Όταν ένας άνθρωπος γεννιέται σε έναν ψυχρό και αδιάφορο κόσμο, τότε θεωρεί πως μονάχα αυτός ο κόσμος μπορεί να υπάρχει. Ό,τι πιστεύει, υποστηρίζει και θεωρεί σωστό στην κατοπινή ζωή του είναι βασισμένο σε αυτές τις πρώτες καθοριστικές εμπειρίες. Το γεγονός ότι αυτό το τίμημα της επιβίωσης όχι μόνο είναι πολύ υψηλό για τον κάθε άνθρωπο χωριστά, αλλά και ότι αποκαλύπτεται ως ο μεγαλύτερος κίνδυνος για όλη την ανθρωπότητα, έχει πλέον αποδειχθεί στις μέρες μας. Πειράματα με ζώα το έδειξαν ήδη από τη δεκαετία του 1950: οι μαϊμούδες που αποχωρίζονταν τις μητέρες τους αμέσως μετά τη γέννησή τους και που μεγάλωναν με υφασμάτινα ομοιώματα μητέρων δεν ανέπτυξαν μητρικό «ένστικτο» όταν αργότερα έφεραν νεογνά στον κόσμο. Επίσης στατιστικές μελέτες αποδεικνύουν περίτρανα πως υπάρχει σχέση μεταξύ παραμέλησης και κακοποίησης στα πρώτα χρόνια της ζωής ενός ανθρώπου και τη μετέπειτα βίαιη συμπεριφορά του (πρβλ. για παράδειγμα το Newsletter of the American Psychological Association, Δεκ. 1983). Γιατί δεν δημοσιεύονται παρά ελάχιστα συμπεράσματα από αυτές τις στατιστικές; Η απώθηση των μαρτυρίων που έχει υποστεί κάποτε ο άνθρωπος και το τίμημά της τον κάνουν να κωφεύει απέναντι στο κλάμα των παιδιών και να εθελοτυφλεί απέναντι στους προφανείς συσχετισμούς. Έτσι, τα δεδομένα που αποκαλύπτουν οι στατιστικές παραβλέπονται, προκειμένου να μη βγουν στην επιφάνεια οι πόνοι που απωθήθηκαν στο παρελθόν, προκειμένου να μη λάμψει η αλήθεια.
Μες στο χιονισμένο Παρίσι, τον κρύο Γενάρη του 1987, ένας άστεγος έπεσε πάνω σε μια πλαστική σακούλα με ένα νεογέννητο που ούρλιαζε. Οι γονείς του δεν ήθελαν να το κρατήσουν και το άφησαν στη μοίρα του. Ο κλοσάρ, που δεν βιαζόταν σαν τους άλλους περαστικούς να γυρίσει στο ζεστό του σπιτικό, μια και δεν διέθετε ένα, έσωσε τη ζωή του παιδιού. Αν έκανε πως δεν άκουγε τα ουρλιαχτά του ή αν δεν ήταν σε θέση να κατανοήσει την ανάγκη του, το βρέφος θα πέθαινε από το κρύο. Ένα νεογέννητο μπορεί να επιβιώσει ως και μερικές μέρες μόνο του και δίχως τροφή. Τούτο αποδείχτηκε με το παράδειγμα ενός παιδιού που βρέθηκε να κλαίει μέσα στα ερείπια μετά το σεισμό στην Πόλη του Μεξικού το 1985.
Αυτή η μεγάλη ικανότητα προσαρμογής των νεογέννητων στον απάνθρωπο κόσμο μας όπως και η αντοχή τους οδήγησαν την ανθρωπότητα να πιστεύει ανέκαθεν ότι ένα παιδί μπορεί να αντέξει τα πάντα χωρίς να πάθει τίποτα: ότι μπορούν να το παραμελήσουν εντελώς, να σβήσουν τσιγάρα στο δέρμα του, να το ταρακουνάνε, να το χτυπάνε στον τοίχο, να του βάζουν τις φωνές. Μέχρι πρόσφατα, κανένας δεν προσπάθησε να διορθώσει αυτή την αντίληψη, γιατί τα τραυματισμένα παιδιά μες στην ανημποριά τους δεν μπορούσαν να πουν ποια μαρτύρια υπέμεναν- τα μηνύματα που έδιναν δεν τα λάμβανε κανείς υπόψη. Και αργότερα, ως ενήλικοι, δεν τα θυμούνταν πια ή τουλάχιστον δεν ήταν τόσο νωπά πλέον στη μνήμη τους ώστε να μπορούν να τα αρθρώσουν. Με κάποιον τρόπο, ωστόσο, τα γνώριζαν προφανώς είχαν καταγραφεί στον εγκέφαλό τους, γιατί μετέφεραν τα τραυματικά τους βιώματα στα παιδιά τους, σε ένα είδος καταναγκαστικής επανάληψης – επίσης, δίχως να νοιάζονται για τις συνέπειες.
Προκειμένου να καταδείξω αυτές τις κρυφές πηγές της βίας, περιέγραφα στο βιβλίο μου Am Anfang war Erziehung [Για το καλό σου] (1980) τα παιδικά χρόνια του Αδόλφου Χίτλερ. Θέλησα να δείξω πώς στη ζωή ενός εγκληματία πολέμου αντικατοπτρίζονται τα αμέτρητα εγκλήματα που διαπράχθηκαν πάνω σε ένα παιδί. Το έκανα με τον τρόπο που περιγράφει κανείς τον ιό μιας μολυσματικής ασθένειας όταν θέλει να εμποδίσει τη διάδοσή της εξαιτίας της άγνοιας. Τούτο το θεώρησα σημαντικό για το λόγο ότι πάρα πολλοί άνθρωποι αγνοούν παντελώς ότι δυναμιτίζουν τον κόσμο μας όταν κακοποιούν σωματικά ή ψυχικά τα παιδιά τους. Χαρακτηρίζουν τη συμπεριφορά τους σωστή και αναγκαία. Άλλοι πάλι ισχυρίζονται ότι ναι μεν δεν είναι σωστή, αλλά είναι αναπόφευκτη, επειδή τα παιδιά κάποιες φορές γίνονται δύσκολα και οι γονείς είναι πολύ πιεσμένοι από τις υποχρεώσεις τους. Τότε «δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς» και σηκώνουν το χέρι τους. Θεωρώ και τις δύο απόψεις εσφαλμένες, απάνθρωπες και επικίνδυνες.
Κι αυτό γιατί απλούστατα δεν είναι αλήθεια ότι οι άνθρωποι δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς, παρά να συνεχίσουν, λειτουργώντας ψυχαναγκαστικά, να πληγώνουν τα παιδιά τους, να τα τραυματίζουν διά βίου και να καταστρέφουν με αυτό τον τρόπο το μέλλον όλων μας. Οι μολυσματικές ασθένειες δεν χρειάζεται να εξαπλωθούν, από τη στιγμή που γνωρίζουμε τον ιό που τις προκαλεί. Τα τραύματα μπορούν να θεραπευθούν και δεν χρειάζεται να μεταφέρονται από γενιά σε γενιά, υπό την προϋπόθεση ότι δεν τα αγνοούμε. Ο άνθρωπος μπορεί σε κάθε περίπτωση να αφυπνιστεί. Και τότε, σε αυτή την κατάσταση εγρήγορσης και νηφαλιότητας, ανοίγεται ένας χώρος για τα μηνύματα των παιδιών μας, από τα οποία μπορούμε να αντλήσουμε τις απαραίτητες γνώσεις ώστε να μην καταστρέφουμε ξανά τη ζωή κανενός, αλλά αντίθετα να την προστατέψουμε και να την αφήσουμε να αναπτυχθεί ελεύθερα.
Είναι στο χέρι μας, στο χέρι των ενηλίκων, να κάνουμε τα νεογέννητά μας, μέσω του τρόπου που τους φερόμαστε, είτε μελλοντικά τέρατα είτε ανθρώπους που έχουν συνείδηση των ευθυνών τους, επειδή ακριβώς είναι σε θέση να νιώσουν τα συναισθήματά τους.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου