Παρμενίδης: περίπου 515-440 π.Χ.
Δια-λεκτική γνώμης και αλήθειας
Η έννοια της δόξας [=δοξασία, γνώμη] είναι κεντρική στον προσωκρατικό στοχασμό. Ως φιλοσοφική έννοια, πρωτίστως έχει μια αρνητική σημασία: είναι μια απλή γνώμη, μια δοξασία, που βρίσκεται σε αντίθεση προς την αλήθεια. Η διάκριση εν γένει, μεταξύ δόξας και αλήθειας, είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστική στη σκέψη του Παρμενίδη. Στο Προοίμιο ήδη του Ποιήματός του βρίσκουμε τη σκέψη του να εκτυλίσσεται κατά το μοτίβο μιας τέτοιας διάκρισης και με τον τρόπο μιας γνωσιακής διαδικασίας, μιας αναζήτησης της γνώσης. Ταξιδιώτης ο ίδιος σε ένα φανταστικό ταξίδι προς τη θεά ξεκινάει, όντας πάνω σε ένα άρμα, από τα δώματα της Νύχτας, δηλαδή από την πόλη/τον κόσμο των θνητών, όπου κυριαρχούν οι αδιαλείπτως μεταβαλλόμενες δοξασίες, προς τη χώρα του Φωτός, προς το φως της αλήθειας: ένα ταξίδι, μια πορεία από το σκοτάδι στο φως· και τούτο όχι με τη δογματική, αδιέξοδη παρερμηνεία ορισμένων μελετητών του Παρμενίδη ‒εγχώριων, αλλά και σε επίπεδο διεθνούς βιβλιογραφίας‒ ότι σκοπός μιας τέτοιας διαδρομής είναι η εγκατάσταση σε κάποια χώρα του Φωτός [=αλήθεια], σαν στην απρόσιτη από τους κοινούς θνητούς γη της επαγγελίας, που θα αποκλείεται οριστικά το σκότος [=οι δοξασίες και οι πλάνες των θνητών], το ψεύδος, το λάθος. Το ταξίδι που περιγράφει ο Παρμενίδης, δηλαδή η πορεία ή η διαδρομή, που θέλει να μας επισημάνει/υποδείξει ο κορυφαίος αυτός Έλληνας στοχαστής, είναι η κατεύθυνση της σκέψης και του Λόγου που την/τον καθιστά ικανή/ικανό να διεκδικεί τη καθαρότητά της/του μέσα από τη διαρκή ανάμιξή της/του με τη γνώμη/άποψη/δοξασίες του φαινομενικού κόσμου: κάτι παρόμοιο με την κατά Χέγκελ φαινομενολογική κίνηση του πνεύματος από την αισθητήρια βεβαιότητα στην απόλυτη Γνώση και από κει στη Λογική καθαρότητά του· δηλαδή από τη Φαινομενολογία του πνεύματος στην επιστήμη της Λογικής.
Όταν λοιπόν ο ταξιδιώτης-στοχαστής φτάνει στην Πύλη, που καθιστά διακριτές τις δυο οδούς: την οδό της Ημέρας από την οδό της Νύχτας, δηλαδή την οδό της αλήθειας από την οδό της πλάνης, την ανοίγει η Δίκη, που είναι ο φύλακας της εν λόγω Πύλης, και του επιτρέπει να εισέλθει στον κόσμο του Φωτός, με το νόημα μιας άλλης διάταξης της σκέψης και της γλώσσας-Λόγου. Εδώ τον υποδέχεται μια θεά με τα παρακάτω λόγια:
ὦ κοῦρ’ ἀθανάτοισι συνάορος ἡνιόχοισιν,
ἵπποις ταί σε φέρουσιν ἱκάνων ἡμέτερον δῶ,
χαῖρ’, ἐπεὶ οὔτι σε μοῖρα κακὴ προὔπεμπε νέεσθαι
τήνδ΄ ὁδόν - ἦ γὰρ ἀπ΄ ἀνθρώπων ἐκτὸς πάτου ἐστίν-,
ἀλλὰ θέμις τε δίκη τε. χρεὼ δέ σε πάντα πυθέσθαι
ἠμὲν ἀληθείης εὐκυκλέος ἀτρεμὲς ἦτορ
ἠδὲ βροτῶν δόξας, ταῖς οὐκ ἔνι πίστις ἀληθής.
ἀλλ’ ἔμπης καὶ ταῦτα μαθήσεαι, ὡς τὰ δοκοῦντα
χρῆν δοκίμως εἶναι διὰ παντὸς πάντα περῶντα.
(Β 1, 28-32)
[= Ω νέε, συνοδός αθάνατων ηνιόχων,/που έφτασες με τα άλογα στο παλάτι μας, χαίρε! Δεν σ’ έστειλε μοίρα κακή νάρθεις /σ’ αυτήν την οδό – που είναι έξω από τα χνάρια των θνητών‒,/αλλά η Θέμις και η Δίκη. Ανάγκη όμως όλα να τα μάθεις, /τόσο την ατάραχη καρδιά της καλοστρόγγυλης αλήθειας, /όσο και των θνητών τις γνώμες, στις οποίες δεν υπάρχει πίστη/βεβαιότητα αληθινή./Ωστόσο θα μάθεις και αυτά, πώς οι γνώμες των ανθρώπων έπρεπε για να έχουν βάση και να διαπερνούν τα πάντα]
Στο παρόν απόσπασμα του Προοιμίου, ο Παρμενίδης μας προϊδεάζει για έναν μεθοδολογικής υφής διαστοχασμό γύρω από τα πάντα, για ό,τι υπάρχει και δεν υπάρχει, με κριτήριο τη γνώση και την αλήθεια. Τι υπάρχει; Εκείνη η εννοιακή ενότητα, που αποκαλείται Είναι/εόν και εκφράζει μια κατ’ αναγκαιότητα καθολικότητα, την καθολική νοητή γραμμή, ήτοι το ενιαίο στοιχείο της έρευνας γύρω από τη θεωρία του Είναι/Όντος και του κόσμου της φαινομενικής πραγματικότητας. Στ’ αλήθεια πρόκειται για το
«Είναι ως τέτοιο μέσα στην εντελώς αφηρημένη του
καθολικότητα»[1], το οποίο δεν παύει ωστόσο να είναι το Λογικά πρώτο καθολικό και να δείχνεται ως τέτοιο πρώτο και ιστορικά[2]. Αυτό το Είναι εγελιανώς «είναι το Πρώτο στη Γνώση της σκέψης»[3], με το νόημα ότι η σκέψη, το νοείν, συνιστά, σε τούτη τη φάση, την επί-Γνωση ότι είναι [=υπάρχει] και ότι τούτο το Είναι υπάρχει μόνο ως καθαρή σκέψη ή ως η έννοια κατ’ αρχήν, στην αφηρημένη της καθολικότητα. Μεθοδολογικά λοιπόν υπάρχει η οδός της αλήθειας: η δια-στοχαστική σύλληψη και ερμηνεία του Είναι [=του όντος]· αλλά τούτη η οδός είναι αληθής έναντι μιας αρνητικής οδού έρευνας, εκείνης του μη όντος. Ουσιαστικά, η μοναδική οδός έρευνας, αναγκαία και δυνατή, είναι η πρώτη, ενώ η δεύτερη λογίζεται ως κάτι το «παράλογο». Γι’ αυτό λοιπόν οι θνητοί επινόησαν την οδό της δόξης. Είναι αυτή η οδός, από την οποία εκκινεί κανείς για να ανέλθει στην οδό της αλήθειας. Επομένως επιβεβαιώνει την αλήθεια της πρώτης οδού. Η δοξασία, η γνώμη, από μόνη της, δεν εκφράζει καμιά αλήθεια και καμιά βέβαιη γνώση· αποκτά όμως ένα ορισμένο νόημα, όταν συμπλέκεται με την αλήθεια. Η τελευταία συνδέεται με την απόλυτη γνώση και είναι πανταχού παρούσα ως καλοστρόγγυλη/ολοστρόγγυλη. Έχει τον χαρακτήρα της
«εὐκύκλου σφαίρης ἐναλίγκιον ὄγκῳ,
μεσσόθεν ἰσοπαλὲς πάντῃ» (Β8, 43-44)
[=καλοστρόγγυλης/ολοστρόγγυλης σφαίρας, όμοια με όγκο,
που εκτείνεται από το κέντρο ισοδύναμα προς τα πάντα].
Σύμφωνα με τον Χάιντεγκερ, η «εὔκυκλος σφαίρη» είναι το Είναι των όντων: η αποκαλυπτική και φωτεινή τους ενοποίηση. Η αλήθεια λοιπόν νοείται ως ένα συμπαντικό κέντρο, η ατάραχη ή ακλόνητη καρδιά, από την οποία ξεκινούν όλα όσα υπάρχουν και όσα μπορεί κανείς να σκεφτεί. Πρόκειται στ’ αλήθεια για μια γνωσιο-οντολογικής υφής ταυτότητα:
«... τὸ γὰρ αὐτὸ νοεῖν ἐστίν τε καὶ εἶναι» (Β3)
[= γιατί είναι ίδιο να σκεφτόμαστε κάτι και αυτό να υπάρχει [ή] γιατί το ίδιο είναι το νοείν και το Είναι].
Συνδυαστικά προς την αλήθεια κρίνεται και η σημασία της ύπαρξης της δόξας. Ενώ η αλήθεια, η καρδιά της, είναι αυτή καθεαυτήν ατάραχη, αυθύπαρκτη, η δόξα μπορεί να αποδεικνύεται αξιόπιστη, στο μέτρο που τακτοποιείται, ρυθμίζεται, ταξινομείται με βάση μια ορισμένη πεποίθηση για την αξία της· δηλαδή στο βαθμό που μπορεί να κερδίσει την εμπιστοσύνη: να είναι κοντά στην πίστη την αληθινή. Τα δοκοῦντα είναι παγιωμένες γνώμες, [περίπου σαν τα ένδοξα του Αριστοτέλη (βλ. σχετική ανάρτηση)], είναι αυτά που απλώς φαίνονται/εμ-φανίζονται και οι θνητοί τα εκλαμβάνουν ως αυθεντικά, ως αληθινά, γιατί ακολουθούν λαθεμένη οδό έρευνας, γιατί δηλαδή δεν ξέρουν να σκέφτονται. Αυτό το νόημα το αποδίδει, με άριστο τρόπο, ο Χάιντεγκερ στο έργο του «τι καλείται σκέπτεσθαι;», όπου μιλάει για το ότι πρέπει να μάθουμε να σκεφτόμαστε. Το λάθος των θνητών, η αδυναμία τους να διακρίνουν το αληθές από εκείνο που μοιάζει για αληθές έγκειται στο γεγονός ότι δεν θέτουν σε έλεγχο, σε δοκιμασία τη γνώμη τους. Αντικειμενικά λοιπόν οι γνώμες, δοξασίες νομιμοποιούνται να δοκιμάζονται: να υπόκειται σε έλεγχο η εγκυρότητά τους.
Αλήθεια, πόσο νόμιμες [=έγκυρες] είναι οι γνώμες, ήτοι οι αερολογίες, των συγκαιρινών μας «μισθοφόρων» της επαγγελματικής πολιτικής, που δεν υπόκεινται σε κανένα έλεγχο, αλλά ωστόσο θέλουν να άρχουν και ποτέ να μην άρχονται: από τους ύπατους «άρχοντες» έως και τον τελευταίο κλητήρα ενός κοινού δημοτικού συμβουλίου. Ακριβώς το ανεξέλεγκτο είναι το πιο ισχυρό κριτήριο ότι πρόκειται για σαχλαμάρα και όχι για σοβαρή πολιτική γνώμη. Ας πάει κάποιος να τους πει να μελετήσουν και ορισμένα απλά φιλοσοφικά κείμενα και μετά ας αποφαίνονται, έστω και βλακωδώς, όπως τώρα. Τουλάχιστο θα τους μείνει η μελέτη.
Ο νοητής ταξιδιώτης τώρα θα μάθει από τη θεά πώς πρέπει να είναι οι γνώμες των θνητών για να είναι αξιόπιστες. Η θεά/ο Παρμενίδης, συνακόλουθα, δεν απορρίπτει συλλήβδην τη δόξα «ως κάποιο νοητικό προπατορικό αμάρτημα», όπως λέει ο Reinhardt, αλλά επιχειρεί αντιστοίχως να τη διασαφήσει ως γνωσιο-οντο-λογικό σήμα των θνητών, σε σχέση με το οποίο η αλήθεια προσλαμβάνεται ως ατάραχη. Γι’ αυτό και αφιερώνει το δεύτερο μέρος του Ποιήματος στην «οδό της δόξας/της δοξασίας». Η σημασία αυτής-εδώ της οδού είναι εξίσου σημαντική όσο και η πρώτη, ακόμη κι αν ορισμένως θεωρείται πλανερή και απατηλή, άλλοτε δικαίως και άλλοτε αδίκως από τους διαφόρους μελετητές του Παρμενίδη. Υπό δυο γενικές/καθολικές κατευθύνσεις, πέραν των επί μέρους, είναι σημαντική: πρώτον, γιατί τη φέρνει στο λόγο ο φιλόσοφος ως συνέχεια της συλλογιστικής του για την αλήθεια· δεύτερον, γιατί τη σχετίζει με τον υπαρκτό κόσμο των θνητών και ανάλογα με την καλύτερη μεθοδολογική της προσπέλαση προσδιορίζει και την οντολογική φύση αυτού του κόσμου:
Ἐν τῷ σοι παύω πιστὸν λόγον ἠδὲ νόημα
ἀμφὶς ἀληθείης· δόξας δ΄ ἀπὸ τοῦδε βροτείας
μάνθανε κόσμον ἐμῶν ἐπέων ἀπατηλὸν ἀκούων.
Μορφὰς γὰρ κατέθεντο δύο γνώμας ὀνομάζειν·
τῶν μίαν οὐ χρεών ἐστιν - ἐν ᾧ πεπλανημένοι εἰσίν -·
Β8, 50-54
[=εδώ παύω τα έγκυρα λόγια και τις σκέψεις μου
για την αλήθεια· από δω και πέρα των θνητών τις γνώμες
μάθε, την τάξη την απατηλή ακούγοντας αυτών που λέω.
στέριωσαν τη γνώμη, δυο μορφές να ονομάζουν·
μια απ’ αυτές δεν είναι αναγκαία· σ’ αυτό έχουν πλανηθεί]
Η θεά κάνει γνωστό τώρα ότι με το πέρας της παρουσίασης της οδού της αλήθειας αρχίζει να περιγράφει τις γνώμες των θνητών. Πρόκειται για μια μη αξιόπιστη παρουσίαση με το εξής νόημα: διηγείται τη μη αξιόπιστη, την πλανερή οδό που ακολουθούν οι θνητοί. Είναι ψευδής από το πιστεύω των ίδιων των θνητών και όχι επειδή το θέλει η θεά. Η εδραιωμένη, καθιερωμένη γνώμη των θνητών παράγει αυτό το ψεύδος, χωρίς καν να το υποψιάζεται. Πιστεύουν δηλαδή πως
«Είναι και μη-Είναι είναι και δεν είναι το ίδιο» (Β6. 8-9).
Εκκινώντας από αυτό το πιστεύω τους, που το θεωρούν αδιάσειστη αλήθεια, αρχίζουν να πατούν την ψευδή οδό: σκέφτονται το μη-Είναι ως εάν να ήταν [=υπήρχε]. Σε μια τέτοια ψευδή οδό αναζητείται και η αρχέγονη σύλληψη του νεωτερικού φαινομένου της ιδεολογίας, δυνάμει του οποίου ανεγείρονται ψεύτικα οικοδομήματα πολιτευμάτων, πολιτικών θεωριών και πρακτικών, ποικίλων κοσμοαντιλήψεων κ.λπ. Να γιατί, μεταξύ άλλων, η σκέψη του Παρμενίδη έχει διαχρονική ισχύ και επιτρέπει σε κάθε μεθοδικό ερευνητή της ουσίας της νεωτερικότητας, ήτοι μετα-νεωτερικότητας, να διακρίνει το γηγενές από το αγενές αυτής της ουσίας.
----------------------
[1] Χέγκελ, Επιστήμη της Λογικής-η διδασκαλία περί του Είναι
[2] Ό.π.
[3] Ό.π.
Δια-λεκτική γνώμης και αλήθειας
Η έννοια της δόξας [=δοξασία, γνώμη] είναι κεντρική στον προσωκρατικό στοχασμό. Ως φιλοσοφική έννοια, πρωτίστως έχει μια αρνητική σημασία: είναι μια απλή γνώμη, μια δοξασία, που βρίσκεται σε αντίθεση προς την αλήθεια. Η διάκριση εν γένει, μεταξύ δόξας και αλήθειας, είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστική στη σκέψη του Παρμενίδη. Στο Προοίμιο ήδη του Ποιήματός του βρίσκουμε τη σκέψη του να εκτυλίσσεται κατά το μοτίβο μιας τέτοιας διάκρισης και με τον τρόπο μιας γνωσιακής διαδικασίας, μιας αναζήτησης της γνώσης. Ταξιδιώτης ο ίδιος σε ένα φανταστικό ταξίδι προς τη θεά ξεκινάει, όντας πάνω σε ένα άρμα, από τα δώματα της Νύχτας, δηλαδή από την πόλη/τον κόσμο των θνητών, όπου κυριαρχούν οι αδιαλείπτως μεταβαλλόμενες δοξασίες, προς τη χώρα του Φωτός, προς το φως της αλήθειας: ένα ταξίδι, μια πορεία από το σκοτάδι στο φως· και τούτο όχι με τη δογματική, αδιέξοδη παρερμηνεία ορισμένων μελετητών του Παρμενίδη ‒εγχώριων, αλλά και σε επίπεδο διεθνούς βιβλιογραφίας‒ ότι σκοπός μιας τέτοιας διαδρομής είναι η εγκατάσταση σε κάποια χώρα του Φωτός [=αλήθεια], σαν στην απρόσιτη από τους κοινούς θνητούς γη της επαγγελίας, που θα αποκλείεται οριστικά το σκότος [=οι δοξασίες και οι πλάνες των θνητών], το ψεύδος, το λάθος. Το ταξίδι που περιγράφει ο Παρμενίδης, δηλαδή η πορεία ή η διαδρομή, που θέλει να μας επισημάνει/υποδείξει ο κορυφαίος αυτός Έλληνας στοχαστής, είναι η κατεύθυνση της σκέψης και του Λόγου που την/τον καθιστά ικανή/ικανό να διεκδικεί τη καθαρότητά της/του μέσα από τη διαρκή ανάμιξή της/του με τη γνώμη/άποψη/δοξασίες του φαινομενικού κόσμου: κάτι παρόμοιο με την κατά Χέγκελ φαινομενολογική κίνηση του πνεύματος από την αισθητήρια βεβαιότητα στην απόλυτη Γνώση και από κει στη Λογική καθαρότητά του· δηλαδή από τη Φαινομενολογία του πνεύματος στην επιστήμη της Λογικής.
Όταν λοιπόν ο ταξιδιώτης-στοχαστής φτάνει στην Πύλη, που καθιστά διακριτές τις δυο οδούς: την οδό της Ημέρας από την οδό της Νύχτας, δηλαδή την οδό της αλήθειας από την οδό της πλάνης, την ανοίγει η Δίκη, που είναι ο φύλακας της εν λόγω Πύλης, και του επιτρέπει να εισέλθει στον κόσμο του Φωτός, με το νόημα μιας άλλης διάταξης της σκέψης και της γλώσσας-Λόγου. Εδώ τον υποδέχεται μια θεά με τα παρακάτω λόγια:
ὦ κοῦρ’ ἀθανάτοισι συνάορος ἡνιόχοισιν,
ἵπποις ταί σε φέρουσιν ἱκάνων ἡμέτερον δῶ,
χαῖρ’, ἐπεὶ οὔτι σε μοῖρα κακὴ προὔπεμπε νέεσθαι
τήνδ΄ ὁδόν - ἦ γὰρ ἀπ΄ ἀνθρώπων ἐκτὸς πάτου ἐστίν-,
ἀλλὰ θέμις τε δίκη τε. χρεὼ δέ σε πάντα πυθέσθαι
ἠμὲν ἀληθείης εὐκυκλέος ἀτρεμὲς ἦτορ
ἠδὲ βροτῶν δόξας, ταῖς οὐκ ἔνι πίστις ἀληθής.
ἀλλ’ ἔμπης καὶ ταῦτα μαθήσεαι, ὡς τὰ δοκοῦντα
χρῆν δοκίμως εἶναι διὰ παντὸς πάντα περῶντα.
(Β 1, 28-32)
[= Ω νέε, συνοδός αθάνατων ηνιόχων,/που έφτασες με τα άλογα στο παλάτι μας, χαίρε! Δεν σ’ έστειλε μοίρα κακή νάρθεις /σ’ αυτήν την οδό – που είναι έξω από τα χνάρια των θνητών‒,/αλλά η Θέμις και η Δίκη. Ανάγκη όμως όλα να τα μάθεις, /τόσο την ατάραχη καρδιά της καλοστρόγγυλης αλήθειας, /όσο και των θνητών τις γνώμες, στις οποίες δεν υπάρχει πίστη/βεβαιότητα αληθινή./Ωστόσο θα μάθεις και αυτά, πώς οι γνώμες των ανθρώπων έπρεπε για να έχουν βάση και να διαπερνούν τα πάντα]
Στο παρόν απόσπασμα του Προοιμίου, ο Παρμενίδης μας προϊδεάζει για έναν μεθοδολογικής υφής διαστοχασμό γύρω από τα πάντα, για ό,τι υπάρχει και δεν υπάρχει, με κριτήριο τη γνώση και την αλήθεια. Τι υπάρχει; Εκείνη η εννοιακή ενότητα, που αποκαλείται Είναι/εόν και εκφράζει μια κατ’ αναγκαιότητα καθολικότητα, την καθολική νοητή γραμμή, ήτοι το ενιαίο στοιχείο της έρευνας γύρω από τη θεωρία του Είναι/Όντος και του κόσμου της φαινομενικής πραγματικότητας. Στ’ αλήθεια πρόκειται για το
«Είναι ως τέτοιο μέσα στην εντελώς αφηρημένη του
καθολικότητα»[1], το οποίο δεν παύει ωστόσο να είναι το Λογικά πρώτο καθολικό και να δείχνεται ως τέτοιο πρώτο και ιστορικά[2]. Αυτό το Είναι εγελιανώς «είναι το Πρώτο στη Γνώση της σκέψης»[3], με το νόημα ότι η σκέψη, το νοείν, συνιστά, σε τούτη τη φάση, την επί-Γνωση ότι είναι [=υπάρχει] και ότι τούτο το Είναι υπάρχει μόνο ως καθαρή σκέψη ή ως η έννοια κατ’ αρχήν, στην αφηρημένη της καθολικότητα. Μεθοδολογικά λοιπόν υπάρχει η οδός της αλήθειας: η δια-στοχαστική σύλληψη και ερμηνεία του Είναι [=του όντος]· αλλά τούτη η οδός είναι αληθής έναντι μιας αρνητικής οδού έρευνας, εκείνης του μη όντος. Ουσιαστικά, η μοναδική οδός έρευνας, αναγκαία και δυνατή, είναι η πρώτη, ενώ η δεύτερη λογίζεται ως κάτι το «παράλογο». Γι’ αυτό λοιπόν οι θνητοί επινόησαν την οδό της δόξης. Είναι αυτή η οδός, από την οποία εκκινεί κανείς για να ανέλθει στην οδό της αλήθειας. Επομένως επιβεβαιώνει την αλήθεια της πρώτης οδού. Η δοξασία, η γνώμη, από μόνη της, δεν εκφράζει καμιά αλήθεια και καμιά βέβαιη γνώση· αποκτά όμως ένα ορισμένο νόημα, όταν συμπλέκεται με την αλήθεια. Η τελευταία συνδέεται με την απόλυτη γνώση και είναι πανταχού παρούσα ως καλοστρόγγυλη/ολοστρόγγυλη. Έχει τον χαρακτήρα της
«εὐκύκλου σφαίρης ἐναλίγκιον ὄγκῳ,
μεσσόθεν ἰσοπαλὲς πάντῃ» (Β8, 43-44)
[=καλοστρόγγυλης/ολοστρόγγυλης σφαίρας, όμοια με όγκο,
που εκτείνεται από το κέντρο ισοδύναμα προς τα πάντα].
Σύμφωνα με τον Χάιντεγκερ, η «εὔκυκλος σφαίρη» είναι το Είναι των όντων: η αποκαλυπτική και φωτεινή τους ενοποίηση. Η αλήθεια λοιπόν νοείται ως ένα συμπαντικό κέντρο, η ατάραχη ή ακλόνητη καρδιά, από την οποία ξεκινούν όλα όσα υπάρχουν και όσα μπορεί κανείς να σκεφτεί. Πρόκειται στ’ αλήθεια για μια γνωσιο-οντολογικής υφής ταυτότητα:
«... τὸ γὰρ αὐτὸ νοεῖν ἐστίν τε καὶ εἶναι» (Β3)
[= γιατί είναι ίδιο να σκεφτόμαστε κάτι και αυτό να υπάρχει [ή] γιατί το ίδιο είναι το νοείν και το Είναι].
Συνδυαστικά προς την αλήθεια κρίνεται και η σημασία της ύπαρξης της δόξας. Ενώ η αλήθεια, η καρδιά της, είναι αυτή καθεαυτήν ατάραχη, αυθύπαρκτη, η δόξα μπορεί να αποδεικνύεται αξιόπιστη, στο μέτρο που τακτοποιείται, ρυθμίζεται, ταξινομείται με βάση μια ορισμένη πεποίθηση για την αξία της· δηλαδή στο βαθμό που μπορεί να κερδίσει την εμπιστοσύνη: να είναι κοντά στην πίστη την αληθινή. Τα δοκοῦντα είναι παγιωμένες γνώμες, [περίπου σαν τα ένδοξα του Αριστοτέλη (βλ. σχετική ανάρτηση)], είναι αυτά που απλώς φαίνονται/εμ-φανίζονται και οι θνητοί τα εκλαμβάνουν ως αυθεντικά, ως αληθινά, γιατί ακολουθούν λαθεμένη οδό έρευνας, γιατί δηλαδή δεν ξέρουν να σκέφτονται. Αυτό το νόημα το αποδίδει, με άριστο τρόπο, ο Χάιντεγκερ στο έργο του «τι καλείται σκέπτεσθαι;», όπου μιλάει για το ότι πρέπει να μάθουμε να σκεφτόμαστε. Το λάθος των θνητών, η αδυναμία τους να διακρίνουν το αληθές από εκείνο που μοιάζει για αληθές έγκειται στο γεγονός ότι δεν θέτουν σε έλεγχο, σε δοκιμασία τη γνώμη τους. Αντικειμενικά λοιπόν οι γνώμες, δοξασίες νομιμοποιούνται να δοκιμάζονται: να υπόκειται σε έλεγχο η εγκυρότητά τους.
Αλήθεια, πόσο νόμιμες [=έγκυρες] είναι οι γνώμες, ήτοι οι αερολογίες, των συγκαιρινών μας «μισθοφόρων» της επαγγελματικής πολιτικής, που δεν υπόκεινται σε κανένα έλεγχο, αλλά ωστόσο θέλουν να άρχουν και ποτέ να μην άρχονται: από τους ύπατους «άρχοντες» έως και τον τελευταίο κλητήρα ενός κοινού δημοτικού συμβουλίου. Ακριβώς το ανεξέλεγκτο είναι το πιο ισχυρό κριτήριο ότι πρόκειται για σαχλαμάρα και όχι για σοβαρή πολιτική γνώμη. Ας πάει κάποιος να τους πει να μελετήσουν και ορισμένα απλά φιλοσοφικά κείμενα και μετά ας αποφαίνονται, έστω και βλακωδώς, όπως τώρα. Τουλάχιστο θα τους μείνει η μελέτη.
Ο νοητής ταξιδιώτης τώρα θα μάθει από τη θεά πώς πρέπει να είναι οι γνώμες των θνητών για να είναι αξιόπιστες. Η θεά/ο Παρμενίδης, συνακόλουθα, δεν απορρίπτει συλλήβδην τη δόξα «ως κάποιο νοητικό προπατορικό αμάρτημα», όπως λέει ο Reinhardt, αλλά επιχειρεί αντιστοίχως να τη διασαφήσει ως γνωσιο-οντο-λογικό σήμα των θνητών, σε σχέση με το οποίο η αλήθεια προσλαμβάνεται ως ατάραχη. Γι’ αυτό και αφιερώνει το δεύτερο μέρος του Ποιήματος στην «οδό της δόξας/της δοξασίας». Η σημασία αυτής-εδώ της οδού είναι εξίσου σημαντική όσο και η πρώτη, ακόμη κι αν ορισμένως θεωρείται πλανερή και απατηλή, άλλοτε δικαίως και άλλοτε αδίκως από τους διαφόρους μελετητές του Παρμενίδη. Υπό δυο γενικές/καθολικές κατευθύνσεις, πέραν των επί μέρους, είναι σημαντική: πρώτον, γιατί τη φέρνει στο λόγο ο φιλόσοφος ως συνέχεια της συλλογιστικής του για την αλήθεια· δεύτερον, γιατί τη σχετίζει με τον υπαρκτό κόσμο των θνητών και ανάλογα με την καλύτερη μεθοδολογική της προσπέλαση προσδιορίζει και την οντολογική φύση αυτού του κόσμου:
Ἐν τῷ σοι παύω πιστὸν λόγον ἠδὲ νόημα
ἀμφὶς ἀληθείης· δόξας δ΄ ἀπὸ τοῦδε βροτείας
μάνθανε κόσμον ἐμῶν ἐπέων ἀπατηλὸν ἀκούων.
Μορφὰς γὰρ κατέθεντο δύο γνώμας ὀνομάζειν·
τῶν μίαν οὐ χρεών ἐστιν - ἐν ᾧ πεπλανημένοι εἰσίν -·
Β8, 50-54
[=εδώ παύω τα έγκυρα λόγια και τις σκέψεις μου
για την αλήθεια· από δω και πέρα των θνητών τις γνώμες
μάθε, την τάξη την απατηλή ακούγοντας αυτών που λέω.
στέριωσαν τη γνώμη, δυο μορφές να ονομάζουν·
μια απ’ αυτές δεν είναι αναγκαία· σ’ αυτό έχουν πλανηθεί]
Η θεά κάνει γνωστό τώρα ότι με το πέρας της παρουσίασης της οδού της αλήθειας αρχίζει να περιγράφει τις γνώμες των θνητών. Πρόκειται για μια μη αξιόπιστη παρουσίαση με το εξής νόημα: διηγείται τη μη αξιόπιστη, την πλανερή οδό που ακολουθούν οι θνητοί. Είναι ψευδής από το πιστεύω των ίδιων των θνητών και όχι επειδή το θέλει η θεά. Η εδραιωμένη, καθιερωμένη γνώμη των θνητών παράγει αυτό το ψεύδος, χωρίς καν να το υποψιάζεται. Πιστεύουν δηλαδή πως
«Είναι και μη-Είναι είναι και δεν είναι το ίδιο» (Β6. 8-9).
Εκκινώντας από αυτό το πιστεύω τους, που το θεωρούν αδιάσειστη αλήθεια, αρχίζουν να πατούν την ψευδή οδό: σκέφτονται το μη-Είναι ως εάν να ήταν [=υπήρχε]. Σε μια τέτοια ψευδή οδό αναζητείται και η αρχέγονη σύλληψη του νεωτερικού φαινομένου της ιδεολογίας, δυνάμει του οποίου ανεγείρονται ψεύτικα οικοδομήματα πολιτευμάτων, πολιτικών θεωριών και πρακτικών, ποικίλων κοσμοαντιλήψεων κ.λπ. Να γιατί, μεταξύ άλλων, η σκέψη του Παρμενίδη έχει διαχρονική ισχύ και επιτρέπει σε κάθε μεθοδικό ερευνητή της ουσίας της νεωτερικότητας, ήτοι μετα-νεωτερικότητας, να διακρίνει το γηγενές από το αγενές αυτής της ουσίας.
----------------------
[1] Χέγκελ, Επιστήμη της Λογικής-η διδασκαλία περί του Είναι
[2] Ό.π.
[3] Ό.π.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου