Ο Εύμαιος ήταν γιος του Κτησία του Ορμενίδη, βασιλιά της νήσου Συρίης (Σύρου), που βρισκόταν στις Κυκλάδες.
Ο Εύμαιος, είχε για παραμάνα γυναίκα φοινικικής «καλής και ένδοξης καταγωγής». Έμποροι Φοίνικες που ήρθαν στη Σύρο να πουλήσουν τα εμπορεύματά τους, την έπεισαν να τους ακολουθήσει για να τη μεταφέρουν με τα καράβια τους στους γονείς της. Αυτή δέχτηκε και μαζί της πήρε και το μικρό βασιλόπουλο. Κατά το ταξίδι η παραμάνα πέθανε από ξαφνικό κακό και οι θαλασσινοί την έριξαν στα κύματα. Οι καιρικές συνθήκες οδήγησαν το πλοίο στην Ιθάκη όπου οι έμποροι πούλησαν για σκλάβο τον Εύμαιο στο Λαέρτη, τον πατέρα του Οδυσσέα, παραμένοντας πλέον στην Ιθάκη για όλη του τη ζωή. Ο Λαέρτης τον έκανε χοιροβοσκό.
Μόλις ο Οδυσσέας επέστρεψε στην Ιθάκη μετά το δεκάχρονο ταξίδι του, ύστερα από συμβουλή της θεάς Αθηνάς πήγε και συνάντησε πρώτο τον Εύμαιο στην καλύβα του θέλοντας να μάθει λεπτομερώς όλα τα γεγονότα που διαδραματίσθηκαν κατά την απουσία του. Τις ίδιες ημέρες επέστρεψε στην Ιθάκη και ο Τηλέμαχος από τη Σπάρτη και την Πύλο.
Ο Εύμαιος υποδέχθηκε τον Τηλέμαχο με πατρική στοργή και τον άφησε με τον ζητιάνο για να πάει να αναγγείλει στην Πηνελόπη το χαρμόσυνο γεγονός.
Στην καλύβα του Ευμαίου, με τη θεϊκή επέμβαση της Αθηνάς έγινε η αναγνώριση Τηλεμάχου και Οδυσσέα. Μετά από αυτά, ο Εύμαιος οδήγησε τον Οδυσσέα μεταμφιεσμένο σε φτωχό ζητιάνο στο παλάτι, για να ξεγελάσει τους μνηστήρες, και τον παρουσίασε στην Πηνελόπη.
Στο τέλος ο Εύμαιος απέκτησε την ελευθερία του από τον Τηλέμαχο και έγινε ο γενάρχης του γένους των Κολιαδών στην Ιθάκη.
Σε τι αναφέρεται η ραψωδία «ξ» στην οποία ανήκουν οι 13 στίχοι που ανακαλύφθηκαν πριν από μερικά χρόνιαή κατά τις ανασκαφές στην αρχαία Ολυμπία; (μπορεί να είναι το παλαιότερο σωζόμενο γραπτό απόσπασμα των Ομηρικών Επών)
Το σπάνιο εύρημα διαπιστώθηκε ότι σώζει 13 στίχους από την ραψωδία «ξ» της Οδύσσειας. Στη συγκεκριμένη ραψωδία, ο Εύμαιος καλοδέχτηκε και φιλοξένησε στο καλύβι του τον «ζητιάνο». Από τη μεταξύ τους συνομιλία ο Οδυσσέας, διαπίστωσε την αφοσίωση του υπηρέτη στον αφέντη του, τον άκουσε να απαριθμεί με περηφάνια τη μεγάλη κτηνοτροφική περιουσία του Οδυσσέα, στην οποία είχε κι αυτός συμβάλει, και να εκφράζει παράπονο που δεν είναι εκεί να δει την προκοπή του και να τον ανταμείψει, τον είδε να αγανακτεί με τους μνηστήρες, που τρωγοπίνουν κάθε μέρα στο παλάτι, αλλά και να τον διαβεβαιώνει για τη συζυγική πίστη της Πηνελόπης, όπως και για το ενδιαφέρον της να ζητεί πληροφορίες από ξένους περαστικούς για τον άντρα της. Τέλος ο Οδυσσέας άκουσε για το ταξίδι του Τηλέμαχου στην Πελοπόννησο και για τη φονική ενέδρα των μνηστήρων.
Μετά το γεύμα, ο Οδυσσέας έδωσε στοιχεία της ταυτότητάς του δηλώνοντας πάλι Κρητικός ενώ διηγήθηκε και μια εκτεταμένη πλαστή ιστορία παρεμβάλλοντας και αρκετά αληθινά στοιχεία. Αφού βράδιασε οι βοσκοί/υπηρέτες του Εύμαιου έφεραν τα ζώα στο χοιροστάσιο και ετοιμάστηκε δείπνο με ιδιαίτερη φροντίδα για τον «ξένο». Επειδή όμως η νύχτα ήταν κρύα ο Οδυσσέας διηγήθηκε μια άλλη πλαστή ιστορία, με αποτέλεσμα να εξασφαλίσει ζεστό σκέπασμα και ύπνο κοντά στη φωτιά, ενώ ο Εύμαιος ντύθηκε καλά και πήγε να κοιμηθεί κοντά στους χοίρους, για να έχει την έγνοια τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου