HEGEL: (1770–1831)
Πολιτική και θρησκευτική αποξένωση των ανθρώπων
§1 Η θρησκεία ως θεραπαινίδα του πολιτικού ωφελιμισμού
Ι. Κατά την περίοδο που ο Χέγκελ εργάζεται ως παιδαγωγός στη Βέρνη 1793–1797) αναζητεί μια συνυφασμένη με την ενεργο-πραγματικότητα (Wirklichkeit) διά-βαση προς την ενδοκοσμική-πολιτική δύναμη του πνεύματος, η οποία θα τον οδηγήσει, σε εύλογο χρόνο, στις μεγάλες συλλήψεις της Φαινομενολογίας του πνεύματος και της επιστήμης της Λογικής. Τα νεανικά του κείμενα, κατά ταύτα, δεν αναγγέλλουν κάποιο είδος φιλοσοφίας της θρησκείας, όπως τα σχετικά με τη θρησκεία ύστερα κείμενά του, αλλά επιδίδονται στην καλλιέργεια μιας κατ’ εξοχήν πολιτικής σκέψης, εναρμονισμένης με το πνεύμα της εποχής και ικανής να μεθερμηνεύσει, να μετα-μορφώσει πολιτικο-φιλοσοφικά την εγκόσμια συνθήκη του ανθρώπου: α) γενικά υπό τον αστερισμό της Γαλλικής επανάστασης και του πνεύματος της ελευθερίας που αυτή εξέπεμπε· β) πιο ειδικά υπό την ανάπτυξη μιας κριτικά διεισδυτικής κοινωνικοπολιτικής σκέψης, που θέτει ευθέως υπό στοχαστική αμφισβήτηση την αναποτελεσματική λειτουργία των κοινωνικοπολιτικών θεσμών, συμπεριλαμβανομένου και του θεσμού της θρησκείας. Η κάθε είδους κριτική της θρησκείας, αυτή την περίοδο, είναι αλληλένδετη με την κριτική της πολιτικής: κριτική της θρησκείας ισοδυναμεί με κριτική της πολιτικής.
ΙΙ. Έτσι, η στοχαστική οδός της Βέρνης διέρχεται μέσα από την κριτική της θρησκείας και της πολιτικής. Ο νεαρός Χέγκελ ασκεί δριμύτατη κριτική στον χριστιανισμό για τη μετατροπή του σε θετική θρησκεία, δηλαδή σε μια θετική πίστη με το αρνητικό νόημα ότι αυτή επιβάλλει την εξωτερική αυθεντία, στην υπηρεσία του θεσμικά παντοδύναμου πολιτικού ωφελιμισμού, και καταπνίγει τα αισθήματα των ατόμων, την ελεύθερη-δημιουργική φαντασία τους, ότι έχει τυποποιήσει την αρετή και συναφώς, αντί να υπηρετεί την ελευθερία του πνεύματος, την έννοια του θείου εντός του ανθρώπου, υπηρετεί τα ιδιοτελή συμφέροντα της πολιτικής και του κράτους. Τα ιδιοτελή συμφέροντα συνδέονται με την ταχύτατη μεταποίηση του όλου πολιτικού συστήματος σε δεσποτεία, μια εξέλιξη που αντιστρατεύεται ευθέως τη συγκρότηση της ελεύθερης υποκειμενικότητας και της αυτενεργούς κοινότητας..
ΙΙΙ. Επομένως η κριτική του στην πολιτική αφορά μια πολιτική που χρησιμοποιεί τη θρησκεία ως εργαλείο ιδιοτελών σκοπών και παραμένει δέσμια σκοταδιστικών αντιλήψεων, θεσμισμένων σε κυρίαρχη ιδεολογία και ανασχετικών οποιασδήποτε προσπάθειας για την ανάπτυξη της αυτονομίας του ανθρώπου, μέσα από την αξιοποίηση και των αληθινά θείων ενοράσεων της χριστιανικής θρησκείας. Η φιλοσοφική προβληματική του Χέγκελ, κατά την περίοδο αυτή, συνοψίζεται στην πραγμάτωση των πιο ελεύθερων δυνάμεων της υποκειμενικότητας σε συνδυασμό με την ελεύθερη ανάπτυξη της κοινωνίας των πολιτών, πολιτική έκφραση της οποίας θα είναι το κράτος, νοούμενο με τον χαρακτήρα της αρχαίας ελληνικής πολιτείας και όχι τον βίαιο και αλλοτριωτικό για τους πολίτες σύγχρονο κράτος. Έκτοτε, όταν ο Χέγκελ κάνει λόγο για το κράτος, έχει πάντα κατά νου την αρχαία πολιτεία ‒με τις ειδικές πραγματεύσεις για την έννοια της πολιτείας και πολιτικής κοινότητας που μας προσφέρει, μεταξύ άλλων, ο Αριστοτέλης‒ υπό μια νεωτερική μορφή. Ως προϋπόθεση λοιπόν για την ευόδωση αυτής της προβληματικής είναι η ερμηνεία και η κατανόηση της ισχύουσας κατάστασης των ανθρώπων ως κατάστασης αποξενωμένων ανθρώπων.
§2 Η εγελιανή κριτική μέσα από τα κείμενα
1. «Ένα από τα πιο ευάρεστα αισθήματα των χριστιανών είναι να συγκρίνουν την ευτυχία τους και τη φωτεινή τους γνώση με τη δυστυχία και το σκότος των εθνικών· και ένας από τους κοινούς τόπους, με οδηγό τον οποίο οι πνευματικοί, θρησκευτικοί ποιμένες προτιμούν να οδηγούν τα πρόβατά τους στον λειμώνα της αυταρέσκειας και της περήφανης ταπεινοφροσύνης, είναι να καθιστούν αρκετά ζωντανή μπρος στα μάτια τους αυτή την ευτυχία, την ίδια στιγμή δε οι τυφλοί εθνικοί να εξαφανίζονται συνήθως ως το μέγα κακό. Οι εν λόγω ποιμένες εκφράζουν ιδιαίτερα τη λύπησή τους για το ότι η θρησκεία των εθνικών δεν παρηγορεί τα μέλη της, δεν τους υπόσχεται καμιά άφεση αμαρτιών, τους αποστερεί από την πίστη σε μια θεία πρόνοια, που να κατευθύνει τα πεπρωμένα τους σε συνετούς και αγαθοεργούς σκοπούς».
1.1 Σχόλιο: Ο Χέγκελ καταφέρεται, με λεπτή ειρωνεία, ενάντια στο πνεύμα του χριστιανισμού, η κρατική θέσμιση του οποίου μεταχειρίζεται τους πιστούς ως ξύλινα όντα και επιχειρεί αντίστοιχα να φενακίσει τη συνείδησή τους, υπό τη μορφή ενός άβουλου ποιμνίου πιστών. Ενός ποιμνίου, που τρέφεται με ψευδαισθήσεις περί ευτυχίας, περί κάθαρσης των επίγειων αμαρτιών, περί λύτρωσης από τα παροντικά δεινά σε ένα ακαθόριστο μέλλον, το οποίο διασφαλίζει η αυθεντία του Κυρίου, ήτοι ο θετικός, αλλοτριωτικός χαρακτήρας της εν λόγω θρησκείας. Την ίδια στιγμή εξοβελίζει ως ειδωλολατρική και επομένως περιφρονητέα την αρχαία θρησκεία, η οποία για τον Χέγκελ αποτελούσε ύψιστη πολιτισμική και καλλιτεχνική πράξη: στη Φαινομενολογία του πνεύματος π.χ. ο φιλόσοφος πραγματεύεται την αρχαία θρησκεία ως καλλιτεχνική θρησκεία, ως τέχνη. Με βάση λοιπόν τη θετικότητα της χριστιανικής θρησκείας, ο άνθρωπος, από τα πρώτα βήματα της ζωής του, υφίσταται μια θρησκευτική αλλοτρίωση ως ένα σταθερό βήμα για τη μετέπειτα καθολική του αποξένωση από τον εαυτό του και την εγκόσμια συνθήκη του. Καθολική αποξένωση: θρησκευτική, πολιτική, ιδεολογική, πνευματική.
2. «Ο εκτοπισμός της θρησκείας των εθνικών από την χριστιανική θρησκεία συνιστά μια από τις πιο θαυμαστές επαναστάσεις και η αναζήτηση των βαθύτερων αιτίων της πρέπει να απασχολήσει τον σκεπτόμενο ιστοριοδίφη. Πριν από τις μεγάλες, κατάδηλες, εξόφθαλμες επαναστάσεις πρέπει να προηγείται μια σιωπηλή, μυστική επανάσταση στο εσωτερικό του πνεύματος της εποχής, μια επανάσταση που δεν μπορεί να είναι ορατή σε κάθε μάτι, τουλάχιστο για τους συγχρόνους και είναι δύσκολο να παριστάνεται με λέξεις όσο και να συλλαμβάνεται, να κατανοείται. Η άγνοια αυτών των επαναστάσεων στο εσωτερικό του κόσμου του πνεύματος καθιστά το αποτέλεσμα αξιοθαύμαστο. Μια επανάσταση σαν αυτή που αφορά στο πώς μια αυτόχθονη, πανάρχαιη θρησκεία εκτοπίζεται από μια ξένη, η οποία λαμβάνει χώρα άμεσα στο βασίλειο του πνεύματος, πρέπει ακόμη πιο άμεσα να αναζητήσει τις αιτίες της στο ίδιο το πνεύμα της εποχής».
2.1 Σχόλιο: Στο παραπάνω απόσπασμα συναντούμε ορισμένες βασικές έννοιες και αρχές, πάνω στις οποίες θα θεμελιωθεί η περαιτέρω ανάπτυξη της εγελιανής φιλοσοφίας. Πρώτον, βασικά θεμέλια: η έννοια του πνεύματος και του πνεύματος της εποχής. Δεύτερον, κάθε αλλαγή, μεταλλαγή, ριζική αλλαγή, επανάσταση προϋποθέτει τη θεωρία της, όπως ένα οικοδόμημα προϋποθέτει το σχέδιο του αρχιτέκτονα. Αυτή η θεωρία, κατά τον Χέγκελ, μέσα στον κόσμο του πνεύματος και ως συστατικό του στοιχείο. Άρα το πνεύμα, συμπεριλαμβανομένου εδώ και του νου ως υπάλληλου συστατικού στοιχείου του πνεύματος, είναι παρόν μέσα στην ιστορία του ανθρώπου, ως η συνειδητή έκφραση του δια–μορφωνόμενου εκάστοτε πνευματικού πολιτισμού, εδώ ας πούμε η αρχαία θρησκεία με όλες τις πνευματικές, πολιτικές-κοινωνικές και πολιτισμικές της καταβολές και προβολές. Συγχρόνως αυτό είναι παρόν, καθότι πνεύμα που ενεργοποιεί καθημερινά τον άνθρωπο, ως η αναγκαία εκδήλωση ανάπτυξης, αλλαγής, μετασχηματισμού του εαυτού του. Στη βάση ακριβώς αυτού του μετασχηματισμού του εαυτού του ανθρώπου, ως πνευματικού ατόμου και ως κόσμου του πνεύματος, πρέπει να συλλαμβάνεται και να κατανοείται και ο χριστιανισμός, καθότι γέννημα των νέων καιρών. Έτσι μόνο μπορεί κανείς να οριοθετεί το αρνητικό και το θετικό στην εν λόγω θρησκεία και να αποτιμά τη συμβολή της σε σχέση πάντοτε με την επιζητούμενη συγκρότηση της ελεύθερης, ήτοι της φιλοσοφικής συνείδησης, που στη Φαινομενολογία του πνεύματος αποκορυφώνεται στην απόλυτη Γνώση.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου