και γι’ αυτό,
από τα πρώτα κιόλας χρόνια της αθηναϊκής δημοκρατίας, πάρθηκαν ορισμένα μέτρα
για να την προστατεύσουν, όπως π.χ. ο θεσμός του ὀστρακισμοῦ. Σύμφωνα με αυτόν,
οι Αθηναίοι πολίτες χάρασσαν πάνω σε κομμάτια σπασμένων πήλινων αγγείων (όστρακα)
το όνομα εκείνου που θεωρούσαν ως πιθανό καταλυτή της δημοκρατίας τους. Αν σε
σχετική ψηφοφορία 6.000 πολίτες συμφωνούσαν ότι διέτρεχαν έναν τέτοιον
κίνδυνο, τότε εκείνος του οποίου το όνομα αναγραφόταν πάνω στα περισσότερα
όστρακα θα έπρεπε να εγκαταλείψει το αθηναϊκό κράτος για δέκα χρόνια. Μας έχουν
σωθεί εκατοντάδες τέτοια όστρακα, αρκετά από τα οποία φέρουν πολύ γνωστά
ονόματα της αθηναϊκής πολιτικής, όπως του Θεμιστοκλή, του Αριστείδη, του Κίμωνα
και του Περικλή. Απ’ αυτούς είναι γνωστό ότι οι τρεις πρώτοι δεν απέφυγαν
τελικά την καταδίκη τους με τον οστρακισμό και την εξορία. Αυτοπροστασία του
αθηναϊκού δημοκρατικού πολιτεύματος μαρτυρεί και το ψήφισμα που εισηγήθηκε το
337/336 π.Χ. ο Ευκράτης, ο γιος του Αριστοτίμου από τον Πειραιά: «Αν κάποιος
σκοτώσει εκείνον που θα επαναστατήσει ενάντια στο Δήμο για να εγκαθιδρύσει
τυραννίδα ή για να βοηθήσει στην εγκαθίδρυση τυραννίδας ή σκοτώσει εκείνον που
θα έχει καταλύσει το δημοκρατικό πολίτευμα των Αθηναίων, να θεωρείται καθαρός
και καθαγιασμένος». Είναι πολύ χαρακτηριστική και η επίστεψη αυτού του τόσο διαφωτιστικού
ψηφίσματος, όπου εικονίζεται καθιστάς και γενειοφόρος ο αθηναϊκός Δήμος να
στεφανώνεται από τη Δημοκρατία.
Ένα κύριο γνώρισμα της αθηναϊκής
δημοκρατίας ήταν και η δυνατότητα ελέγχου κάθε συλλογικού οργάνου ή
οποιουδήποτε, από κάθε πολίτη.
Ο βαθμός της δημοκρατικότητας ενός
πολιτεύματος εξαρτάται από το ποσοστό συμμετοχής στα κοινά που επιτρέπεται για
τους πολίτες. Από τα μέσα περίπου του 5ου αι. π.Χ. στην αθηναϊκή δημοκρατία
όλοι οι Αθηναίοι πολίτες είχαν πρόσβαση σε κάθε συλλογικό όργανο εφόσον είχαν
συμπληρώσει το 20ό έτος της ηλικίας τους και σε κάθε αξίωμα εφόσον είχαν
συμπληρώσει το 30ό. Πρέπει ωστόσο εδώ να τονιστεί ότι το δικαίωμα του Αθηναίου
πολίτη δεν το είχαν οι γυναίκες, τα παιδιά, οι μέτοικοι και οι δούλοι. IV αυτό
και από τους 300.000 κατοίκους στους οποίους υπολογίζεται ο πληθυσμός της
Αττικής μετά τα μέσα του 5ου αι. π.Χ., μόνον οι 40.000 με 45.000 φαίνεται ότι
είχαν το δικαίωμα του Αθηναίου πολίτη. Αλλά και από αυτούς ένα σημαντικό
ποσοστό δεν συμμετείχε συχνά στα κοινά. Σε καιρό πολέμου ένας αριθμός πολιτών
βρίσκονταν ως οπλίτες μακριά από την Αθήνα, ενώ σε καιρό ειρήνης οι χωρικοί,
με μόνη έγνοια τους τα χωράφια τους και την καλυτέρευση των οικονομικών τους,
απέφευγαν το μακρύ και μάλλον δαπανηρό ταξίδι από την αγροικία τους, π.χ. στο
Ραμνούντα, το Μαραθώνα, το Θορικό, το Σούνιο, την Ελευσίνα, τη Βάρη κτλ., ως
την Αθήνα, όταν μάλιστα δεν είχαν κανένα ή σχεδόν κανένα ουσιαστικό οικονομικό
κίνητρο. Ακόμη και αν κληρώνονταν ή εκλέγονταν σε κάποιο αξίωμα, η αμοιβή τους
ήταν μηδαμινή ή στην καλύτερη περίπτωση όχι ελκυστική. Και ακόμη, πριν αναλάβουν
τα καθήκοντά τους στο αξίωμα, θα έπρεπε να ελεγχθεί η καταλληλότητά τους γι’
αυτό. Και ήταν δυνατό κατά τη διάρκεια της συγκεκριμένης διαδικασίας να
αποκαλυφθούν δυσάρεστα γι’ αυτούς πράγματα, που δεν θα ήθελαν να
δημοσιοποιηθούν, ενώ μετά το πέρας της θητείας τους θα έπρεπε και πάλι να
λογοδοτήσουν για τα πεπραγμένα τους.
Η πρόνοια για τις ασθενέστερες
οικονομικά ομάδες του πληθυσμού απασχολούσε την αθηναϊκή δημοκρατία. Με το
θεσμό της κληρουχίας το κράτος προσπάθησε να ανακουφίσει τους φτωχούς. Σύμφωνα
μ’ αυτόν, ακτήμονες Αθηναίοι πολίτες έφευγαν από την Αττική και εγκαθίσταντο σε
κράτη-μέλη της Αθηναϊκής Συμμαχίας, όπου τους δινόταν γη, χωρίς να χάνουν τα
πολιτικά τους δικαιώματα. Επίσης, με το θεσμό των λειτουργιών οι πλούσιοι
Αθηναίοι ήταν υποχρεωμένοι να προσφέρουν στο κράτος τα μέσα προκειμένου αυτό να
παρέχει δημόσια γεύματα, να εξοπλίζει τριήρεις ή να διοργανώνει δραματικούς ή
μουσικούς αγώνες για την πνευματική καλλιέργεια των πολιτών του. Η δημοκρατία
και η τραγωδία αποτελούν πολύτιμες προσφορές της αρχαίας Αθήνας στη σύγχρονη
εποχή μας.
Η αθηναϊκή δημοκρατία γνώρισε λαμπρές ημέρες κατά την εποχή του Περικλή. Τότε που η Αθήνα, εκτός από μεγάλη στρατιωτική δύναμη, ήταν και η πολιτιστική πρωτεύουσα της εποχής της, όπως μας βεβαιώνουν ακόμη και σήμερα τα λαμπρά οικοδομήματα, π.χ. ο Παρθενώνας και το Ερέχθειο, πάνω στον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης. Ο σπουδαίος αυτός πολιτικός και στρατηγός είχε το μεγάλο προτέρημα να πείθει τον Δήμο και τον βοηθούσε να παίρνει τις σωστές αποφάσεις που επέβαλλαν οι εκάστοτε συνθήκες. Όπως έχει γραφθεί, «υπήρξε ο κύριος συντελεστής του “αιώνιου θαύματος”, δηλαδή της Αθήνας της κλασικής εποχής, και με τον επιτάφιο λόγο που εξεφώνησε το 431 π.Χ.», μπροστά στους πρώτους νεκρούς του Πελοποννησιακού πολέμου, «έκανε την ίδια τη Δημοκρατία να γίνει έργο τέχνης, ένα αισθητικό αριστούργημα, ο Παρθένων του πολιτικού λόγου και λογισμού». Από τον ίδιο επιτάφιο λόγο είναι παρμένα και τα παρακάτω λόγια του μεγάλου άνδρα. Πρόκειται για προσωπικές του απόψεις και κρίσεις για την αθηναϊκή δημοκρατία και τις παραθέτουμε σύμφωνα με τη μετάφραση του Ελ. Βενιζέλου: «Ζῶμεν τῷ ὄντι ὑπὸ πολίτευμα, τὸ ὁποῖον δεν ἐπιζητεῖ ν’ ἀντιγρὰφτ/ τοὺς νόμους τῶν ἄλλων, ἂλλ’ εἴμεθα ἡμεῖς μᾶλλον ὑπόδειγμα εἰς τοὺς ἄλλους παρὰ μιμηταὶ αὐτῶν. Καὶ καλεῖται μὲν τὸ πολίτευμα μας δημοκρατία, λόγῳ τοῦ ὅτι ἡ κυβέρνησις τοῦ κράτους εὑρίσκεται ὄχι εἰς χεῖρας τῶν ὀλίγων, ἀλλά τῶν πολλῶν. Ἀλλὰ διὰ μὲν τῶν νόμων ἀσφαλιζεται εἰς ὅλους ἰσότης δικαιοσύνης διὰ τὰ ἰδιωτικὰ των συμφέροντα, ἐνῶ ὑπὸ τὴν ἔποψιν τῆς κοινῆς ἐκτιμήσεως, ἕκαστος πολίτης προτιμᾶται εἰς τὰ δημόσια άξιώματα, ὄχι διότι ἀνήκει εἰς ὡρισμένην κοινωνικὴν τάξιν, ἀλλὰ διὰ τὴν προσωπικὴν του ἀξίαν, ἐφόσον διακρίνεται εἰς κάποιον κλάδον. Οὔτε, ἐξ ἅλλου, ἐκεῖνος πού εἶναι πτωχός, ἠμπορεῖ ὅμως νὰ προσφέρῃ ὑπηρεσίας εἰς τὴν πόλιν, εὑρίσκει ἐμπόδιον εἰς τοῦτο, ἕνεκα τῆς κοινωνικῆς του ἀφανείας [...] εἰς τὸν δημόσιον μας βίον ἀποφεύγομεν τὴν παρανομίαν, ἀπὸ εὐλάβειαν πρὸ πάντων πρὸς τάς ἐπιταγὰς τῶν ἑκάστοτε ἀρχόντων καὶ τῶν νόμων...».
Το ουσιαστικό τέλος της αθηναϊκής δημοκρατίας μπορεί ίσως να τοποθετηθεί λίγο μετά την ήττα των Αθηναίων και των συμμάχων τους στη Χαιρώνεια το 338 π.Χ. από τις δυνάμεις του Φιλίππου, παρ’ όλο που βασικοί της θεσμοί επέζησαν και στα μεταγενέστερα χρόνια. Και αυτό γιατί μετά τη σημαντική αυτή μάχη δεν φαίνεται να υπήρχε πλέον πραγματικά ελεύθερη ελληνική πόλη. Πρέπει ωστόσο να σημειώσουμε εδώ ότι τα θεμέλια της αθηναϊκής δημοκρατίας είχαν αρχίζει να τρίζουν πριν από το 338 π.Χ. Το λιοντάρι, λοιπόν, που φυλάει τον ομαδικό τάφο των Θηβαίων που έπεσαν στη μάχη αυτή της Χαιρώνειας μπορούμε να πούμε ότι σηματοδοτεί συγχρόνως όχι το τυπικό αλλά πιθανότατα το ουσιαστικό τέλος της αθηναϊκής δημοκρατίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου